Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Πατέρες, Θεολογικά και Δογματικά

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.

Μέρος Δεύτερον

Τού Ανδρέα Θεοδώρου

Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Γ΄ Κεφάλαιο

Η θεολογία των Aντιγνωστικών Πατέρων

 

α) Η θεολογία του Ειρηναίου, Επισκόπου Λουγδούνων και Μάρτυρος

1. Η περί Θεού διδασκαλία τού Αγίου Ειρηναίου τής Λυών

1. Δεσπόζουσα ιδέα της περί Θεού διδασκαλίας του Ειρηναίου είναι η ενότης του χριστιανικού Θεού. Δεν θα ήτο δε υπερβολή να ελέγομεν, ότι η ιδία αύτη αποτελεί τον άξονα της όλης περί Θεού διδασκαλίας του Ιερού Πατρός.

 

Εκφράσεις ως «Unus Deus», «Unus Pater», «Unus Daus et Pater», «Unus Deus Dominus», «Unus et idem Deus», «Unus et idem Pater», «Unus et solus Deus», «Unus et ipse Deus», απαντούν ανά παν βήμα εις τα έργα του.434

Εξαίρων την ενότητα του χριστιανικού Θεού ο Ειρηναίος ασφαλώς δεν προσφέρει τι το νέον εν τη Χριστιανική θεολογία· περί της ιδέας τούτης ωμίλει πλουσίως η μέχρι της εποχής του παράδοσις της Εκκλησίας.435 Τα νέον σχετικώς ήτο η συχνότης, ο τόνος και η ζωηρά έξαρσις της εν λόγω αληθείας, εις τα οποία παρώθουν τον Ειρηναίον τα γνωστικά ερεθίσματα. Ιδίως η περί δύο θεών (Υψίστου και δημιουργού, Θεού της Παλαιάς και Θεού της Κ. Διαθήκης) διδασκαλία του Μαρκιωνιτισμού. Το θέμα ήτο άκρως ζωτικόν. Το να καταδειχθή η ενότης του Θεού είχε μεγάλην σημασίαν, διότι τούτο θ' απέκοπτεν ευθύς εις τας ρίζας της την βασικήν γνωστικήν δυϊστικήν πλάνην, την «blasphemia creatoris» (την διάκρισιν δηλαδή αγαθού και δημιουργού Θεού), η οποία ήτο εφεύρημα σατανικόν.436

Κατά τον Ειρηναίον ο είς και ο αυτός Θεός είναι ο δημιουργός του σύμπαντος. Είναι δε ενδεικτικόν το γεγονός ότι δια της αληθείας αυτής αρχίζει και το σύμβολον της πίστεως (C.H. II, 1, 1). Ο είς και μόνος αληθινός Θεός είναι ο παντοδύναμος δημιουργός, ο πλάσας τον ουρανόν και την γην και τας θαλάσσας και πάντα τα εν αυτοίς.437 Είναι ο «εξ ου τα πάντα» Θεός.438

Ότι ο Ύψιστος Θεός είναι συγχρόνως και o δημιουργός του εξωτερικού τούτου κόσμου, εξαίρουν τόσον η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, όσον και αυτή η ίδια η πίστις των εθνικών. Δεν υπάρχουν επομένως δύο θεοί αντιστοιχούντες προς τας δύο Διαθήκας (Παλαιάν και Καινήν), ως επρέσβευεν ο Μαρκίων. Των Διαθηκών τούτων ένας είναι ο εισηγητής, ο δημιουργός Θεός της Χριστιανικής πίστεως.439

Το όντα πάντα προήλθον εκ του δημιουργού Θεού δια του Λόγου και της δημιουργικής δυνάμεως αυτού.440 Η δύναμις αυτή (potestas) είναι απολύτως ελευθέρα, μη υποκειμένη εις την ανάγκην (necessitas) του ψεύδους, ως τούτο συμβαίνει παρά τοις Γνωστικοίς.441 Αντιθέτως ο Χριστιανικός Θεός είναι απολύτως ελεύθερος, ο μόνος Κύριος του κόσμου, εις τον οποίον υποτάσσονται και πειθαρχούν όλα το όντα.442

Ως δημιουργός του κόσμου ο Θεός είναι συγχρόνως και προνοητής αυτού.443 Επομένως ο κόσμος τόσον εκ κατασκευής όσον και εκ προελεύσεως αυτού είναι καλός. Αν δε παρατηρούνται εν αυτώ ωρισμέναι δυσαρμονίαι φυσικοί, εν τέλει λαμβάνουν αύται αρμονικήν θέσιν εντός του συνόλου της δημιουργίας όπως οι διάφοροι τόνοι της κιθάρας εναρμονίζονται ώστε να παρέχουν ενιαίαν μελωδικήν αρμονίαν.444 Εν αντιθέσει προς τον ετεραρχικόν αυτονομισμόν των Γνωστικών, η δημιουργία παρά τω Ειρηναίω, ως προερχομένη θετικώς εκ της δημιουργικής και προνοητικής βουλήσεως του Θεού, καταφάσκεται, λαμβάνουσα ανάχρωσιν θρησκευτικήν.

Ο Θεός αποτελεί οντότητα απολύτως πνευματικήν. Είναι πνεύμα (spiritus), λόγος, νους, έννοια. Το κατηγορήματα ταύτα δεν είναι όντα ενυπόστατα απορρέοντα εκ της ουσίας του Θεού (οι αιώνες του Γνωστικισμού), αλλ' είναι κατηγορήματα εκφράζοντα πραγματικάς σχέσεις εν τω ενί και μόνω αληθινώ Θεώ. Τούτο δε, διότι ο Θεός είναι αμέριστος και αναλλοίωτος. Εν τη εννοία ταύτη δεν δυνάμεθα να αποδώσωμεν εις τον Θεόν παθήματα και καταστάσεις της ψυχικής ζωής των ανθρώπων.

Ο Θεός είναι δίκαιος και αγαθός. Την αλήθειαν ταύτην εξαίρει ομοίως ο Ειρηναίος εναντίον των Γνωστικών, οι οποίοι εχώριζον αγαθότητα και δικαιοσύνην και απέδιδον αυτάς αντιστοίχως εις δύο διισταμένους θεούς, τον αγαθόν και τον δημιουργόν. Την θείαν αγαθότητα και δικαιοσύνην εξυπακούει η ιδέα του Θεού ως δημιουργού και προνοητού του κόσμου.445 Άνευ δικαιοσύνης δεν δύναται να νοηθή η αγάπη και τανάπαλιν, άνευ αγάπης είναι αδιανόητος η δικαιοσύνη. Μόνον δια της αρμονικής συνενώσεως των δύο τούτων ιδιοτήτων είναι δυνατόν να νοηθή η ιδέα του Θεού ως όντος προσωπικού, εις προσωπικάς σχέσεις ερχομένου μετά της ελευθέρας λογικής κτίσεως.446

Ο Θεός τέλος, είναι αγένητος, αχώρητος, αόρατος (επίδ. 6), απολύτως υπερβατικός και ως εκ τούτου ακατάληπτος και ανέκφραστος: «Est autem et super, haec et propter haec ineffabilis». Εάν ο άνθρωπος δύναται να έχει γνώσιν τινα του ανεκφράστου και ακαταλήπτου Θεού, η γνώσις αυτή ασφαλώς δεν προέρχεται εκ των γνωστικών του ανθρώπου δυνατοτήτων, αλλ' εκ μόνης της θείας αποκαλύψεως της αυτοφανερώσεως, δηλαδή, του Θεού εν Χριστώ Ιησού.447

Επομένως δεν πρόκειται περί μιας θεωρητικής αναγωγής του ανθρώπου προς τον Θεόν, αλλά περί μιας εν υπακοή και αφοσιώσει θρησκευτικής σχέσεως του πεπερασμένου κτίσματος προς τον άπειρον Θεόν.448 Τον Θεόν γνωρίζει ο άνθρωπος μόνον δια μιας ζώσης πνευματικής εμπειρίας την οποίαν συνιστά η εν πίστει μετοχή του εν τω φωτί του Θεού449 (Ιωάννειος σωτηριολογική αναλογία): «Ώσπερ οι βλέποντες το φως εντός εισί του φωτός και της λαμπρότητος αυτού μετέχουσιν, ούτως οι βλέποντες τον Θεόν, εντός εισί του Θεού, μετέχοντες αυτού της λαμπρότητος… ζωής ουν μεθέξουσιν οι ορώντες τον Θεόν. Και δια τούτο ο αχώρητος και ακατάληπτος και αόρατος ορώμενον εαυτόν, και καταλαμβανόμενον, και χωρούμενον τοις πιστοίς παρέσχεν ίνα ζωοποιήση τους χωρούντας, και βλέποντας αυτόν, δια πίστεως».450

2. Ο είς και μόνος αληθινός της πίστεως Θεός, ο δημιουργός, προνοητής και κύριος του κόσμου, ο δίκαιος και αγαθός, είναι τριαδικός τας υποστάσεις. Ο όρος Τριάς (Trinitas) εν τη εννοία των τριών προσώπων του Χριστιανικού Θεού, ελλείπει παρά τω Ειρηναίω. Μίαν μόνον φοράν χρησιμοποιείται υπ' αυτού (C.H. II, 15, 1) εν συσχετισμώ προς το σύστημα των αιώνων του Γνωστικισμού. Η διδασκαλία όμως περί της τριαδικότητος των προσώπων του ενός κατ' ουσίαν Θεού είναι διάχυτος εις τα έργα του.

Η περί Αγίας Τριάδος διδασκαλία του Ειρηναίου είναι ζωτικής σημασίας δια την ιστορίαν των δογμάτων, κυρίως αν αντιβάλωμεν αυτήν προς τα θεογονικά και αιωνολογικά μυθεύματα του Γνωστικισμού. Τότε λαμβάνει αυτή σαφή αντιγνωστικήν διατύπωσιν, απηχούσαν την Ορθόδοξον παράδοσιν της Εκκλησίας κατά τους συγκεχυμένους εκείνους καιρούς. Αντιρρήσεις βεβαίως δεν έλειψαν όσον αφορά εις την ορθοδοξίαν της περί Αγίας Τριάδος διδασκαλίας του Ειρηναίου.451 Αύται όμως κατά κανόνα υπερτονίζουσαι ασαφείας εν τη θεολογία του Ειρηναίου δεν αποδίδουν πιστώς το πραγματικόν φρόνημα του Επισκόπου της Λυώνος.

Η ύπαρξις των προσώπων της Αγίας Τριάδος αποτελεί πίστιν βεβαίαν εν τοις έργοις του Ιερού Πατρός. Ταύτην πρωτίστως περιλαμβάνει η ομολογία του βαπτίσματος: «Ιδού, λοιπόν, τι μας πληροφορεί η πίστις, όπως αυτή παρεδόθη εις ημάς υπό των Πρεσβυτέρων, των μαθητών των Αποστόλων. Κατ' αρχήν μας προτρέπει να ενθυμηθώμεν, ότι εδέχθημεν το βάπτισμα δια την άφεσιν των αμαρτιών μας εις το όνομα του Θεού Πατρός και του Ιησού Χριστού… και εν τω Αγίω Πνεύματι του Θεού»,452 εξαίρει δε πολυειδώς ο Κανών της Αληθείας (Regula veritatis),453 τον οποίον δέχεται και σθεναρώς προασπίζει ο Ειρηναίος. Παραλλήλως το δόγμα της Αγίας Τριάδος βλέπει ούτος εις το «Faciamus hominem» («Ποιήσωμεν άνθρωπον») της Γενέσεως (1, 26),454 ένθα ο πληθυντικός αριθμός εμφαίνει την πολλότητα των θείων προσώπων, ως και εν τη διηγήσει της υπό του Ιησού του Ναυή αποστολής των κατασκόπων εις Γην Χαναάν, τους οποίους υπεδέχθη και διέσωσε Ραάβ η πόρνη.455 Και το μεν πρώτον πρόσωπον της Τριάδος είναι ο Πατήρ, τον οποίον ο Ειρηναίος χαρακτηρίζει συντόμως «Θεόν», συμφώνως προς την γλώσσαν της Αγίας Γραφής και την συνήθειαν της αρχαίας Χριστιανικής γραμματείας: «Qui et solus est Deus et pater».456 Το δε δεύτερον πρόσωπον είναι ο Λόγος του Θεού (ή του Πατρός) ο Υιός του Θεού (Υιός μονογενής), τον οποίον ο Ειρηναίος, ομού μετά του Πατρός, αποκαλεί «Κύριον».457 Το τρίτον, τέλος, πρόσωπον είναι το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον ο Ειρηναίος δεν αποκαλεί απ' ευθείας Θεόν, αλλά Πνεύμα του Θεού, Πνεύμα του Πατρός και Πνεύμα του Υιού.458

Ο Λόγος του Θεού γεννάται αϊδίως εκ του Πατρός. Το πρόβλημα της εγχρόνου γεννήσεως του Λόγου — ως τούτο απησχόλησε τους απολογητάς — απουσιάζει εντελώς εκ της θεολογίας του Ειρηναίου. Περί τούτου ο Ιερός Πατήρ ουδεμίαν καταλείπει αμφιβολίαν: «Semper autem coexistens Filius Patri» (C.H. II, 30, 9).459 Η γέννησις του Λόγου είναι αιωνία και άχρονος. Παραλλήλως όμως είναι και γέννησις μυστηριώδης και ανέκφραστος. Ο Ειρηναίος μετά δυνάμεως απωθεί τας λεπτολόγους θεωρήσεις του Γνωστικισμού περί του τρόπου προελεύσεως του Νου ή του Λόγου παρά του Πατρός. Ο Θεός είναι πνεύμα απόλυτον, ενότης αμέριστος και αδιαίρετος. Η κατά τα γνωστικά πρότυπα προέλευσις του Λόγου εκ του Πατρός, μεταποιεί τον Θεόν εξ όντος απλού και απολύτου εις σώμα σύνθετον και μεριζόμενον.460 Η προβολή άλλωστε του Λόγου εκ της ουσίας του Πατρός ουδεμίαν σημασίαν δύναται να έχη, καθ' όσον ο Λόγος ενυπάρχει (αϊδίως) εν τω Πατρί. Πώς είναι δυνατόν ο εν τω Πατρί αϊδίως ενυπάρχων Λόγος να προβάλλεται συγχρόνως και εν τοις εκτός, να υπάρχει, δηλαδή, ο αυτός και εντός και εκτός του προβάλλοντος Πατρός;461 Το να εφαρμόζη τις σχέσεις ανθρωπίνας επί του απολύτου πνεύματος του Θεού αποτελεί ματαίαν προσπάθειαν.462 Και τούτο, διότι η γέννησις του Λόγου είναι μυστηριώδης και απόκρυφος, όσοι δε προσπαθούν να παρομοιάσουν αυτήν προς σχέσεις πεπερασμένας (προβολήν του ανθρωπίνου λόγου), ευρίσκονται εκτός της κοινής λογικής. Τον τρόπον της γεννήσεως του Λόγου γνωρίζουν μόνον ο Πατήρ και ο Υιός αυτού.463

Ο Υιός είναι ομοούσιος τω Πατρί. Ο όρος «ομοούσιος» χρησιμοποιούμενος από του Ειρηναίου εν συσχετισμώ προς τας θεωρίας των Γνωστικών,464 δεν αποδίδεται υπ' αυτού απ' ευθείας εις τον Λόγον. Παρά ταύτα η ιδέα του ομοουσίου υπάρχει εις τα έργα του.465 Ο Υιός έχει κοινήν μετά του Πατρός την ουσίαν. Ενυπάρχει εν τω Πατρί (περιχώρησις των προσώπων) και δοξάζει τον Πατέρα.466 Υπό το φως τού ομοουσίου και προς άρσιν ενδεχομένων παρεξηγήσεων πρέπει να κρίνωνται και όλαι αι περιπτώσεις εκείναι κατά τας οποίας ο Ειρηναίος φέρεται υποτάσσων τον Υιόν εις τον Πατέρα.467 Η περί ής ο λόγος υποταγή, λειτουργικής φύσεως ούσα,468 δεν σημαίνει κατωτερότητα φύσεως μεταξύ Υιού και Πατρός. Εν προκειμένω ο Ειρηναίος επαναλαμβάνει την διδασκαλίαν των ευαγγελίων και του Παύλου. Άλλωστε η ιδέα της υποταγής ενυπολανθάνει εις το στάδιον της θείας κενώσεως του Λόγου (εν τη ενανθρωπήσει, όπου ο ένσαρκος Λόγος, ως όργανον προσωπικόν και ελεύθερον, πραγματοποιεί το σχέδιον της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας), όπως και μία ρηματική (ονοματική) υποταγή εξυπακούεται εν τη τάξει της Αγίας Τριάδος, όπου ο Πατήρ αποτελεί την αΐδιον αρχήν των δύο άλλων προσώπων του εν Τριάδι Θεού.469 Κατ' ουσίαν, επομένως, δεν δύναται να ευσταθήσει η κατά του Ειρηναίου μομφή επί υποταγή του Λόγου εις τον Πατέρα. Και εν τω σημείω τούτω η διδασκαλία του Ιερού Πατρός — απηλλαγμένη φιλοσοφικών προϋποθέσεων και επιδράσεων — αποχωρίζεται ουσιωδώς της αντιστοίχου διδασκαλίας των Απολογητών.

Την ενότητα του Θεού δεν παραβλάπτει η τριαδική του ενέργεια. Η ενέργεια αυτή είναι κοινή και ενιαία, δι' αυτής δε περιχωρούνται εις άλληλα τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Κατ' ουσίαν ο είς μόνος Θεός είναι ο ενεργών, κατά το γνωστόν σχήμα: «Ο Πατήρ δι' Υιού εν Αγίω Πνεύματι»: «Et sic unus Deus Pater ostenditur, qui est super omnia, et per omnia, et in omnibus. Super omnia quidem Pater, et ipse est caput Chisti; per omnia autem Verbum, et ipse est caput Ecclesiae; in omnibus autem nobis Spiritus, et ipse est aqua νiva quam praestat Dominus in se recte credentibus et diligentibus se».470 Εν τη δημιουργία η ενιαία τριαδική ενέργεια ακολουθεί την κάτωθι σειράν εκδηλώσεως: Εκ του Πατρός προς τον Υιόν και εκ του Υιού προς το Πνεύμα το Άγιον. Ο Πατήρ αποστέλλει τον Υιόν471 και ο Υιός αποστέλλει τα Πνεύμα τα Άγιον.472 Αντιθέτως εν τη τελειώσει του έργου της απολυτρώσεως η σωτήριος ανάβασις γίνεται εκ του Πνεύματος προς τον Υιόν και εκ του Υιού προς τον Πατέρα.473

Εν τω καθοδικώ έργω του Θεού εις τον κόσμον, ο Λόγος νοείται σταθερώς υπό του Ειρηναίου ως ο φανερωτής του προσώπου του Πατρός. Ο Πατήρ είναι το αόρατον του Υιού, ο δε Υιός τα ορατόν του Πατρός: «Invisibile etenim Filii Pater, νasibile autem Patris Filius» (C.H. IV, 6, 6)474 Ο Πατήρ φανερούται και γινώσκεται πάντοτε δια του Υιού. Δι' αυτού απεκαλύφθη τα πρώτον (προ της δημιουργίας) εις τους αγγέλους, ακολούθως δε (μετά την δημιουργίαν) και εις τους ανθρώπους.475 Εγείρεται όμως τo ερώτημα: Μήπως τo αποκαλυπτικόν τούτο έργον του Υιού προσιδιάζει εις την υπόστασιν αυτού ως Υιού; Με άλλους λόγους, τα πρόσωπον του Υιού προσδιορίζεται εκ της θελήσεως του Πατρός να αποκαλυφθή;476 Ως γνωρίζομεν, ανάλογον ερώτημα διετυπώθη και εν σχέσει προς την θεολογίαν των Απολογητών: Μήπως η γέννησις του Λόγου προσδιορίζεται εκ της περί δημιουργίας και εν όψει της δημιουργίας βουλής του αγεννήτου Πατρός; (πρόβλημα της εγχρόνου γεννήσεως του Λόγου).

Ως είδομεν, το δεύτερον τούτο ερώτημα ουδόλως απησχόλησε την θεολογικήν σκέψιν του Ειρηναίου, ο οποίος την εκ του Πατρός γέννησιν του Λόγου θεωρεί ως αΐδιον και αιωνίαν. Εν τω αυτώ μέτρω τον άγιον θεολόγον της Λυώνος — του οποίου η σκέψις ήτο σαφώς παραδοσιακή — δεν απησχόλησε και το πρώτον ερώτημα. Τα προβλήματα τα οποία θέλουν να προβάλλουν εκάστοτε εις την θεολογικήν σκέψιν του Ειρηναίου οι διάφοροι ερευνηταί, δεν είναι πραγματικά. Το βέβαιον είναι μόνον έν: Το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, είτε ως Υιός είτε ως Λόγος (αμφότερα είναι συνώνυμα) ενυπάρχει αϊδίως παρά τω Πατρί (Semper autem coexistens Filius Patri). Προ της δημιουργίας δεν υπήρχε λόγος φανερώσεως του Πατρός, απλούστατα διότι δεν υπήρχον εξωτερικώς τα όντα προς τα οποία να εγίνετο η φανέρωσις. Από της δημιουργίας όμως και εξής (άγγελοι, άνθρωποι), ο Λόγος, ο αιωνίως υφιστάμενος παρά τω Πατρί, αποβαίνει το όργανον φανερώσεως αυτού εις τα πεποιημένα όντα. Εκπληρώνει δηλαδή τον ρόλον αυτού ως Λόγου, ήτοι φανερωτού του αφράστου και απερινοήτου Πατρός. Το να δεχθώμεν, ότι ο Υιός ως φανερωτής του Θεού ενυπάρχει παρά τω Πατρί μόνον από της δημιουργίας και εξής, και κυρίως κατά την ανέλιξιν της οικονομίας της απολυτρώσεως, τούτο αποτελεί κατάφωρον παραβίασιν της θεολογικής σκέψεως του Ιερού Πατρός. Αι πέραν του πλαισίου τούτου σκέψεως προεκτάσεις νοθεύουν την πραγματικήν διδασκαλίαν του Ειρηναίου, ο οποίος, ως είδομεν, τοσούτον εναργώς εξαίρει την αιωνίαν γέννησιν του Λόγου και την αΐδιον ύπαρξιν αυτού παρά τω Πατρί.

Όσον αφορά εις το Πνεύμα το Άγιον, η διδασκαλία του Ειρηναίου είναι πολύ πλουσιωτέρα της αντιστοίχου διδασκαλίας των Απολογητών. Αν και, ως είδομεν, δεν προσδίδει ούτος εις το πνεύμα τα άνομα «Θεός», εν τούτοις την θεότητα αυτού επανειλημμένως διδάσκει, παριστών τούτο ως «αένναον»,477 ως υπάρχον παρά τω Πατρί «ante omnem constitutionem» και υφιστάμενον παρ' αυτώ εν αρχή των οδών αυτού (Παροιμίες 8, 22).478 Εν σχέσει προς τον Πατέρα το Πνεύμα παρίσταται ως η σοφία αυτού479, ως η figuratio του Πατρός. Ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον αποτελούν τας δύο χείρας δια των οποίων ο Θεός εδημιούργησε και εμόρφωσε τον άνθρωπον.480

Εν τη Π. Διαθήκη το Πνεύμα το Άγιον ωμίλησε δια των Αγίων Προφητών περί της ελεύσεως και του έργου του Χριστού επί της γης.481 Εν τω πληρώματι δε των καιρών δια της δημιουργικής του δυνάμεως εγεννήθη ο Υιός του Θεού482 εκ της Παρθένου Μαρίας.483

Εν αναφορά τέλος, προς την Εκκλησίαν, το Πνεύμα τα Άγιον παρίσταται ως η αλήθεια, η χάρις, ο αρραβών της αθανασίας, η αρχή της ενώσεως ημών μετά του Θεού. Το Πνεύμα τα Άγιον αποτελεί την ψυχήν της Εκκλησίας, τα μυστήρια της οποίας ενεργεί και δραστηριοποιεί.484

 

Σημειώσεις


434. Βλέπε A. Banolt. μν. έργ., σελ. 204, σημ. 1.

435. Ούτως ομίλουν: α) Η Π. Διαθήκη εν τη πολεμική αυτής κατά τού πολυθεϊσμού της ειδωλολατρίας, β) Η Κ. Διαθήκη (Εφεσίους 4,6: «είς Θεός και Πατήρ πάντων…»), γ) Η Χριστιανική παράδοσις: Ο ποιμήν τού Ερμά (τούτου ο Ειρηναίος παρέχει και σχετικόν χωρίον: «Πρώτον πάντων πίστευσον ότι είς εστιν ο Θεός, ο τα πάντα κτίσας και καταρτίσας...» (Έντ. α΄. B.E.Π., 3, 52. Βλέπε C.H. IV, 20, 2), και οι Απολογηταί εν τω αγώνι αυτών κατά του πολυθεϊσμού της εθνικής θρησκείας και τού δυϊσμού του Γνωστικισμού». Παραθέτει μάλιστα και χωρίον του Ιουστίνου εκ του απολεσθέντος κατά Μαρκίωνος (Contra Marcion) έργου του: «Et bene Justinus in so libro qui est ad Marcionem ait, Quoniam ipsi quoque Domino non credidissem, alterum Deum annuntiantem, praster fabricatorem et factorem et nutritorem nostrum. Sed quoniam ab uno Deo qui et hunc mundum fecit et nos plasmaνit...» (C.H. IV, 8,2). Ομοίως την ενότητα τού Θεού εξήρον πλουσίως και αι βαπτισματικαί ομολογίαι πίστεως τής Εκκλησίας, εις την διδασκαλίαν τών οποίων ο Ειρηναίος εμμένει σταθερώς προσκεκολλημένος (Παράβαλλε C. Η. Ι, 3, 6. III, 1, 2. III, 4, 2. III, 16; 6. IV, 33, 7. V, 20, 1). Επομένως η ιδέα τής ενότητος του Θεού απετέλει ζώσαν πραγματικότητα εν τη συνειδήσει της Εκκλησίας, κατά την αποχήν κατά την οποίαν ο Ειρηναίος έγραφε τα αντιγνωστικά έργα του.

436. C.H. I. (πρόλ.) Ι, 22, 1. I, 31, 3. II, 10, 2. III, 24, 2. V, 26, 2. Ενδεικτικός εν προκειμένω είναι ο Πρόλογος τού IV βιβλ. (4): «omnes haeretici in ultimum ad hoc deveniunt, ut blasphement fabricatorem at contradicant saluti plasmatis del, quod quidem est caro».

437. C.H. I, 10, 1. Β.Ε.Π. 5, 115.

438. C.H. IV, 33, 7. Β.Ε.Π. 5, 155.

439. C.H. III, 9-15. Ill, 25, 1-4. IV, 9-15.

440. C.H. II. 30, 9. II, 2, 4. II, 3,2.

441. C.H. II, 5, 4.

442. «Principari enim debet in omnibus et dominari voluntas dei, reliqua autem omnia huic cedere et subdita esse et in servitium dedita» (C.H. II, 34, 4).

443. «θέλησις και ενέργεια Θεού εστίν η παντός χρόνου… και πάσης φύσεως ποιητική τε και προνοητική αιτία» (A. Stieren, Sancti Irenaei quae supersunt omnia. Leipz., 1853, I. 828).

444. C.H. II, 13, 3-6 I. I, 12, 2. II. 25,2.

445. C.H. III, 25, 1 και εξής

446. C.H. III, 25, 2.

447. «Εδίδαξεν ημάς ο Κύριος, ότι Θεόν ειδέναι ουδείς δύναται, μη ουχί Θεού δοξάζοντος, τουτέστιν, άνευ Θεού μη γινώσκεσθαι τον Θεόν» (C.H. IV, 6, 4. Αποσπ. 47. Β.Ε.Π. 5, 153). Βλέπε και C.H. IV, 6, 4. 5. IV, 20, 4: «Qui secundum magnitudinem quidem ignotus est omnibus his, qui ab eo facti sunt… secundum autem dilectionem cognoscitur semper per eum, per quern constituit omnia. Est autem hic Verbum ejus».

448. C.H. IV, 6, 5.

449. «Μετοχή δε Θεού εστί το γινώσκειν Θεόν, και απολαύειν της χρηστότητος αυτού» (C.H. IV, 20, 5. Απόσπ. 51. Β.Ε.Π. 5, 154).

450. C.H. IV, 20, 5. Απόσπ. 51, Β.Ε.Π. 5, 154.

451. Αι εν λόγω αντιρρήσεις εντοπίζονται κυρίως εις το ακόλουθα τρία σημεία: 1) Η υποταγή των προσώπων (ο Υιός κατώτερος του Πατρός και το Πνεύμα κατώτερον του Υιού). 2) Έν είδος τροπικού μοναρχιανισμού. 3) Ο υποτονισμός — ενίοτε μέχρις εξαφανίσεως — της προσωπικότητας του Λόγου, μάλιστα δε του Αγίου Πνεύματος. Παράβαλλε σχετικώς: V. Courdaveux, Saint Irénée, εν RHR, Paris, 1890, t. XXI, σελ. 172. J. Pédézert, Le témoignage des Péres, Paris 1892, σελ. 234-235. Ad. Harnack, Lehrbuch der Dogmengeschichte. Erst. Band, έκδ. 5η, Tüb. 1931, σελ. 582 και εξής. Τού αυτού, Des heiligen Irenaeue Schrift zum Erweise der apostolischen Verkündigung, Leipz. 1917, σελ. 61.

452. Επίδ. 3. Έκδ. Καραβιδόπουλου, σελ. 28-29. Βλέπε και C.H. I, 10. 1.

453. Την ουσίαν του Κανόνος της αληθείας απαρτίζει η πίστις εις τον τριαδικόν Θεόν: «Ιδού ο Κανών της πίστεώς μας η βάσις της οικοδομής και το θεμέλιον της σωτηρίας "Ο Θεός Πατήρ αγέννητος, αχώρητος, αόρατος, είς, δημιουργός πάντων». Τούτο είναι το πρώτον άρθρον της πίστεώς μας. Ιδού το δεύτερον: «Ο Λόγος του Θεού, ο Υιός Θεού, Χριστός Ιησούς ο Κύριος ημών…». Ιδού και το τρίτον άρθρον: «Το Άγιον Πνεύμα, δι' ου οι Προφήται προεφήτευσαν και οι Πατέρες έμαθον τα του Θεού και οι δίκαιοι εισήχθησαν εν τη οδώ της δικαιοσύνης και ό εν εσχάτοις καιροίς εξεχύθη κοινώς εις τους ανθρώπους επί πάσης γης ανακαινίζον τον άνθρωπον Θεώ» (Επίδ. 6. Καραβ., 30-31). Η πλάνη των αιρετικών συνίσταται βασικώς εις την άρνησιν του κεφαλαιώδους δόγματος της Αγίας Τριάδος, του συνιστώντος την αλήθειαν (Επιδ. 100. Καραβ. 83). Παράβαλλε και: C.H. I, 10, 1. I, 22, 1. Ill, 6, 1. 4. Ill, 17, 3. Ill, 18, 3. IV, 1, 1. IV, 6, 7. IV, 10, 3. IV, 20, 1. 3. 5. IV, 33, 7. V 20, 1. V, 36, 2.

454. Βλέπε J. Lebreton, Les origines du dogma de la Trinité, Paris 1910, σελ. 441-442. C.H. IV, (πρόλογος) IV, 20, 1. V, 20, 1.

455. Aντί δύο κατασκόπων, ως λέγει η Γραφή (Ιησούς Ναυή, 2,1), o Ειρηναίος, ίσως διότι είχε διάφορον κείμενον εις τας χείρας του, ονομάζει τρεις. C.H. IV, 20, 12.

456. C.H. III, 25, 7. Βλέπε και: I, 10, 1. Ill, 6, 4-5.

457. C.H. II, 28, 6. II, 30, 9. Ill, 18, 1. I, 9, 3. Ill, 9, 1. V, 1, 1.

458. C.H. II, 28, 2. IV, 33, 7. Σημειωτέον, ότι τα Πνεύμα τα άγιον δεν αποκαλούν Θεόν όχι μόνον η Αγία Γραφή, αλλά και πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι παραλλήλως υπεστήριξαν δραστικώτατα την θεότητα αυτού. Μόνον εις έν σημείον ο Ειρηναίος αποκαλεί εμμέσως Θεόν το Πνεύμα. Ούτω, σχολιάζων το του Ησαΐου (57, 16): «Πνεύμα γαρ παρ' εμού εξελεύσεται, και πνοήν πάσαν εγώ εποίησα», παρατηρεί: «Το Πνεύμα ιδίως επί του Θεού τάξας του εκχέοντος αυτό… δια της υιοθεσίας επί την ανθρωπότητα» (C.H. V, 12, 1-2. Απόσπ. 78, Β.Ε.Π. 5, 164-165). Εις άλλο πάλιν σημείον λέγει ότι «το αίμα, το οποίον έλαβεν ο Χριστός κατά την ενσάρκωσίν Του, δεν προέρχεται εκ των ανθρώπων, αλλ' εκ του Θεού, ο Οποίος το εμορφοποίησεν» (Επίδ. 57. Καραβιδ., 62), τονίζων συγχρόνως ότι το σώμα του Χριστού προήλθεν εκ της δημιουργικής δυνάμεως του παναγίου Πνεύματος (Επίδ. 40, 51, 59. Καραβ., 52, 58, 64).

459. Βλ. και II, 25, 3: «Non enim infectus es, o homo, neque semper coexistens Deo sicut proprium ejus Verbum». Ill, 18, 1. Επίδ. 30, 53 (Καραβ. 47, 59).

460. «Multum enim distat omnium peter eb his quae proveniunt hominibue, affectionibus et pessionibus; et simplex et non compositus et similimembrius et totus ipse eibimetibsi similis et eequelis est, totus cum alt sensus et totue spiritus et totua sensuebilites et totus ennoia et totus retio et totus euditio et totus oculus et totus lumen et totua fons omnium bonorum» (C.H. II, 13, 3).

461. «Quemsdmodum enim emissus est, si intra patrem eret? Emiselo enim ejus quod emittitur extra emittentem menifestatio» (C.H. II, 13,6).

462. C.H. II, 13, 10.

463. «Si quis itaque nobia dixerit: quomodo ergo fillus a petre emissus est, dicimue ei, quia prolationem, istam, aive generatiomen, sive nunoupetionem, sive edepertionem, sut quolibet quls nomine voceverlt generationem ejus inensrrabllem, exietentem nemo novit…» (C.H. II, 28, 6).

464. C.H. I, 11, 3. II. 17. 2. 6. 7.

465. Παράβαλλε C.H. II, 4, 2: «Et bene qui dixit ipsum immeneum Patrem in Filio mensuretum, mensure enim Patria Filius, quoniem capit eum». Επίδ. 47 (Καραβ. 56): «Ο Πατήρ είναι Κύριος και ο Υιός είναι Κύριος· ο Πατήρ είναι Θεός και ο Υιός είναι Θεός, διότι εκείνος όστις εγεννήθη εκ του Θεού, είναι Θεός. Ούτω, λοιπόν, κατά την ουσίαν και την φύσιν της υπάρξεώς Του υπάρχει μόνον είς Θεός, δια την οικονομίαν όμως της απολυτρώσεώς μας υπάρχει είς Υιός και είς Πατήρ».

466. «Per Filium itaque qui eat in Petre et habet in se Petrem» (C.H. Ill, 6,2). «Ante omnern conditionem, glorificebet Verbum Petrem suum menens in eo» (C.H. IV, 14,1).

467. «Filium qui dominium eccepilt a Petre suo omnis conditionis» (C.H. Ill, 6, 1). «Peter major me ast» (C.H. II, 28, 8). «Ipse Filius Dei ipsum Judicil diem et horam concesait scire solum Patrem» (C.H. II, 28, 6). Παράβαλλε και Επίδ. 41 (Καραβ. 52): «Εις τον οποίον (Χριστόν) εδόθη η επί πάντων των πραγμάτων κυριαρχία, καθώς και η εξουσία τού κρίνειν ζώντας και νεκρούς».

468. Ο Λόγος και το Πνεύμα είναι οι υπηρέται του Πατρός ο οποίος κυβερνά εν τη δημιουργία (C.H. IV, 7, 4).

469. J. Tixeront, μν. έργ., σελ. 255.

470. C.H. V, 18, 2. Βλέπε Επίδ. 5 (Καραβ. 29-30): «Ιδού, λοιπόν, η έκθεσις της διδασκαλίας: Είς μόνος Θεός, ο Πατήρ, αγέννητος αόρατος, δημιουργός των πάντων, υπεράνω του οποίου δεν υπάρχει άλλος Θεός. Επειδή δε ο Θεός είναι λογικός εδημιούργησε το πάντα δια του Λόγου Του. Επειδή είναι Πνεύμα διεκόσμησε τα πάντα δια του Πνεύματός Του…»

471. C.H., IV, 36, 1. 2. 5.

472. C.H. III, 17, 2.

473. Το διττόν τούτο έργον της καθόδου εκ του Πατρός (δημιουργία) και της ανόδου εκ του Πνεύματος (τελείωσις) περιγράφει χαρακτηριστικώς η Επίδειξις: «Δια τούτο, ότε ανεγεννήθημεν δια του βαπτίσματος το οποίον ελάβομεν εις το όνομα των τριών τούτων προσώπων, επλουτίσθημεν κατά την δευτέραν τούτην γέννησιν δι' αγαθών, τα οποία παρέχει ο Θεός δια του Υιού του εν τω Αγίω Πνεύματι. Διότι όσοι βαπτίζονται, λαμβάνουν το Πνεύμα του Θεού, το οποίον τους οδηγεί προς τον Λόγον, τ.έ. προς τον Υιόν· ο Υιός τους αναλαμβάνει και τους προσφέρει εις τον Πατέρα, ο δε Πατήρ παρέχει αυτοίς την αφθαρσίαν (7. Καραβ. 31).

474. Παράβαλλε και: C.H. IV, 6, 7: «Omnia autem filius administrans patri perficit ab initio usque ad finem, et sine illo nemo potest cognoscere deum. Agnitio enim patris filius, sgnitio autem filli in patre et per filium reveleta… Ab initio enim filius assistens suo plasmati revelat omnibus patrem». IV, 20, 5: «Homo autem a se non νidet deum, ilie autem volens videtur hominibus..., potens ast enim in omnibue deus, visus enim tunc per spiritum prophetiae, visus autem et per fllium adoptive, videbitur autem et in regno caelorum paternaliter».

475. C.H. II. 30, 9. IV, 6, 5. IV, 7, 3. IV, 20. 7.

476. Ούτως ο Hamack, Des hell. Irenaus Schrift zum Erweise des apostolischen Verkündigung, Lelpz. 1907, σ. 61. Ο Seeberg αποδεχόμενος την εν λόγω ιδέαν, ουχ ήττον όμως εφιστά την προσοχήν, ότι παραλλήλως δεν πρέπει να παραθεωρώμεν το γεγονός, ότι ο Ειρηναίος προϋποθέτει πάντοτε την εν Θεώ Πατρί ιδιαιτερότητα τού Λόγου αυτού (μν. έργ., σελ. 403).

477. C.H. V, 12, 2. Απόσπ. 78. Β.Ε.Π. 5, 165.

478. C.H. IV, 20, 3.

479. Αυτόθι.

480. C.H. IV, (Πρόλ.), 4. IV, 20, 1. V, 6, 1.

481. C.H. I, 10, 1. III, 21, 4. IV, 11, 1.

482. Επίδ. 40 (Καραβ. 52). Βλέπε και: 51, 59 (Καραβιδ. 58, 64).

483. Ενώ ο Ειρηναίος εις τα C.H. III, 16, 2 το χωρίον του Ματθ. 1,18: «ευρέθη εν γαστρί έχουσα», αποδίδει σαφώς εις την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος, εις το C.H. V. 1, 3 το χωρίον του Λουκά (1, 35: «πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε, και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι· διό και τα γεννώμενον άγιον κληθήσεται Υιός Θεού») φέρεται — ομού μετ’ άλλων αρχαίων Πατέρων της Εκκλησίας — ερμηνεύων ως εξής: Υπό μεν Πνεύμα Άγιον υπονοεί τον Υιόν, υπό δε «επισκιάσει σοι» την ενανθρώπησιν. Εν τη εννοία ταύτη ερμηνεύει τον Ειρηναίον ο Lebreton, Les origines du dogme de la Trinité, σελ. 252. Αντίθετον γνώμην έχει o F. Vernet, Saint Irénée, εν DTC τ. 7, Paris 1922, σελ. 2449. Το ζήτημα ασφαλώς δεν έχει ιδιαιτέραν ιστορικοδογματικήν σημασίαν. Η ταύτισις ουχί των προσώπων αλλά της ενεργείας Υιού και Πνεύματος δεν είναι ασυνήθης εις την αρχαίαν εκκλησιαστικήν γραμματείαν.

484. C.H. III, 17, 2. III, 24, 1. IV, 33. 7. V, 8. 1. Παράβαλλε Tixeront, μν. έργ., σελ. 257.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο


Δημιουργία αρχείου: 22-5-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 13-6-2018.

ΕΠΑΝΩ