Οι Ησυχαστικές Έριδες τού 14ου αιώνα Ιστορική ανασκόπηση Τού π. Ευάγγελου Μάγειρα
|
Επίλογος Η πολιτική, πολιτισμική και γλωσσική διάσταση μεταξύ ανατολικής και δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οδήγησε με το πέρασμα του χρόνου σε σταδιακή διαφοροποίηση και στον εκκλησιαστικό χώρο, η οποία κατέληξε σε αγεφύρωτο χάσμα.
Η κατάλυση του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η καθολική επικράτηση της λατινικής γλώσσας στη Δύση, είχαν ως αποτέλεσμα οι δυτικοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς να μην έχουν ελληνική παιδεία. Έτσι, μετά από μια μακρά περίοδο συνεχούς απομακρύνσεως των δύο κόσμων μεταξύ τους, ήλθε ως ώριμος καρπός τον 12ο αιώνα η σχολαστική θεολογία. Μ’ αυτήν εγκαταλείπεται οριστικά στη Δύση η παραδοσιακή θεολογία και δεν υπάρχει πλέον κοινή γλώσσα μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους (1204) και τη δυτική κυριαρχία σε μεγάλο μέρος των εδαφών της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η σχολαστική θεολογία εισβάλει στον ορθόδοξο χώρο. Όμως στην είσοδο αυτή υπάρχει ένα εμπόδιο. Ο λαός, βλέποντας τους Δυτικούς να καταλύουν την Αυτοκρατορία του και να τον καταδυναστεύουν, αισθάνεται ότι αυτοί είναι οι χειρότεροι εχθροί του. Το αίσθημα δε αυτό δεν περιορίζεται μόνο προς τους ίδιους τους Δυτικούς, αλλά επεκτείνεται σε κάθε τι λατινικό. Η αντίδραση στη δυτική θεολογική σκέψη και οπτική αποτελεί φυσιολογική αντίδραση της συνείδησης του λαού. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς δεν δρα μεμονωμένα, αλλά ως εκφραστής του σώματος της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και η θεολογία του δεν αποτελεί καρπό ατομικού φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά συνέχεια και ανακεφαλαίωση της προγενέστερης βιβλικής και πατερικής παράδοσης. Τα κύρια χαρακτηριστικά της δυτικής θεολογικής σκέψης, που πολέμησε η ορθόδοξη χριστιανική αυτοσυνειδησία, είναι τα εξής: 1) Η Ουσιοκρατία. 2) Ο Ορθολογισμός. 3) Η απολυτοποίηση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και μάλιστα της αριστοτελικής. Η απάντηση του αγίου Γρηγορίου Παλαμά στις προκλήσεις αυτές ήταν καταλυτική: 1) Η άρνηση να ταυτίσει τον Θεό αποκλειστικά με την ουσία του, οδηγεί τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά από τη διάκριση ουσίας και υποστάσεων στη διάκριση ουσίας και ενεργειών στην ύπαρξη του Θεού. Οι άκτιστες θείες ενέργειες έχουν ως πηγή τους τη θεία ουσία και κοινοποιούνται στην κτίση προσωπικά, αφού η θεία φύση κατέχεται από τα θεία πρόσωπα. 2) Ο Ορθολογισμός δεν έχει θέση στην πατερική θεολογία, καθώς αυτή θεμελιώνεται πάνω στην εμπειρία της Εκκλησίας. Η θεολογία αυτή είναι «θεολογία γεγονότων» ή καλύτερα «θεοπτία», που βρίσκει τη λεκτική της διατύπωση όταν το επιβάλλουν οι ανάγκες της Εκκλησίας. 3) Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, αν και θεωρεί τη φιλοσοφία και γενικά την παιδεία χρήσιμη στον άνθρωπο, αποκρούει την υπερτίμησή της και την απόδοση σωτηριολογικής αξίας στους «αριστοτελικούς συλλογισμούς». Η φιλοσοφία διακρίνεται με σαφήνεια από τη θεολογία. Σκοπός της πρώτης είναι η γνώση των κτιστών, της δεύτερης η γνώση των ακτίστων. Η κάθαρση, ως ανθρώπινη συνέργεια στη χάρη του Θεού, δεν εξαρτάται από τις διανοητικές ικανότητες του ανθρώπου. Η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά αποκηρύχθηκε από τη Ρώμη ως αιρετική122. Η σχολαστική θεολογία επισημοποιήθηκε και εισήλθε χωρίς καμία αμφισβήτηση σε κάθε πτυχή της δυτικής σκέψης και ζωής.
Σημειώσεις 122. Steven Runciman, Η τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση, μτφρ. Λάμπρος Καμπερίδης, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1980, σ. 63. |
Δημιουργία αρχείου: 16-5-2018.
Τελευταία μορφοποίηση: 16-5-2018.