Περί του σώματος ως σκήνους της ψυχής // Ο Άδης και οι κακοδοξίες γι' αυτόν Μέρος 1ο // Τα ζεύγη: Ψυχή-Σώμα και Σάρκα-Πνεύμα // Το σφάλμα του "Τριμερούς" του ανθρώπου
Μέρος
3ο Ο Άδης και οι κακοδοξίες γύρω από αυτή την έννοια Προσθήκη κι όχι εξαφάνιση Μιχάλης Μαυροφοράκης |
|
Ομιλία Νο 40. (ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ // ΕΠΟΜΕΝΗ)
(Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 9-10-1992).
Ακούστε την από την ΟΟΔΕ και σε ηχητικό αρχείο MP3
Στη σημερινή εκπομπή θα μας απασχολήσει και πάλι το ζήτημα του Άδου. Και πιο συγκεκριμένα η αντιπαράθεση των διαφόρων κακοδοξιών που κυκλοφορούν ανάμεσα στις διάφορες χριστιανικές ομολογίες, με τη Βιβλική και Εκκλησιαστική θέση, που διατηρείται μέσα στην Ορθόδοξη παράδοση.
1. Οι κακοδοξίες τών θνητοψυχιτών περί ψυχής και Άδη Ενώ σε προηγούμενες εκπομπές είχαμε επικεντρώσει το ενδιαφέρον μας κυρίως στην παρουσίαση των διαφόρων ερμηνευτικών κακοδοξιών περί Άδου, και στην εκ των έσω αναίρεσή τους, σήμερα θα προσπαθήσουμε με τη βοήθεια του Θεού, και όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις μας, να παρουσιάσουμε τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Εκκλησίας, με σύντομες μόνο και περιστασιακές αναφορές, στις κακοδοξίες των αλλοδόξων. Πριν όμως προχωρήσουμε στη λεπτομερή ανάπτυξη του θέματος αυτού, θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε την κύρια αιτία για την οποία το εξετάζουμε, όπως επίσης και μερικά από τα βασικά σημεία για τα οποία έχουμε κάνει ήδη λόγο στις προηγούμενες εκπομπές. Αφορμή για να ασχοληθούμε με το ζήτημα του Άδου, μας έδωσε η ακραία, ασυνήθης και κακόδοξη αντίληψη που έχουν οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά περί ψυχής, ότι δήθεν δεν εκφράζει το άυλο και νοερό και αόρατο συστατικό του ανθρώπου, αλλά μόνο τον άνθρωπο έτσι όπως τον γνωρίζουμε εξωτερικά δια των αισθήσεων. Αυτό έχει σαν άμεση συνέπεια, οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά κακόδοξα να πιστεύουν ότι όταν ο άνθρωπος πεθαίνει βιολογικά, και το σώμα του αποσυντίθεται, τότε κατ’ επέκτασιν και η ψυχή του εξαφανίζεται, μια και θεωρείται ταυτόσημη με την βιολογική του ύπαρξη, και όλος ο άνθρωπος οδηγείται στην ανυπαρξία και τον εκμηδενισμό. Απλούστερα, κάτι τέτοιο σημαίνει, ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θεωρούν τον άνθρωπο κατά φύσιν και κατ’ ουσίαν όμοιο κατά πάντα με τα ζώα, που ο θάνατός τους σηματοδοτεί και το τέλος της υπάρξεώς τους. Η μόνη διαφορά είναι ότι πιστεύουν, ότι εάν εάν και όποτε ο Θεός θελήσει, μπορεί να αναπαράγει ένα αντίγραφό τους εκ του μηδενός, από τα στοιχεία που κρατά στη μνήμη Του. Με άλλα λόγια, το ανθρωπολογικό αλλά και κοσμολογικό και θεολογικό πρότυπο των Μαρτύρων του Ιεχωβά, είναι καθαρά υλιστικό και μηχανιστικό. Αντίθετα, η Εκκλησίας μας ανέκαθεν πιστεύει ότι ο άνθρωπος διαφέρει κατά πολύ από τα άλογα ζώα, δεδομένου ότι αποτελείται από υλικό σώμα, αλλά και από αόρατη, νοερή και λογική ψυχή, η οποία μάλιστα είναι κτισμένη «κατ’ εικόνα» του Δημιουργού της, και συνδέει τον άνθρωπο με το πνευματικό βασίλειο. Η ψυχή του ανθρώπου, είναι ο φορέας της υποστατικής αρχής του ανθρώπου, το κέντρο της ενσυνείδητης προσωπικότητός του, το θεμέλιο του «είναι» του. Και ενώ το σώμα, που είναι το σκεύος, και το όργανο, και ο οίκος της ψυχής, είναι θνητό, η ψυχή είναι αθάνατη, όχι κατά φύσιν, αλλά κατά χάριν, και όταν το σώμα πεθαίνει, το εγκαταλείπει για να επανενωθεί μαζί του, όταν αυτό έχει ανακαινισθεί κατά την ανάσταση. Ενώ λοιπόν για την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και για τη μεγάλη πλειοψηφία των Χριστιανικών ομολογιών, η ψυχή του ανθρώπου ως νοερή, άυλη και απλή, επιβιώνει του βιολογικού θανάτου του σώματος, για τους Μάρτυρες τού Ιεχωβά δεν υπάρχει τίποτα που να προεκτείνει και να διατηρεί την ανθρώπινη προσωπικότητα, την ανθρώπινη υπόσταση, και πέραν του τάφου. Τα πάντα γι’ αυτούς, τελειώνουν στον τάφο, σταματούν με τον θάνατο, πιθανόν για πάντα. Αυτή η τελείως εσφαλμένη αντίληψη που έχουν οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά περί ψυχής, είναι επόμενο να τους έχει οδηγήσει σε μια καθαρά υλιστική θεώρηση και ερμηνεία του περιεχομένου της Αγίας Γραφής, και σε μια προσπάθεια απογύμνωσης των εννοιών της Βίβλου, που σχετίζονται με την ψυχή, από το οποιοδήποτε πνευματικό και μεταφυσικό περιεχόμενο έχουν. Έτσι, και από τη λέξη «Άδης», ή την αντίστοιχή της Εβραϊκή λέξη: «Σιεόλ», αφαιρούν τον μεταφυσικό της χαρακτήρα, και διαστρεβλώνοντας πλήρως την έννοιά της, την αποδίδουν ως τον «κοινό τάφο του νεκρού ανθρώπινου γένους», όπως χαρακτηριστικά την ορίζουν.
2. Η σύγχυση τών εννοιών τού Άδη και τής Κόλασης στη Δύση Επειδή ο Άδης είναι μια λέξη, που εκφράζει, (κατά κοινή ομολογία και αποδοχή), τον άυλο και πνευματικό χώρο που μεταβαίνουν οι νεκροί όταν πεθαίνουν, και επειδή κάτι τέτοιο φανερά αντικατοπτρίζει την ύπαρξη νοεράς ψυχής, που επιβιώνει του θανάτου, γι’ αυτό και απετέλεσα στόχο και αντικείμενο διαστρέβλωσης, από την εταιρία Σκοπιά, δηλαδή την ηγεσία των ΜτΙ. Έτσι, αγνοώντας κάθε ιστορική, γλωσσολογική και ερμηνευτική μαρτυρία για τη λέξη: «Άδης», και «Σιεόλ», αλλά και ερχόμενοι σε ανοικτή και ολοκληρωτική αντίθεση με όλους τους ερευνητές και επιστήμονες, όρισαν τον Άδη, με τον αποκλειστικά δικό τους τρόπο, ως «τον κοινό τάφο του νεκρού ανθρώπινου γένους». Μια φράση που δεν είναι μόνο επιστημονικά αβάσιμη και ανακριβής, αλλά ταυτόχρονα στερείται και λογικού περιεχομένου, επειδή δεν έχει νόημα. Τάφος, είναι ο τόπος όπου τοποθετούνται τα νεκρά ανθρώπινα σώματα. Και σαν τέτοιος, δεν υπάρχει «κοινός» για όλο το ανθρώπινο γένος. Σαν άλλοθι γι’ αυτή τους την αυθαιρεσία οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά, χρησιμοποίησαν μια άλλη κακοδοξία, που αναπτύχθηκε στη Δύση, ότι ο Άδης, σαν λέξη στην Αγία Γραφή, έχει τη μοναδική σημασία της Κολάσεως. Ούτε και αυτή βεβαίως η άποψη είναι σωστή, μια και η λέξις «Άδης» και «Κόλαση» στο πρωτότυπο Ελληνικό κείμενο της Καινής Διαθήκης, είναι δύο διαφορετικές λέξεις, και δηλώνουν δύο διαφορετικές καταστάσεις. Υπερθεματίζοντας λοιπόν, και αγνοώντας την ουσιαστική σημασία που έχουν οι δύο αυτές λέξεις στη γνήσια Εκκλησιαστική παράδοση, αλλά και τη δυναμική εξέλιξη που υφίσταται ο Άδης, μέσα στα πλαίσια της Θείας Οικονομίας, πολλοί Δυτικοί θεολόγοι, ταυτοποίησαν τις δύο αυτές λέξεις, και τις απέδωσαν ως μία λέξη: τη λέξη «Hell», που σημαίνει: «Κόλαση», σε πολλές επίσημες μεταφράσεις της Βίβλου στην Αγγλική. Αυτό ακριβώς το ατόπημα των Δυτικών θεολόγων εκμεταλλεύονται οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά, και το χρησιμοποιούν ως άλλοθι για να προωθήσουν την δική τους κακοδοξία περί Άδου.
3. Η δυναμική τού Άδη στην Ορθόδοξη δογματική Ο Άδης, στην Ορθόδοξη δογματική, δεν είναι μία έννοια στατική. Και ενώ σε γενικές γραμμές, χαρακτηρίζεται ως «ο κόσμος των νεκρών», ή «το βασίλειο των νεκρών», όπως άλλωστε επισημαίνουν και όλα τα ερμηνευτικά λεξικά, μερικά από τα οποία παραθέσαμε στην προηγούμενη εκπομπή, εν τούτοις η δομή και το περιεχόμενό του, έχει αλλάξει, από ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός: Την κάθοδο του Χριστού σ’ αυτόν. Πριν από την ενσάρκωση του Χριστού και την κάθοδό του στον Άδη, όλοι ανεξαιρέτως οι νεκροί του ανθρωπίνου γένους, ανεξαρτήτως της αγίας, ή της αμαρτωλής ζωής τους, οδηγούντο στην σκοτεινή και σιωπηλή φυλακή του Άδου, στο βασίλειο των σκιών και του θανάτου. Όταν όμως η ψυχή του Κυρίου Ιησού Χριστού, του αρχηγού της ζωής, κατέβηκε σ’ αυτόν, τότε, όπως ήταν φυσικό, ο Άδης δεν μπόρεσε να την κρατήσει. Έτσι, ο Χριστός είναι ο πρώτος άνθρωπος, που με τη θεϊκή Του δύναμη, διέρρηξε τα αιώνια δεσμά του Άδη, άνοιξε τις ερμητικά κλειστές του πύλες, και ξέφυγε απ’ αυτόν νικητής. Ο Χριστός ήταν ο πρώτος άνθρωπος που συνέτριψε τα δεσμά του θανάτου. «Εγώ ειμι ο πρώτος και ο έσχατος, και ο ζων, και εγενόμην νεκρός, και ιδού, ζων ειμι, εις τους αιώνας των αιώνων. Και έχω τας κλεις του θανάτου και του Άδου» (Αποκάλυψις 1/α: 17,18). Μαζί του όμως, ο Χριστός απελευθέρωσε από τη σκοτεινή φυλακή του Άδου, και τις ψυχές όλων των αγίων που έζησαν πριν από Αυτόν, και οι οποίοι τον περίμεναν με ελπίδα. Όμοια, και όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν, τους χαρίζει από την ζωή του και το φως του, οπότε και όταν πεθάνουν σωματικά, ο Άδης, ο χώρος της σκιάς και του θανάτου, δεν έχει καμία εξουσία πάνω τους. Έτσι, ο Άδης, μετά την κάθοδο του Χριστού σ’ αυτόν, έχασε όλους όσους είναι ακόλουθοι του Χριστού, και σ’ αυτόν πλέον πηγαίνουν μετά θάνατον, εκείνοι που δεν στηρίζουν την ελπίδα τους στον Κύριο. Είναι λοιπόν φανερό, πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον Άδη, με τελείως διαφορετικό τρόπο, όταν αναφερόμαστε στους χρόνους «προ» και «μετά» την κάθοδο του Χριστού σ’ αυτόν, και όχι ενιαία, ισοπεδώνοντας και ταυτίζοντάς τον με την Κόλαση, όπως κάνουν εσφαλμένα πολλοί.
4. Ο Άδης ως "γη σκότους και σκιάς θανάτου" Μέχρι τώρα, εξετάζοντας τις περιγραφές που μας δίνουν οι θεόπνευστοι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης, έχουμε διαπιστώσει για τον Άδη τα εξής: Χαρακτηρίζουν την πορεία προς τον Άδη ως πορεία άνευ επιστροφής, τον δε Άδη, ως γη γνωφερά και σκοτεινή, όπου βασιλεύει η σκιά του θανάτου, όπως διαβάζουμε στον Ιώβ: «άφες με, διά να αναλάβω ολίγον, πριν υπάγω όθεν δεν θέλω επιστρέψει, εις γην σκότους και σκιάς θανάτου· γην γνωφεράν, ως το σκότος της σκιάς του θανάτου, όπου τάξις δεν είναι, και το φως είναι ως το σκότος». (Ιώβ 10/ι: 20-22). Ας σημειώσουμε εδώ, ότι «γη σκότους και σκιάς θανάτου», δεν χαρακτηρίζεται από την Αγία Γραφή η ανυπαρξία και η εκμηδένιση, αλλά η ζωφώδης και γνωφερά κατάσταση των ψυχών, στις οποίες δεν καταυγάζει το ιλαρό φως της παρουσίας του Θεού. Έτσι, παρατηρούμε ότι ο ευαγγελιστής Ματθαίος εφαρμόζει ένα αντίστοιχο χωρίο του Ησαϊα, στη γη Ζαβουλών και Νεφθαλείμ, όταν κατώκησε εκεί ο Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, «το απαύγασμα της δόξης του Πατρός», «το φως το φωτίζον πάντα άνθρωπον». Λέγει λοιπόν ο απόστολος: «και καταλιπών την Ναζαρέτ ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ την παραθαλασσίαν εν ορίοις Ζαβουλών και Νεφθαλείμ, 14 ίνα πληρωθή το ρηθέν δια Ησαϊου του προφήτου λέγοντος· 15 γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλείμ, οδόν θαλάσσης, πέραν του Ιορδάνου, Γαλιλαία των εθνών, 16 ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς» (Ματθαίος 4/δ: 13-16). Είναι φανερό ότι οι κάτοικοι αυτών των περιοχών, που χαρακτηρίζονται ως «χώρα και σκιά θανάτου», όπως ακριβώς και ο Άδης, δεν ήταν καθόλου ανύπαρκτοι, αλλά ήταν βυθισμένοι στο πνευματικό σκοτάδι της αγνωσίας του Θεού. Ο πνευματικός οφθαλμός της ψυχής τους, ο νους τους, ήταν τυφλωμένος, και δεν έβλεπε το άκτιστο φως της Θεότητος. Παρόμοια κατάσταση λοιπόν, υπήρχε και στον Άδη, για όλους ανεξαιρέτως. Ωστόσο, δεν είχαν όλοι την ίδια ελπίδα. Διότι οι πιστοί, ανέμεναν τον Λυτρωτή και Σωτήρα Χριστό, που θα τους απελευθέρωνε από τα δεσμά του πνευματικού σκότους, όπως άλλωστε έκανε και στους ζωντανούς (Ιώβ 14/ιδ: 13-15). Αντίθετα, για όσους απέρριψαν το έλεος και την οδό του Κυρίου, ο Άδης είναι ένας τόπος απόγνωσης και απελπισίας, διότι ο Λυτρωτής φθάνει σ’ αυτούς σαν κριτής.
5. Ο Πανταχού Παρών στον απροσπέλαστο χώρο τού Άδη Σημειώνουμε στο σημείο αυτό, ότι ο Θεός δεν ήταν απών από τον χώρο του Άδου, όπως άλλωστε ομολογεί σαφώς ο Ψαλμωδός: «Εάν ανεβώ εις τον ουρανόν, συ ει εκεί. Εάν καταβώ εις τον Άδην, πάρην, (δηλαδή παρευρίσκεσαι)» (Ψαλμός ρλθ: 8). Ή παρόμοια χωρία, όπως Αμώς, 9/θ: 2, Ιώβ 26/κστ: 5,6, κλπ). Έτσι λοιπόν, ενώ ο Θεός ως Πανταχού Παρών ευρίσκεται και στον Άδη, οι νεκροί που ευρίσκονταν εκεί, δεν είχαν μετοχή στις άκτιστες ενέργειές του, επειδή ο Υιός του Θεού δεν είχε ακόμα υπερυψώσει την ανθρώπινη φύση με την ενσάρκωσή του, και δεν είχε καταλύσει την δύναμη του Άδου με την κάθοδό του σ’ αυτόν. Επανερχόμενοι στην περιγραφή του Άδου, από τους προ Χριστού πιστούς, παρατηρούμε ότι ο Άδης τοποθετείται με ποιητική γλώσσα σε διαφόρους τόπους, όπως: Κάτω από τους ωκεανούς, (Ιώβ κστ/26: 5), κάτω από τη γη, (Αριθμοί ιστ/16: 30, Στα κατώτερα μέρη της γης, (Εφεσίους 4/δ: 9, Ιεζεκιήλ κστ/26: 20), Στις ρίζες των ορέων, (Ιωνάς 2/β: 7, κ.ο.κ.).
6. Συμβολισμοί περιγραφών τού Άδη Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των τόπων, είναι ότι είναι παντελώς απρόσιτοι και απροσπέλαστοι στους ζωντανούς ανθρώπους. Θέλουν δηλαδή με ποιητική γλώσσα να μας πουν, ότι ο χώρος των νεκρών ψυχών, δεν μπορεί να προσεγγισθεί από τους ζωντανούς ανθρώπους, βρίσκεται δηλαδή σε άλλη διάσταση, όπως εμείς θα λέγαμε σήμερα. Δεν πρέπει λοιπόν να εκλάβουμε αυτές τις περιγραφές κατά κυριλεξίαν, αλλά αντίθετα, να κατανοήσουμε το μήνυμα που μας μεταφέρουν, και το οποίο έχει τρεις όψεις: Η πρώτη, είναι ότι ο Άδης, δηλαδή ο τόπος της κατοικίας, των ψυχών των νεκρών, των «ρεφαείμ», όπως χαρακτηριστικά αναφέρονται στο Εβραϊκό κείμενο, (που σημαίνει «φάσματα, φαντάσματα, σκιές, αναχωρήσαντα πνεύματα, ασώματες ψυχές των νεκρών). Ο Άδης λοιπόν, είναι παντελώς ξένος, απρόσιτος και απροσπέλαστος στον οποιονδήποτε ζωντανό. Η δεύτερη όψη του μηνύματος, είναι ότι όποιος περάσει τις πύλες του Άδου, δεν υπάρχει καμία πιθανότης να βρει κάποιον δρόμο επιστροφής, διότι αυτό είναι τόσο πέρα από τις δυνατότητες του ανθρώπου, όσο είναι και το να ξεθαφτεί μόνος του από τις ρίζες των βουνών, ή να αναδυθεί μόνος του από τον πάτο των ωκεανών. Και η τρίτη όψη του μηνύματος, που άλλωστε μας αφορά και ιδιαιτέρως, είναι ότι δεν πρέπει να κάνουμε εικασίες για τις λεπτομέρειες του τόπου αυτού, ή να πλάθουμε εικόνες στη φαντασία μας, ή ακόμη χειρότερα να πολυπραγμονούμε, και να θεωρητικολογούμε γύρω από τα πράγματα που δεν ξέρουμε, ούτε και μπορούμε να μάθουμε με φυσικό τρόπο, αξιοποιώντας τις φυσικές μας δυνάμεις και δυνατότητες. Γιατί μια τέτοια ενασχόληση είναι το ίδιο αφελής και ανώφελη με το να προσπαθεί κανείς να κατανοήσει και να αντιληφθεί να περιγράψει την φύση και τη ζωή, σ’ έναν κόσμο 11 διαστάσεων. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε με βεβαιότητα, ότι μια τέτοια πολυπραγμοσύνη για τον Άδη, είναι και επιζήμια, γιατί αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο, και πολλές φορές τον οδηγεί σε έπαρση και πλάνη. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να περιορισθούμε σε όσα μας αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη, όσα δηλαδή είναι απαραίτητα για την διδασκαλία προς δική μας οικοδομή. Και ένα από τα στοιχεία που μας παρέχει με σαφήνεια η Παλαιά Διαθήκη για τον Άδη, είναι ότι σ’ αυτόν, προ Χριστού, μετέβαιναν οι ψυχές όλων των ανθρώπων, όταν αυτές κατά τον βιολογικό θάνατο του ανθρώπου, αποχωρίζονταν το οικείο τους σώμα.
7. "Προστίθεται" ή "αφαιρείται" κάποιος όταν πεθαίνει; Ήδη από την προηγούμενη εκπομπή, αρχίσαμε να μελετούμε διάφορες εκφράσεις της Π.Δ. πολύ αποκαλυπτικές για το θέμα μας, όπως για παράδειγμα η φράση: «προσετέθη εις τον λαόν αυτού». Ας συνεχίσουμε σήμερα, υπενθυμίζοντας κατ’ αρχήν περιληπτικά την περίπτωση του Αβραάμ. Ο Θεός είχε προαναγγείλει στον Αβραάμ, μεταξύ άλλων, ότι ο Αβραάμ θα πέθαινε σε βαθιά γεράματα, με τα εξής λόγια: «συ δε, θέλεις απέλθει προς τους πατέρας σου εν ειρήνη, και θέλεις ενταφιασθεί εν γήρατι καλώ» (Γένεσις 15/ιε: 15). Είναι προφανές, ότι αντί για τη φράση: «θα πεθάνεις», ο Θεός του είπε: «θα απέλθεις προς τους πατέρας σου». Είναι εξ ίσου προφανές, ότι ο τόπος από τον οποίο επρόκειτο να απέλθει ο Αβραάμ κατά τον θάνατό του, ήταν η γη των ζώντων. και ο προορισμός του, ήταν ο κόσμος των νεκρών, (δηλαδή, ο Άδης), όπου θα εύρισκε τους προπάτορές του. Θα απερχόταν λοιπόν από τη ζωή, και θα εισερχόταν στον Άδη, εκεί δηλαδή που ευρίσκοντο και οι προ αυτού νεκροί. Πράγματι, αυτό συνέβη, όταν ο Αβραάμ, ήταν 175 ετών, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο της Γενέσεως: «Και εκπνεύσας απέθανε ο Αβραάμ εν γήρατι καλώ, γέρων και πλήρης ημερών. Και προσετέθη εις τον λαόν αυτού». (Γένεσις 25/κε: 7-10). Ο Αβραάμ λοιπόν, απήλθε προς τους πατέρας του, ή ισοδύναμα «προσετέθη εις τον λαόν αυτού». Πού πήγε ο Αβραάμ; Φυσικά στον Άδη. Και πού ήταν ο λαός του και οι πατέρες του; Προφανώς στον ίδιο τόπο, στον Άδη. Γι’ αυτό άλλωστε και λέει: «προσετέθη», δηλαδή εκεί που ήταν οι υπόλοιποι πήγε και αυτός. Μήπως άραγε, το ότι «απήλθε προς τους πατέρες του», και ότι «προσετέθη προς τον λαόν αυτού», σημαίνει ότι ετάφη σωματικά; Ότι δηλαδή το σώμα του τοποθετήθηκε σε έναν κοινό τάφο; κάτι τέτοιο αποκλείεται παντελώς, διότι ο Αβραάμ ετάφη στο σπήλαιο Μαχπελάχ, που βρίσκεται στη Χεβρώνα, νοτίως της Ιερουσαλήμ, ενώ οι προπάτορές του, είχαν ταφεί στη Μεσοποταμία, δηλαδή στο σημερινό Ιράκ. Ο πατέρας του Αβραάμ, για παράδειγμα, ο Θάρα, ετάφη στη Χαράν της Μεσοποταμίας. (Γένεσις 11/ια: 31) Έτσι, η έκφραση: «απήλθε προς τους πατέρας του», ή η ισοδύναμή της: «προσετέθη εις τον λαόν αυτού», δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση απλώς ότι απεβίωσε, ή ότι ετάφη σωματικά, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται η εταιρία Σκοπιά. Αντίθετα, δηλώνει κάτι πολύ βαθύτερο και σημαντικότερο, ότι κατά τον θάνατό του, η ψυχή του αποχωρίσθηκε από το σώμα της, και μετέβη στον τόπο όπου ευρίσκοντο και οι ψυχές των υπολοίπων προ αυτού αποβιωσάντων. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο περιγράφει η Γένεση και το θάνατο του Ισαάκ. «Και εκπνεύσας ο Ισαάκ απέθανε, και προσετέθη εις τον λαόν αυτού, γέρων και πλήρης ημερών. Και έθαψαν αυτόν, Ησάφ και Ιακώβ οι υιοί αυτού» (Γένεσις 35/λε: 29,30). Παρατηρούμε ότι και εδώ, η φράση: «απέθανε», συνοδεύεται από δύο στοιχεία: Το πρώτο είναι ότι «προσετέθη εις τον λαόν αυτού», και αφορά την ψυχή του, ενώ το δεύτερο, είναι ότι «ετάφη», και αφορά το νεκρό σώμα του. Παρόμοια έκφραση, δηλαδή ότι «προσετέθη εις τον λαόν αυτού», αναφέρεται και για τον Ιακώβ, (Γένεσις 49/μθ: 33), τον Ααρών, (Αριθμοί 20/κ: 24), τον Μωυσή, (Αριθμοί 31/λα: 2, Δευτερονόμιο 32/λβ: 50), και για άλλους. Αντίστοιχη έκφραση με τις προηγούμενες, είναι ότι «ο τάδε, εκοιμήθη μετά των πατέρων του», όπως για παράδειγμα γράφεται για τον Σολομώντα και για άλλους. «Και εκοιμήθη ο Σολομών μετά των πατέρων αυτού, και έθαψαν αυτόν εν τη πόλει Δαυίδ του πατρός αυτού» (Β΄ Χρονικών 9/θ: 31). Η έκφραση για κάποιον ότι «απέρχεται προς τους πατέρας του», δηλαδή ότι φεύγει και πάει να συναντήσει τους προπάτορές του, ή ότι «προστίθεται εις τον λαόν αυτού, ποτέ δεν λέγονται όταν αυτό που τον περιμένει είναι η ανυπαρξία. Έχουν νόημα και λογική βάση, μόνο όταν η ψυχή του νεκρού πηγαίνει στον τόπο όπου ευρίσκονται και οι ψυχές των νεκρών προπατόρων του.
8. Συνάντηση, αναγνώριση και παρηγοριά στον Άδη Ας δούμε όμως ακόμα δύο, πιο ξεκάθαρα περιστατικά που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη Το πρώτο αναφέρεται στη Γένεση, και περιγράφει τα λόγια του Ιακώβ, όταν του ανακοινώθηκε ψευδώς, ότι ο γιος ο Ιωσήφ κατασπαράχθηκε από ένα θηρίο. Διαβάζουμε την αφήγηση από τη μετάφραση των Εβδομήκοντα, η οποία αποδίδει με ακρίβεια το Βιβλικό κείμενο, ενώ η μετάφραση της Βιβλικής Εταιρίας δεν το αποδίδει σωστά: «Διέρρηξε δε Ιακώβ τα ιμάτια αυτού και επέθετο σάκκον επί την οσφύν αυτού και επένθει τον υιόν αυτού ημέρας πολλάς. 35 συνήχθησαν δε πάντες οι υιοί αυτού και αι θυγατέρες και ήλθον παρακαλέσαι αυτόν, (δηλαδή να τον παρηγορήσουν), και ουκ ήθελε παρακαλείσθαι (και δεν ήθελε να παρηγορηθεί) λέγων ότι: καταβήσομαι προς τον υιόν μου πενθών εις άδου, [θα κατεβώ πενθώντας στον Άδη, (Σιεόλ Εβραϊκά), για να συναντήσω τον γιο μου] (Γένεσις 37/λζ: 34,35). Από το χωρίο αυτό, είναι ξεκάθαρο ότι ο Άδης δεν είναι ο τάφος, διότι ο τάφος του Ιωσήφ, ήταν η κοιλιά του θηρίου, όπως νόμιζε ο Ιακώβ. Εάν ο Άδης είναι ο τάφος, τότε δεν έχει κανένα απολύτως νόημα στην περίπτωση αυτή, ο λόγος του Ιακώβ ότι: «θα κατεβώ στον τάφο για να συναντήσω τον γιο μου, μια και θα ισοδυναμούσε με την φράση: «θα κατεβώ στην κοιλιά του θηρίου που έφαγε τον γιο μου, για να τον συναντήσω εκεί». Κάτι τέτοιο είναι βεβαίως τελείως παράλογο. Ο Άδης λοιπόν, δεν είναι ο τάφος που δέχεται το νεκρό σώμα. Δεν είναι όμως ούτε και μεταφορική έννοια, όπως πολλές φορές ισχυρίζονται οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά για να ξεφύγουν από τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν, όταν προσπαθούν να υποστηρίξουν την κακοδοξία τους. Διότι πολλές φορές, όταν φθάνουν σε αδιέξοδα σαν αυτό, αρνούνται τον ορισμό που δίνουν γραπτώς για τον Άδη, τον οποίο και παραθέσαμε κατά λέξη, ότι ο Άδης είναι «ο κοινός τάφος του νεκρού ανθρώπινου γένους», και τον αλλάζουν, λέγοντας ότι ο Άδης είναι μία μεταφορική έννοια για την κοινή κατάληξη των ανθρώπων (που είναι ο θάνατος), και δεν αντιπροσωπεύει κάτι πραγματικό, δηλαδή έναν χώρο ή μία κατάσταση πραγματική, δεδομένου ότι ο άνθρωπος με τον θάνατο, οδηγείται στην ανυπαρξία, παύει να υπάρχει. Δεν υπονοεί όμως καθόλου κάτι τέτοιο ο Ιακώβ, λέγοντας ότι: «καταβήσομαι προς τον υιόν μου πενθών εις Άδου». Αν ο Άδης υποδηλώνει την κοινή κατάληξη του ανθρώπου, όπως πολλές φορές ισχυρίζονται εσφαλμένα οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά, και που κατ’ αυτούς είναι η ανυπαρξία, τότε δεν θα έλεγε ο Ιακώβ, «θα κατεβώ πενθώντας στον Άδη, για να συναντήσω τον γιο μου», αλλά θα έλεγε: «από το πένθος θα πεθάνω και θα πάψω να υπάρχω όπως και ο γιος μου». Φράση που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προηγούμενη. Με αυτά τα λόγια λοιπόν, ο Ιακώβ φανερώνει, ότι όχι μόνο ο θάνατος δεν οδηγεί στην ανυπαρξία, αλλά επί πλέον, ότι ο Άδης είναι ο τόπος όπου είχε οδηγηθεί η ψυχή του γιου του, και ότι αν πέθαινε κι εκείνος, θα πήγαινε στον Άδη, όπου θα αναγνώριζε τον γιο του Ιωσήφ, και θα τον συναντούσε.
Το δεύτερο περιστατικό που θα εξετάσουμε, είναι γραμμένο στο δεύτερο βιβλίο του Σαμουήλ, το Β΄ Βασιλέων κατά τους Εβδομήκοντα (Ο΄). Όταν γέννησε η Βηθ Σαβεέ, η γυναίκα του Ουρία, το παιδί που προερχόταν από την παράνομη σχέση της με τον Δαυίδ, «Ο δε Κύριος επάταξε το παιδίον, το οποίον εγέννησεν η γυνή του Ουρίου εις τον Δαβίδ, και ηρρώστησε. Και ικέτευσεν ο Δαβίδ τον Θεόν υπέρ του παιδίου· και ενήστευσεν ο Δαβίδ» (Β΄ Σαμουήλ 12/ιβ: 15,16). Τελικά το παιδί αυτό πέθανε, και όταν του το ανήγγειλαν του Δαυίδ, έπαυσε την νηστεία. «Και είπεν: Ενώ έτι έζη το παιδίον, ενήστευσα και έκλαυσα, διότι είπα, Τις εξεύρει; ίσως ο Θεός με ελεήση, και ζήση το παιδίον· αλλά τώρα απέθανε· διά τι να νηστεύω; μήπως δύναμαι να επιστρέψω αυτό πάλιν; εγώ θέλω υπάγει προς αυτό, αυτό όμως δεν θέλει αναστρέψει προς εμέ» (Β΄ Σαμουήλ 12/ιβ: 22,23). Είναι σαφής και ξεκάθαρη η πεποίθησις του Δαυίδ για τους νεκρούς. Οι νεκροί δεν είναι δυνατόν να επιστρέψουν πίσω απ’ όπου ευρίσκονται, δηλαδή από τον Άδη. Ταυτόχρονα όμως, δεν είναι ανύπαρκτοι και αφανισμένοι. Αλλά οι ζωντανοί, όταν πεθαίνουν, πηγαίνουν στον ίδιο χώρο και τους συναντούν. «Εγώ θέλω υπάγει προς αυτό», (δηλαδή προς το παιδί), λέγει ρητά ο Δαυίδ. Ας δούμε όμως, μια πιο εκτενή και λεπτομερή περιγραφή του Άδου, αλλά και των συναντημάτων των νεκρών σ’ αυτόν. Διαβάζουμε από το βιβλίο του Ιεζεκιήλ 32/λβ: 18-32, αποσπασματικά, λόγω ελλείψεως χρόνου: «Υιέ ανθρώπου, θρήνησον διά το πλήθος της Αιγύπτου και καταβίβασον αυτούς, αυτήν και τας θυγατέρας των ισχυρών εθνών, εις τα κατώτατα της γης, (δηλαδή στον Άδη), μετά των καταβαινόντων εις λάκκον, (δηλαδή θα οδηγηθούν στον Άδη, μαζί με τους υπολοίπους νεκρούς). 19 Τίνος είσαι ωραιοτέρα; κατάβηθι και κοίτου μετά των απεριτμήτων. (Δηλαδή κατέβα στον Άδη, και κάτσε μαζί με τους άλλους απερίτμητους που βρίσκονται εκεί) 20 Θέλουσι πέσει (το πλήθος των Αιγυπτίων), εν μέσω των τεθανατωμένων εν μαχαίρα· εις την μάχαιραν παρεδόθη αυτή· (δηλαδή η Αίγυπτος). Σύρετε αυτήν και πάντα τα πλήθη αυτής. 21 Οι ισχυρότεροι μεταξύ των δυνατών θέλουσι λαλήσει προς αυτόν εκ μέσου του άδου μετά των βοηθούντων αυτόν· (δηλαδή, όταν θα κατέβει στον Άδη, οι ισχυρότεροι μεταξύ των δυνατών, όχι μόνο θα τον συναντήσουν, και θα τον αναγνωρίσουν, αλλά και θα του μιλήσουν). Κατέβησαν, κοίτονται απερίτμητοι, τεθανατωμένοι εν μαχαίρα. 22 Εκεί, (δηλαδή στον Άδη), είναι ο Ασσούρ και άπαν το άθροισμα αυτού». Και αφού αναφέρει ότι εκεί ευρίσκεται και ο Ελάμ, ο Μεσέχ, ο Θουβάλ, και άπαν το πλήθος αυτού, ο Εδώμ και οι βασιλείς αυτών, και πάντες οι ηγεμόνες αυτού, οι ηγεμόνες του Βορρά και πάντες οι Σιδώνιοι, συνεχίζει στον στίχο 31 ως εξής: «Ο Φαραώ θέλει ιδεί αυτούς και παρηγορηθή δι' άπαν το πλήθος αυτού, ο Φαραώ και άπαν το στράτευμα αυτού, οι τεθανατωμένοι εν μαχαίρα, λέγει Κύριος ο Θεός». Ας προσέξουμε τι λέγει εδώ ο Κύριος, δια στόματος του προφήτου: Ότι ο Φαραώ, κάτω στον Άδη, θα δει όλους αυτούς και θα παρηγορηθεί, για τον ίδιο και για το στράτευμά του, που θανατώθηκαν όλοι μονομιάς, διότι θα διαπιστώσει ότι δεν ήταν ο μόνος, αλλά ότι την ίδια τύχη είχαν και άλλοι ισχυροί της γης. Και συνεχίζει ο Κύριος λέγοντας: «Διότι έδωκα τον τρόμον μου εις την γην των ζώντων· και θέλει κοίτεσθαι εν μέσω των απεριτμήτων μετά των τεθανατωμένων εν μαχαίρα· ο Φαραώ και άπαν το πλήθος αυτού, λέγει Κύριος ο Θεός» (Ιεζεκιήλ 32/λβ: 32). Πώς θα κείτεται ο Φαραώ και όλο το πλήθος του, ανάμεσα σε όλους τους άλλους που προαναφέραμε, αν με τον θάνατο ήταν ανύπαρκτοι και εκμηδενισμένοι; Και πώς θα κείτονται εν μέσω των υπολοίπων λαών, εάν ο Άδης είναι ο τάφος, δεδομένου ότι οι τάφοι τους, είναι σε διαφορετικές χώρες; Είναι φανερό λοιπόν, πως οι άνθρωποι στον Άδη, και υπάρχουν, (δηλαδή δεν είναι ανύπαρκτοι και εκμηδενισμένοι), και έχουν συνειδητότητα και επίγνωση της καταστάσεώς τους. Τι θα πούμε όμως για μερικά χωρία που προβάλλουν οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά, ως δήθεν αντίθετα και αντιφατικά με όσα μέχρι τώρα εξετάσαμε από την Παλαιά Διαθήκη; Αν τα μελετήσουμε σε βάθος και όχι επιφανειακά, όπως κάνουν όσοι θέλουν απλώς να τα χρησιμοποιήσουν για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους, και όχι για να γνωρίσουν την αυθεντική διδασκαλία της Βίβλου, τότε θα διαπιστώσουμε, ότι όχι μόνο αντίθετα και αντιφατικά δεν είναι με όσα αναφέραμε, αλλά μάλλον τα ενισχύουν.
9. Εδάφια θνητοψυχικά, ή παρερμηνευμένα; Ας δούμε μερικά παραδείγματα όπως ο ψαλμικό: «παύσε απ’ εμού, δια να αναλάβω δύναμη, πριν αποδημήσω και δεν υπάρχω» (Ψαλμός 39/λθ: 13): Αυτό το «πριν αποδημήσω και δεν υπάρχω», παίρνουν οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά και λέγουν ότι ο άνθρωπος αφανίζεται με τον θάνατο, και παύει να υπάρχει. Αλλά αυτό είναι λάθος. Διότι ο ψαλμωδός λέγει: «πριν αποδημήσω και δεν υπάρχω». «Αποδημώ», (ή «απέρχομαι» κατά τους Εβδομήκοντα), σημαίνει ότι φεύγω από έναν τόπο, για να εγκατασταθώ σ’ έναν άλλο, ή με άλλα λόγια, ότι υπάρχω κάπου αλλού. Τελικά δηλαδή, ο Δαυίδ λέει, ότι δεν θα υπάρχει πλέον στη γη των ζωντανών, αλλά θα έχει αποδημήσει και θα υπάρχει κάπου αλλού μετά τον θάνατό του. Γι’ αυτό άλλωστε στον αμέσως προηγούμενο στίχο, χαρακτηρίζει τον εαυτό του και τους προγόνους του, ως «παροίκους και παρεπιδήμους επί της γης», λέγοντας: «πάροικος είμαι παρά σοι, και παρεπίδημος, καθώς πάντες οι πατέρες μου». Δηλαδή η γη των ζωντανών είναι μια προσωρινή κατοικία του ανθρώπου, την οποία εγκαταλείπει κάποτε, για να μεταβεί κάπου αλλού. Το χωρίο λοιπόν αυτό, συνηγορεί στην ύπαρξη, και όχι στη γενική ανυπαρξία του ανθρώπου μετά θάνατον. Παρόμοιο είναι και το Ιώβ 14/ιδ/10-15. Όσο για τα χωρία που λέγουν ότι οι νεκροί δεν δοξολογούν τον Κύριο, όπως το Ψαλμός 6/στ: 5, 30/λ: 9, 88/πη: 11, 115/ριε: 17, Ησαϊας 38/λη: 1/8, κλπ, έχουν την έννοια, ότι το στάδιο της ασκήσεως των αρετών, και της εκδηλώσεως της ευσεβείας είναι η παρούσα ζωή, και μόνο σε αυτή μπορούμε με τα έργα μας να αινέσουμε τον Θεό. Συνοψίζοντας και την σημερινή εκπομπή, αναφέρουμε ότι στην Παλαιά Διαθήκη, ο Άδης είναι ο σκοτεινός και ζοφερός τόπος σιωπής, όπου συγκεντρώνονταν όλοι οι προ Χριστού ανεξαιρέτως, έχοντας πλήρη συνειδητότητα και αντίληψη της καταστάσεώς τους, όπως και των γύρω τους. Ο Άδης, διακρίνεται σαφώς από τον τάφο, διότι χρησιμοποιούνται τελείως διαφορετικές λέξεις, όχι μόνο στη μετάφραση των Εβδομήκοντα, αλλά και στο Εβραϊκό κείμενο, όπου ο Άδης αντιστοιχεί στη λέξη: «Σιεόλ», ενώ ο τάφος, στη λέξη: «Κεμπέρ». Ταυτόχρονα όμως, ο Άδης, διακρίνεται σαφώς και από τον θάνατο. Ο θάνατος είναι για τα σώματα που πεθαίνουν, και για τα οποία ο τάφος είναι ο χώρος όπου εναποτίθενται, ενώ αντίθετα ο Άδης είναι ο τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι αθάνατες ψυχές των ανθρώπων. Περισσότερα όμως για το θέμα του Άδη, θα δούμε στην επόμενη εκπομπή. Απομαγνητοφώνηση Ν. Μ. |
Δημιουργία αρχείου: 29-7-2010.
Τελευταία μορφοποίηση: 4-10-2016.