Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Δογματικά θέματα, Προτεσταντισμός, Ορθόδοξες πρακτικές, και Διωγμοί |
Μέρος 4ο: Νηπιοβαπτισμός, Εκκλησία και Βυζάντιο // Μέρος 6ο: Νηπιοβαπτισμός: «Πλανών Έλεγχος ή Πλανεμένος Έλεγχος;» Το προπατορικό αμάρτημα και το βάπτισμα ως σφράγισμα σωτηρίας. Αβάπτιστα νήπια και νηπιοβαπτισμός στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης
ΜΕΡΟΣ E΄. Νηπιοβαπτισμός: «Πλανών Έλεγχος ή Πλανεμένος Έλεγχος;» Χριστιανοί, Eθνικοί και Εβραίοι μέσα από τους Νόμους της Πολιτείας και τους Κανόνες της Εκκλησίας περί του Νηπιοβαπτισμού και του βαπτίσματος των ΕνηλίκωνΤου «Ερευνητή» Αναδημοσίευση από: http://antiairetikos.blogspot.com/2012/01/blog-post_22.html |
Σε κάποιο site υπάρχει ένα άρθρο με τίτλο: “ΠΛΑΝΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ. ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΕΣ ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ”.
Περιεχόμενα |
Στο άρθρο για το οποίο μιλάμε, τράβηξαν την προσοχή μας τα όσα αναφέρονται στον πδ΄ κανόνα της Πενθέκτης Συνόδου, τα οποία παραθέτουμε εν συντομία: «Ο νηπιοβαπτισμός επιβλήθηκε και με τον πδ΄ κανόνα της Πενθέκτης το 690 μ. Χ. Πως έγινε αυτό; Η Εκκλησία τον 4ο - 5ο μ. Χ. αιώνα έχασε κάθε μέτρο αξιοπρέπειας μετά την διαπλοκή της με τους εξουσιαστές και τα θέματα πίστεως έγιναν θέματα πολιτικής. Οι απειλές και τα οικονομικά προνόμια έκαναν μεγάλες μάζες εθνικών να γίνουν «χριστιανοί». Όλοι οι πολίτες της αυτοκρατορίας για πρώτη φορά με διάταγμα του Θεοδόσιου έπρεπε να βαπτισθούν και να γίνουν «χριστιανοί ορθόδοξοι», ειδάλλως θα διωχθούν. Η διαφοροποίηση αποτελούσε πολιτικό έγκλημα «επειδή αυτό που γίνεται εναντίον της θείας θρησκείας ζημιώνει όλους τους πιστούς. » (Codex Theodosianus, XVI:5, 40) Στη συνέχεια ο μεγαλομανής και σπάταλος Ιουστινιανός Ι (527-565), έκανε την εκκλησία ένα επιπλέον αυτοκρατορικό γραφείο. Ειδωλολάτρες και μη «ορθόδοξοι» διώκονται ποινικά. Η φιλοσοφική σχολή των Αθηνών κλείνει ενώ όποιος βαπτισθεί 2η φορά θανατώνεται. «Όσοι …δεν έχουν αξιωθεί ακόμη το σεβαστό βάπτισμα … θα πρέπει να ζητήσουν το σωτήριο βάπτισμα. Διαφορετικά ας γνωρίζουν ότι αν παραμελήσουν να το κάνουν, δεν θα έχουν κανένα δικαίωμα, ούτε θα τους επιτραπεί να είναι ιδιοκτήτες περιουσίας … θα τους αφαιρεθούν τα πάντα και θα εγκαταλειφθούν στην ένδεια και επιπλέον, θα υποβληθούν στις έσχατες τιμωρίες. » Ιουστινιάνειος Κώδικας. Οι συνοδικές αποφάσεις των διορισμένων αγάμων νομαρχών-μητροπολιτών έγιναν νόμοι του κράτους με ποινές για όλους τους παραβάτες …Πλέον, ο αυτοκράτορας ένας λαϊκός, επέβαλε τις δογματικές απόψεις του με διατάγματα». Για να ευσταθεί ο ισχυρισμός περί επιβολής του Νηπιοβαπτισμού πρέπει να έχει υιοθετηθεί η πρακτική του αναγκαστικού Νηπιοβαπτισμού των Χριστιανών εκ μέρους της Εκκλησίας, άσχετα με το ποιά θα είναι η στάση της Πολιτείας ήτοι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Αυτό σημαίνει επιβολή του Νηπιοβαπτισμού! Στο ΜΕΡΟΣ Β΄ της σειράς των άρθρων μας, αναλύσαμε τον πδ΄ Κανόνα της Πενθέκτης Συνόδου και αποδείξαμε βάσει της ερμηνείας των Κανονολόγων, πως ο κανόνας αυτός δεν αναφέρεται σε καμία επιβολή του Νηπιοβαπτισμού. To άτοπο του Προτεσταντισμού που ισχυρίζεται πως επιβλήθηκε ο Νηπιοβαπτισμός με τον πδ΄ Κανόνα είναι εμφανέστατο. Όπως μαρτυρείται στο προοίμιο του πδ΄ Κανόνα οι Πατέρες της Πενθέκτης Συνόδου, για τη σύνταξη του Κανόνα αυτού ακολούθησαν την προγενέστερη κανονική παράδοση της Εκκλησίας, την ήδη 2,5 αιώνων υπάρχουσα και εφαρμοσθείσα και όχι τις επιταγές της Πολιτείας: «Τοις κανονικοίς των Πατέρων θεσμοίς κατακολουθούντες, ορίζομεν και περί των νηπίων…». Ο Κανόνας αυτός της Πενθέκτης Συνόδου (692 μ.Χ.) ανανεώνει τις ήδη υπάρχουσες διατάξεις της Εκκλησίας περί του θέματος αυτού. Πρόκειται περί των διατάξεων του οβ΄ κανόνα της Συνόδου της Καρθαγένης (419 μ.Χ.), του οποίου το κείμενο (του οβ΄ κανόνα) εκτός ελάχιστων λέξεων περιλαμβάνεται αυτούσιο στον πδ΄ Κανόνα της Πενθέκτης. [1]
Εκεί σημειώσαμε πως είναι αδύνατον να ισχυρισθούμε ότι επιβλήθηκε ο Νηπιοβαπτισμός από την Εκκλησία με τον πδ΄ κανόνα της Πενθέκτης, ενώ έναν αιώνα αργότερα η ίδια η Εκκλησία ήταν αυτή που στερούσε σε μια μεγάλη ομάδα Νηπίων το δικαίωμα να βαπτισθούν, αγνοώντας παντελώς τη συγκατάθεση των Χριστιανών γονέων τους. Αυτό ακριβώς είναι το θέμα μας εδώ στο ΜΕΡΟΣ Ε΄ της σειράς των άρθρων μας. Να δείξουμε πως μετά από έναν αιώνα από την εφαρμογή του πδ΄ Κανόνα που δήθεν μ’ αυτόν η Εκκλησία επέβαλε τον Νηπιοβαπτισμό κατά τον ισχυρισμό του «Πλανών Έλεγχος», όχι μόνον καμία επιβολή δεν έχουμε, αλλά η ίδια η Εκκλησία διά του 8ου Κανόνα της 7ης Οικ. Συνόδου αρνείται σε ορισμένες ομάδες να βαπτισθούν οι ενήλικες και τα παιδιά τους. Θα συγκρίνουμε επίσης τους Νόμους της Πολιτείας και τους Ιερούς Κανόνες ώστε να καθοριστεί επαρκώς η στάση της Εκκλησίας και της Πολιτείας.
1. Οι διατάξεις της Πολιτείας περί υποχρεωτικού Nηπιοβαπτισμού των Ελλήνων Στην ανάλυση του πδ΄ Κανόνα που παραθέσαμε στο ΜΕΡΟΣ Β΄ δείξαμε πως είναι εσφαλμένη η εντύπωση που θέλει την Εκκλησία να έχει επιβάλλει τον Νηπιοβαπτισμό.
Πέραν από την παρερμηνεία των Προτεσταντών κυκλοφορεί επίσης ως σημαία στο Ιντερνέτ ο ισχυρισμός ότι η διάταξη του Ιουστινιάνειου Κώδικα, όπου μ’ αυτή επιβλήθηκε ο Νηπιοβαπτισμός από την Πολιτεία, εφαρμόσθηκε κατά κόρον και ως απόφαση της Εκκλησίας, επιρρίπτοντας έτσι και στην Εκκλησία την ευθύνη του υποχρεωτικού Νηπιοβαπτισμού. «Θεσπίζουμε δε και νόμο, σύμφωνα με τον οποίο τα παιδία, όταν είναι σε μικρή ηλικία, θα πρέπει να βαπτίζονται αμέσως και χωρίς αναβολή, όσοι δε είναι μεγαλύτεροι στην ηλικία, πρέπει να συχνάζουν στις ιερότατες εκκλησίες μας και να διδάσκονται τις θείες γραφές και τους (βιβλικούς) κανόνες. ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΕΙΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 1. 10. 10»
Παράλληλες διατάξεις ή μέρη των διατάξεων που επιτάσσουν τον Νηπιοβαπτισμό και απηχούν τις θέσεις του Ιουστινιάνειου Κώδικα, βρίσκουμε μέσα στα Βασιλικά του Λέοντος Σοφού, χωρίς όμως να έχει περάσει καθ’ ολοκληρίαν στα Βασιλικά η διάταξη αυτή του Κώδικα σύμφωνα με τον Φώτιο. Ψήγματα αυτών των θέσεων του Ιουστινιάνειου Κώδικα βρίσκουμε και σε άλλα Κρατικά Νομικά κείμενα. Προτού περάσουμε να δούμε αυτές τις διατάξεις αξίζει να σημειώσουμε πως η σημασία της λέξεως «Έλληνας» μέσα στο 20 κεφ. των Βασιλικών όπου αναφέρεται ο υποχρεωτικός Νηπιοβαπτισμός, προσδιορίζεται με θρησκευτική έννοια και όχι με Εθνική. Εδώ στο κείμενο μας έχει τη θρησκευτική έννοια του Παγανιστή [2]. Διαβάζουμε στα Βασιλικά: «κ΄…τους μεν ήδη ταύτα ημαρτηκότας μετά το αξιωθήναι του αγίου βαπτίσματος προς τα ελεγχθέντα αυτών αμαρτήματα εκδικήσει τη προσηκούση και ταύτα φιλανθρωπότερον επεβάλομεν· του δε λοιπού δια του παρόντος νόμου προσαγορεύομεν άπασιν, ως οι μεν γινόμενοι Χριστιανοί και του αγίου και σωτηριώδους αξιούμενοι καθ’ οιονδήποτε χρόνον βαπτίσματος…». Basilicorum Liber I, Tit. I, XΧ, σ. 15. Σε άλλο σημείο νομοθετεί πως τα παιδιά πρέπει να βαπτίζονται μικρά και δίχως αναβολή: «και γαρ και τούτους ομοίους εκείνοις είναι κρίνομεν. κα’ κείνο δε νομοθετούμεν, ώστε και τα τούτων τέκνα μικράς ηλικίας όντα και δίχα αναβολής τυγχάνειν του σωτηριώδους βαπτίσματος…». ένθ. ανωτ., σ. 15. Στη διατάξη του Κώδικα του Ιουστινιανού είδαμε πως επιβλήθηκε ο Νηπιοβαπτισμός. Στο 20. κεφ, των Βασιλικών είδαμε ότι επιτάσσεται ο Νηπιοβαπτισμός, ενώ για τους ενήλικες σημειώνει: « …ως των ήδη προβεβηκότων δεομένων του προσεδρεύειν ταις αγιωτάταις Εκκλησίαις κατά τους θείους κανόνας και τας θείας εκδιδάσκεσθαι γραφάς…». ένθ. ανωτ., σ. 14-15. Μέσα από αυτές τις Νομικές διατάξεις των Αυτοκρατόρων επιχειρείται να επιρριφθεί η ευθύνη στην Εκκλησία. Η προσπάθεια να αποδοθεί η ευθύνη στην Εκκλησία για κάτι που επέβαλλε η Πολιτεία, δεν είναι τίποτα άλλο εκτός από δεινή κατασυκοφάντισή της, διότι, η διάταξη αυτή είναι της Πολιτείας και όχι της Εκκλησίας. Ποιά ήταν όμως η στάση της Εκκλησίας στις διατάξεις της Πολιτείας γενικά αλλά και ειδικά στο θέμα του Νηπιοβαπτισμού; Υπερίσχυαν οι Νόμοι ή οι Κανόνες;
2. Nόμοι της Πολιτείας ή Κανόνες της Εκκλησίας; Για τους Αυτοκράτορες οι Ιεροί Κανόνες έχουν θείο κύρος. Παρά το διαφορετικό αντικείμενο των Νόμων από τους Ιερούς Κανόνες, ο Ιουστινιανός διά της 131ης νεαράς του δίνει στους Κανόνες της Εκκλησίας ανάλογη ισχύ με τους Νόμους του Κράτους. Και τούτο γιατί από πλευράς Πολιτείας οι κανόνες οργάνωσης, διοίκησης και ηθικής μιας θρησκευτικής κοινότητας, της Χριστιανικής κοινότητας συγκεκριμένα, εξομοιώνονται ως προς την ισχύ τους με τους κανόνες δικαίου Πολιτειακής προέλευσης. Η πολιτεία έδωσε στους Ιερούς Κανόνες το ίδιο κύρος με τους Νόμους του Κράτους κι έτσι η όποια παράβαση των Ιερών Κανόνων ήταν το ίδιο σοβαρή σαν να ήταν παράβαση των Νόμων του Κράτους. O Ιουστινιανός όταν νομοθετούσε, πρόσεχε ώστε να μην έρχονται σε αντίθεση οι νόμοι της πολιτείας με τους Κανόνες της Εκκλησίας! Αυτό δηλώνεται χαρακτηριστικά από τον ίδιο στην εισαγωγή της 6ης Νεαράς του: «ημείς (ο Ιουστινιανός) τοίνυν μεγίστην έχοντες φροντίδα περί τε τα αληθή δόγματα, περί τε την των ιερών σεμνότητα, ης εκείνων ανεχόμενοι πεπιστεύκαμεν, ως δι’ αυτής μεγάλα αγαθά δοθήσεται παρά Θεού και τα τε όντα βεβαίως έξομεν, τα τε ούπω και νυν αφιγμένα προσκτησόμεθα. Καλώς δ’ άπαντα πράττοιτο και προσηκόντως, είπερ η του πράγματος, άρχη γένοιτο πρέπουσα και φίλη Θεώ. Τούτο δ’ έσεσθαι πιστεύομεν, είπερ η των ιερών κανόνων παρατήρησις φυλάττοιτο, ην οι τε δικαίως υμνούμενοι και προσκυνητοί και αυτόπται και υπηρέται του λόγου παραδεδώκασιν απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες εφύλαξάν τε και υφηγήσαντο». Στο προοίμιο της 8ης Νεαράς του Ιουστινιανού διαβάζουμε πως ο Αυτοκράτορας περνάει μέρες και νύχτες αγρυπνώντας με τη σκέψη, πώς οι πολίτες θα ωφεληθούν περισσότερο από τους Νόμους που θα εκδόσει: «Απάσας ημίν τας ημέρας τε και νύκτας συμβαίνει μετά πάσης αγρυπνίας τε και φροντίδος διάγειν αεί βουλευόμενος, όπως αν χρηστόν τι και αρέσκον Θεώ παρ’ ημών τοις υπηκόοις δοθείη». Παρά τη βούληση του Πολιτειακού Νομοθέτη ώστε να συμφωνεί ο Νόμος με τον Κανόνα το εγχείρημα αυτό δεν είχε πάντα επιτυχία. Η στάση της Εκκλησίας αναφορικά με την τήρηση των Νόμων του Κράτους ήταν ξεκάθαρη. Aνέκαθεν η Εκκλησία δεν ήταν υποχρεωμένη να φυλάττει σώνει και καλά όλους τους Νόμους του Κράτους ακόμη και αν αυτοί έρχονταν σε αντίθεση με την Αγ. Γραφή, τους Ιερούς Κανόνες και το Δόγμα της. Πολύ περισσότερο δεν μπορούσε να δεχθεί τη ρύθμιση δογματικών της θεμάτων με βάση τους Νόμους του Κράτους [3]. Υπήρχε η διαχωριστική γραμμή του «πειθαρχείν δει Θεώ ή ανθρώποις» όταν ένας Νόμος συγκρουόταν με έναν Κανόνα. Παραδείγματα εναντίωσης προς τους Νόμους όταν αυτοί δεν συμφωνούσαν με τους Κανόνες της Εκκλησίας έχουμε και από την πλευρά των Αυτοκρατόρων και από την πλευρά της Εκκλησίας. Ο Λέων ο Σοφός στη δεύτερη νεαρά του θίγοντας έναν λανθασμένο Νόμο ενός προγενέστερου Αυτοκράτορα που απαγορεύει την ανύψωση ιερέα που έχει γυναίκα και παιδιά στο Επισκοπικό αξίωμα, προτάσσει έναν κανόνα της Εκκλησίας, που σε αντίθεση με το Νόμο επιτρέπει να γίνεται Επίσκοπος ο ιερέας που έχει γυναίκα και παιδιά. Εντύπωση μας κάνει το επιχείρημα που εκθέτει ο Λέων για να υπερασπιστεί τον ισχυρισμό του. Τονίζει πως οι Ιεροί Κανόνες: «ως προελθόντες εξ εμπνεύσεως του Αγίου Πνεύματος είναι άριστοι» και πως «η θεία επίπνοια ενεργούσε σ’ αυτούς που τους υπαγόρευαν». Είναι δε άξιο απορίας για τον Λέοντα, πώς τολμούν ορισμένοι Νομοθέτες της Πολιτείας να εκδίδουν Νόμους που είναι αντίθετοι με τους Ιερούς Κανόνες: «Των ιερών και θείων κανόνων, των τε άλλων και όσοι περί τε ιερωσύνης και χειροτονίας επισκόπων εθέσπισαν, εις το άριστόν τε και ακριβέστατον εκπεφωνημένων, (πώς δ’ ουκ έμελλον ακριβώς εκπεφωνήσθαι, θείας επιπνοίας εν τοις φθεγγομένοις ενεργούσης;) θαυμάζειν έπεισί μοι, πως ουκ ευλαβήθησάν τινες ώσπερ ενδεώς εκείνων εχόντων τολμάν ετέρων εκθέσει νόμων τους ιερούς και θείους αθετείν νόμους». Διάταξις Β΄, PG 107, 428 CD. Όταν δημοσιεύθηκαν δυο νόμοι του Αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού, οι οποίοι φαίνονταν ότι συγκρούονταν με τους Κανόνες, τέθηκε το ζήτημα, εάν οι Εκκλησιαστικές και οι διοικητικές υποθέσεις πρέπει να ρυθμιστούν σύμφωνα με τους Νόμους της Πολιτείας ή σύμφωνα με τους Κανόνες της Εκκλησίας. Ο Βαλσαμών κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι Κανόνες έχουν ανώτερη ισχύ από του Νόμους του Κράτους. Και τούτο διότι οι Ιεροί Κανόνες θεσπίσθηκαν από βασιλείς και αγίους Πατέρες, ενώ οι Νόμοι θεσπίσθηκαν μόνον από βασιλείς: «Επισημείωσαι την παρούσαν ερμηνείαν, και έχων αυτήν επί μνήμης, λέγε τους κανόνας ισχύειν πλέον των νόμων· οι μεν γαρ, ήγουν οι κανόνες παρά βασιλέων, και αγίων πατέρων εκτεθέντες και στηριχθέντες ως αι θείαι γραφαί δέχονται· οι δε νόμοι παρά βασιλέων μόνον εδέχθησαν, ή συνετέθησαν, και δια τούτο ου κατισχύσουσι των θείων γραφών ουδέ των κανόνων» [4]. Φωτίου, Νομοκάνων εις ιδ΄ τίτλους, Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, Γ. ΡΑΛΛΗ – Μ. ΠΟΤΛΗ, Τόμος Α΄, τίτλ. α΄, κεφ. γ΄, σ. 37.
3. Διαφωνίες μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας στο θέμα του Νηπιοβαπτισμού a) Το Bάπτισμα σε ευκτήριο οίκο. Για να δείξουμε πόσο μετέωρος είναι ο ισχυρισμός των Πεντηκοστιανών, πως η Πολιτεία επέβαλλε στην Εκκλησία τον Νηπιοβαπτισμό, είναι αρκετό να αναφέρουμε μια διαφωνία της Εκκλησίας με την Πολιτεία αναφορικά με την βάπτιση και την τέλεση της θείας λειτουργίας σε ευκτήριο οίκο. Στον λα΄ Κανόνα της Πενθέκτης Συνόδου ορίζεται ότι επιτρέπεται στους κληρικούς να λειτουργούν και να τελούν το μυστήριο του βαπτίσματος εντός ευκτήριων οίκων που τυγχάνουν εντός της οικίας «ένδον οικίας τυγχάνουσι», μόνον κατόπιν χορηγούμενης άδειας υπό του κατά τόπον Επισκόπου. Σε περίπτωση κατά την οποία κληρικός λειτουργήσει ή βαπτίσει εντός ευκτήριου οίκου, χωρίς την άδεια του επιτόπιου Επισκόπου, ο λα΄ κανόνας ορίζει ότι επιβάλλεται η ποινή της καθαίρεσης. Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, Γ. ΡΑΛΛΗ – Μ. ΠΟΤΛΗ, Τόμος Β΄, σ. 371. Στο σημείο αυτό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σχόλια του Βαλσαμώνα στον ανωτέρω κανόνα, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρεται σε δυο νεαρές του Αυτοκράτορα Λέοντος του Σοφού, στην 4η νεαρά και στην 15η νεαρά, οι οποίες φαίνεται να καταστρατηγούν τις διατάξεις των Κανόνων της Εκκλησίας. Οι νεαρές αυτές ορίζουν πως οι Ιερείς έχουν δικαίωμα να τελούν το μυστήριο της βάπτισης σε οποιαδήποτε οικία, αρκεί να τους έχει καλέσει ο ιδιοκτήτης του ευκτηρίου οίκου χωρίς να κάνουν λόγο για άδεια από τον επιτόπιο Επίσκοπο. Αυτό αναφέρεται από τον Βαλσαμών: «Συ δε ανάγνωθι την δ΄ νεαρὰν του βασιλέως κυρού Λέοντος του Σοφού, ούτως έχουσαν μετά το προοίμιον· Ορίζομεν ουν, ου μόνον τους έκαστης οικίας άδειαν έχειν εν πάσαις ταις οικείαις ιεράσθαι τε και μυσταγωγείν, ους αν προσκαλείν αίροιτο, ο εκάστης οικίας δεσπόζων · και την ιε΄ ούτως έχουσαν εν μέρει· Ορίζομεν ουν, καθώς περί θυσιών, ούτω και περί του σωτηρίου βαπτίσματος, το εξείναι αυτό εν παντί ευσεβών ευκτηρίω τοις βουλομένοις τελείν». Ενθ. ανωτ., Τόμος Β΄. σελ. 372. Όπως γίνεται κατανοητό, εδώ υπάρχει μια διαφορετική βαρύτητα μεταξύ των Νόμων και των Κανόνων. Οι μεν νόμοι θέτουν ως προϋπόθεση να έχει δεχθεί κάλεσμα ο ιερέας από τον ιδιοκτήτη του οίκου, ενώ οι Κανόνες θέτουν ως προϋπόθεση να έχει την άδεια του επιχώριου Επισκόπου ο ιερέας για να τελέσει το βάπτισμα ή τη θεία λειτουργία στον ευκτήριο οίκο. Εάν όμως κάποιος ιερέας αγνοήσει τον επιχώριο Επίσκοπό του και χωρίς την άδεια του πάει να τελέσει το βάπτισμα σε ευκτήριο οίκο, αρκούμενος μόνο στο κάλεσμα του ιδιόκτητη και στο Νόμο της Πολιτείας που τον καλύπτει, αυτός ο ιερέας δεν θα αποφύγει την καθαίρεση που ορίζει ο κανόνας, αφού σύμφωνα με τον Βαλσαμώνα οι νεαρές δεν θα τον καλύψουν στο παράπτωμα του ακόμη κι αν τις επικαλεστεί: «Πλην και τούτων ούτως εχόντων, εάν κωλυθή τις παρά του εγχωρίου αρχιερέως ιερουργήσαι, ή βαπτίσαι εν ευκτηρίω, ο δε ποιήσει τοιούτόν τι, καθαιρεθήσεται, μη ωφελούμενος εκ των νεαρών». Ενθ. ανωτ., Τόμος Β΄. σελ. 438-439. Οι Νόμοι της Πολιτείας φαίνεται πως δεν στάθηκαν ικανοί να καταργήσουν την Εκκλησιαστική τάξη. Αν οι Νόμοι δεν μπόρεσαν να επιβάλλουν ενάντια στους Κανόνες κάτι πολύ απλό και μη δογματικό σε σχέση με το βάπτισμα, να γίνει η βάπτιση ή η θεία λειτουργία σε ευκτήριο οίκο, πως θα μπορούσαν να επιβάλλουν κάτι πολύ ανώτερο όπως ήταν ο Νηπιοβαπτισμός [4];
b) Το Βάπτισμα των Νηπίων των Ελλήνων Νηπιοβαπτισμό υποχρεωτικό δεν νομοθέτησε σε κανέναν Κανόνα της η Εκκλησία για τα Νήπια των Ελλήνων. Ως προς το βάπτισμα των παιδιών των Ελλήνων (Ειδωλολατρών), σημειώνεται στον Νομοκανόνα του Φωτίου εις ιδ΄ τίτλους, στον τίτλο Δ΄, στο κεφ. Δ΄, πως η Εκκλησία σε αντίθεση με την Πολιτεία σε κανέναν κανόνα της δεν διδάσκει να βαπτίζονται χωρίς καμία αναβολή, και μάλιστα μικροί οι παίδες των Ελλήνων. Δηλώνεται σαφώς πως κανένας Ιερός Κανόνας δεν διδάσκει κάτι τέτοιο που επιτάσσει η Πολιτεία: «Η ι΄. διάταξις του η΄. τίτλου του α΄. βιβλίου του κώδικος παρακελεύεται τους Έλληνας μικρούς μεν όντας χωρίς αναβολής βαπτίζεσθαι, τους δε τελείους πρότερον τας γραφάς κατά τους αγίους κανόνας διδασκομένους. Και ίστεον ότι ουχ ευρίσκομεν κανόνα τι τοιούτο διδάσκοντα» [5]. Φωτίου, Νομοκάνων εις ιδ΄ τίτλους, Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, Γ. ΡΑΛΛΗ – Μ. ΠΟΤΛΗ, Τόμος Α΄, τίτλ. δ΄, κεφ. δ΄, σσ. 121-2. Νηπιοβαπτισμό υποχρεωτικό δεν νομοθέτησε σε κανέναν Κανόνα της η Εκκλησία, όπως αναφέρεται στον Νομοκάνονά του Φωτίου. Αυτό έγινε ΜΟΝΟΝ από την Πολιτεία για τους παίδες των Ελλήνων. Για τα μέλη της Εκκλησίας ο Νηπιοβαπτισμός είχε ήδη προ πολλού καταξιωθεί από τις αλλεπάλληλες, διότι αυτός επικράτησε ως έθιμο και ως κανονική πράξη όπως θα δούμε πιο κάτω. Η διάταξη του Ιουστινιανού κατά τον Φώτιο αλλά και όπως φαίνεται στο κείμενο των Βασιλικών αφορά τους Έλληνες και τους Μανιχαίους και επιτάσσει να βαπτίζονται τα παιδία τους μικρά και χωρίς αναβολή, ενώ για τους γονείς τους ήθελε να παρακολουθούν τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Οι γονείς «οι τέλειοι στην ηλικία» εδώ στη διάταξη του Κώδικα δεν είναι οι Χριστιανοί αλλά οι Εθνικοί και οι Μανιχαίοι. [6].
4. Μέτρα και προϋποθέσεις υποδοχής των Ελλήνων από την Εκκλησία Το Νηπιοβάπτισμα που νομοθετήθηκε για τους Έλληνες [7] με τον κώδικα του Ιουστινιανού και όχι από τους Ιερούς κανόνες, έφερε πολλούς Έλληνες στην πόρτα της Εκκλησίας, όχι για να γίνουν πραγματικοί Χριστιανοί, αλλά για να φαίνονται Χριστιανοί και να πληρούν επιφανειακά τις διατάξεις της Πολιτείας που τους ήθελε Χριστιανούς. Η Εκκλησία όμως, δεν αρκούνταν στο να έχει απλώς πολλά μέλη αριθμητικά που τις προσέφερε ο Νόμος, αλλά επιζητούσε την ειλικρινή και ελεύθερη προσέλευση των υποψήφιων. Επιθυμία της Εκκλησίας, τότε και τώρα είναι να αποτάξουν την πλάνη τους οι Ειδωλολάτρες και να ενταχθούν στο σώμα του Χριστού με τη θέλησή τους. Βασική προϋπόθεση της Εκκλησίας για να προσέλθει κάποιος στο βάπτισμα, δεν ήταν ο νόμος της Πολιτείας αλλά η ειλικρινής προσέλευση του υποψήφιου. Από την πλευρά των Ελλήνων όμως το κίνητρο τους δεν ήταν η ειλικρινής προσέλευση που έχει ως βάση την πίστη, διότι δεν ήθελαν να γίνουν πραγματικοί Χριστιανοί αλλά να πάρουν την πιστοποίηση από την Εκκλησία ότι είναι Χριστιανοί, που όπως θα δούμε παρακάτω το ίδιο έπρατταν και οι Ιουδαίοι. Η τέτοιου είδους προσέλευση στο Βάπτισμα με κίνητρο την ανάγκη ή άλλο σκοπό μη ειλικρινή, είναι καταδικαστέα από την Εκκλησία. Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο του Ζωναρά το οποίο επισημαίνει πως δεν βρίσκεται καμία αρετή σ’ αυτόν που επέλεξε να βαπτισθεί πιεζόμενος από τους Νόμους και με απώτερο σκοπό την ιδιοτέλεια: «Αιρετήν είναι χρη την αρετήν, αλλ’ ου βεβιασμένην, ουδ’ ακούσιον, αλλ’ εκούσιον. Δι’ ο και τους αναδεχομένους τον Χριστιανισμόν, ελευθέρα προαιρέσει και αυτεξουσίως ενομοθετήθη προσιέναι τη πίστη αλλά μη βία μηδ’ εξ’ ανάγκης· τα γαρ αναγκαστικώς και βιαίως γινόμενα, ου βέβαια, ουδέ νόμιμα…». Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, Γ. ΡΑΛΛΗ – Μ. ΠΟΤΛΗ, Τόμος Γ΄, σσ. 559-560. Με βάση λοιπόν τα δικά της κριτήρια η Εκκλησία και την ελευθερία της, άσχετα από την πρακτική της Πολιτείας, θέσπισε Κανόνες υποδοχής και αποδοχής των Ελλήνων και των Ιουδαίων και δεν τους δέχθηκε όπως - όπως και ως έλαχε. Οι Έλληνες ενήλικες που εξέφραζαν την επιθυμία να ενταχθούν στην Εκκλησία, άσχετα αν ήθελαν πραγματικά να βαπτισθούν ή αν το έκαναν για τα μάτια του Νόμου, δεν έμπαιναν αμέσως στην κολυμβήθρα, αλλά τακτοποιούνταν ανάλογα με τον κε΄ Κανόνα της 6ης Οικ. Συνόδου. Περνούσαν όλα τα στάδια της κατήχησης και μετά βαπτίζονταν εφόσον ήταν έτοιμοι και εξέφραζαν την επιθυμία τους: «…ως Έλληνας δεχόμεθα· και την πρώτην ημέραν ποιούμεν αυτούς Χριστιανούς, την δε δευτέραν κατηχουμένους· είτα τη τρίτη εξορκίζομεν αυτούς, μετά του εμφυσάν τρίτον εις το πρόσωπον, και εις τα ώτα, και ούτω κατηχούμεν αυτούς, και ποιούμεν χρονίζειν εις την εκκλησίαν, και ακροάσθαι των γραφών, και τότε αυτούς βαπτίζομεν…». Αρκετοί όμως από τους πρώην Έλληνες και νυν Χριστιανούς, ύστερα από το βάπτισμα εξέφραζαν το παλαιό φρόνημά τους και καταντούσαν να υποκρίνονται τον Χριστιανό για τα μάτια μόνο και μόνο να δείχνουν υπάκουοι στην Πολιτεία, ενώ κατά βάθος ήταν πάντοτε εθνικοί στο φρόνημα και ποτέ δεν άλλαξαν. Από την πλευρά της η Εκκλησία δεν άφησε να περάσει απαρατήρητο το γεγονός αυτό επειδή έτσι ήθελε η Πολιτεία, διότι την ενδιέφερε τα μέλη της να είναι και στην ουσία Χριστιανοί, και όχι απλά να αποκτήσουν την ιδιότητα του Χριστιανού όπως ήθελε η Πολιτεία. Όλους αυτούς λοιπόν που αποδείχθηκε στην πορεία πως δεν ήταν συνειδητά μέλη της, η Εκκλησία δεν τους κράτησε για να δείχνει συμμορφωμένη με τους Νόμους της Πολιτείας, αλλά τους έβγαζε έξω από τo σώμα της. Είναι χαρακτηριστικός ο ζ΄ Κανὼν της 3ης Οικ. Συνόδου που διατάσσει να αναθεματίζονται οι λαϊκοί που συντίθενται σε άλλη πίστη: «…ους δε τολμώντας ή συντιθέναι πίστιν ετέραν, ήγουν προσκομίζειν, ή προφέρειν τοις θέλουσιν επιστρέφειν εις επίγνωσιν της αληθείας, ή εξ ελληνισμού, ή εξ ιουδαϊσμού, ήγουν εξ αιρέσεως οιασδηποτούν· τούτους, ει μεν είεν επίσκοποι, ή κληρικοί, αλλοτρίους είναι τους επισκόπους της επισκοπής, και τους κληρικούς του κλήρου· ει δε λαϊκοί είεν, αναθεματίζεσθαι…». Η υποκρισία ενός Έλληνα ή ενός Ιουδαίου που τον οδηγούσε να βαπτισθεί για να δείχνει υπάκουος στο Κράτος δεν ξεγελούσε την Εκκλησία, αλλά επέφερε την έξωσή του από το σώμα της Εκκλησίας. Το Κράτος από την άλλη πλευρά, βλέποντας ότι η Εκκλησία τηρεί ορισμένες προϋποθέσεις ως προς το Βάπτισμα και πως διώχνει με τους Κανόνες της πολλούς Έλληνες και Ιουδαίους που το ίδιο τους απέστειλε να ενταχθούν στην Εκκλησία, δεν μπήκε στα εσωτερικά της Εκκλησίας, διότι θα συγκρούονταν οι δογματικές θέσεις της Εκκλησίας περί του βαπτίσματος με τους δικούς του Νόμους περί του βαπτίσματος που το ίδιο θέσπισε. Δεν υπήρχε περίπτωση να δεχθεί στους Κόλπους της η Εκκλησία τους Ειδωλολάτρες που υποκρίνονταν τον Χριστιανό και τηρούσαν τα ειδωλολατρικά έθιμά τους, ενώ από την άλλη η ίδια τιμωρούσε τους Χριστιανούς που ασχολούνταν με τα Ειδωλολατρικά έθιμα και τις δεισιδαιμονίες. Το κράτος αντιμετώπισε το πρόβλημα διαφορετικά. Πίεσε τους ειδωλολάτρες, διότι δεν μπορούσε να πιέσει την Εκκλησία να δεχθεί κάτι αντίθετο στο δόγμα της περί βαπτίσματος και να κάνει υποχωρήσεις: θέσπισε αυστηρότερους Νόμους για όλους αυτούς που η υποκρισία τους έγινε αιτία να εκδιωχθούν από την Εκκλησία. Ο υποκρινόμενος τον Χριστιανό και προσερχόμενος να βαπτισθεί, ενώ διατηρούσε μέσα του ακόμα το Ειδωλολατρικό φρόνημα, με Νόμο της Πολιτείας στερούνταν των Πολιτικών του δικαιωμάτων: «όσοι δε αν προφάσει του στρατείαν ή αξίωμα ή ουσίαν έχειν αυτοί μεν εσχηματισμένως προσήλθον ή προσέλθοιεν τω σωτηριώδει βαπτίσματι, τας δε αυτών γαμετάς ή παίδας ή τους άλλους τους κατά τον αυτών όντας οίκον επί της ελληνικής καταλείψαιεν πλάνης, τούτους προστάττομεν δημεύεσθαί τε και καθάπαξ μη μετέχειν της ημετέρας πολιτείας, αλλά και τιμωρίαις υποβάλλεσθαι ταις αυτών αξίαις, ως αυτόθεν όντας φανερούς, μη καθαρά πίστει του αγίου τυχείν βαπτίσματος. Ταύτα τοίνυν επί τοις αλητηρίοις Έλλησί τε και Μανιχαίοις, ως Μανιχαίων μέρος είναι και Βορβορίταις δεδήλωται, νομοθετούμεν». Basilicorum Liber I, Tit. I, XΧ, σελ. 14-15. Βλέπουμε λοιπόν πως η Εκκλησία θέλει ελεύθερη προσέλευση στο βάπτισμα και όχι αναγκαστική λόγω των Νόμων. Μια ακόμη σημαντική μερίδα των Πολιτών της Αυτοκρατορίας ήταν και οι Εβραίοι που ανάλογα με τη στάση τους προκάλεσαν τις ανάλογες ρυθμίσεις στους Νόμους της Πολιτείας και στους Κανόνες της Εκκλησίας.
5. Οι ενήλικες Εβραίοι και τα παιδιά τους μέσα από τους νόμους της Πολιτείας και τους Κανόνες της Εκκλησίας O πρώτος λόγος που οι Εβραίοι κατέφευγαν στο Βάπτισμα με απώτερο σκοπό να θεωρηθούν Χριστιανοί ήταν η αποφυγή των Χρεών προς τρίτους που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει. Η ένταξή τους στην Εκκλησία σύμφωνα με το σκεπτικό τους θα καθιστούσε δυσχερέστερη την είσπραξη των χρεών από τους ομοεθνείς τους. Αυτή την αιτία επικαλείται ο Πολιτειακός Νομοθέτης στο πρώτο βιβλίο, στον πρώτο τίτλο του μη΄ κεφαλαίου των Βασιλικών: «μη΄.: Οι Ιουδαίοι οίτινες εγκλήματί τινι ή χρέει κατεχόμενοι προσποιούμενοι εαυτούς Χριστιανικώ νόμω θέλειν συναρμοσθήναι, ως αν εις τας εκκλησίας καταφεύγοντες εκφυγείν δυνηθώσι τας εγκλήσεις ή τα βάρη των χρεών, κωλυέσθωσαν και μη πρότερον δεχθήτωσαν κεκαθαρμένοι, της αβλαβείας δειχθείσης». Basilicorum Liber I, Tit. I, XLVIII, σ. 29. Η αναφορά αυτή στις Βασιλικές διατάξεις δείχνει πως το θέμα αυτό απασχόλησε και την Πολιτεία σε τέτοιο σημείο ώστε να λάβει μέτρα γι’ αυτή τη μερίδα των Εβραίων. Όπως διαβάσαμε, ένας από τους λόγους λοιπόν που βαπτίζονταν Χριστιανοί οι Εβραίοι παρ’ ότι δεν πίστεψαν ποτέ στον Χριστό και δεν τον αποδέχθηκαν ως Σωτήρα και Λυτρωτή ήταν η αποφυγή του Οικονομικού χρέους. Είχε εξακριβωθεί πως οι Εβραίοι ήλθαν κυνηγημένοι από την πατρίδα τους λόγω χρεών και πως με την ένταξή τους ως μέλη της Εκκλησίας ήλπιζαν να γλυτώσουν από όσους τους εγκαλούσαν να πληρώσουν τα χρέη τους. Τα χρέη τους αυτά δημιουργούσαν έριδες και θόρυβο μεταξύ τους όταν αυτός που χρωστούσε δεν έδινε τα λεφτά σ’ αυτόν που του τα δάνεισε, και έτσι κάποιος από αυτούς έπαιρνε τον νόμο και την εκδίκηση στα χέρια του, όπως θα λέγαμε σήμερα. Και σ’ αυτό τη σημείο ο Πολιτειακός Νομοθέτης θέσπισε να μην επιτρέπεται κανενός είδους φασαρία θα λέγαμε με τη σημερινή έννοια προσπαθώντας να αποφύγει όσο το δυνατόν την εκδίκηση που προφανώς επιθυμούσε ο ένας προς τον άλλον: «μδ΄…. ότε τοιγαρούν τιμωρίας είη άξιος ως μυσαροίς τισιν εμπεπλεγμένος, τη των νόμων ισχύι μάλλον υποκείσθω και τη ασφαλεία του δημοσίου δικαίου, και μηδείς αυτός εαυτώ την καθ’ ετέρων εκδίκησιν επιτρεπέτω…», ένθ. ανωτ., σ. 28. Όπως γνωρίζουμε από την Π.Δ οι οποίες διαφορές που αναφύονταν μεταξύ των Ιουδαίων λύνονταν με την προσφυγή στους πρεσβύτερους. Το ίδιο εφαρμόζονταν και όταν υπήρχαν διαφορές μεταξύ Χριστιανού και Ιουδαίου. Κατέφευγαν στον πρεσβύτερο. Ο Πολιτειακός Νομοθέτης θέλοντας να απαγορεύσει αυτή την προσφυγή θέσπισε πως οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ Χριστιανού και Ιουδαίου υπάρχει θα τίθεται στην κρίση των Πολιτειακών Νόμων και όχι στην κρίση των Πρεσβύτερων: «με΄. Ει τις μεταξύ Χριστιανού και Ιουδαίου εστί φιλονεικία και δίκη, αύτη τη κρίσει του άρχοντος τεμνέσθω, και μη δοκιμασία των πρεσβυτέρων των Ιουδαίων». ένθ. ανωτ., σ. 28. Σε δεύτερη φάση θέσπισε να μην αναθέτουν οι Χριστιανοί στους Ιουδαίους να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά ή συναλλαγή εκείνες τις ημέρες που είναι οι μεγάλες Ιουδαϊκές εορτές τους ή το Σάββατο, ώστε να μην δοθεί και στους Ιουδαίους εξουσία να πράττουν το ίδιο προς τους Χριστιανούς. Στην ίδια διάταξη ανέβαλλε οποιαδήποτε δίκη μεταξύ Ιουδαίου την ημέρα του Σαββάτου: «μγ΄. Και εν τω σαββάτω και εν ταις λοιπαίς ημέραις, εν αις οι Ιουδαίοι κατά την αυτών θρησκείαν τινά παραφυλάττονται, ου δει αυτούς αναγκάζειν ποιείν τι ή μεθοδευειν, ίνα μήτε εκείνοις δοθή εξουσίαν εν τω αυτώ καιρώ τους Χριστιανούς μεθεδεύειν, ίνα μη τυχόν οι Χριστιανοί εξ’ απωθήσεως των οφφικιαλίων εν ταις προλεχθείσαις ημέραις τινά υποστήσωνται επάχθειαν. δυνατόν γαρ, και τα τω δημοσίω χρησιμεύοντα και τας δίκας των ιδιωτών εν ταις λοιπαίς ημέραις ανύεσθαι». ένθ. ανωτ., σ. 28. Ο δεύτερος λόγος που προκάλεσε τη δριμεία αντίδραση της Πολιτείας έναντι των Ιουδαίων ήταν ο καταναγκασμός της περιτομής που επέβαλλε ο Ιουδαίος στον Χριστιανό δούλο του, ακόμη κι αν αυτός ήταν κατηχούμενος και προετοιμαζόταν να λάβει το βάπτισμα από την Εκκλησία: «να΄. Μήτε Ιουδαίος Χριστιανόν ανδράποδον εχέτω, μήτε κατηχούμενον περιτεμνέτω, μήτε άλλος Αιρετικός Χριστιανόν ανδράποδον εχέτω». ένθ. ανωτ., σ. 29. Η παρακοή εκ μέρους του Ιουδαίου και η άνευ συγκαταθέσεως περιτομή του Χριστιανού δούλου του τιμωρούνταν από τον Πολιτειακό Νομοθέτη με δήμευση της περιουσίας και με εξορία του Ιουδαίου. Επίσης δεν επιτρεπόταν να έχει πλέον ο Ιουδαίος Χριστιανό ως δούλο: «μστ΄. Οι Ιουδαίοι και δημευέσθωσαν και διηνεκεί εξορία καταδικαζέσθωσαν, ει Χριστιανόν άνθρωπον περιέτεμον ή περιτεμείν αυτόν ενετείλαντο». ένθ. ανωτ., σ. 28. Στα Βασιλικά αναφέρεται και ο Αγ. Νικόδημος τονίζοντας την περιτομή του δούλου εκ μέρους του Ιουδαίου κύριου του άνευ της συγκαταθέσεως του, ακόμη κι αν ήταν κατηχούμενος και προετοιμαζόταν να λάβει το βάπτισμα: «Συμφώνως με τον παρόντα κανόνα διορίζεται και το μδ΄. κεφ. του α΄. τιτλ του α΄ βιβλίου των Βασιλικών, λέγον ότι εάν Εβραίος τινάς κατηγορηθείς εις εγκλήματα τινά, ή έχωντας χρέος, προσποιηθή δι’ αυτά να γένη Χριστιανός, να μη δέχεται ούτως, έως όπου να πληρώση το χρέος του και να ελευθερωθή από τα εγκλήματα, δια τα οποία κατηγορείται. Ομοίως και το μζ΄. κεφ. του αυτού βιβλίου και τιτλ. διορίζει κανένας Εβραίος να μη έχη σκλάβον Χριστιανόν, μήτε να περιτέμνει κατηχούμενον αλλά μήτε άλλος αιρετικός να έχη δούλον χριστιανόν, αλλ’ ευθύς όπου αποκτήση τούτον, να γίνεται ελεύθερος. Ανάγνωθι και την υποσημείωσιν του β΄ της α΄. ». ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ. 269-70.
b) Ο 8ος Κανόνας της 7ης Οικ. Συνόδου «Επειδή πλανώμενοί τινες εκ της των Εβραίων θρησκείας μυκτηρίζειν έδοξαν Χριστόν τον Θεόν ημών, προσποιούμενοι μεν χριστιανίζειν, αυτόν δε αρνούμενοι κρύβδην και λαθραίως σαββατίζοντες και έτερα ιουδαϊκά ποιούντες, ορίζομεν τούτους, μήτε εις κοινωνίαν, μήτε εις ευχήν, μήτε εις εκκλησίαν δέχεσθαι, αλλά φανερώς είναι κατά την εαυτών θρησκείαν Εβραίους, και μήτε τους παίδας αυτών βαπτίζειν, μήτε δούλον ωνείσθαι ή κτάσθαι. Ει δε εξ ειλικρινούς πίστεως επιστρέψει τις αυτών και ομολογήσει εξ’ όλης καρδίας, θριαμβεύων τα κατ’ αυτούς έθη και πράγματα, προς το και άλλους ελεγχθήναι και διορθώσασθαι τούτον προσδέχεσθαι και βαπτίζειν και τους παίδας αυτού, και ασφαλίζεσθαι αυτούς αποστήναι των εβραϊκών επιτηδευμάτων. Ει δε μη ούτως έχοιεν, μηδαμώς αυτούς προσδέχεσθαι». Ερμηνεία Νικοδήμου: «Ορίζει ο παρών Κανών να μη συγκοινωνεί τινας, μηδέ να συμπροσεύχεται, μήτε εις Εκκλησίαν να δέχεται τους Εβραίους εκείνους, οίτινες καθ’ υπόκρισιν μόνον εγένοντο Χριστιανοί, και εις την ορθόδοξον πίστιν προσήλθον, κρυφίως δε αρνούνται, και περιπαίζουσι Χριστόν τον Θεόν ημών, φυλάττοντες τα Σάββατα, και άλλας συνηθείας ιουδαϊκάς, (ήτοι το να περιτέμνουσι τους υιούς των, να νομίζουσιν ακάθαρτον εκείνον όπου πιάση νεκρόν ή λεπρόν, και άλλα όμοια) αλλά να ήναι πάλιν οι τοιούτοι Εβραίοι, ως πρότερον, και ούτε να βαπτίζη τινάς τα παιδία των, ούτε να αφίνη αυτούς να αγοράζουν δούλον ή με αλλαγήν, ή δωρεάν, ή με άλλον τρόπον να αποκτούν αυτόν. Εάν δε με καθαράν και άδολον πίστιν επιστρέψη τινάς Εβραίος και εξ’ όλης καρδίας ομολογήση την των Χριστιανών ορθοδοξίαν, κατηγορώντας φανερά την των Εβραίων θρησκείαν, δια να ελέγχωνται και οι άλλοι Εβραίοι και να διορθόνωνται, τον τοιούτον πρέπει να προσδεχώμεθα και τα παιδία του να βαπτίζωμεν, παραγγέλλοντες ασφαλώς εις αυτούς να απέχουν από τας εβραϊκάς δεισιδαιμονίας· τους δε μη επιστρέφοντας τοιουτοτρόπως, τελείως να μη δεχώμεθα». Υποσημείωση Νικοδήμου: «Διηγείται ο Σωκράτης εις το ζ΄. βιβλ. της ιστορίας του, ότι ένας Εβραίος υποκρινόμενος την ευσέβειαν, πολλαίς φοραίς εβαπτίζετο κατά πραγματείαν, ώστε όπου εκέρδισε με τον τρόπον τούτον πολλότατα αργύρια· μεταβαίνων δε από αιρέσεως εις αίρεσιν, τέλος ήλθεν εις τον Παύλον τον των Ναυτιανών Επίσκοπον εν Κωνσταντινουπόλει, προσποιούμενος ότι τάχα ήθελε να χριστιανίση αληθώς και με τελειότητα. Εμβληθέντος λοιπόν του αναγκαίου ύδατος εις την κολυμβήθραν, και εισελθόντος του Εβραίου διά να βαπτισθή, ω του θαύματος! εξηράνθη η κολυμβήθρα· εθαύμασαν οι παρόντες το γέγονος, και εμφράξαντες όλας τας τρύπας, αι οποίαι έδιδαν υποψίαν μερικήν, εγέμισαν πάλιν την κολυμβήθραν, και εισελθόντος πάλιν του Εβραίου, το ύδωρ τελείως παραχρήμα εξέλιπε, και όλοι εξεστηκότες εγένοντο· τούτο δε το θαύμα φαίνεται να έγινεν, ή δια την υποκριτικήν πίστιν, με την οποίαν ο παλίμβουλος τη γνώμη Εβραίος εζήτει να λάβη το βάπτισμα, και ακολούθως διδάσκει τους Αρχιερείς και τους ιερείς να μη παραδέχονται ευκόλως Εβραίον εις την ορθοδοξίαν, αλλά μετά χρόνου και δοκιμασίας πολλής, ή δια τον άθεσμον πολλαπλασιασμόν του βαπτίσματος. Συμφώνως με τον παρόντα κανόνα διορίζεται και το μδ΄. κεφ. του α΄. τιτλ του α΄ βιβλίου των Βασιλικών, λέγον ότι εάν Εβραίος τινάς κατηγορηθείς εις εγκλήματα τινά, ή έχωντας χρέος, προσποιηθή δι’ αυτά να γένη Χριστιανός, να μη δέχεται ούτως, έως όπου να πληρώση το χρέος του και να ελευθερωθή από τα εγκλήματα, δια τα οποία κατηγορείται. Ομοίως και το μζ΄. κεφ. του αυτού βιβλίου. και τιτλ. διορίζει κανένας Εβραίος να μη έχη σκλάβον Χριστιανόν, μήτε να περιτέμνει κατηχούμενον αλλά μήτε άλλος αιρετικός να έχη δούλον χριστιανόν, αλλ’ ευθύς όπου αποκτήση τούτον, να γίνεται ελεύθερος». Ανάγνωθι και την υποσημειωσιν του β τῆς α΄. ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ. 269-70. Ερμηνεία Βαλσαμών: «Ιουδαίοί τινες, ένοχοι καταστάντες επί τισιν υποθέσεσι, και θέλοντες ταύτας εκφυγείν, προσήρχοντο τη ορθοδόξω πίστει, και προσεποιούντο μεν τα των Χριστιανών φρονείν, τη αληθεία δε τα των Ιουδαίων εφρόνουν, λάθρα σαββατιζοντες, και τα ημετέρα διασύροντες. Εβαπτιζον δε και τους παίδας αυτών, και άλλα τινά εποίουν ευσεβή, ως αν φαίνωνται τάχα ορθόδοξοι. Φασίν ουν οι Πατέρες, μη δέχεσθαι τούτους εις κοινωνίαν οιανδήτινα, μηδέ παραχωρείν τους παίδας αυτών βαπτίζεσθαι, μηδέ δούλον Χριστιανόν οπωσδήποτε κτάσθαι, αλλά φανερώς κατά την των Εβραίων θρησκείαν αυτούς πολιτεύεσθαι. Ει δε τις εξ’ αυτών από της Ιουδαϊκής θρησκείας προς την ορθόδοξον πίστιν επιστρέψει μετά καθαράς διαθέσεως, και άνευ ανάγκης, η προσποιησεως, και αποτάξεται τους Ιουδαικοίς έθνεσιν, και ολοψύχως θριαμβεύσει αυτά, και ομολογήσει τα παρά τινων κατά σκήψιν γινόμενα, και εις εμπαιγμόν αφορώντα της πίστεως των Χριστιανών, εφ’ ώ κακείνους ελεγχθήναι και διορθωθήναι, προσδέχεσθαι τούτον και τους παίδας αυτού εις κοινωνίαν, και βαπτίζειν, ασφαλιζομένους απέχειν από των Ιουδαϊκών παραδόσεων, και επιτηδευμάτων. Σημειώσαι ουν ταύτα δια τους ιερείς, τους βαπτιζοντας τους παίδας των Αγαρηνων, και ότι το δια θεραπείαν σωματικήν ζητούμενον υπό τούτων βάπτισμα απαράδεκτον εστί. Το μεν τοι μδ΄ κεφ. του α΄ τίτλου των Βασιλικών φησι· Ιουδαίος το θέλειν είναι Χριστιανός προσποιούμενος, ως αν την κατ’ αυτού κατηγορίαν, ή την από χρέους αγωγήν, παραμενών τη εκκλησία φεύγη μη πληρώσας τα χρέη, η ελευθερωθείς του εγκλήματος, μη δεχέσθω. Ζήτει και το μζ΄ κεφ. του αυτού βιβλίου και τίτλου· ΙουδαίοςΧριστιανόν αναδράποδον μη εχέτω, μηδέ κατηχούμενον παριμενέτω· μήτε άλλος αιρετικός Χριστιανόν ανδράποδον εχέτω· και το νδ΄ κεφ. Σαμαρείτης δε ουδείς Χριστιανόν οικέτην έξει, αλλ’ άμα τω κτησασθαι τούτον ευθέως εις ελευθερίαν αρπάζεσθαι· ει δε της ομοίας αυτών ο οικέτης κακοδοξίας είη, εξέστω αυτώ, την των Χριστιανών ασπαζομενω δόξαν, ευθύς και της Ρωμαϊκής απολαύειν ελευθερίας». Ερμηνεία Βαλσαμών στον πδ΄ Καρθαγένης. Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, Γ. ΡΑΛΛΗ – Μ. ΠΟΤΛΗ, τόμος B΄, σσ. 584-5. Ερμηνεία Ματθ. Βλάσταρη: «Περί δε γε του σκληροτραχήλου και απεριτμήτου τη καρδία γένους των ιουδαίων, ούτως ο της Ζ ΄. Συνόδου η΄. γινώσκει κανών. Ει γαρ τις αυτών, φησί, εξ ειλικρινούς καρδίας τα Χριστιανών έλοιτο, και ημίν εξ όλης καρδίας ομολογήσειε, θριαμβεύων όσα πράττειν τω των Εβραίων είθισται γένει, εφ ω και ετέρους ελεγχθήναι και διορθωθήναι, ούτος και προσδεχέτω, και του θείου αξιωθήτω βαπτίσματος, προς δε και οι αυτού παίδες· και ασφαλιζέσθω των Ιουδαϊκών επιτηδευμάτων αποδιΐστασθαι· ει δε μη ούτω φρονοίη, μηδέ δι’ αυτό το καλόν τον χριστιανισμόν αιροίτο, αλλ’ ή τινας βουλόμενος εκφυγείν επηρείας, ή δόξης επικαίρου και ανθρωπίνης ευδαιμονίας αλούς έρωτι, τη πίστει σκήπτοιτο προσιέναι, τον γε δη τοιούτον βαπτίζειν ουκ επιτρέπει· ει δε και ούτω γνώμης έχοντες έλαθόν τινες βαπτισάμενοι, και υποκρίνονται μεν τα Χριστιανών, κρυφά δε των Ιουδαϊκών εθών και παρατηρήσεων φωραθείεν εχόμενοι, μήτε εις Εκκλησίαν εισίτωσαν, φησί, μήτε οιασδήτινος αξιούσθωσαν κοινωνίας, μηδέ οι παίδες αυτών των θείω βαπτίσματι σημειούσθωσαν, μήτε δούλον παραχωρείσθωσαν κτάσθαι Χριστιανόν, αλλά φανερώς κατά την των Εβραίων θρησκείαν επιτρεπέσθωσαν πολιτεύεσθαι». Ματθ. Βλάσταρη, Σύνταγμα κατά Στοιχείον, Στ. Β΄, κεφ. δ΄, Περί των βαπτιζομένων εξ’ Ιουδαίων, Γ. ΡΑΛΛΗ- Μ. ΠΟΤΛΗ, σελ. 122. Η ερμηνεία του Αγ. Νικοδήμου όπως και των άλλων κανονολόγων ήταν άκρως κατατοπιστικές. Όπως διαβάσαμε ορισμένοι από τους Εβραίους προσποιούμενοι πως έχουν Χριστιανικό φρόνημα και πως θέλουν να βαπτισθούν ενέπαιζαν την Ορθόδοξη Πίστη. Ένας από αυτούς δεν άφησε αίρεση για αίρεση που να μην είχε πάει να βαπτισθεί με σκοπό να λάβει αργύρια ικανά!. Στη συνέχεια αφού ήταν βαπτισμένοι τηρούσαν τα Ιουδαϊκά έθιμα και αρνούνταν τον Χριστό μπροστά στους άλλους Εβραίους. Οι λόγοι που βαπτίζονταν οι Ιουδαίοι δεν ήταν μόνον θρησκευτικοί αλλά κυρίως Πολιτικοί, όπως είναι καταγεγραμμένο και μέσα στους Νόμους της Πολιτείας. Η παραπομπή του Αγ. Νικοδήμου στον Σωκράτη τον Εκκλησιαστικό Ιστορικό είναι από το 7ο βιβλίο του (Ιουδαίος τις απατεών Χριστιανίζειν υποκρινόμενος πολλάκις εβαπτίζετο και δια ταύτης της τέχνης χρήματα συνελέγετο. PG 67, 772D). Ο λόγος που βαπτίσθηκε ο Ιουδαίος ήταν η προσφορά δώρων εκ μέρους του αναδόχου: "Εις τον αναδεξιμαίον ο ανάδοχος κατά την ημέραν της βαπτίσεως έδιδε δώρα [... ]τα συνήθη... ήσαν φορέματα και χρήματα". Κουκουλές Φαίδων, "Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός", τόμ. Δ΄, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1948-1955, σελ. 61. Εξαιτίας αυτών των απολαβών ο Ιουδαίος αυτός το είχε κάνει επάγγελμα και γυρνούσε από αίρεση σε αίρεση βαπτιζόμενος ξανά και ξανά. Η Εκκλησία διαπιστώνοντας την υποκρισία των Ιουδαίων, θεώρησε πως αυτή η μερίδα που προσπαθεί να λάβει το βάπτισμα για όλους τους λόγους που αναφέρονται, δεν πρέπει να γίνει δεκτή. Θέσπισε δια του 8ου Κανόνα της 7ης Οικ. Συνόδου να μην γίνονται δεκτοί και να μην βαπτίζονται ούτε οι ίδιοι ούτε τα παιδιά τους. Όσοι είχαν ήδη βαπτισθεί και εκ των ύστερων είχε εξακριβωθεί πως δεν ασπάζονται τη Χριστιανική πίστη, δεν τους δέχονταν ούτε αυτούς ούτε και επέτρεπε στα παιδιά τους να βαπτισθούν, εάν πρώτα δεν είχαν αποκηρύξει μπροστά στους συμπατριώτες τους τα έθιμα των Ιουδαίων περί του Σαββάτου και των λοιπών διατάξεων. Το παιδί δεν βαπτιζόταν εξαιτίας της υποκρισίας του γονέα, επειδή ο τελευταίος ήταν ανίκανος να διδάξει την πίστη στο παιδί του. Κατά συνέπεια η Εκκλησία δεν εμπιστευόταν έναν τέτοιο γονέα να διδάξει την πίστη σ’ ένα μέλος της, έστω κι αν αυτό είναι το παιδί του που το προσέφερε ο ίδιος ο Πατέρας του για να βαπτισθεί! Εάν ίσχυε αυτό που ισχυρίζεται ο αρθρογράφος του «Πλανών Έλεγχος» ότι ο πδ΄ Κανόνας της Πενθέκτης επέβαλλε τον Νηπιοβαπτισμό (692 μ.Χ.) σε όλα τα Νήπια των Χριστιανών, τότε, δεν θα βλέπαμε έναν αιώνα αργότερα στον 8ο Κανόνα της 7ης Οικ. Συνόδου (787 μ.Χ.) την ίδια την Εκκλησία να απαγορεύει σε ορισμένους Χριστιανούς να βαπτίσουν τα Νήπιά τους. Θα βάπτιζε με το ζόρι τα παιδία τους και δεν θα τα έδιωχνε.
6. To Bάπτισμα μετά την Πενθέκτη Οικ. Σύνοδο Εάν ίσχυε το γεγονός ότι ο πδ΄ κανόνας της Πενθέκτης επέβαλλε τον Νηπιοβαπτισμό εκ μέρους της Εκκλησίας, δεν θα ρωτούσαν οι Χριστιανοί γονείς τους διακόνους της Εκκλησίας να μάθουν σε πόσο καιρό οφείλουν να βαπτίζουν το παιδί τους, εφόσον ήξεραν ότι είναι ήδη υποχρεωτικός ο Νηπιοβαπτισμός από τον πδ΄ κανόνα: «Ερώτημα: Eις πόσον καιρόν οφείλει βαπτίζεσθαι το παιδίον; Απόκρισις: Εάν νοσή, όρον ουκ έχει, αλλά παραυτίκα βαπτίζεται· ει δε υγιαίνει, εις τεσσαράκοντα ημέρας». Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, Γ. ΡΑΛΛΗ – Μ. ΠΟΤΛΗ, Περί Κανονικών Αποκρίσεων, Πέτρου Χαρτοφύλακος διακόνου της μεγάλης Εκκλησίας, εν έτει στχ΄, τόμος Ε΄, σελ. 369. Σε ένα κείμενο πολύ αργότερα από την Πενθέκτη Σύνοδο βλέπουμε πως ο Νηπιοβαπτισμός αποτελεί συνήθεια των Πατέρων. Γίνεται επίσης αναφορά ότι επικράτησε η συνήθεια περί Νηπιοβαπτισμού εντός τριετίας επειδή έτσι όρισαν οι Πατέρες. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος Γ΄ Γραμματικός (1084-1111) απαντώντας σε ερώτηση του επισκόπου Ζητουνίου: «πότε δει και δια πόσων ημερών τω θείω ταύτα (τα βρέφη) προσάγεσθαι βαπτίσματι» προσθέτει: Και φάμεν, ως επί των υγιαινόντων τριετίαν οι πατέρες ωρίσαντο ή και μικρόν το εκ ταύτης. Τα νυν δε η συνήθεια μετά την τεσσαρακοστήν της γεννήσεως ημέραν τελιούσθαι ταύτα των βαπτίσματι επεκράτησεν…». ELEUTHERIAS PAPAGIANNE – SP. TROIANOS, Die Kanonischen Antworten des Nikolaos III Grammatikos an den Bishof von Ztounion, Byz. Zeit. 82 (1989) 235- 236. O ισχυρισμός του Νικολάου Γ΄ του Γραμματικού το 1084 ότι οι πατέρες όρισαν εντός τριετίας να βαπτίζονται τα Νήπια δεν είναι εφεύρημα δικό του, αλλά απηχεί απόλυτα τη θέση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού όπου και αυτός συστήνει τριετή αναμονή: "Τι δ’ αν είποις περί των έτι νηπίων, και μήτε της ζημίας επαισθανομένων, μήτε της χάριτος; η και ταύτα βαπτίσομεν; Πάνυ γε, είπερ τις επείγοι κίνδυνος. Κρείσσον γαρ αναισθήτως αγιασθήναι, ή απελθείν ασφράγιστα και ατέλεστα. Και τούτου λόγος ημίν, η οκταήμερος περιτομή, τυπική τις ούσα σφραγίς, και αλογίστοις έτι προσαγομένη· ως δε και η των φλιών χρίσις, δια των αναισθήτων φυλάττουσα τα πρωτότοκα. Περί δε των άλλων δίδωμι γνώμην, την τριετίαν αναμείναντας, ή μικρόν εντός τούτου". Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Εις το άγιον Βάπτισμα, PG 36, 400A. Βλ. και "Νηπιοβαπτισμός", ΘΗΕ, τόμ. 9 (1966), στ. 444. Δεν περιείχε αναγκαστική εντολή εκ μέρους της Εκκλησίας ως προς τον χρόνο τελέσεως του βαπτίσματος αλλά σύστηνε παράλληλα ως ορθό χρονικό διάστημα τις 40 ημέρες αφότου γεννηθεί ή την τριετία. Αργότερα οι 40 ημέρες καθώς και η τριετία αυξήθηκαν μέχρι που φτάσαμε στη σημερινή εποχή που ο γονέας βαπτίζει το παιδί του σε όποια ηλικία κρίνει. Πέραν από τις θεολογικές προτροπές ο καθορισμός περί του πότε πρέπει ένα Χριστιανός να βαπτίζει το παιδί του, δεν ήταν πότε υποχρεωτικός.
Εν τέλει μπορούμε να πούμε πως ο Νηπιοβαπτισμός: 1. Αποτελεί σαφώς μεμαρτυρημένη πρακτική της Εκκλησίας από τον 2ο αιώνα. 2. Δεν καταδικάστηκε ποτέ ως πρακτική από Οικουμενική ή Τοπική Σύνοδο. Νηπιοβαπτισμός αναφέρεται στη Σύνοδο της Καρθαγένης στον νδ΄ Κανόνα της. Εκεί ο επίσκοπος ρωτάει στη Σύνοδο να μάθει, εάν μπορεί κάποιος άλλος επίσκοπος χωρίς την άδεια του να πάρει έναν δικό του μαθητή και να τον χειροτονήσει. Στη διήγησή του κάνει γνωστό στη Σύνοδο πως τον μαθητή του τον έχει βαπτίσει από τότε που ήταν Νήπιο: ώστε τον από νηπίας ηλικίας υπ’ εμού βαπτισθέντα, τον και δια πολλήν ένδειαν εξ αυτού παρατεθέντα μοι και επί πολλά έτη εξ εμού τραφέντα και αυξηθέντα, τον, ως είπον, εν τη εμή εκκλησία τη χειρί της εμής μετριότητος βαπτισθέντα και δεικνύμενον εν τη των Μαπαλιτών παροικία αναγνώστην γενόμενον» [8]. Η Σύνοδος της Καρθαγένης δεν εξέφρασε ουδεμία διαμαρτυρία προς την ομολογία του Επισκόπου, πράγμα που δικαιολογεί την μη αρνητική αναφορά περί του Νηπιοβαπτισμού από προγενέστερες Συνόδους. Το γεγονός αυτό δείχνει πως η πρακτική του Νηπιοβαπτισμού ήταν ήδη γνωστή, αποδεκτή και καταξιωμένη πρακτική από όλο το πλήρωμα της Καθολικής Εκκλησίας πολύ νωρίτερα από τη Σύνοδο της Καρθαγένης, ώστε να δικαιολογεί την απουσία οποιασδήποτε αντιδράσεως ή ενστάσεως εκ μέρους των συνέδρων στη σαφέστατη ομολογία του Επισκόπου ότι βάπτισε Νήπιο. Συνεπώς, ο Νηπιοβαπτισμός πολύ νωρίτερα από την εποχή του Ιουστινιανού ήταν ήδη εφαρμόσιμη κατά κόρον πρακτική από την Εκκλησία. 3. Η πρακτική του Νηπιοβαπτισμού απασχόλησε αρνητικά μόνον τις προτεσταντικές «Εκκλησίες». 4. Yπήρχε παράλληλα ως πρακτική μαζί με το βάπτισμα των Ενηλίκων. Σχετικός προς το θέμα αυτό της εκμαθήσεως δηλαδή της ορθής διδασκαλίας της Εκκλησίας από τους υποψηφίους προς το βάπτισμα «κατηχουμένους» είναι ο oη΄ κανών της Πενθέκτης. Σύνταγμα, Τόμος Β΄, σελ. 485. Συμφώνως προς τον κανόνα «... δει τους φωτιζόμενους την πίστιν εκμανθάνειν και τη πέμπτη της εβδομάδος απαγγέλλειν τω επισκόπω, ή τοις πρεσβυτέροις». Ο κανών αυτός επαναλαμβάνει αυτούσιο και απαράλλακτο τον μστ΄ κανόνα της εν Λαοδικεία Συνόδου. Σύνταγμα, Τόμος Γ΄, σελ. 314. Εκ της διατυπώσεως του κανόνος καθίσταται προφανές ότι κατά την εποχή συγκλήσεως της Πενθέκτης υπήρχαν τρεις τάξεις κατηχουμένων, η των ακροωμένων, η των κυρίως κατηχουμένων και η των φωτιζόμενων, για την οποία ομιλεί ο κανών. Οι τάξεις αυτές ήδη από τον 4ο μ.Χ. αιώνα είχαν θεσμοθετηθεί και διαμορφωθεί πλήρως. Αποσκοπούσαν στην τελεία προετοιμασία του υποψηφίου προς το βάπτισμα, το όποιο ετελείτο τη νύκτα του Μ. Σαββάτου. Οι ακροώμενοι παρακολουθούσαν το πρώτο στάδιο της κατηχήσεως, ήταν απλώς ακροατές των περικοπών της Αγ. Γραφής και του κηρύγματος, χωρίς καμία ευθύνη έναντι της Εκκλησίας ως προς την εφαρμογή της χριστιανικής διδασκαλίας στην προσωπική τους ζωή και χωρίς υποχρέωση να προσέλθουν στο βάπτισμα. Οι κατηχούμενοι ήταν αυτοί που επισήμως εξεδήλωναν την επιθυμία τους να ενταχθούν στην Εκκλησία, ως μέλη της. Παρακολουθούσαν κατηχήσεις εισαγωγικές στη διδασκαλία του χριστιανισμού. Εξ’ αυτών απαιτείτο η τήρηση των χριστιανικών διδασκαλιών και η εφαρμογή στην προσωπική τους ζωή. Η τάξη των φωτιζόμενων, την όποια μνημονεύει ο οη΄ κανών της Πενθέκτης ήταν αυτή η οποία συνεκροτείτο μετά τη δευτέρα εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής ή και τη Δ΄ εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής και περιελάμβανε τους επιλεγέντες. ως αξίους, και αποσκοπούσε στην προετοιμασία και προπαρασκευή τους για το βάπτισμα, κατά το Πάσχα. 5. Δεν είχε ανάγκη να θεσπίσει η Εκκλησία τον υποχρεωτικό Νηπιοβαπτισμό και μάλιστα τόσο αργά, τον 7ο αιώνα, διότι οι πρώιμες προτροπές των Πατέρων της Εκκλησίας του 2ου, 3ου, και 4ου αιώνα περί τριών ετών ή σαράντα ημερών αναμονής για το βάπτισμα, τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια από τους πιστούς και είναι αυτές που συνέβαλλαν ώστε να επικρατήσει τελικά ο Νηπιοβαπτισμός. Και μόνον το κύρος των Καππαδοκών Πατέρων ήταν αρκετό ώστε μία παραίνεση τους, μία σύσταση τους προ το ποίμνιο τους για βάπτισμα στη Νηπιακή ηλικία, να εξελιχθεί σιγά - σιγά σε έθιμο ο Νηπιοβαπτισμός.
Σημειώσεις: [1]. Για να καταλάβουμε αμέσως και χωρίς περιστροφές πού βασίσθηκαν οι Πατέρες της Πενθέκτης Συνόδου για τη θέσπιση του πδ΄ Κανόνα (στην Εκκλησιατική Νομοθεσία ή στην Πολιτειακή;) καθώς και τι εννοούν με την εναρκτήρια φράση: «Τοις κανονικοίς των Πατέρων θεσμοίς κατακολουθούντες, ορίζομεν και περί των νηπίων…», είναι αρκετό να συγκρίνουμε τους δυo κανόνες ως προς την ομοιότητα των λέξεων. Στο συγκριτικό πίνακα που ακολουθεί, οι όμοιες λέξεις που σημειώνονται με κόκκινο δείχνουν πως ολόκληρος ο πδ΄ Πενθέκτης περιλαμβάνεται μέσα στον οβ΄ Καρθαγένης. Η μόνη πρόταση που έχει ο πδ΄ κανόνας και που δεν αποτελεί δάνειο από τον παλαιότερο του οβ΄, είναι αυτή που ομολογούν εγγράφως οι Πατέρες της Πενθέκτης ότι ακολούθησαν τους προγενέστερους θεσμούς των Πατέρων της Καρθαγένης στη σύνταξη του κανόνα πδ΄. Άρα, στην ουσία τίποτα καινούργιο δεν νομοθέτησαν οι Πατέρες της Πενθέκτης, αφού απλά επανέλαβαν-αντέγραψαν ότι είχαν πει ήδη οι προγενέστεροί τους στην Καρθαγένη, προσθέτοντας μόνο την εναρκτήρια φράση πως ακολουθούν τους ήδη υπάρχοντες θεσμούς των Πατέρων της Καρθαγένης. Συνεπώς, η αιτίαση των Προτεσταντών ότι νομοθετήθηκε ο Νηπιοβαπτισμός με τον πδ΄ Πενθέκτης πέφτει στο κενό αφού ο πδ΄, όχι μόνον δεν νομοθέτησε τίποτα καινούργιο ως προς το βάπτισμα, αλλά δεν στηρίχθηκε καν στην Πολιτειακή Νομοθεσία όπως φαίνεται παρακάτω!. Στηρίχθηκε εξ’ όλοκλήρου στην Εκκλησιαστική προϋπάρχουσα Νομοθεσία της Συνόδου της Καρθαγένης.
Την ίδια παρατήρηση περί ομοιότητας αναφέρουν και ο Ζωναράς: «Τούτον τον κανόνα άνευ ολίγων τινών ρημάτων, και η εν Τρούλλω σύνοδος, η λεγομένη έκτη, έχει απαραλλάκτως εκεί, και εξηγήθη εκεί» και ο Βαλσαμών: «Ανάγνωθι της εν Τρούλλω συνόδου κανόνα πδ΄ και ευρήσεις την του παρόντος κανόνος ερμηνείαν απαραλλάκτως εκεί, καθώς και τα ρήματα του κανόνος». Σύνταγμα, Τόμος Γ΄, σελ. 488. [2]. Πώς ορίζει τη λέξη «Έλληνας» το Νομικό κείμενο των Βασιλικών στο σημείο που το εξετάζουμε, ως προς το θρήσκευμα ή ως προς το Έθνος; Το κείμενο των Βασιλικών είναι στα Ελληνικά και στα Λατινικά. Κάθε σελίδα χωρίζεται σε δυο μέρη. Στη δεξιά στήλη είναι τα Λατινικά και στην αριστερή είναι τα Ελληνικά, όπως ακριβώς στην Αγία Γραφή έχουμε κείμενο στο αριστερό μέρος μετάφραση στο αριστερό μέρος. Διαβάζουμε στις σελίδες 15 και 16 των Βασιλικών όπου εμπεριέχεται το 20 κεφ. που μιλάει για υποχρεωτικό Νηπιοβαπτισμό.
Αυτό μας δείχνει ότι οι Έλληνες ονομάζονται μεν ως Έλληνες έχουν δε τη σημασία του Ειδωλολάτρη στο κείμενο των Νόμων γιατί αναφέρεται στο θρήσκευμά και όχι στην Εθνολογική τους υπόσταση. Η Λατινική στήλη δίνει τη φράση «Παγανιστής» και τα συναφή της όπου αντίστοιχα αναφέρει το Ελληνικό κείμενο τη λέξη «Έλληνας». Περισσότερα για τη στάση των Πατέρων έναντι των Ελλήνων δες εδώ http://thematorthodoxtheolog.blogspot.com/search/label/%CE%88%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B1%CF%82 [3]. a) Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες περιπτώσεις όπως η ληστρική Σύνοδος όπου ένας ευνούχος σε συνεργασία με έναν Αρχιμανδρίτη κατόρθωσαν να ακυρώσουν για λίγο Οικουμενικές αποφάσεις. Και σ’ αυτή την περίπτωση μπορούμε να μιλάμε για πρόσκαιρη κατάσταση. b) Η ευνοϊκή στάση απέναντι στην Εκκλησία δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο των προσωπικών αντιλήψεων και των θρησκευτικών πεποιθήσεων των πρώτων, ιδίως, αυτοκρατόρων, αλλά και της διαπιστώσεως ότι η νέα πίστη είχε τη δυνατότητα να εξελιχθεί, παράλληλα προς την κρατική δομή, σε ένα από τα βασικά στοιχεία συνοχής του πληθυσμού της αυτοκρατορίας, της οποίας η εθνική ανομοιογένεια αποτελούσε μόνιμο κίνδυνο. Αλλά το στοιχείο αυτό λειτουργεί ως παράγοντος συνοχής μόνον αν υπάρχει δογματική ενότητα, αλλιώς πολλαπλασιάζει την ένταση και των αφανών ακόμα διασπαστικών τάσεων. Γι’ αυτόν τον λόγο το ζωηρό ενδιαφέρον πολλών αυτοκρατόρων για τα δογματικά ζητήματα της Εκκλησίας δεν είχε ως αφετηρία - με σπάνιες ίσως εξαιρέσεις- τις προσωπικές θεολογικές απόψεις κάθε μονάρχη αλλά, ιδίως την πρώιμη περίοδο, την αγωνία για τη διατήρηση και ενίσχυση της κρατικής ενότητας, πράγμα που δικαιολογεί και ορισμένες απόλυτες διατυπώσεις (όπως λ.χ. τη ρήση του Κωνσταντίου [337-361] «όπερ εγώ βούλομαι, τούτο κανών νομιζέσθω») στις οποίες μερικοί συγγραφείς έδωσαν με αρκετή δόση υπερβολής τόση σημασία, ώστε να τις αναγάγουν σε βασικές αρχές ρυθμίσεως των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας. Με αυτά τα δεδομένα αποτέλεσε η Εκκλησία από πολύ ενωρίς μέρος της έννοιας του «κράτους» (όπως κι αν εκληφθεί ο όρος αυτός) και, επομένως, θεσμό «κρατικό»! Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη συνεχή αύξηση του ενδιαφέροντος της Πολιτείας για τα οργανωτικά θέματα της Εκκλησίας και την ολοένα σε μεγαλύτερη έκταση παρατηρούμενη επέμβαση με τη νομοθεσία στα θέματα αυτά. Οι επεμβάσεις αυτές, όταν δεν είχαν προκληθεί από την ίδια την Εκκλησία, γίνονταν με την ανοχή της, αρκεί να μην ξεπερνούσαν ένα απαράβατο όριο: τον σεβασμό της ορθόδοξης δογματικής διδασκαλίας της. Σπ. Τρωϊάνος – Γ. Πουλής, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 2003. [4]. Ο Βαλσαμών αποφαίνεται ότι οι Ιεροί Κανόνες έχουν μεγαλύτερος κύρος από τους Νόμους, και πως σε ενδεχόμενη διαφωνία των Νόμων με τους Κανόνες πρέπει να τηρούνται οι τελευταίοι. Αυτό το σημειώνει ο Βάλσαμων μόνον όταν ο Πολιτειακός Νομοθέτης έρχεται σε αντίθεση με τους Ιερούς Κανόνες και την Αγ. Γραφή. Στα υπόλοιπα ζητήματα αναγνωρίζει πως οι Χριστιανοί πρέπει να σέβονται την Πολιτειακή Νομοθεσία: «Oι γουν αυχούντες βίον ορθόδοξον, καν εξ’ Ανατολών ώσι, καν εξ’ Αλεξανδρέων, καν ετέρωθεν, Ρωμαίοι λέγονται και κατά νόμους αναγκάζονται πολιτεύεσθαι». Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, Γ. ΡΑΛΛΗ – Μ. ΠΟΤΛΗ, Τόμος Δ΄, σελ. 451. [5]. «ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ. Κείμενον. Η ι΄. διάταξις του η΄. τίτλου του α΄. βιβλίου του κώδικος παρακελεύεται τους Έλληνας μικρούς μεν όντας χωρίς αναβολής βαπτίζεσθαι, τους δε τελείους πρότερον τας γραφάς κατά τους αγίους κανόνας διδασκομένους. Και ίστεον ότι ουχ ευρίσκομεν κανόνα τι τοιούτο διδάσκοντα. Η δε γ ΄. διάταξις του γ΄ . τιτλ. των νεαρών, β ΄. ούσα περί Σαμαρειτών, κειμένη δε εν τω ρητώ των εν πατριαρχείω βιβλίων βιβλ. ρλγ . θεσπίζει μη προχείρως τους Σαμαρείτας επί το άγιον εισδέχεσθαι βάπτισμα, αλλά τους μεν χρηστής διδασκαλίας αισθανομένους επί διετίαν κατηχείσθαι, και ούτω βαπτίζεσθαι, τους δε νέους πάνυ, και διδασκαλίας ου συνιέντας, και χωρίς της παρατηρήσεως ταύτης, αξιούσθαι του αγίου βαπτίσματος. Φωτίου, Νομοκάνων εις ιδ΄ τίτλους, Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, Γ. ΡΑΛΛΗ – Μ. ΠΟΤΛΗ, Τόμος Α΄, σσ. 121-2. Στο Βυζαντιο προς διευκόλυνση αυτών που ασκούσαν την Εκκλησιαστική Διοίκηση και λόγω της μεγάλης σπουδαιότητας των Κανόνων, αλλά και των σχετικών Πολιτικών Νόμων για τα εκκλησιαστικά πράγματα, προέκυψε η ανάγκη να συνενωθούν σε μια συλλογή Κανόνες της Εκκλησίας και Νόμοι της Πολιτείας. Οι μικτές αυτές συλλογές ονομάσθηκαν Νομοκάνονες. Τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα από αυτές απέκτησε ο Νομοκάνων εις ιδ΄ τίτλους αποδιδόμενος στον Πατριάρχη Φώτιο και γι’ αυτό ονομάζεται Νομοκάνων του Φωτίου. Πολλές από τις Νεαρές του Ιουστινιανού εντάχθηκαν στον Νομοκάνονα του Φωτίου. Ο Νομοκάνων συντάχθηκε κατά τον 7ο αιώνα και η δεύτερη έκδοσή του έγινε το 833. [6]. Η διάταξη αυτή ουδεμία επίδραση είχε στους Χριστιανούς οι οποίοι βάπτιζαν τα Νήπια τους πολύ πιο πριν τους Νόμους. Πιο κάτω φαίνονται ορισμένα από τα κοινά σημεία του Ιουστινιάνειου Κώδικα με τις Διατάξεις των Βασιλικών.
[7]. Εφόσον τα Νομικά κείμενα αλλά και οι Ιεροί κανόνες ως Έλληνα εννοούν τον Παγανιστή δηλαδή τον Ειδωλολάτρη. Έτσι κι εμείς στο άρθρο μας, όπου αναφέρουμε τη λέξη Έλληνας εννοούμε τον Παγανιστή με την θρησκευτική σημασία του όρου, όπως αυτή αποδίδεται μέσα στα κείμενα. Είναι τραγελαφικό και συγχρόνως θλιβερό το φαινόμενο των Νεοπαγανιστών που συμπυκνώνουν μέσα στη λέξη Έλληνας τη θρησκευτική σημασία του ορού μαζί με την Εθνική. Έλληνας και ειδωλολάτρης δεν πηγαίνουν μαζί διότι όλοι οι Έλληνες δεν ήταν και Ειδωλολάτρες μαζί όπως νομίζουν οι Αρχαιόπληκτοι. Οι μεγάλοι φιλόσοφοι της Αρχαιότητας ήταν Έλληνες με την έννοια του Έθνους αλλά δεν ήταν Έλληνες με την θρησκευτική έννοια (δεν ήταν ειδωλολάτρες). Οι μεγάλοι Φιλόσοφοι ήταν Μονοθειστές και δεν πίστευαν στο Δωδεκάθεο. Όσοι δεν πίστευαν στο Δωδεκάθεο θεωρούνταν άθεοι και ασεβείς. Εισήγηση Ευαγ. Θεοδώρου στη Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 11, «Θεός, Κόσμος και Άνθρωπος στην Ελληνικήν Φιλοσοφίαν και τον Χριστιανισμόν», σελ. 41-44: «Οι επιφανείς έλληνες φιλόσοφοι εξωτερίκευαν συχνά μονοθεϊστικήν πίστιν ή διαίσθησιν ή νοσταλγίαν. Κατά κανόνα απέφευγαν την σύγκρουσιν κατά μέτωπον προς την γνωστήν ήδη στους Όμηρον και Ήσίοδον λαϊκήν πολυθεϊστικών θρησκείαν του Δωδεκαθέου, συχνά εκ φόβου μήπως υποστούν εξορίαν ή θανάτωσιν με απόφασιν είδους οργανωμένης ιεράς εξετάσεως της Πολιτείας εναντίον των «άθεων» ή «άσεβων». Και στην «δημοκρατίαν» των Αθηναίων δεν είναι άγνωστα σχετικά παραδείγματα: Ο Σωκράτης καταδικάσθηκε ως αρνητής των καθιερωμένων θεών και επικίνδυνος για τους νέους. Ο Αναξαγόρας οδηγήθηκε ως άθεος στην φυλακήν, εκ της οποίας δραπέτευσε. Ο Πρωταγόρας και ο Διαγόρας ο Μιλήσιος αυτοεξορίσθηκαν. Ο Αριστοτέλης, για να αποφύγη θανατικήν καταδίκην, κατέφυγε στην Χαλκίδα. Ο Αλκιβιάδης ανεκλήθη από πλοίον, με το οποίον ταξίδευε στην Σικελίαν, δια να δικασθή με την κατηγορίαν, ότι διέπραξεν αδικήματα προσβολής της ιερότητος των Ελευσίνιων μυστηρίων. Κάνει εντύπωσιν, ότι αυτοί οι «Νόμοι» του Πλάτωνος, που είναι έργον της ωριμότητας του, επέβαλλαν έγκλεισιν των άθεων στο δεσμωτήριον και εν συνεχεία θανατικήν καταδίκην εις περίπτωσιν αμετανοησίας των μετά τις προς αυτούς νουθεσίες εκ μέρους μελών του Ανωτάτου Συμβουλίου της Πολιτείας, που επισκέπτονταν τους φυλακισμένους για να τους σωφρονίσουν. Οι ιεροεξεταστικές κυρώσεις εναντίον «άθεων» ή «ασεβών» διατηρήθηκαν έως τα χρόνια του «σοφιστικού διαφωτισμού» και του ελληνιστικού συγκρητισμού. Πλάτωνος, Νόμοι (ή Περί νομοθεσίας), τομ. 5, Βιβλία ένατο-δέκατο, στη σειρά «Αρχαία Ελληνική Γραμματεία» (εκδ. «Κάκτου», αρ. 36): Εισαγωγή-Κείμενον-Μετάφραση-Σχόλια. Εκτός των άλλων, στο δέκατο Βιβλίο λέγονται τα έξης (σε νεοελληνικήν μετάφρασιν και με εντός παρενθέσεως επισήμανσιν χαρακτηριστικών φράσεων του πρωτοτύπου κειμένου): «Θα εφαρμόζεται ο εξής νόμος σχετικά με την ασέβεια: Όποιος αντιληφθεί λόγια ή πράξεις ασεβείας, πρέπει να αντιδράσει αμέσως καταγγέλλοντας στους άρχοντες τον ένοχο, οι οποίοι θα τον οδηγήσουν στο αρμόδιο για τέτοιες υποθέσεις δικαστήριο. Αν ο άρχοντας που θα πληροφορηθεί το γεγονός δεν εκτελέσει το καθήκον του, θα διώκεται ο ίδιος για ασέβεια από οποιονδήποτε πολίτη, που θέλει να υπερασπιστεί τους νόμους. Αν κάποιος καταδικαστεί, το δικαστήριο θα ορίσει διαφορετική ποινή για κάθε αδίκημα, επιβάλλοντας φυλάκιση για όλες τις περιπτώσεις». Για τους επικίνδυνους άθεους επιβάλλεται είτε αμέσως θάνατος. Στη δεύτερη περίπτωση «ο δικαστής πρέπει να τον κλείσει στο σωφρονιστήριο για πέντε χρόνια τουλάχιστον σύμφωνα με τον νόμο (εις το σωφρονιστήριον ο δικαστής τιθέμενος νόμω τιθέσθω μηδέν έλαττον ετών πέντε)... ». Στο διάστημα αυτό δεν πρέπει να έρχεται σε επαφή μαζί τους κανένας πολίτης εκτός από τα μέλη του νυκτερινού συμβουλίου (του νυκτερινού συλλόγου), που θα τους επισκέπτωνται και θα τους συμβουλεύουν να σώσουν την ψυχή τους (έτη νοθετήσει τε και τη της ψυχής σωτηρία ομιλούντες). Όταν τελειώσει ο χρόνος της ποινής τους θα βγαίνουν από τη φυλακή και όποιοι δείχνουν ότι συνετίστηκαν θα ζουν μαζί με τους άλλους πολίτες. Αν όμως κάποιος εξακολουθεί να είναι αμετανόητος, ή ποινή θα είναι θάνατος, όταν καταδικασθεί ξανά για το ίδιο αδίκημα (οφείλη δ’ αύθις την τοιαύτην δίκην, θανάτω ζημιούσθω) ». Όποιος ανήκει στην κατηγορίαν των «θηριωδών» άθεων ή άσεβων «θα καταδικάζεται από το δικαστήριο σύμφωνα με τον νόμο να κλειστεί στη φυλακή, που βρίσκεται στο κέντρο της χώρας. Εκεί δεν θα τον πλησιάζει κανένας ελεύθερος πολίτης. Θα πηγαίνουν μόνον οι δούλοι, τους οποίους έχουν ορίσει οι νομοφύλακες για να του δώσουν το φαγητό του. Όταν πεθάνει θα πετάξουν το πτώμα του άταφο έξω από τα σύνορα της πόλης. Αν κανείς βοηθήσει να τον θάψουν, τότε όποιος θέλει έχει το δικαίωμα να τον καταγγείλει για ασέβεια» (§§908α-908c: σσ. 179-185)... Περισσότερα σχετικώς υπό την κριτικήν οπτικήν γωνίαν και σχετικές συζητήσεις πάνω στις ιεροεξεταστικές διατάξεις τών «Νόμων» βλ. στα εξής: W. Knoch, Die Strafbestimmungen in Platons «Nomoi», Wiesbaden 1960. J. Pangle, The «Laws» of Plato, Translation with notes and an interpretative essay, New York 1980. F. Solmsen, Plato’ s Theology, Ithaka 1942. T. L. Thomson, Plato: Totalitarium or Democrat? Englewood Cliffs, 1963, K. R. Popper, Die offene Gesellschaft und ihre Feinde. Τόμ. 1: Der Zauber Platons, Tubingen 6, 1980. ». [8]. Ολόκληρο το κείμενο του Κανόνα έχει ως εξής: "Κανών νδ΄ Καρθαγένης: Περί του, αλλοτρίους κληρικούς μηδαμώς παρ’ ετέρων υποδέχεσθαι επισκόπων. Επιγόνιος επίσκοπος είπεν· Εν πολλαίς συνόδοις τούτο ορισθέν, και νυν έτι μην εκ της υμετέρας εβεβαιώθη συνέσεως, μακαριώτατοι αδελφοί, ώστε μηδένα επίσκοπον ιδιοποιείσθαι αλλότριον κληρικόν. παρά την κρίσιν του προτέρου αυτού επισκόπου. Αναφέρω δε Ιουλιανόν αχαρίστως ενεχθέντα περί τας δια της εμής βραχύτητος εις αυτόν σωρευθείσας τοσαύτας του Θεού ευεργεσίας, και ούτω προπετώς και τολμηρώς διαγενόμενον, ώστε τον από νηπίας ηλικίας υπ’ εμού βαπτισθέντα, τον και δια πολλήν ένδειαν εξ αυτού παρατεθέντα μοι και επί πολλά έτη εξ εμού τραφέντα και αυξηθέντα, τον, ως είπον, εν τη εμή εκκλησία τη χειρί της εμής μετριότητος βαπτισθέντα και δεικνύμενον εν τη των Μαπαλιτών παροικία αναγνώστην γενόμενον, και επί δύο έτη εκείσε αναγινώσκοντα, τούτον, ουκ οίδα ποία καταφρονήσει της εμής μετριότητος, αφαρπάσαι τον αυτόν Ιουλιανόν, και λέγειν πολίτην του διαφέροντος αυτώ Βαζαριτανού τόπου, και παρά την εμήν γνώμην τούτο κατακεχρήσθαι· και γαρ και διάκονον τούτον εχειροτόνησε. Τούτο, ει έξεστι, γνωσθή ημίν η τοιαύτη άδεια, μακαριώτατοι αδελφοί, ει δε μη γε, το ούτως αναιδές κωλυθή, ίνα μη ο λεχθείς Ιουλιανός επικοινωνή αλλοτρίοις. Νουμίδιος επίσκοπος είπεν· Εάν μη ερωτηθείσης, μηδέ αιτηθείσης της σης αξίας, φανείη τούτο πράξας Ιουλιανός, κρίνομεν πάντες αδίκως γινόμενον και μη αξίως. Διο ει μη ο αυτός Ιουλιανός διορθώσηται την οικείαν πλάνην και μετ’ αποθεραπεύσεως τω υμετέρω λαώ τον αυτόν αποκαταστήση κληρικόν, ον ετόλμησε χειροτονήσαι κατά των ορισθέντωντη συνόδω πράττων και χωρισθείς αφ’ ημών, της οικείας μονοτονίας απενέγκοι την κρίσιν. Επιγόνιος επίσκοπος είπεν· Ο κατά την κείραν πατήρ και αυτή τη προκοπή αρχαιότατος και επαινετός ανήρ, ο αδελφός και συλλειτουργός ημών Βίκτωρ, την αίτησιν ταύτην γενικήν βούλεται επί πάσιν εκτελεσθήναι". |
Δημιουργία αρχείου: 25-1-2012.
Τελευταία ενημέρωση: 23-4-2012.