Αιωνιότητα και Χρόνος στην Ορθόδοξη παράδοση * Το αΐδιο θείο θέλημα και προορισμός * Η κτίση εκ του μηδενός, η αρχή και το τέλος της * Από τα κτιστά ρήματα στα άρρητα ρήματα * Η σύνθετη ιστορία τής χρήσης τού ημερολογίου από την Εκκλησία * Χρόνος και αιώνες στη φιλοσοφία, και μέτρο σχέσης στη Θεολογία * Χρόνος και αιωνιότητα: Η περίπτωση του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού
Θεολογική θεώρηση τού χρόνου
Ο Χριστός καινοτομεί τον χρόνο Τού σεβ. Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κ. Μάρκου
Αναδημοσίευση από: http://www.imchiou.gr |
Στη χαρά τών εορτών τών Χριστουγέννων και τού νέου έτους, η εμπειρία τής Εκκλησίας μας ψηλαφεί την παρέμβαση τού άχρονου Θεού στην δική μας μετρούμενη ροή και διαδοχή τού χρόνου, η οποία είναι συνυφασμένη με την φθορά και την ματαιότητα. Ο Χριστός έρχεται να ανακαινίσει την διάσταση τού χρόνου, ελευθερώνοντάς την από την περατότητα και την φθοροποιό φορά. Με την ενανθρώπηση τού Κυρίου μας, ο χρόνος φθάνει στο «πλήρωμά» του, αποκτώντας μίαν εντελώς νέα προοπτική. Στο πρόσωπο τού Χριστού, παύει να αποτελεί πια εμπόδιο, το οποίο οριοθετεί τον άνθρωπο και τον κόσμο ως προς τον Θεό. Η ενσάρκωση τού Υιού και Λόγου τού Θεού πραγματοποιείται εν χρόνω και ο «αεί Ων» ενοικεί στο «νυν». «Αιώνια» ζωή δεν είναι, υπ’ αυτήν την έννοια και με συμβατικούς όρους, η χρονικά ατελεύτητη, αλλά η «πλήρωση» τού μετρητού χρόνου με την βίωσή του ως διαρκούς και αδιάστατου παρόντος κοινωνίας με τον Θεό. Ο χρόνος, τον οποίο βιώνουμε, ως δημιούργημα τού Θεού, έχει αρχή, δηλαδή αιτιώδη έναρξη, και δεν είναι «άναρχος». Επίσης είναι πεπερασμένος και έχει όρια, δεν είναι ούτε άπειρος ούτε αιώνιος («ουκ αΐδιος»). Ο χρόνος ξεκινά με τη Δημιουργία και πορεύεται μαζί με τον άνθρωπο και ολόκληρη την κτίση σε ένα σκοπό, στη «συντέλεια τών αιώνων», δηλαδή στην ολοκλήρωσή τους στην Βασιλεία τού Θεού. Αυτή η καινή κτίση, που αποτελεί την προσμονή τών πιστών και είναι ετοιμασμένη «από καταβολής κόσμου» (Ματθ. 25, 34), βρίσκεται ήδη παρούσα «εν μυστηρίω» στην Εκκλησία. Δεν είναι σωστό να την νιώθουμε απομακρυσμένη σ’ ένα απροσδιόριστο τέλος τού κόσμου, γιατί έτσι η πίστη μας και η προσδοκία της «ζωής τού μέλλοντος αιώνος» ατονούν και δεν νιώθουμε την πληρότητα τών λέξεων «Ελθέτω η βασιλεία Σου». Όσον αφορά στην φύση τού χρόνου, οι φωτισμένοι Πατέρες τής Εκκλησίας μας προηγήθηκαν κατά αιώνες τής σύγχρονης επιστήμης, όταν δίδασκαν ότι ο χώρος και ο χρόνος είναι άρρηκτα συμφυείς, συνιστώντας μίαν ενιαία πραγματικότητα. Ο Μέγας Βασίλειος σημειώνει ότι ο χρόνος είναι «το συμπαρεκτεινόμενον τη συστάσει τού κόσμου διάστημα» (Κατά Ευνομίου, PG 29, στ. 560): Δεν θα μπορούσε να βρει κανείς τελειότερη διατύπωση για την διαστολή τού κοσμικού χωροχρόνου, σύμφωνα με τις πιστοποιήσεις τής σύγχρονης φυσικής. Αντιστοίχως, ο εκκλησιαστικός χρόνος δεν βιώνεται εκτός τού τόπου και τού χρόνου που ζούμε. Η Εκκλησία, στην επίγεια διάστασή της, αποδέχεται και αγκαλιάζει τη ροή τού χρόνου, παρά τη φθαρτότητα και τη συμβατικότητα, οι οποίες την συνοδεύουν. Έτσι ακολουθεί, στην ετήσια κυκλική οργάνωση τής λειτουργικής ζωής, τα χρονικά μέτρα, τα οποία ορίζονται με βάση τα αστρονομικά στοιχεία και άλλες ανθρωποκεντρικές ημερολογιακές συμβάσεις. Όμως, ταυτοχρόνως υπερβαίνει αυτή την κατάτμηση τού χρόνου, όπως και την διάκρισή του σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Στην Εκκλησία μας οι ημέρες συναντούν τα ιερά γεγονότα, καθιστώντας δυνατή την μέθεξη τού ανθρώπου σε αυτά. Με αυτό τον τρόπο, το παρελθόν γίνεται συγχρόνως εορταστικό, αλλά και συμμετοχικό παρόν, γεγονός που δηλώνεται με την διαρκή υμνολογική χρήση τού ενεστωτικού «Σήμερον» στις λειτουργικές συναθροίσεις (όπως, «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει», «Σήμερον ο Δεσπότης τέμνεται την σάρκα ως βρέφος, πληρών τον Νόμον», «Σήμερον ο Δεσπότης σαρκί περιετμήθη, και Ιησούς εκλήθη», «Σήμερον ο Δεσπότης το βάπτισμα λαμβάνει»). Ο Θεός γίνεται σημείο αναφοράς τού ανθρώπου σε κάθε ώρα, ημέρα και εορτή, ώστε κάθε στιγμή τού χρόνου μας να είναι γεμάτη με το πλήρωμα τής ζωής και ο χρόνος «τού παρόντος βίου» να γίνεται «ενιαυτός Κυρίου δεκτός». Στην Εκκλησία και την Θεολογία μας ο χρόνος αυτός δεν είναι κάτι τελείως διακριτό από εκείνον τής Βασιλείας τών Ουρανών, αλλά περικλείει την προτύπωση και την πρόγευσή του. Με τον Χριστό η Βασιλεία τού Θεού αρχίζει εντός τής ιστορίας και το έσχατον προσφέρεται στο παρόν, με την προοπτική τής «αιωνιότητος». Αυτό φανερώνει και η δοξολογική αναφορά με την οποία αρχίζει κάθε Θεία Λειτουργία: «Ευλογημένη η Βασιλεία τού Πατρός και τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος νυν και αεί και εις τους αιώνας τών αιώνων». Το χρονικό κορυφώνεται στο αιώνιο ήδη εδώ και τώρα, με την Εκκλησία μας να γίνεται ο μαζί με εμάς και «όλω τω κόσμω συμπαρεκτεινόμενος» Χριστός στον χρόνο και την ιστορία. Ο χρόνος, που έλαβε την αρχή από τον Δημιουργό Υιό και Λόγο τού Θεού, αγιάζεται, και βρίσκει το τέλος και το πλήρωμά του στον ίδιο ως σαρκωθέντα Χριστό, τον «Εμμανουήλ» «Θεόν μεθ’ ημών» και «πάλιν ερχόμενον». Στο Πρόσωπό Του, ο «παλαιός τών ημερών» γίνεται «νέος τών εσχάτων χρόνων», και ο προαιώνιος και υπεράχρονος Θεός Λόγος, απαρχή τής καινής κτίσεως. Στην λατρεία τής Εκκλησίας μας, οι χρονικές συναρτήσεις, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, χωρίς να καταλύονται, συναιρούνται σε διαρκές παρόν τής σωτηρίας. Η πίστη τού παρελθόντος και η ελπίδα τού μέλλοντος συνδέονται και βιώνονται με την αγάπη στο παρόν. Η Θεία Λειτουργία είναι ο άχρονος χρόνος τής πίστεως, τής ελπίδας και τής αγάπης εν Χριστώ. Αν ο επίγειος χρόνος γίνεται παλαιός, γερνά και φθείρει, η βαθύτερη υπόσταση τού ανθρώπου μένει ανεπηρέαστη κατά την δυναμική ανταπόκρισης στην σχέση του με τον Θεό. Γιατί «αν ο εξωτερικός σ’ εμάς άνθρωπος φθείρεται, ο εσωτερικός ανανεώνεται ημέρα με την ημέρα» (αλλ’ ει και ο έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, αλλ' ο έσω ημών ανακαινούται ημέρα και ημέρα»), μάς διδάσκει ο Απόστολος Παύλος (Κορ. Β΄, 4, 16). Με την ενσάρκωσή Του ο Κύριός μας καινοτομεί τον χρόνο, για να χορηγήσει «ζωήν την άχρονον τοις εν γη και λήξιν αιώνιον και δόξαν την ακήρατον». |
Δημιουργία αρχείου: 17-1-2017.
Τελευταία ενημέρωση: 6-12-2023.