Αδιαφορία για την Ιεραποστολή σημαίνει άρνηση της Ορθοδοξίας Μέρος 1ο * Το "είναι" τής Εκκλησίας και η "οντολογία τής σχέσεως" στην Ιεραποστολή * Ο ξεχασμένος στόχος τής Χριστιανικής Οδού * Όνειρα Ιεραποστολής. Όνειρα ονειροπόλου ρεαλιστού μη φαντασιόπληκτου αντιρομαντικού * Αδιαφορία για την Ιεραποστολή σημαίνει άρνηση της Ορθοδοξίας. Μέρος 2ο
Μέρος 3ο Ορθόδοξη Ιεραποστολή και Θεία Ευχαριστία Αδιαφορία για την Ιεραποστολή σημαίνει άρνηση της Ορθοδοξίας (1964) Tού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου
Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου: "Έως εσχάτου τής γης" σελ. 345-348. Αρχική πηγή: Απόσπασμα υπομνήματος που ανακοινώθηκε κατά τη «Συνέλευση Παγκοσμίου Ιεραποστολής και ευαγγελισμού» του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στην πόλη του Μεξικού (Δεκ. 1963), στο οποίο ο γράφων, διάκονος τότε, μετείχε ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Δημοσιεύθηκε: Πορευθέντες 6 (1964), τεύχ. 24, σ. 58-59 Ανάπλασις (Δεκ. 1964). «Ότι είς άρτος, έν σώμα, οι πολλοί εσμεν» (Α' Κορινθίους 10:17). |
Α' Η ευχαριστιακή αντίληψη της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι η δύναμη για την υπέρβαση των εθνικών συνόρων, διότι ο δεσμός αίματος που δημιουργεί το «αίμα του Χριστού» είναι ισχυρότερος κάθε άλλου «δεσμού αίματος»· Συγχρόνως όμως, η ευχαριστιακή αυτή δομή της Ορθοδοξίας είναι κρίσιμο εμπόδιο για την υπερπήδηση των ομολογιακών συνόρων. Η Θεία Ευχαριστία για έναν Ορθόδοξο είναι νευραλγικό σημείο της όλης αντιλήψεως σχετικά με το θέμα Εκκλησία και Ιεραποστολή.
[Στο σημείο αυτό υπογραμμίσθηκε η Ορθόδοξη πίστη σχετικά με τη Θεία Ευχαριστία, οι διαφορές και ειδικές αποχρώσεις της προσεγγίσεως των Χριστιανών στο μυστήριο του Τριαδικού Θεού, η βιωματική Ορθόδοξη πείρα του μυστηρίου της σωτηρίας.] Για την Ορθόδοξη συνείδηση το κρισιμότερο πρόβλημα της Χριστιανικής Ιεραποστολής δεν είναι η απλή αναγγελία του ευαγγελίου, αλλά η ζωντανή μαρτυρία του Ιησού Χριστού παντού και πάντοτε· το πώς θα ζούμε «εν Χριστώ Ιησού». Πιστεύουμε δε ότι το «είναι εν Χριστώ» δεν σημαίνει απλώς σκέψεις περί Αυτού, συζητήσεις περί Αυτού, χρησιμοποίηση του ονόματός Του· δέν είναι κάτι που περιορίζεται απλώς στη διανοητική σφαίρα. Είναι μια βαθιά σχέση του όλου ανθρώπου με τον Χριστό, μια προσωπική σχέση, που μεταμορφώνει την όλη μας ύπαρξη. Είναι μια πραγματική Ζωή εν Χριστώ. Πώς όμως είναι δυνατή αυτή η νέα μορφή ζωής, η «καινή κτίσις» (Γαλ. 6:15); Ο Κύριος είπε σαφώς: «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς… Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ. Καθώς απέστειλέ με ο ζων πατήρ καγώ ζω δια τον πατέρα, και ο τρώγων με κακείνος ζήσεται δι' εμέ» (Ιωάννης 6:53, 56-57). Θα πρέπει να υπογραμμισθεί αυτή η άμεση σχέση μεταξύ «τρώγειν» και «αποστέλλειν». Ο Χριστός δεν είναι απλώς ένας προφήτης ή μια θεωρία. Είναι ζωή: Η Ζωή. Η μετάδοση αυτής της ζωής δεν πραγματοποιείται τόσο με λέξεις, ιδέες, σκέψεις. Φθάνει στο πλήρωμά της στη Θεία Κοινωνία. Κάθε μέλος της υπάρξεώς μας, της ανθρώπινης υπάρξεώς μας, σώμα και ψυχή, πρέπει να αγιασθεί. Γι' αυτό λαμβάνουμε το αίμα και το σώμα Του, ώστε το καθετί μέσα μας να μεταμορφωθεί και να γίνουμε «θείας κοινωνοί φύσεως» (Β΄ Πέτρου 1:4). Ώστε εκείνος ο οποίος είπε «λάβετε φάγετε, τούτο εστί το σώμά μου», βλέποντάς μας στην καθημερινή μας ζωή, να μπορεί να πει στον καθένα που μας πλησιάζει: Κοίταξε τη ζωή αυτού του ανθρώπου. Είναι πραγματικά μέλος του σώματός Μου. Άκουσέ τον είναι από το στόμα Μου τα λόγια του. Η όλη του ζωή αντανακλά τη ζωή Μου. «Μένει εν εμοί καγώ εν αυτώ».
Β΄ Όλα αυτά δεν σημαίνουν μυστικιστική φυγή από τον κόσμο. Αντιθέτως, αυτού του είδους η πνευματικότητα προσανατολίζεται στην καθημερινή ζωή. Είναι βαθύτατα Ιεραποστολική. Είναι αδύνατον να μετέχει κανείς συνειδητά στη Χριστιανική λατρεία, χωρίς άμεση σχέση με την παγκόσμια Ιεραποστολή, και είναι αδύνατον να μετέχει σε μια πραγματικά Ορθόδοξη Ιεραποστολή, χωρίς συνειδητή συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία. Διότι, τι είναι Ιεραποστολή; Ο Κύριος, στην αρχιερατική Του προσευχή προ του Πάθους, δεήθηκε στον Πατέρα Του: «Καθώς εμέ απέστειλας εις τον κόσμον, καγώ απέστειλα αυτούς εις τον κόσμον» (Ιωάννης 17:18). Και μετά την ανάσταση είπε στους μαθητές Του: «Καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς» (Ιωάννης 20:21). Συνεπώς, «η Ιεραποστολή μας» είναι η συνέχιση της ζώσης παρουσίας του Χριστού στον κόσμο. Είναι η συμμετοχή στη ζωή του Κυρίου μας, «του δόντος ημίν την διακονίαν της καταλλαγής» (Β΄ Κορινθίους 5:18). Αυτή η αλήθεια φωτίζει δύο ζωτικές απόψεις του θέματός μας και αποκαλύπτει τη σχέση μεταξύ Ιεραποστολικής εργασίας και Θείας ευχαριστίας. α) Δεν μπορούμε να ζούμε μια γνήσια πνευματική ζωή εν Χριστώ και να τον λατρεύουμε αληθινά, εάν ο πόθος για τη σωτηρία «του σύμπαντος κόσμου», της ανακεφαλαιώσεως των πάντων «εν τω Χριστώ» (Εφεσίους 1:10), δεν καίει αδιάκοπα μέσα μας και δεν μεταφράζεται σε πράξη για τη διάδοση της Βασιλείας του Θεού επί της γης. Είναι πολύ αμφίβολο, εάν μπορούμε να μετέχουμε και πραγματικά να ζούμε τη Θεία Λειτουργία, όταν δεν αισθανόμαστε βαθιά ότι η θυσία του Κυρίου μας και το απολυτρωτικό Του έργο -που λαμβάνει και πάλι χώρα μυστικά κατά την τέλεση του μυστηρίου της Θείας ευχαριστίας δεν προσφέρθηκε αποκλειστικά για μερικά εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά για όλο τον κόσμο. Είναι ακόμη αμφισβητήσιμο εάν δικαιούμεθα να λαμβάνουμε μέρος στο Δείπνο της Αγάπης, όταν αδιαφορούμε για το γεγονός, ότι τόσοι και τόσοι άγνωστοι αδελφοί μας γεννιούνται, ζουν, πεθαίνουν χωρίς να έχουν γνωρίσει την Αλήθεια. β) Αλλά και το αντίθετο είναι αληθινό. Μάταια θα μιλάμε για Ιεραποστολή, εάν δεν προσπαθούμε να είμαστε σε σταθερή και ουσιαστική «κοινωνία» με τον Ιησού. Ο Ιεραπόστολος είναι «απεσταλμένος», «απόστολος Ιησού Χριστού δια θελήματος Θεού» (Εφεσίους 1:1). Αυτό που έχει σημασία δεν είναι τι ο ίδιος θα πει και θα πράξει, αλλά τι ο Κύριος θα πει και θα ενεργήσει δι' αυτού (παράβαλλε Πράξεις Κεφ. 15, 17, 18). Όταν αναλογιζόμαστε τη βαθιά σχέση ενότητος και αγάπης του Υιού με τον Πατέρα, κατανοούμε καλύτερα τι είδους «κοινωνία» απαιτείται μεταξύ αποστέλλοντος και απεσταλμένου. «Ο πατήρ εν εμοί καγώ εν αυτώ» (Ιωάν. 10:38) επανελάμβανε συχνά ο Ιησούς. Ακριβώς για να διευκρινίσει αυτή την «κοινωνία», κατά τον Μυστικό Δείπνο τόσο επίμονα τόνισε στους μαθητές Του: «Μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν… Ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ούδέν» (Ιωάν. 15:4-5) και τους παρέδωσε το μέγα μυστήριο της Θείας ευχαριστίας, το οποίο θα τους ήταν απαραίτητο στη μελλοντική τους «μαρτυρία» και «διακονία». «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ» (Ιωάν. 6:56). Ακριβώς γι' αυτό, το μυστήριο της Θείας ευχαριστίας παραμένει στην καρδιά της ιεραποστολικής μας προσπάθειας. Σε κάθε Θεία Λειτουργία, ο καθένας καλείται να προσφέρει ολόκληρο τον εαυτό του και ολόκληρο το έργο του -αυτό που είναι, αυτό που έχει, αυτό που κάνει στον Χριστό. Με όλη τη θέρμη της ψυχής του καλείται να ικετεύσει τον Κύριο να γεμίσει τη σκέψη του με την αλήθεια Του, την καρδιά του με την αγάπη Του, τη θέλησή του με τη δύναμή Του. Θα πρέπει να φροντίζει να είναι «εν θεία κοινωνία» με τον Κύριο, ώστε ολόκληρη η ύπαρξή του να απελευθερώνεται από τα στενά δεσμά του εγωισμού του. Τότε μόνο, με μια αληθινή και έκδηλη αγάπη για όλη την ανθρωπότητα, θα μπορέσει να μετάσχει στη ζωή της θείας αγάπης, τη μακαρία ζωή της Αγίας Τριάδος. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούμε να ζήσουμε αληθινά τη Θεία Κοινωνία σε στενή συνάρτηση με τον κόσμο και να βιώσουμε μέσα σ’ αυτόν, σε συνεχή «κοινωνία» με την κεφαλή της Εκκλησίας, τον Ιησού Χριστό. Ακόμη μια φορά ας το υπογραμμίσω: εκείνο που κυρίως έχει σημασία δεν είναι τι θα κάνουμε και τι θα πούμε, αλλά προπαντός πώς θα είμαστε μια ζωντανή μαρτυρία της παρουσίας του Θεού στον κόσμο. |
Δημιουργία αρχείου: 19-7-2018.
Τελευταία μορφοποίηση: 19-7-2018.