Ψυχικός, Σαρκικός και Πνευματικός * Διαίρεση και δυνάμεις τής ψυχής * Τα ζεύγη: Ψυχή-Σώμα και Σάρκα-Πνεύμα * Πνευματικοί, Ψυχικοί και Σαρκικοί
Ο κατ' εικόνα τού Θεού Πνευματικός άνθρωπος Δεν υπάρχει διάκριση ηδονής σαρκικών και ευδαιμονίας πνευματικών Π. Ι. Ρωμανίδης
Πηγή: Απόσπασμα σε μετάφραση στη Δημοτική τής Β Έκδοσης τού βιβλίου: "Το προπατορικό αμάρτημα". |
Από τα μέχρι τώρα λεχθέντα περί της διδασκαλίας των συγγραφέων της υπό εξέταση περιόδου βλέπομεν, ότι πουθενά δεν εμφανίζεται η συνηθισμένη φιλοσοφική διάκριση μεταξύ αυτών που αναζητούν την κατά σάρκα ηδονή και αυτών που αναζητούν την κατά νουν ιδιοτελή ευδαιμονία, αλλά παρατηρείται σε όλη την εν λόγω περίοδο σαφής διάκριση μεταξύ αυτών που ζουν σύμφωνα με το θάνατο και το σατανά και αυτών που αγωνίζονται σύμφωνα με το Χριστό για την ανιδιοτελή αγάπη, που είναι απαλλαγμένη από κάθε συμφέρον και κάθε ανάγκη.
Αντί της μεταφυσικής διαρχίας, κατά την οποία η ψυχή είναι φύσει αθάνατη, βρίσκουμε στους συγγραφείς των δύο πρώτων αιώνων τη διδασκαλία ότι όχι μόνο η ψυχή, αλλά και το σώμα ενδύονται την αφθαρσία ανάλογα με τη θέληση του Θεού και την πνευματική άσκηση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος που βρίσκεται υπό το θάνατο ζει παρά φύση, επειδή η φθορά δεν είναι από τον Θεό, αλλά κάτι σαν παράσιτο, που εισήλθε στον κόσμο μέσω της αμαρτίας και του διαβόλου. Ο μόνος πραγματικός φυσικός άνθρωπος, εάν ως φυσικό άνθρωπο εννοούμε αυτόν που ζει σύμφωνα με τον αρχικόν προορισμό, είναι ο Χριστός. Γι’ αυτό ο Παύλος μπορούσε να γράφει, ότι ο Θεός αυτούς που σώζονται «προώρισε συμμόρφους της εικόνος του Υιού αυτού»1, «ός εστιν εικών του Θεού του αοράτου»2. Οι δυτικοί θεολόγοι γενικά δεν βλέπουν τη διάκριση αυτή μεταξύ των κατά θάνατο ζώντων και των κατά Χριστό ζώντων, απλούστατα επειδή δεν φαντάζονται ότι ο προορισμός του ανθρώπου είναι κάτι διαφορετικό από τη δήθεν φυσική ροπή του ανθρώπου προς την ιδιοτελή ευδαιμονία. Για το λόγο αυτό αυτοί ερμηνεύουν συνήθως τα λεγόμενα από τον Παύλου περί σαρκικού και πνευματικού ανθρώπου διαρχικά3, σαν να μιλάει ο Παύλος γι’ αυτούς που ζουν με σκοπό την ηδονή και αυτούς που ζουν με σκοπό την ευδαιμονία, εννοώντας ως σαρκικό άνθρωπο εκείνον, ο οποίος ζει σύμφωνα με τις επιθυμίες του σώματος, και ως πνευματικό άνθρωπο εκείνον, ο οποίος ζει σύμφωνα με τις επιθυμίες της φύσει αθάνατης ψυχής που επιζητά την ευδαιμονία. Η διαρχική αυτή ερμηνεία της Παύλειας θεολογίας είναι ξένη προς τους συγγραφείς της περιόδου που εξετάζουμε. Όπως θα δούμε, ο πνευματικός άνθρωπος του Παύλου, όπως ερμηνεύεται κυρίως από τον Άγιο Ειρηναίο, είναι εκείνος ο οποίος ως καρπό της πνευματικής άσκησης έχει το ζωοποιό Πνεύμα του Θεού. Θα δούμε επίσης ότι αυτός που έχει Πνεύμα πνευματικός άνθρωπος είναι, κατά τους υπό εξέταση Πατέρες και συγγραφείς, ο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού δημιουργημένος άνθρωπος. Όταν εξετάσουμε όπως πρέπει τον πνευματικό άνθρωπο του Παύλου που έχει Πνεύμα κάτω από το φως των προϋποθέσεων των πρώτων θεολόγων του Χριστιανισμού, σε συνάρτηση με την ερμηνεία του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού στον άνθρωπο, τότε θα είμαστε σε θέση να καταλήξουμε πλέον σε οριστικά συμπεράσματα για το προπατορικό αμάρτημα σύμφωνα με τις προϋποθέσεις των δύο πρώτων αιώνων της Ορθόδοξης Θεολογίας. Με αυτόν τον τρόπο θα δούμε ότι ο Αυγουστίνος δεν ήταν ο πρώτος, όπως ισχυρίζονται κατά γενικό κανόνα οι Δυτικοί, ο οποίος κατανόησε σε βάθος τον Παύλο, αλλά αντίθετα ήταν ο πρώτος ο οποίος ριζικά παρερμήνευσε τον Απόστολο.
Σημειώσεις 1. Ρωμ. 8, 29. 2. Κολ. 1, 15· Β΄ Κορ. 4, 4. 3. Δες Ι. Καλογήρου, Ο Απόστολος Παύλος περί ανθρώπου, στο «Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1951, τεύχος 400-401, σελ. 241 και μετά. |
Δημιουργία αρχείου: 19-8-2020.
Τελευταία ενημέρωση: 19-8-2020.