Τάφοι στην Αγία Γη και ο τάφος του αγίου Λαζάρου * Πέντε επιχειρήματα που δείχνουν ότι ο Ιησούς Χριστός πράγματι σταυρώθηκε * Η ανάσταση του Λαζάρου και οι προκλητικές-προφητικές πράξεις του Ιησού στα Ιεροσόλυμα * Για την ανάσταση του Λαζάρου * Η θεολογική σημασία των θαυμάτων του Κυρίου
Τεκμηριώνεται η ανάσταση του Λαζάρου; Ιστορική αναζήτηση Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης |
Η ανάσταση του Λαζάρου είναι ένα από τα πλέον αμφισβητούμενα επεισόδια των ευαγγελικών διηγήσεων. Φυσικά, όλα τα σημεία των ευαγγελίων που περιέχουν υπερφυσικό στοιχείο απορρίπτονται από εκείνους που θεωρούν τον εαυτό τους αντίθετο προς τον Χριστιανισμό. Όμως η ανάσταση του Λαζάρου γίνεται αφορμή να χλευάζονται οι χριστιανοί ως αφελείς, επειδή δεν βλέπουν κάτι «εξόφθαλμα φανερό»: ότι το επεισόδιο αυτό το επινόησε εξ ολοκλήρου ο ευαγγελιστής Ιωάννης, αφού δεν μνημονεύεται καθόλου στα τρία πρώτα ευαγγέλια.
Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε αν διήγηση για την ανάσταση του Λαζάρου μπορεί να τεκμηριωθεί από ιστορική και φιλολογική άποψη.
1. Η αξιοπιστία του κατά Ιωάννην ευαγγελίου Από φιλολογική άποψη, είναι εύλογο να δεχτούμε ότι το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο γράφτηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ. Η αρχαιότερη γνώση του περιεχομένου του (όπως και άλλων βιβλίων της Καινής Διαθήκης) φαίνεται ήδη στις επιστολές του αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, ο οποίος μαρτύρησε στη Ρώμη, κατασπαρασσόμενος από θηρία, γύρω στο 110 μ.Χ. [1]. Επιπλέον, το παλαιότερο τεμάχιο παπύρου που έχει βρεθεί με απόσπασμα της Καινής Διαθήκης, ο λεγόμενος «πάπυρος 52» (που χρονολογείται στο α΄ μισό του 2ου αιώνα μ.Χ. με πιθανότητα να προέρχεται μόλις από το 125 μ.Χ.), περιέχει απόσπασμα του κατά Ιωάννην και συγκεκριμένα τους στίχους 31–33 και 37–38 του κεφαλαίου 18. Αλλά και οι επίσης του 2ου αιώνα «πάπυρος 90» και «πάπυρος 75» (175-225 μ.Χ.) περιέχουν αποσπάσματα του κατά Ιωάννην ευαγγελίου [2]. Ο συγγραφέας του κατά Ιωάννην ήταν σημαντική προσωπικότητα της πρώτης Εκκλησίας, πρόσωπο πολύ γνωστό και με μεγάλο κύρος, όπως φαίνεται από τις τρεις επιστολές του, στις οποίες διδάσκει ως αυτόπτης μάρτυρας του Χριστού (Α΄ Ιωάννου 1, 1-3: «ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν … και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν … ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν») και συστήνεται απλώς ως «ο πρεσβύτερος» (Β΄ και Γ΄ Ιωάννου, στίχ. 1), χωρίς να χρειάζεται να αναφέρει το όνομά του, καθότι γνωστός και επιβεβαιωμένος στους χριστιανούς («και οίδατε ότι η μαρτυρία ημών αληθής εστί», Γ΄ Ιωάννου, στίχ. 12). Το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο επιβεβαιώνει ότι ο συγγραφέας ήταν γνωστός στους χριστιανούς, αφού καταγράφει ο ίδιος τη φήμη που είχε απλωθεί γι’ αυτόν ότι «δεν θα πεθάνει μέχρι να επιστρέψει ο Κύριος», λόγω μιας απάντησης του Ιησού στον απόστολο Πέτρο για την τύχη του: «εξήλθεν ουν ο λόγος ούτος εις τους αδελφούς ότι ο μαθητής εκείνος ουκ αποθνήσκει» (Ιω. 21, 23, βλ. στίχ. 20-23). Τη φήμη αυτή ο ίδιος δεν την αποδέχεται. Στον επίλογο του ευαγγελίου οι χριστιανοί του τόπου, στον οποίο γράφτηκε (της Εφέσου, κατά την παράδοση που διασώζουν οι συγγραφείς των επόμενων αιώνων, αρχίζοντας από τον άγιο Ειρηναίο τον 2ο αιώνα), επιβεβαιώνουν: «Ούτος εστίν ο μαθητής ο μαρτυρών περί τούτων και γράψας ταύτα, και οίδαμεν ότι αληθής εστίν η μαρτυρία αυτού» (στίχ. 24). Την επιβεβαίωση αυτή αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα η πρώτη Εκκλησία, πράγμα φανερό από την ιδιαίτερα σημαντική θέση που έχει το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο στη χριστιανική γραμματεία ήδη του 2ου αιώνα μ.Χ. Έτσι, βλέπουμε κατ’ αρχάς να συμπεριλαμβάνεται στις αναφορές των ευαγγελίων που γίνονται από τον άγιο Ειρηναίο της Λυών (170 μ.Χ.) και τον λεγόμενο «κανόνα του Μουρατόρι» περί το 180 μ.Χ. (εδώ). Μάλιστα ο «κανόνας του Μουρατόρι» διασώζει, από την παράδοση, την πληροφορία ότι ο Ιωάννης παρακινήθηκε από τους υπόλοιπους αποστόλους να γράψει το ευαγγέλιό του και το έκανε, αφού έλαβε επιβεβαίωση από το Θεό (μέσω του αποστόλου Ανδρέα) μετά από νηστεία τριών ημερών. Το κατά Ιωάννην εξάλλου κατείχε βασική θέση στο λεγόμενο «διατεσσάρων ευαγγέλιο» (μια ενοποιητική σύνθεση των τεσσάρων ευαγγελίων), που συνέταξε γύρω στο 170 μ.Χ. ο Τατιανός ο Σύρος. Στους χριστιανούς συγγραφείς του 2ου αιώνα μ.Χ. το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο όχι απλώς λαμβάνεται υπόψιν, αλλά διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, όπως φαίνεται από την ανάπτυξη και ερμηνεία της διδασκαλίας περί του «Λόγου του Θεού», δηλ. του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας, στα συγγράμματα των απολογητών (λεπτομέρειες εδώ). Ο Υιός του Θεού χαρακτηρίζεται «Λόγος» στην αρχή του κατά Ιωάννην ευαγγελίου, όπως και σε δύο ακόμη από τα κείμενα της υπόλοιπης «ιωάννειας γραμματείας» (δηλ. τα έργα του ευαγγελιστή Ιωάννη) και συγκεκριμένα στα: κατά Ιωάννην 1, στίχοι 1 και 14, Α΄ επιστολή Ιωάννου 1, 1 και στο πολυσυζητημένο 5, 7, και Αποκάλυψις 19, 13. Για τους συγγραφείς που αγγίζουν τον 3ο αιώνα, όπως ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, ο Τερτυλλιανός, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και ο Ωριγένης, είναι προφανές ότι η κανονικότητα και η εγκυρότητα του κατά Ιωάννην ευαγγελίου θεωρείται αυτονόητη. Να σημειώσουμε ότι ο απόστολος Ιωάννης εθεωρείτο «στύλος» της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, μαζί με τον απόστολο Πέτρο και τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, σύμφωνα με την πληροφορία του αποστόλου Παύλου στην προς Γαλάτας, 2, 9. Αυτό σημαίνει ότι το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο δεν είναι κάποιο περιθωριακό ή αμφιβαλλόμενο κείμενο, αλλά βασικό ιερό κείμενο των χριστιανών από την αρχαία εποχή. Σημειωτέον δε ότι οι χριστιανοί δεν αποδέχτηκαν άκριτα όλα τα θρησκευτικά κείμενα που συνάντησαν, ούτε όλα όσα γράφτηκαν με μορφή ευαγγελίου, αλλά τα διέκριναν με μεγάλη προσοχή και φροντίδα, ώστε να κρατήσουν μόνον εκείνα που ήταν γραμμένα από τα χέρια των αποστόλων. Γι’ αυτό και απέρριψαν πλήθος πρωτοχριστιανικά κείμενα, ακόμη και κάποια που θεωρήθηκαν αρκετά αξιόπιστα από ιστορική άποψη και διαβάστηκαν πολύ στην αρχαία Εκκλησία (όπως το περίφημο «Πρωτευαγγέλιο τον Ιακώβου») αλλά δεν περιελήφθησαν στην Καινή Διαθήκη [3]. Αν το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο ήταν έργο που περιείχε φανταστικές διηγήσεις, γραμμένες επί σκοπόν να νοηματοδοτήσουν με κάποιο διαφορετικό τρόπο την ταυτότητα και την αποστολή του Ιησού Χριστού, είναι βέβαιο ότι θα είχε απορριφθεί αμέσως, έχοντας την τύχη άλλων παρόμοιων: «Τινές εκ των αρνουμένων την αποστολικότητα του συγγραφέως του Δ΄ Ευαγγελίου ισχυρίζονται ότι τούτο εγράφη εν γνώσει της συνοπτικής γραπτής παραδόσεως» (δηλ. των τριών πρώτων ευαγγελίων) «και προς τον σκοπόν να υποκαταστήση αυτήν. Αλλ’ η άποψις αύτη είναι εσφαλμένη, διότι η αποδοχή του Ευαγγελίου υπό της Εκκλησίας ουδεμίαν αναταραχήν προεκάλεσεν, ως θα συνέβαινεν, αν ηλήθευεν η υπόθεσις αυτή» (Σάββας Αγουρίδης, Εισαγωγή εις την ΚαινήνΔιαθήκην, σελ. 155). Για τη ζωή του ευαγγελιστή Ιωάννη επίσης διασώζονται πληροφορίες από την αρχαία εποχή, καθώς επίσης και ο τάφος του στην Έφεσο, μεγάλο προσκύνημα των χριστιανών των καιρών εκείνων, με χάρισμα ιαμάτων μέσω μιας ιδιαίτερης σκόνης, που ανέβλυζε απ’ αυτόν στις 8 Μαΐου και οι χριστιανοί την αποκαλούσαν «μάννα» («ο ροδισμός και η τρύγησις του μάννα» κατά τις πληροφορίες των συναξαριστών για την ημέρα εκείνη). Ο συγγραφέας του κατά Ιωάννην λοιπόν δεν είναι κάποιο πρόσωπο χαμένο στην αχλή του μύθου, νεφελώδες ή ασήμαντο και άγνωστο, αλλά – επαναλαμβάνω – γνωστό και έγκυρο. Συνεπώς οι χριστιανοί δεν ανακάλυψαν το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο σε χρόνους πολύ μεταγενέστερους της εποχής του, ούτε εξαπατήθηκαν απ’ αυτό [4].
2. Ο άγιος Λάζαρος Και ο Λάζαρος όμως δεν είναι πρόσωπο άγνωστο στην αρχαία Εκκλησία ή πιθανώς μυθικό, αναφερόμενο μόνο στη γνωστή διήγηση του θανάτου και της ανάστασής του, αλλά προσωπικότητα με γνωστή πορεία, που δεν έπαψε να αναγνωρίζεται και να τιμάται ως άγιος από τους χριστιανούς ανεξάρτητα από την ευαγγελική διήγηση. Για την ακρίβεια, η αγιολογική παράδοση της Εκκλησίας παρέχει την πληροφορία ότι ο άγιος Λάζαρος, επειδή στοχοποιήθηκε από τους αρχιερείς των Ιουδαίων λόγω της ανάστασής του, η οποία ενίσχυσε την πίστη πολλών στο Χριστό (Ιω. 12, 9-11), αναχώρησε από την Παλαιστίνη και μετοίκησε στην Κύπρο και συγκεκριμένα στο Κίτιο. Εκεί τον συνάντησαν οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας κατά την πρώτη τους αποστολική περιοδεία και τον χειροτόνησαν επίσκοπο Κιτίου. Παρέμεινε στη θέση αυτή 18 χρόνια και εκοιμήθη περί το 63 μ.Χ. σε ηλικία 60 ετών. Οι Πράξεις των αποστόλων δεν αναφέρουν συνάντηση του Λαζάρου με τους αποστόλους κατά την επίσκεψή τους στην Κύπρο. Φυσικά το ταξίδι στην Κύπρο συνοψίζεται σε λίγους στίχους (Πράξεις 13, 1-13) με αφήγηση ενός μόνον επεισοδίου, εκείνου που αφορά στον Ελύμα το μάγο. Πάντως αναφέρουν ότι ταξίδεψαν από τη Σαλαμίνα στην Πάφο και η διαδρομή αυτή διέρχεται από το Κίτιο. Επίσης καταθέτουν ότι αργότερα ο Βαρνάβας, μαζί με τον ανιψιό του και μετέπειτα ευαγγελιστή Μάρκο, επέστρεψε στην Κύπρο (Πράξεις 15, 39), χωρίς να μας λένε τον ακριβή προορισμό τους, ούτε ποιον είδαν ή τι έπραξαν εκεί. Και πολύ νωρίτερα, αμέσως μετά το λιθοβολισμό του αγίου Στεφάνου, βλέπουμε να μετοικίζουν χριστιανοί από την Παλαιστίνη στην Κύπρο, τη Φοινίκη και την Αντιόχεια της Συρίας, για να διαφύγουν από τους Ιουδαίους, εξαπλώνοντας όμως παράλληλα το μήνυμά τους (Πράξεις 11, 19)· έχει γραφεί ότι η αναχώρηση του αγίου Λαζάρου ίσως έγινε τότε, αν και κατά τη γνώμη μου το πιθανότερο είναι να έφυγε μόνος, αμέσως μετά το θείο πάθος ή λίγο μετά την ίδρυση της Εκκλησίας, αν ειδικά ο ίδιος συνέχιζε να αποτελεί στόχο. Αν και οι βυζαντινές πηγές των πρώτων αιώνων επίσης δεν μας πληροφορούν ρητά για το γεγονός, όμως τα αρχαιολογικά τεκμήρια είναι ισχυρότερα. Την παράδοση για τη ζωή και τον δεύτερο θάνατο (κοίμηση) του αγίου Λαζάρου γνωρίζει και αναφέρει τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο άγιος Επιφάνιος, επίσκοπος Κωνσταντίας (Σαλαμίνος) της Κύπρου: «αλλά και εν παραδόσεσιν εύρομεν ότι τριάκοντα ετών ην τότε ο Λάζαρος, ότε εγήγερται. μετά δε το αναστήσαι αυτόν τον κύριον άλλα τριάκοντα έτη έζησε, και ούτω προς κύριον εξεδήμησε. κοιμηθείς δε εκλίθη μετά σεμνού ονόματος» (Πανάριον, 3.76 – βλ. εδώ, σελ. 368). Ο άγιος Επιφάνιος, όπως είπαμε, ήταν επίσκοπος Σαλαμίνος της Κύπρου, πλησίον του Κιτίου, άρα το πιθανότερο είναι ότι μεταφέρει την πληροφορία από την κυπριακή παράδοση, στην εποχή του δε ο τάφος του αγίου Λαζάρου προφανώς ήταν γνωστός, με την παλαιοχριστιανική βασιλική επάνω του (το ναό δηλαδή) σε λειτουργία. «Ο άγιος Επιφάνιος χρημάτισε Επίσκοπος στη Σαλαμίνα της Κύπρου για τριάντα έξι χρόνια (367 - 403). Το ότι γνωρίζει από την παράδοση (“εν παραδόσεσιν εύρομεν”) πόσα χρόνια έζησε ο άγιος Λάζαρος, τούτο σημαίνει ότι ήταν έντονη μεταξύ του χριστιανικού λαού της Κύπρου για τρεις και πλέον αιώνες η πίστη περί εγκατάστασης και διαβίωσης του Λαζάρου στη νήσο» (Παρασκευά Αγάθωνος, Ο άγιος Λάζαρος ο Τετραήμερος, Λευκωσία 1997, σελ. 27). Μια έμμεση μαρτυρία, πάλι από τον 4ο αι., μας δίνει η λεγόμενη Κλήμεντος των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή, κεφ. ΧΧ, όπου, κατονομαζόμενος ανάμεσα σε διάφορους μαθητές του Κυρίου, ο άγιος Λάζαρος χαρακτηρίζεται «ιερεύς»: «Ακόμη, περί τούτου, ομιλούν θερμότατα και αι Κλημέντιοι Επιτομαί, αι οποίαι μας παραδίδουν και την εξής περίεργον είδησιν: “Λάζαρος ο ιερεύς, ον ανέστησεν εκ νεκρών τετραήμερον ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός”, αναφερομένην, προφανώς, εις την μετά την ανάστασιν του Λαζάρου αποστολικήν του διακονίαν, ως πρώτου Επισκόπου της Χριστ. Εκκλησίας της Κύπρου» (αρχιμανδρίτου Ευθυμίου Ελ. Ελευθεριάδου, Λάζαρος ο Φίλος του Χριστού, εκδ. Ευσέβεια, σελ. 255 – σχετικώς βλ. εδώ). Από τους Έλληνες και ξένους ιστορικούς, που συνέγραψαν Ιστορία της Εκκλησίας της Κύπρου, «ο John Hackett είναι εκείνος που μας παρέχει τις περισσότερο αξιόλογες πληροφορίες, οι οποίες φθάνουν μέχρι και τους αποστολικούς χρόνους. Στο κεφάλαιο “Αρχαίαι ειδήσεις περί των Επισκόπων”, αναφέρεται στον Πλίνιο, ο οποίος έγραψε ιστορία δεκαπέντε χρόνια μετά την εισαγωγή του χριστιανισμού στην Κύπρο (γύρω στο 61). Ο Πλίνιος μνημονεύει τα ονόματα δεκαέξι πόλεων που υπήρχαν τότε στο νησί. Η περίοπτη θέση των πόλεων τούτων και το γεγονός ότι οι εκκλησιαστικές υποδιαιρέσεις ακολουθούσαν την πολιτική διοίκηση δίνουν το δικαίωμα, γράφει ο ιστορικός, να συμπεράνουμε πως των χριστιανικών κοινοτήτων των πόλεων αυτών προήδρευαν Επίσκοποι. Το Κίτιο συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των δεκαέξι πόλεων. Στο κεφάλαιο για την Επισκοπή Κιτίου γράφει ότι η εκλογή της πόλεως για έδρα Επισκόπου “ήτο αναμφιβόλως σχεδόν σύγχρονος προς αυτήν την εισαγωγήν του χριστιανισμού εις την νήσον”. Στη συνέχεια ο άγιος Λάζαρος αριθμείται ως ο πρώτος Επίσκοπος Κιτίου» (Παρ. Αγάθωνος, ό.π., σελ. 33, με παραπομπή στο J. HACKETT, Ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρον κατά μετάφρασιν και συμπλήρωσιν Χ. Παπαϊωάννου, τόμ. Β΄, Πειραιάς 1927, σ. 12). *** Τι έδειξε η αρχαιολογική σκαπάνη; Στο σημείο του τάφου του αγίου Λαζάρου υπήρχε χώρος λατρείας της εποχής των διωγμών, αλλά αργότερα ιδρύθηκε μια βασιλική. Το 649 μ.Χ. οι Άραβες κατέλαβαν την Κύπρο και, κατά τα φαινόμενα, η βασιλική καταστράφηκε και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με έναν μικρό ναό [5]. Ο τάφος ανακαλύφθηκε ξανά τον 9ο αιώνα και αποκαλύφθηκε η λάρνακα, στην οποία είχε τοποθετηθεί το σώμα του, από την οποία η περιοχή έλαβε το όνομα Λάρνακα, με το οποίο είναι γνωστή σήμερα. Στη λάρνακα υπήρχε η επιγραφή «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού». Η γλώσσα της επιγραφής ήταν η εβραϊκή[6]. Αυτό σημαίνει ότι επρόκειτο για την αρχική λάρνακα του αγίου, υπόθεση που ενισχύεται και από την εβραϊκού τύπου (όπως χαρακτηρίστηκε) ταφή που ανακαλύφθηκε το 1972. Είναι αξιοσημείωτο ότι η επιγραφή συμφωνεί με τη διήγηση του ευαγγελίου περί αναστάσεως. Αν επρόκειτο για την αρχική λάρνακα, είναι παλαιότερη από τη συγγραφή του κατά Ιωάννην και συνιστά μαρτυρία ανεκτίμητη. Και αν όμως έγινε ανακομιδή των λειψάνων σε μεταγενέστερο χρόνο και τοποθετήθηκαν σε δεύτερη λάρνακα (όμως όσο περνούν τα χρόνια, τόσο μειώνεται η πιθανότητα μη ελληνικής επιγραφής), είναι σημαντικό ότι η επιγραφή ετέθη στον ίδιο τον τόπο όπου έζησε και κοιμήθηκε ο άγιος, ήταν ο επίσκοπος της τοπικής Εκκλησίας και γνωστός σε όλους τους χριστιανούς. Τον 9ο αι. μ.Χ. έγινε ανακομιδή των λειψάνων του, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 899 ή το 900 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ το Σοφό, το δε γεγονός αυτό εορτάζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία στις 17 Οκτωβρίου. Ο αυτοκράτορας οικοδόμησε στον ίδιο χώρο τον μεγαλοπρεπή ναό που σώζεται σήμερα αφιερωμένος στη μνήμη του, ενώ στην Κωνσταντινούπολη έφερε τα ιερά λείψανα σε μια ιδιαίτερη ιερά μονή αφιερωμένη στον άγιο Λάζαρο και στη συνέχεια τα τοποθέτησε σε έναν δεύτερο ναό, τα εγκαίνια του οποίου εορτάζονται στις 4 Μαΐου. Η μεταφορά περιγράφεται σε δύο πανηγυρικούς λόγους που εκφώνησε μπροστά στο ιερό λείψανο ο μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας (Επιβατήριος επί τοις τιμίοις λειψάνοις Λαζάρου, ά Λέων ο φιλόχριστος βασιλεύς εϰ Κύπρου μετήνεγϰεν και Έϰφρασις πομπης ιεράς ην Λέων ο ευσεβής βασιλεύς επί τοις τιμίοις λειψάνοις πεποίηται Λαζάρου του Χριστού φίλου, ότε πρώτως αυτά εϰ Κύπρου μετήνεγϰεν). Για την πορεία των ιερών λειψάνων μετά την άλωση της ΚΠολης από τους Σταυροφόρους το 1204 και στη συνέχεια από τους Τούρκους το 1453, βλ. στο άρθρο του γράφοντος «Η παρουσία του αγίου Λαζάρου στον Ευαγγελισμό Λαγκαδά», εδώ. Σήμερα, σύμφωνα με ενδείξεις, τα λείψανα του αγίου βρίσκονται στην περιοχή του χωριού Ευαγγελισμός Λαγκαδά, όπου μεταφέρθηκαν από τη Μικρά Ασία και για την εύρεσή τους διεξάγονται σχετικές έρευνες[7]. Στις 23 Νοεμβρίου 1972, κατά τις εργασίες για την αναπαλαίωση του ναού της Λάρνακας από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, ανακαλύφθηκε κάτω από την αγία τράπεζα μία σαρκοφάγος, στην οποία φυλασσόταν ένα κασελάκι με οστά (μέρος της κάρας και των κνημών) και έφερε την επιγραφή «Φιλίου». Η επιγραφή αυτή φαίνεται να παραπέμπει στον άγιο Λάζαρο, ως φίλο του Χριστού (φιλίου = φιλικού, αγαπημένου), πράγμα που επιβεβαιώνεται από τη θέση της κάτω από την αγία τράπεζα, που αρμόζει στον άγιο του ναού και ιστορικό ηγέτη της τοπικής Εκκλησίας, ιδίως αν ολοκλήρωσε την επίγεια ζωή του με μαρτυρικό θάνατο. Βεβαίως υπάρχει και η άποψη ότι δεν πρόκειται για τον άγιο Λάζαρο, αλλά για πρόσωπο άγνωστο σ’ εμάς, του οποίου το όνομα ήταν Φίλιος, όνομα που απαντάται στον αιγαιακό χώρο, αλλά και στην Κύπρο, από την αρχαιότητα [8]. Αν και για το θέμα του άρθρου μας δεν αλλάζει κάτι (η πρώτη σαρκοφάγος, η ανακομιδή επί Λέοντος και η συνεχής λατρευτική παρουσία στο σημείο είναι αρκετά τεκμήρια), πρέπει να συμφωνήσουμε με τους Κυπρίους αδελφούς μας ότι η αυθεντικότητα των λειψάνων ενισχύεται, τόσο από τη θέση όπου φυλάσσονταν εντός του ναού (και μάλιστα σαν να επείχαν θέση εγκαινίων της αγίας τράπεζας, στην οποία δεν είχαν τοποθετηθεί άλλα λείψανα), όσο και από το συλλογισμό ότι ο αυτοκράτορας Λέων είναι απίθανο να ίδρυσε έναν τόσο μεγαλοπρεπή ναό – προορισμένο εμφανώς να αναδείξει την τιμή του φερώνυμου αγίου στον τόπο της ταφής του – και όμως να αφαίρεσε εξ ολοκλήρου τα ιερά του λείψανα και να τα πήρε μαζί του εκτός Κύπρου, χωρίς ν’ αφήσει έστω ένα μικρό μέρος τους σ’ αυτόν. Για τα λείψανα εντός της σαρκοφάγου η εφημερίδα Ταχυδρόμος της ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, στο φύλο της Τετάρτης 29 Νοεμβρίου 1972, έγραψε: «Τα οστά ήταν τυλιγμένα με ταινίες από φλούδες δένδρων. … Λόγω αντιδράσεων όμως είχαν μεταφερθή [στην Κωνσταντινούπολη επί Λέοντος] μερικά οστά, ενώ τα υπόλοιπα μαζί με τα άγια σάβανα, είχαν τοποθετηθή σε σαρκοφάγο και είχε κτισθή ναός. Η ανακάλυψις θεωρείται μεγάλης επιστημονικής αξίας, δεδομένου ότι τα λείψανα ήσαν τυλιγμένα με λωρίδες κορμού δένδρου, δεμένες “χιαστί”, όπως συνηθίζετο από τους Εβραίους και τους Αιγυπτίους. Δεδομένου ότι ο Λάζαρος ήταν εβραϊκής καταγωγής συμπεραίνεται ότι τα λείψανα ανήκουν σ’ αυτόν, βάσει και των ιστορικών στοιχείων που υπάρχουν». Η πληροφορία για ταινίες από φλοιούς δέντρων επαληθεύτηκε μετά από επικοινωνία μας με τον π. Σπυρίδωνα Σταυρή, εφημέριο του ναού του αγίου Λαζάρου της Λάρνακας, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά[9]. Στην κρύπτη που βρίσκεται κάτω από το χώρο του ιερού οι ανασκαφές αποκάλυψαν μαρμάρινες σαρκοφάγους και κιβωτιόσχημους τάφους ελληνιστικής και ρωμαϊκής προελεύσεως, που επαναχρησιμοποιήθηκαν στα χριστιανικά χρόνια (βλ. παραπάνω, σημ. 9). Η κρύπτη αυτή, κατά τους αρχαιολόγους, λειτουργούσε ως χώρος λατρείας κατά την περίοδο των διωγμών (ένα είδος κατακόμβης προφανώς) [10]. Συνεπώς στο χώρο ταφής του αγίου Λαζάρου υπάρχει αδιάσπαστη συνέχεια χριστιανικής λατρείας, από την εποχή των διωγμών (με την κατακόμβη της κρύπτης) ως τα πρώτα βυζαντινά χρόνια (με την παλαιοχριστιανική βασιλική), την εποχή της αραβοκρατίας και κατόπιν στους μέσους χρόνους, με τον περικαλή ναό του αυτοκράτορα Λέοντα, ο δε Λάζαρος είναι πρόσωπο ιστορικά επιβεβαιωμένο με ισχυρά τεκμήρια.
3. Η πατρίδα και η οικογένεια του αγίου Λαζάρου Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας πληροφορεί ότι η ανάσταση του Λαζάρου συνέβη στη Βηθανία. Γράφει επίσης ότι έγινε ευρέως γνωστή και προκάλεσε τεράστια εντύπωση, έτσι πολλοί άνθρωποι ήρθαν στο χωριό για να δουν το Λάζαρο και πίστευαν στο Χριστό εξαιτίας του, ώστε οι εχθροί του Ιησού – όπως προείπαμε – άρχισαν να σκέφτονται να δολοφονήσουν κι εκείνον (Ιω. 12, 9-11). Η Βηθανία (αραμαϊκά ביתעניא) είναι γνωστό χωριό, που συνέχισε να κατοικείται και τα επόμενα χρόνια, εκατοικείτο βεβαίως και την εποχή της συγγραφής του ευαγγελίου, καθώς και μετά από αυτήν, ενώ συνεχίζει να κατοικείται και σήμερα. Στα αραβικά ονομάζεται Αλ Εϊζαριγιά ή Αλ Αζαρίγια (Al-Eizariya ή al-Azariya, العيزرية), που σημαίνει «τόπος του Λάζαρου», και στην περιοχή σώζεται ταφικό μνημείο, χαρακτηριστικό της περιοχής, που κατά την παράδοση είναι ο τάφος του. Η παράδοση αυτή έρχεται από τα αρχαία χρόνια, αφού η αγία Ελένη, τον 4ο αιώνα μ.Χ., ήδη τη βρήκε και οικοδόμησε πάνω από τον τάφο χριστιανικό ναό (βασιλική). Τον 11ο αιώνα οι σταυροφόροι κατακτητές, που τον οικισμό τον βρήκαν με το αραβικό όνομα, τον μετονόμασαν ξανά σε Βηθανία. Απέχει περίπου 3 χιλιόμετρα από την Ιερουσαλήμ [11]. Κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη «ήν εγγύς των Ιεροσολύμων ως από σταδίων δεκαπέντε» (Ιω. 11, 18), δηλαδή περίπου 2.700 – 2.800 μέτρα [12]. Στην Καινή Διαθήκη συναντούμε τη Βηθανία αρκετές φορές: στα κατά Ματθαίον 21, 17 και 26, 6-16, και Μάρκον 11, 11-12, και 14, 3-9, αναφέρεται ως τόπος φιλοξενίας του Ιησού κατά το ιστορικό ταξίδι του στα Ιεροσόλυμα προ του Πάθους· κατά τη συγκεκριμένη άφιξή του εκεί, αν συνεξετάσουμε και το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, έγινε η ανάσταση του Λαζάρου, για την οποία όμως από τους υπόλοιπους ευαγγελιστές δεν γίνεται λόγος. Στο κατά Λουκάν 24, 50-51, η περιοχή της Βηθανίας προσδιορίζεται ως ο τόπος της αναλήψεως. Ως απλό τοπωνύμιο αναφέρεται στα Μάρκ. 11, 1, και Λουκ. 19, 29, ενώ στο Ιω. 1, 28, ως τόπος «πέραν του Ιορδάνου, όπου ην Ιωάννης βαπτίζων». Αναφέρεται επίσης στα Ιω. 11, 1 και 18, και 12, 1, στην εξιστόρηση της ανάστασης του Λαζάρου και των μετά από αυτήν. Προφανώς η Βηθανία υπονοείται στο Λουκ. 10, 38-42, όπου ο Ιησούς γίνεται δεκτός στο σπίτι των αδελφών Μάρθας και Μαρίας, αν και το όνομα του χωριού δεν αναφέρεται. *** Ο Ιωάννης κατονομάζει εξάλλου ως αδελφές του Λαζάρου δύο γυναίκες με τα ονόματα Μάρθα και Μαρία. Την πραγματική ύπαρξή τους την πιστοποιεί η διήγηση του κατά Λουκάν ευαγγελίου 10, 38-42, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς πέρασε από το χωριό τους και φιλοξενήθηκε στο σπίτι τους, αν και εκεί το χωριό δεν κατονομάζεται, ούτε γίνεται αναφορά στο Λάζαρο. Ο χαρακτήρας των δυο γυναικών, όπως σκιαγραφείται στις δυο ευαγγελικές διηγήσεις, ταιριάζει. Η Μαρία είναι πιο εξωστρεφής, παρορμητική και εκδηλωτική, αμελεί τα καθήκοντα του νοικοκυριού και την περιποίηση των ξένων, προκειμένου ν’ ακούσει τα λόγια του Ιησού καθισμένη στο πάτωμα, κάπου κοντά του (Λουκ. 10, 39). Συντρίβεται από το θάνατο του αδελφού της, μένει στο σπίτι και φεύγει μόνο για να θρηνήσει στον τάφο. Μόλις όμως την προσκαλεί ο Ιησούς, σπεύδει να τον συναντήσει· πέφτει κλαίγοντας στα πόδια του, ώστε εκείνος από το θρήνο της συγκινείται. Του εκφράζει το παράπονό της («Κύριε, ει ης ώδε, ουκ αν απέθανέ μου ο αδελφός»), αλλά δεν τολμάει να του ζητήσει το θαύμα (Ιω. 11, 28-33). Στην επόμενη επίσκεψή του, λίγο καιρό μετά την ανάσταση του Λαζάρου, παίρνει ένα σκεύος με πολύτιμο μύρο και του μυρώνει τα πόδια, σκουπίζοντάς τα με τα μαλλιά της, προφανώς από ευγνωμοσύνη (Ιω. 12, 3). Η Μάρθα είναι πιο εσωστρεφής, με κυρίαρχο το αίσθημα του καθήκοντος, φροντίζει για όλα («μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά», Λουκ. 10, 41) και αναμφίβολα είναι η αρχηγός του νοικοκυριού («υπεδέξατο αυτόν εις τον οίκον αυτής», στίχ. 38). Είναι αυστηρή και μιλάει στον Ιησού με παρρησία («Κύριε, ου μέλει σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονείν; ειπέ ουν αυτή ίνα μοι συναντιλάβηται», Λουκ. 10, 40· «είπεν ουν η Μάρθα προς τον Ιησούν· Κύριε, ει ης ώδε, ο αδελφός μου ουκ αν ετεθνήκει. αλλά και νυν οίδα ότι όσα αν αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι ο Θεός. λέγει αυτή ο Ιησούς· αναστήσεται ο αδελφός σου. λέγει αυτώ Μάρθα· οίδα ότι αναστήσεται εν τη αναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα», Ιω. 11, 21-24). Εξίσου δυναμικά βεβαιώνει και το Χριστό για την πίστη της, σαν άντρας: «ναι, Κύριε, εγώ πεπίστευκα ότι συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού ο εις τον κόσμον ερχόμενος» (στίχ. 27). Στην επόμενη επίσκεψή του, και πάλι είναι εκείνη που φροντίζει για την περιποίηση των ξένων («και η Μάρθα διηκόνει», Ιω. 12, 2). Και στις δύο ευαγγελικές διηγήσεις πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα. Ο Ιωάννης μάλιστα τις εισάγει στη διήγηση γράφοντας: «Ην δε τις ασθενών Λάζαρος από Βηθανίας, εκ της κώμης Μαρίας και Μάρθας της αδελφής αυτής. ην δε Μαρία η αλείψασα τον Κύριον μύρω και εκμάξασα τους πόδας αυτού ταις θριξίν αυτής, ης ο αδελφός Λάζαρος ησθένει» (Ιω. 11, 1-2). Αυτός ο τρόπος φαίνεται να προϋποθέτει ότι οι δύο γυναίκες ήταν γνωστές στους χριστιανούς, πιθανώς εννοώντας την προηγούμενη αναφορά τους, στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο. Τη σύνδεση του επεισοδίου με το μύρο θα την κάνουμε αργότερα. Αν λοιπόν ο Ιωάννης επινόησε μια ψευδή διήγηση, πώς τόλμησε να την τοποθετήσει σ’ ένα συγκεκριμένο χωριό, ακριβώς δίπλα στην Ιερουσαλήμ, και να εμπλέξει σ’ αυτήν επώνυμα μια γνωστή οικογένεια υποστηρικτών του Ιησού; Ακόμη κι αν είχαν περάσει εξήντα ή και εβδομήντα χρόνια από τα συμβάντα μέχρι τη συγγραφή του ευαγγελίου ή μέχρι το περιεχόμενό του να γίνει γνωστό στην περιοχή, όλοι οι κάτοικοι θα μπορούσαν να το διαψεύσουν, γιατί ένα τέτοιο γεγονός δεν το ξεχνούν οι επόμενες γενιές, αν συνέβη, ενώ, αν δεν συνέβη, η απάτη θα γίνει αμέσως αντιληπτή. Ακόμη και οι ίδιοι οι χριστιανοί θα είχαν κάθε λόγο να το διαψεύσουν, γιατί εμπλέκει μια γνωστή οικογένεια πιστών του Χριστού σ’ ένα ψέμα – και οι πλέον κακοπροαίρετοι αντιλαμβάνονται ότι έτσι τους εκθέτει όλους.
4. Οι γυναίκες που άλειψαν τον Κύριο με μύρο Εδώ νομίζω ότι είναι σωστό – επειδή έχει σχέση – να προσεγγίσουμε τις ευαγγελικές διηγήσεις, που αναφέρονται σε μια γυναίκα που άλειψε το σώμα του Χριστού με μύρο (άρωμα), είτε στην κεφαλή, είτε στα πόδια. Στα ευαγγέλια βλέπουμε τρεις τέτοιες διηγήσεις. Μία κοινή στα κατά Ματθαίον και κατά Μάρκον, μία στο κατά Λουκάν και μία στο κατά Ιωάννην, σύμφωνα με το οποίο η γυναίκα αυτή ήταν η αγία Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου.
Η πρώτη διήγηση: Κατά Ματθαίον, 26, 6-16: Του δε Ιησού γενομένου εν Βηθανία εν οικία Σίμωνος του λεπρού, προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου, και κατέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου. ιδόντες δε οι μαθηταί αυτού ηγανάκτησαν λέγοντες· εις τι η απώλεια αύτη; ηδύνατο γαρ τούτο το μύρον πραθήναι πολλού και δοθήναι τοις πτωχοίς. γνους δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς· τι κόπους παρέχετε τη γυναικί; έργον γαρ καλόν ειργάσατο εις εμέ. τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε. βαλούσα γαρ αύτη το μύρον τούτο επί του σώματός μου, προς το ενταφιάσαι με εποίησεν. αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω, λαληθήσεται και ό εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής. Τότε πορευθείς είς των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς είπε· τι θέλετέ μοι δούναι, και εγώ υμίν παραδώσω αυτόν; οι δε έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια. και από τότε εζήτει ευκαιρίαν ίνα αυτόν παραδώ.
Κατά Μάρκον 14, 3-11: Και όντος αυτού εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, κατακειμένου αυτού ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς, και συντρίψασα το αλάβαστρον κατέχεεν αυτού κατά της κεφαλής. ήσαν δε τινες αγανακτούντες προς εαυτούς λέγοντες· εις τι η απώλεια αύτη του μύρου γέγονεν; ηδύνατο γαρ τούτο το μύρον πραθήναι επάνω τριακοσίων δηναρίων και δοθήναι τοις πτωχοίς· και ενεβριμώντο αυτή. ο δε Ιησούς είπεν· άφετε αυτήν· τι αυτή κόπους παρέχετε; καλόν έργον ειργάσατο εν εμοί. πάντοτε γαρ τους πτωχούς έχετε μεθ’ εαυτών, και όταν θέλητε δύνασθε αυτούς εύ ποιήσαι· εμέ δε ου πάντοτε έχετε. ό έσχεν αύτη εποίησε· προέλαβε μυρίσαι μου το σώμα εις τον ενταφιασμόν. αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εις όλον τον κόσμον, και ό εποίησεν αύτη λαληθήσεται εις μνημόσυνον αυτής. Και Ιούδας ο Ισκαριώτης, είς των δώδεκα, απήλθε προς τους αρχιερείς ίνα παραδώ αυτόν αυτοίς. οι δε ακούσαντες εχάρησαν, και επηγγείλαντο αυτώ αργύρια δούναι· και εζήτει πώς ευκαίρως αυτόν παραδώ.
Η δεύτερη διήγηση (κατά Λουκάν 7, 36-50): Ηρώτα δε τις αυτόν των Φαρισαίων ίνα φάγη μετ’ αυτού· και εισελθών εις την οικίαν του Φαρισαίου ανεκλίθη. και ιδού γυνή εν τη πόλει ήτις ην αμαρτωλός, και επιγνούσα ότι ανάκειται εν τη οικία του Φαρισαίου, κομίσασα αλάβαστρον μύρου και στάσα οπίσω παρά τους πόδας αυτού κλαίουσα, ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσι και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμασσε, και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε τω μύρω. Ιδών δε ο Φαρισαίος ο καλέσας αυτόν είπεν εν εαυτώ λέγων· ούτος ει ην προφήτης, εγίνωσκεν αν τις και ποταπή η γυνή ήτις άπτεται αυτού, ότι αμαρτωλός εστι. και αποκριθείς ο Ιησούς είπε προς αυτόν· Σίμων, έχω σοί τι ειπείν, ο δε φησι· διδάσκαλε, ειπέ. δύο χρεωφειλέται ήσαν δανειστή τινι. ο είς ώφειλε δηνάρια πεντακόσια, ο δε έτερος πεντήκοντα. μη εχόντων δε αυτών αποδούναι, αμφοτέροις εχαρίσατο· τις ουν αυτών, ειπέ, πλείον αυτόν αγαπήσει; Αποκριθείς δε ο Σίμων είπεν· υπολαμβάνω ότι ώ το πλείον εχαρίσατο. ο δε είπεν αυτώ· ορθώς έκρινας. και στραφείς προς την γυναίκα τω Σίμωνι έφη· βλέπεις ταύτην την γυναίκα; εισήλθόν σου εις την οικίαν, ύδωρ επί τους πόδας μου ουκ έδωκας· αύτη δε τοις δάκρυσιν έβρεξέ μου τους πόδας και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμαξε. φίλημά μοι ουκ έδωκας· αύτη δε αφ’ ης εισήλθεν ου διέλιπε καταφιλούσά μου τους πόδας. ελαίω την κεφαλήν μου ουκ ήλειψας· αύτη δε μύρω ήλειψέ μου τους πόδας. ου χάριν λέγω σοι, αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ· ώ δε ολίγον αφίεται, ολίγον αγαπά. είπε δε αυτή· αφέωνταί σου αι αμαρτίαι. και ήρξαντο οι συνανακείμενοι λέγειν εν εαυτοίς· τις ούτός εστιν ός και αμαρτίας αφίησιν; είπε δε προς την γυναίκα· η πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εις ειρήνην.
Και η τρίτη διήγηση (κατά Ιωάννην 12, 1-11): Ο ουν Ιησούς προ εξ ημερών του πάσχα ήλθεν εις Βηθανίαν, όπου ην Λάζαρος ο τεθνηκώς, ον ήγειρεν εκ νεκρών. εποίησαν ουν αυτώ δείπνον εκεί, και η Μάρθα διηκόνει· ο δε Λάζαρος είς ην των ανακειμένων συν αυτώ. η ουν Μαρία, λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού και εξέμαξε ταις θριξίν αυτής τους πόδας αυτού· η δε οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου. λέγει ουν είς εκ των μαθητών αυτού, Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ο μέλλων αυτόν παραδιδόναι· διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς; είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτώ, αλλ' ότι κλέπτης ην, και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν. είπεν ουν ο Ιησούς· άφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό. τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε. Έγνω ουν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί εστι, και ήλθον ου δια τον Ιησούν μόνον, αλλ' ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν ον ήγειρεν εκ νεκρών. εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι' αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν. Αν διαβάσουμε μαζί την πρώτη και την τρίτη διήγηση, νομίζω ότι θα διαπιστώσουμε ότι ταυτίζονται. Ιδού τα κοινά σημεία και οι διαφορές τους: Κοινά σημεία: (α) τα επεισόδια συμβαίνουν στη Βηθανία, (β) σχετίζονται χρονικά με την άφιξη του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, που κατέληξε στη σταύρωσή του, (γ) από πλευράς των μαθητών του προκαλείται «γογγυσμός» (γκρίνια) για την άσκοπη δαπάνη, με το ίδιο επιχείρημα, (δ) η τιμή του μύρου στο κατά Μάρκον και το κατά Ιωάννην εκτιμάται σε τριακόσια δηνάρια, το δε μύρο προσδιορίζεται με τον ίδιο τρόπο ως μύρο «νάρδου πιστικής πολυτελούς» ή «πολυτίμου», (ε) η απάντηση του Ιησού είναι στην ουσία η ίδια και στις δύο περιπτώσεις. Διαφορές: (α) στην πρώτη διήγηση το συμβάν γίνεται μετά τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα (βαϊοφόρο), ενώ στη δεύτερη αμέσως πριν, (β) στην πρώτη διήγηση η γυναίκα άδειασε το μύρο στην κεφαλή του Χριστού, ενώ στη δεύτερη άλειψε τα πόδια του και τα σκούπισε με τα μαλλιά της, (γ) στην πρώτη διήγηση ο γογγυσμός φαίνεται να προέρχεται γενικά από τους μαθητές (ή από «τινάς» των παρευρισκομένων κατά το Μάρκο), ενώ ο Ιωάννης τον καταλογίζει συγκεκριμένα στον Ιούδα τον Ισκαριώτη. Κατά τη γνώμη μου, τα κοινά στοιχεία είναι πολύ ισχυρότερα από τις διαφορές και μας επιτρέπουν να ταυτίσουμε τις δύο διηγήσεις. Οι διαφορές είναι τέτοιες, που δεν αλλάζουν την ουσία· δεν είναι μάλιστα ασυνήθιστο στα τέσσερα ευαγγέλια διηγήσεις των ίδιων γεγονότων να διαφέρουν στις λεπτομέρειες (για το θέμα αυτό, παρακαλώ, δείτε εδώ). Δεν αποκλείεται εξάλλου κάποιες να είναι συμπληρωματικές: η γυναίκα ίσως έβαλε μύρο και στην κεφαλή και στα πόδια του Ιησού, ο δε γογγυσμός πιθανόν έγινε και από τον Ιούδα και από άλλους, αλλά ο Ιωάννης επισημαίνει τον Ιούδα επειδή αμέσως μετά επρόκειτο να προδώσει. Πιθανόν όμως ο γογγυσμός να έγινε μόνο από τον Ιούδα ή κυρίως από αυτόν και οι δύο πρώτοι ευαγγελιστές χρησιμοποιούν ως τρόπο του λέγειν μια γενικόλογη έκφραση (έχει γραφτεί και ότι το έκαναν από λεπτότητα, για να μην κατονομάσουν τον Ιούδα, ενώ εκείνος ήταν που διαμαρτυρήθηκε – ή, το πιθανότερο, δυσανασχέτησε εσωτερικά). Όπως και να έχει, τα κοινά στοιχεία είναι τέτοια που μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε ότι οι δύο διηγήσεις ταυτίζονται και ότι η πρωταγωνίστρια του επεισοδίου είναι η αγία Μαρία. Το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο γράφει ότι «εποίησαν ουν αυτώ δείπνον εκεί» (στη Βηθανία) «και η Μάρθα διηκόνει· ο δε Λάζαρος είς ην των ανακειμένων συν αυτώ» (στίχ. 3). Ο άγιος Λάζαρος λοιπόν ήταν «ένας από τους καθισμένους στο δείπνο μαζί με τον Κύριο», πράγμα που μάλλον προϋποθέτει ότι δεν συνέβη στο σπίτι του. Η αγία Μάρθα «διηκόνει» (φρόντιζε, «υπηρετούσε»), χωρίς απαραίτητα να ήταν το σπίτι της. Γνωρίζουμε και από τα δικά μας χωριά ότι στις παραδοσιακές κοινωνίες οι γυναίκες, καλεσμένες σε φιλικά σπίτια, δεν κάθονταν στο τραπέζι, αλλά βοηθούσαν τη νοικοκυρά στην περιποίηση των (ανδρών) συνδαιτυμόνων. Το σπίτι λοιπόν, στο οποίο συνέβη το επεισόδιο, ήταν προφανώς του Σίμωνα του Λεπρού. Η δεύτερη διήγηση της γυναίκας με το μύρο (Λουκ. 7, 36-50) έχει κοινά στοιχεία με τις άλλες δύο (α) το γενικό πλαίσιο: ο Χριστός είναι καλεσμένος σε δείπνο και μια γυναίκα φέρνοντας ακριβό μύρο έρχεται να τον τιμήσει μυρώνοντάς τον, και (β) το όνομα του οικοδεσπότη, Σίμων (που είναι ωστόσο συνηθισμένο στους Ιουδαίους και πολλοί Σίμωνες ή – ελληνιστί – Συμεώνες αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη, π.χ. ο Σίμων Πέτρος, ο Σίμων ο Κανανίτης, ο Συμεών ο Θεοδόχος στην υπαπαντή του Χριστού, ο Σίμων ο Κυρηναίος, ο Σίμων ο Μάγος, ο Συμεών Νίγερ, Πράξ. 13, 1). Έχει όμως διαφορές (α) ότι η γυναίκα ήταν αμαρτωλή και προσήλθε κλαίουσα για τις αμαρτίες της, (β) ότι η αντίρρηση προήλθε από τον οικοδεσπότη, όχι από τους αποστόλους, και είχε εντελώς διαφορετική αιτιολόγηση, (γ) ότι εξίσου διαφορετική ήταν και η απάντηση του Κυρίου προς αυτόν, (δ) ότι το συμβάν καταλήγει σε διάλογο του Κυρίου με τη γυναίκα, στον οποίο συγχωρεί τις αμαρτίες της, επαινεί την πίστη της και την απολύει εν ειρήνη, (ε) ότι το συμβάν φαίνεται να έγινε πολύ πριν το Πάθος του Χριστού: περιγράφεται μόλις στο κεφάλαιο 7 του κατά Λουκάν ευαγγελίου, ενώ η είσοδος στα Ιεροσόλυμα αναφέρεται στο κεφάλαιο 19. Καταφανώς, όπως νομίζω, δεν είναι το ίδιο περιστατικό. Η διήγηση αυτή έχει κοινό σημείο με του κατά Ιωάννην ότι το μύρο αλείφθηκε στα πόδια του Κυρίου και όχι στην κεφαλή του και η γυναίκα το σκούπισε με τα μαλλιά της, αλλά οι διαφορές των δύο διηγήσεων είναι αγεφύρωτες, ώστε δε νομίζω πως υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα ταύτισης. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας δίνει και μια εσωτερική μαρτυρία για τη συμμετοχή της Μαρίας στη διήγηση των προγενέστερων ευαγγελιστών. Εισάγοντάς την στην ιστορία, ένα κεφάλαιο πριν, τη συστήνει λέγοντας: «ην δε Μαρία η αλείψασα τον Κύριον μύρω και εκμάξασα τους πόδας αυτού ταις θριξίν αυτής, ης ο αδελφός Λάζαρος ησθένει» (Ιω. 11, 2). Όμως το συμβάν με το μύρο το αφηγείται αργότερα, στο επόμενο κεφάλαιο. Τι νόημα έχει λοιπόν αυτή η επεξήγηση, που προϋποθέτει ότι οι αναγνώστες του γνώριζαν το συμβάν; Έχει νόημα, αν θεωρήσουμε ότι εννοεί το επεισόδιο που αφηγούνται οι προγενέστεροι ευαγγελιστές, διορθώνοντας όμως τη λεπτομέρεια για το πώς μυρώθηκε ο Κύριος – επαναλαμβάνω, από την αφήγηση του συμβάντος που ακολουθεί είναι φανερό ότι ταυτίζεται με τη διήγηση των ευαγγελιστών Ματθαίου και Μάρκου, αλλά όχι με του Λουκά.
5. Ο πτωχός Λάζαρος του κατά Λουκάν και ο αναστάς Λάζαρος του κατά Ιωάννην Μια τελευταία αντίρρηση προς την αξιοπιστία της διήγησης για την ανάσταση του Λαζάρου έρχεται από την παράλληλη εξέτασή της με την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λάζαρου, που βρίσκουμε στο κατά Λουκάν 16, 19-31. Στην υπόθεση αυτής της παραβολής, ένας φτωχός, καταπληγιασμένος ζητιάνος, ονόματι Λάζαρος, προσπαθεί να χορτάσει την πείνα του με τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι ενός ανάλγητου πλουσίου (ο οποίος αφήνεται ανώνυμος, για να φανεί πως τα πλούτη και η μεγαλομανία του είχαν στερήσει την ανθρωπιά του, όπως λένε οι ερμηνευτές). Όταν πεθαίνουν, ο πλούσιος έρχεται στην κόλαση, ενώ ο Λάζαρος αναπαύεται στην αγκαλιά του Αβραάμ. Μετά από μια συζήτηση για τη σωτηρία και την απώλεια και το μεταξύ τους χάσμα, ο πλούσιος παρακαλεί τον Αβραάμ να στείλει το Λάζαρο πίσω στη γη, για να προειδοποιήσει τους πέντε αδελφούς του πλουσίου, ώστε ν’ αλλάξουν τρόπο ζωής και να μην καταλήξουν κι εκείνοι στην ίδια μοίρα. Ο Αβραάμ όμως αρνείται και απαντά πως, αν οι άνθρωποι δεν πείθονται από τα λόγια του Μωυσή και των προφητών για να ζήσουν μια ηθική ζωή, ακόμη κι ένας νεκρός αν αναστηθεί, δεν θα τον πιστέψουν. Έχει εκφραστεί λοιπόν η γνώμη πως η διήγηση της ανάστασης του Λαζάρου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια ανατροπή, από πλευράς του ευαγγελιστή Ιωάννη, εκείνου που έχει γράψει νωρίτερα ο Λουκάς. Κατ’ αυτόν, θα ήταν ανώφελη η ανάσταση του Λαζάρου για την πίστη και τη μετάνοια των ανθρώπων, κι έτσι το ενδεχόμενο επιστροφής του στη ζωή ματαιώνεται. Κατά τον Ιωάννη όμως, η ανάσταση του δικού του Λαζάρου πραγματοποιείται και αποδεικνύεται αποτελεσματική, αφού οι «θεασάμενοι ά εποίησεν ο Ιησούς, επίστευσαν εις αυτόν», «πολλοί δι' αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν» (Ιω. 11, 45 και 12, 11). Η απάντηση σ’ αυτόν τον προβληματισμό είναι η εξής: εκτός από το προφανές, ότι το ιστορικό των δύο προσώπων είναι εντελώς διαφορετικό και ότι ο πτωχός Λάζαρος δεν παρουσιάζεται ως πραγματικό πρόσωπο, αλλά είναι χαρακτήρας παραβολής (φανταστικής ιστορίας, που αφηγήθηκε ο Ιησούς, για να οδηγήσει τους ακροατές του σ’ ένα συμπέρασμα), ενώ ο αναστάς Λάζαρος είναι πραγματικό πρόσωπο και μάλιστα ιστορικά τεκμηριωμένο, υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο πολύ σημαντικό: ότι ποτέ οι χριστιανοί δεν εξέλαβαν έτσι το νόημα των δύο αυτών διηγήσεων. Αν δηλαδή δεχτούμε αυτή την υπόθεση, πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι ίδιοι οι χριστιανοί, απ’ αρχής μέχρι τέλους της ιστορίας τους, δεν κατάλαβαν τι ήθελε να τους πει το ίδιο το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η πίστη τους και το οποίο – πάντα κατά την ίδια υπόθεση – οι διδάσκαλοι της κοινότητάς τους συνέταξαν κατά φαντασίαν για να τους διδάξουν. Αν ήταν έτσι, θα υπήρχαν Πατέρες της Εκκλησίας ή έστω πρωτοχριστιανοί συγγραφείς που, βλέποντας ότι κανείς δεν καταλαβαίνει, θα ξεκαθάριζαν τα πράγματα. Ένα κωδικοποιημένο μήνυμα τοποθετείται σ’ ένα βιβλίο για να κατανοηθεί από τους αποδέκτες του. Αν κανείς δεν το κατάλαβε και αν κανείς δεν καθοδήγησε τους άλλους να το καταλάβουν (ούτε οι πιο «συστημικοί», ας το θέσω έτσι, ηγέτες της Εκκλησίας), τότε ίσως πρέπει να υποπτευθούμε ότι δεν υπάρχει μυστικό μήνυμα, αλλά απλή παράθεση γεγονότων. Τέλος, αν το κατά Ιωάννην εξέφραζε μιαν απόκλιση ή μια εναντίωση προς τα άλλα και γι’ αυτό δεν καθοδήγησε κανείς τους πιστούς να το καταλάβουν, είναι βέβαιο πως θα είχε εξοβελιστεί από τον κανόνα της Καινής Διαθήκης ή μάλλον δεν θα είχε πλησιάσει καν στην αποδοχή. Είδαμε όμως πόσο σημαντικό θεωρήθηκε και πόσο θερμά οι χριστιανοί συγγραφείς από τον 2ο κιόλας αιώνα αξιοποίησαν τη διδασκαλία του στο διάλογό τους και με τα ίδια τα μέλη της κοινότητάς τους και με τους έξω.
6. Η σιωπή των συνοπτικών ευαγγελίων Το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, ως γνωστόν, παραδέχεται πως υπήρξαν πράξεις και λόγια του Ιησού που δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτό (Ιω. 21, 25). Προφανώς το ίδιο ισχύει και για συνοπτικά ευαγγέλια, δεδομένου μάλιστα ότι περιέχουν και επεισόδια ή διδασκαλίες του Χριστού, που αναφέρονται μόνο σε ένα ή σε δύο από αυτά. Ασφαλώς συνέβησαν κι άλλα που δεν αναφέρονται καθόλου από τους συνοπτικούς ευαγγελιστές και ως τέτοια θεώρησαν οι χριστιανοί από την αρχή όσα αφηγείται μόνο το κατά Ιωάννην. Ας σημειώσουμε ότι από τα επτά θαύματα του Χριστού, που αφηγείται ο ευαγγελιστής Ιωάννης, δύο μόνον έχει κοινά με τους συνοπτικούς, τον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων και το περπάτημα πάνω στα νερά (Ιω. 6, 1-21). Τα άλλα πέντε αναφέρονται μόνο στο κατά Ιωάννην, μεταξύ των οποίων και η ανάσταση του Λαζάρου [13], ενώ ο Ιωάννης δεν αφηγείται κανένα από τα υπόλοιπα θαύματα που διηγούνται οι συνοπτικοί, παρότι καταθέτει ότι ο Κύριος πραγματοποίησε πολλά θαύματα, π.χ. Ιω. 2, 23 και 3, 1-2. Όμως η ανάσταση του Λαζάρου δεν ήταν γεγονός τέτοιας σημασία, που θα ήταν εύλογο να το καταγράψουν και οι πρώτοι τρεις ευαγγελιστές; Να το αγνοούσαν είναι απίθανο. Πώς είναι δυνατόν να το αποσιώπησαν, αφού μάλιστα οι Ματθαίος και Μάρκος κατέγραψαν το συμβάν με το μύρο στη Βηθανία, που κατά τη γνώμη μου, όπως είπα, συνδέεται άμεσα με αυτήν; Η αποσιώπηση της ανάστασής του από τα συνοπτικά ευαγγέλια ίσως σχετίζεται, με τρόπο που σήμερα δεν υποπτευόμαστε, με την ιδιαίτερη οπτική του έργου του Ιησού Χριστού, που ήθελε να φωτίσει ο καθένας ευαγγελιστής, ή με το κοινό, στο οποίο απευθυνόταν: «Διά τους συγγραφείς των τεσσάρων Ευαγγελίων… έν θαύμα, εις το βάθος του, δεν είναι περισσότερον μεγάλον από έν έτερον, που εξωτερικώς δεν είναι εντυπωσιακόν! Καθ’ έκαστον, τα θαύματα του Χριστού, εις τους οφθαλμούς των Ευαγγελιστών, ήσαν έργα μιας και της αυτής δημιουργού θείας Δυνάμεως! Οιονδήποτε δε αυτών ανεξαιρέτως και απολύτως, έχει, δι’ αυτούς, την αυτήν αποδεικτικήν δύναμιν, ίνα κατάδειξη την θείαν του Ιησού Χριστού προέλευσιν και αποστολήν. Οι Συνοπτικοί Ευαγγελισταί έχουν εκθέσει ιδίως τα θαύματα, τα οποία ετέλεσεν ο Ιησούς εν Γαλιλαία. Η νεκρανάστασις του Λαζάρου δεν εθεωρήθη ανώτερόν τι, των νεκραναστάσεων της θυγατρός του Ιαείρου και του υιού της χήρας της Ναΐν, τα οποία ο Ιησούς ετέλεσεν εν Γαλιλαία, ώστε να θεωρήσουν, ότι δεν έπρεπε να παραλείψουν… να μνημονεύσουν και έν θαύμα, το οποίον ετέλεσεν προ των θυρών της Ιερουσαλήμ» (Ευθυμίου Ελ. Ελευθεριάδου, ό.π., σελ. 255-256). Ίσως πάλι η εξήγηση να είναι πολύ απλή, όπως για παράδειγμα ότι, δεδομένου ότι τα τρία ευαγγέλια γράφτηκαν ενώ ζούσε ακόμη ο άγιος Λάζαρος (πριν το 63 μ.Χ., όπως τεκμηριώνεται από το χρονικό σημείο, όπου διακόπτεται η διήγηση των Πράξεων των αποστόλων), πιθανόν να ήταν επιθυμία του ίδιου να μην περιληφθεί στην αφήγηση – ή από ταπείνωση ή από ανησυχία για τις αδελφές του, που θα είχαν μείνει στην Παλαιστίνη και, αν επανερχόταν η συζήτηση για την ανάστασή του, θα κινδύνευαν από το φανατισμό των Ιουδαίων, όπως είχε κινδυνεύσει και ο ίδιος [14]. Ο φανατισμός αυτός δεν ήταν ακίνδυνος, διότι (εκτός από τα πρώιμα θύματά του, όπως ο πρωτομάρτυρας Στέφανος και οι χριστιανοί που είχε συλλάβει αρχικά ο Σαούλ) θύμα του έπεσε παρολίγον και ο ίδιος ο Σαούλ, όταν ήταν πλέον ο απόστολος Παύλος (π.χ. Πράξεις 9, 23-25. 21, 31-32. 23, 12-14), αλλά και ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, που δολοφονήθηκε κατ’ εντολήν του Μεγάλου Συνεδρίου από μερίδα ιουδαϊκού όχλου το 62 μ.Χ. [15]. Γι’ αυτό ίσως, εξάλλου, στο επεισόδιο με το μύρο, στο σπίτι του Σίμωνα του Λεπρού, δεν κατονομάστηκε η αγία Μαρία, αλλά αναφέρθηκε αόριστα ως «μια γυναίκα». Συνεπώς η ανάσταση του Λαζάρου είναι μια διήγηση που περιλαμβάνεται σ’ ένα βιβλίο αποδεκτό ως αξιόπιστο και θεμελιώδες από την αρχή του χριστιανισμού, γραμμένο από έναν άνθρωπο εκτιμώμενο απ’ όλους ως έντιμο και έγκυρο αυτόπτη μάρτυρα του Ιησού Χριστού. Πρωταγωνιστεί ένα πρόσωπο ιστορικά τεκμηριωμένο (που η αρχαία επιγραφή στη λάρνακα του τάφου του συμφωνεί με την ευαγγελική διήγηση), τοποθετείται συγκεκριμένα σ’ ένα χωριό ακριβώς δίπλα στα Ιεροσόλυμα και εμπλέκεται σ’ αυτήν επώνυμα μια γνωστή οικογένεια υποστηρικτών του Ιησού. Όλα αυτά, κατά τη γνώμη μου, δημιουργούν ένα υπόβαθρο αξιοπιστίας που υπερβαίνει κατά πολύ την άποψη ότι πρέπει να απορρίψουμε την ιστορία ασυζητητί. Αναρωτιόμουν πώς να κλείσω το παρόν άρθρο… Μάλλον ο καλύτερος τρόπος είναι η απάντηση του Ιησού Χριστού σε μια πονεμένη γυναίκα, αλλά και προς κάθε γυναίκα – και άντρα – που έχει χάσει τον άνθρωπό του: «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται· και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιω. 11, 25-26).
Σημειώσεις 1. Ιγνατίου, προς Μαγνησιείς επιστολή, 6, 1: «Ιησού Χριστού, ος προ αιώνων παρά πατρί ην και εν τέλει εφάνη», πρβ. Ιω. 1, 1-5. Στο ίδιο, 8, 2: «ότι είς θεός εστίν, ο φανερώσας εαυτόν διά Ιησού Χριστού του υιού αυτού ός έστιν αυτού λόγος από σιγής προελθών». Εδώ έχουμε ευθεία αναφορά στην περί Λόγου ιωάννεια διδασκαλία από τον άγιο Ιγνάτιο. Στο ίδιο, 13, 2: «ως Ιησούς Χριστός τω πατρί και οι απόστολοι τω Χριστώ και τω πατρί ίνα ένωσις ή σαρκική τε και πνευματική»· Ιγνατίου προς Εφεσίους, 5, 1: «πόσω μάλλον υμάς μακαρίζω τους εγκεκραμένους ούτως, ως η εκκλησία Ιησού Χριστώ, και ως Ιησούς Χριστός τω πατρί, ίνα πάντα εν ενότητι σύμφωνα ή». Πρβ. κατά Ιωάννην 17, 21 και 23, «ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοί, ίνα και αυτοί εν ημίν έν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι συ με απέστειλας» και «εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν». Στην προς Εφεσίους 19, 1, αλλά και προς Ρωμαίους 7, 1, ο άγιος Ιγνάτιος χαρακτηρίζει το διάβολο «άρχοντα του αιώνος τούτου», όπως στο κατά Ιωάννην 12, 31, και 16, 11, χαρακτηρίζεται «άρχων του κόσμου τούτου». Προς Φιλαδελφείς 7, 1: «το πνεύμα ου πλανάται από θεού ον. οίδεν γάρ, πόθεν έρχεται και πού υπάγει, και τα κρυπτά ελέγχει». Πρβ. Ιω. 3, 8: «το πνεύμα όπου θέλει πνει, και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ' ουκ οίδας πόθεν έρχεται και πού υπάγει». Παραπομπή στα πλήρη κείμενα των επιστολών του αγίου Ιγνατίου θα βρείτε εδώ. 2. Βλ. σχετικά στα: «Τα δέκα αρχαιότερα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης», εδώ, «Ευρετήριο των αρχαιοτέρων χειρογράφων της Καινής Διαθήκης σε κανονική διάταξη (εδώ), «Τα αρχαία Ελληνικά χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης: Ο πάπυρος P52 (RylandsGreekPapyrus 457)», εδώ. 3. Δε γράφω εδώ ότι απέρριψαν και τα απόκρυφα κείμενα, γιατί τα απόκρυφα ουσιαστικά ποτέ δεν ήταν χριστιανικά βιβλία, αλλά βιβλία των αποκρυφιστών γνωστικών, συνεπώς ήταν αυτονόητο για τους χριστιανούς ότι δεν είναι δικά τους. Σχετικά άρθρα εδώ. 4. Για την όλη συζήτηση σχετικά με το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, την ταυτότητα του συγγραφέα του, την οπτική του και τη σχέση του με τους τρεις άλλους ευαγγελιστές, βλ. αναλυτικά στο βιβλίο του καθηγητή Σάββα Αγουρίδη Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, εκδ. Γρηγόρη 1971, σελ. 142-188. 5. Για την καταστροφή του τόπου (με την πληροφορία ότι ο τάφος «χάθηκε») εδώ. «Ο ναός, που σώζεται μέχρι σήμερα, κτίστηκε πάνω στα ερείπια προϋπάρχουσας παλαιοχριστιανικής βασιλικής η οποία κάλυπτε τον τάφο του Αγίου Λαζάρου», από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου (βλ. παρακάτω, παραπομπή 10). Ο Λέοντας όμως βρήκε μικρό ναό: «Λέγεται πως τα λείψανά του πρωτοανακαλύφθηκαν το 890 μ.Χ. μέσα στο μικρό ναό που υπήρχε τότε» (άρθρο «Οι τάφοι του αγίου Λαζάρου σε Βηθανία και Λάρνακα»). Συνεπώς ο χώρος ακολούθησε μια πορεία γνωστή στον τόπο μας: ο μεγάλος ναός καταστράφηκε και οι χριστιανοί, υπό την αραβική κατοχή, οικοδόμησαν στη θέση του – μάλλον με πέτρες από τα ερείπια – έναν μικρό. 6. Ανδρέα Μιτσίδη, «Ο τάφος και ο ναός του Λαζάρου εν Λάρνακι Κύπρου», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 8, Αθήναι 1966, στήλη 61. 7. Με κέντρο τον Ευαγγελισμό Λαγκαδά έχει συσταθεί η «Ομάδα Έρευνας της Αγίας Ζωής και Πορείας του Αγίου & Δικαίου Λαζάρου, Τετραημέρου και Φίλου του Χριστού», μέλη της οποίας έχουν αφιερωθεί σε πολύμοχθη και εμπεριστατωμένη έρευνα για τη ζωή του και την πορεία των ιερών λειψάνων του. Ευχαριστούμε ιδιαίτερα τον ερευνητή κ. Ιωάννη Λένο, μέλος της ομάδας, που με συγκινητική προθυμία μας πρόσφερε εξαιρετική βιβλιογραφική βοήθεια για τη σύνταξη του παρόντος άρθρου. 8. Όπως ο «Φίλιος Κύπριος γένος εκ Σαλαμίνος, υιός Αρίστωνος», που αναφέρεται σε αναθηματικό επίγραμμα από την Πριήνη της Καρίας της Μ. Ασίας, χρονολογούμενο στον 4ο αι. π.Χ.«Το όνομα Φίλιος απαντά συχνά στο Αιγαίο ήδη από τον 4ον αι. π.Χ. (…), αναγράφεται δε και πάνω σε σαρκοφάγο που βρέθηκε στη Λάρνακα, στην περιοχή του αρχαίου Κιτίου, χρονολογούμενη στον 3ον αι. π.Χ.». Αναλυτικά εδώ. 9. Ευχαριστούμε επίσης τη συνάδελφο και φίλη κυρία Σόνια Χριστοδούλου και τον αδελφό της κ. Χριστόδουλο Πουργουρίδη (με την προσπάθεια των οποίων κατέστη δυνατή η επικοινωνία μας με τον π. Σπυρίδωνα), καθώς και την αρχαιολόγο κυρία Άννα Σατράκη, που, με την προθυμία της και το χρόνο που διέθεσε για μας, αποκτήσαμε πρόσβαση στη συνοπτική ανακοίνωση του αρχαιολόγου Βάσσου Καραγεώργη για την ανασκαφή, που δημοσιεύθηκε στο Bulletin de corresp on dance hellénique,volume 97, livraison 2, 1973, σελ. 624 (Vassos Karageorghis, «Chronique des fouilleset dé couvertes archéologiques à Chypreen 1972»). Εκεί αναφέρεται η ανακάλυψη «σαρκοφάγων ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, που είχαν πιθανότατα ξαναχρησιμοποιηθεί κατά την βυζαντινή και μεσαιωνική περίοδο», καθώς και της σαρκοφάγου με την επιγραφή «Φιλίου», με πληροφορίες για το σχήμα και την κατασκευή τους. 10. Πηγές για την ιστορία του ναού του αγίου Λαζάρου και για την ανακομιδή των λειψάνων του επί Λέοντος αποτέλεσαν τα άρθρα, όπου μπορείτε να διαβάσετε και περισσότερα: «Τα λείψανα του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα της Κύπρου», εδώ (όπου και φωτογραφίες), «Οι τάφοι του αγίου Λαζάρου σε Βηθανία και Λάρνακα. Ο μοναδικός άνθρωπος με δύο τάφους», εδώ (με παραπομπές σε πηγές από το διαδίκτυο, τις οποίες συμβουλευτήκαμε), «Σάββατο του Λαζάρου – Το θαύμα και η σχέση του αναστημένου Λαζάρου με την Κύπρο», εδώ, «Ο τάφος του Λαζάρου στη Βηθανία», εδώ (εκεί αναφέρεται ότι στον τάφο του αγίου στη Λάρνακα «βρέθηκαν παλαιοχριστιανικές σαρκοφάγοι, 1ος – 3ος αιώνας μ.Χ.»), «Ιερός Ναός Αγίου Λαζάρου», στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου, εδώ. 11. Λεπτομέρειες εδώ. Για το ναό του 4ου αιώνα μ.Χ. λεπτομέρειες (με πηγές) εδώ. Ευχαριστούμε τους αδελφούς μας και συνεργάτες στην ΟΟΔΕ Κ.Ν. (αγγλόφωνη ΟΟΔΕ) &Papyrus 52 για τη σημαντική βοήθειά τους στη γενικότερη διερεύνηση των πηγών. 12. Με βάση το ελληνικό στάδιο (182,18 μέτρα) συμπεραίνουμε περίπου 2.732 μέτρα, ενώ με βάση το ρωμαϊκό (το ένα όγδοο του ρωμαϊκού μιλίου, δηλ. 1480:8 = 185 μέτρα), που είναι και πιθανότερο, 2.775 μέτρα. Λεπτομέρειες εδώ) και εδώ. 13. Τα άλλα τέσσερα είναι η μεταβολή του νερού σε κρασί στο γάμο της Κανά (Ιω. 2, 1-11) και οι θεραπείες του γιου του βασιλικού (4, 46-54), του παραλύτου (5, 1-15) και του εκ γενετής τυφλού (κεφ. 9). Βλ. και Σ. Αγουρίδη, ό.π., σελ. 151. 14. Βλ. και Ευθυμίου Ελ. Ελευθεριάδου, ό.π., σελ. 259-261: «Τα περί της εγέρσεως του Λαζάρου οι Συνοπτικοί Ευαγγελισταί αποσιωπούν, διότι πιθανόν, όταν αυτοί έγραφον, ο Λάζαρος έζη ακόμη, και ήτο γνωστός, επί πλέον δε και μισητός εις τους Αρχιερείς και λοιπούς Άρχοντας των Ιουδαίων, οίτινες “εβουλεύσαντο ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί, δι’ αυτόν, υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν” (Ίω. 12, 10 εξ.)... Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης έγραψε το Ευαγγέλιόν του, μετά τον θάνατον, εν Λάρνακι της Κύπρου, του Λαζάρου, τοποθετούμενον εις το 63 μ.Χ.». 15. «…Το θέμα διά την Ιουδαϊκήν ηγεσίαν είχεν, ως είπομεν, εθνικάς διαστάσεις, ουχί απλώς θρησκευτικάς. Διό και το 62 μ.Χ., μετά τον αιφνίδιον θάνατον του Ρωμαίου Επιτρόπου Πορκίου Φήστου και προ της αφίξεως του αντικαταστάτου του Αλβίνου, ο αρχιερεύς Άνανος, υιός του πρώην αρχιερέως Άννα, … συνεκάλεσε το Μ. Συνέδριον και επέτυχε την καταδίκην του Ιακώβου εις θάνατον. Η ποινή εξετελέσθη αμέσως με την δικαιολογίαν του επείγοντος, παρά την μη επικύρωσίν της υπό του Ρωμαίου Επιτρόπου, απουσιάζοντος. Βεβαίως, ο Αλβίνος, ελθών εις την Ιουδαίαν εξεδίωξε τον Άνανον από το αρχιερατικόν αξίωμα, αλλ' ήτο πλέον πολύ αργά. Τον Ιάκωβον διεδέχθη εις την ηγεσίαν της Εκκλησίας ο αδελφός του Συμεών (πρβλ. Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. Δ, 22,4, και Β, 23. Ιωσήπου, Ιουδ. Αρχ. 20,1)», Χρήστου Βούλγαρη, «Η άνοδος Ιακώβου του Αδελφοθέου εις την ηγεσίαν της Εκκλησίας», από το: Ιστορία της αρχεγόνου Αποστολικής Εκκλησίας 33-70 μ.Χ., Αθήναι 2012, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, σελ. 145-156. Αναδημοσίευση από εδώ. |
Δημιουργία αρχείου: 24-4-2021.
Τελευταία μορφοποίηση: 26-4-2021.