Η διαφορά τής Χριστιανικής ερμηνευτικής Τυπολογίας από την αρχαιoελληνική Αλληγορία * Ερμηνευτική κακοήθεια των εχθρών του Χριστιανισμού * Η ερμηνεία τής Αγίας Γραφής * Οι διαφορές Ορθοδόξων και Προτεσταντικών προϋποθέσεων στην Εσχατολογία
Λόγος και Ερμηνεία στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία Η Ελληνική και Ελληνιστική ερμηνευτική παράδοση Η τρέχουσα ερμηνευτική παράδοση την εποχή της Καινής Διαθήκης Ιωάννης Παναγόπουλος Επιμέλεια: Σωτήριος Σ. Δεσπότης Πηγή: "Η Ερμηνεία της Αγίας Γραφής στην Εκκλησία των Πατέρων", (Οι τρεις πρώτοι αιώνες και η Αλεξανδρινή εξηγητική παράδοση ως τον πέμπτο αιώνα), τόμος Α΄. Εκδόσεις "Άθως", σελ. 75-81. |
Η θεωρία και η τέχνη της ερμηνείας είναι αποκλειστικό δημιούργημα του κλασικού Ελληνικού πνεύματος. Οι θεωρητικές αρχές και οι πρακτικοί κανόνες, που διέπουν την κατανόηση και ερμηνεία των γραπτών κειμένων του παρελθόντος, αναπτύχθηκαν σε οργανική συνάρτηση με τον φιλοσοφικό, γλωσσολογικό και φιλολογικό καθορισμό του όρου «λόγος».
Η Ιστορία του όρου αυτού συμπίπτει με τις κορυφαίες στιγμές της Ελληνικής φιλοσοφικής σκέψεως (Ηράκλειτος, Πλάτων, Αριστοτέλης, Πυθαγόρειοι, Στωικοί, Νεοπλατωνικοί), και καθώρισε στις γενικές τους αρχές την Ελληνική κοσμοθεωρία και βιοθεωρία. Είναι βέβαια αδύνατο να περιορίσουμε σε κάποιον ορισμό το πλούσιο περιεχόμενό του. Κατά τη βασική του σημασία ο «λόγος», με τις πολλαπλές εκδοχές του, είναι «φωνή σημαντική» (Αριστοτέλους, Περί ερμηνείας 16b 26) η «φωνή εγγράμματος, φραστική εκάστου των όντων» (Ψευδο-Πλάτωνος, Όροι 414d), δηλώνει δηλαδή Τα πράγματα και όχι τον τρόπο της εκφοράς τους. Συνεπώς σημαίνει (=αφήνει να φανερωθεί) αυτό που υπάρχει ως ουσία των πραγμάτων και με την έννοια αυτή οφείλεται και συνάμα αναφέρεται στην αλήθεια των όντων. Ανάλογα με τον φιλοσοφικό ορισμό της έσχατης αλήθειας, που συναντάμε στην διαδρομή της Ελληνικής φιλοσοφίας (το εγκόσμιο πνεύμα του Ηρακλείτου, οι ιδέες του Πλάτωνα, η εντελέχεια του Αριστοτέλη, οι αριθμοί των Πυθαγορείων, ο υποστασιοποιημένος λόγος τών Στωικών, το απόλυτο έν των Νεοπλατωνικών) ταυτίζεται και ο λόγος με την αλήθεια, την ζωή, την φύση, το πνεύμα, τον Θεό, ή ακόμα και με την αρετή και το νόμο. Συνεπώς το περιεχόμενο τού λόγου διευρύνεται και καλύπτει όλες τις υπαρκτές περιοχές της ιστορικής και πνευματικής ζωής. Σύμφωνα με την κυριολεκτική του έννοια ο «λόγος» δηλώνει την πράξη τού συλ-λέγειν, τής επι-λογής, τής ορθής τάξεως και παραθέσεως και κατά συνέπεια τής εξακριβώσεως τής ορθής σχέσεως των πραγμάτων. Με την ευρεία αυτή κύρια έννοιά του, υποδηλώνει την σχέση, την αναλογία, την συνάφεια, που υφίσταται ανάμεσα στα όντα και κατά συνέπεια τους νόμους που διέπουν αυτή την σχέση, καθώς και την επιβαλλόμενη αντίστοιχη συμπεριφορά. Η έννοια αυτή τού λόγου προϋποθέτει την καθολική θέαση και εκτίμηση τού ενός όντος (Ηράκλειτος). Σύμφωνα με τη φιλοσοφική του κατανόηση, ο λόγος προσφέρει στον άνθρωπο την μοναδική πρόσβαση προς την αλήθεια, αυτός δηλαδή είναι το όργανο αλήθειας: «έδοξε δη μοι χρήναι εις τους λόγους καταφυγόντα εν εκείνοις σκοπείν των όντων την αλήθειαν» (Πλάτωνος Φαίδων 99e). Συνεπώς όταν ο άνθρωπος καταφεύγει στον λόγο, βρίσκεται σε κίνηση προς την αλήθεια, όταν ονοματίζει τα πράγματα, δίδει σ’ αυτά ζωή και μορφή, αποκαλύπτει την αληθινή τους υπόσταση. Έτσι ο λόγος γίνεται ο εκφραστικός τρόπος των φαινομένων, με τον οποίο ο άνθρωπος οδηγείται στην γνώση των όντων. Επειδή ακριβώς σημαίνει αληθινά πράγματα, γι' αυτό ο λόγος είναι «αληθής», «πιστός»: «Άρ’ ουν ούτος ο λόγος ος αν τα όντα λέγη ως εστίν, αληθής· ος δ' αν ως ουκ εστιν, ψευδής;» (Πλάτωνος, Κρατύλος 385b). Εφόσον όμως ο λόγος οφείλεται και αναφέρεται στην αλήθεια, είναι αυτονόητο ότι καθορίζει και την ύπαρξη του ανθρώπου, αυτός είναι η αιτία της αρετής και της ευδαιμονίας τους (Αριστοτέλους, Ηθικά Νιχομ. ΙΙ 6, 1107e) και ο άνθρωπος πρέπει να διαμορφώσει την ζωή και συμπεριφορά του με βάση τον λόγο, να ζει «κατά λόγον» (ομοίως I 6, 1098a) ή «μετά λόγου». Έτσι ο λόγος γίνεται το πρώτο και έσχατο όργανο της γνώσεως, της επιστήμης, της αλήθειας, του είναι, της πολιτικής, της αρετής, της αισθητικής κ.λπ. Σ' αυτή την αρχή στηρίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα της ελληνικής πνευματικής και πολιτιστικής μεγαλουργίας. Με την υποστασιοποίηση του λόγου, που αρχίζει κιόλας από τον Πλάτωνα (τον ταυτίζει μεταξύ άλλων με τον Ερμή, Κρατύλος 407e) εξαίρεται ιδιαίτερα η ερμηνευτική λειτουργία του. Με τον λόγο εμφανίζονται και ενεργούν ως πνευματική φύση και δύναμη οι θεοί. Η νόηση, κατανόηση και ερμηνεία του είναι η οδός προς την αλήθεια του είναι. Έτσι η φιλοσοφική κατανόηση του λόγου ωδήγησε με απόλυτη συνέπεια στην διαμόρφωση του γλωσσολογικού του περιεχομένου. Από γλωσσολογική άποψη ο λόγος, ως ονομασία, αποκαλύπτει το υπονοούμενο υπαρκτό πράγμα (Πλάτωνος, Κρατύλος 435a). Συνεπώς η αρχή της γνώσεως και επιστήμης είναι η θεωρία των ονομάτων (ετυμολογία). Για τον Πλάτωνα το όνομα βρίσκεται εκ φύσεως («φύσει») και κατά εσωτερική ανάγκη («νόμω») σε συμφωνία με το πράγμα που εκφράζει και συνεπώς είναι εικόνα της ιδεατής πραγματικότητος (ομοίως 439b). Το είναι ταυτίζεται με τον λόγο του. Αποτελεί λοιπόν πρώτιστη ανάγκη να διερευνούμε από κάθε άποψη την μορφή και είδος τού λόγου, γιατί έτσι μόνο αναγνωρίζουμε το πράγμα που σημαίνει. Αντίθετα, κατά τον Αριστοτέλη, οι λέξεις και τα ονόματα εκφράζουν κατά σύμβαση («κατά συνθήκην») την πραγματικότητα, γι' αυτό και διακρίνει την φωνή από τον λόγο (Περί ερμηνείας 16a, παράβαλλε και Ωριγένους, Κατά Κέλσου, V 45), ή ανάμεσα στην λέξη, το νόημα και το πράγμα. Οι Στωικοί με τη σειρά τους ανανεώνουν την Πλατωνική άποψη και δέχονται ότι τα ονόματα σημαίνουν κατά φύση την ύπαρξη τών πραγμάτων ή την ουσία, αποφεύγουν όμως να διακρίνουν ανάμεσα στη φωνή, το σημαίνον και το σημαινόμενο (παράβαλλε π.χ. τον σκεπτικό Σήξτο, Εμπειρ., Προς Μαθηματικούς VII, 11, Stoicorum Veterum Fragmenta II 148). Η διάκριση αυτή βρίσκεται στην βάση της «κατ’ αναγωγήν» ερμηνείας. Η φιλοσοφική και γλωσσολογική κατανόηση του λόγου έφερε στο φως την ερμηνευτική του λειτουργία. Ως ερμηνευτικός ο λόγος υποκρύπτει την «διάνοιαν», την «υπόνοιαν», την «γνώμην» ή τον «σκοπόν» του συγγραφέα, που πρέπει οπωσδήποτε να αποκαλυφθεί, αφού αφορά την αλήθεια του είναι. Η ερμηνεία αφορμάται από την αρχή ότι η φραστική ορθότητα του (γραπτού ή προφορικού) λόγου ανταποκρίνεται στην αλήθεια του πράγματος, που σημαίνεται. Συνεπώς και η ερμηνεία αποβλέπει δια μέσου της λεκτικής μορφής των ονομάτων να καταλήξει στην αλήθεια των πραγμάτων. Κάτω από το αίτημα αυτό επιδίδονται κυρίως οι Έλληνες γραμματικοί της Αλεξάνδρειας κατά την Ελληνιστική εποχή (κυρίως οι Ζηνόδοτος ο Εφέσιος, Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ, Αριστοφάνης ο Βυζάντιος και Δίδυμος ο Χαλκέντερος) στην διαμόρφωση και ανάπτυξη της γραμματικής και του συντακτικού, με την βοήθεια των οποίων επιτυγχάνεται η ανάγνωση, εξήγηση και κρίση κάποιου κειμένου. Παράλληλα αναπτύσσεται και η κριτική του κειμένου. Το έργο τούτο γίνεται με την επισήμανση και τον χαρακτηρισμό (με τον όβελο και τον αστερίσκο) απαλείψεων, αυθαίρετων προσθηκών, ανωμαλιών, γλωσσών, κενών ή συρραφών μέσα στο κείμενο. Εκτός από την διόρθωση και αποκατάσταση του κειμένου, την κριτική συζήτηση ιστορική φιλολογικών ή φιλοσοφικών προβλημάτων, την γνησιότητα του συγγραφέ κ.λπ. διαμορφώνονται και ειδικοί ερμηνευτικοί κανόνες. Αναφέρουμε τους δύο πλέον σημαντικούς. Πρώτον, «Όμηρον εξ Ομήρου σαφηνίζειν, αυτόν εξηγούμενον εαυτόν» (διατυπώθηκε από τον Πορφύριο, ανάγεται όμως στον Αρίσταρχο). Η ερμηνεία δηλαδή πρέπει να γίνεται κυρίως με βάση το γλωσσικό ιδίωμα και τον πνευματικό κόσμο του ίδιου του συγγραφέα. Δεύτερον, πρέπει να αναγνωρίζεται πάντα το «λέγον πρόσωπον». Δεδομένου, ότι τα ρήματα και οι λέξεις προσαρμόζονται προς τις ιδιότητες και τον χαρακτήρα του ομιλούντος προσώπου, το οποίο αποκαλύπτουν ή ακόμα αναφέρονται σε κάποιο κύριο πρόσωπο, στο όνομα τού οποίου κάποιος άλλος ομιλεί. Η αυστηρή αυτή φιλολογική εργασία πραγματοποιείται κατά πολλαπλό τρόπο. Αρχικά (από τον Πλάτωνα) εφαρμόζεται η ετυμολογική εξήγηση των ονομάτων (ιδιαίτερα των θεών), η οποία ωδήγησε στην σύνταξη γλωσσάριων, ονομαστικών, λεξικογραφιών συλλογών και λεξικών. Ο Αριστοτέλης (Ποιητική) διακρίνει και ταξινομεί τα φιλολογικά είδη, αναγνωρίζει και διερευνά τους εσωτερικούς νόμους και τον ρυθμό τους. Στην συνέχεια συντάσσονται ερμηνευτικά σχόλια, γλώσσες και υπομνήματα, ερμηνευτικές παραφράσεις και πραγματείες, ανθολόγια, σύντομες ερμηνευτικές περιλήψεις (π.χ. Οι «υποθέσεις» των τραγωδιών) κ.λπ. Η ερμηνευτική αυτή τέχνη εφαρμόσθηκε βέβαια στα κλασικά έργα της αρχαιότητος, κατά πρώτο λόγο στα ομηρικά έπη, έπειτα στις ραψωδίες, στους τραγικούς ποιητές, τους μεγάλους φιλοσόφους (Πλάτωνα και Αριστοτέλη), ιατρούς (ιπποκράτη) και νομικούς (Σόλωνα, Κλεισθένη). Την ερμηνευτική τέχνη ανάγουν οι αρχαίοι Έλληνες στον θεό Ερμή (από το είρω=λέγω, ομιλώ) (παράβαλλε Πλάτωνος, Κρατύλος 408ab), τον μηνυτή και αγγελιοφόρο των θείων βουλών προς τους ανθρώπους, στον οποίον αποδίδουν επίσης την επινόηση της γλώσσας και της γραφής (παράβαλλε Ευσεβίου, Ευαγγελ. Προπαρ. Β΄ I, 8 και Γ' ΙΙ, 42: «του δε λόγου των πάντων ποιητικού τε και ερμηνευτικού ο Ερμής παραστατικός», από παραπομπή στον Πορφύριο). Η ερμηνεία είναι λοιπόν θεία δωρεά προς τους ανθρώπους. Ασκείται ιδίως από τους ποιητές, οι οποίοι, κατά τον Πλάτωνα (Ίων 534e), είναι «ερμηνής των θεών» και εμπνέονται από τους θεούς: «και μοι δοκούσι θεία μοίρα ημίν παρά των θεών οι αγαθοί ποιηταί ερμηνεύειν» (ομοίως 535a). Κατά την στιγμή της εμπνεύσεως ο ποιητής «κούφον... χρήμα... εστίν... και ου πρότερον οίός τε ποιείν πριν αν ενθεός τε γένηται και έκφρων και ο νους μηκέτι εν αυτώ ενή» (ομοίως 534b). Η θεία έμπνευση στους ποιητές δημιουργεί επικοινωνία μεταξύ θεών και ανθρώπων, αφού «Θεός δε ανθρώπω ου μείγνυται, αλλά δια τούτου (του δαιμόνιου) πασά εστίν η ομιλία και η διάλεκτος θεοίς προς ανθρώπους, και εγρηγόρσι και καθεύδουσι» (Πλάτωνος, Συμπόσιον 203a). Το έργο του «δαιμονίου» και μάλιστα του Έρωτος ορίζεται συνεπώς ως «ερμηνεύον και διαπορθμεύον θεοίς τα παρ’ ανθρώπων και ανθρώποις τα παρά θεών» (ομοίως 202e). Το ίδιο ισχύει και για τους μάντεις, τους χρησμωδούς, τη Σίβυλλα, οι οποίοι υπό την επήρεια ενθουσιασμού, λαλούν έκφρονα και ακατανόητα και χρειάζονται τους «σώφρονας» ή τους «προφήτας», για να εξηγήσουν τους χρησμούς τους («εξηγηταί μυστηρίων»). Επίσης «ερμηνείς» ονομάζονται και οι ραψωδοί, που απαγγέλλουν μελωδικά τα ποιητικά έργα («ερμηνέων ερμηνής», ομοίως), οι εξηγητές της κρατικής νομοθεσίας που λαμβάνονταν από τις τάξεις των νομομαθών και ορίζονταν επίσημα από τον δήμο, οι ερμηνευτές των άγραφων θρησκευτικών παραδόσεων κ.ά. Ως θεόσδοτη δωρεά στους ανθρώπους η ερμηνεία είναι επί πλέον ο τρόπος επικοινωνίας, διδασκαλίας, της κοινωνικής και πολίτικης ζωής: «ερμηνεία... δι' ης πάντων των αγαθών μεταδίδομέν τε αλλήλοις διδάσκοντες και κοινωνούμεν και νόμους τιθέμεθα και πολιτευόμεθα» (Ξενοφώντος, απομνημ. IV 3, 12). Με την έννοιαν αυτή η ερμηνεία χαρακτηρίζει όλους τους χώρους και τις μορφές της ζωής. Τούτο είναι και το βασικό χαρακτηριστικό του Ελληνικού λόγου: Υποδηλώνει την ταυτότητα ανάμεσα στο πράγμα, την λέξη και την νόηση, το είναι, τον νόμο και την κοινωνία. Πέραν τούτου η ερμηνεία αποκτά ειδική έννοια και σχετίζεται με την λογική (όπως στον Αριστοτέλη, Περί ερμηνείας), δηλαδή με τους όρους της ορθής διατυπώσεως των νοημάτων, με την ψυχολογία, που είναι η ιστορία της ψυχής, η εξήγηση του ψυχικού βίου (Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια:), με την ρητορική (όπως στον Ψευ-Δοδημήτριο Φαληρέα, Περί ερμηνείας) και ακόμα με την γλωσσική μετάφραση (όπως στον Ξενοφώντα, Κύρου ανάβασις V 4, 4 κ.ά.). Ωστόσο με την ειδική αυτή λειτουργία της η ερμηνεία «το λεγόμενον οίδε μόνον, ει δ' αληθές ουκ έμαθεν» (Πλάτωνος, Επινομίς 975c), γι' αυτό και διακρίνεται από την σοφία και την κριτική. Γίνεται φανερό από την προηγούμενη σύντομη συζήτηση ότι στην Ελληνική φιλοσοφική και φιλολογική παράδοση η ερμηνεία δεν υποβιβάζεται σε απλή μεθοδολογία, αλλά αφορά στην βάση το οντολογικό και ανθρωπολογικό ερώτημα. Η ερμηνεία είναι υπόθεση απολύτως φιλοσοφική και ο ερμηνευτής είναι «φιλόσοφος», θηρευτής της αλήθειας. Η ερμηνευτική διαδικασία είναι ύψιστη απαίτηση του λόγου, με τον οποίο είναι προικισμένος μόνον ο άνθρωπος και αφορά το ίδιο του το είναι. Η ερμηνεία ως υπόθεση και λειτουργία αυστηρά οντολογική και υπαρξιακή είναι ιδιάζουσα και ουσιαστική κληρονομιά του κλασσικού Ελληνικού πνεύματος. Προτού ανακαλυφθεί κατά την σύγχρονη εποχή και γονιμοποιήσει την φιλοσοφία και την γλωσσολογία, λειτούργησε δημιουργικά στην πατερική εξηγητική θεολογία. Αποτελεί απαράδεκτη μονομέρεια η άποψη, ότι οι αρχαίοι Έλληνες κληρονόμησαν στην Εκκλησία μόνον τις αρχές της αλληγορικής ερμηνείας (Ε. Hatch, Η. Doerrie κ.ά.). Αντίθετα, ουσιαστική προϋπόθεση για την κατανόηση και εκτίμηση της βιβλικής ερμηνείας των Ελλήνων Πατέρων αποτελούν οι φιλοσοφικές, γλωσσολογικές και φιλολογικές αρχές της ερμηνείας, που καθιέρωσαν οι αρχαίοι Έλληνες, όπως θα έχουμε πολύ συχνά την ευκαιρία να επισημάνουμε στην πορεία του έργου μας.
Βιβλιογραφία Πλάτωνος έργα, εκδ. Οξφόρδης, I. Burnet, I-V, 1973-1975 (=1900-1907). Αριστοτέλους έργα, εκδ. Οξφόρδης. Stoicorum Veterum Fragmenta I-IV, έκδ. I Arnim, Lipsiae 1905-1924. Bate H.N., Some technical Terms of Greek Exegesis, jThS 24 (1923) 59-66. Christ W. Von, Geschichte der griechischen Literatur, VII 2, 1: von 320 vor Christus bis 100 nach Christus, München 19206. Dilthey W., Die Entstehung der Hermeneutik, Gesammelte Schriften V, Stuttgard - Göttingen 1961, 317-338. Doerrie H., zur Methodik antiker Exegese, ZNW 65 (1974) 121-138. Του ιδίου, Spätantice Symbolic und Allegorese, Frühmittelalterliche Studien III, Berlin 1962, 1-12. Gefcken J., Zur Entstehung und zum Wesen des griechischen wissenschaftllichen Kommentars, Hermes 67 (1932) 397-412. Hatch E., The influence of Greek Ideas on Christianity, London 1957 (=1889), ιδίως 50-85. Hasso Jaeger H.-E., Studien zur Frühgeschichte der Hermeneutik, Archiv für Begriffsgeschichte 18 (1974) 35-84. Kerenyi K., Hermeneia und Hermeneutik. Ursprung und Sinn der Hermeneutik, Griechische Grundbegriffe, Zurich 1964, 42-52. Kleinknecht Η., Λέγω, λόγος κτλ., ThWbNT IV 71-89. Marrou H.-J., Geschichte der Erziehung im klassischen Altertum, Freiburg i. Br. 1957. Leisegang H., Logos: Pauly-Wissowa 13, 1927, 1035-1081. Robin L., La pensée grecque et les origines de l' esprit scientifique, Paris 1948. Schreckenberg H., Exegese I, RAC VI, 1174-1194. Tate J., On the History of Allegorism, Class. Quart. 28 (1931) 105-114. |
Δημιουργία αρχείου: 3-9-2020.
Τελευταία μορφοποιηση: 3-9-2020.