Διάψευση τών ισχυρισμών περί σχέσεως τής ιστορίας τού Χριστού με μυθολογίες // Αναίρεση από τον Απολογητή Ιουστίνο // Κυριακή: η Πρωτοχριστιανική μέρα λατρείας // Η συχνότητα τής Θείας Ευχαριστίας // Η σημασία τής κλάσεως τού άρτου στην Εκκλησία τού 1ου αιώνα // Ταύτιση Εκκλησίας και Ευχαριστίας // Περί της μεταβολής του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού // Μίθρας και Ιουστίνος // Συγκρίνοντας τους Όσιρη - Ώρο και Ιησού // Υπάρχει σχέση Χριστού και Διονύσου;
Το πραγματικό, βιβλικό υπόβαθρο της Θείας Μετάληψης Αναίρεση αυθαίρετων ισχυρισμών για σχέση με άλλες αρχαίες θρησκείες Επιμέλεια Θεόδ. Ι. Ρηγινιώτης |
Από πού προέρχεται η θεία μετάληψη; Από πού εμπνεύστηκαν οι πρώτοι χριστιανοί να προσφέρουν στο Θεό ψωμί και κρασί, να τα θυσιάζουν (αντί να θυσιάζουν ζώα) και μετά να μεταλαμβάνουν από αυτά, ως θεανθρώπινο σώμα και αίμα του Ιησού Χριστού;
Είναι αλήθεια ότι ο ίδιος ο Ιησούς δημιούργησε αυτή την τελετή και παρήγγειλε στους μαθητές του να την τελούν ή μήπως οι απόστολοι την αντέγραψαν από τελετές ειδωλολατρικών θρησκειών; Και, ακόμη κι αν ο ίδιος ο Ιησούς την ίδρυσε, μήπως κι αυτός την αντέγραψε από τελετές άλλων θρησκειών, ώστε να μην είναι μια θεοπαράδοτη τελετή (όπως θεωρούν οι χριστιανοί), αλλά μια κοινή ανθρώπινη ιδέα και μάλιστα χωρίς πρωτοτυπία; Οι θρησκείες που επικρατούν ως υποψήφιες για την έμπνευση της θείας μετάληψης είναι οι θρησκείες του Διόνυσου και του Μίθρα. Η πρώτη, επειδή περιέχει την ιδέα της «θεοφαγίας» (κατασπάραζαν ένα ζωντανού ταύρο πιστεύοντας ότι τρώνε τον ίδιο το Διόνυσο, επειδή, σύμφωνα με το μύθο του Διόνυσου, κάποια στιγμή, αμυνόμενος, μεταμορφώθηκε σε ταύρο και κατασπαράχθηκε από τους Τιτάνες) και διαθέτει έντονη την παρουσία του κρασιού και της αμπέλου. Η δεύτερη, επειδή οι πιστοί του Μίθρα (στη λατρεία του οποίου επίσης θυσιαζόταν ταύρος και πινόταν κρασί ως το «αίμα του ταύρου», όχι όμως του Μίθρα) τελούσαν ένα είδος ιερού γεύματος με ψωμί και… κρασί; Όχι. Με ψωμί και νερό. Μάλιστα, προσάγεται ως επιχείρημα ότι και ο άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυς, το 2ο αιώνα μ.Χ., εντοπίζει την ομοιότητα της μιθραϊκής τελετής με τη θεία μετάληψη, ισχυρίζεται όμως ότι η ομοιότητα αυτή ήταν έμπνευση των δαιμόνων. Πώς οι δαίμονες αντέγραψαν τη χριστιανική τελετή – ρωτούν ειρωνικά οι υποστηρικτές της άποψης ότι οι χριστιανοί είναι αντιγραφείς – εφόσον είναι μεταγενέστερη από τη μιθραϊκή; Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε ότι το υπόβαθρο της θείας μετάληψης είναι καθαρά βιβλικό, δηλαδή προέρχεται από τη Βίβλο, την Αγία Γραφή των χριστιανών, και συγκεκριμένα από την Παλαιά Διαθήκη. Και, επειδή οι περισσότερες παλαιοδιαθηκικές αναφορές είναι πανάρχαιες, δικαιούμαστε να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι η μιθραϊκή τελετή ίσως είναι αποτέλεσμα βιβλικών (ιουδαϊκών) επιρροών, είτε ρίξουμε την ευθύνη σε δαίμονες, είτε σε ανθρώπους. Εκτός από αυτό, πρέπει να πούμε ότι η θεοφαγία των λάτρεων του Διόνυσου (με τον κατασπαραγμό του ταύρου) και το γενικότερο πλαίσιο της μιθραϊκής λατρείας (με τα ταυροβόλια και τα κριοβόλια, δηλαδή σφαγή ταύρων ή κριών πάνω από ένα λάκκο, σκεπασμένο με σχάρα, και λουτρό αίματος των πιστών, που περίμεναν μέσα στο λάκκο) ουδεμία σχέση έχει με οτιδήποτε χριστιανικό. Το ίδιο ισχύει και για τη διονυσιακή και τη μιθραϊκή μυθολογία, παρά τους ανυπόστατους ισχυρισμούς μερίδας «ερευνητών». Δηλαδή ο Διόνυσος και ο Μίθρας δεν εθεωρείτο ότι έσωσαν τους ανθρώπους πεθαίνοντας οικειοθελώς σαν κοινοί άνθρωποι από τα χέρια των εχθρών τους.
1. Βιβλικές αναφορές που προετοιμάζουν το μυστήριο της θείας μετάληψης Α. Ο άρτος και ο οίνος του Μελχισεδέκ Στο βιβλίο της Γένεσης, κεφ. 14, στίχοι 18-20, αναφέρεται ότι ο Αβραάμ συνάντησε τον Μελχισεδέκ, βασιλέα Σαλήμ και ιερέα του Θεού του Υψίστου, ο οποίος του πρόσφερε άρτους και οίνο και τον ευλόγησε με μια τελετουργική ευλογία, που θυμίζει ανάλογες χριστιανικές, καταγεγραμμένες στις επιστολές του Παύλου και του Πέτρου (βλ. Ρωμαίους 1, 25, και 9, 5. Β΄ Κορινθ. 1, 3-4, και 11, 31. Εφεσίους 1, 3 κ.εξ. Α΄ Πέτρου, 1, 3 κ.εξ., αλλά και την ωδή του προφήτη Ζαχαρία, Λουκ. 1, 38-39): «και Μελχισεδέκ βασιλεύς Σαλήμ εξήνεγκεν άρτους και οίνον· ην δε ιερεύς του Θεού του υψίστου. και ευλόγησε τον Άβραμ και είπεν· ευλογημένος Άβραμ τω Θεώ τω υψίστω, ος έκτισε τον ουρανόν και την γην. και ευλογητός ο Θεός ο ύψιστος, ος παρέδωκε τους εχθρούς σου υποχειρίους σοι. και έδωκεν αυτώ Άβραμ δεκάτην από πάντων». Η αναφορά αυτή είναι καθοριστικής σημασίας, διότι και κατά τους Ιουδαίους και κατά τους χριστιανούς, ο Μελχισεδέκ είναι τύπος του Χριστού. Στον Ψαλμό 109 (του Δαβίδ), στίχ. 4, αναφέρεται: «συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ». Ο Μεσσίας δηλαδή θα είναι αιώνιος ιερέας, ανάλογος του Μελχισεδέκ, που ήταν και βασιλιάς και ιερέας, αλλά και «αγενεαλόγητος», δηλαδή η Γένεση δεν αναφέρει τους προγόνους του, αλλά είναι σαν να εμφανίστηκε από το πουθενά και στη συνέχεια δεν δίνεται καμιά άλλη πληροφορία γι’ αυτόν. Αφού όμως ο Μεσσίας είναι ιερέας «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (και όχι φορέας της ιεροσύνης του Ααρών, όπως οι ιερείς της ιουδαϊκής θρησκείας), είναι επόμενο και ότι η θυσία που θα προσφέρει, στην οποία θα μετέχουν τρώγοντας οι άνθρωποι, θα είναι αυτό που πρόσφερε ο Μελχισεδέκ, δηλαδή άρτους και οίνο. Η αναφορά αυτή προσέχθηκε ιδιαίτερα από τους πρώτους χριστιανούς, διότι ο παραπάνω ψαλμικός στίχος παρατίθεται και αναλύεται διά μακρών στην προς Εβραίους επιστολή, κεφ. 5 και 7, όπου γίνεται λόγος για την αρχιεροσύνη του Χριστού. Μάλιστα η ευλογία του Μελχισεδέκ έχει κοινά στοιχεία με την πρωτοχριστιανική ευχαριστία της Διδαχής των Αποστόλων, παρ. 10 (1), όπου, μεταξύ άλλων, οι αναφορές: «συ, δέσποτα παντοκράτορ, έκτισας τα πάντα ένεκεν του ονόματός σου» (όπως ο Μελχισεδέκ είπε: «ευλογημένος Άβραμ τω Θεώ τω υψίστω, ος έκτισε τον ουρανόν και την γην») και «προ πάντων ευχαριστούμέν σοι, ότι δυνατός ει· σοί η δόξα εις τους αιώνας», όπως ο Μελχισεδέκ είπε: «και ευλογητός ο Θεός ο ύψιστος, ος παρέδωκε τους εχθρούς σου υποχειρίους σοι» (άρα είναι δυνατός). Είναι δε αρκετή από μόνη της η αναφορά στο Μελχισεδέκ για να τεκμηριώσει 100% τη βιβλική προέλευση της θείας μετάληψης, αποκλείοντας οποιαδήποτε ανάγκη αναζήτησης εξωβιβλικών επιρροών.
Β. Ο άρτος και ο οίνος της Σοφίας Στις Παροιμίες, κεφ. 9, στίχοι 1-6, η προσωποποιημένη (ή ορθότερα: ενυπόστατος) Σοφία του Θεού «οικοδόμησε τον οίκο της», στηριγμένο σε επτά στύλους, «έσφαξε τα θύματά της» (δηλαδή τέλεσε θυσίες – ζώων βεβαίως, η Παλαιά Διαθήκη απαγορεύει τις ανθρωποθυσίες, άσχετα με τους ανυπόστατους ισχυρισμούς ορισμένων, π.χ. Δευτερονόμιο, 12, 31, και 18, 10, Ιερεμίας, 7, 31), ετοίμασε σε κρατήρα τον οίνο της (κεκραμένο), ετοίμασε το τραπέζι της και κατόπιν κάλεσε όλο τον κόσμο και μάλιστα τους «άφρονες» να έρθουν να φάνε τον άρτο της και να πιουν τον οίνο της, ώστε να εγκαταλείψουν την αφροσύνη, να βασιλέψουν στον αιώνα, να επιδιώξουν τη φρόνηση και να αποκτήσουν γνώση και σύνεση: «Η σοφία ωκοδόμησεν εαυτή οίκον και υπήρεισε στύλους επτά· έσφαξε τα εαυτής θύματα, εκέρασεν εις κρατήρα τον εαυτής οίνον και ητοιμάσατο την εαυτής τράπεζαν· απέστειλε τους εαυτής δούλους συγκαλούσα μετά υψηλού κηρύγματος επί κρατήρα λέγουσα· ος εστιν άφρων, εκκλινάτω προς με· και τοις ενδεέσι φρενών είπεν· έλθετε φάγετε των εμών άρτων και πίετε οίνον, ον εκέρασα υμίν· απολείπετε αφροσύνην, ίνα εις τον αιώνα βασιλεύσητε, και ζητήσατε φρόνησιν, και κατορθώσατε εν γνώσει σύνεσιν. Η Σοφία, που προσκαλεί τους «άφρονες» να φάνε τον άρτο και να πιουν τον οίνο της, σύμφωνα με τους χριστιανούς είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, δηλαδή ο κατόπιν ενσαρκωθείς Ιησούς Χριστός (Α΄ Κορινθίους 1, 24). Εδώ συνεπώς έχουμε άλλη μια πολύ ισχυρή αναφορά της Παλαιάς Διαθήκης, που από μόνη της είναι αρκετή για να τεκμηριώσει τη βιβλική προέλευση της θείας μετάληψης.
Γ. Ο άρτος και ο οίνος «επί τεθνηκότι» Στο βιβλίο του προφήτη Ιερεμία, κεφ. 16, στίχ. 7, υπάρχει μια επίσης εκπληκτική αναφορά, που φανερώνει προσφορά άρτου και οίνου σε δείπνο παρηγοριάς για την οικογένεια τεθνηκότος (νεκρού), και μάλιστα νέου στην ηλικία, του οποίου οι γονείς ζούσαν. Προειδοποιώντας ο Θεός, μέσω του προφήτη, για επικείμενες συμφορές, γράφει για τον κάθε άνθρωπο που θα πέσει θύμα της καταστροφής: «και ου μη κλασθή άρτος εν πένθει αυτών εις παράκλησιν επί τεθνηκότι, ου ποτιούσιν αυτόν ποτήριον εις παράκλησιν επί πατρί και μητρί αυτού». Η αναφορά αυτή συγκεντρώνει επί πλέον τα εξής στοιχεία: τον όρο «κλάσις άρτου», που είναι ο πρωτοχριστιανικός όρος για τη θεία μετάληψη (Πράξεις αποστόλων, 2, 42, και 20, 7 – όρα και: Η σημασία τής κλάσεως τού άρτου στην Εκκλησία τού 1ου αιώνα), και την πληροφορία ότι αυτή η κλάσις του άρτου και το ποτήριον προσφέρονταν «εις παράκλησιν επί τεθνηκότι» (ως παρηγοριά για νεκρό). Οι χριστιανοί μεταλαμβάνουν επίσης επί τεθνηκότι, δηλαδή για τον σταυρωθέντα Κύριο, σαν παρηγορούμενοι μέχρι την επιστροφή του. Ο Ιησούς κοινώνησε τους μαθητές του λίγο προ του προαναγγελθέντος θανάτου του και τους κάλεσε να το επαναλαμβάνουν «στην ανάμνησή του» (Λουκ. 22, 19, Α΄ Κορινθ. 11, 24-25). Κατά τον απόστολο Παύλο, όταν κοινωνούμε διακηρύσσουμε το θάνατο του Ιησού Χριστού, μέχρι την επιστροφή του: «οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, άχρις ου αν έλθη» (Α΄ Κορινθίους 11, 26). Βεβαίως, η θεία κοινωνία των χριστιανών δεν είναι κοινή παρηγοριά, αλλά πράξη ένωσης με το Χριστό, μια πρόγευση της επιστροφής του, που αποτελεί την πιο ουσιαστική παρηγοριά. Ότι οι χριστιανοί, μετά την ανάληψη του Κυρίου, χρειάζονται παρηγοριά (στα αρχαία ελληνικά: παράκλησιν) το μαρτυρεί και ο Χριστός, ονομάζοντας Παράκλητον το Άγιο Πνεύμα (Ιω. κεφ. 14-16), ενώ γενικά ο λόγος «περί παρακλήσεως» (περί παρηγοριάς) είναι συχνός και στην Καινή Διαθήκη (Α΄ Κορινθ. 14, 3, Β΄ Κορινθ. 1, 5 και 8, 17, Φιλιππησίους 2, 1, Α΄ Θεσσαλονικείς 2, 3, κ.λ.π.) και στα συγγράμματα των αγίων Πατέρων, το δε όνομα Βαρνάβας (ένας από τους 70 αποστόλους) ερμηνεύεται στα ελληνικά «υιός παρακλήσεως» (παρηγοριάς). Βλ. και Ιω. 16, 20-22: «αμήν αμήν λέγω υμίν ότι κλαύσετε και θρηνήσετε υμείς, ο δε κόσμος χαρήσεται· υμείς δε λυπηθήσεσθε, αλλ’ η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται· η γυνή όταν τίκτη, λύπην έχει, ότι ήλθεν η ωρα αυτής· όταν δε γεννήση το παιδίον, ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως δια την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον. και υμείς ουν λύπην μεν νυν έχετε· πάλιν δε όψομαι υμάς και χαρήσεται υμών η καρδία, και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών». Αυτή η αναφορά του προφήτη Ιερεμία επίσης μπορεί από μόνη της να τεκμηριώσει την ιουδαϊκή και βιβλική προέλευση της θείας μετάληψης. Το παράδοξο είναι ότι εδώ εμφανίζεται ένας φιλομιθραϊστής (υποστηρικτής της άποψης ότι οι χριστιανοί αντέγραψαν το μιθραϊσμό), ο οποίος γνωρίζει το σχετικό ιουδαϊκό έθιμο, παραθέτει το χωρίο του Ιερεμία κι όμως το περνάει επιδερμικά, χωρίς να υποπτεύεται την καθοριστική σημασία του για το εξεταζόμενο ζήτημα. Ειλικρινά, ποιος σοβαρός μελετητής μπορεί να ισχυριστεί ότι οι χριστιανοί έλαβαν τη θεία μετάληψη από οποιαδήποτε εξωβιβλική θρησκεία, όταν υπάρχει αυτή η παράδοση στο ίδιο το θρησκευτικό περιβάλλον, στο οποίο γεννήθηκε ο χριστιανισμός; Το υπόβαθρο, τώρα, του ιουδαϊκού επιμνημόσυνου εθίμου μπορεί να είναι είτε ο απλός συμβολισμός του άρτου και του οίνου ως αντιπροσωπευτικών ειδών της ανθρώπινης διατροφής – πράγμα που μπορεί να δώσει συμβολισμούς στην παράδοση οποιουδήποτε λαού, ο οποίος καλλιεργεί αμπέλια και σιτηρά – είτε από τις προγενέστερες αναφορές της Παλαιάς Διαθήκης περί καθαγιασμένου άρτου και οίνου, τις οποίες παραθέσαμε.
Δ. Άλλες αναφορές Στην Έξοδο, 40, 21, αναφέρεται ότι ο Μωυσής έθεσε τους «άρτους της προθέσεως» μέσα στο σκηνή του Μαρτυρίου, όπου και η κιβωτός της διαθήκης. Έχουμε λοιπόν άλλον ένα καθαγιασμό άρτου, ο οποίος στη συνέχεια μπορεί να καταναλωθεί μόνον από εξαγνισμένα πρόσωπα. Κατά το βιβλίο Α΄ Βασιλειών, κεφ. 21, ο ιερέας Αβιμέλεχ προσφέρει αυτούς τους άρτους της προθέσεως στο Δαβίδ και τη συνοδεία του, που έφευγαν για να σωθούν από το μένος του βασιλιά Σαούλ, πεινούσαν και δεν είχαν τίποτε να φάνε. Όμως για να τους δώσει, θέτει την προϋπόθεση να είναι σωματικά αγνοί και μόνο μετά τη διαβεβαίωση του Δαβίδ ότι απέχουν από κάθε γενετήσια πράξη επί τριήμερο, τους επιτρέπει να φάνε τους άρτους. Το επεισόδιο αυτό το αναφέρει ο Ιησούς, δίνοντας την πληροφορία ότι μόνον οι ιερείς κανονικά επιτρεπόταν να φάνε αυτούς τους άρτους, για να εξηγήσει ότι η αληθινή λατρεία πρέπει να υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι να υποτάσσει τον άνθρωπο σε μια κενή και υποκριτική τυπολατρία (Ματθ. 12, 1-8). Όμως στην ιουδαϊκή θρησκεία δεν υπήρχαν μόνον καθαγιασμένοι άρτοι, αλλά και έλαιον (λάδι) και οίνος, όπως και σιμιγδάλι. Στο Α΄ Παραλειπομένων 9, 29, αναφέρεται ότι οι λευίτες ήσαν «καθεσταμένοι επί τα σκεύη και επί πάντα σκεύη τα άγια και επί της σεμιδάλεως, του οίνου, του ελαίου, του λιβανωτού και των αρωμάτων». Έχουμε δηλαδή κατ’ ουσίαν όλα τα στοιχεία που περιλαμβάνει και η χριστιανική λατρεία του Θεού, πλην του σιμιγδαλιού. Εμείς αντί για το σιμιγδάλι χρησιμοποιούμε σιτάρι και ευλογούμε «τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον». Ο άρτος, ο οίνος και το έλαιον αναφέρονται και στον περίφημο Ψαλμό 103 (του Δαβίδ), που είναι ένας ύμνος στην πρόνοια του Θεού προς τα δημιουργήματά Του, με τον οποίο αρχίζει η χριστιανική ακολουθία του εσπερινού. Εκεί, στο στίχο 15, αναφέρεται: «και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου του ιλαρύναι πρόσωπον εν ελαίω, και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει». Ο άρτος, ο οίνος και το έλαιον είναι τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται και στη χριστιανική λατρεία. Στον Ψαλμό 115, 4, έχουμε το στίχο «ποτήριον σωτηρίου λήψομαι και το όνομα Κυρίου επικαλέσομαι». Στον Ψαλμό 33, 9 (ψαλμό του Δαβίδ), έχουμε το στίχο «γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος· μακάριος ανήρ, ος ελπίζει επ’ αυτόν». Στον Ψαλμό 22, 5 (του Δαβίδ), η πρόνοια του Θεού παρομοιάζεται με παράθεση τράπεζας (γεύματος), ποτήρι κρασί και επάλειψη της κεφαλής με λάδι (ιουδαϊκό έθιμο, βλ. και Λουκ. 7, 46): «ητοίμασας ενώπιόν μου τράπεζαν, εξεναντίας των θλιβόντων με· ελίπανας εν ελαίω την κεφαλήν μου, και το ποτήριόν σου μεθύσκον με ωσεί κράτιστον».
2. Ολίγα χρονολογικά Αλλά ας δούμε την ηλικία των πραγμάτων. Ο Αβραάμ και ο Μελχισεδέκ έζησαν πριν το 2000 π.Χ. Η Γένεσις αποδίδεται στο Μωυσή, ο οποίος έζησε γύρω στο 1500 π.Χ. Την περίπτωση του Μελχισεδέκ γνωρίζει και ο Δαβίδ (γύρω στο 1000 π.Χ.) και την αναφέρει στον Ψαλμό 109, όπως είδαμε. Γνωρίζει επίσης και όλη τη σημειολογία περί άρτου και οίνου, όπως βλέπουμε στις άλλες ψαλμικές αναφορές. Η σκηνή του μαρτυρίου με τους άρτους της προθέσεως και τα ιερά σκεύη τοποθετείται στην εποχή του Μωυσή. Οι Παροιμίες αποδίδονται στο Σολομώντα, γιο του Δαβίδ, που έζησε μεταξύ 1000 και 900 π.Χ. Ο προφήτης Ιερεμίας έζησε την περίοδο πριν τη Βαβυλώνια Αιχμαλωσία των Ιουδαίων (587-538), δηλαδή τον 7ο και 6ο αι. π.Χ. Ο θάνατός του τοποθετείται στο 586 π.Χ. (2), άρα η προφητεία του ειπώθηκε νωρίτερα, πριν ακόμη οι Ιουδαίοι συναντήσουν τους Βαβυλωνίους. Η λατρεία του Μίθρα ως μεγάλου θεού είναι πολύ μεταγενέστερη. Τόσο, ώστε στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ούτε την άσκηση χριστιανικών επιρροών στη μιθραϊκή τελετή, γιατί δεν ξέρουμε πότε άρχισε να τελείται. Όμως είναι εξίσου πιθανόν ή και πιθανότερο να προσέλαβε στοιχείο από την αρχαιότερη ιουδαϊκή θρησκεία, στην οποία, όπως είδαμε, η σημειολογία του άρτου και του οίνου ήταν ισχυρότατη. Κι έτσι, καταλαβαίνουμε γιατί ο άγιος Ιουστίνος μπορεί να λέει ότι οι πονηροί δαίμονες ενέπνευσαν τη μιθραϊκή τελετή κατά μίμησιν της χριστιανικής.
3. Τι κοινωνούσαν οι μιθραϊστές; Όμως, στον άγιο Ιουστίνο βλέπουμε κάτι περίεργο. Γράφει: «Οι γαρ απόστολοι εν τοις γενομένοις υπ’ αυτών απομνημονεύμασιν, α καλείται Ευαγγέλια, ούτως παρέδωκαν εντετάλθαι αυτοίς τον Ιησούν, λαβόντα άρτον, ευχαριστήσαντα ειπείν, Τούτο ποιείτε εις την ανάμνησίν μου, Τουτέστι το σώμα μου, και το ποτήριον λαβόντα και ευχαριστήσαντα ειπείν, Τούτο εστι αίμα μου, και μόνοις αυτοί μεταδούναι. Όπερ και εν τοις του Μίθρα μυστηρίοις παρέδωκαν γίνεσθαι μιμησάμενοι οι πονηροί δαίμονες. Ότι γαρ άρτος και ποτήριον ύδατος τίθεται εν ταις του μυουμένου τελεταίς μετ’ επιλόγων τινών, ή επίστασθε ή μαθείν δύνασθε». [Ιουστίνου, Απολογία Πρώτη υπέρ χριστιανών 66 (όρα εδώ)]. Ο άγιος Ιουστίνος λοιπόν γράφει ότι στα μυστήρια του Μίθρα τίθεται «άρτος και ποτήριον ύδατος», όχι κρασί. Αυτό και μόνο (ο άρτος και το ποτήριο) είναι το κοινό σημείο με το Μυστικό Δείπνο που εντοπίζει – όσο μπορεί να θεωρηθεί κοινό – και όχι παρόμοια λόγια ή άλλες πράξεις. Κατά τα άλλα, η λατρεία του Μίθρα είναι απολύτως διαφορετική από των χριστιανών. Για τη μαρτυρία του αγίου Ιουστίνου, διαβάζουμε: «Ο Ιουστίνος αναφέρει ότι στα μυστήρια του Μίθρα πρόσφεραν ψωμί και ένα κύπελλο νερό κατ’ απομίμηση του χριστιανικού εθίμου· δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη θέση ή τη λειτουργία αυτής της λεπτομέρειας στο σύμπλεγμα των επτάπτυχων μυήσεων και συγκεντρώσεων» (Burkert Walter, Μυστηριακές Λατρείες της Αρχαιότητας, 2η έκδ. διορθωμένη, Καρδαμίτσας, Αθήνα 1997, σελ. 133 – η υπογράμμιση δική μας). Ερωτώ λοιπόν κάθε σοβαρό και ειλικρινή αναζητητή της αλήθειας: μια τελετή, στην οποία προσφέρεται ψωμί και κρασί, είναι ίδια με μία άλλη, στην οποία προσφέρεται ψωμί και νερό; Το νερό έχει οποτεδήποτε, οπουδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο, τους ίδιους συμβολισμούς (π.χ. του αίματος) που έχει το κρασί; Ας απαντήσει ο καθένας για τον εαυτό του. Από πλευράς μου, επειδή μέχρι στιγμής δεν έχω δει κάποιο παράθεμα, που να βεβαιώνει ότι οι μιθραϊστές κοινωνούσαν ψωμί και κρασί (και μάλιστα ότι αυτό συμβόλιζε το σώμα και το αίμα του Μίθρα και όχι του κοσμικού Ταύρου που υποτίθεται ότι εκείνος έσφαξε), πολύ αμφιβάλλω αν υπάρχει καν το ζήτημα που εξετάζουμε, δηλαδή η παραμικρή πιθανότητα μιθραϊκής επίδρασης στο χριστιανικό μυστήριο της θείας μετάληψης. «Σε ανασκαμμένα Μιθραία τα υπολείμματα οστών ζώων ποικίλων ειδών αποδεικνύουν ολοφάνερα ότι οι κλίνες δεν χρησιμοποιούνταν για να γονατίζουν πάνω τους για προσευχές, όπως υπέθετε ο Cumont, αλλά για να καταναλώνουν χορταστικά γεύματα. Στη μιθραϊκή εικονογραφία, ο Μίθρας και ο Ήλιος συνδειπνούν σε τραπέζι καλυμμένο από το δέρμα του σκοτωμένου ταύρου – καταβροχθίζοντας το κρέας του χωρίς αμφιβολία, ενώ οι κατώτεροι βαθμοί, από τον κόρακα ώς τον λέοντα, τους σερβίρουν. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις τα θυσιαστικά γεύματα είναι ρεαλιστικοί, απολαυστικοί εορτασμοί με αφθονία φαγητών, σε αντίθεση με τη μάλλον φειδωλή καθημερινή ζωή. Δεν υπάρχει αναγωγή σε απολύτως συμβολικό επίπεδο, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει με τη χριστιανική κοινωνία» (Burkert Walter, στο ίδιο – σ.σ.: στην τελευταία φράση εννοεί τη θεία κοινωνία).
4. Η άμπελος του Θεού και το αίμα της σταφυλής Όπως το κρασί έχει εντελώς διαφορετικό ρόλο στη λατρεία του Διόνυσου (του θεού της μέθης και της μανίας, που σε καμία περίπτωση δεν θα έχυνε το αίμα του για χάρη των ανθρώπων) απ’ ό,τι στη λατρεία του Ιησού Χριστού, έτσι και η θέση του αμπελιού είναι εντελώς διαφορετική. Ο Διόνυσος δεν είπε στους οπαδούς του να μείνουν ενωμένοι με αυτόν όπως τα κλήματα με το αμπέλι, ώστε να φέρουν πολύ καρπό, ή ότι έτσι θα είναι ένα με αυτόν, μεταξύ τους και με το Θεό Πατέρα και θα βρεθούν σε κατάσταση θέωσης, όπως έκανε ο Χριστός στα κεφ. 15 και 17 του κατά Ιωάννην ευαγγελίου. Αυτά τα πράγματα, που τόσο εξυψώνουν τον άνθρωπο, δε νομίζω να έχουν καμία σχέση με το πώς τον αντιμετωπίζει η διονυσιακή λατρεία και μυθολογία. Χρειαζόταν ο Ιησούς κάποια πηγή έμπνευσης για την παραβολή της αμπέλου και των κλημάτων, που χρησιμοποιεί στο Ιω. κεφ. 15; Και, αν ναι, μπορούμε να τη βρούμε στην Παλαιά Διαθήκη ή πρέπει να την αναζητήσουμε σε εξωβιβλικό θρησκευτικό περιβάλλον; Τι έκπληξη! Στη Γένεση, κεφ. 49, στίχ. 11-12, ο πατριάρχης Ιακώβ, προφητεύοντας τον ερχομό του Μεσσία, τον συνδέει και με το αμπέλι και με το κρασί, αλλά και με τον πώλο, δηλαδή το πουλάρι, που ο Χριστός ιππεύοντας εισήλθε, ως γνωστόν, στην Ιερουσαλήμ. Λέει: «δεσμεύων προς άμπελον τον πώλον αυτού και τη έλικι τον πώλον της όνου αυτού· πλυνεί εν οίνω την στολήν αυτού και εν αίματι σταφυλής την περιβολήν αυτού· χαροποιοί οι οφθαλμοί αυτού από οίνου, και λευκοί οι οδόντες αυτού ή γάλα». Μάλιστα εδώ – όπως και σε άλλα σημεία της Παλ. Διαθήκης, π.χ. Δευτερονόμιο 32, 14, Α΄ Μακκαβαίων 6, 34, Σοφία Σειράχ, 39, 26 – το κρασί (ή ο μούστος) χαρακτηρίζεται «αίμα σταφυλής», στο οποίο (και στον οίνο), κατά τον Ιακώβ, ο Μεσσίας «θα πλύνει τα ενδύματά του». Αυτό το αίμα προφανώς είναι προεικόνιση του μαρτυρίου του (όπως και ο στίχος 9, που μιλάει για τον «αναπεσόντα και κοιμώμενο» λέοντα) και μας θυμίζει την Αποκάλυψη, 7, 14, όπου οι μάρτυρες χαρακτηρίζονται ως εκείνοι που «έπλυναν και λεύκαναν τις στολές τους στο αίμα του Αρνίου», δηλ. του Χριστού. Η προφητεία του Ιακώβ ανάγεται περίπου στο 2000 π.Χ. ή λίγο μετά και είναι παλαιότερη ακόμη και από την αρχαιότερη υποθετική αναφορά στο Διόνυσο, που μας έρχεται από το 12ο αι. π.Χ. (αν και η λατρεία του Διονύσου όπως την ξέρουμε είναι πολύ μεταγενέστερη (3)). Εν πάση περιπτώσει, η αναφορά του Ιακώβ μας δίνει το υπόβαθρο της σύνδεσης του Ιησού Χριστού με το αμπέλι, καθώς και μία ακόμη πρώιμη αναφορά στο κρασί, και μάλιστα συνδεόμενο με το αίμα. Στο κεφ. 15 του βιβλίου του Ιεζεκιήλ γίνεται αναφορά στα κλήματα, που όταν κοπούν παραδίδονται στο πυρ, γιατί είναι ακατάλληλα για άλλες χρήσεις. Η αναφορά αυτή μας θυμίζει την αντίστοιχη του Ιω. 15, 6: «εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτά και εις το πυρ βάλλουσι, και καίεται». Η παρομοίωση του λαού του Θεού με άμπελο και αμπελώνα υπάρχει και στον Ψαλμό 79, καθώς και στον Ησαΐα, κεφ. 5 (προφητεία που θυμίζει εκπληκτικά την παραβολή των κακών γεωργών του Ματθ. 21, 33-41), Ιερεμία 2, 21, και 12, 10, Ιεζεκιήλ, κεφ. 17, και άλλα σημεία, ων ουκ έστιν αριθμός, ενώ γενικά το αμπέλι αναφέρεται πάμπολλες φορές στην Παλαιά Διαθήκη. Στη Σοφία Σειράχ, κεφ. 24, 17, η ενυπόστατος Σοφία του Θεού παρομοιάζει τον εαυτό της με αμπέλι, όπως ο Χριστός στο κατά Ιωάννην: «εγώ ως άμπελος βλαστήσασα χάριν, και τα άνθη μου καρπός δόξης και πλούτου». «Βότρυς της κύπρου αδελφιδός μου εμοί, εν αμπελώσιν Εγγαδδί», Άσμα Ασμάτων, 1, 14. Λοιπόν, δε χρειάζεται να αναζητηθεί έξω από το περιβάλλον της Παλαιάς Διαθήκης και του ιουδαϊσμού η παρομοίωση της αμπέλου και τα συναφή.
Για εμάς, τους ορθόδοξους χριστιανούς, ο εντοπισμός του βιβλικού και ιουδαϊκού υπόβαθρου της θείας μετάληψης δεν σημαίνει ότι ο Ιησούς επινόησε αυθαίρετα μια τελετουργία, εκμεταλλευόμενος τυχαίες αναφορές της ιουδαϊκής Βίβλου και άσχετα στοιχεία της ιουδαϊκής θρησκείας. Σημαίνει ότι ο Θεός σχεδίασε έτσι τα πράγματα, ώστε οι αρχαίες ιουδαϊκές Γραφές (που για τους χριστιανούς είναι η Παλαιά Διαθήκη) και η ιουδαϊκή θρησκεία να οδηγήσουν στο γεγονός της θείας μετάληψης, με το οποίο βρίσκουν την εκπλήρωσή τους, ως προφητείες και προτυπώσεις. Ωστόσο, όπως κι αν δούμε το πράγμα, τεκμηριώνεται ότι η θεία μετάληψη προέρχεται από την πνευματική κληρονομιά της Παλαιάς Διαθήκης και δεν αποτελεί αντιγραφή τελετουργιών άλλων θρησκειών. Η επιφανειακή ομοιότητα (και μάλιστα υπερτονισμένη, με παραθεώρηση των μεγάλων διαφορών στα νοήματα και τα τελετουργικά) δεν μαρτυρεί οπωσδήποτε εξάρτηση. Παρόμοιο βιβλικό υπόβαθρο – συχνά πανάρχαιο – θα βρούμε σε όλες τις χριστιανικές τελετές για τις οποίες κατηγορούμαστε ως «αντιγραφείς» των μιθραϊστών ή άλλων παγανιστών, π.χ. το βάπτισμα (πλήθος αναφορών σε τελετουργικούς καθαρμούς κάνει η Παλ. Διαθήκη, π.χ. Έξοδος, 29, 4, Λευτικόν, κεφ. 14 και 15, Δ΄ Βασιλειών, 5, 10, και πλήθος άλλων), ενώ, με την ίδια λογική, οι πολλές αναφορές της Παλαιάς Διαθήκης σε ταύρους και θυσίες ταύρων (π.χ. Δευτερονόμιον 22, 14, και 23, 17, Κριταί 6, 25, Ησαΐας, 1, 11, Ψαλμός 21, 13, και 49, 13, Ψαλμός 67, 31, κ.π.ά.) μπορούν να θεωρηθούν «αποδείξεις» ότι ο ρόλος του ταύρου στη μιθραϊκή μυθολογία και λατρεία «αποτελεί ιουδαϊκή επίδραση». Ησαΐας, 1, 2-3: «Άκουε ουρανέ και ενωτίζου γη, ότι Κύριος ελάλησεν· υιούς εγέννησα και ύψωσα, αυτοί δε με ηθέτησαν. έγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού· Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός με ου συνήκεν». Να ο βους (βόδι, δηλ. νεαρός ταύρος), ο όνος και η φάτνη. Αν αυτοί οι στίχοι προέρχονταν από μιθραϊκές γραφές, αμέσως οι σχετικοί «μελετητές» θα συμπέραιναν ότι από εδώ προέρχεται ο ρόλος της φάτνης στη γέννηση του Χριστού. Όσο για τον όνο, σίγουρα κάποια θρησκεία θα βρούμε επί της γης που θα του δίνει αλληγορικό ή λατρευτικό περιεχόμενο (4) και πιθανώς μαζί με το βόδι. Πεδίον δόξης λαμπρόν για ανακάλυψη «εξαρτήσεων»… Αν ο άρτος και ο οίνος της θείας μετάληψης μετατρέπονται όντως σε σώμα και αίμα Χριστού, αν ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, που ανέστη από τους νεκρούς κ.τ.λ., προτείνω σε κάθε ειλικρινά ενδιαφερόμενο να το διερευνήσει, ερευνώντας τη βάση του ζητήματος, που είναι η αγιότητα, δηλαδή η μεταμόρφωση του ανθρώπου σε θεοειδή ύπαρξη εν Χριστώ. Αν αυτό αληθεύει, ολόκληρος ο χριστιανισμός αληθεύει. Ίσως φανούν χρήσιμα για την έναρξη μιας τέτοιας έρευνας οι παρακάτω δύο αναρτήσεις:
Ας αναφέρουμε και το άρθρο: Κυριακή, η πρωτοχριστιανική μέρα λατρείας, που φανερώνει ότι από την αρχή του χριστιανισμού, λόγω του γεγονότος της ανάστασης του Χριστού (και όχι λόγω μιθραϊκής επίδρασης), οι χριστιανοί τελούσαν τη θεία λειτουργία την ημέρα μετά το Σάββατο (βλ. και Αποκάλυψις, 1, 10).
Σημειώσεις: |
Δημιουργία αρχείου: 19-4-2016.
Τελευταία μορφοποίηση: 19-4-2016.