Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Ιστορικά και Ορθοδοξία

1ο Μέρος: Ιοβινιανός: Ένας αρχαίος εχθρός του Μοναχισμού // 3ο Μέρος: Ο Eλβίδιος κατά μοναχών και κατά της αειπαρθενίας // 4ο Μέρος: Αέριος: Ο αντινηστευτής και αντεπίσκοπος μοναχός // 5ο Μέρος: Πώς στράφηκε ο Λούθηρος κατά του Μοναχισμού // 6ο Μέρος: Οι κακοδοξίες του Καλβίνου για τον Μοναχισμό

Εχθροί του Μοναχισμού Μέρος 2ο

Ο Βιγιλάνδιος κατά του Μοναχισμού

του Γεωργίου Φλωρόφσκυ

Επίτιμου καθηγητού της Ιστορίας της Ανατολικής Εκκλησίας του Πανεπιστημίου του Harvard

 

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες". (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 107-112).

(Τίτλος πρωτοτύπου: The Byzantine Ascetic and Spiritual Fathers. © BUCHERVERTRIEBSANSTALT. © 1992 Για την ελληνική γλώσσα Πουρναράς Παναγιώτης Καστριτσίου 12 Θεσσαλονίκη ISBN: 960-242-031-6).

Ο Βιγιλάνδιος ήταν ένας ακόμα προάγγελος του Προτεσταντικού αντιμοναχισμού, στο πρόσωπο του οποίου κατηγορήθηκαν όχι μόνο οι ακρότητες, αλλά και πλήθος υγιείς αρχέγονες συνήθειες της Χριστιανικής Εκκλησίας, όπως η τιμή των αγίων. Και αυτόν τον πολέμησε ο άγιος Ιερώνυμος, όχι όμως πάντα με τον τρόπο που θα άρμοζε, λόγω του οξύθυμου χαρακτήρα του.

Ο Βιγιλάνδιος, που καταγόταν από τη Γαλατία από την Calagurris της Ακουϊτανίας· έγινε Ιερέας στη Βαρκελώνη. Το 404 ο Άγ. Ιερώνυμος έλαβε μια επιστολή από τη Γαλατία (η Epistula 109 περιέχει την απάντησή του), η οποία τον ανησύχησε πολύ. Προερχόταν από τον Riparius, έναν μορφωμένο Ιερέα της Ακουϊτανίας. Ο Riparius έγραψε για να πληροφορήσει τον Άγ. Ιερώνυμο ότι ένα πρόσωπο που αυτός (ο Ιερώνυμος) ήξερε καταφερόταν κατά του εθίμου της τηρήσεως παρθένων και του σεβασμού των ιερών λειψάνων. Το πρόσωπο δεν ήταν άλλο από τον Βιγιλάνδιο, ο οποίος είχε επισκεφθεί τον Άγ. Ιερώνυμο στη Βηθλεέμ το 395 και είχε φέρει μαζί του συστατικές επιστολές από τον Παυλίνο της Νώλα. Η παραμονή ήταν σύντομη, κατέληξε σε φιλονεικία, και ο Βιγιλάνδιος διέδωσε όταν επέστρεψε ότι ο Άγ. Ιερώνυμος συμπαθούσε τους Ωριγενιστές. Ο φυσικός χαρακτήρας του Ιερωνύμου, ενισχυόμενος από την αντιπάθειά του προς τον Βιγιλάνδιο, τον οδήγησε να γράψει μια σύντομη αλλά δυσφημιστική και αναξιοπρεπή απάντηση. Σ' αυτήν την επιστολή προς τον Riparius ο Άγ. Ιερώνυμος αποκαλεί τον Βιγιλάνδιο «Dormitianus», κοιμώμενο ή κοιμισμένο, σε αντίθεση προς το όνομά του που σήμαινε «ο άγρυπνος». Αποκαλεί τα χείλη του «βρωμερά χείλη» που ξερνούν γλοιώδη βόρβορο. Προτείνει να αποκοπεί η γλώσσα του και αν αυτό δεν γίνει, να τον μεταχειρίζονται ως παράφρονα. Ο Αγ. Ιερώνυμος επιτέθηκε επίσης κατά του Επισκόπου του γιατί δεν τον έκανε να σωπάσει. Εν τούτοις, περιλαμβάνει και μερικές σωστές απαντήσεις πάνω στο θέμα. Ανέφερε ότι οι Χριστιανοί δεν λάτρευαν τα ιερά λείψανα, αλλά μάλλον τα «τιμούσαν» από σεβασμό. Συγκέντρωσε ένα αριθμό κειμένων για να υποστηρίξει τις ολονυκτίες. Ζήτησε από τον Riparius να του στείλει ένα αντίγραφο από ό,τι ο Βιγιλάνδιος είχε γράψει. Περίμενε δυο χρόνια για να το λάβει.

Σ' αυτά τα δυο χρόνια της αναμονής ο Άγ. Ιερώνυμος εμπλέχτηκε σε οξεία αντιπαράθεση. Ήταν στον τελευταίο γύρο της αντιπαραθέσεώς του με τον Άγ. Αυγουστίνο και συνωμοτούσε με τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας για να βλάψει την υπόληψη του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ήταν αυτήν την εποχή που οι Ίσαυροι ερήμωσαν την ακτή της Φοινίκης και της Γαλιλαίας (βλέπε Θεοδωρήτου, θρησκευτική ιστορία η βιογραφία των μοναχών, όχι η Εκκλησιαστική ιστορία του— 10). Το 406 ο Άγ. Ιερώνυμος αρρώστησε βαριά κατά τη Σαρακοστή «έφθασα στην πόρτα του θανάτου». Το φθινόπωρο του 406 ο μοναχός Sisinnius ήρθε από την Ακουϊτανία με αντίγραφα των βιβλίων του Βιγιλάνδιου που εστάλησαν από τον Riparius.

Τα βιβλία του Βιγιλάνδιου έχουν εξαφανιστεί. Όλες μας οι γνώσεις γι' αυτά προέρχονται από το σύντομο και υβριστικό έργο του Αγ. Ιερωνύμου, ένα έργο που απέβλεπε στο να εξοντώσει τον Βιγιλάνδιο. Εν τούτοις, το έργο του Αγ. Ιερωνύμου μας δίνει όχι μόνο μερικές περικοπές από το πρωτότυπο αλλά και μια σαφή Ιδέα του τι δίδασκε ο Βιγιλάνδιος. Με την προσωπική του εκδικητικότητα και τη γενική του υβριστικότητα το έργο είναι πολύ χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του Αγ. Ιερωνύμου. «Υπήρξαν τέρατα πάνω στη γη, κένταυροι, σειρήνες, τεράστια κήτη, ιπποπόταμοι … μόνο η Γαλατία δεν έχει θρέψει τέρατα, αλλά ήταν πάντα γεμάτη με γενναίους και ευγενείς ανθρώπους όταν, ξαφνικά, εμφανίζεται ένας Βιγιλάνδιος, που θα έπρεπε να λέγεται μάλλον Dormitantious (κοιμισμένος), να αγωνίζεται μ' ένα ακάθαρτο πνεύμα κατά του Πνεύματος του Χριστού, και να απαγορεύει να τιμούμε τους τάφους των μαρτύρων. Απορρίπτει τις Ολονυχτίες — μόνο το Πάσχα θα πρέπει να ψάλλουμε 'αλληλούια'. Διακηρύσσει ότι η εγκράτεια είναι αίρεση, και η αγνότητα ένα φυτώριο ακολασίας pudicitiam, libidinis seminarium … . Αυτός ο πανδοχέας της Calagurris ανακατεύει νερό με κρασί, και ήθελε, κατά την παλιά τέχνη, να συνδυάσει το δηλητήριο του με την αυθεντική πίστη. Αντιτίθεται στην παρθενία, μισεί την αγνότητα, διαμαρτύρεται κατά των νηστειών των αγίων, και θα ήθελε να διασκεδάζει τον εαυτό του με τους Ψαλμούς του Δαβίδ μόνο κατά τις εύθυμες γιορτές. Είναι τρομερό να ακούς ότι ακόμα και Επίσκοποι εμπλέκονται με την ακολασία του, αν αυτοί αξίζουν το όνομα του Επισκόπου, οι οποίοι χειροτονούσαν Διακόνους μόνον εγγάμους, και δεν είχαν εμπιστοσύνη στην αγνότητα των αγάμων».

Υπάρχουν δυο γραμμές απαντήσεως στο έργο του αγ. Ιερωνύμου Adversus Vigilantium. Η μία είναι η γελοιοποίηση και η φραστική επίθεση, που μειώνει την ύλη θέση του Βιγιλάνδιου, ώστε αυτή να φαίνεται γελοία. Η άλλη είναι μια απάντηση, όσο κι' αν είναι σύντομη, που βασίζεται σε κάποια μορφή συλλογισμού. Είναι δυνατό να ανασχηματίσει κανείς τις απόψεις του Βιγιλάνδιου από το έργο του Αγ. Ιερωνύμου. Υπάρχουν, γενικά, πέντε ουσιαστικές θέσεις:

Πρώτον, αυτός επιτίθεται κατά της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας. Η τιμητική προσκύνηση των λειψάνων των μαρτύρων ήταν καθαρή δεισιδαιμονία. Ονόμαζε τους Χριστιανούς που «λάτρευαν» «άθλια οστά» των νεκρών «ικέτας μπροστά σε σκουπίδια» και «ειδωλολάτρες». Η περιφορά αυτών των «υπολειμμάτων σκόνης» σε λιτανείες ήταν προσβλητική. Η προσφορά προσευχών σε άγιους δεν είχε καμιά αξία, γιατί αυτοί αναπαύονται με τον Θεό - αυτό δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια άχρηστη συνήθεια. Το άναμα κεριών στους τάφους ή στα προσευχητάρια των μαρτύρων και των αγίων ήταν ειδωλολατρική συνήθεια.

Η δεύτερη θέση του είναι ότι οι ολονυχτίες ήταν απλώς μια επέκταση της αρχικής συνήθειας της Πασχαλινής ολονυχτίας και θα έπρεπε να σταματήσουν. Προσθέτει σ' αυτό την ιδέα ότι μέσα στο σκοτάδι μπορούν να λάβουν χώρα «παρεκτροπές».

Η τρίτη του θέση είναι μια απόρριψη των ασκητικών ιδεωδών της νηστείας, του μοναχισμού, και της παρθενίας. Πίστευε ότι ο κλήρος έπρεπε να είναι έγγαμος. Το επιχείρημά του κατ’ ουσίαν είναι ότι αν όλοι έμεναν παρθένοι, το αποτέλεσμα θα ήταν το τέλος της ανθρωπότητας. Αν γίνονταν όλοι μοναχοί δέν θα υπήρχε κανείς να φέρει το Ευαγγέλιο στον κόσμο.

Η τέταρτη θέση του ήταν ότι η αποστολή ελεημοσύνης στα Ιεροσόλυμα προς στήριξη μιας οκνηρής, τεμπέλικης ομάδας μοναχών θα έπρεπε να σταματήσει.

Η πέμπτη του θέση ήταν ότι ήταν ασύνετο να δίνει κανείς όλη την περιουσία του με μιας. Ήταν συνετώτερο να τη μοιράζει κανείς τμηματικά και μόνο σε κείνους που είχαν πραγματική ανάγκη.

Εκτός από τις αδέξιες γελοιοποιήσεις στην απάντηση του αγ. Ιερωνύμου, τίθενται σ' αυτήν και ορισμένα αντεπιχειρήματα. Ο Αγ. Ιερώνυμος επαναλαμβάνει τη διάκριση που έκανε στην επιστολή του προς τον Riparius: Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του σεβασμού που οι Χριστιανοί απονέμουν στους μάρτυρες, και της λατρείας που προσφέρεται μόνο στον Θεό. Είναι σωστό να επικαλούμαστε τους αγίους γιατί αυτοί πράγματι ζουν με τον Χριστό και γι' αυτό οι προσευχές τους είναι τόσο αποτελεσματικές τώρα όσο και όταν περπατούσαν πάνω στη γη. Το άναμα κεριών είναι μια λογική και κατανοητή μορφή ευσέβειας. Η κριτική του Βιγιλάνδιου γι' αυτήν τη συνήθεια είναι -γράφει ο Άγ. Ιερώνυμος- ενδεικτική της ίδιας ακριβώς παρεξηγήσεως και ελλείψεως ευαισθησίας που έδειξαν οι απόστολοι όταν η γυναίκα χρησιμοποίησε το ακριβό της μύρο στον Ιησού (Ματθαίος 26:6-13). Η αποστολή ελεημοσύνης στα Ιεροσόλυμα είναι παραίνεση του αγ. Παύλου σ' όλα τα κείμενά του, αν και ο Άγ. Ιερώνυμος παραδέχεται ότι όλοι οι φτωχοί παντού θα έπρεπε να βοηθούνται. Παραδέχεται επίσης ότι δεν καλούνται όλοι να δώσουν όλα τα γήινα αγαθά τους. Αλλά τονίζει με σαφήνεια ότι αυτό ήταν το ιδεώδες που προβλήθηκε από τον Ιησού για τον καθένα που επιθυμεί την τελειότητα. Δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα στο θέμα της παρθενίας, γιατί ο Άγ. Ιερώνυμος παραδεχόταν ότι λίγοι εμπνέονται από αυτό. Εκείνο που είναι περίεργο είναι ότι η μόνη υπεράσπιση του μοναχισμού που κάνει ο Άγ. Ιερώνυμος βασίζεται σε μια αρνητική πραγματικότητα - η μοναστική αναχώρηση είναι αναγκαία μόνο για εκείνους που είναι αδύνατοι και μπορούν να είναι ασφαλείς μόνο αν απομακρυνθούν από τους πειρασμούς του κόσμου.

Το έργο του αγ. Ιερωνύμου Adversus Vigilantium δεν κατέστρεψε τον Βιγιλάνδιο. Φαίνεται ότι μερικοί Επίσκοποι πράγματι συμπαθούσαν τις απόψεις του. Του δόθηκε μια θέση ιερέως στη Βαρκελώνα. Η επίδραση του Βιγιλάνδιου, ιδιαίτερα στη Γαλατία, δεν εξαλείφθηκε. Απόδειξη γι' αυτό υπάρχει στο έργο του Faustus του Rhegium: Ut transeamus ad sanctorum communionem. Illos hie sententia ista confundit, qui sanctorum et amicorum dei cineres non in honore debere esse blasphemant, qui beatorum martyrum gloriosam memoriam sacrorum reverentia monumentorum colendam esse non credunt. In symbolum praevaricati sunt, et Christo in fonte mentiti sunt, et per hanc infidelitatem in medio sinu vitae locum morti aperuerunt *. Ο Faustus ισχυρίζεται ότι οι λέξεις «communi sanctorum» (κοινωνία αγίων) απευθύνονται στους «οπαδούς» του Βιγιλάνδιου οι οποίοι απέρριπταν την τιμητική προσκύνηση των αγίων.

Οι λίγες λέξεις του Harnack για τον Βιγιλάνδιο αποκαλύπτουν και πάλι πόσο κοντά αυτός αισθανόταν με προσωπικότητες τέτοιες σαν τον Μαρκίωνα, τον Ιοβινιανό, και τον Βιγιλάνδιο. «Ο Ισπανός, Βιγιλάνδιος, ξεπέρασε ακόμα και τον Ιοβινιανό, στην έκταση και στην ένταση της δραστηριότητας με την οποία πολέμησε τις υπερβολές του καλογερισμού, όπως τη λατρευτική προσκύνηση των λειψάνων, την παρθενία, κλπ.».

 

Σημειώσεις


* Μετάφραση: «για να φθάσουμε στην κοινωνία των αγίων. Αυτός εδώ συγχέει εν γνώσει του εκείνους, οι οποίοι έλεγαν ασεβώς ότι δεν όφειλαν να τιμούν τα λείψανα των αγίων και των φίλων του Θεού, οι οποίοι δεν πιστεύουν ότι πρέπει να διατηρούμε την ένδοξη μνήμη των μακαρίων μαρτύρων με το σεβασμό των ιερών τάφων τους. Αυτοί προσποιούνται, (τους πιστούς), στο σύμβολο και στο βάπτισμα θυμούνται τον Χριστό, και μ' αυτήν την απιστία φανερώνουν ότι, ενώ είναι εν ζωή, βρίσκονται στη χώρα του θανάτου». (Σ.τ.Μ.).

 

Συνεχίζεται με το 3ο Μέρος: Ο Eλβίδιος κατά μοναχών και κατά της αειπαρθενίας

Δημιουργία αρχείου: 17-7-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 19-7-2008.

ΕΠΑΝΩ