Ο Φίλιππος Ηλιού και η μεγάλη απάτη με τα λεγόμενα Ορθόδοξα Συγχωροχάρτια * Σχετικά με τα λεγόμενα "Ορθόδοξα Συγχωροχάρτια"
Μέρος 2ο Τα συγχωροχάρτια στην Ορθόδοξη Εκκλησία Απάντηση στις σχετικές συκοφαντίες εχθρών της Εκκλησίας Papyrus 52 |
Tο προσφιλές αυτό θέμα
συκοφάντησης της Εκκλησίας, από κάθε λογής εχθρούς της, είναι ένα
δύσκολο θέμα λόγω έλλειψης πηγών.
Παρ' όλα αυτά, στο παρόν άρθρο θεωρούμε ότι το θέμα καλύφθηκε επαρκώς, όπως
επαρκής είναι και η βιβλιογραφία που παρατίθεται.
Η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως προς τα
συγχωροχάρτια αποκαλύπτεται ξεκάθαρη, όπως ξεκάθαρα
εκτίθενται ως ΣΥΚΟΦΑΝΤΕΣ και όλοι εκείνοι που για χρόνια συκοφαντούν την Εκκλησία για το
ζήτημα αυτό. Από κει και πέρα βέβαια, αν κάποιος ιερέας
τα πούλησε ως "χαρτιά σωτήριας", αυτό αφορά την προσωπική ευθύνη
του καθενός, που οπωσδήποτε τέτοιου
είδους προσωπικές ευθύνες, υπάρχουν σε
κάθε παραβίαση της Εκκλησιαστικής τάξης μέσα στην ιστορία.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έντυπες ή χειρόγραφες ευχές υπέρ ζώντων και κεκοιμημένων, συχνά με την ονομασία συγχωροχάρτια ή συγχωρητικές ευχές ή και μετριότητες[1], εμφανίστηκαν σποραδικά, με διαφορετικό όμως σκοπό και θεολογικό περιεχόμενο από εκείνα της Παπικής Εκκλησίας και χωρίς να επιφέρουν οποιαδήποτε αλλαγή στους θεσμούς της μετάνοιας, της εξομολόγησης, της άρσης και λύσης του αφορισμού ή των επιτιμίων, μέσω Οικουμενικής ή έστω τοπικής συνοδικής απόφασης[2].
1. Εισαγωγικά Στην Ορθόδοξη Εκκλησία απουσιάζει πλήρως η θεολογική βάση του Καθαρτηρίου, των συγγνωστών και θανάσιμων αμαρτημάτων και του πλεονάσματος των καλών πράξεων των Αγίων, που αποτέλεσαν τη βάση για τα συγχωροχάρτια που χορήγησε η Παπική Εκκλησία. Παρ' όλα αυτά, ένας περιορισμένος αριθμός Πατριαρχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κυρίως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, εξέδωσαν σε άγνωστο αριθμό έντυπα, που ονομάζονταν συγχωροχάρτια, συγχωρητήρια, συγχωρητικές ευχές ή και μετριότητες. Όπως αναλύεται παρακάτω, τα έντυπα αυτά, τα οποία ανέγραφαν τις σχετικές με την περίσταση ευχές που προβλέπονταν στα εκκλησιαστικά λειτουργικά κείμενα, εξυπηρετούσαν τις παρακάτω ανάγκες: 1. Συνόδευαν τα σχετικά έγγραφα του πατριαρχείου που επικύρωναν την άρση, από την ενδημούσα σύνοδο, σοβαρών εκκλησιαστικών επιτιμίων ή και αφορισμού ζώντων, ή την άρση αφορισμού κεκοιμημένων. Σκοπός της ονομαστικής, χειρόγραφης ή και έντυπης συγχωρητικής ευχής ήταν να διαβαστεί από τους κατά τόπους πνευματικούς ιερείς ή μητροπολίτες, κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης από την περίσταση ακολουθίας, αφού πρώτα γινόταν κοινοποίηση της συνοδικής απόφασης εντός του ναού, συνήθως τις Κυριακές ή σε ημέρες εορτής. 2. Κατ' εξαίρεση, και μόνο για το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, λόγω των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε ως προς τη διάσωση των Αγίων Τόπων (συνεχείς τακτικοί και έκτακτοι φόροι, τόκοι αυτών, επισκευές λόγω παλαιότητας ή καταστροφών), δόθηκε με επικύρωση από το πατριαρχείο Κων/πόλεως, το προνόμιο διανομής μεγάλου αριθμού τέτοιων εντύπων ώστε:
2. Εκκλησιαστική επιστολογραφία Στη ζωή της Εκκλησίας, από την εποχή του αποστόλου Παύλου και των άλλων αποστόλων, η επιστολή υπήρξε χαρακτηριστικό είδος της εκκλησιαστικής γραμματείας και αξιοποιήθηκε ευρύτατα στον ιστορικό βίο της Εκκλησίας όχι μόνο σε ιδιωτικό, αλλά και σε θεσμικό πλαίσιο. Όχι μόνο οι μεγάλοι πατέρες και συγγραφείς της Εκκλησίας έγραψαν πολλές επιστολές, αλλά η επιστολογραφία συχνά αναφερόταν σε άμεσα πρακτικά ή ποιμαντικά προβλήματα και υποκαθιστούσε θεσμικές εκκλησιαστικές λειτουργίες, όπως λ.χ. τη σύγκληση τοπικών συνόδων, με αποτέλεσμα μερικές αξιόλογες πατερικές επιστολές να έχουν αποκτήσει γενικότερο εκκλησιαστικό κύρος με τη συμπερίληψη τους στους επίσημους ιερούς κανόνες τής Εκκλησίας[3]. Σε θεσμικά πλαίσια η επιστολή συνδέθηκε άρρηκτα με τις οργανωτικές διοικητικές δομές της Εκκλησίας και με τη λειτουργία τού συνοδικού συστήματος. Μέσα στον πλούτο των μορφών της εκκλησιαστικής επιστολογραφίας, υπήρξαν και ποικίλες συνοδικές επιστολές, που αποστέλλονταν με απόφαση των Ιερών Συνόδων όπως οι Επιτιμητικές και οι Συγχωρητικές[4]. Γενικά, τη λειτουργία των επιστολών στην εκκλησία μπορούμε να τη δούμε και στους κανόνες:
Η πρακτική έκδοσης και αποστολής τέτοιων αποδεικτικών εγγράφων, είτε αφοριστικών (τα οποία ονομάζονταν "συνοδικά επιτίμια"[5]), είτε συγχωρητικών για άρση αφορισμών[6], που δήλωνε ότι η Ιερά Σύνοδος έλαβε γνώση και εκδίκασε μια εκκλησιαστική υπόθεση, υπήρξε αναγκαία εξαιτίας των αποστάσεων που χώριζαν το πατριαρχείο από τις διάφορες ενορίες και καθιστούσε αδύνατη την παρουσία του πατριάρχη ή εκπροσώπου του. Τα συγχωροχάρτια αυτά ήταν επί της ουσίας Συνοδικά έγγραφα και το αποσταλέν "από το πατριαρχείον συγχωρητικόν γράμμα"[7] μπορούσε να συνοδεύεται και από τη "μετά του συγχωρητικού γράμματος συναποστελλομένην απάντησιν"[8] σχετικά με διάφορα ζητήματα. Για την επιβολή αλλά και για την άρση των επιτιμίων έπρεπε να πραγματοποιηθεί λειτουργική πράξη της εκκλησίας: "Ώσπερ το ανάθεμα κηρύσσεται δι' ειδικού εκκλησιαστικού τύπου επισήμως, ούτω και ο αναθεματισθείς κηρύσσεται λελυμένος του αναθέματος, τελούμενης της νομιζομένης επισήμου ειδικής εκκλησιαστικής τελετής"[9]. Ακόμη και στην πιο γνωστή και χαρακτηριστική επιβολή βαρέων επιτιμίων που έγινε εκ μέρους της ορθόδοξης Εκκλησίας κατά το σχίσμα του 1054, ο Πατριάρχης Κυρουλάριος επέβαλε τα επιτίμια προς τους εκπροσώπους της δυτικής εκκλησίας χωρίς την παρουσία των ιδίων, αλλά απλώς με συνοδική εξέταση της υπόθεσης και σύγκληση της τοπικής, εδνημούσης συνόδου Κων/πόλεως και κατόπιν, ανάγνωση της απόφασης ενώπιον του λαού στον Ναό της Αγίας Σοφίας[10].
3. Τα συγχωροχάρτια ως συνοδικά έγγραφα Σύμφωνα με τον Πατριάρχη Δοσίθεο Νοταρά (1641-1707) "συνήθεια επεκράτησε και παράδοσις αρχαία, ήτις και πάσιν έστι γνώριμος, ίνα δηλονότι δίδωσιν οι αγιώτατοι πατριάρχαι συγχωροχάρτιον εις το κοινόν της Εκκλησίας"[11]. Αυτό όμως συνέβαινε χωρίς να πραγματοποιηθεί κάποια μεταβολή στη δογματική διδασκαλία ή στη θεολογική βάση της ορθόδοξης εκκλησίας όσον αφορά την εξομολόγηση και τη μετάνοια αφού "η παρουσία των γραπτών συγχωρητικών στους χώρους της καθ' ημάς Ανατολής, δεν απορρέει από κάποια συγκεκριμένη απόφαση των αρμόδιων εκκλησιαστικών αρχών. Τέτοια πράξη δεν εκδόθηκε ποτέ..."[12]. Σύμφωνα με εκκλησιαστικές μαρτυρίες της εποχής, οι πρακτικές αυτές θεωρούνταν ως "μη αντικείμεναι μεν τοις ιεροίς κανόσι"[13] ενώ η εφαρμογή του μέτρου δεν ήταν γενικευμένη αλλά εμφανιζόταν "κατά τόπους" και "κατά καιρικάς περιστάσεις"[14]. Καταγράφεται ότι από την εποχή του Σχίσματος (1054), σε σύνολο 164[15] Πατριαρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, περίπου 30 -μεταξύ αυτών και ο Γρηγόριος Ε΄- εξέδωσαν τέτοια χαρτιά, ενώ από τους 188 Πατριάρχες των λοιπών Πατριαρχείων (57 Ιεροσολύμων[16], 56 Αλεξανδρείας[17], 75 Αντιοχείας[18]) άλλοι 30 περίπου έπραξαν το ίδιο[19]. Στην πραγματικότητα, ούτε αυτό είναι βέβαιο αφού "στον θρόνο των Ιεροσολύμων... τών ένδεκα μόνο γνωρίζουμε εκδόσεις συγχωροχαρτιών... και για τα έντυπα συγχωρητικά που εκδίδονταν στην Κωνσταντινούπολη, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο γνωρίζουμε συγχωροχάρτια επτά, μόνο, πατριαρχών"[20]. Στην καταγραφή αυτή προστίθενται και μία ακόμη περίπτωση που έχει εκδοθεί από το πατριαρχείο Αλεξανδρείας[21] και μία από το πατριαρχείο Αντιοχείας[22]. Πάντως, σε όποιο βαθμό κι αν παρουσιάστηκε το φαινόμενο αυτό, η ύπαρξη μιας έντυπης συγχωρητικής ευχής ίσως σκόπευε να λειτουργήσει ως αντιστάθμισμα, σε μια περίοδο όπου τα συγχωροχάρτια της καθολικής Εκκλησίας αποτελούσαν ισχυρό προσηλυτιστικό όπλο των Παπικών μισσιονάριων. Σε μια εποχή ιδιαίτερα δύσκολη για θεολογική διαφώτιση, υπήρχαν αρκετοί Ορθόδοξοι που πίστευαν την υπόσχεση πως, με την προσχώρηση στον Ρωμαιοκαθολικισμό μπορούσαν να εξασφαλίσουν γραπτά βεβαιωμένη τη σωτηρία τους, ενώ παραμένοντας στην Ορθόδοξη Εκκλησία τέτοια εγγύηση δεν είχαν[23]. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υιοθετήθηκε ποτέ το σύστημα παροχής τους με τα πρότυπα της δυτικής εκκλησίας. Ήδη από την τελευταία βυζαντινή περίοδο και συγκεκριμένα τον 13ο αιώνα, οι ορθόδοξοι θεολόγοι εξέφραζαν τα παράπονά τους για τα λατινικά συγχωροχάρτια (όπως ο Κωσταντίνος Στιλβής[24]) και το καθαρτήριο (όπως ο Μελέτιος Γαλησιώτης[25]) που ήταν στενά συνδεδεμένο με την οικονομική πολιτική των αφέσεων. Η αντίθεση αυτή ήταν σύμφωνη άλλωστε με την ορθόδοξη ερμηνεία της Γραφής (π.χ. Εξ. 33:19, Β' Βασ. 12:22) και τους κανόνες της ορθόδοξης εκκλησίας, σύμφωνα με τα οποία κανείς, εκτός από τον Θεό, δεν γνωρίζει ούτε έχει την βεβαιότητα, ότι θα συγχωρηθούν οι αμαρτίες κάποιου[26] και για το λόγο αυτό, όλες οι συγχωρητικές ευχές της ορθόδοξης εκκλησίας, έχουν δυνητικό χαρακτήρα. Οι δεήσεις, επομένως, είναι αυτές που "ωφελούν και τους ζώντες και τους τεθνεώτες. 'Πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργούμενη' (Ιακ. 5:16)"[27] για τη σωτηρία των οποίων "βεβαιότητα μπορεί να μην έχουμε, ελπίδα όμως δικαιολογείται και πρέπει να έχουμε"[28]. Ιστορικά, καταγράφεται μια σειρά από ορθόδοξες παρεμβάσεις που καταδικάζουν τα φαινόμενα αφέσεων και χρηματισμού:
"Περί του εύχεσθαι υπέρ των κεκοιμημένων... η του Χριστού Εκκλησία... ευχάς και ικεσίας υπέρ εκείνων αναπέμπειν... ουκ εστί δε παρ' ημίν χρόνος διωρισμένος της εκείνων απολυτρώσεως, ουδέ λέγομεν δος τόσα χρήματα, ίνα λύτρωση τους γονείς σου ή τα τέκνα σου ή τους φίλους σου... ει δε τις των πρεσβυτέρων φωραθείη προς αργύριον τοιούτον τι ποιών, κολάζεται πικρότατα και ελεεινότατα"
"ει ουν ο πάντων ταλάντατος και τολμητίας Λούτερος εκ της αιτίας των συγχωρητικών εγένετο Αιρεσιάρχης, και εν πολλοίς και μεγάλοις άκρος βλάσφημος, δια τα συγχωρητικά όμως δικαίως ηγωνήσατο"[30]. Μάλιστα, διευκρινίζει τις ορθόδοξες θέσεις επάνω στο ζήτημα αυτό, σε ένα κείμενο που είναι γνωστό ως Ορθόδοξος Ομολογία του Δοσιθέου, το οποίο κατείχε σημαντική θέση ανάμεσα στα δογματοσυμβολικά κείμενα αφού έτυχε "επανειλημμένως συνοδικής εγκρίσεως και αναγνωρίσεως παρά πασών των επί μέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών εκθέτουσα δε επιστημονικώς και εν τω συνόλω επιτυχώς τα ορθόδοξα δόγματα"[31]: "Τα, δια των τάδε ή τόσων λειτουργιών ή ευχών ή ελεημοσυνών ή συγχωρητικών του δεινός αρχιερέως ή του δεινός πατριάρχου απολύεσθαι την τάδε ψυχήν των κατεχόντων αυτήν ανιαρών (δηλ. οδυνών), αποβάλλομεν... ότι δε δύναμιν έχουσι ρύσασθαι εν τωδε τω οποιωδήποτε χρόνω, γενναίως αποστρεφόμεθα. Επί γαρ τω Θεώ μόνω, τω εχόντι απλώς τας κλεις του άδου και του θανάτου... και ειδότι τη ποσότητα και ποιότητα των ανθρωπίνων αμαρτιών, και τα κινήματα και εγκρύφια της καρδίας, δι' ων προέρχεται η αμαρτία, κείται η λύτρωσις και ο διορισμός της λυτρώσεως, τη Εκκλησία δε μόνον εφείται το παρακαλείν". Τη διαφοροποίηση ανάμεσα στις πρακτικές της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προσπάθησε να προβάλλει και η Ορθόδοξη Συνόδος του 1727. Αφορμή για την έκδοση ομολογίας από τη σύνοδο αυτή, που ήταν μία από τις "έντονα αντιλατινικές Συνόδους στην Κωνσταντινούπολη"[32], ήταν "η Λατινική προπαγάνδα, δρώσα σκανδαλωδώς τότε εν τη ορθοδόξω ανατολή"[33] η οποία, όπως αναφέρει και το συνοδικό κείμενο στην εισαγωγή του "τεχνάσμασιν απατηλοίς και σοφιστικαίς κακομηχανίαις ου παύονται τους απλούστερους του ημέτερου γένους παραδιδάσκοντες"[34]: "την εξουσίαν υπέρ της αφέσεως των αμαρτιών, ην εγγράφως διδομένην τοις ευσεβέσι η μεν Ανατολική του Χριστού Εκκλησία ονομάζει συγχωροχάρτια, Λατίνοι δε ταύτα καλούσι ιντουλγκέντζας, ομολογείν δίδοσθαι μεν παρά Χριστού εν τη αγία Εκκλησία, και την αυτών χρήσιν τοις πιστοίς σωτηριωτάτην είναι καταφυγήν, δίδοσθαι μέντοι τα τοιαύτα συγχωροχάρτια εν όλη τη Καθολική Εκκλησία και παρά των τεσσάρων αγιωτάτων Πατριαρχών, του Κωνσταντινουπόλεως, του Αλεξανδρείας, του Αντιοχείας και του Ιεροσολύμων"[35]: όμως, σε αντίθεση με την αυθαίρετη και αντικανονική χρήση των συγχωροχαρτιών της Δυτικής Εκκλησίας, σύμφωνα με την ίδια σύνοδο, όποτε χορηγήθηκαν τα αντίστοιχα των Ορθοδόξων, αυτό έγινε: "...φειδομένως μέντοι και μετά πνευματικής επικρίσεως, και οίσπερ δει και ότε δει, καθώς η Ανατολική Εκκλησία εν ταις τοιαύταις υποθέσεσιν ακριβώς παρατηρεί, ουχί δ' ως η των Λατίνων και εν τούτοις προχωρεί άλογος ελευθεριότης και κατάχρησις, εξ ης όσα κακά ηκολούθησαν τη Δυτική Εκκλησία ουδένα λέληθε των απάντων."[36]
Άλλωστε, το δυτικό αυτό φαινόμενο, καταδικάστηκε και το 1838 οπότε ο πατριάρχης Γρηγόριος ο ΣΤ εξαπέλυσε κοινή με τους άλλους πατριάρχες συνοδική εγκύκλιο "κατά των λατινικών καινοτομιών", ενώ, η άρνηση των συγχωροχαρτιών (και του καθαρτηρίου) περιλαμβανόταν και στην απάντηση του Πατριάρχη Ανθίμου VII στην εγκύκλιο του πάπα Λέοντα XIII που καλούσε τους Ορθοδόξους να προσέλθουν στη Ρωμαϊκή Εκκλησία[43]. Προϋπόθεση έκδοσης των συγχωρητικών εγγράφων της συνόδου, εκτός από την προσεκτική μελέτη της κάθε υπόθεσης, ήταν απαραίτητα και η εξομολόγηση σε πνευματικό, του προσώπου που ζητά την άρση κάποιου βαρέως επιτιμίου: "...παρέχονται δε τα συγχωρητικά παρά των αγιωτάτων Πατριαρχών ου μόνον τοις εις αυτούς αλλά και τοις ή εις Επίσκοπον ή και εις Πρεσβύτερον εξομολογηθείσι"[44]. Κατόπιν, το τελετουργικό προέβλεπε ότι το κείμενο του συγχωρητηρίου διαβαζόταν "επάνω της κεφαλής του εις αυτόν εξομολογηθέντος... και επευχόμενος τα σωτήρια, και νουθετών, εκκλίνειν εκ του κακού και ποιείν αγαθόν"[45] Αντίστοιχα, τα συγχωρητικά έγγραφα που αφορούσαν κεκοιμημένους, αναγιγνώσκονταν μετά από λειτουργία και μνημόσυνο πάνω στον τάφο[46]. Γενικά, τα Ορθόδοξα συγχωροχάρτια ή συγχωρητικές ευχές ή και συγχωρητικά γράμματα[47], ήταν έγγραφα που εκδίδονταν ονομαστικά[48] από το Συνοδικό όργανο του Πατριαρχείου, με συγκεκριμένο αποδέκτη ή αποδέκτες και για τους εξής λόγους:
Πράγματι, αυτές οι περιπτώσεις προσωπικών συγχωρητικών γραμμάτων περιλαμβάνονταν μέσα στα συνοδικά καθήκοντα: "Χρέη και δικαιώματα της Συνόδου... πδ': Εκδίδει έγγραφα αφοριστικά ή συγχωρητικά κατά τας χρείας"[50] Τα έγγραφα αυτά αποστέλονταν αποκλειστικά και μόνο από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου. Έτσι, σε επιστολή Συνόδου προς τον Ιερομόναχο Βαρλαάμ, επισκοπικό επίτροπο στην Σκύρο αναφέρεται: "Δεν έχετε την άδειαν ούτε διορισμόν εφημερίου ή πνευματικού να κάμνητε ούτε αφοριστικόν έγγραφον να εκδίδητε αλλά περί των τοιούτων θέλετε αναφέρεσθαι προς την Σύνοδον"[51] Απαγορευόταν επίσης στους απλούς ιερείς να επιβάλλουν ή να λύουν τέτοια επιτίμια κατά βούληση: "...των ιερέων δεν εδόθη... να αφορίζουν όποιους θέλουν και να λύουν αφορισμόν"[52] Όπως ρητά ανέφερε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος Νοταράς: "στάμπινα συγχωροχάρτια... άλλος αρχιερεύς δεν έχει εξουσίαν να δίδη του λαού παρά μόνον οι Ορθόδοξοι Πατριάρχαι"[53] Ακόμη κι αν επίσκοπος αφορίσει ή συγχωρήσει, έπρεπε τον τελευταίο λόγο να έχει η Σύνοδος: "Τον αφορισθέντα παρ' επισκόπου... εάν μείζων σύνοδος προσδέξοιτο, ή κατακρίνειε, στεργέτω την απόφασιν. Ο δήσας και λύειν δύναται... Εί δε σύνοδος τον αφορισθέντα εξετάσοι, και παραλόγως εύροι τον αφορισμόν επενεχθέντα, δύναται το κακώς γενόμενον διορθούσθαι, και λύειν αυτόν"[54] Οι συνοδικές αυτές πράξεις μετά την έκδοση και αποστολή τους, έπρεπε να κοινοποιηθούν κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, τις Κυριακές ή σε σημαντικές γιορτές, όπως για παράδειγμα μια πατριαρχική πράξη του 1606 που αφορά την καθαίρεση και αφορισμό μητροπολίτη που τιμωρείται εξαιτίας σωρείας παραβάσεων: "...προς τούτοις αφορισμένον... και ασυγχώρητον... και το παρόν συνοδικόν έγγραφον όπερ οφείλει αναγινώσκεται εις επήκοον παντός του λαού ετησίως κατά την σεβασμίαν ημέραν της Ορθοδοξίας..."[55] Κατά την άρση του επιτιμίου, τα συγχωρητικά γράμματα αποστέλλονταν, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν ενεργούσαν με "μαγικό" ή αυτόματο τρόπο: "περί του συγχωροχαρτίου δεσπότη γραπτέον. Πέρυσι ανήμερα την μεγάλην Πέμπτην με ήλθεν ομού μετά της αγίας σου επιστολής. Την εβδομάδα της διακαινισίμου ανοίχθη ο τάφος του δεδεμένου, έγινεν ακολουθία, παρά των ασκητών αγιαννανητών, ανεγνώσθη το συγχωροχάρτι της υμετέρας παναγιότητος, ετάφη πάλιν τό λείψανον"[56]. Έτσι, ακολουθούνταν συγκεκριμένες πρακτικές για την επιβολή και άρση των επιτιμίων, σύμφωνες με το Κανονικό Δίκαιο: "...τα επιτίμια... δεν επιβάλλονται αυτομάτως στον παραβάτη, αλλά κατόπιν σχετικής διαδικασίας από το αρμόδιο εκκλησιαστικό όργανο... Εφ' όσον όμως το εκκλησιαστικό όργανο δεν επιβάλλει το επιτίμιο αυτό για διαφόρους λόγους, ο κανόνας παραμένει ανενέργητος... είναι δυνατόν μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου και εφ' όσον ο παραβάτης μετανοήσει ειλικρινώς να αρθεί ο αφορισμός αυτός."[57] Χαρακτηριστικό είναι το ειδικό εγχειρίδιο-εξομολογητάριο που τυπωνόταν στις αρχές του 1700 με σκοπό να διανέμεται δωρεάν στους επισκέπτες των αγίων τόπων και το οποίο προβάλλει το δίπτυχο μετάνοια-εξομολόγηση (στη σελ. 6) χωρίς να διαχωρίζει τη βαρύτητα των παραπτωμάτων: "Προηγείται όμως κατά πάντα τρόπον η μετάνοια της εξομολογήσεως, διότι αφ' ου μετανοήσει τινάς πως εξέπεσεν από τη χάριν του θεού δια τα πταίσματά του και ζητά τον τρόπο της διορθώσεώς του, τότε ακολουθά ο τρόπος της εξομολογήσεως. Αλλ' ούτε δύναται τινάς να εξομολογηθεί θεαρέστως, αν πρότερον δεν μετανοήση εκ βάθους καρδίας δια τα όσα έσφαλε και έπειτα να προστρέξη να τα φανερώσει εις τον Πνευματικόν αυτού πατέρα, ωσάν όπου μήτε τινάς ιατρός δίδει βοήθειαν εις τον ασθενή, αν εκείνος δεν φανερώσει το πάθος του."[58]. Και προσθέτει στο κεφάλαιο που αναφέρεται στις υποχρεώσεις του εξομολόγου (σελ. 23): "...όποιος πνευματικός ζητά από τον εξομολογούμενο πληρωμήν δια να συγχωρέση τας αμαρτίας του, είναι ομολογουμένως Σιμωνιακός, δηλαδή καθηρημένος και αναθεματισμένος". Αυτή η θέση της ορθόδοξης εκκλησίας που έβλεπε την εξομολόγηση ως θεραπεία και όχι ως απολογία σε δίκη, ήταν βασική ανάμεσα στις διαφορές που είχε με τη δύση: "Στα δόγματα του επιτιμίου, των συγχωροχαρτιών... η καθολική Εκκλησία ιδιαιτέρως αναπτύχθηκε προς αυτή την νομικίστικη κατεύθυνση... που... τη χωρίζει από την Ανατολή"[59].
5. Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων Η εμφάνιση των πρώτων συγχωροχαρτιών δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια. Κάποιες αρχικές μορφές χειρόγραφων συγχωρητικών, ενδεχομένως να υπήρξαν επί της εποχής του πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωακείμ 1431-1450[60]. Κυρίως όμως, η εκτεταμένη χορήγηση συγχωρητικών για χρήσεις που θα αναφερθούν πιο κάτω, παρουσιάζεται στην τελευταία τριακονταετία του 16ου αιώνα. Στην πραγματικότητα, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων λόγω της θέσης του και του ιστορικού του ρόλου ως φύλακα των προσκυνημάτων είχε επωμισθεί βαρειές οικονομικές υποχρεώσεις, που απέρρεαν εκτός άλλων, από τους τακτικούς κρατικούς φόρους αλλά και απ' τα έκτακτα δοσίματα. Βρισκόταν έτσι σε διαρκή οικονομική ένδεια, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να απαιτείται μια συνεχής προσπάθεια εξεύρεσης πόρων. Τα έκτακτα δοσίματα κυρίως ήταν αυτά πού εξασθενούσαν τις οικονομικές δυνατότητες του Πατριαρχείου, γενικότερα, και του Αγίου Τάφου ειδικότερα. Οι κατά καιρούς πατριάρχες των Ιεροσολύμων για να μπορέσουν ν' ανταποκριθούν σ' αυτές τις επιτακτικές ανάγκες κατέφευγαν σε περιοδίες που ονομάζονταν "ζητείες". Για να μη δημιουργούνται υπόνοιες για απάτη, προηγείτο συνήθως μια πατριαρχική επιστολή, η "απανταχούσα", προς τους μητροπολίτες των ορθοδόξων επαρχιών, η οποία παρουσίαζε τα προβλήματα και καλούσε τους χριστιανούς να βοηθήσουν στη διατήρηση των Αγίων Τόπων: "Νέα εντελώς περίοδος άρχεται διά τους Αγίους Τόπους από του 1517 ότε ο σουλτάνος Σελήμ Α' καταλύει το κράτος των Μαμελούκων της Αιγύπτου και υπάγονται έκτοτε ούτοι ως και ολόκληρος η Παλαιστίνη υπό τους σουλτάνους της Κωνσταντινουπόλεως. Χαράκτηριστικόν της περιόδου αυτής είναι η μακρά και επίπονος, δραματική πολλάκις, προσπάθεια σωτηρίας των Αγίων Τόπων υπό του Πατριαρχείου εκ των χειρών Λατίνων και Αρμενίων, οι οποίοι επεθύμουν την, παντί τρόπω, ιδιοποίησιν αυτών... Από της εποχής ταύτης το ελληνικόν έθνος αναλαμβάνει αληθή σταυροφορίαν προς ύπεράσπισιν των Αγίων Τόπων, υπό την αιγίδα εμπνευσμένων πατριαρχών, εξικνουμένην μέχρι των καθ' ημάς χρόνων και παντοιοτρόπως εκδηλουμένην. Οι Έλληνες δηλ. είτε ως προσκυνηταί (χατζήδες), είτε ως δωρηταί (προσωπικοί δωρεαί, αναθήματα κ.λπ.) εκδηλώνουν το ακέραιον ενδιαφέρον των εμπράκτως προς τους Αγίους Τόπους, ερχόμενοι άμεσοι αρωγοί εις τας αόκνους προσπάθειας των εκάστοτε πατριαρχών της Αγίας Πόλεως, οι οποίοι πολλάκις, διά να συμπληρώσουν τα αναγκαιούντα απαραίτητα ποσά, τα οποία ευχερώς και άνευ ουδεμιάς δυσχέρειας διαθέτουν οι εποφθαλμιώντες τα ιερά προσκυνήματα, ηναγκάσθησαν και ηναγκάζονται (προς τιμήν των) να διατρέχουν πάσαν οδόν ως επαίται."[61] Και πρέπει να προστεθεί ότι οι υποχρεώσεις του πατριαρχείου δεν περιορίζονταν μόνο στους φόρους, ούτε οι φροντίδες αφορούσαν μόνο στις επισκευές συντήρησης των μνημείων εξαιτίας φυσικών καταστροφών, των βιαιοπραγιών ή της παλαιότητας [62]. Αντιθέτως, το πατριαρχείο: "...κάθε φορά που χρειάστηκε ανταποκρίθηκε στις οικονομικές ανάγκες των διδασκάλων, κυρίως στα σχολεία των οποίων είχε την άμεση εποπτεία. Αυτό ισχύει για τους δύο διδασκάλους της Σχολής Βουκουρεστίου, για τους διδασκάλους της Σχολής Καστοριάς, καθώς επίσης και για τους δύο διδασκάλους της Σχολής Ιασίου. Ακόμη, η ίδια φροντίδα παρατηρείται για τον διδάσκαλο στο σχολείο της Γιάφας και για τους διδασκάλους της σχολής Τρικάλων Κορινθίας"[63]. Επιπλέον, όπως και όλα τα πατριαρχεία, φρόντιζε ώστε να πληρώνει για "...τα χαράτσια... τον κεφαλικόν φόρον... σχολάς, σχολεία, τυπογραφεία, γηροκομεία, πτωχοκομεία, λεπροκομεία, βιβλιοθήκας..." ή να εξαγοράζει αιχμαλώτους[64]. Στο πλαίσιο των αναγκαιοτήτων αυτών, επετράπει ειδικά στο πατριαρχείο Ιεροσολύμων (ως "κατ' έθος" προνόμιο) το τύπωμα και μοίρασμα συγχωροχαρτιών, προνόμιο που συνήθιζε να επικυρώνει με πατριαρχικό και συνοδικό γράμμα και ο εκάστοτε Πατριάρχης Κων/πόλεως[65]. Και πράγματι, τις δύο φορές που παρουσιάστηκε πρόβλημα παραβίασης του προνομίου αυτού, η αντίδραση ήταν άμεση. Οι Πατριάρχες, θέλοντας να εμποδίσουν την αυθαιρεσία και να σταματήσουν τους "παράνομους εκδότες", εξέδωσαν αυστηρά πατριαρχικά σιγίλια[66] και έντονες απαγορεύσεις. Στη μία των περιπτώσεων ήταν ο αρχιεπίσκοπος Ανανίας της Μονής του Σινά που στα 1680 πήρε την πρωτοβουλία έκδοσης συγχωροχαρτιών ώστε να ενισχύσει οικονομικά τη Μονή, ενώ στη δεύτερη, υπήρξε μια προσπάθεια έκδοσης συγχωροχαρτιών από τον αρχιεπίσκοπο των Αχριδών στα 1742. Έτσι, το σιγίλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου που εκδόθηκε το 1691 από τον πατριάρχη Καλλίνικο Β' ανέφερε: "Πατριαρχικόν γαρ τούτο προνόμιον ιδιαίτατον και κατ' ουδέν εις άλλον δαιβαίνειν δύναται". Παρόμοια αναφορά γίνεται και στον Συνοδικό Τόμο που εξέδωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1688 καθώς και άλλα σιγίλια, τα οποία τονίζουν ότι οι "παράνομες" συγχωρητικές ευχές "ουκ έχουσιν την των νομίμων δύναμιν και ενέργειαν" και ότι όποιος τα δίνει είναι "παράνομος" και όποιος τα λαβαίνει «επάρατος»[67]. Τελικά, η πίεση που ασκήθηκε και τα μέτρα που πάρθηκαν, ανάγκασαν τους υπευθύνους να υποχωρήσουν και να ευθυγραμμιστούν με τις αποφάσεις των πατριαρχείων και έτσι ηρέμησαν τα πράγματα εντελώς, χωρίς να δημιουργηθούν μονιμότερες καταστάσεις[68]. Στο ερώτημα ποιες ήταν οι χρήσεις των συγχωρητικών που εξέδιδε το πατριαρχείο Ιεροσολύμων, παίρνουμε ενδιαφέρουσες απαντήσεις από τις μαρτυρίες που υπάρχουν για τα οικονομικά των περιοδειών του Πατριαρχείου. Στην αναλυτική καταγραφή επισκέψεων και πράξεων για τις τρεις περιοδείες που διενεργήθηκαν κατά τα έτη 1720-1726[69] βλέπουμε ότι τα συγχωροχάρτια αποτελούν μόλις το 8% των συνολικών πράξεων εισφορών. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, σε μια περίοδο που ο λαός έχει το θρησκευτικό του αίσθημα αρκετά ανεπτυγμένο, δεν φαίνεται να δείχνει αυξημένη προτίμηση στα έντυπα αυτά, με αποτέλεσμα, σε 81 προορισμούς, από τις 80 πράξεις εισφορών, μόνο 6 από αυτές να αφορούν τα συγχωροχάρτια. Αυτό φανερώνει και τον μη υποχρεωτικό χαρακτήρα τους (έστω μέσω μιας πίεσης από την προβολή της αυθεντίας της Εκκλησίας στο ζήτημα της σωτηρίας), αλλά και την διαφορετική θεολογία των ορθοδόξων συγχωρητικών, αφού είναι δύσκολο να ερμηνευθεί για ποιο λόγο οι χριστιανοί, είτε αφορισμένοι, είτε κάτω από άλλα επιτίμια, είτε ετοιμοθάνατοι, δεν επεδίωξαν να αποκτήσουν μια βέβαιη θέση στον Παράδεισο ή μια εύκολη λύση στη συγχώρεση των αμαρτιών τους με την απόκτηση ενός χαρτιού. Ακόμα πιο διευκρινιστική όμως για τον ρόλο των εντύπων ευχών, είναι μια επιστολή του πατριάρχη Χρύσανθου στην οποία αποσυνδέει τα έντυπα αυτά από τις χρήσεις της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας: "Στέλλομεν της εντιμότητας σας, χάριν ευχής και ευλογίας είκοσι συγχωροχάρτια..."[70]. Και συνεχίζει στο ίδιο: "...και είκοσι κομποσχοίνια όλα αγιασμένα επάνω εις τον άγιον καί ζωοδόχον Τάφον τα οποία θέλετε δεχθή ως χάριν ευχής, και ευλογίας"[71]. Την ίδια περίοδο άλλωστε ο Κοσμάς ο Αιτωλός δίδασκε ότι οι χριστιανοί για να έχουν παρρησία να απευθύνονται προς τον Θεό, για να τους συγχωρέσει και να δεχθεί τη μετάνοια για τις αμαρτίες τους, οφείλουν να αγαπούν, να φροντίζουν και να συγχωρούν τους εχθρούς τους αλλιώς "χίλιες χιλιάδες καλά να κάμουν, και το αίμα τους να χύσουν δια την αγάπην του Χριστού, εις την κόλασιν πηγαίνουν"[72], ενώ και για την Ορθόδοξη Θεολογία (όπως ακριβώς αναφέρει και η Ομολογία Δοσιθέου στα 1672), τα χαρτιά αυτά δεν είχαν καμία δύναμη να εξαλείψουν τις αμαρτίες: "Τι αποτέλεσμα ενεργούσιν οι συγχωρητικοί ούτοι χάρται; Ρητέον ότι ουκ εξαλείφουσι γε το των αμαρτιών πταίσμα"[73] Όπως καταγράφει στις σημειώσεις του ο Κρούσιους Μάρτιν, στις περιπτώσεις προσωπικής χορήγησης του συγχωροχαρτιού σε πιστούς κατά τη διάρκεια των περιοδειών, αυτό γινόταν κατόπιν διαπιστώσεως της ειλικρινούς μετανοίας[74]. Έτσι γινόταν άλλωστε και στην περίπτωση των χατζήδων που θεωρούσαν, όπως και πολλοί πατέρες της εκκλησίας, μεγάλη ευλογία να παραβρεθούν στους Αγίους Τόπους. Εκεί, μπορούσαν να πάρουν ένα συγχωροχάρτι με την υπογραφή του πατριάρχη (που θα χρησίμευε και σαν τεκμήριο για την πραγματοποίηση του ταξιδιού τους), αφού όμως πρώτα εξομολογηθούν σε πνευματικούς των Ιεροσολύμων[75] Mία ακόμη χρήση του συγχωροχαρτιού στην Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν η τέλεση των λεγόμενων μνημοσύνων που τελούνται στην ορθόδοξη εκκλησία με βάση την ερμηνεία της Αγίας Γραφής στα Νεεμ. 9:1-3, Β' Μακ. 12:39-45 και την πατερική παράδοση: "...η Εκκλησία προς τα μέλη της, τα οποία απέρχονται από τη ζωή, διατηρεί κοινωνία και μετά το θάνατο τους δια των μνημοσυνών... μνημονεύει κατά πρώτον τα κοιμηθέντα μέλη της σε κάθε Θ. Λειτουργία και προσεύχεται αδιαλείπτως προς το Θεό 'υπέρ αυτών'. Για το λόγο δε αυτό άλλωστε έχει καθιερώσει και τα δίπτυχα."[76] Το δίπτυχο είναι ένα χαρτί επάνω στο οποίο γράφονται τα ονόματα των 'ζώντων' και των 'τεθνεώτων' που σήμερα συμπληρώνεται από τους πιστούς και δίνεται στους ιερείς για να μνημονεύσουν τα ονόματα στη θεία λειτουργία. Επί Τουρκοκρατίας αλλά και μεταγενέστερα, το λεγόμενο συχωροχάρτι ανήκε στην ορολογία της Λειτουργικής και σήμαινε και "κατάλογος των ζωντανών και πεθαμένων για μνημόνεμα"[77]. Ο ίδιος ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος Νοταράς, ένας από τους πατριάρχες που γνωρίζουμε ότι εξέδωσε συγχωροχάρτια, γράφει το 1726 ότι τα χαρτιά αυτά θα συμπληρωθούν από τον πνευματικό ιερέα των αποδεκτών και όχι από τους ίδιους, ενώ παρέχονται "χάριν ευχής" "Στέλλομεν της εντιμότητας σας, χάριν ευχής καί ευλογίας είκοσι συγχωροχάρτια, με το να μην ηξεύρομεν όμως τα τίμια σας ονόματα, τα στελνομεν ανοικτά, και ο ευρισκόμενος αυτού πνευματικός, ας έχη θέλημα από λόγου μας να τα γράψη με την ευχήν και ευλογίαν..."[78] Ενδεικτικό όμως και για τα ελάχιστα χρήματα που μαζεύονταν, έστω και με τη συμβολή των συγχωρητικών, είναι το οικονομικό αποτέλεσμα των τριών περιοδειών που προαναφέρθηκαν: "Οι τρεις μεγάλες περιοδείες του Χρύσανθου, που αποκλειστικό σκοπό είχαν τη συλλογή ελεών, πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των ετών 1720-1726 [...] κάλυψαν μέρος μόνο των δαπανών που απαιτήθηκαν για την ανακαίνιση του τρούλλου του ναού της Αναστάσεως."[79]. Το τελευταίο συγχωρητικό που καταγράφεται στην ιστορία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, είναι αυτό που εξέδωσε το 1928 ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός. Επίσης, σύμφωνα με ερευνητές, βρέθηκαν επίσημα συγχωροχάρτια σε κυκλοφορία μέχρι και το 1955[80] και σε αυτό συντέλεσε ίσως το γεγονός ότι και μέχρι τη δεκαετία του 1970 "η οικονομική κατάστασις της αδελφότητος... είναι λίαν περιωρισμένη, αι δε υποχρεώσεις αυτής μεγάλοι και ποικίλοι, ένεκα δε τούτου καταφεύγει ενίοτε προς το ευσεβές γένος των Ελλήνων, ίνα τη συνδρομή αυτών ανταποκριθή εις τας υποχρεώσεις αυτής και διαφύλαξη την.. ιεράν παρακαταθήκην"[81]. Τα τελευταία αυτά συγχωροχάρτια πάντως θα πρέπει να ήταν εξαίρεση μέσα σε μια μακρά περίοδο, καθώς το 1926 ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς γράφει σχετικά με τις "συγχωρητικές ευχές": "...δεν γνωρίζω όμως εάν εκδίδωνται τοιαύτα και μέχρι σήμερον. Απετάθημεν προς όλους τους παρ' ημίν Θεολόγους, μέχρι και αυτού του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών, όστις διετέλεσεν επί μακρόν κληρικός εν Ιεροσολύμοις, αλλ' ουδείς ηδυνήθη να μας δώση σαφείς και ακριβείς περί τούτων πληροφορίας"[82].
6. Προσπάθειες εξομοίωσης Ανατολικών και Δυτικών συγχωρητικών Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η εφαρμογή του φαινομένου επίδοσης των συγχωροχαρτιών, σε όποιο βαθμό έγινε, ήταν αποτέλεσμα πολλαπλών αναγκαιοτήτων, όπως η άσκηση της δικαστικής δικαιοδοσίας που είχε επί τουρκοκρατίας, η ανάγκη για οικονομική στήριξη του έργου και των υποχρεώσεων της, χωρίς να μπορούν να αποκλειστούν και περιπτώσεις προσωπικής αστοχίας ή ευκαιριακής επιδίωξης πλουτισμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις ανήκει και αυτή που αναφέρει ο Serhii Plokhy στο βιβλίο του The Cossacks and Religion in Early Modern Ukraine. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι η μοναδική μαρτυρία που παραθέτει προέρχεται από έναν πρώην Ορθόδοξο Επίσκοπο που εγκατέλειψε την Ορθοδοξία για να προσχωρήσει στην Ουνία, και η περίοδος στην οποία αναφέρεται είναι μία από τις πιο ταραγμένες εποχές δύσκολων αγώνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας ενάντια στη λατινική προπαγάνδα, που "επέβαλε με καταπιεστικά μέσα την λατινική Ουνία" στη Μικρή Ρωσία και την Ουκρανία[83]. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, κάποιος εκπρόσωπος του κλήρου της Ορθόδοξης Εκκλησίας "όπως ο έμπορος δείχνει το εμπόρευμά του και το πουλάει μέσα στο ναό, με αυτό τον τρόπο πουλούσε την πλήρη άφεση αμαρτιών για ένα τάλιρο, την μερική για μισό τάλιρο και τη μικρή για έξι γρόσια". Στηριζόμενος στην ίδια μαρτυρία, ο συγγραφέας αυτός το γενικεύει αυθαίρετα, και ισχυρίζεται τελικά ότι "η πρακτική αυτή έκανε φανερή τη διαφθορά που επικρατούσε σε ολόκληρη την Ανατολική Ορθόδοξη εκκλησία" και ότι οι ιεράρχες της ανατολής (χωρίς να εξαιρεί κανέναν), εξέδιδαν αναθέματα ή πιστοποιητικά άφεσης τα οποία Ορθόδοξοι κληρικοί μετέφεραν στην Ουκρανία για να τα πουλήσουν σε όποιον θα πλήρωνε τα περισσότερα. Μάλιστα ισχυρίζεται η πρακτική αυτή οδήγησε σε ριζικές μεταρρυθμίσεις που παραλληλίζονται με αυτές της προτεσταντικής κίνησης από τον Λούθηρο. Αν και σε αντίθεση με τους παραπάνω ισχυρισμούς, "ο ανατολικός χριστιανισμός δε γνώρισε φαινόμενα του δυτικού χριστιανισμού, όπως είναι η Μεταρρύθμιση, η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός"[84], επίσης, στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδεται η έκδοση συγχωροχαρτιών όχι σε όλους, αλλά σε 60 από τους 352 Πατριάρχες (και με μεγαλύτερη βεβαιότητα μόνο στους 20 από αυτούς), ενώ ταυτόχρονα, δεν μαρτυρούνται "πλήρεις", "μερικές" ή "μικρές" "αφέσεις". Επίσης, το πλαίσιο στο οποίο λειτουργούσαν οι συγχωρητικές ευχές στην Ορθόδοξη Εκκλησία και η θεολογία ήταν διαφορετικά, ενώ όλες οι τοπικές συνοδικές αποφάσεις και ομολογίες πίστεως καταδικάζουν το δυτικό αυτό φαινόμενο. Επιπλέον, υπάρχουν και εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για τη Ρωσική Εκκλησία: · "Η ρωσική εκκλησία ποτέ δεν κατασκεύασε καθαρτήριο, και πούλησε έπειτα συγχωροχάρτια για να βγάλει τους ανθρώπους από εκεί."[85] · "Κανένα Ρωσικό ισοδύναμο των συγχωροχαρτιών δεν αναπτύχθηκε ποτέ."[86] · "Η ανατολική εκκλησία διαφέρει από τη Ρωμαϊκή... Ο απόλυτος προορισμός δεν είναι αποδεκτός, ούτε η μεταφορά αξιομισθιών από τον ένα αμαρτωλό στον άλλο, ούτε ειδικά συγχωροχάρτια για νεκρούς ή ζωντανούς"[87] Σύμφωνα με κάποιες απόψεις, "τα φερέφωνα της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και των ουνιτικών τάσεων θα επιμείνουν, σε πολλές περιπτώσεις, και από πολύ νωρίς, στη διαπίστωση ότι και η ανατολική ορθοδοξία γνώριζε, χρησιμοποιούσε και νομιμοποιούσε τα συγχωροχάρτια. Η διαπίστωση αυτή, που θεωρήθηκε ότι δικαίωνε την δυτική πρακτική χρησιμοποιήθηκε, κυρίως, για να συνδεθούν τα συγχωροχάρτια με τη θεωρία του πουργατόριου, του 'καθαρτηρίου πυρός', απέναντι στην οποία η ανατολική εκκλησία και οι ορθόδοξοι θεολόγοι είχαν κρατήσει ανεπιφύλακτα απορριπτική στάση. Στην έλλειψη αναστολών από την πλευρά της δυτικής εκκλησίας πρέπει να οφείλεται και το ότι οι δύο συστηματικότερες διαπραγματεύσεις που διαθέτουμε για το θέμα των ορθόδοξων συγχωροχαρτιών, διαποτισμένες, ωστόσο, και αυτές, από πνεύμα πολεμικής, οφείλονται σε καθολικούς θεολόγους."[88]. Επιπλέον, αρκετοί μελετητές διαπιστώνουν το γεγονός ότι "...η ανατολική εκκλησία, και οι αρχαίες κοινωνίες των Νεστοριανών και Μονοφυσιτών στην ανατολή, είναι ξένοι στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα και την πρακτική όσον αφορά τα συγχωροχάρτια."[89] ενώ η έννοια του επιτιμίου "...θεσπίζεται αλλά δεν αναπτύχθηκε ποτέ στην ανατολή στις επιμελημένες αναλογίες και με τις μηχανικές διατάξεις που έδωσαν αφορμή για την πώληση των συγχωροχαρτιών στη δύση"[90] Ταυτόχρονα, για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει δογματικό στήριγμα στο ζήτημα αυτό, αφού ουδέποτε θεσπίστηκε από Οικουμενική Σύνοδο[91], ενώ εξ αρχής δήλωνε την αντίθεσή της στην πρακτική αυτή της καθολικής Εκκλησίας[92]. Οι αντιφάσεις των καθολικών θεολόγων που θέλησαν να αποδείξουν ότι το καθαρτήριο και τα συγχωροχάρτια διδάχθηκαν από τους ορθοδόξους, ήταν δύσκολο να γεφυρωθούν, αφού τα συγχωροχάρτια είχαν σκοπό την απαλλαγή από τη φωτιά του καθαρτηρίου: "Οι Ορθόδοξοι [...] δεν δέχονται το Καθαρτήριο, αλλά πιστεύουν σε κάτι που είναι το ίδιο πράγμα τελικά, αν και απορρίπτουν συγκεκριμένα την ιδέα της εξαγνιστικής φωτιάς."[93]. Έτσι, παρά τις προσπάθειες αυτές, είναι φανερό ότι το φαινόμενο των συγχωροχαρτιών ουδέποτε απετέλεσε θεσμοθετημένο κομμάτι στη θεολογία και πρακτική της Εκκλησίας σύμφωνα με την κρίση έγκριτων ιστορικών και θεολόγων:
Ασφαλώς, στη διαμάχη τους με τους Προτεστάντες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ως επιχείρημα το γεγονός ότι ούτε οι Ορθόδοξοι αναγνώριζαν το δόγμα του καθαρτηρίου, κάποιοι Παπικοί υποστήριξαν ότι και οι Ορθόδοξοι είχαν διδάξει το καθαρτήριο και τα συγχωροχάρτια[97]. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως το γεγονός ότι, ακόμη και Παπικοί θεολόγοι όπως ο Adrian Fortescue, στην προσπάθειά τους να συμβιβάσουν τις διδασκαλίες των δύο εκκλησιών (Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής) παραδέχονται την άρνηση των Ορθοδόξων να αναγνωρίζουν το Καθαρτήριο, τις φωτιές του Καθαρτηρίου και τα συγχωροχάρτια:
Ταυτόχρονα, τους ισχυρισμούς κάποιων Παπικών ότι οι Ορθόδοξοι δίδαξαν το Καθαρτήριο, απέρριψαν και οι Προτεστάντες που γνώριζαν ότι το δόγμα του καθαρτηρίου οι Ορθόδοξοι δεν το αποδέχονταν:
Είναι γενικά αποδεκτό ότι "το Ορθόδοξο διαφέρει από το καθολικό δόγμα [...] στο καθαρτήριο και στα συγχωροχάρτια τα οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποδέχεται,[...]"[100]. Σύμφωνα με τον Νικόλαο Δαμαλά, τα λατινικά "διαβόητα συγχωροχάρτια" χαρακτηρίζονται ως "αναίσχυντος των θείων καπήλευσις"[101] ενώ ο Αναστάσιος Διομήδης στην Εκκλησιαστική Ιστορία του, χαρακτηρίζει τα "συγχωροχάρτια και άλλας διδασκαλίας της ρωμαϊκής εκκλησίας ως αντιβαινούσας εις την Γραφήν"[102]. Είναι επίσης ενδεικτικό για τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο γίνονταν αντιληπτά τα ορθόδοξα συγχωρητικά σε σχέση με αυτά της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, ότι αρκετοί συγγραφείς στα χρόνια του Διαφωτισμού και σε μεταγενέστερες περιόδους, αν και άσκησαν οξύτατη κριτική στον ορθόδοξο κλήρο, όπως οι Χριστόδουλος Παμπλέκης, ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας, ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Ανδρέας Λασκαράτος και άλλοι, εντούτοις δεν συμπεριλαμβάνουν τα συγχωρητικά της ορθόδοξης εκκλησίας στην κριτική τους, αν και είχαν πολλές ευκαιρίες να το κάνουν, ενώ ταυτόχρονα καταδικάζουν τη δυτική εκκλησία για τη χρησιμοποίησή τους[103].
Το συμπέρασμα είναι, ότι όλοι αυτοί που τα τελευταία χρόνια, προσπαθούν να εκμεταλλευθούν τα Ορθόδοξα Συγχωροχάρτια στην πολεμική τους εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλοιώνουν την ουσία, την ιστορία, τη χρήση, την έκταση, τη σκοπιμότητα, και την εγκυρότητα της πρακτικής αυτής. Κατά συνέπεια, μετά τα στοιχεία που παρατίθενται στην έρευνα αυτή, οι εν λόγω διαστροφείς της αλήθειας, εκτίθενται δημόσια ως συκοφάντες και απατεώνες. 1. Τα Ιστορικά, εκδ. Μέλισσα, Τόμ. 1, τεύχ. 1, σελ. 58. 2. Βλ. Τα Ιστορικά, εκδ. Μέλισσα, Τόμ. 1, τεύχ. 1, σελ. 36. 39. 50 3. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 24, λήμματα: Επιστολή (εκλ.) και Επιστολογραφία. Η εκκλησιαστική επιστολογραφία. 4. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, Ό.π. 5. Σκληράκη Ε., 'Παιδεία και εκκλησία στη Νάξο κατά τους πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους', Αθήνα 1996, στο "Παράρτημα" σελ. 91. 6. "ενεκρίθη συνοδικώς η έκδοσις συγχωρητικού γράμματος" (Εκκλησιαστική Αλήθεια, τεύχ. 25-26 (1905), σελ. 518). 7. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 01, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1962-1968, στ. 556. 8. ΘΗΕ, Ό.π. 9. Ν. Milasch-M. Αποστολοπούλου, 'Το Έκκλησιαστικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας', εν Αθήναις 1906, σελ. 728. 10. Βλ. σχετική ιστορικοκανονική μελέτη στο Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Τα Αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και Κανονικότης της Άρσεως αυτών, Αθήνα 1980, σελ. 75-78. 11. Δοσίθεος Νοταράς, Ιστορία περί των εν Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων, Βουκουρέστι 1715, σελ. 884. 12. Τα Ιστορικά, εκδ. Μέλισσα, Τόμ. 1, τεύχ. 1, 1983, σελ. 36 και 39. 13. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς Α., Ανάλεκτα Iεροσολυμιτικής Σταχυολογίας, τόμ Β', Πετρούπολη 1894, σελ. 382. 14. Ό.π. 15. ΘΗΕ, τόμ. 09, στ. 830-834. 16. ΘHE, τόμ. 06, στ. 841-842. 17. ΘHE, τόμ. 02, στ. 75-76. 18. ΘHE, τόμ. 02, στ. 907-908. 19. Βλέπε αναλυτικό πίνακα στο Ρασοφόροι—Ημέρες και Έργα του Ιερατείου, Αλέκος Αγγελίδης, 1999, Εκδ. Πλάτωνος, σελ. 298-303. 20. Τα Ιστορικά,τόμ. 2, τεύχ. 3, 1985, σελ. 13. 21. Ό.π., σελ. 6. 22. Τα Ιστορικά,τόμ. 1, Ό.π., σελ. 46. 23. Γιανναράς Χρήστος, 'Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα', Δόμος, Αθήνα 2003, σελ. 151. 24. David Abulafia, The New Cambridge Medieval History, Cambridge University Press, 1999, σελ. 546. 25. Tia M. Kolbaba, The Byzantine Lists: Errors of the Latins, University of Illinois Press, 2000, σελ. 72. 26. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, 'Κανονικόν Δίκαιον', Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 248. 27. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, 'Κανονικόν Δίκαιον', σελ. 249. 28. Ό.π., σελ. 249. 29. "in tota Diocesi sua (ridens indulgentias papales) sub poena abdicationis mandasse, ne quis pecunia absolueretur" (Crusius Μartin, Turcograeciae libri octo, Βασιλεία 1584, σ. 205). 30. Δοσίθεος Νοταράς, Ιστορία περί των εν Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων, Βουκουρέστι 1715, σελ. 876. 31. Καρμίρης Ιωάννης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', Αθήνα 1953, σελ. 737. 32. Podskalsky Gerhard, Η Ελληνική Θεολογία επί Τουρκοκρατίας 1453-1821, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005, σελ. 398. 33. Καρμίρης Ιωάννης, Ό.π., σελ. 860. 34. Ό.π., σελ. 863. 35. Ό.π., σελ. 867. 36. Ό.π. 37. Καρμίρης Ιωάννης, Ό.π., σελ. 556. 38. Καρμίρης Ιωάννης, Ό.π., σελ. 768. 39. Καρμίρης Ιωάννης, Ό.π., σελ. 807. 40. Καρμίρης Ιωάννης, Ό.π., σελ. 867. 41. Καρμίρης Ιωάννης, Ό.π., σελ. 866. 42. Καρμίρης Ιωάννης, Ό.π., σελ. 893-898. 43. Adrian Fortescue, Orthodox Eastern Church, 1907/1969, Ayer Publishing, σελ. 389. 44. Δοσίθεος Νοταράς, Ιστορία περί των εν Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων, Βουκουρέστι 1715, σ. 884-885. 45. Crusius Μartin, Ό.π., σ. 103. 46. Κωστάκης Κωνσταντίνος, 'Η πνευματική κίνηση στον εκκλησιαστικό χώρο της Κρήτης (1669-1821)', Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 185. 47. Για τις ονομασίες βλ. και Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 24, λήμμα: Επιστολογραφία. 48. "...o Νεόφυτος...παραιτείται της αρχιερατικής ενεργείας και... παρακαλών να ορισθή τόπος μεταβάσεως αυτού προς ησυχίαν του, εκδοθή δε πατριαρχικόν συγχωρητικόν γράμμα προς χάριν του..." (ΘΗΕ, τόμ. 09, στ. 411). 49. βλ. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, 'Κανονικόν Δίκαιον', σελ. 193. 50. Λιγνός Aντ., Aρχείον της Κοινότητος Ύδρας, Πειραιάς 1921-1932, τόμ. 9, σελ. 91. 51. Βασίλειος, επίσκοπος Ταλαντίου, H Επισκοπική Επιτροπή Σκύρου (1837-1841), περ. Θεολογία τ. 20 (1949), σελ. 213 52. Γκίνης-Πανταζόπουλος (επιμ.), Νομοκάνων Μανουήλ νοταρίου του Μαλαξού του εκ Ναυπλίου της Πελοποννήσου, Νόμος, ΕΕΣΝΟΕΠθ 1, Θεσσαλονίκη 1981, διάταξη 113 53. Ιστορία περί της Επισκοπής του Αγίου Όρους Σινά, Δοσίθεος Νοταράς, σελ. 92. 54. Ράλλης-Ποτλής, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τόμ. 3, σελ. 138, Αθήνα 1852-1859. 55. Aποστολόπουλος-Μιχαηλάρης, Η Νομική Συναγωγή του Δοσιθέου, Αθήνα 1987, πράξη αρ. 859. 56. Επιστολή του 1775 στο Τα Ιστορικά, Τόμ. 2, Ό.π., σελ. 44. 57. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, 'Κανονικόν Δίκαιον', σελ. 116. 58. Βλ. Στάθη Πηνελόπη, 'Χρύσανθος Νοταράς Πατριάρχης Ιεροσολύμων', Αθήνα 1995, σελ. 125. 59. "In its doctrines of penance, indulgences, concept of the Church [...] the Catholic Church especially developed in this legalistic direction...that...divides it from the East." (Daniel B. Clendenin, Partakers Of Divinity, The Orthodox Doctrine Of Theosis, Journal of the Evangelical Theological Society, τόμ. 37 (Σεπτέμβριος 1994), σελ. 365). 60. Τα Ιστορικά, Τόμ. 1, Ό.π., σελ. 43. 61. ΘΗΕ, τόμ. 11, στ. 799-800. 62. Φωτογραφία που εμφανίστηκε στο περιοδικό Τα Ιστορικά. 63. Στάθη Πηνελόπη, Ό.π., σελ. 41. 64. Επιστολή καθ. Τωμαδάκη Ν., στο Χατζηφώτης Μ.Ι., Βυζάντιο και Εκκλησία', 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1989, σελ. 116. 65. Στάθη Πηνελόπη, Ό.π., σελ. 59. 66. Σιγίλια ονομάζονται τα εκκλησιαστικό έγγραφα που φέρουν τη σφραγίδα εκκλησιαστικής αρχής. 67. Ιστορία περί της Επισκοπής του Αγίου Όρους Σινά, Δοσίθεος Νοταράς, σελ. 133, 134. 68. Τα Ιστορικά, Τόμ. 1, Ό.π., σελ. 53-54. 70. Επιστολή Χρύσανθου Νοταρά, στο Caratasu Mihail, Quelques lettres inedites du patriarche Chrysanthe de Jerusalem adresseesa la 'Compagnie grecque' de Sibiu, Πρακτικά Β' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμ. Γ', Αθήνα 1981-1982, σελ. 290. 71. Caratasu Mihail, Ό.π. 72. Μενούνου Ιωάννου, Κοσμά Αιτωλού Διδαχές και Βιογραφία, 2η έκδ., Αθήνα, σελ. 225-226. 73. Κούρσουλας Ν., Σύνοψις της Ιεράς Θεολογίας, τόμ. Β', Ζάκυνθος 1862, σελ. 425. 74. Crusius Μartin, Ό.π., σ. 293. 75. Μικρασιατικά Χρονικά, τόμ. Β', 1939, σελ. 410. 76. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, 'Κανονικόν Δίκαιον', σελ. 247. 77. Βλαστός Π., Συνώνυμα και συγγενικά, Αθήνα 1931, σελ. 273. 78. Επιστολή Χρύσανθου Νοταρά, στο Caratasu Mihail, Quelques lettres inedites du patriarche Chrysanthe de Jerusalem adresseesa la 'Compagnie grecque' de Sibiu, Πρακτικά Β' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμ. Γ', Αθήνα 1981-1982, σελ. 290. 79. Στάθη Πηνελόπη, Ό.π., σελ. 60. 80. Τα Ιστορικά, τόμ. 1, Ό.π., σελ. 35. 81. ΘΗΕ, τόμ. 1, στ. 272. 82. Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, περ. β', τόμ. Γ', Αθήνα 1926, σελ. 90-91. 83. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 47, εκδ. Δίας, Αθήνα 2004, Ουνία. 84. Μπέγζος Μάριος, Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία της Θρησκείας, Γρηγόρης, Αθήνα 2004, σελ. 33. 85. Στο πρωτότυπο: "The Russian Church never fabricated a purgatory, and then sold indulgences to get people out of it." (Henry Lansdell, Through Siberia, Ayer Publishing, 1970 (c1882), σελ. 181). 86. Στο πρωτότυπο: "No Russian equivalent of indulgences ever developed." (Oleg Kharkhordin, The Collective and the Individual in Russia: A Study of Practices, University of California, 1999, σελ. 69). 87. Στο πρωτότυπο: "The Eastern church differs from the Roman...Predestination is not admitted, nor the transfer of superabundant merits from one sinner to another, nor special indulgences for the dead or living." (Robert Sears, An Illustrated Description of the Russian Empire, 1855, σελ. 537). 88. Τα Ιστορικά, Τόμ. 2, Ό.π., σελ. 40-41. 89. "...η Ανατολική Εκκλησία και οι αρχαίες ανατολικές κοινωνίες των Νεστόριων και των Μονοφυσιτών δεν γνωρίζουν το ρωμαιοκαθολικό δόγμα και πρακτική των Συγχωρωχαρτιών." (William Palmer & Nicholas Patrick Wiseman, Palmer's Letters On Romanism, Jos. Robinson, 1849, σελ. 195). 90. "Ενώ η Μετάνοια πραγματοποιείται στην Ανατολή, δεν έχει εξελιχθεί ώστε να πάρει την πολυσύνθετη διάσταση και την μηχανικότητα που αποτέλεσαν την βάση για την πώληση των συγχωρωχαρτιών στην Δύση." (Walter Frederic Adeney, The Greek and Eastern Churches, C. Scribner's sons, 1908, σελ. 275). 91. "Τα μέλη της ανατολικής εκκλησίας...θα πουν για τα δόγματα της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος από τον Υιό, το καθαρτήριο, και τα συγχωροχάρτια, ότι εάν είχαν καθοριστεί ή προέλθει από Οικουμενική Σύνοδο...θα τα αναγνώριζαν...φυσικά" ("Members of the Eastern Church...will say that as for the doctrines of the Procession of the HOLY GHOST from the SON, Purgatory, and Indulgences, if they were defined or developed by a General Council...they would admit them...of course" (William Palmer, Dissertations on Subjects Relating to the "Orthodox" Or "Eastern-Catholic" Communion, J. Masters, 1853, σελ. 149). 92. "Ο [Κωνσταντίνος] Στίλβης...ήταν ίσως ο πρώτος βυζαντινός πολέμιος που κατήγγειλε τη λατινική πρακτική της χορήγησης των συγχωροχαρτιών" (Stilbes...was perhaps the first Byzantine polemicist to denounce the Latin practice of granting indulgences" Benjamin Arbel, Latins and Greeks in the Eastern Mediterranean After 1204, Routledge, 1989, σελ. 68). 93. The Orthodox [...] they deny Purgatory, but believe in what comes to the same thing, though they specially reject the idea of a cleansing fire." (Adrian Fortescue, Orthodox Eastern Church, 1907/1969, Ayer Publishing, σελ. 388-389, 394). 94. "Doctrinal differences will necessarily entail certain variations in spiritual emphasis. Thus, the Christian East has remained a stranger to the juridical conceptions of salvation which have been dominant in the West since medieval times (the doctrines of the "merits" of Jesus Christ and indulgences) and which have so profoundly affected Western spirituality." (John Meyendorff, Orthodox Church, Its Past and Its Role in the World Today, St Vladimir's Seminary Press, 1981, σελ. 180). 95. "The Orthodox Church never approved of Pelagianism and it disliked the sort of arithmetic of merit that seemed to be implied by the Roman doctrines of indulgences and Purgatory." (Runciman Steven, The Great Church in Captivity, Cambridge University Press, 1968, σελ. 281). 96. "The system of indulgences has never obtained in the Orthodox Church." (Einar Molland, Christendom, The Christian Churches, Their Doctrines, Constitutional Forms, and Ways of Worship, Stanford University, 1959, σελ. 26). 97. Christian Doctrine and Modern Culture (Since 1700), Jaroslav Jan Pelikan, 1989, University of Chicago Press, σελ. 22. 98. "The Orthodox appear to differ from us as to what happens after death. [...] Their opinion seems to be that all the dead sleep and wait passively in a middle state till the day of judgement. [...] And they deny our doctrine of Purgatory, and are indignant at our indulgences [...] The point to which they most strongly object is the fire of Purgatory" (Adrian Fortescue, Orthodox Eastern Church, 1907/1969, Ayer Publishing, σελ. 388-389). 99. The Protestant rejection of the doctrine of purgatory would sometimes include the argument that "the Greek church never received it, although Roman Catholics, who pitted the Greek fathers against "recent" Eastern theologians, claimed that it had taught both purgatory and indugences". (Jaroslav Jan Pelikan, Christian Doctrine and Modern Culture (Since 1700), University of Chicago Press, 1989, σελ. 22). 100. "The orthodox differ from the Catholic doctrine [...] in the purgatory and the indulgences which the orthodox church does not admit,[...]" (Luigi Luzzatti, God in Freedom, Studies in the Relations Between Church and State, Kessinger Publishing, 2004 (c1930), σελ. 365). 101. Δαμαλάς Νικόλαος, Περί αρχών, 1865, σελ. 113. 102. Διομήδης Αναστάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1881, σελ. 409. 103. Τα Ιστορικά, τόμ. 2, Ό.π., σελ. 40. Papyrus 52 |
Δημιουργία αρχείου: 14-6-2007.
Τελευταία μορφοποίηση: 14-6-2018.