Προσδιορισμός της θέωσης || Από τα κτιστά ρήματα στα άρρητα ρήματα || Θεούμενοι: Οι φορείς της αποκαλύψεως || Κάθαρση, φωτισμός, θέωση || Ο στόχος τής κλήσης τού Χριστιανού || Η μέθοδος τελειώσεως είναι ο στόχος τής Εκκλησιαστικής ζωής || Η διαχρονικότητα τού δόγματος τής Κάθαρσης, τού Φωτισμού και τής Θέωσης στην Ορθόδοξη Εκκλησία || Πώς ο κατ' εικόνα τού Θεού άνθρωπος γίνεται καθ' ομοίωσιν εν Αγίω Πνεύματι || Εκκλησιαστική ερμηνεία των σταδίων της πνευματικής τελειώσεως || Τα δύο στάδια τής θεωρίας και η παροδικότητα τής Θέωσης
Χαρακτηριστικά τής κατάστασης τής Θεώσεως Όταν η εμπειρία καταργεί τη γνώση τού Θεού Τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου. |
Κατά την διάρκεια της εμπειρίας της θεώσεως-θεωρίας γίνονται διάφορες αλλαγές στην ψυχοσωματική συγκρότηση του ανθρώπου. Δηλαδή, ο άνθρωπος παραμένει ο ίδιος, δεν περιπίπτει σε μια εξωπραγματική κατάσταση, άλλα ο ίδιος μεταμορφώνεται και βιώνει την κατάσταση του Αδάμ προ της πτώσεως και την κατάσταση των Αγίων μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. «Εκείνος που είναι Θεούμενος υπερβαίνει τα νοήματα και τα ρήματα και βλέπει την άκτιστη πραγματικότητα που δεν έχει καμία ομοιότητα με αυτά». «Αν κανείς, όταν βλέπει ένα κτίσμα, νομίζει ότι βλέπει τον Θεό, τότε σημαίνει ότι δεν θα φθάσει ποτέ στην θέωση, διότι έχει φθάσει να βλέπει κτίσματα, τα οποία είναι από δαιμονικές ενέργειες και νομίζει ότι βλέπει τον Θεό. Μόνον όταν βλέπει το άκτιστο, έχει φθάσει στην θέωση». Κατά την διάρκεια της θεωρίας καταργείται η Αγία Γραφή, τα δόγματα και αυτή η ίδια η νοερά προσευχή. «Όλα καταργούνται στην θέωση. Βέβαια, όταν κανείς επανέρχεται από την θέωση, όταν σταματάει να έχει θεοπτία, και πάλι συνεχίζει με τα δόγματα, την προσευχή του, το Πνεύμα πάλι προσεύχεται, όπως πριν μέσα του. Σε αυτή την ζωή η κατάσταση της Θεώσεως δεν είναι μόνιμη». Ο Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους αναφέρει «τας οπτασίας και αποκαλύψεις Κυρίου», ήτοι την αρπαγή του στον Παράδεισο, όπου άκουσε άρρητα ρήματα (Β΄ Κορινθίους ιβ', 1-6). Επίσης, γράφει ότι κατά την θεοπτία καταργούνται οι προφητείες, η γνώση, σταματά η προσευχή. «Είτε δε προφητείαι, καταργηθήσονται είτε γλώσσαι, παύσονται είτε γνώσις, καταργηθήσεται· εκ μέρους γαρ γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν· όταν δε έλθει το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται» (Α Κορινθίους ιγ', 8-10). «Κατά την πατερική θεολογία, καταργείται στην θέωση η ευχή. Δεν υπάρχει πλέον η ευχή, καθ' όσον διαρκεί η θέωση. Όταν σταματάει η θέωση, επανέρχεται πάλι η ευχή. Αλλά και η γνώση καταργείται. Καταργείται πλέον η θεολογία. Διότι, όταν λέει εδώ γνώση, δεν εννοεί κάθε γνώση, εννοεί μόνον την περί Θεού γνώση, όχι κάθε γνώση. Η περί Θεού γνώση καταργείται, διότι βλέπει πλέον κανείς τον Χριστό "πρόσωπον προς πρόσωπον", διότι βλέπει τον ίδιο τον Θεό. Αλλά, δεν καταργείται η γνώση των κτισμάτων, που έχει κανείς, διότι δεν χάνει τις αισθήσεις του. Και ο Απόστολος Παύλος τυφλώθηκε από το Φως, αλλά και μιλούσε και άκουγε στην κατάσταση αυτή και επί τρεις ημέρες ούτε έφαγε ούτε ήπιε, διότι καταργήθηκε αυτό το μέρος των φυσικών λειτουργιών κλπ. Όταν όμως επανέρχεται και ξαναρχίζει η ευχή και η προφητεία, συνεχίζει και οικοδομεί. Κάνει και κηρύγματα κανείς και διδάσκει κλπ.». «Εάν φθάσει κανείς και στην θέωση κάποτε-κάποτε, μια-δυο φορές ξέρω γω, στην θέωση, στην εμπειρία της θέωσης η ευχή της καρδιάς, καταργείται. Άρα καταργείται και η γνώση, δηλαδή καταργείται η λογική γνώση τής πίστεως· καταργείται και η γνώση του φωτισμού· καταργείται διότι βλέπει μέσω του Θεού τον Θεό· δια του ακτίστου Φωτός βλέπει το άκτιστο Φως· μέσω του Θεού βλέπει τον Θεό. Ο άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί να δει τον Θεό, διότι ο Θεός μόνον δια αποκαλύψεως μπορεί να οραθεί, αλλά βλέπει με μια όραση που υπερβαίνει την όραση, ακούει με ακοή που υπερβαίνει την ακοή, οσφραίνεται με όσφρηση που υπερβαίνει την όσφρηση κ ο κ. Διότι δεν είναι μια φυσιολογική κατάσταση, δεν ανήκει στις φυσικές γνώσεις του ανθρώπου ούτε όμως στην υπερφυσική αποκάλυψη, με την δυτική έννοια της υπερφυσικής αποκάλυψης, διότι δεν υπάρχει κατανόηση». «Στην εμπειρία της Θεώσεως δεν υπάρχει νοερά ευχή. Η νοερά ευχή σταματάει. Και όταν σταματά η εμπειρία της Θεώσεως, η θεοπτία δηλαδή, ξαναρχίζει η νοερά προσευχή. Και όταν κανείς βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού, προφητεύει και θεολογεί, δηλαδή, με την θεολογία και με την Αγία Γραφή κλπ. Όταν όμως φθάνει στην θέωση, δεν γνωρίζει πλέον τον Θεό εν προφητείαις και εν γνώσει και εν προσευχαίς, δηλαδή, αλλά Τον γνωρίζει κατ’ ευθείαν». Ενώ κατά την διάρκεια της Θεώσεως σταματά η νοερά προσευχή, διότι ο νους βλέπει την δόξα του Θεού, δεν καταργείται η λογική προσευχή. Μπορεί ο θεόπτης να βρίσκεται στην θεία Λειτουργία και συγχρόνως να βλέπει την άκτιστη πραγματικότητα. Δηλαδή, κατά την θεοπτία δεν υφίσταται την νεοπλατωνική έκσταση. «Στην θέωση η ευχή καταργείται και όταν κανείς μιλάει με "συνάδελφο" στην κατάσταση της Θεώσεως χρησιμοποιεί ονόματα. Μπορεί και ο ίδιος ο ευρισκόμενος στην κατάσταση της Θεώσεως να λειτουργεί και να λέει τις προσευχές της Εκκλησίας κανονικά, δηλαδή. Εκείνο που έχει καταργηθεί μέσα του είναι η προσευχή του Αγίου Πνεύματος με τα λόγια αυτά, επειδή βλέπει το άκτιστο, δηλαδή. Όταν βλέπει το άκτιστο, τότε αυτή η ευχή καταργείται μέσα του, αλλά η λογική λατρεία δεν καταργείται. Μπορεί να λειτουργεί ο άνθρωπος». |
Δημιουργία αρχείου: 26-11-2016.
Τελευταία μορφοποίηση: 26-11-2016.