Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά, Οικουμενισμός και Βιβλία

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι * Οι 9 Οικουμενικές Σύνοδοι της Ορθοδοξίας * Η βαρυσήμαντη τοποθέτηση της Εκκλησίας της Ελλάδος Προς τον Λαό και η εν Κρήτη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος του Ιουνίου 2016 * Προπαρασκευαστικές βελτιώσεις κειμένων τής συνόδου τού 2016

Βιβλιοπαρουσίαση

από τον Πρωτοπρεσβύτερο π. Αναστάσιο Γκοτσόπουλο

Εφημέριο τού Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών

Η "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος" στην Κρήτη,

θεολογικές και εκκλησιολογικές θέσεις

Βιβλίο τού Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου

 

Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Τεύχος 264, Ιουλίου 2018.

Αναδημοσίευση από: http://www.parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-264/5333-2018-07-02

 

Ο συνοδικός θεσμός αποτελεί αγιοπνευματικό δώρο τού Θεού στην Εκκλησία Του. Η σπουδαιότητα και αξία του συνίσταται εκτός των άλλων και στη συνεργία ολοκλήρου τού Σώματος τού Χριστού, τής Εκκλησίας.

Η εκκλησιαστική και συνοδική παράδοση έχει καταδείξει ότι η σύμπραξη τού Λαού τού Θεού στο συνοδικό θεσμό δεν περιορίζεται μόνο στην δια τών επισκόπων συμμετοχή στις Συνόδους αλλά συνεχίζεται και κατά το κρίσιμο μετα-συνοδικό χρόνο, κατά τον οποίο ο Λαός τού Θεού (κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί) ως «υπερασπιστής τής θρησκείας», καλείται να αποφανθεί αποδεχόμενος ή απορρίπτοντας τη γενομένη Σύνοδο. Επίσημη έκφραση τής εκκλησιαστικής αυτής συνειδήσεως θα έχουμε σε μία επομένη Σύνοδο, η οποία αποφαίνεται για την ενδεχόμενη αξία ή απαξία τής κρινομένης Συνόδου.

Σε αυτή λοιπόν την περίοδο που διανύουμε μετά την «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», μετα-συνοδική από χρονικής απόψεως, αλλά κατ’ εξοχήν συνοδική από εκκλησιολογικής πλευράς, καλούνται «όσοι πιστοί», ήτοι ο Λαός τού Θεού, όλα τα μέλη τού Σώματος τού Χριστού με αυξημένο το αίσθημα ευθύνης ενώπιον τού Χριστού να μελετήσουν και να ασχοληθούν με τα γενόμενα εν Κρήτη τον Ιούνιο 2016.

Ενώ κατά τη διάρκεια τών εργασιών τής Συνόδου, εμάς ως μέλη τού Λαού τού Θεού στην Ελλάδα μάς εκπροσώπησε 25μελής αντιπροσωπεία επισκόπων τής τοπικής μας Εκκλησίας, τώρα, στο μετα-συνοδικό στάδιο, ο καθένας μας προσωπικά, ως μέλος τού Σώματος τού Χριστού, αναλόγως τής διακονίας και τών χαρισμάτων μας οφείλουμε ενεργοποιώντας τη δογματική συνείδηση, να σταθούμε με σεβασμό, σοβαρότητα και υπευθυνότητα απέναντι στην Εκκλησία τού Χριστού στο κρίσιμο και κορυφαίο έργο τής αποτίμησης τής Συνόδου. Η αδιαφορία, η επιπολαιότητα, ο καιροσκοπισμός και οι σκοπιμότητες (π.χ. να μη στενοχωρήσουμε ή να μη μάς κακοχαρακτηρίσουν) δεν έχουν καμία θέση. Υποχρεούμαστε στην υπεύθυνη μαρτυρική κατάθεση τής εκκλησιολογικής μας αυτοσυνειδησίας ως μέλη τής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Και όπως όλα τα εκκλησιαστικά έργα έτσι και αυτό το ύψιστο έργο έχει αίσια έκβαση όταν υπάρχει θεανθρώπινη ενέργεια: Χάρις και Φωτισμός τού Θεού σε ένα έκαστο αλλά και δική μας προσωπική σύμπραξη. Για να είναι αποτελεσματική και καρποφόρος η ανθρώπινη ενέργεια στην περίπτωση τής ορθής αξιολογήσεως τής Συνόδου τής Κρήτης είναι αναγκαία η κατά το δυνατόν πλήρης και υπεύθυνη ενημέρωση και γνώση τών καίριων και εν πολλοίς σύνθετων θεολογικών ζητημάτων που τέθηκαν στη Σύνοδο.

Σε αυτό το έργο τής υπεύθυνης προσωπικής καταρτίσεως τών πιστών η Χάρις τού Θεού έχει αναδείξει προσωπικότητες, οι οποίες αποτελούν αληθινούς οδοδείκτες στην μετασυνοδική πορεία τής Εκκλησίας μας. Με τον εμπνευσμένο πατερικό λόγο και τη γραφίδα τους, αψηφώντας κινδύνους και δυσκολίες, διαφωτίζουν υπεύθυνα το Λαό τού Θεού και αυτός καθοδηγούμενος μυστικά από το Πνεύμα τής Αληθείας τους ακολουθεί.

Μια τέτοια προσωπικότητα, που την κρίσιμη αυτή περίοδο που διανύουμε μάς χάρισε η Πρόνοια τού Θεού, είναι ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος. Παρέλκει, ασφαλώς, η παρουσίαση τής προσωπικότητας και τής συμβολής του στη σύγχρονη θεολογία. Τα 100 και πλέον βιβλία του, εκ τών οποίων τα 85 έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 25 γλώσσες, αποτελούν τον αδιάψευστο μάρτυρα τής θεολογικής αξίας και παρουσίας του. Για την περίπτωση όμως τής Συνόδου τής Κρήτης αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι κατά το κρίσιμο προσυνοδικό στάδιο οι επισημάνσεις τού Μητροπολίτου Ναυπάκτου για τα προσυνοδικά κείμενα και το έργο τής Συνόδου που επρόκειτο να γίνει, ξεπέρασαν τα όρια τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, απέκτησαν διορθόδοξη αναφορά, έγιναν αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού και μελέτης και υποστηρίχθηκαν από τοπικές Συνόδους άλλων, ακόμα και μη ελληνόφωνων Εκκλησιών και Πατριαρχείων. Ας μού επιτραπεί να καταθέσω την προσωπική μου μαρτυρία από την επίσκεψη στο Πατριαρχείο τής Γεωργίας αμέσως μετά τη Σύνοδο (Ιούλιος 2016), για την εκτίμηση και το σεβασμό που απολαμβάνει στα ανώτατα κλιμάκια τού Πατριαρχείου καθώς και στους απλούς κληρικούς τής Τυφλίδας ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου ως θεολόγος καθώς και τη σπουδαιότητα τών επισημάσεών του για τη Σύνοδο τής Κρήτης …

Αλλά και κατά τη διάρκεια τών εργασιών τής Συνόδου τής Κρήτης, στην οποία ο Σεβασμιώτατος συμμετείχε ως μέλος, οι παρεμβάσεις και η γενικότερη συμβολή του ήταν καθοριστική και αναγνωρίστηκε από όλες τις θεολογικές τάσεις τής Συνόδου.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, όσοι ασχολούμαστε σοβαρά και υπεύθυνα με τη Σύνοδο τής Κρήτης, περιμέναμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη σημαντική έκδοση τού Μητροπολίτου Ναυπάκτου. Έτσι, αμέσως μετά το Πάσχα κυκλοφόρησε η πολυαναμενόμενη εργασία με τίτλο «Η “Αγία και Μεγάλη Σύνοδος” στην Κρήτη» και υπότιτλο «Θεολογικές και εκκλησιολογικές θέσεις» από τις εκδόσεις τής Ι. Μ. Γενεθλίου τής Θεοτόκου (Πελαγίας), η οποία είχε και την επιμέλεια τής εκδόσεως.

Η έκδοση είναι μεγάλου σχήματος (17Χ24), με σύνολο σελίδων 767 και με σκληρό χαρτόδετο εξώφυλλο. Ο συγγραφέας αφιερώνει την έκδοση στους προκατόχους του τέσσερις επισκόπους Ναυπάκτου που συμμετείχαν στις Οικουμενικές Συνόδους και στην Σύνοδο τής Σαρδικής (Σόφιας, 343).

 

1. Περιεχόμενο της Εκδόσεως

Η έκδοση περιλαμβάνει κείμενα τού συγγραφέως από το 2014 μέχρι σήμερα που αφορούν στην «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» (ΑΜΣΟΕ). Τα περισσότερα έχουν ήδη δημοσιευθεί, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν αυτά που πρωτοδημοσιεύονται στην παρούσα έκδοση.

Μετά τη σύντομη Εισαγωγή, όπου εκτίθεται συνοπτικό ιστορικό περίγραμμα τής προετοιμασίας τής ΑΜΣΟΕ και σύντομη αναφορά στο περιεχόμενο τού βιβλίου, η ύλη διαμορφώνεται σε 4 ενότητες:

Α΄. Στην πρώτη ενότητα με τίτλο «Βασικά θεολογικά και εκκλησιολογικά θέματα για τις Συνόδους και τους διαλόγους με τους ετεροδόξους» (σ. 23-196), περιλαμβάνονται 10 κείμενα, «θεολογική εισαγωγή», τα χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, που αφορούν στις θεολογικές και εκκλησιολογικές αρχές τής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Β΄. Στη δεύτερη ενότητα με τίτλο «Πριν την σύγκληση τής “Αγίας και Μεγάλης Συνόδου” (περίοδος Μάρτιος 2014-αρχές Ιουνίου 2016)» (σ. 197-304), εντάσσονται 7 κείμενα που αφορούν στην τελευταία προσυνοδική περίοδο (2014-Ιούνιος 2016) και διαπραγματεύονται ζητήματα που θα συζητούσε η Σύνοδος αλλά και στην ίδια την αυτοσυνειδησία και κανονική υπόσταση τής Συνόδου (διευρυμένη Σύνοδος Προκαθημένων, αποφάσεις εν ομοφωνία, ελλιπής προετοιμασία κ.ο.κ.). Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα κείμενα τής ενότητας αυτής που δημοσιεύονται για πρώτη φορά και αφορούν στην αλληλογραφία και τις παρεμβάσεις τού συγγραφέως στην Ι. Σύνοδο τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, αποσπάσματα από τα πρακτικά τής Διαρκούς Ι. Συνόδου και τής Συνόδου τής Ιεραρχίας, καθώς και οι Εκθέσεις τών εκπροσώπων τής Εκκλησίας τής Ελλάδος στην κρίσιμη Ειδική Επιτροπή Αναθεωρήσεως τών Κειμένων (σελ. 207-247).

Γ΄. Στην τρίτη ενότητα με τίτλο «Οι παρεμβάσεις μου στην “Αγία και Μεγάλη Σύνοδο” (Ιούνιος 2016)» (σ. 305-400) γίνεται εκτενής αναφορά στις 12 παρεμβάσεις τού συγγραφέως κατά τη διάρκεια τών εργασιών τής ΑΜΣΟΕ με εκτενή διευκρινιστικά σχόλια. Επίσης, παρατίθεται ο διάλογος που διεξήχθη στη Σύνοδο με αφορμή τις παρεμβάσεις τού συγγραφέως. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η κατάθεση τής προσωπικής μαρτυρίας τού συγγραφέως για το κλίμα το οποίο επικρατούσε κατά τη διάρκεια τών συνεδριών τής Συνόδου και ιδιαιτέρως πώς οδηγήθηκε η αντιπροσωπεία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος να εισηγηθεί νέα πρόταση, κατά παράβαση τής ομόφωνης αποφάσεως τής Ιεραρχίας μας. Τα κείμενα τής ενότητος αυτής στο σύνολό τους δημοσιεύονται για πρώτη φορά.

Δ΄. Η τελευταία, τέταρτη ενότητα με τίτλο «Μετά την “Αγία και Μεγάλη Συνοδο” (περίοδος Ιουλίου 2016-2017)» (σ. 401-733) περιλαμβάνει 13 κείμενα, στα οποία ο συγγραφέας έχοντας πλέον την εμπειρία τού συνοδικού μέλους καταθέτει τη δική του θεολογική αξιολόγηση τής Συνόδου τής Κρήτης και τών αποφάσεών της.

Η έκδοση ολοκληρώνεται με το Επίμετρο (σ. 735-751), στο οποίο δημοσιεύεται αναφορά στο βιβλίο τού συγγραφέως «Εκκλησία και εκκλησιαστικό φρόνημα» και στη μετάφραση και έκδοσή του στα ιταλικά από ρωμαιοκαθολικό θεολόγο.

 

2. Αξιολόγηση τής Εκδόσεως

Α. Η σπουδαιότητα τής εκδόσεως αυτής καθίσταται προφανής λόγω τού συγγραφέως:

1. Ο συγγραφέας είναι εγνωσμένου κύρους και θεολογικής παιδείας επίσκοπος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος με διορθόδοξη ακτινοβολία και παρουσία. Είχε ιδιαίτερα έντονη αλλά πάντοτε νηφάλια και τεκμηριωμένη στην πατερική παράδοση παρουσία κατά το τελευταίο προσυνοδικό στάδιο τής ΑΜΣΟΕ. Κυρίως όμως ήταν μέλος τής αντιπροσωπείας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος και κατά συνέπεια και τής Συνόδου τής Κρήτης. Έτσι, είδε, άκουσε, έζησε από μέσα τη Σύνοδο και όπως προκύπτει από την παρούσα έκδοση κράτησε εκτενή και λεπτομερή πρακτικά τών συνεδριάσεών της. Πρόκειται, λοιπόν, για κατάθεση επισκοπικής προσωπικής μαρτυρίας που είναι αξιοπρόσεκτη, άκρως τεκμηριωμένη αλλά και μοναδική.

2. Ο συγγραφέας με την εργασία αυτή καλύπτει την υποχρέωση που είχε έναντι ολοκλήρου του πληρώματος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος. Οι επίσκοποι δεν συμμετέχουν στη Σύνοδο ως εγκρατείς θεολόγοι και επιστήμονες, αλλά κυρίως ως εκπρόσωποι τής τοπικής τους Εκκλησίας, τής οποίας το εκκλησιολογικό φρόνημα κομίζουν και εκφράζουν εν Συνόδω. Αυτό σημαίνει ότι οφείλουν μετά τη Σύνοδο να δώσουν επίσημη, υπεύθυνη και ολοκληρωμένη αναφορά στον “εντολέα” τους για την εκπροσώπηση αυτή. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση “εντολέας” είναι ο ίδιος ο Λαός τού Θεού, ήτοι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί πιστοί. Από σύντομη έρευνα προκύπτει ότι οι πλείστοι τών επισκόπων εσιώπησαν, ενώ λίγοι ενημέρωσαν μόνο τις ιερατικές συνάξεις τών Επαρχιών τους – κατά το μάλλον ή ήττον δημοσιογραφικά – χωρίς όμως την απαραίτητη θεολογική αποτίμηση τής Συνόδου και τών αποφάσεών της. Εκ τών μελών τής Αντιπροσωπείας ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου ανταποκρίθηκε στην υποχρέωση αυτή έναντι τού πληρώματος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος με επί μέρους δημοσιεύματα αμέσως μετά τη Σύνοδο και κυρίως με την παρούσα έκδοση. Περιμένουμε και ελπίζουμε ότι και οι λοιποί Εκπρόσωποί μας θα δώσουν τις δικές τους προσωπικές μαρτυρίες.

3. Μέσα από την έκδοση αυτή καθίσταται έτι πλέον σαφής ο μεγάλος σεβασμός τού συγγραφέως στο συνοδικό θεσμό, στη συνοδική πράξη και παράδοση τής Εκκλησίας. Σεβασμός στο συνοδικό θεσμό τής Εκκλησίας μας δεν σημαίνει η άκριτη αποδοχή μιας Συνόδου παρά τα όσα θεολογικά και ποιμαντικά προβλήματα δημιούργησε. Σε αυτή την περίπτωση ο Άγ. Μάρκος ο Ευγενικός αρνούμενος τη Σύνοδο τής Φλωρεντίας θα έπρεπε να καταδικαστεί, όπως με επιμονή ζητούσε ο Βησσαρίων, και στη θέση του να τιμούμε τους εξωμότες Βησσαρίωνα και Ισίδωρο! Ούτε τους Αγιορείτες Οσιομάρτυρες έπρεπε να τιμούμε που αρνήθηκαν τη Σύνοδο τής Λυών (1274), αλλά το δήμιό τους Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Βέκκο! Ούτε τον Άγ. Γρηγόριο Παλαμά, που αντιτάχθηκε σφόδρα στη ψευδοΣύνοδο (1344) τού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα! Σεβασμός στη συνοδική πράξη δεν σημαίνει να αναγνωρίζω τα προβλήματα, να απορρίπτω τη Σύνοδο σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις αλλά στο δημόσιο λόγο μου, για λόγους σκοπιμότητας, να σιωπώ και να ειρωνεύομαι όσους ομολογούν την αλήθεια. Σεβασμός στο συνοδικό θεσμό σημαίνει σοβαρή, υπεύθυνη, συστηματική, εργώδης και πολλάκις έμπονη προσπάθεια θεραπείας προβλημάτων, ενημερώσεως τού Λαού τού Θεού και ενεργοποιήσεως τής Ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας τών πιστών ώστε η εκκλησιαστική συνείδηση να αποφανθεί για την αξία ή απαξία τής Συνόδου. Εδώ έγκειται και η σπουδαιότητα και προσφορά τού συγγραφέως στην Ορθόδοξη Εκκλησία: στην υπεύθυνη και τεκμηριωμένη ενημέρωση τού Σώματος τής Εκκλησίας.

 

Β. Η μοναδικότητα τής εκδόσεως αυτής προκύπτει κυρίως από το περιεχόμενό της:

1. Τα κείμενα που παρατίθενται στην παρούσα έκδοση είχαν γραφεί με ποιμαντική προοπτική, αφού τα περισσότερα δημοσιεύθηκαν αρχικά στην εφημερίδα τής Ι. Μητροπόλεως Ναυπάκτου «Εκκλησιαστική Παρέμβαση» και στο διαδίκτυο. Έτσι, αν και αναφέρονται σε λεπτά θεολογικά-εκκλησιολογικά και κανονικά ζητήματα εν τούτοις είναι κατανοητά από τον μέσο αναγνώστη που δεν είναι εξοικειωμένος με τη θεολογική ορολογία. Στην καλύτερη κατανόηση τών ζητημάτων συμβάλλουν και οι επικαλύψεις και επαναλήψεις που είναι φυσικό να υπάρχουν στα κείμενα, αφού πρόκειται για συλλογή δημοσιευθέντων και μη κειμένων (2014-2017) και όχι για συστηματική εργασία.

2. Ο αναγνώστης που θα μελετήσει με προσοχή την εργασία αποκτά ολοκληρωμένη και πλήρη εικόνα τής όλης θεολογικής προβληματικής τής Συνόδου. Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται σε μονόλογο, στην απλή παράθεση τών απόψεών του, αλλά προχωρά σε ουσιαστικό διάλογο. Ο διάλογος δεν περιορίζεται μόνο στην τρίτη ενότητα (σ. 305-400) με τις 12 παρεμβάσεις του κατά τη διάρκεια τών συνεδριάσεων τής Συνόδου, αλλά εκτείνεται ιδιαίτερα στην τέταρτη ενότητα (σ. 401-733) στα μετά τη Σύνοδο κείμενα. Στα κείμενα αυτά ο συγγραφέας τολμά και “διαλέγεται” κατά πρόσωπο με την επιχειρηματολογία τών “υπερμάχων” τής Συνόδου. Έτσι, με επιστημονική πληρότητα και σεβασμό στην άλλη άποψη παραθέτει την επιχειρηματολογία της και ακολούθως τής ασκεί κριτική με βάση την πατερική και συνοδική παράδοση τής Εκκλησίας μας. Κανένα από τα επιχειρήματα τής άλλης πλευράς που επιστρατεύτηκαν για να δικαιολογήσουν τις εκτροπές από την εκκλησιαστική παράδοση δεν μένει αναπάντητο από τον συγγραφέα: ο όρος «Εκκλησία» για τους ετεροδόξους ως «τεχνικός όρος», ως κατ’ οικονομία ή συμβατικά χρησιμοποιούμενος, ότι δήθεν έχει χρησιμοποιηθεί από Αγίους και Συνόδους, οι όροι «ετερόδοξες εκκλησίες» και «αδελφές εκκλησίες», το έγκυρο και υποστατό τού βαπτίσματος τών ετεροδόξων, η βαπτισματική θεολογία, τα χαρισματικά και κανονικά όρια τής Εκκλησίας, εκκλησιολογικός αποφατισμός και ετεροπροσδιορισμός, η Εκκλησία ως εικόνα τής Άγ. Τριάδος, η θεολογία τού προσώπου είναι ορισμένα από τα θεολογικά ζητήματα που διαπραγματεύεται με ιδιαίτερη επιτυχία ο συγγραφέας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η άλλη πλευρά δεν τόλμησε να αντιτάξει ουσιαστικό θεολογικό αντίλογο!

3. Ιδιαίτερα σημαντική, ορθότερα μοναδική, είναι η συμβολή τής εκδόσεως αυτής στην ενημέρωση τού Λαού τού Θεού, ακόμα και τών επισκόπων, διότι περιέχει στοιχεία τα οποία για πρώτη φορά βλέπουν το φως τής δημοσιότητας και λύνουν πολλές απορίες όσων ασχολούνται σοβαρά και υπεύθυνα με τα ζητήματα αυτά. Ενδεικτικά αναφέρουμε:

α) Την αλληλογραφία τού συγγραφέως με την Ι. Σύνοδο τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, 

β) Τα εκτενή αποσπάσματα από τα πρακτικά τών Συνεδριάσεων τής Διαρκούς Ι. Συνόδου και τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, στα οποία έχουν πρόσβαση μόνο οι Μητροπολίτες και όχι το λοιπό πλήρωμα τής Εκκλησίας, 

γ) Τις Εκθέσεις τών εκπροσώπων τής Εκκλησίας τής Ελλάδος στην Ειδική Επιτροπή Αναθεωρήσεως τών Κειμένων κατά το τελευταίο κρίσιμο προσυνοδικό στάδιο (2014-2015). Οι εκθέσεις αυτές αναγράφουν στην προμετωπίδα «ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΙΜΟ» και παραμένουν μέχρι σήμερα άγνωστες ακόμα και στην πλειονότητα τών Ιεραρχών. Ο συγγραφέας εισηγείται τη δημοσίευση τών Εκθέσεων αυτών, ισχυριζόμενος, μάλιστα, ότι, εκτός των άλλων, παρέχουν και σημαντικά στοιχεία ώστε να καταλάβουμε γιατί απουσίασαν τα τέσσερα Πατριαρχεία από την Κρήτη.

δ) Τις ομοφώνως εγκριθείσες προτάσεις τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος (24-25.5.16) για διόρθωση τών προσυνοδικών κειμένων. 

ε) Τις δώδεκα παρεμβάσεις τού συγγραφέως κατά τη διάρκεια τών Συνεδριάσεων τής ΑΜΣΟΕ.

στ) Τα εκτενή αποσπάσματα εκ τών πρακτικών που τήρησε προσωπικά ο συγγραφέας κατά τη διάρκεια τών Συνεδριάσεων τής Συνόδου τής Κρήτης, στα οποία αποτυπώνεται η σκέψη και ο λόγος Προκαθημένων και επιφανών επισκόπων τής ανά την οικουμένη Ορθοδοξίας.

ζ) Το πλαίσιο στο οποίο αναγκάστηκε η αντιπροσωπεία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος να τροποποιήσει την πρότασή Της παραβαίνοντας την ομόφωνη απόφαση τής Ιεραρχίας της.

4. Ο συγγραφέας αναφερόμενος εκτενώς στις Συνεδριάσεις τής ΑΜΣΟΕ δεν περιορίζεται σε δημοσιογραφικού επιπέδου αναφορές, αλλά καταθέτει εκτενή αποσπάσματα από πρακτικά τών Συνεδριάσεων που ο ίδιος τήρησε και προχωρά σε θεολογική αποτίμηση και κριτική τών λεχθέντων κατά τις Συνεδριάσεις με σεβασμό αλλά χωρίς «να βλέπει πρόσωπο ανθρώπου» αν αυτός είναι Προκαθήμενος ή όχι.

5. Άξιον επισημάνσεως είναι ότι ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με ιδιαίτερο σεβασμό τα τέσσερα Πατριαρχεία που δεν συμμετείχαν στη Σύνοδο τής Κρήτης (Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας). Τολμά μάλιστα να διαφοροποιηθεί από την κρατούσα στην ελληνόφωνη Ορθοδοξία αντίληψη που αποδίδει αποκλειστικά και μόνο σε γεωπολιτικούς συσχετισμούς και εθνοφυλετικά κριτήρια τη μη συμμετοχή τους και επισημαίνει και τις θεολογικές παραμέτρους που οδήγησαν στην απόφαση αυτή (σ. 226, 228-229, 405-407). Δυστυχώς, σημαίνοντες εκκλησιαστικοί παράγοντες που έχουν αναγάγει τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς και τη διπλωματία σε κύριο κριτήριο και οδηγό στην εκκλησιαστική τους διακονία σε διορθόδοξο επίπεδο, κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι υπάρχουν και κάποιες Εκκλησίες, οι οποίοι σέβονται το παραδοσιακό-εκκλησιαστικό φρόνημα τού ποιμνίου τους και ενεργούν με βάση και την Ορθόδοξη θεολογία. Το πλέον λυπηρό είναι ότι πολλοί εκ τών παραδοσιακών κληρικών, ακόμα και επισκόπων, εντελώς άκριτα επαναλαμβάνουν όσα η “εκκλησιαστική” προπαγάνδα έχει επιβάλει στον ελληνόφωνο εκκλησιαστικό χώρο.

6. Ολόκληρη την έκδοση τη διαπερνά ο καημός και πόνος τού συγγραφέως για την περιφρόνηση τής θεολογίας στη Σύνοδο τής Κρήτης. Πολλές φορές επανέρχεται στο σημείο αυτό. Αναφέρει, μάλιστα, συγκεκριμένες παρεμβάσεις επιφανών επισκόπων που χαρακτήρισαν την ουσιαστική θεολογική συζήτηση «βυζαντινισμό» και «χάσιμο χρόνου» (σ. 661) ή ότι «δεν είναι ορθό να θέτουμε τέτοια δογματικά θέματα» διότι «το Ιερό Σώμα θα καταπονηθεί με αντιδικίες θεολογικής και φιλοσοφικής φύσεως» (σ. 661). Με ιδιαίτερο πόνο σημειώνει την παρέμβαση τού Αλεξανδρινού Προκαθημένου που απαξίωσε τις θεολογικές συζητήσεις κατά τις Συνεδριάσεις τής Συνόδου και παρ’ όλα αυτά χειροκροτήθηκε από την πλειοψηφία τών παρόντων Επισκόπων και τών Προκαθημένων (σ. 662) καταδεικνύοντας το αρνητικό κλίμα που υπήρχε για σοβαρές θεολογικές συζητήσεις στη Σύνοδο. Διαπιστώνει με θλίψη ο συγγραφέας: «δεν ήταν επιθυμητή η θεολογία στις Συνεδριάσεις στη Σύνοδο τής Κρήτης και, επομένως, ισχύει κατά πάντα ο λόγος τού Μεγάλου Βασιλείου ότι πολλοί Επίσκοποι, Κληρικοί και θεολόγοι “τεχνολογούσι αλλ’ ου θεολογούσι”» (σ. 684). Διερωτώμαι όμως, είναι δυνατόν μία Σύνοδος που απαξιώνει την Ορθόδοξη θεολογία να καταταγεί στις Αγίες και Μεγάλες Συνόδους τής Ορθοδοξίας;

Αν λοιπόν δεν ήταν η Ορθόδοξη θεολογία το κύριο έργο τής Συνόδου, η βάση τών συζητήσεων και τών προβληματισμών τών συνοδικών μελών, τότε τι ήταν αυτό που καθόρισε τις βασικές συνοδικές αποφάσεις στα κρίσιμα ζητήματα; Ο συγγραφέας είναι απολύτως κατηγορηματικός: δεν ήταν η θεολογία αλλά η γεωπολιτική διπλωματία! Πάλιν και πολλάκις επανέρχεται στο ζήτημα αυτό (σ. 251, 301-304, 433), διότι το θεωρεί – και δικαίως – ως το μείζον προβληματικό σημείο τής Συνόδου τής Κρήτης και τη γενεσιουργό αιτία όλων τών προβλημάτων της. Έχοντας προσωπική πείρα από τη συμμετοχή στα Συνοδικά Όργανα και στην Αντιπροσωπεία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος και κυρίως από την ουσιαστική παρουσία του στην ΑΜΣΟΕ, αντιλαμβάνεται και με τόλμη καταγγέλλει ότι το βασικό κριτήριο τής Συνόδου τής Κρήτης δεν ήταν η θεολογία τών Πατέρων και τών Οικουμενικών Συνόδων αλλά η εκκλησιαστική διπλωματία και οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί. Αλλά τι τραγικό, μία Σύνοδος τέτοιου υψηλού επιπέδου, η οποία συνεκλήθη ως «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» και φιλοδοξεί να συγκαταριθμηθεί στις πράγματι Αγίες και Μεγάλες Συνόδους τής Εκκλησίας, να έχει θέσει ως πυξίδα τής πορείας της τη γεωπολιτική διπλωματία! Είναι προφανές ότι η εκκλησιαστική συνείδηση θα την αντιμετωπίσει όπως στο παρελθόν άλλες παρόμοιες (Λυώνος, Φλωρεντίας). Επιπλέον δε, τα ανωτέρω καταδεικνύουν την έλλειψη σοβαρού θεολογικού προβληματισμού τής «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», και ερμηνεύουν πλήρως την αξιοθρήνητη θεολογική παραγωγή της και συνεπακόλουθα την απαξίωσή της ακόμα και από τους συμμετέχοντες…

7. Ο συγγραφέας δεν δυσκολεύεται να επισημάνει και τα θετικά σημεία τής Συνόδου τής Κρήτης και τών κειμένων της, ιδιαίτερα τής Εγκυκλίου και τού Μηνύματος τής Συνόδου τα οποία «έχουν πολλά θεολογικά νοήματα… και από πλευράς ορθοδόξου πίστεως και μαρτυρίας» (724). Επίσης, τονίζεται η αναγνώριση τών Μεγάλων Συνόδων τού Άγ. Φωτίου (779-880), τού Άγ. Γρηγορίου τού Παλαμά (1341-1368), τής Κωνσταντινουπόλεως τού 1484 και τών Συνόδων τών Πατριαρχών τής Ανατολής ως «καθολικού κύρους». Ας μού επιτρέψει όμως να προσθέσω και δύο επί πλέον θετικά σημεία τής Συνόδου τα οποία, πιστεύω, έχουν ιδιαίτερη σημασία:

i. Με αφορμή τη Σύνοδο τής Κρήτης, ξυπνήσαμε οι Ορθόδοξοι! Απλοί πιστοί, μοναχοί, κληρικοί ακόμα και Σύνοδοι Εκκλησιών ασχολήθηκαν, ενδιαφέρθηκαν, ανησύχησαν, έλαβαν ουσιαστικές αποφάσεις. Πρώτη φορά στη νεώτερη εκκλησιαστική ιστορία ο λαός ασχολήθηκε με θεολογικά ζητήματα. Κατάλαβε τις μεθοδεύσεις κατά τής πίστεως, αντιστάθηκε και κατόρθωσε εν πολλοίς να ματαιώσει τα άνομα σχέδια. Ιδιαίτερα ενδεικτικό: την Ημερίδα τών τεσσάρων Μητροπόλεων και τής «Συνάξεως Κληρικών και Μοναχών» στον Πειραιά (23.3.16) ‒ στην οποία συμμετείχε ως εισηγητής ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και η εισήγησή του περιλαμβάνεται στην παρούσα έκδοση ‒ την παρακολούθησαν άνθρωποι σε ολόκληρη την υφήλιο (πάνω από 100.000 άτομα μέσω τού intv.gr, ενώ είναι απροσδιόριστος ο αριθμός μέσω youtube και άλλων ιστοσελίδων και ιστολογίων, χιλιάδες τα views στα αναρτηθέντα κείμενα σε εκατοντάδες ιστοσελίδες και ιστολόγια και η μετάφρασή τους σε πολλές γλώσσες). Αυτό και μόνο καταδεικνύει την ανησυχία και το ενδιαφέρον τού Λαού τού Θεού σε πανορθόδοξο επίπεδο.

ii. Η Σύνοδος τής Κρήτης έγινε αφορμή για μία διορθόδοξη ουσιαστική επικοινωνία όχι σε υπηρεσιακό-θεσμικό επίπεδο ηγεσιών. Στο επίπεδο αυτό πολλές φορές δεν υπάρχει η χριστιανική απλότητα και ειλικρίνεια, αλλά επικρατούν ήθος και πρακτικές πολιτικής και διπλωματίας. Η Σύνοδος, λοιπόν, βοήθησε στην επικοινωνία, τη συνεργασία και την ανταλλαγή απόψεων μεταξύ τού Λαού τού Θεού σε πανορθόδοξο επίπεδο. Ήταν μοναδικό στα εκκλησιαστικά χρονικά τών τελευταίων πολλών δεκαετιών το ενδιαφέρον και η ανησυχία ‒ «εν πολλοίς δικαιολογημένη», όπως την χαρακτήρισε η Ιεραρχία μας ‒ τού Λαού τού Θεού σε πανορθόδοξο επίπεδο για ένα εκκλησιαστικό-θεολογικό γεγονός!

Δεν υπάρχει τέτοιο προηγούμενο: με απλότητα και ειλικρίνεια, χωρίς μεθοδεύσεις, μηχανισμούς στήριξης και managers κάποια πρόσωπα ξεπέρασαν τα όρια τών Τοπικών τους Εκκλησιών και αναδείχθηκαν σε πανορθόδοξο επίπεδο οι φορείς μέσω τών οποίων η πανορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση εκφράστηκε. Αναφέρομαι σε τρία πρόσωπα: τον συγγραφέα Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεο, τον πρωτοπρεσβύτερο Θεόδωρο Ζήση, Ομότιμο Καθηγητή Πατρολογίας, και τον Καθηγητή τής Δογματικής κ. Δημ. Τσελλεγγίδη. Ο καθένας από την ιδιαίτερη θέση που έχει ταχθεί, με το δικό του τρόπο, με το δικό του ύφος αλλ’ όμως με ενιαίο εκκλησιαστικό ήθος και αγάπη για την Εκκλησία μας, με τεκμηριωμένο στην εκκλησιαστική παράδοση λόγο. Είναι συγκινητικό και συνάμα συγκλονιστικό, γιατί θυμίζει παλαιότερες κρίσιμες στιγμές τής Εκκλησίας μας. Ο Θεός αυτούς κυρίως επέλεξε αυτή την πολύ κρίσιμη στιγμή να σηκώσουν το βάρος τής υπεράσπισης τού συνοδικού θεσμού και τής Ορθοδόξου πίστεως σε πανορθόδοξο επίπεδο, με σημαντικό προσωπικό κόστος. Έτσι, τα κείμενά τους θεμελιωμένα στην πατερική και συνοδική ορθόδοξη παράδοση και στην αγιοπνευματική εμπειρία τών συγχρόνων αγίων, ξεπέρασαν τα όρια τής ελληνόφωνης Ορθοδοξίας, μεταφράστηκαν και αξιοποιήθηκαν σε πανορθόδοξο επίπεδο και αποτέλεσαν τη βάση τού προβληματισμού ακόμα και για Συνόδους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και Πατριαρχείων.

8. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η έκδοση, διότι προχωρεί με εξαιρετική παρρησία – δυστυχώς, ασυνήθιστη σε επισκοπικό επίπεδο – σε νηφάλια αλλά αυστηρή θεολογική αποτίμηση και κριτική τής Συνόδου τής Κρήτης και τών κειμένων της. Είναι πράγματι μια κατάθεση ψυχής μαρτυρική, με τη διττή έννοια: και ως κατάθεση προσωπικής εμπειρίας, αλλά, είναι σίγουρο αυτό, και ως θυσιαστική προσφορά στο Σώμα τού Χριστού, σε όλη την Εκκλησία. Όλοι γνωρίζουμε το τι περιμένει όσους σεβόμενοι την πίστη και τη συνείδησή τους μαρτυρούν και υπεραμύνονται τής Αληθείας: Απομόνωση, ειρωνείες, λοιδορίες, λεκτικός προπηλακισμός, απειλές καθαιρέσεων κ.ο.κ. από κέντρα και παράκεντρα “εκκλησιαστικής” εξουσίας. Και, δυστυχώς, αυτές οι μεθοδεύσεις έχουν αποτέλεσμα: οι πλείστοι των επισκόπων μας ενώ έχουν παραδοσιακό φρόνημα και δεν αποδέχονται τους οικουμενιστικούς ακροβατισμούς ούτε τη νέα περιεκτική εκκλησιολογία, σιωπούν διότι δεν έχουν την εσωτερική δύναμη να ανταπεξέλθουν στον έντονο φανερό ή αφανή πόλεμο τής Νέας Τάξης Εκκλησιαστικών Πραγμάτων (σ. 427)!

Όμως ο Σεβασμιώτατος σεβόμενος τους Αρχιερατικούς του Όρκους τολμά και μαρτυρεί περί τής Αληθείας. Δεν φοβάται να χρησιμοποιήσει λέξεις που αποδίδουν τη ζοφερή πραγματικότητα: μιλάει για «παγίδευση» τής Εκκλησίας τής Ελλάδος κατά το προσυνοδικό στάδιο, αναφέρεται σε «κοσμικούς συμβιβασμούς και σκοπιμότητες» (σ. 250), και επισημαίνει ότι «όταν δημοσιευθούν τα Πρακτικά τής Συνόδου,… τότε θα φανεί καθαρά ότι στην Σύνοδο κυριαρχούσαν η θεωρία τών κλάδων, η βαπτισματική θεολογία και κυρίως η αρχή τής περιεκτικότητος, δηλαδή η διολίσθηση από την αρχή τής αποκλειστικότητος στην αρχή τής περιεκτικότητος» (σ. 473). Επίσης, καταγγέλλει και αυτός δύο καίριας σημασίας στοιχεία, που όλοι όσοι ασχολούνται με την Σύνοδο έχουν διαπιστώσει: α) «προβληματικότητα τής Συνόδου από πλευράς θεολογίας» (σ. 684) και β) ότι «με τη Σύνοδο αυτή δεν εξυπηρετήθηκε η ενότητα τής Εκκλησίας» (σ. 713). Με άλλα λόγια, η Σύνοδος τής Κρήτης δεν υπηρέτησε την εν Αληθεία ενότητα τής Εκκλησίας. Συνεπώς, «πως δ’ αύ Αγία και Μεγάλη»;!

9. Όπως είναι αναμενόμενο, ο συγγραφέας αναφέρεται ιδιαίτερα στο 6ο κείμενο τής ΑΜΣΟΕ με τίτλο «Σχέσεις τής Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον». Το κείμενο αυτό είναι το κατ’ εξοχήν δογματικό-εκκλησιολογικό κείμενο τής Συνόδου και ουσιαστικά είναι η λυδία λίθος που θα καθορίσει την εγκυρότητα ή μη τής Συνόδου τής Κρήτης από την εκκλησιαστική συνείδηση. Σε πολλά σημεία ο Σεβασμιώτατος αναφέρει ότι το κείμενο αυτό δεν ήταν «ώριμο» προς συζήτηση και επικύρωση, διότι «το όλο κείμενο είναι ελλειμματικό και αντιφατικό ως προς την εκκλησιολογία του» (σ. 412). Πιο συγκεκριμένα ομιλεί για «διγλωσσία», «αμφισημία» (σ. 608, 727) «αντιφατικότητα» (σ. 473), «εκκλησιολογική σύγχυση» (σ. 549, 728), «διπλωματική δημιουργική ασάφεια» (σ. 506, 728), «όχι μόνο δεν είναι θεολογικό, αλλά συγχρόνως δεν είναι καθαρό, δεν έχει καθαρές προοπτικές και βάσεις, είναι διπλωματικό. Όπως έχει γραφή, διακρίνεται από μια διπλωματική δημιουργική ασάφεια. Και ως διπλωματικό κείμενο δεν ικανοποιεί ούτε τους Ορθοδόξους ούτε τους ετεροδόξους. Δεν μπορώ να κατανοήσω πώς θα το δεχθούν οι άλλοι Χριστιανοί τους οποίους αποκαλούν ταυτοχρόνως “ετεροδόξους”, δηλαδή αιρετικούς, “λοιπούς Χριστιανούς” και “αδελφούς”, ή ταυτοχρόνως ομιλούν για “ετερόδοξες Εκκλησίες” και “αδελφές Εκκλησίες”» (σ. 506). Τα ανωτέρω στοιχεία ακυρώνουν πλήρως το κείμενο αυτό ως συνοδική απόφαση Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και συμπαρασύρουν και τη Σύνοδο που το επικύρωσε!

10. Αναφερόμενος ο συγγραφέας στα όσα οδήγησαν την Αντιπροσωπεία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος να παραβεί την ομόφωνη απόφαση τής Ιεραρχίας Της (24-25.5.2016) και να καταθέσει πρόταση με την οποία χαρακτηρίζονται οι αιρετικές Χριστιανικές Κοινότητες ως «Εκκλησίες», παραθέτει εκτενές απόσπασμα με την έντονη προτροπή τού Προέδρου τής Συνόδου και Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών (σ. 395-396).

Ο Παναγιώτατος στην προσπάθειά του να πείσει την Εκκλησία τής Ελλάδος να αποστή τής ομόφωνης αποφάσεως τής Ιεραρχίας Της με την οποία αρνείτο να χαρακτηρίσει συνοδικά ως «Εκκλησίες» τους αιρετικούς και να καταθέσει καινούργια πρόταση είπε επί λέξει: «Εκκλησία Μία, Αγία, Καθολική είμαστε μόνο εμείς. Ονομάζουμε συμβατικά Εκκλησίες και τους άλλους» (σελ. 396)! Αξίζει να επισημάνουμε ότι τη φράση τού Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου την αποσιώπησαν όλοι όσοι αναφέρονται στη Σύνοδο και μάς την αποκαλύπτει μόνο ο Σεβασμιώτατος Ναυπάκτου. Γιατί, άραγε; Τα ερωτήματα όμως από την Πατριαρχική παρέμβαση είναι καταλυτικά: Είναι δυνατόν σε συνοδικό κείμενο επιπέδου Αγίας και Μεγάλης Συνόδου να χρησιμοποιείται εκκλησιολογική ορολογία «συμβατικά»; Ή γιατί τουλάχιστον η φράση αυτή τού Παναγιωτάτου δεν τέθηκε ως διευκρίνιση στο συνοδικό κείμενο ότι «Εκκλησία Μία, Αγία, Καθολική είναι μόνο η Ορθόδοξη και ονομάζουμε συμβατικά (ή κατ’ οικονομία) Εκκλησίες και τους άλλους Χριστιανούς», για να μην υπάρχει δυνατότητα παρερμηνείας αλλά και να καθησυχάσουν οι πιστοί;

Όμως ας μάς επιτραπεί να διερωτηθούμε: Πώς είναι δυνατόν ο Παναγιώτατος όταν απευθύνεται στο Σώμα τών Ορθοδόξων Ιεραρχών εν Κρήτη και από το βήμα τής Προεδρίας τής ΑΜΣΟΕ αναφέρει ότι «Εκκλησία Μία, Αγία, Καθολική είμαστε μόνο εμείς. Ονομάζουμε συμβατικά Εκκλησίες και τους άλλους» και από την άλλη εκπρόσωποι τού Οικουμενικού Θρόνου ή και ο Ίδιος απευθυνόμενος ή υπογράφοντας κοινές δηλώσεις με τον πάπα τής Ρώμης ή στο Κείμενο τού Balamand ή στην «Ομολογία τών Θυατείρων» (σ. 179-196) αποδίδει στη Ρώμη ή σε Προτεσταντικές Κοινότητες όχι «συμβατικά» αλλά πλήρη τα στοιχεία τής εκκλησιαστικότητας (αποστολική παράδοση, αποστολική διαδοχή, μυστήρια, ιδιαιτέρως την Ιερωσύνη και το Βάπτισμα, μετοχή στη διαποίμανση τού Λαού τού Θεού κ.ο.κ.) αναγνωρίζοντάς τους έτσι πλήρη μετοχή στο Σώμα τού Χριστού (σ. 602-608); Ποια είναι η πραγματική εκκλησιολογική θέση τού Οικουμενικού Πατριαρχείου; Αποδέχεται την «αποκλειστική» ή «περιεκτική» εκκλησιολογία; Γιατί σε αυτά τα κρίσιμα ζητήματα να υπάρχει τόση ασάφεια;

Και έτι πλέον: Έγινε αποδεκτή στην Κρήτη η θεολογικώς απαράδεκτη και αυτοαναιρούμενη φράση «ετερόδοξες Εκκλησίες». Όμως δύο χρόνια τώρα, πού και πότε χρησιμοποιήθηκε η φράση αυτή σε κείμενο ή ομιλία τού Παναγιωτάτου ή στελεχών τού Οικουμενικού Θρόνου ή άλλων Εκκλησιών που την προσυπέγραψαν και υπεραμύνονται τής σοβαρότητός της; Ποτέ και πουθενά! Όλοι αυτοί ομιλούν πλέον μόνο για «Εκκλησίες» ή «Αδελφές Εκκλησίες», ποτέ όμως για «ετερόδοξες Εκκλησίες»! Από τη μια έκαναν τα πάντα για να εγκριθεί στο κείμενο η φράση «ετερόδοξες Εκκλησίες» και στην πράξη επιβάλλουν τον όρο «Εκκλησίες», αποδίδοντας όλα τα βασικά εκκλησιολογικά στοιχεία τής Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας τού Χριστού (σ. 602-608)! Αυτό, αν δεν είναι διγλωσσία, είναι παραπλάνηση τών Συνοδικών μελών – ιδιαιτέρως δε, τής Αντιπροσωπείας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος – και τού πληρώματος τών Ορθοδόξων.

Δυστυχώς, φοβούμαι πως ο μητροπολίτης Ναυπάκτου έχει δίκιο όταν δηλώνει με απόλυτη σαφήνεια αναφερόμενος σε πολλούς κληρικούς και θεολόγους: «Τελικά εκείνο που ενοχλεί στην υπόθεση αυτή είναι ότι στις συζητήσεις εντός και εκτός τής Ορθοδόξου Εκκλησίας χρησιμοποιείται η διγλωσσία, τριγλωσσία και πολυγλωσσία, δεν υπάρχει ενιαία γλώσσα. Αλλιώς εκφράζονται σε ορθόδοξα και μοναχικά περιβάλλοντα και αλλιώς εκφράζονται σε ετερόδοξα περιβάλλοντα. Στην ουσία, όπως φαίνεται καθαρότατα, διολισθαίνουν από την αρχή τής αποκλειστικότητας στην αρχή τής περιεκτικότητας» (σ. 607).

Συμπερασματικά, η παρούσα έκδοση καταδεικνύει περίτρανα ότι όσοι βιάζονται και πιέζουν φορτικά να σταματήσει η συζήτηση και κριτική στην «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», διότι όλα έγιναν τάχα καλώς, ή δεν καταλαβαίνουν ή υπηρετούν εγκόσμιες σκοπιμότητες ξένες προς το αληθινό εκκλησιολογικό και συνοδικό φρόνημα τής εκκλησιαστικής μας παραδόσεως. Δεν είναι δυνατόν να παραβλέψει η εκκλησιαστική συνείδηση τα καίρια ζητήματα που με θεολογική σαφήνεια, αξιομίμητη τόλμη και νηφάλια παρρησία θέτει ο Σεβασμιώτατος. Οι Ηγεσίες τών τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών οφείλουν να ενσκήψουν σ’ αυτά και να τα αντιμετωπίσουν με υπευθυνότητα και σοβαρότητα, θεραπεύοντας τις πληγές που δημιούργησε η Σύνοδος τής Κρήτης στο Σώμα τής Εκκλησίας σε διορθόδοξο αλλά και σε επίπεδο τοπικών Εκκλησιών. Σε αντίθετη περίπτωση τα προβλήματα τόσο σε τοπικό, όσο και σε πανορθόδοξο επίπεδο θα αυξάνονται. Από την πλευρά του ο Λαός τού Θεού οφείλει να αναζωπυρώσει το χάρισμα που έχει ως μέλος τής Ορθοδόξου Εκκλησίας και να εκφράσει συνειδητά και υπεύθυνα την εκκλησιολογική του αυτοσυνειδησία στο μέτρο τής διακονίας και τού χαρίσματος που έχει στο Σώμα τού Χριστού. Η συμβολή τής παρούσης εκδόσεως στη διακονία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι μοναδική και πολύτιμη στην κρίσιμη αυτή μετα-Συνοδική περίοδο.

Κλείνω τη βιβλιοπαρουσίαση με τις σκέψεις τού ίδιου τού συγγραφέως: «Τελικά, η Σύνοδος τής Κρήτης ανήκει στην ιστορία και θα την κρίνει η “δογματική συνείδηση” τών Ορθοδόξων Χριστιανών, που έχουν “νουν Χριστού” (Α΄ Κορ. β΄, 16) και είναι φίλοι τού Χριστού. Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να καταθέτουμε τις σκέψεις μας και την μαρτυρία μας» (σ. 722).

Δημιουργία αρχείου: 9-8-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 9-8-2018.

ΕΠΑΝΩ