Η πτώση των πρωτοπλάστων από τη θεία κατάπαυση * Πλάσθηκε τέλειος ο Αδάμ; * Μεγάλου Βασιλείου περί Πρώτης Δημιουργικής Ημέρας * Η διδασκαλία αγίων Πατέρων και Θεολόγων για το "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν" * Ο άνθρωπος πλάσθηκε ως εικόνα τού Χριστού * Ο θρήνος τού Αδάμ * Ο Δυτικός δικανισμός, ακυρώνει τη θυσία του Χριστού * Η σημασία του Αντιλύτρου * Τελείωση και πτώση. Αποτυχία θέωσης και όχι υπακοής
Ο πόλεμος μεταξύ Θεού και σατανά Γιατί ο Χριστός έπρεπε να γεννηθεί από παρθένο; Π. Ι. Ρωμανίδης
Πηγή: Μετάφραση στη Δημοτική αποσπάσματος τού πρώτου μέρους τής Εισαγωγής τής Β Έκδοσης τού βιβλίου: "Το προπατορικό αμάρτημα". |
Ο χαρακτήρας του πολέμου μεταξύ Θεού και σατανά φαίνεται ακόμα σαφέστερα από το γεγονός ότι στην αντίληψη των πρώτων χριστιανών ο παρών κόσμος, ορατός και αόρατος, που δημιουργήθηκε από τον Θεό κατά θετικό και ελεύθερο τρόπο, είναι για τον άνθρωπο ο μόνος πραγματικός.
Κόσμος αγέννητων, άναρχων και άχρονων ενυποστάτων ιδεών είναι ανύπαρκτο φάντασμα των φιλοσόφων123. «Τα δε δύο ξύλα, το της ζωής και το της γνώσεως, ουκ έσχηκεν ετέρα γη αλλ ή εν μόνω στο παραδείσω. Ότι δε και ο παράδεισος γη εστίν και επί της γης πεφύτευται, η γραφή λέγει. Και εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς κ. τ. λ.»124. «…εξωρίσθησαν δε οι πρωτόπλαστοι… από γης μεν αλλ’ ουκ εκ ταύτης»125. Ούτε οι άγγελοι είναι καθαρά πνεύματα έξω από τον κόσμο. Αντιθέτως είναι κτίσματα (δημιουργήματα). «λέγονται άυλοι και ασώματοι συγκριτικά προς τους ανθρώπους, ενώ κάθε τι που συγκρίνεται προς τον ασύγκριτο Θεό, βρίσκεται παχύ και υλικό, και μόνο το θείο είναι όντως άυλο και ασώματο»126. Η ιουδαιοχριστιανική παράδοση δεν κάνει διάκριση, όπως οι φιλόσοφοι, μεταξύ φαινομενικού και πραγματικού κόσμου, αλλά κάνει απόλυτη διάκριση μεταξύ Θεού και δημιουργίας. Ο κόσμος, ορατός και αόρατος, όπως δημιουργήθηκε από τον Θεό είναι πολύ καλός και εντελώς πραγματικός, διότι έτσι θέλει ο Θεός. Ακριβώς όμως για τον λόγο αυτόν ο θάνατος είναι τραγικό κατάντημα τού ανθρώπου και έργο του διαβόλου127, επειδή «ο Θεός δεν ποίησε τον θάνατο»128. Ο θάνατος λοιπόν, δεν είναι κάποιο φυσικό φαινόμενο προερχόμενο από τον Θεό, η σωτηρία από το οποίο συνίσταται απλώς στη φυγή τού κυρίως ανθρώπου, δηλαδή της αθάνατης ψυχής, από το φαινομενικό δήθεν κόσμο αυτό, προς άλλον πραγματικό και από τη φύση του ατελεύτητο. Μετά θάνατον δίκαιοι και άδικοι μαζί κατέρχονται στο ίδιο μέρος, στον Άδη, «στον οποίο κατεβαίνουν και συγκεντρώνονται όλες ανεξαιρέτως οι ψυχές αυτών που πεθαίνουν»129, εκεί μαζί αναμένουν τον μόνο τρόπο τελικής σωτηρίας η καταδίκης, τη γενική ανάσταση και κρίση. Ο θάνατος που προήλθε από το σατανά αποτελεί πραγματική, αν και προσωρινή μόνο, ματαίωση του θείου σχεδίου για τον κόσμο. Ο σατανάς πριν την «εις άδου κάθοδο του Χριστού» ήταν ο μόνος που είχε το κράτος του θανάτου. Μία φορά χτυπήθηκε η φύση του ανθρώπου από την ασθένεια του θανάτου, όλοι οι ζωντανοί και νεκροί ήταν αιχμάλωτοι του διαβόλου130. Για τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης που επρόκειτο να σωθούν η αιχμαλωσία υπό το σατανά ήταν άδικη. Η δικαίωσή τους πραγματοποιήθηκε μέσω της ζωοποίησής τους από τον Κύριο. Γι’ αυτό ο Παύλος τονίζει, ότι στον Αβραάμ δόθηκε η υπόσχεση περί σωτηρίας, όχι όμως αυτή η ίδια η σωτηρία. «ει γαρ εδόθη νόμος ο δυνάμενος ζωοποιήσαι, όντως αν εκ νόμου ήν η δικαιοσύνη»131. Ο νόμος δεν μπορεί να ζωοποιήσει θνητούς. «Ουκ άλλου ήν το θνητόν αθάνατον παραστήσαι ει μη της αυτοζωής ούσης»132. Ο μόνος τρόπος συντριβής της ισχύος του διαβόλου είναι η ανάσταση των νεκρών μέσω της καταπάτησης του θανάτου133. Αυτό μόνο ο Θεός μπορούσε να επιτελέσει. Η ανακαίνιση και ανάπλαση του κόσμου είναι συνέχεια και νέα φάση της δημιουργικής ενέργειας, η οποία είναι του Θεού δύναμη134. «Πώς θα μπορούσαν να σωθούν, παρά μόνο αν ο Θεός ήταν αυτός που εργαζόταν τη σωτηρία τους πάνω στη γη;»135 Με μεγάλη ζωηρότητα περιγράφει ο Ειρηναίος το γεγονός ότι «η όλη οικονομία της σωτηρίας του ανθρώπου εγένετο κατά τήν τού Θεού ευδοκίαν, ώστε ούτε η δύναμις ούτε η σοφία του Θεού να αποδειχθώσιν ελάσσονες. Διότι, εάν ο δια την ζωήν δημιουργηθείς υπό του Θεού άνθρωπος, μετά την απώλειαν της ζωής ένεκα της υπό του όφεως ζημίας αυτού και διαφθοράς, δεν επέστρεφε και πάλιν εις την ζωήν, αλλ’ εγκατελείπετο ες αεί εις τον θάνατον, η δύναμις του Θεού θα είχε καμφθή και η κακία του όφεως θα είχε υπερισχύσει του θελήματος του Θεού»136. «Ει δε μέλλει κατέχεσθαι εν τη γη τα σώματα, άρα μένει αυτού (του διαβόλου) η τυραννίς, τούτων μεν κατεχομένων, ετέρου δε ουκ όντος σώματος ένθα ηττηθήσεται. Αν δε τούτο, όπερ είπεν ο Παύλος γένηται, ώσπερ ουν και γενήσεται, και λαμπρά η νίκη φανείται του Θεού δυνηθέντος αναστήσαι τα κατασχεθέντα υπ' αυτού σώματα. Επεί και πολέμιον τότε τις νίκα, όταν λάβη τα σκύλα, ουχ όταν αφή παρ' αυτώ μένειν. ει δε μή τις τολμώη τα αυτού λαβείν, πώς αν φαίημεν αυτόν ηττηθήναι;»137 Η παντοτινή επικράτηση του θανάτου στον κόσμο και στον άνθρωπο θα ήταν μία θριαμβευτική νίκη του σατανά επί του Θεού. Άλλος δήθεν αγέννητος κόσμος, στον οποίον μπορεί η ψυχή μετά θάνατον να πάει, έτσι ώστε να βρει τη γαλήνη και ευδαιμονία δεν υπάρχει. Εδώ, στον κόσμο αυτόν, είναι το πεδίο της μάχης κατά του κακού και εδώ θα τελειώσει η μάχη μέσω της ανάστασης των νεκρών. Ο πόλεμος μεταξύ Θεού και σατανά δεν γίνεται σύμφωνα με προδιαγεγραμμένους κανόνες, τους οποίους οι αγωνιζόμενοι είναι υποχρεωμένοι να τηρούν. Ο σατανάς τέτοιους κανόνας δεν αναγνωρίζει. Ο Θεός με την αγάπη πάντοτε, αλλά και με τη δίκαια ενέργειά Του κατά της αδικίας, εξασφαλίζει την τελική νίκη των δικαίων. Στον αγώνα αυτό δεν έχουν θέση απατηλά ιδεαλιστικά συναισθήματα κάποιας αόριστης ιδέας περί αγαθού. Ο Χριστός δεν δίστασε να χαρακτηρίσει το έργο Του εναντίων του διαβόλου ως αρπαγή των κρατουμένων άδικα από το σατανά. «Πώς μπορεί κάποιος να εισέλθει στο σπίτι τού ισχυρού και να του αρπάξει τα σκεύη, αν δεν δέσει πρώτα τον ισχυρό, και τότε να αρπάξει το σπίτι του;»138 Στη σκέψη των πρώτων Χριστιανών, όπως και όλων των Ελλήνων Πατέρων, κεντρική και εντελώς ουσιαστική θέση κατέχει η βιβλική διδασκαλία ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να καταλύσει τον διάβολο και να πατήσει τον θάνατο. Ο Άγιος Ιγνάτιος γράφει, ότι «έλαθε τον άρχοντα του αιώνος τούτου η παρθενία Μαρίας και ο τοκετός αυτής, ομοίως και ο θάνατος του Κυρίου. τρία μυστήρια κραυγής, άτινα εν ησυχία Θεού επράχθη… ένθεν τα πάντα συνεκινείτο δια το μελετάσθαι θανάτου κατάλυσιν»139. Ο Ιουστίνος αναφέρει ότι ο Ιησούς «άνθρωπος… γέγονε κατά την τού Θεού και Πατρός βουλήν αποκυηθείς υπέρ των πιστευόντων ανθρώπων και επί καταλύσει των δαιμόνων»140. «… Δια της παρθένου… σαρκοποιηθείς υπέμεινεν, ίνα δια της οικονομίας ταυτής ο πονηρευσάμενος την αρχήν όφις και οι εξομοιωθέντες αυτώ άγγελοι καταλυθώσι…»141. «Μυστήριον γαρ δια τούτου… εκήρυσσε, δι' ού καταλύειν μεν την δύναμιν του όφεως, του και την παράβασιν υπό του Αδάμ γενέσθαι εργασαμένου….»142. Δια του Χριστού «ο Θεός τον τε όφιν και τους ομοιωθέντας αγγέλους και ανθρώπους καταλύει, απαλλαγήν δε του θανάτου μεταγινώσκουσιν από των φαύλων και πιστεύουσιν εις αυτόν εργάζεται»143. «Διότι, εάν μη είχεν υπερνικήσει ο άνθρωπος τον εχθρόν του ανθρώπου, ο εχθρός δεν θα είχε κανονικώς ηττηθή. Επίσης, εάν μη είχεν ο Θεός ελευθέρως χαρίσει την σωτηρίαν, ουδέποτε αύτη θα απετέλει ασφαλές ημών κτήμα»144. Ο Λόγος «εν τοις εσχάτοις καιροίς εγένετο άνθρωπος μεταξύ των ανθρώπων, ανεμόρφωσε το ανθρώπινον γένος, κατέστρεψε δε και κατετρόπωσε τον εχθρόν του ανθρώπου, και έδωκε εις το δημιούργημα των χειρών του την νίκην εναντίον του εχθρού»145. «Πώς, επίσης, θα ηδύνατο ο Χριστός να υποτάξη τον αποδειχθέντα ισχυρότερον των ανθρώπων, εκείνον όστις ουχί μόνον ενίκησε τον άνθρωπον αλλά και ετήρησε (αυτόν) υπό το κράτος του, και πώς θα ηδύνατο να κυριαρχήση επί τού κυριαρχήσαντος και ελευθερώση την υπό το κράτος τούτο τελούσαν ανθρωπότητα, εάν δεν ήτο μεγαλύτερος και ισχυρότερος του ηττηθέντος ανθρώπου; »146 «Αλλ’ ως είναι είς και ο αυτός ο ποιήσας ημάς εν αρχή και ο εν τέλει αποστείλας τον Υιόν Αυτού, ο Κύριος ετέλεσε την εντολήν του Πατρός γεννώμενος εκ γυναικός και ποιήσας αμφότερα, την καταστροφήν τού εχθρού και την τελείωσίν του ανθρώπου κατ' εικόνα και ομοίωσιν του Θεού»147. «Όταν ο σατανάς δένεται, ο άνθρωπος ελευθερούται»148. Ο Θεός «δια παρθένου άνθρωπος γενόμενος κατά την τού πατρός βουλήν υπέρ σωτηρίας των πιστευόντων αυτώ και εξουθενηθήναι και παθείν υπέμεινεν ίνα αποθανών και αναστάς νικήση τον θάνατον»149. «…. δι' ουδενός άλλου μέσου θα ηδυνάμεθα να επιτύχωμεν την αφθαρσίαν και αθανασίαν ει μή δια της ενώσεως μετά της Αφθαρσίας και Αθανασίας»150. «Ο Αδάμ τώρα είχε κατακυριευθή, πασά ζωή είχεν αφαιρεθή απ’ αυτού. Δια τούτο, ότε ο εχθρός με την σειράν του κατεκυριεύθη, ο Αδάμ έλαβε νέαν ζωήν, κατεστράφη δε ο έσχατος εχθρός, ο θάνατος, όστις αρχικώς είχε κυριαρχήσει επί του ανθρώπου… η σωτηρία αυτού (του Αδάμ) είναι η καταστροφή του θανάτου. Όταν, λοιπόν, ο Κύριος ζωοποιεί τον άνθρωπον, δηλ. τον Αδάμ, ο θάνατος συγχρόνως καταστρέφεται»151. «… η πονηρία του όφεως κατενικήθη υπό της αθωότητος της περιστεράς, λυθέντων των δεσμών υφ’ ών εκρατούμεθα δέσμιοι του θανάτου»152. Σημειωτέον ότι η μέσω της Παρθένου άσπορη σύλληψη του Χριστού έχει για την πατερική θεολογία της Ανατολής βασικότατη δογματική σημασία σε σχέση με την κατάργηση του σατανά και του θανάτου, την οποία δεν μπορεί να έχει υπό την ίδια έννοια στα δυτικά θεολογικά συστήματα. Για τα συστήματα αυτά ο θάνατος, εφόσον είναι μία γενική τιμωρία από τον Θεό, μπορεί να καταργηθεί απλούστατα με μια θεϊκή απόφαση, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να καταστραφεί ο σατανάς. Ο Θεός λαμβάνει την απόφαση αυτή μέσω της ικανοποίησης της δήθεν προσβεβλημένης θείας φύσης. Βάσει των προϋποθέσεων αυτών θα μπορούσε, κατά τους Δυτικούς, να γίνει η ενσάρκωση ακόμη και με τον φυσικό τρόπο γέννησης, όπως παραδέχονται αρκετοί Διαμαρτυρόμενοι, κατά τα άλλα παραδεχόμενοι τη θεότητα του Χριστού. Η κληρονομία του προπατορικού αμαρτήματος δεν αποτελεί πρόβλημα για τους Παπικούς, αφού κατ' αυτούς η Παρθένος γεννήθηκε ασπίλως. Μιλώντας γενικά στη Δύση η σύλληψη του Χριστού δια της παρθενίας της Μαρίας και εκ Πνεύματος Αγίου έχει μόνο σκοπό απολογητικό, που αποβλέπει στο να αποδείξει τη θεϊκή και διαφορετική από τους άλλους ανθρώπους προέλευση του Χριστού, και αποσκοπεί έτσι στο να διαφυλαχθεί η μεγαλοπρέπεια του Θεού (το οποίο όμως αντιστρατεύεται προς το γεγονός του Θεού που γεννήθηκε στο σπήλαιο), ή έχει σωτηριολογική σημασία (για αυτούς που δεν δέχονται την άσπιλη σύλληψη της Θεοτόκου), καθ' ότι αλλιώς ο Ιησούς θα είχε κληρονομήσει την προπατορική ενοχή153. Εξαιτίας των θεολογικών αυτών προϋποθέσεων λείπει από τούς Δυτικούς η βασική αιτιολογία της γέννησης του Χριστού εκ Πνεύματος και Παρθένου, των Ελλήνων Πατέρων. Ο Ιγνάτιος γράφει ότι «ξεγέλασε τον άρχοντα του αιώνος τούτου η παρθενία τής Μαρίας και ο τοκετός της»154. Ο Άγιος Ειρηναίος εξηγεί: «H δύναμις του Υψίστου επεσκίασεν αυτήν, διο και το εξ αυτής γεννηθέν άγιον και Υιός του Υψίστου Θεού και Πατρός πάντων, ός επραγματοποίησε την ενσάρκωσιν του όντος αυτού, και έδειξε το πρώτον μίαν νέαν γέννησιν. Ως δε δια της προηγουμένης γεννήσεως εκληρονομούμεν τον θάνατον, ούτω διά της νέας ταύτης γεννήσεως δυνάμεθα να κληρονομήσωμεν την ζωήν»155. Ο άνθρωπος με το φυσικό πολλαπλασιασμό του γένους κληρονομεί την ασθένεια του θανάτου και επομένως βρίσκεται κατά διάφορους βαθμούς κάτω από το κράτος του διαβόλου και της αμαρτίας. Η σατανική αυτή επικράτεια στην κτίση έπαψε αρχικά εν Χριστώ μέσω της γέννησής Του. «Διότι πώς (ο άνθρωπος) θα εκφύγει της εις τον θάνατον υποκειμένης γεννήσεως ει μη δια μιας νέας γεννήσεως, διδομένης κατά θαυμαστόν και απροσδόκητον τρόπον υπό του Θεού, (ήτοι) δια της αναγεννήσεως εκείνης, ήτις απορρέει εκ της παρθένου διά της πίστεως; Ή πώς θα λάβουν ούτοι (οι άνθρωποι) την υιοθεσίαν παρά του Θεού, εάν παραμείνωσιν εν τη γεννήσει ταύτη, ήν ο άνθρωπος έχει κατά φύσιν εν τω κόσμω τούτω;»156 Η γέννηση του Χριστού δια Πνεύματος Αγίου και Παρθένου Μαρίας έχει ουσιαστική σημασία για την σωτηρία της ανθρωπότητας από το θάνατο και από την αμαρτία. όχι όμως με την έννοια της κληρονομικότητας της ενοχής, αλλά με την έννοια ότι αλλιώς και ο Κύριος θα βρισκόταν, όπως όλοι, κάτω από το κράτος του θανάτου, της αμαρτίας και του διαβόλου, δηλαδή κάτω από την κληρονομική κατάσταση της αμαρτίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει, όπως δίδασκε ο Αλικαρνασού Ιουλιανός, ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν εκ γενετής άφθαρτη και απαθής157, αλλ’ απλώς ότι ο Κύριος δεν γεννήθηκε κάτω από το κράτους του θανάτου. Όπως στην περίπτωση των πρωτοπλάστων158, έτσι και η προ της ανάστασης ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν ήταν ούτε άφθαρτη, ούτε κάτω από το κράτος του θανάτου. Γι' αυτό ο Χριστός είναι ο δεύτερος Αδάμ. Αυτός υπέστη πράγματι τα πάθη και το θάνατο εκουσίως (με τη θέλησή του), χωρίς ποτέ να ευρεθεί κυριαρχούμενος από τον διάβολο και την αμαρτία159. Αντιθέτως, η θεότητα του Χριστού πάτησε τον θάνατο και κατέλυσε το βασίλειο του σατανά με τη ζωοποίηση των νεκρών. Ο Χριστός είναι «ο Αρχιερέας στον οποίο έχουν εμπιστευθεί τα άγια τών αγίων... είναι πόρτα τού Πατρός δια τής οποίας εισέρχονται ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ και οι Προφήτες και οι Απόστολοι και η Εκκλησια»160.
Σημειώσεις 123. Δες παραπάνω κεφ. Α΄ και Β΄. 124. Θεοφίλου, όπως παραπάνω, Β΄, 24. Παρομοίως ο Ιωάννης Δαμασκηνός γράφει· «Και αυτός ο θεϊκός παράδεισος, που έχει φυτευτεί από το χέρι του Θεού στην Εδέμ, ήταν ταμείο κάθε ευφροσύνης και θυμηδίας. Διότι η λέξη Εδέμ ερμηνεύεται ως απόλαυση. Στην ανατολή βρισκόταν υψηλότερος από κάθε άλλο σημείο· με ωραίο κλίμα, και αέρα ανάλαφρο, απαλό και καθαρώτατο έλαμπε από το φώς, με φυτά αειθαλή, γεμάτος ευωδία, γεμάτος φως, υπερέβαινε την φαντασία κάθε αισθητής θεωρίας και ομορφιάς· θεϊκός όντως χώρος, και άξιος για να ζει το κατ’ εικόνα Θεού δημιούργημα· στον οποίο παράδεισο κανένα από τα άλογα ζώα δεν ζούσε εκεί, μόνο ο άνθρωπος, των θείων χειρών το πλαστούργημα». Περί Ορθόδοξου πίστεως, Β΄, 10, Migne, P. G., 94, 912-913. Δες Α. Harnack, Lehrbuch, τόμ. 2, σελ. 154. 125. Τατιανού, όπως παραπάνω, 20. 126. Ι. Ν. Καρμίρη, Η Δογματική Διδασκαλία του Ιωάννου Δαμασκηνού, σελ, 32-33. 127. Σοφ. Σολ. 2, 23 και μετά. 128. Σοφ. Σολ. 1, 13. 129. Ι. Ν. Καρμίρη, Η εις Άδου Κάθοδος του Χριστού, Αθήναι 1939, σελ. 29. 130. Ειρηναίου, Έλεγχος, Γ΄, XXIII, 2. Αυτό σαφώς προϋποτίθεται από ολόκληρη την Ακολουθία των εξορκισμών και του Αγίου Βαπτίσματος, όπως διασώθηκαν μέχρι της μέρες μας στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Δες J. S. Romanides, Man and His True Life According to the Greek Orthodox Service Book, «The Gr. Orth. Theol. Review», Brookline 1954, τόμ. 1, αριθ. 1, σελ. 70-74. To ίδιο παραδέχονται π. χ. ο Τερτυλλιανός (δες R. Seeberg, όπως παραπάνω, τομ. 1, σελ. 317-318), ο Αθανάσιος και ο Γρηγόριος Νύσσης. Δες D. Thomasius, όπως παραπάνω, σελ. 474 και μετά. 131. Γαλ. 3, 21. 132. Μεγάλου Αθανασίου, Λόγος περί της Ενενανθρώπισης του Λόγου 20, Migne P. G., 25, 129. 133. Ωραιότατα συνοψίζεται το Πατερικό δόγμα σχετικά με την απολύτρωση σε ένα από τα μικρότερα αλλά σπουδαιότερα τροπάρια της Ορθοδοξίας· «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». 134. Ειρηναίου, Έλεγχος, Δ΄, XXΙV, 1. 135. Στο ίδιο Δ΄, XXXIII, 4. 136. Στο ίδιο Γ΄, XXIII, 1 και μετά. 137. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία 39 στην Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή στ΄, Migne, P. G., 61, 342· «Σε αυτούς που λένε ότι, στην τελευταία και κοινή ανάσταση με άλλα σώματα οι άνθρωποι θα αναστηθούν και θα κριθούν, και όχι με αυτά που έζησαν στην παρούσα ζωή, επειδή θα έχουν φθαρεί και καταστραφεί, και κοροϊδεύουν κενά και μάταια κατά του ίδιου του Χριστού και Θεού ημών... ανάθεμα». Κυριακή της Ορθοδοξίας, Τριώδιον. Όπως παραπάνω, σελ. 149. 138. Ματθαίος 12, 29· Μάρκ. 3, 27· Λουκ. 8, 21-22. 139. Ιγνατίου, Εφεσίους 19. 140. Β΄ Απολογία. 141. Διάλογος 45. 142. Στο ίδιο 94. 143. Στο ίδιο 100. 144. Ειρηναίου, Έλεγχος, Γ, XVIII, 7. 145. Στο ίδιο Δ΄, XXIV, 1. 146. Στο ίδιο Δ΄, XXXIII, 4. 147. Στο ίδιο Ε΄, XXI, 2. 148. Στο ίδιο Ε΄, XXI, 3. 149. Ιουστίνου, Α΄, Απολογία 63. 150. Ειρηναίου, Όπως παραπάνω, Γ΄, XIX, 1. 151. Στο ίδιο Γ΄, XXIII, 7. 152. Στο ίδιο Ε΄, XIX, 1 153. Ο Μ. Harrison π. χ. αναφέρει όλους τους λόγους αυτούς για να στηρίξει το δόγμα περί της εκ Πνεύματος Αγίου και Παρθένου γέννησης του Χριστού. Ούτε καν φαντάζεται ότι υπάρχει άλλη βάση της πίστεως αυτής. Common Sense About Religion, New Υork 1931, σελ. 273-291. 154. Εφεσίους 19. 155. Έλεγχος, Ε΄, Ι, 3. 156. Στο ίδιο Ε΄, XXXIII, 4. 157. Δες Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική ιστορία, Αθήναι 1948, σελ. 218 και μετά. 158. Θεοφίλου, Όπως παραπάνω, Β΄, 27. 159. Λανθασμένη είναι η προσπάθεια του J. Α. Τ. Rοbinson, (όπως παραπάνω, σελ. 38 και μετά), να ερμηνεύσει τον Παύλο ως δεχόμενο πεπτωκυΐαν την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Βασικά σφάλλει στην άποψή του, ότι η δυνατότητα των παθών και του θανάτου του Χριστού αποκλείει το ότι είναι τέλεια η ανθρώπινη φύση Του. Ο Χριστός μπορούσε να είναι τέλειος χωρίς να είναι άφθαρτος. Το ότι δεν ήταν ακόμα άφθαρτος, δεν σημαίνει ότι ήταν υπό την εξουσία του θανάτου. Από την Παρθένο δια Πνεύματος Αγίου έλαβε την ανθρώπινη φύση, όπως αυτή ήταν πριν την πτώση, ούτε άφθαρτη ούτε υπό το κράτος του θανάτου. Παρομοίως παρερμηνεύει και ο Μ. Werner, Όπως παραπάνω, σελ. 238. 160. Ιγνατίου, Φιλαδελφεύσιν 9. Παράβαλλε Ειρηναίου, Όπως παραπάνω, Γ΄, XIX, 3. |
Δημιουργία αρχείου: 8-3-2022.
Τελευταία μορφοποίηση: 8-3-2022.