Ποια είναι τα βιβλία τής Αγίας Γραφής; // Ευρύς ή στενός ο Κανόνας της Π.Δ.; // Έννοια Θεοπνευστίας και πηγές κανονικότητας // Οι διαβαθμίσεις των βιβλίων της Αγίας Γραφής // Η Επιστολή του Αγ. Ιακώβου και η γνώμη του Λουθήρου γι' αυτήν // Πρέπει να δεχόμαστε ΜΟΝΟ την Αγ. Γραφή; // Υποτιθέμενη απάντηση 10 ερωτήσεων για την Αγία Γραφή από Προτεστάντη // Ο ΙΧΘΥΣ τού βιβλίου τού Τωβίτ: Δεισιδαιμονία ή Προφητική Προεικόνιση; // Πεντηκοστιανές παραποιήσεις περί τού Κανόνα τής Αγίας Γραφής
Ο εξοβελισμός 10 βιβλίων τής Αγίας Γραφής από τους Προτεστάντες Η ασέβεια και η ανευθυνότητα τού Προτεσταντισμού προς το Ιερό κείμενο τής Αγίας Γραφής Και οι περιπέτειες Προτεσταντικών Βιβλικών Εταιριών Papyrus 52 |
Μία ιστορική αναδρομή στον πόλεμο εναντίον 10 βιβλίων τής Αγίας Γραφής, από τους υποτιθέμενους "τιμητές" τής Αγίας Γραφής, τους Προτεστάντες, δείχνει πόσο ψευδείς είναι οι ισχυρισμοί τους για τον Κανόνα τής Αγίας Γραφής. Γιατί όταν ισχυρίζονται ότι η Εκκλησία εν Αγίω Πνεύματι κατέληξε στα 66 βιβλία τού δικού τους (Ιουδαϊκού) κανόνα, αγνοούν, (ή αποκρύπτουν) τα γεγονότα τής διαδικασίας επικράτησης μεταξύ τους αυτού τού Κανόνα! Ενός κανόνα που επικράτησε μόνο κατά τον 16ο αιώνα και μετά, εν μέσω διαφωνιών, εν μέσω πιέσεων και σχισμάτων, και εν μέσω αυθαίρετων γνωμών ηγετικών τους προσώπων.
1. Μία ψευδής εντύπωση για το ρόλο τών Προτεσταντών Αυτό που συνήθως διαδίδεται για τους Προτεστάντες, είναι ότι δήθεν σέβονται την Αγία Γραφή, ότι δήθεν προσπαθούν να μην ξεφεύγουν από όσα γράφει, και ότι δήθεν αποτελεί την μοναδική πηγή τής πίστης τους. Όμως η ιστορία τους έχει καταγράψει εντελώς διαφορετικά πράγματα! Σε προηγούμενα άρθρα αυτής τής ενότητας, έχουμε δείξει τις διαφορές και την αυθαιρεσία τών Προτεσταντών, που στη συντριπτική τους πλειονότητα αφαιρούν αυθαίρετα, 10 βιβλία τής Αγίας Γραφής, τα οποία η Εκκλησία δεχόταν σε όλους τους αιώνες, ως τον 16ο που εμφανίσθηκαν αυτοί, και αποφάσισαν να τα εξοβελίσουν από τον Ιερό Κανόνα, επιλέγοντας τον Εβραϊκό κανόνα, που καταρτίσθηκε από απίστους στον Χριστό Εβραίους, και όχι τον Χριστιανικό. (Για όλα αυτά, δείτε τους σχετικούς δεσμούς που υπάρχουν στο πάνω μέρος αυτού τού άρθρου). Εδώ θα δείξουμε κυρίως τις ιστορικές πρώτες τους αμφισβητήσεις, και στη συνέχεια τις περιπέτειες που πέρασε η Αγία Γραφή στα χέρια τους, μέχρι να αποφασίσουν αυθαίρετα, να εξαφανίσουν εντελώς 10 από τα βιβλία της. Μία απόφαση, που όπως θα δείτε, δεν έγινε καθόλου ομόφωνα, ούτε ήταν τόσο "αυτονόητη" όσο θέλουν αυτοί να την παρουσιάζουν. Πρώτα θα παρουσιάσουμε αυτούσια κάποια επιστημονικά αποσπάσματα για το θέμα μας, (με μπλε χρώμα), και ύστερα θα σχολιάσουμε τα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα που εξάγονται από αυτά. Καθώς θα τα διαβάζει ο αναγνώστης, είναι καλό να θυμάται τι ισχυρίζονται σήμερα οι Προτεστάντες: "Εμείς ούτε προσθέτουμε ούτε αφαιρούμε από την Αγία Γραφή". "Η πρώτη Εκκλησία από την αρχή σε αυτά τα βιβλία κατέληξε εν Αγίω Πνεύματι". "Εμείς δεν δεχόμαστε ανθρωποποίητες συνόδους και παραδόσεις, αλλά μόνο την Αγία Γραφή". Ας δούμε λοιπόν, αν οι παραπάνω ισχυρισμοί τους (και πολλοί ακόμα), δικαιολογούνται από την ιστορία τους:
2. Παραθέσεις επιστημονικών κειμένων για τη σχέση Προτεσταντισμού και Ιερού Κανόνος: Ακολουθούν τέσσερα κείμενα, τα οποία θα σχολιάσουμε στη συνέχεια:
Παράθεση Α: Σταυρού Ε. Καλαντζάκη Καθηγητού Πανεπιστημίου: "Εισαγωγή Στην Παλαιά Διαθήκη" (Επιμέλεια: Αθανάσιος Παπαρνάκης, Δ. Θ. Εκδόσεις Π. Πουρναρά Θεσσαλονίκη 2006. Κεφάλαιο Β΄: 4. Των Διαμαρτυρομένων) Οι Διαμαρτυρόμενοι (Προτεστάντες) στο ζήτημα τού Χριστιανικού κανόνα, όπως άλλωστε και σε αλλά εκκλησιαστικά ζητήματα, διαχώρισαν τη θέση τους από την αρχαία παράδοση της Χριστιανικής Εκκλησίας. Μετά το εκκλησιαστικό σχίσμα τού 16ου αι. στη Δυτική Εκκλησία, από το οποίο προήλθαν, καθόρισαν ως θεολογική τους αρχή ότι η Αγ. Γραφή υπερέχει της ιεράς Παραδόσεως —σ' αντίθεση με τους Ορθοδόξους και τους Ρωμαιοκαθολικούς που προσδίδουν σ' αυτές ίση αξία— και αποτελεί τη μοναδική πηγή πίστεως και αληθείας τού Χριστιανισμού (sola Scriptura). Ως εκ τούτου αναγνώρισαν το κείμενο της εβραϊκής Βίβλου ως το μόνο αυθεντικό και υιοθέτησαν το στενό Ιουδαϊκό κανόνα, αποκλείοντας τα Δευτεροκανονικά βιβλία ως απόκρυφα. Στην αρχή τα Δευτεροκανονικά βιβλία τα θεωρούσαν απλώς ως ιερές γραφές και τα χαρακτήριζαν ως «βιβλία ουχί μεν προς την Αγίαν Γραφήν ισότιμα, αλλ’ όμως ωφέλιμα και αγαθά εις ανάγνωσιν». Ενίοτε μάλιστα τα εξέδιδαν και ως παράρτημα της Βίβλου με τον τίτλο απόκρυφα, πράγμα που συνεχίζουν να τηρούν οι Λουθηρανοί στις εκδόσεις τους, προφανώς για ιστορικούς λόγους. Αργότερα, περί τα μέσα τού 17ου αι., η αντίδραση ορισμένων προτεσταντικών κύκλων, όπως των Καλβινιστών, των πουριτανών της Σκωτίας κ. ά., οι οποίοι έπαψαν να τα θεωρούν πλέον ως ιερές γραφές, οδήγησε στον αποκλεισμό τους από τις εκδόσεις της Βίβλου, κυρίως των Βρετανικών Βιβλικών Εταιριών. Συμπερασματικά σημειώνουμε, ότι οι Ορθόδοξοι και οι Ρωμαιοκαθολικοί αναγνωρίζουν, οι μεν ανεπισήμως, οι δε με επίσημη συνοδική πράξη, ως κανόνα των Εκκλησιών τους τον ευρύ ελληνικό ή αλεξανδρινό κανόνα, ενώ οι Διαμαρτυρόμενοι το στενό Ιουδαϊκό ή παλαιστίνο. Έτσι, ο Χριστιανισμός υιοθέτησε στην ουσία τις ιερές γραφές τού Ιουδαϊσμού, είτε με τη μία είτε με την άλλη μορφή τους, περιβάλλοντάς της με κύρος και αναγνωρίζοντάς της ως το πρώτο μέρος τού Χριστιανικού κανόνα. Διότι τις είδε ως μαρτυρία της θείας αποκαλύψεως και διέκρινε στο Θεόπνευστο περιεχόμενό τους τη σωτηριώδη για τον άνθρωπο σημασία τους.
Παράθεση Β: Παναγιώτου I. Μπρατσιώτου καθηγητού της εισαγωγής εις την π. Δ. & της ερμηνείας τών Ο΄ εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών ακαδημαϊκού: "Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην". (Μετά Δύο Παραρτημάτων Περί Αποκρύφων και Νεωτέρων Μεταφράσεων τής Π. Δ. Εκδότης Νικόλαος Π. Μπρατσιώτης. Εν Αθήναις 1993. Γ. Ο Κανών Της Π. Δ. Παρά τοις Διαμαρτυρομένοις) Εν αντιθέσει προς την παπικήν εκκλησίαν, η Διαμαρτύρησις πάντα δεσμόν προς την εκκλησιαστικήν παράδοσιν και ενταύθα διαρρηγνύουσα υιοθέτησεν ευθύς εξ υπαρχής τον Ιουδαϊκόν κανόνα, χαρακτηρίζουσα τα δευτεροκανονικά ως απόκρυφα και ότε μεν ανεχομένη την συνέκδοσιν αυτών εν τη Βίβλω ως ωφελίμων εις ανάγνωσιν, ότε δε, όπερ και το συνηθέστερον, εντελώς εξοβελίζουσα ταύτα εξ αυτής. Τού Λουθήρου εκδεχομένου τα δευτεροκανονικά ως «μη ισότιμα μεν προς την Αγ. Γραφήν, ωφέλιμα δε και αγαθά εις ανάγνωσιν», συμπεριλήφθησαν ταύτα εν τη υπ' αυτού φιλοπονηθείση πρώτη γερμανική μεταφράσει εν παραρτήματι υπό τον τίτλον «απόκρυφα» (1534). Ομοίως δε και εν τη βίβλω της Ζυρίχης (1529). Δεν ήσαν όμως μόνα τα δευτεροκανονικά, αλλά και τινα πρωτοκανονικά καθ' ων ο Λούθηρος εξεφράσθη υποτιμητικώς. Ενώ, δε, καθόλου ειπείν, αι επί μέρους προτεσταντικαί παραφυάδες ηνείχοντο κατ' αρχάς τα δευτεροκανονικά ως αξιανάγνωστα προς μόρφωσιν των ηθών, ως βλέπομεν εν ταις ομολογίαις αυτών (Conf. Gallica 1559, άρθρ. 3. 4, Conf. Anglica 1562, αρθρ. 6, Conf. II Helv. 1564 άρθρ. I κλπ. ), άρχεται ήδη από της εν Δορδρέχτη (1618) συνόδου η κατ' αυτών ζωηρότερα αντίδρασις των Καλβινιστών, ήτις συνεχισθείσα και βραδύτερον (συνοδός Westminster 1643/1653), μάλιστα δια των Πουριτανών της Σκωτίας (έριδες περί αποκρύφων 1825—1827 και 1850—1853), κατέληξεν εις τον τέλειον των βιβλίων τούτων εξοβελισμόν από των εκδόσεων των βιβλικών βρεττανικών εταιριών κλπ. Αλλ’ όμως παρά τοις Λουθηρανοίς κρατεί η παλαιά αυτών παράδοσις, των δευτεροκανονικών συνεκδιδομένων παρ' αυτοίς μετά της Βίβλου εν παραρτήματι. Και παρά τοις Αγγλικανοίς δ' ακούονται κατά τα τελευταία έτη παρ' ανδρών, οίοι ο Η. Howorth1 Και ο Η. Pentin2, συνηγορίαι υπέρ των εν λόγω βιβλίων, εξ ων όλλως τε αναγινώσκονται παρ’ αυτοίς και εν τη δημοσία λατρεία περικοπαί τινες.
Σημειώσεις: 1. The origin and authority of the biblical canon in the anglican church (J Τh St. 1907, σ. 1-40), The origin and autority of the biblic, canon according το the continental reformers (αυτ. σ. 321 και εξής), The canon of the Bible among the later reformers (αυτ. 1909, σ. 183 και εξής). 2. The Inspiration of the Apocrypha (The Interpreter, 5, 310 και εξής).
Παράθεση Γ: Αθανασίου Π. Χαστούπη Καθηγητού εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών "Εισαγωγή Εις την Παλαιάν Διαθήκην" (Προς χρήσιν των φοιτητών. Εκδόσεις Πανεπιστημίου Αθηνών. Εν Αθήναις 1986. Γ'. Ο κανών παρά τοις διαμαρτυρομένοις) Εν αντιθέσει προς την ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν, ήτις ανεγνώριζεν εις την Αγίαν Γραφήν και την Ιεράν παράδοσιν ίσην αξίαν, η διαμαρτύρησις ετήρησε την μεταρρυθμιστικήν βασικήν αρχήν ότι η Γραφή υπερέχει πάσης παραδόσεως. Ο Carlstadt (1520) απέκλεισε τα δευτεροκανονικά βιβλία εκ τού κανόνος ως απόκρυφα· έξ εξ αυτών εθεωρήθησαν ιερά βιβλία (apocryphi, tamen agiographi), ενώ ο Βαρούχ και τα δευτεροκανονικά τεμάχια τού Δανιήλ και της Εσθήρ εχαρακτηρίσθησαν ως πλήρως απόκρυφα. Εν τη Βίβλω της Ζυρίχης (1529) τα δευτεροκανονικά συμπεριελήφθησαν ως παράρτημα. Την κανονικήν αξίαν των καθ' έκαστον βιβλίων της Αγίας Γραφής εστάθμισεν ο Λούθηρος δια τού κριτηρίου εάν ταύτα προβάλλουν τον Χριστόν («Christum treiben»). Κρίνων δ' ελευθέρως τα δευτεροκανονικά κατά το περιεχόμενόν των, εμόρφωσε διάφορον αντίληψιν, ευνοούσαν περισσότερον των λοιπών την Σοφίαν Σολομώντος και την Σοφίαν Σειράχ. Δεν υπέβαλεν όμως εις την κρίσιν του και τα κανονικά βιβλία. Εν τη υπ' αυτού γενομένη γερμανική μεταφράσει της Βίβλου (1534) τα δευτεροκανονικά συμπεριλαμβάνονται ως παράρτημα υπό τον τίτλον «απόκρυφα» και χαρακτηρίζονται ως «βιβλία ουχί μεν προς την Αγίαν Γραφήν ισότιμα, αλλ’ όμως ωφέλιμα και αγαθά εις ανάγνωσιν» («Bücher, so der Heiligen Schrift nicht gleich gehalten, und doch nützlich und gut zu lesen sind»). Η εσωτέρα του προτίμησις υπέρ της μορφής τού εβραϊκού κανόνος φαίνεται και εκ της κατά την Βουλγάταν αλλαγής της τάξεως των βιβλίων της Αγίας Γραφής. Τα λουθηρανικά συμβολικά βιβλία δεν περιέχουν δήλωσίν τινα κατά των αναγινωσκομένων. Πρώτη η παλαιά προτεσταντική θεολογία παρέλαβε παρά των Ιουδαίων την περί κανόνος ιδέαν των και διεμόρφωσε ταύτην περαιτέρω. Η παλαιά Καλβινική εκκλησία εδέχθη τα αναγινωσκόμενα και επί πλέον το Γ' και το Δ' Έσδρα και το Γ' Μακκαβαίων, αλλά διέκρινε ταύτα κατ' αξίαν από των κανονικών. Η εν έτει 1559 Γαλλικανική ομολογία (Confessio Gallicana), ένθα προς τοις άλλοις λέγεται «utiles, non sunt tamen ejusmodi, ut ex iis constitui possit articulus fidei», η εν έτει 1562 Αγγλικανική ομολογία (Confessio Anglicana) και η εν έτει 1566 δευτέρα Ελβετική ομολογία (Confessio Helvetica ΙΙ) ήσαν λίαν ανεκτικαί προς τα δευτεροκανονικά βιβλία, αλλ’ από της εν Δορδρέχτη συνόδου (1618) οι μεταρρυθμισταί κατεπολέμησαν τα βιβλία ταύτα και ετόνισαν την ανθρωπίνην προέλευσίν των (σύνοδος Westminster 1643-1653). Έκτοτε εθεωρούντο ως μη ανήκοντα εις τας ιεράς γραφάς και ούτω ώφειλον να αποκλεισθούν εκ των εκδόσεων της Βίβλου. Τούτο εφηρμόσθη αυστηρώς υπό των πουριτανών της Σκωτίας, οίτινες ηξίωσαν, όπως μη συμπεριλαμβάνονται πλέον τα δευτεροκανονικά εν ταις εκδόσεσι της Βίβλου (έριδες περί αποκρύφων 1825-1827, 1850-1853). Ένεκα τούτου αι Βρεττανικαί βιβλικαί εταιρείαι απέβαλον αυτά εκ των βίβλων των, ενώ οι λουθηρανοί εξέδιδον την Βίβλον μετ' αυτών, χαρακτηριζομένων ως αποκρύφων. Πολλοί δε των νεωτέρων θεολόγων επιθυμούν να έχουν κανόνα μόνον δι’ ιστορικούς λόγους, χωρίς όμως να δεσμεύωνται υπ' αυτού.
Παράθεση Δ: ("Εταιρείαι Βιβλικαί", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 5, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1964, στ. 946-948). Αι σπουδαιότεραι τούτων είναι αι εξής: Η Βρεταννική και Ξένη Βιβλική Εταιρεία (B. F. B. S. ). Προ τού 1804 εις Αγγλίαν και Σκωτίαν είχον ιδρυθή ένιαι προτεσταντικαί εταιρείαι προς διάδοσιν τού κειμένου της Αγίας Γραφής, εργιδίων και φυλλαδίων θρησκευτικών. Τοιαύται υπήρξαν η S. Ρ. C. Κ. ή εταιρεία προς διάδοσιν της Χριστιανικής διδασκαλίας (1698), η S. P. G. ή εταιρεία προς διάδοσιν τού ευαγγελίου (1701), η R. T. R. ή εταιρεία προς διάδοσιν θρησκευτικών φυλλαδίων (1799) και τινες άλλαι. Αλλ’ η ιδέα εκδόσεως Βίβλων εις χαμηλάς τιμάς και εις όλας τας γλώσσας, ως και της Ιδρύσεως ειδικής προς τούτο εταιρείας προέκυψε μόλις κατά το 1804 μεταξύ μελών τίνων της R. T. S. (Religion Tract Society) και υπεστηρίχθη υπό των μνημονευθεισών εταιρειών. Το ακολουθηθέν κριτήριον υπήρξε: δια τα έθνη, τα οποία είχον ήδη προτεσταντικάς μεταφράσεις, αύται ανετυπώθησαν (Diodati δια την Ιταλίαν, Valera δια την Ισπανίαν κ.λπ.)· δι’ όσα δεν είχον, μετεφράσθη η έγκυρος Βίβλος Ιακώβου του Α', καθ’ ολοκληρίαν ή εν μέρει. Επραγματοποιήθησαν ούτω μεταφράσεις εις πολλάς γλώσσας και διαλέκτους (περίπου 700). Ολίγον χρόνον μετά την ίδρυσιν της εταιρείας ανέκυψε το ακανθώδες πρόβλημα των δευτεροκανονικών βιβλίων, των χαρακτηριζομένων υπό των προτεσταντών κακώς ως «απόκρυφων», τα οποία η εταιρεία είχεν απλώς αφαιρέσει εις τας εκδόσεις της. Aι γραμματείαι και αι βοηθητικοί εταιρείαι, αίτινες είχον εγκατασταθή εις την ηπειρωτικήν Ευρώπην, με την επέκτασιν τού έργου της B. F. B. S., ετύπωνον Βίβλους και περιελάμβανον εις αυτάς και τα δευτεροκανονικά βιβλία, χωριστά από τα πρωτοκανονικά, ισχυριζόμεναι ότι οι πελάται των δεν ήθελον να αγοράζουν το έργον χωρίς αυτά. Η B. F. B. S. απεφάσισε τότε να τυπώνουν αύται τα δευτεροκανονικά, αλλά δια λογαριασμόν των. Αυτή θα έστελλεν εις αυτάς Βίβλους άδετους, εις τας οποίας ηδύαντο να προσθέτουν, κατά βούλησιν, τα ελλείποντα βιβλία. Εδημιουργήθη τότε τοιαύτη αναταραχή, ώστε η εταιρεία υπεχρεώθη να αποκλείση απολύτως από όλας τας εκδόσεις της τα δευτεροκανονικά βιβλία. Αι δε βοηθητικαί εταιρείαι της Σκωτίας εζήτησαν να τιμωρηθούν όσοι είχον επιτρέψει τοιαύτας εκδόσεις. Και επειδή δεν ικανοποιήθη το αίτημά των εχωρίσθησαν και ίδρυσαν μίαν σκωτικήν Βιβλικήν Εταιρείαν, ήτις, το 1861, ωνομάσθη Εθνική Βιβλική Εταιρεία της Σκωτίας. Η Αμερικανική Βιβλική Εταιρεία (A. B. S.). Όταν εγνώσθη εις ΗΠΑ η ίδρυσις της Βρεταννικής Βιβλικής Εταιρείας, συνεκροτήθησαν ευθύς μερικαί όμοιαι, αίτινες, ενωθείσαι το 1816, εσχημάτισαν την American Bible Society. Αύτη, ως η αγγλική, εγνώρισε το πρόβλημα των δευτεροκανονικών βιβλίων, όπερ προεκάλεσε σχίσμα. Το 1822. Όταν η A. B. S. επληροφορήθη ότι εις την λατινικήν Αμερικήν θα εγίνετο δεκτή μόνον η καθολική μετάφρασις τού π. Scio, απεφάσισε να τυπώση αυτήν την μετάφρασιν και τούτο έπραττε μέχρι του 1827. Το έτος εκείνο, κατόπιν παρατηρήσεων γενομένων υπό τίνων εταίρων, η γενική διεύθυνσις διέταξε να συνεχισθή η έκδοσις του π. Scio, αλλ’ αφαιρουμένων των δευτεροκανονικών. Τούτο εγένετο αιτία διαιρέσεως τίνος μεταξύ των Λατινοαμερικάνων καθολικών, εξ ων άλλοι παρεδέχοντο τοιαύτας Βίβλους, αν και ατελείς, εφ’ όσον η μετάφρασις είχε γίνει με καθολικόν κριτήριον, ενώ άλλοι τας απέρριπτον ως ατελείς. Τα 1841 η A. B. S. αντικατέστησεν οριστικώς την μετάφρασιν του π. Scio με την προτεσταντικήν του Κυπριανού Valera και το 1885 εκδίδουσα την Version Moderna του διαμαρτυρομένου Η. Β. Pratt. Έν άλλο πρόβλημα, οδηγήσαν εις σχίσμα με τους Βαπτιστάς, υπήρξε το ακόλουθον: Είς Βαπτιστής Ιεραπόστολος της Ινδίας εζήτησεν ενίσχυσιν από την A. B. S. δια να τυπώση μίαν μετάφρασιν της Βίβλου, την οποίαν είχε κάμει εις την γλώσσαν της Βεγγάλης, σημειώσας ότι η Βρεταννική Εταιρεία δεν είχε θελήσει να τον βοηθήση, διότι η λέξις «βαπτίζειν» είχε μεταφρασθή με την αντίστοιχον βεγγαλικήν «καταδύειν». Οι διευθύνοντες την A. B. S. ηρνήθησαν και αυτοί να βοηθήσουν το εγχείρημα. Οι Βαπτισταί τότε ίδρυσαν δι ίδιον λογαριασμόν την American and Foreign Bible Society. Άλλαι Βιβλικαί Εταιρείαι Εκτός τών τεσσάρων μνημονευθεισών, αναφέρομεν μεταξύ των κυριωτέρων την αγγλικήν Scripture Gift Mission (1880) η Αποστολήν προς δωρεάν διάδοσιν της Βίβλου. Επίσης την αμερικανικήν συνάδελφόν της American Scripture Gift Mission. Αύται αποστέλλουν δωρεάν τμήματα της Αγ. Γραφής εις κολλέγια, σχολεία, την διανέμουν μεταξύ των αγροτικών πληθυσμών κ.λπ. Τα κείμενα τα υπ' αυτών θεωρούμενα ως σπουδαιότερα κατά της Καθολικής Εκκλησίας ή ως ευνοούντα τας προτεσταντικάς διδασκαλίας υπογραμμίζονται. Μία άλλη αμερικανική Βιβλική Εταιρεία, κατακλύσασα με μεταφράσεις της Κ. Διαθήκης την λατινικήν Αμερικήν, υπήρξεν η «Εξόρμησις προς διάδοσιν ενός εκατομμυρίου Κ. Διαθηκών εις λατινικήν Αμερικήν». Σπουδαίος είναι ο «Βιβλικός οίκος» τού Λος Άντζελες (Καλλιφόρνια), σκοπόν έχων την Αποστολήν Βίβλων εις ιεραποστόλους και διαδότας προτεστάντας, ζητούντας αντίτυπα. Εις τας ήδη μνημονευθείσας και ανήκουσας εις την Αγγλίαν και τας ΗΠΑ δύναται να προστεθούν έξ γερμανικαί, δύο γαλλικαί και ανά μία εις Δανίαν, Όλλανδίαν, Σουηδίαν, Νορβηγίαν και Ελβετίαν. Το 1917 ιδρύθη μία παγκόσμιος βιβλική Ομοσπονδία. Τα χαρακτηριστικά των τυπουμένων υπό προτεσταντικών εταιρειών Βίβλων είναι τα εξής: δεν φέρουν εκκλησιαστικήν έγκρισιν, δεν περιέχουν τα δευτεροκανονικά βιβλία και στερούνται υποσημειώσεων επεξηγηματικών (C. Crivelli, εν EC, ΙΙ, σ. 1590-1591). . 3. Μία περίληψη τών ανωτέρω Είδαμε λοιπόν, με λίγα λόγια τα εξής:
Με άλλα λόγια, ο Προτεσταντικός κανόνας καταρτίσθηκε εν μέσω ανθρώπινης αυθαιρεσίας και ανθρώπινων εντολών, και δεν ήταν αποτέλεσμα μιας φυσιολογικής συνέχειας τής απ' αιώνων πίστης τής Χριστιανικής Εκκλησίας, η οποία εν Αγίω Πνεύματι κατέληξε στα 76 βιβλία, τα οποία διατήρησε ως σήμερα, παρά τις Προτεσταντικές αυθαίρετες επιλογές.
4. Μερικά σημαντικά συμπεράσματα για τη σχέση Αγίας Γραφής και Προτεσταντισμού Μετά από τα παραπάνω, είναι καιρός να δούμε μερικά πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα για το θέμα μας: α) Ήταν τόσο αυτονόητο το περιεχόμενο τού Ιερού Κανόνα στην ιστορία τής Χριστιανικής πίστης; Έχει γίνει πλέον φανερό πόσο ψευδείς είναι οι ισχυρισμοί τών Προτεσταντών, που ισχυρίζονται ότι δήθεν ο κανόνας τών 66 βιβλίων ήταν ο Κανόνας τής Χριστιανικής Εκκλησίας από την αρχή. Γιατί εάν τα πράγματα ήταν έτσι όπως τα λένε: Γιατί οι παλαιότερες από αυτούς Εκκλησίες, έχουν και τα 76 βιβλία αν ο κανόνας τών 66 βιβλίων είναι από την αρχή; Γιατί ο Λούθηρος έλεγε άλλα, από αυτά που λένε οι σημερινοί Προτεστάντες, και αμφισβητούσε ακόμα και βιβλία από τα 66 που δέχονται σήμερα οι Προτεστάντες; Γιατί άλλοι παλιοί και νέοι Προτεστάντες, διαφωνούν με τη θέση τών 10 αυτών βιβλίων στον Αγιογραφικό Κανόνα; Γιατί έγινε Σύνοδος και απεφάνθη και αποφάσισε για κάτι που υποτίθεται ότι ήταν γνωστό και αυτονόητο στη Χριστιανική Εκκλησία μεταξύ τών Χριστιανών, όπως ο κανόνας τής Αγίας Γραφής, που υποτίθεται ότι είναι το "καταστατικό" τής πίστης; Γιατί υπήρξε σταδιακή διαμόρφωση για κάτι αυτονοήτο; Είναι δυνατόν να αγνοείτο αυτό που υποτίθεται ότι είναι το "καταστατικό" και η "βάση" τής Χριστιανικής πίστης;
β) Είναι οι Προτεστάντες τόσο καθαροί από ανθρωποποίητες συνόδους; Πώς είναι δυνατόν, οι Προτεστάντες που κατηγορούν τις Ορθόδοξες Συνόδους ως "ανθρώπινες παραδόσεις", να δέχονται τις Προτεσταντικές Συνόδους, που έγιναν για τον καταρτισμό τού Ιουδαϊκού Κανόνα τών 66 βιβλίων, και τον εξοβελισμό τών 10 από τα βιβλία τής Αγίας Γραφής; Ποια εξουσία μπορεί να έχει μία τέτοια Σύνοδος, μεταξύ ανθρώπων που ισχυρίζονται ότι δεν δέχονται τίποτα έξω από την Αγία Γραφή; Πώς γίνεται αποδεκτή μια τέτοια εξωγραφική συνοδική παράδοση τού Προτεσταντισμού, από ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι δεν έχουν ανθρωποποίητες παραδόσεις; Με ποια θεοπνευστία αυτές οι σύνοδοι, (ή οι ηγέτες τών Προτεσταντών), κάθισαν και έκριναν τα βιβλία τής Αγίας Γραφής, που αποδέχονταν οι υπόλοιποι Χριστιανοί για 1500 χρόνια; Γιατί είναι προφανές ότι για τον καθορισμό τών Θεοπνεύστων βιβλίων, προϋποτίθεται και η Θεοπνευστία αυτού που τα καθορίζει! Γιατί επιβλήθηκε μια τέτοια σύνοδος, και μάλιστα εν μέσω απειλών για τιμωρίες όσων την παράκουσαν, εάν η αποδοχή τών 66 βιβλίων τού Αγιογραφικού Κανόνα ήταν τόσο πηγαία και κατευθυνόμενη από το Άγιο Πνεύμα, όσο λένε οι Προτεστάντες; Και με ποια εξουσία επέβαλλαν κάποιοι προς τους αδελφούς τους, αυτές τις ποινές καθορισμού, ενός (υποτίθεται) τόσο βασικού ζητήματος, όσο η πηγής τής πίστης; Πού υπάρχει στην Αγία Γραφή κατεύθυνση για όλες αυτές τις ανωτέρω εξουσίες και διαδικασίες, όσον αφορά τον καθορισμό τών ίδιων της τών βιβλίων; Και αν δεν υπάρχει στην Αγία Γραφή κάτι τέτοιο, πώς μπορούν οι Προτεστάντες να λένε ότι στηρίζονται ΜΟΝΟ στην Αγία Γραφή, ενώ στηρίζουν την προτίμησή τους για τα βιβλία τής Αγίας Γραφής σε αυθαίρετους ανθρωποποίητους κανόνες, και σε προτίμηση τών ηγετών τους, προς τον κανόνα τών ΑΠΙΣΤΩΝ μ.Χ. Ιουδαίων μάλλον, παρά τών Χριστιανών;!
Πιστεύουμε ότι οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα που προκύπτουν από την ιστορία τού Προτεσταντικού Κανόνα τής Αγίας Γραφής, είναι προφανείς και ΚΡΑΥΓΑΛΕΕΣ για την Προτεσταντική πλάνη και βλασφημία απέναντι στην Αγία Γραφή.
Έρευνα: Papyrus 52 Σχολιασμός: Ν. Μ. |
Δημιουργία αρχείου: 11-5-2011.
Τελευταία μορφοποίηση: 2-9-2016.