Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ. Μέρος Δεύτερον Τού Ανδρέα Θεοδώρου Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών
Α΄ Κεφάλαιο Η θεολογία των Απολογητών ως απαρχή θεμελιώσεως της επιστημονικής θεολογίας της Εκκλησίας Το δόγμα υπό το πρίσμα των επ' αυτού επιδράσεων της Ελληνικής φιλοσοφίας |
Εισαγωγή 1. Η μέχρι της εποχής των απολογητών (β' ήμισυ τού β' μ. Χ. αιώνος) κατάστασις τού Χριστιανικού δόγματος κινείται μεταξύ δύο σαφώς διαγεγραμμένων ακροτήτων, ήτοι της θεολογίας των Αποστολικών Πατέρων και τής των Γνωστικών. Η πρώτη, υποτυπωδώς ανεπτυγμένη, ώφειλε την σημασίαν αυτής εις το γεγονός της αμέσου γειτνιάσεώς τής προς την Αποστολικήν εποχήν, της οποίας απετέλει την μόνην ζώσαν και έγγραφον μαρτυρίαν. Ήτο θεολογία απλή και απέριττος στηριζομένη εις την απλοϊκήν πίστιν τών μελών της Χριστιανικής κοινότητος μακράν πόσης τάσεως φιλοσοφικής επεξεργασίας του περιεχομένου της θείας αποκαλύψεως, το οποίον εβιούτο μυστικώς και εν αφελότητι καρδίας εντός των κόλπων της αρχαίας του Χριστού Εκκλησίας. Αντιθέτως η δευτέρα, ανταποκρινομένη εις βαθείαν πνευματικήν ανάγκην της εποχής επεχείρησε την αναγωγήν της απλοϊκής πίστεως της Εκκλησίας — εις το περιεχόμενον της οποίας δεν ηρκείτο — εις σύστημα ανωτέρας φιλοσοφικοθρησκευτικής μυστικής γνώσεως και την ερμηνείαν των Χριστιανικών της πίστεως αληθειών δι' όλων των μέσων, τα οποία ηδύνατο να έχη εις την διάθεσίν της μάλιστα δε του θρησκευτικού συγκρητισμού και των δεδομένων της εκλεκτικής φιλοσοφίας της εποχής. Η θεολογία των Γνωστικών, παρά τας (αρνητικάς) ευεργετικάς επιπτώσεις της δια την εξέλιξιν του Χριστιανικού δόγματος (ωδήγησεν εις την διαμόρφωσιν των καθολικών βάσεων της Εκκλησίας), εν τούτοις και καθ’ όσον ωδήγησεν εις οξύτατον εξελληνισμόν του Χριστιανισμού1, κατεκρίθη υπό της Εκκλησίας, η οποία και απέβαλεν απ' αυτής την όλην κίνησιν, ως εν ξένον, νοσηρόν και επικίνδυνον σωμάτιον. Η θεολογία των απολογητών, κινηθείσα μεταξύ των δύο τούτων ακροτήτων, εν σχέσει μεν προς την θεολογίαν των Αποστολικών Πατέρων παρουσιάζει εις ωρισμένα σημεία εξέλιξιν και πρόοδον δογματικήν, ενώ συγχρόνως αποτελεί γόνιμον και θετικόν αντιπερισπασμόν έναντι της αχαλινώτου και εκτροχιασμένης θεολογίας των Γνωστικών. Πρώτοι οι Χριστιανοί απολογηταί, ανταποκρινόμενοι εις τα αιτήματα των καιρών και εις επιτακτικήν ιστορικήν ανάγκην της Εκκλησίας ανέλαβον το κολοσσιαίον έργον της γονίμου επαφής και συμφιλιώσεως του αρχεγόνου Χριστιανισμού μετά της Ελληνικής φιλοσοφίας η οποία υπό την εκλεκτικήν ανάχρωσιν αυτής απετέλει το μόνον έδαφος συνεννοήσεως των πεπαιδευμένων ανδρών της εποχής2, ασχέτως των θρησκευτικών και πολιτιστικών εκάστου πεποιθήσεων. Η θεολογία των απολογητών, πρώτον μεν διότι επεχείρησε κατά το μάλλον η ήττον επιτυχώς εκείνο το οποίον διακαώς επεθύμει η Εκκλησία, ως ζωτικωτάτην απαίτησιν της ιστορικής της θέσεως και δεύτερον διότι την όλην προσπάθειαν αυτής εστήριξεν επί της θείας αποκαλύψεως χωρίς να προσθέση ή να αφαιρέση τι εξ αυτής επεκροτήθη υπό της Εκκλησίας αποτελέσασα την χρυσήν εκείνην βάσιν, επί της οποίας εστηρίχθη βραδύτερον το περίλαμπρον οικοδόμημα της αρχαίας Αλεξανδρινής θεολογίας. Οι απολογηταί δεν υπήρξαν άνδρες μεγάλης θεολογικής και φιλοσοφικής μορφώσεως ούτε διεκρίνοντο δια τα μεγάλα διανοητικά των χαρίσματα. Εν τούτοις το έργον των εσημείωσε πράγματι εποχήν, όσον αφορά εις την ιστορικήν εξέλιξιν του δόγματος. Τούτο οφείλεται αποκλειστικώς και μόνον εις την υπ' αυτών χάραξιν μιας νέας θεολογικής αφετηρίας η οποία έμελλε να σφραγίση ανεξιτήλως την πνευματικήν εξέλιξιν της ανθρωπότητος την προσπάθειαν αρμονικής συζεύξεως της Ελληνικής φιλοσοφίας μετά του αποκεκαλυμμένου δόγματος του Χριστιανισμού. Εις τούτο οφείλεται κατ' εξοχήν ο ιδιαίτερος τίτλος των και η περίοπτος θέσις την οποίαν κατέλαβον εν τη επιστήμη της Ιστορίας των Δογμάτων. Βεβαίως το έργον των επεκρίθη πολλαχώς. Εναντίον των διετυπώθη η μομφή ότι η θεολογία των ωδήγησεν εις τον εξελληνισμόν τού Χριστιανισμού, ήτοι εις την παραφθοράν του δόγματος δια της Ελληνικής φιλοσοφίας. Τα βάσιμον της επικρίσεως ταύτης θα αντιμετωπίσωμεν εξετάζοντες εν συνεχεία την θεολογίαν των απολογητών. 2. Λέγοντες απολογητάς εννοούμεν αριθμάν λογίων Χριστιανών, οι αποίοι έζησαν κατά τον β΄ μ.Χ. αιώνα, και οι οποίοι ανέλαβον ως έργον των αφ' ενός μεν να απολογηθούν ενώπιον των αρμοδίων κρατικών αρχών υπέρ των αδίκως διωκομένων Χριστιανών, με σκοπόν να εξασφαλίσουν εις αυτούς την εκ μέρους της πολιτείας ανοχήν και την ίσην μεταχείρισιν αυτών έναντι των νόμων, αφ' ετέρου δε να καταδείξουν τον Χριστιανισμόν ως την μόνην αληθή και σύμφορον φιλοσοφίαν, ικανήν να προσελκύση τον σεβασμόν, την προσοχήν και την εκτίμησιν παντός νηφαλίου και ορθώς σκεπτομένου και φιλοσοφούντος πνεύματος. Υπό την ανωτέρω έννοιαν δύνανται να αναφερθούν τα ακόλουθα ονόματα Απολογητών μετά των έργων των, τα αποία διεσώθησαν μέχρις ημών: 1) Αριστείδου, απολογία (προς Αντωνίνον τον Ευσεβή, 138-161). 2) Ιουστίνου, απολογία Α' (150-155), απολογία Β΄ (150-160) και Διάλογος προς Τρύφωνα Ιουδαίον (πιθανώς προ του 161). 3) Τατιανού, Λόγος προς Έλληνας (περί τα 165). 4) Αθηναγόρου, Πρεσβεία περί Χριστιανών (176-178) και Περί Αναστάσεως Νεκρών. 5) Θεοφίλου Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον A', Β΄, Γ΄ (169-182). 6) Η προς Διόγνητον επιστολή (β' αιών). 7) Μινουκίου Φήλικος, Octavius (από 180 μέχρι τέλους β' αιώνος) και 8) Τερτυλλιανού, Apologeticum (197)3. Προς ορθήν κατανόησιν της θεολογίας των απολογητών πρέπει πάντοτε να έχωμεν υπ' όψιν δύο τινά: Πρώτον, την ιδιάζουσαν απολογητικήν σκοπιάν του έργου των και δεύτερον τα γεγονός ότι αι συγγραφαί των δεν εξαντλούν πλήρως και εις ολόκληρον το φάσμα αυτού το περιεχόμενον της προσωπικής των πίστεως. Το γεγονός άλλωστε είναι φυσικόν. Απευθυνόμενοι προς τους Εθνικούς οι απολογηταί εξήρον κατά κανόνα ό,τι ηδύνατο να έχη άμεσον απήχησιν εις τας ψυχάς των αναγνωστών των, συγκεκριμένως δε τα φυσικά δόγματα (εις ό,τι δηλαδή δύναται να αναχθή φυσικώς ο ανθρώπινος λόγος), τα διδάγματα των κυριωτέρων (ιδεοκρατικών) φιλοσοφικών σχολών, τα κυριώτερα στοιχεία του μονοθεϊσμού (είς Θεός δημιουργός προνοητής νομοδότης και ανταποδότης) και την παράστασιν του Χριστιανισμού ως θρησκείας ελλόγου και καθαράς, η οποία είναι δυνατόν να συσχετισθή εποικοδομητικώς προς άλλα θρησκεύματα γνωστά. Μία όμως τοιαύτη προοπτική είναι ευνόητον ότι θα στρέφη τον προβολέα αυτής εις ωρισμένα μόνον σημεία του Χριστιανισμού, η έξαρσις των οποίων θα συνεβάλλετο εις την επιτυχίαν των απολογητικών της σκοπών. Τα υπόλοιπα σημεία, τα οποία δεν είχον άμεσον αναφοράν εις τους σκοπούς τούτους, ήτο φυσικόν να αφήνη σκοπίμως εν τη σκιά (ως είναι τα δόγματα: χριστολογικόν και σωτηριολογικόν). Ότι όμως η παρασιώπησις των δογμάτων τούτων δεν σημαίνει και άγνοιαν αυτών από μέρους των απολογητών, είναι εις πάντα αμερόληπτον κριτήν φανερόν. Οι απολογηται παρά το γεγονός ότι προ της εισόδου των εις τον Χριστιανισμόν είχον αποκτήσει μόρφωσιν φιλοσοφικήν, δεν ήσαν κατ' ουσίαν φιλόσοφοι, αλλά πιστοί, αποδεχόμενοι πλήρως και εις όλην του την έκτασιν το σύμβολον της Χριστιανικής πίστεως την οποίαν μάλιστα ωρισμένοι εξ αυτών δεν εδίστασαν να σφραγίσουν δια του μαρτυρικού των αίματος. Παράδειγμα εν προκειμένω είναι ο Ιερός Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς ο σπουδαιότερος και Χριστιανικώτερος όλων των απολογητών. Παρά τας ιδιαζούσας διδασκαλίας του ο Ιουστίνος ως πνεύμα τίμιον και ειλικρινές δεν παρέλειπε να καταχωρίση εις τας Απολογίας του και το βαθύτερον περιεχόμενον της πίστεώς του, τα δόγματα δηλαδή εκείνα, τα οποία ενδεχομένως θα ήσαν και ακατανόητα και απωθητικά εις τους Εθνικούς αναγνώστας του. Με άλλας λέξεις οι απολογηταί δια της όλης προσπαθείας και της τακτικής των δεν απέβλεπον εις ένα ανούσιον συμβιβασμόν, ο οποίος ούτε τους εθνικούς ούτε τους Χριστιανούς ήτο δυνατόν να βοηθήση, αλλ' εις μίαν έντεχνον προβολήν τού Χριστιανισμού εις το εθνικόν περιβάλλον των, με απώτερον σκοπόν να οδηγήσουν το περιβάλλον τούτο εις τους κόλπους της Χριστιανικής των πίστεως. Η παραγνώρισις των ανωτέρω δύο βασικωτάτων παραγόντων είναι δυνατόν να οδηγήση εις εσφαλμένας κατά των απολογητών επικρίσεις, ότι δηλαδή η θεολογία των επέφερε την δια της φιλοσοφίας παραφθοράν του Χριστιανισμού, κ.τ.λ. 3. Τα πρώτον σκέλος του έργου των απολογητών είχεν ως σκοπόν να καταδείξη, ότι οι Χριστιανοί εδιώκοντο υπό της πολιτείας αδίκως, ότι αι κατά των Χριστιανών κατηγορίαι ήσαν ανυπόστατοι και δυσφημητικαί, και επομένως οι Χριστιανοί, ως οι καλύτεροι πολίται του Κράτους (νομοταγείς και ενάρετοι), έπρεπε να απολαμβάνουν ισονομίας και να αφήνωνται ελεύθεροι να λατρεύουν τον Θεόν της αρεσκείας των. Το έργον των απολογητών ήτο κυρίως νομικόν, σχετικώς δε δεν είχον ούτοι δυσκολίας εις την υπεράσπισιν της υποθέσεως των Χριστιανών. Πρωτίστως η όλη διαδικασία της κατ' αυτών διώξεως ήτο παράνομος και άδικος, διότι οι Χριστιανοί εδιώκοντο χωρίς να τους παρέχεται η ευκαιρία να απολογηθούν προηγουμένως και να αποσείσουν τας εναντίον των κατηγορίας. Εδιώκοντο ανεξετάστως,4 επί μόνω τω ονόματι αυτών,5 δηλαδή απλώς και μόνον διότι ήσαν Χριστιανοί. Ως όμως είναι φανερόν δεν είναι το όνομα εκείνο το οποίον είναι άξιον μίσους και τιμωρίας, αλλ' αι πράξεις και τα αδικήματα. Περιττόν να σημειωθή ότι μία τοιαύτη συμπεριφορά ευρίσκετο εις οξυτάτην αντίθεσιν προς τας αυστηράς περί νόμου και δικαίου αντιλήψεις της αυτοκρατορίας. Ακολούθως και το προσαγόμενον κατηγορητήριον ήτο ψευδές και ανυπόστατον. Αι κατηγορίαι κατά των Χριστιανών ήσαν απλαί συκοφαντίαι. Αύται ήσαν κυρίως τρεις: Αθεότης, Θυέστεια δείπνα και Οιδιπόδειοι μίξεις.6 Η βαρυτέρα όλων των κατηγοριών ήτο η πρώτη. Αυτή μάλιστα συνδυαζομένη με την άρνησιν των Χριστιανών να λατρεύουν το πρόσωπον του αυτοκράτορος έφερε τους Χριστιανούς εις σαφή εχθρότητα προς το Κράτος, ως ενόχους καθοσιώσεως και εσχάτης προδοσίας. Η κατηγορία αυτή εστηρίζετο εις το γεγονός, ότι οι οπαδοί της νέας πίστεως δεν ελάτρευον τους θεούς της ειδωλολατρίας7, η δε λατρεία των εστερείτο των ειδικών εκείνων γνωρισμάτων (ναών, ειδώλων, θυσιών κ.λ.π.), τα οποία διέκρινον κάθε εθνικήν θρησκείαν. Η απάντησις, η οποία εδίδετο εις την κατηγορίαν ταύτην, ήτο διμερής. Αφ' ενός μεν εξήρετο η εις Θεόν πίστις των Χριστιανών, η οποία έφερε πλουραλιστικήν ανάχρωσιν, ως και η καθιερωμένη εθνική θρησκεία (πίστις εις Θεόν, Λόγον, Πνεύμα - σοφίαν, αγγέλους). Πώς ήτο δυνατόν να ήσαν άθεοι οι Χριστιανοί οι έχοντες τοιαύτην πίστιν και διατί να διώκωνται, αφού μάλιστα, λόγω του γνωστού συγκρητισμού της εποχής έκαστος ήτο ελεύθερος να λατρεύη τον Θεόν της αρεσκείας του; αφ' ετέρου δε, προεβάλλετο μετ' επιτάσεως το ψευδές, ανήθικον και ανόητον της ειδωλολατρικής θρησκείας. Η κατηγορία ότι οι Χριστιανοί δεν ελάτρευον τους αυτούς ως αι πόλεις θεούς, ήτο «λόγος ευήθης», δεδομένου ότι αι πόλεις άλλαι άλλους ελάτρευον θεούς δηλαδή δεν υπήρχε μεταξύ των ομοφωνία. Ποίους εξ όλων να λατρεύση κανείς ως θεούς;8 Περαιτέρω η λατρεία των αψύχων ειδώλων υπεδήλωνε χονδροειδή σύγχυσιν και άγνοιαν, οι λάτρεις των αγαλμάτων δεν είχον την δύναμιν να διακρίνουν μεταξύ Θεού και ύλης, αγενήτου και γενητού, όντος και ουκ όντος νοητού και αίσθητού.9 Αλλ' ανόητος ήτο και η θεογονία του εθνισμού προς την οποίαν δεν διεφώνει αισθητώς και η θεολογία των φιλοσόφων. Διότι «ει γαρ γεγόνασιν (οι θεοί) ουκ όντες ως οι περί αυτών θεολογούντες λέγουσιν, ουκ εισίν ή γαρ αγένητόν τι, και έστιν αϊδιον, ή γενητόν, και φθαρτόν εστίν.»10 Επομένως οι θεοί του εθνισμού δεν ήσαν τίποτε άλλο, παρά είδωλα ψευδή, «έργα χειρών ανθρώπων και δαιμόνια ακάθαρτα».11 Απαράδεκτος τέλος ήτο και η λατρεία του αυτοκράτορος. Ούτος δεν είναι Θεός, αλλ' απλούς άνθρωπος «υπό Θεού τεταγμένος ουκ εις το προσκυνείσθαι, αλλά εις το δικαίως κρίνειν».12 Ο νομοταγής πολίτης δύναται μεν και οφείλει να τιμά και να υποτάσσεται εις τον βασιλέα, όχι όμως να θεοποιεί και να λατρεύη αυτόν. Τας άλλας δύο κατηγορίας — Θυέστεια δείπνα και Οιδιποδείους μίξεις — αντιμετώπιζον ευχερώς οι απολογηταί, αφ' ενός μεν αντιστρέφοντες το κατηγορητήριον, αφ' ετέρου δε εξαίροντες το αγνόν και ενάρετον ήθος των Χριστιανών. Ανθρωποβορίαι, τεκνοβορίαι, ανθρωποθυσίαι, αδεείς μετ' αδελφών μίξεις και παρά φύσιν αισχρουργίαι δεν διέκρινον τους Χριστιανούς, αλλά την διαγωγήν των θεών του ειδωλολατρισμού και την ζωήν αυτών τούτων των κατηγόρων των Χριστιανών.13 Τον ακάθαρτον βίον των προβάλλοντες οι εθνικοί απέδιδον τας ιδικάς των αθεμιτουργίας εις τους Χριστιανούς, «κακίζοντες οι μοιχοί και παιδερασταί τους ευνούχους και μονογάμους».14 όμως ο καθαρώτατος βίος των διωκομένων απετέλει την πλέον αποστομωτικήν απάντησιν εις τας ανηκούστους κατ' αυτών δυσφημίας και συκοφαντήσεις. Πώς ήτο, λόγου χάριν, δυνατόν οι Χριστιανοί να επιδίδωνται εις τοιαύτας θηριωδίας και σαρκικάς βρωμερότητας, καθ' ην στιγμήν και το ενήδονον ακόμη βλέμμα ήτο δυνατόν να αποστερήση αυτούς της βασιλείας των ουρανών; Η πώς ήτο πάλιν δυνατόν να επιδίδωνται εις ανθρωποφαγίας, καθ' ην στιγμήν και η απλή θέα των μονομάχων εις τα αμφιθέατρα προεκάλει εις αυτούς αναστάτωσιν και αηδίαν;15 Τα αγνά ήθη των Χριστιανών ανεδείκνυον αυτούς ως τους καλυτέρους πολίτας της αυτοκρατορίας, τους πλέον νομοταγείς και νομιμόφρονας, οι οποίοι μάλλον προστασίας έπρεπε να απολαμβάνουν παρά να προπηλακίζωνται και να διώκωνται. Και ταύτα μεν εν συντομία όσον αφορά εις το νομικόν μέρος του έργου των απολογητών. Το έργον τούτο, μικροτέρας προφανώς σημασίας δια το θέμα μας, δεν δύναται να μας απασχολήση περισσότερον. Μεγαλυτέραν σημασίαν ενέχει το δεύτερον σκέλος του απολογητικού έργου, ήτοι η κατάδειξις του Χριστιανισμού ως της μόνης αληθούς θρησκείας και συμφόρου φιλοσοφίας, η οποία δύναται βασίμως να ικανοποιήσω τας εφέσεις όχι μόνον της μεγάλης μάζης του λαού, αλλά και αυτών των καλλιεργημένων και πεπαιδευμένων φιλοσοφικών πνευμάτων. Ο τρόπος με τον οποίον επεχειρήθη το έργον τούτο γενικώς και ιδιαιτέρως η προβολή τού Χριστιανισμού εις το φιλόσοφον κλίμα της εποχής — έργον δια πρώτην φοράν θετικώς επιχειρούμενον επί Χριστιανικού εδάφους υπό των απολογητών — ενέχει δια την Ιστορίαν των Δογμάτων μεγίστην σημασίαν. Εις την εξέτασιν τούτου μεταβαίνομεν εν τοις εξής.
Σημειώσεις 1. Fr. Loofs, Leltfaden zum Studium der Dogmengechlohte5, 1. Teil, Helle 1950, σελ. 86. 2. J. Tixeront, Histoire dee dogmes dens l' antiqulté chrétienne, I, la théologie entenlcéenne, έκδ 10η, Paris 1921, σελ. 231. 3. Εκ των ως άνω έργων τα κυριώτερα είναι τα τέσσαρα πρώτα εκ των οποίων δύναται να συναχθή ικανοποιητικώς το όλον θεολογικόν σύστημα των απολογητών (Loofs, μν. έργ. σελ. 86). Δια τον λόγον τούτον και ημείς θα περιορίσωμεν την έκθεσιν ημών κατά το πλείστον εις τα έργα ταύτα, χρησιμοποιούντες παρεμπιπτόντως και εκ των υπολοίπων έργων ό,τι είναι δυνατόν να διαφωτίση την θεολογίαν των απολογητών. Απλής δε μνείας πρέπει να τύχουν τα ονόματα ωρισμένων άλλων απολογητών, των οποίων τα έργα είτε έχουν απολεσθή είτε σώζονται εις αποσπάσματα. Ταύτα είναι: ο Κοδράτος (125-126), ο Ρόδων (προ τού 172), ο Μιλτιάδης (προ του 150), ο Απολλινάριος Ιεραπόλεως (160-176) και ο Μελίτων ο Σάρδεων (175-180), (J. Tixeront, μν. έργ., σελ. 226). Τού τελευταίου τούτου τα ολίγιστα διασωθέντα αποσπάσματα ενέχουν μεγάλην σημασίαν εν σχέσει κυρίως προς την χριστολογίαν των απολογητών. 4. Τατ., Προς Έλλ. 27. Β.Ε.Π. 4, 259. 5. Αθηναγ., Πρεσβεία περί Χριστιανών, 1. Β.Ε.Π. 4, 282. «Ουδέν δε όνομα αφ' εαυτού και δι' αυτού πονηρόν ουδέ χρηστόν νομίζεται, δια δε τας υποκειμένας αυτοίς ή πονηράς ή αγαθάς πράξεις ή φλαύρα ή αγαθά δοκεί» (Πρεσβ. 2. Β.Ε.Π. 4, 283). 6. «Τρία επιφημίζουσιν ημίν εγκλήματα, αθεότητα, Θυέστεια δείπνα, Οιδιποδείους μίξεις» (Αθηναγ., Πρεσβεία, 3. Β.Ε.Π. 4, 284. Βλέπε Τερτυλλ, 10). 7. Αθηναγ., Πρεσβ. 14. Β.Ε.Π. 4, 290. 8. Αυτόθι. 9. Αθηναγ., Πρεσβ. 15. Β.Ε.Π. 4, 291. 10. Αθηναγ., Πρεσβ. 19. Β.Ε.Π. 4, 294. 11. Θεοφίλου, Προς Αυτόλυκον, Α, 10. Β.Ε.Π. 5, 18. 12. Θεοφ., Προς Αυτόλυκον, Α, 11. Β.Ε.Π. 5, 18. 13. Θεοφ., Προς Αυτόλυκον Γ' 4,5,6. Β.Ε.Π. 5, 52-53. 14. Αθηναγ., Πρεσβ. 34. Β.Ε.Π. 4, 308. 15. Θεοφ., Προς Αυτόλ. Γ'. 15. Β.Ε.Π. 5, 58-59. |
Δημιουργία αρχείου: 9-8-2017.
Τελευταία μορφοποίηση: 10-8-2017.