Σύγχρονες προκλήσεις σε ζητήματα Βιοηθικής * Βιοηθικές προκλήσεις στη νέα χιλιετία. Μια Ορθόδοξη απάντηση * Μεταμοσχεύσεις και εγκεφαλικός θάνατος * Δωρητές οργάνων και εγκεφαλικός θάνατος * Κριτική στην έννοια του εγκεφαλικού θανάτου * 25 Ερωτήματα για τις μεταμοσχεύσεις ζητούν Απάντηση * «Εγκεφαλικός θάνατος»: θα πρέπει να αναθεωρηθεί; * Υπάρχουν όρια στην διάθεση τού ανθρωπίνου σώματος;
Βιοηθική και βιοθεολογία Ανάγκη για νοηματοδότηση τού ανθρώπινου βίου Tού Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
Πηγή: Ομιλία στο Διεπιστημονικό Συνέδριο με θέμα: «Σύγχρονη Βιοηθική: Προκλήσεις – Προσεγγίσεις – Προοπτικές» στον Πύργο στις 4-6/05/2018. Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση τεύχος 279. Οκτώβριος 2019. Αναδημοσίευση από: http://www.parembasis.gr |
Θα ήθελα να ευχαριστήσω όχι μόνον για την πρόσκληση να συμμετάσχω σε αυτό το σημαντικό Συνέδριο για την Βιοηθική, αλλά κυρίως για την επιμονή σας να έλθω, ιδιαίτερα τού Σεβ. Μητροπολίτου Ηλείας κ. Γερμανού, που σημαίνει ότι ενδιαφέρεσθε να ακούσετε την άποψη τής Εκκλησίας πάνω στα θέματα αυτά. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά μου, ανταποκρίθηκα ευχαρίστως στην επιθυμία σας αυτή με την βεβαιότητα ότι στο Συνέδριο αυτό υπάρχουν εκλεκτοί εισηγητές, οι οποίοι θα καλύψουν όλες τις πλευρές τού θέματος αυτού.
Το θέμα που επέλεξα να σάς παρουσιάσω με έναν συνοπτικό τρόπο είναι «Βιοηθική και βιοθεολογία», που είναι η σχέση μεταξύ αυτών τών δύο στην σύγχρονη πραγματικότητα.
1. Μοριακή βιολογία και γενετική μηχανική Επειδή κλήθηκα να ομιλήσω και να αναπτύξω σε διάφορα Συνέδρια θέματα σχετικά με την βιοηθική από ορθοδόξου προοπτικής, όπως και δίδαξα το μάθημα τής Βιοηθικής στην Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή «άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός», τού Λιβάνου, γι’ αυτό εξαναγκάσθηκα να αποκτήσω μερικές γνώσεις βιολογίας και, κυρίως, τής λεγομένης μοριακής βιολογίας. Ο όρος βιολογία δηλώνει την επιστήμη εκείνη «που μελετά τους ζωντανούς οργανισμούς ως προς την δομή, την λειτουργία, την προέλευση, την εξέλιξη, την κατανομή, την ταξινόμηση και τις σχέσεις αλληλεξάρτησης» (Γ. Μπαμπινιώτης). Ειδικότερα, ο όρος μοριακή βιολογία σημαίνει «το σύνολο τών τεχνικών και τών ανακαλύψεων που συνέβαλαν στη μοριακή ανάλυση τών απόκρυφων μηχανισμών τών εμβίων όντων, δηλαδή τών μηχανισμών εκείνων που είναι υπεύθυνοι για τη διαιώνιση και την αναπαραγωγή τους» (Μισέλ Μοράνζ). Η ανάπτυξη αυτής τής επιστήμης, δηλαδή τής μοριακής βιολογίας, είναι αποτέλεσμα δύο άλλων επιστημών που αναπτύχθηκαν στις αρχές τού 20ού αιώνος, δηλαδή τής γενετικής και τής βιοχημείας. Η επιστήμη τής γενετικής ασχολείται με τα γονίδια, ενώ τμήμα τής επιστήμης τής βιοχημείας ασχολείται με την λειτουργική έκφραση τών γονιδίων που είναι οι πρωτεΐνες και τα ένζυμα. Η μοριακή βιολογία γεννήθηκε, όταν αναγνωρίσθηκε το γονίδιο ως κομμάτι τού DNA, όταν καθορίσθηκε η δομή του και προσδιορίσθηκε «ο ρόλος του στην διαδικασία τής πρωτεϊνικής σύνθεσης». Η γενετική μηχανική δηλώνει την επιστήμη εκείνη που περιγράφει «το σύνολο τών τεχνικών διαδικασιών που επιτρέπουν την επέμβαση στα γονίδια, την απομόνωσή τους, τον προσδιορισμό τους, την τροποποίησή τους, τη μεταφορά τους από έναν οργανισμό σε έναν άλλο, την έκφρασή τους». Οι δύο αυτές επιστήμες, δηλαδή η μοριακή βιολογία και η γενετική μηχανική, δεν μπορούν να χωρισθούν μεταξύ τους, είναι δε στενά συνδεδεμένες, αφού η ιστορία τής γενετικής μηχανικής κατανοείται, όταν εξετάζεται η ιστορία τής μοριακής βιολογίας. Έτσι, ενώ η μοριακή βιολογία κάνει λόγο για τα κύτταρα και τον πυρήνα τους, τα γονίδια, το DNA, η γενετική μηχανική περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο η μοριακή βιολογία μπορεί να επέμβη σε αυτόν τον εσωτερικό χώρο τού πυρήνος. Παρατηρεί κανείς μερικά βασικά στάδια εξέλιξης τής σύγχρονης βιολογίας. Πρόκειται για ιστορικές επαναστάσεις στην σύγχρονη βιολογία. Η πρώτη «επανάσταση» στην σύγχρονη βιολογία ξεκίνησε από την δεκαετία τού 1950. Πρόκειται για την διαλεύκανση τού DNA, που αποτελείται από άνθρακα, οξυγόνο, υδρογόνο, άζωτο και φώσφορο. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την διαλεύκανση έπαιξαν δύο επιστήμονες, ο J. Watson και ο F. Crick. Σε αυτήν την επανάσταση κατατάσσεται ο τρόπος μεταφράσεως τής γενετικής πληροφορίας και η μεταφορά τής γενετικής πληροφορίας από το DNA στο RNA και από το RNA στις πρωτεΐνες. Η δεύτερη «επανάσταση» σημειώθηκε την δεκαετία τού 1970 και συνδέεται με τον ανασυνδυασμό τού DNA. Με ειδική μέθοδο απομονώνονται τμήματα τού DNA, και με την βοήθεια τών βακτηριδίων-ξενιστών πολλαπλασιάζονται σε μεγάλες ποσότητες. Με τον τρόπο αυτό προσδιορίζονται μερικά γονίδια που υπάρχουν στο γονιδίωμα και εξετάζεται η πρωτογενής δομή και η οργάνωση ορισμένων από αυτά. Η τρίτη «επανάσταση» στην σύγχρονη βιολογία παρατηρήθηκε την δεκαετία τού 1980 και προσεγγίζονται τα γενετικά υλικά στην ολότητά τους, ώστε μελετάται ο «συσχετισμός τών γονιδίων με τις ασθένειες, την δομή τους, την λειτουργία τους, και το πώς οι πρωτεΐνες, τα παράγωγα τών γονιδίων, αλληλεπιδρούν μεταξύ τους». Με την βοήθεια τής τεχνολογίας προχώρησαν σημαντικά, μελετήθηκε το γονιδίωμα τού ανθρώπου και επιτεύχθηκε πρόσφατα στην χαρτογράφηση τού ανθρωπίνου γονιδιώματος (Νίκος Μοσχονάς). Είναι φανερόν ότι από την βιομηχανική επανάσταση, τής οποίας κέντρο ήταν τα εργοστάσια και η φωτιά, τώρα φθάσαμε στην βιοτεχνολογική επανάσταση, τής οποίας κέντρο είναι τα εργαστήρια και τα κύτταρα. Σχετικά με τον όρο βιοτεχνολογία δόθηκαν πολλοί χαρακτηρισμοί, αλλά κυρίως στην «μοντέρνα βιοτεχνολογία» περιλαμβάνονται, πρώτον οι εργαστηριακές (in vitro) τεχνικές πάνω στο DNA, όπως ο ανασυνδυασμός τού DNA, και η άμεση μεταφορά γενετικού υλικού και οργανυλίων, και δεύτερον η ένωση κυττάρων ανάμεσα σε είδη διαφορετικών οικογενειών, που ξεπερνούν τα όρια τής φυσιολογικής αναπαραγωγής και που δεν συγκαταλέγονται στις παραδοσιακές μεθόδους εκτροφής και επιλογής ειδών» (Cartagena Protocol on Biosafety, Montreal 2000). Πάντως, είναι σαφές ότι οι εφαρμογές τής βιοτεχνολογίας αφορούν πάρα πολλούς τομείς τής ανθρώπινης δραστηριότητας. Έτσι, ως «λευκή βιοτεχνολογία» χαρακτηρίζονται οι εφαρμογές της στην βιομηχανία, π. χ. για την ανάπτυξη νέων χημικών, βιο-καυσίμων, βιο-πλαστικών, νέων ενζύμων για απορρυπαντικά, για παραγωγή τροφών κ.α.· ως «πράσινη βιοτεχνολογία» χαρακτηρίζονται οι εφαρμογές της στον αγροτικό τομέα, όπως για παράδειγμα η ανάπτυξη γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών και ως «κόκκινη βιοτεχνολογία» χαρακτηρίζονται οι εφαρμογές της στην υγεία και την ιατρική, στην προσπάθεια καταπολέμησης και πρόληψης τών ασθενειών τού ανθρώπου. Βέβαια τα όρια μεταξύ λευκής, πράσινης και κόκκινης βιοτεχνολογίας είναι ασαφή (Lorenz P., Eck J). Όπως γνωρίζουμε κάθε οργανισμός έχει το δικό του DNA, που είναι το γενετικό υλικό μέσα στο οποίο υπάρχουν όλες οι πληροφορίες για την εξέλιξή του. Τμήματα τού DNA είναι τα γονίδια τα οποία είναι υπεύθυνα για την παραγωγή τών πρωτεϊνών. Το σύνολο τού DNA μαζί με τα γονίδια που περιέχει αποτελούν το λεγόμενο γονιδίωμα. Το σημαντικό είναι ότι σήμερα οι επιστήμονες με τις δυνατότητες που έχουν μπορούν να κάνουν τον λεγόμενο ανασυνδυασμό τού DNA, δηλαδή να ενώσουν, με διάφορους τρόπους, δύο ανεξάρτητα τμήματα τών δύο άσχετων μεταξύ τους οργανισμών και να δημιουργήσουν ένα καινούργιο στοιχείο που να αποτελήται από τον ανασυνδυασμό δύο διαφορετικών DNA. Ο Τζέρεμυ Ρίφκιν στο βιβλίο του ο αιώνας τής βιοτεχνολογίας αναφέρει μερικά παραδείγματα. Το 1983 πήραν «γονίδια τής ανθρώπινης αυξητικής ορμόνης» και τα έβαλαν στο έμβρυο ενός ποντικιού. Με την ενέργεια αυτή παρήχθηκαν τα «σούπερ ποντίκια» που ήταν δύο φορές μεγαλύτερα από τα άλλα ποντίκια, και το σπουδαιότερο είναι ότι «τα ανθρώπινα γονίδια ενσωματώθηκαν μόνιμα στη γενετική διάταξη αυτών τών ζώων». Το 1984 «συνένωσαν κύτταρα εμβρύου μιας κατσίκας και ενός προβάτου και τοποθέτησαν το έμβρυο αυτό στη μήτρα ενός ζώου υποκατάστατου το οποίο γέννησε ένα αιγοπρόβατο». Το 1986 πήραν το γονίδιο από μια πυγολαμπίδα που προκαλεί το φως και το έβαλαν «στο γενετικό κώδικα ενός φυτού τού καπνού. Τα φύλλα τού καπνού έλαμψαν». Στους επιστήμονες δημιουργείται η εντύπωση ότι κατασκευάζουν εκ νέου τον κόσμο και ότι ο άνθρωπος καθίσταται έτσι δημιουργός τού κόσμου. Γράφεται χαρακτηριστικά: «Αρχίζουμε να βλέπουμε τη ζωή με την οπτική τού χημικού... Για πρώτη φορά στην ιστορία, κατασκευάζουμε την ίδια τη ζωή. Αρχίζουμε να αναπρογραμματίζουμε τους γενετικούς κώδικες τών ζώντων οργανισμών για να εξυπηρετήσουμε τις πολιτισμικές και οικονομικές μας ανάγκες και επιθυμίες. Αναλαμβάνουμε το καθήκον μιας δεύτερης Γένεσης, αυτή τη φορά μιας τεχνητής Γένεσης που υπόκειται στις επιταγές τής αποτελεσματικότητας και τής παραγωγικότητας».
2. Βιοηθική Αυτή η δυνατότητα που δημιουργείται στην εξέλιξη τής μοριακής βιολογίας και τής γενετικής μηχανικής δημιούργησε έντονο προβληματισμό, γι’ αυτό και αναπτύχθηκε από επιστημονικής πλευράς η Βιοηθική. Ο όρος αυτός για πρώτη φορά τέθηκε από τον Βάν Πόττερ το 1971, για να καθορισθή ένας τομέας «ο οποίος θα μπορούσε να συνδυάζει τις βιολογικές γνώσεις με τις ανθρωπιστικές επιστήμες» (Σταμάτης Αλαχιώτης). Η έναρξη τής νέας πορείας τής βιοηθικής ως επιστήμης έγινε σε μια πόλη τών δυτικών Ηνωμένων Πολιτειών, το Εσάϊλομαρ το 1974, όταν σε μια συνάντηση βιολόγων διαπιστώθηκε ότι με το ανασυνδυασμένο DNA και τις δυνατότητες τής νέας τεχνολογίας οι επιστήμονες αποκτούσαν μια μορφή εξουσίας πάνω στην ζωή τού ανθρώπου, με τον χειρισμό τών γονιδίων. Εκεί τέθηκαν τα πρώτα ερωτήματα, όπως για παράδειγμα «ποιος αποφασίζει αν κάποιο πείραμα είναι ηθικά αποδεκτό, με ποια κριτήρια μπορεί να γίνει εφαρμογή μιας ανακάλυψης, αν ο άνθρωπος έχει δικαίωμα να επεμβαίνει γενετικά στον ίδιο τον άνθρωπο». Έτσι, αποφασίσθηκε να δημιουργηθούν επιτροπές βιοηθικής και δεοντολογίας «για την εξέταση βιολογικών θεμάτων με ηθικές προεκτάσεις, να σταματήσουν όλες οι έρευνες στη γενετική τεχνολογία για δύο χρόνια, για να εκτιμηθούν οι κίνδυνοι, οι συνθήκες πειραματισμού και οι επιπτώσεις» (Σταμάτης Αλαχιώτης). Από ορθοδόξου προοπτικής δεχόμαστε τις σύγχρονες βιοϊατρικές έρευνες, όταν συνδυάζωνται με τα πορίσματα τής σύγχρονης επιστήμης τής βιοηθικής. Παράλληλα, όμως, έχουμε και δικά μας κριτήρια, με τα οποία αντιμετωπίζουμε τα διλήμματα που αναφύονται από τις σύγχρονες έρευνες τής βιοτεχνολογίας, και γι’ αυτό έχει εισαχθή και ένας ιδιαίτερος όρος, η λεγόμενη Βιοθεολογία. Στο Μήνυμα τού Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου που διοργανώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη το 2000 γράφεται για τις θεολογικές προϋποθέσεις εξέτασης αυτών τών θεμάτων: «Δια τον λόγον αυτόν η Ορθόδοξος Θεολογία δεν δύναται να θεωρήση την βιοηθικήν ανεξαρτήτως τής δογματικής της διδασκαλίας. Δεν δύναται να υπάρξη βιοηθική χωρίς βιο-θεολογίαν». Η επιστήμη τής βιοηθικής μελετά τρεις βασικές πτυχές τής ζωής τού ανθρώπου που συνδέονται μεταξύ τους: Την αρχή τής ζωής, στην οποία συμπεριλαμβάνονται η χαρτογράφηση τού ανθρωπίνου γονιδιώματος (αποκωδικοποίηση τού γενετικού κώδικα), η κλωνοποίηση, οι αναπαραγωγικές τεχνολογίες, οι έρευνες στα βλαστοκύτταρα, η ανάπτυξη τού εμβρύου και οι εκτρώσεις. Την παράταση τής ζωής, στην οποία συμπεριλαμβάνονται οι μεταμοσχεύσεις, οι γονιδιακές και κυτταρικές θεραπείες, η πρόληψη ασθενειών. Το τέλος τής βιολογικής ζωής, στο οποίο περιλαμβάνονται η ευθανασία και οι δωρεές σωματικών οργάνων στις περιπτώσεις τών λεγομένων «πτωματικών» μεταμοσχεύσεων και τα ηθικά διλήμματα που προκύπτουν στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις περιλαμβάνεται όλος ο ανθρώπινος βίος, η αρχή του, η εξέλιξή του και το τέλος του.
3. Βιοθεολογία Η Ορθόδοξη θεολογία δεν αρνείται την επιστήμη ούτε έρχεται σε αντιπαράθεση μαζί της, αλλά προσπαθεί να βοηθήση τον άνθρωπο να ολοκληρωθή πνευματικά. Η Ορθόδοξη θεολογία απέναντι στα προβλήματα που έχει η σύγχρονη μοριακή βιολογία και γενετική μηχανική στέκεται με ιδιαίτερη προσοχή. Κυρίως τονίζει τρία ιδιαίτερα σημεία. Το πρώτο, ότι η επιστήμη ερευνά τα κτιστά πράγματα, οι έρευνες τών επιστημόνων κινούνται με μια ελευθερία, η δε Ορθόδοξη θεολογία δεν πρέπει να αντιταχθή στην επιστήμη –όταν η τελευταία κινήται αυστηρά στα επιστημονικά της πλαίσια– γιατί είναι διαφορετικά τα επίπεδα στα οποία κινούνται τόσο η επιστήμη όσο και η θεολογία. Δεν πρέπει να φθάσουμε σε μια σύγκρουση θεολογίας και επιστήμης. Όμως η ίδια η επιστήμη πρέπει να θέση τα πλαίσια και τα όρια τής έρευνάς της. Αυτό γίνεται με την επιστήμη τής βιοηθικής. Το δεύτερο σημείο είναι, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία με την θεολογία της θα πρέπη να θέτη τις βασικές «αρχές» για το τι είναι ζωή και τι είναι θάνατος, ποιο είναι το νόημα τής ζωής τού ανθρώπου και πώς υπερβαίνεται η φθαρτότητα και η θνητότητά του. Δηλαδή, η Ορθόδοξη θεολογία ασχολείται με τον άνθρωπο περισσότερο ποιμαντικά και επιδιώκει να τον οδηγήση στην θέωση. Όταν δε η Εκκλησία αντιμετωπίζη βιοηθικά θέματα, πρέπει να εκφράζη τις θεολογικές «θέσεις», χωρίς να ασχολήται με πολλές λεπτομέρειες, οι οποίες μπορούν να χαρακτηρισθούν ως σχολαστικισμός. Το τρίτο σημείο είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία σέβεται την ελευθερία τού ανθρώπου, ο οποίος έχει την δυνατότητα να κινήται στην κατεύθυνση που επιθυμεί, λόγω τού αυτεξουσίου, αλλά αφ’ ενός μεν τού αποκαλύπτει τον ορθόδοξο τρόπο ζωής, αφ’ ετέρου δε τον περιβάλλει με την αγάπη της, όταν ο άνθρωπος με την ελεύθερη επιλογή του απομακρύνεται από την προοπτική τής Ορθοδόξου θεολογίας. Είναι σημαντικό να λεχθή ότι στο μήνυμα τού Διεθνούς Συνεδρίου που έγινε στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 2000, υπό την αιγίδα τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, εκφράσθηκε η άποψη ότι τα θέματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο δεν είναι μόνον ηθικά και βιοηθικά, αλλά και θεολογικά, γι’ αυτό και υπάρχει ανάγκη, πέραν τής βιοηθικής, να ληφθούν υπ’ όψη και οι αρχές τής βιοθεολογίας. Αφού αναφέρεται σε διάφορα ζητήματα καταλήγει: «Υπό τας αυτάς θεολογικάς προϋποθέσεις είναι δυνατόν να δοθούν απαντήσεις και εις έτερα μείζονα προβλήματα βιοηθικής, ως η ευγονική, αι μεταμοσχεύσεις, η κλωνοποίησις και η ευθανασία. Δια τον λόγον αυτόν η Ορθόδοξος θεολογία δεν δύναται να θεωρήση την βιοηθικήν ανεξαρτήτως τής δογματικής της διδασκαλίας. Δεν δύναται να υπάρξη βιοηθική χωρίς βιοθεολογίαν». Αυτό είναι σημαντικό, γιατί πρέπει να κατανοηθή ότι άλλο είναι ο βίος και άλλο είναι η ζωή, άλλο είναι το τέλος τής βιολογικής ζωής και άλλο είναι η τελείωση τής ζωής. Ο βίος συνδέεται με το σώμα και την διαμονή τού ανθρώπου στο ενθάδε, ενώ η ζωή κινείται και πέρα από τον βίο, αφού με τον θάνατο τού ανθρώπου δεν πεθαίνει η ψυχή και δεν καταργείται η ύπαρξη τού ανθρώπου. Επίσης, ο θάνατος δεν είναι το τέλος τής ζωής, αλλά είναι η τελείωση τής ζωής, από την άποψη ότι και μετά τον θάνατο εξακολουθεί να υπάρχη ο άνθρωπος ως ύπαρξη. Το συμπέρασμα τών όσων με συντομία υποστήριξα προηγουμένως είναι ότι δεν αρνούμαστε την σύγχρονη ιατρική επιστήμη και τα επιτεύγματά της, τα οποία χρησιμοποιούμε, όταν αυτά εξυπηρετούν τον βίο μας, αλλά κινούμαστε πέρα από αυτήν και ουσιαστικά την υπερβαίνουμε. Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή, έχει σωματικές ανάγκες και υπαρξιακές αναζητήσεις και δεν μπορεί να περιορισθή σε εξωτερικές, επιφανειακές γεύσεις και απολαύσεις. Η σωματική ευεξία βοηθά τον άνθρωπο να εκπληρώνη τις διάφορες ανάγκες του, αλλά μπορεί και να τον καταστήση δυστυχή, όταν δεν την αξιοποιή σωστά. Αντίθετα η ασθένεια και ο πόνος μπορούν να θεωρηθούν και να είναι ευεργετικά για τον άνθρωπο, από την άποψη ότι μπορούν να τού αποκαλύψουν έναν άλλο κόσμο, αθέατο από τον κόσμο τών αισθήσεων και τής σωματικής υγείας. Η ζωή πρέπει να έχη νόημα είτε στην υγεία είτε στην ασθένεια, διαφορετικά προκαλεί δυστυχία, είναι α-νόητη. Ο άνθρωπος μπορεί να είναι δυστυχής έχοντας την υγεία του και να είναι ελεύθερος στην ασθένειά του. Ο μεγάλος Ρώσσος λογοτέχνης Ντοστογιέφσκι στο μυθιστόρημά του Αδελφοί Καραμάζωφ και στο κεφάλαιο «Ο Μέγας Ιεροεξεταστής» έδειξε ότι στο βασικό ερώτημα, που πολλές φορές τίθεται, «ελευθερία ή ευτυχία» ασφαλώς η προτεραιότητα βρίσκεται στην ελευθερία και μάλιστα την υπαρξιακή-πνευματική ελευθερία. Συνήθως οι άνθρωποι αναζητούν την ευτυχία που προσφέρει η απόλαυση τών αισθήσεων, αλλά η ουσία τής υπάρξεώς τους είναι να είναι υπαρξιακά ελεύθεροι. Αλλά και ο Erich Fromm στο βασικό ερώτημα που θέτει «να έχης ή να είσαι» ασφαλώς δίνει προτεραιότητα στο να είσαι. Το υπαρξιακό κενό και η ζωή χωρίς νόημα και σκοπό είναι το μεγαλύτερο βάσανο για τον άνθρωπο, αλλά και η υπέρβαση αυτού τού κενού και τού θανάτου είναι η μεγαλύτερη πνευματική ελευθερία. Εκτιμούμε τα επιτεύγματα τής βιοτεχνολογίας και τής βιοϊατρικής, όταν συντελούν στην βελτίωση τής βιολογικής ζωής τού ανθρώπου, καθώς επίσης χαιρόμαστε για την επιστήμη τής βιοηθικής, αλλά δίνουμε μεγαλύτερη προτεραιότητα και σημασία στην βιοθεολογία. Ο άνθρωπος δεν αρκείται σε ψευδολύσεις, σε μια βιολογική ζωή, σε μια παράταση τής βιολογικής ζωής, αλλά θέλει να βρη λύσεις και στα λεγόμενα υπαρξιακά ερωτήματα. Επάνω από όλα ο άνθρωπος, επειδή είναι, κατά την διατύπωση τού Μεγάλου Βασιλείου, «κεκελευσμένος θεός», γι’ αυτό στο βάθος θέλει να πραγματοποιήση και αυτόν τον πόθο του, να γίνη κατά Χάρη θεός, να υπερβή την φθαρτότητα, την παθητότητα και την θνητότητα και αυτόν τον ίδιο τον θάνατο. Επειδή η σύγχρονη κοινωνία είναι εκκοσμικευμένη, γι’ αυτό ο λόγος τής ορθόδοξης βιοηθικής ή καλύτερα τής βιοθεολογίας ακούγεται παράξενα, αλλά είναι σημαντικός, γιατί νοηματοδοτεί τον ανθρώπινο βίο και απαντά στον βαθύτερο προβληματισμό και τις υπαρξιακές αναζητήσεις τού ανθρώπου.– |
Δημιουργία αρχείου: 9-11-2019.
Τελευταία μορφοποίηση: 9-11-2019.