Διαλεγόμαστε αλλά δεν «συγκοινωνούμε» * Ο Παπισμός δεν είναι Εκκλησία! * Ο Παπισμός είναι ΑΙΡΕΣH * Ο Πέτρος και τα κλειδιά της Βασιλείας * Οι αληθινοί λόγοι τού Σχίσματος * Υπό δύο προϋποθέσεις ο διάλογος με τους Παπικούς
Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών Οι σοβαρές ελλείψεις τού διαλόγου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβασις Τεύχος 258, Ιανουαρίου 2018. Αναδημοσίευση από: http://www.parembasis.gr |
Κατ' αρχήν πρέπει να δηλώσω ότι δεν είμαι εναντίον τού διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους άλλους ετεροδόξους, είμαι υπέρ τού διαλόγου, ο οποίος όμως πρέπει να γίνεται με ορισμένες θεολογικές και εκκλησιολογικές προϋποθέσεις. Τίποτε δεν πρέπει να γίνεται απροϋπόθετα.
Συμφωνώ απόλυτα με τις παρατηρήσεις τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη, ο οποίος για πολλά χρόνια ήταν εκπρόσωπος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος σε Διαλόγους με τους ετεροδόξους. Σε παλαιότερο βιβλίο μου κατέγραψα τις απόψεις του για τον Διάλογο με τους ετεροδόξους, όπως τις εξέφρασε σε κείμενό του με τίτλο «Ο θεολόγος στην υπηρεσία τής Εκκλησίας κατά τον Οικουμενικό Διάλογο». Στο κείμενό του αυτό διακρίνονται τέσσερα σημαντικά σημεία. Πρώτον, φαίνονται οι απόψεις τού π. Γεωργίου Φλωρόφσκι για το θέμα αυτό, ο οποίος είχε μεγάλη πείρα με τους θεολογικούς Διαλόγους. Δεύτερον, αναλύονται οι προϋποθέσεις, βάσει τών οποίων ο ορθόδοξος θεολόγος μπορεί να συμμετάσχη στους θεολογικούς Διαλόγους με τους ετεροδόξους. Τρίτον, παρουσιάζονται τα προβλήματα που αναφύονται στους Διαλόγους σε βάρος τής ορθοδόξου Παραδόσεως. Τέταρτον, καταγράφεται και η στρατηγική που πρέπει να εφαρμόζεται από ορθόδοξου πλευράς κατά την πορεία τών Διαλόγων. Στην συνέχεια θα τονίσω μερικά σημεία που θεωρώ ότι είναι σημαντικά για να κατανοήσουμε το θέμα τού διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς.
1. Η ιστορία τού Διαλόγου Από το 1965, με την λήξη τής Β' Βατικανής Συνόδου, τής συναντήσεως τού Πάπα με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τής άρσεως τών αναθεμάτων ή τής ακοινωνησίας, άρχισε ο «Διάλογος τής αγάπης» με πολλούς τρόπους, κυρίως με την επιστροφή λειψάνων, αρχής γενομένης από την επιστροφή τής κάρας τού Αγίου Ανδρέου στην Πάτρα. Από το έτος 1980 άρχισε ο «θεολογικός διάλογος» μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Το έτος 1979, πριν αρχίσει ο θεολογικός διάλογος, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β' είπε σε Ρωμαιοκαθολικούς, μεταξύ τών άλλων, τα ακόλουθα: Ο διάλογος θα γίνη «επί ίσοις όροις». Οι δύο Εκκλησίες έχουν αυτοσυνειδησία τής ταυτότητάς τους, τής εκκλησιολογίας τους και τής μυστηριακής δομής τους. Και οι δύο Εκκλησίες διακρίνονται από την αυτοσυνειδησία ότι συνεχίζουν αδιακόπως την ζωή τής Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Επειδή όμως υπάρχει διαίρεση σε ιστορική πραγματικότητα, γι' αυτό ο διάλογος τοποθετείται μέσα στην προοπτική τής αδιαίρετης προσχισματικής Εκκλησίας. Δεν πρόκειται για διάλογο «εις υπεροχήν» τού ενός επί τού άλλου, αλλά για διάλογο αδελφών Εκκλησιών για αποκατάστασιν τής ενότητος. Γι' αυτό ο διάλογος θα γίνη από τα σημεία που ενώνουν τους Ορθοδόξους και τους Ρωμαιοκαθολικούς. Μέσα από τα σημεία αυτά θα εξετασθούν και τα σημεία που διαιρούν. Άρχισε ο θεολογικός διάλογος πάνω στα θέματα τα οποία έχουν προσδιορισθή. Όπως έχει σημειωθή, μετά την έκδοση και τού δευτέρου κειμένου (κείμενο Μπάρι) υπήρξε τέτοια ευφορία, ώστε καλλιεργούνταν η πεποίθηση ότι όλα βαίνουν καλώς, ότι επί τέλους αναπνέουμε με τους δύο πνεύμονες τής Εκκλησίας. Τα κείμενα στα οποία έγινε ο θεολογικός διάλογος είναι τα εξής: α) «Το Μυστήριο τής Εκκλησίας και τής Ευχαριστίας υπό το φως τού μυστηρίου τής Αγίας Τριάδος» (Μόναχον 1982). β) «Πίστις, μυστήρια, ενότης τής Εκκλησίας» (Μπάρι 1987). γ) «Το μυστήριο τής Ιερωσύνης εν τη μυστηριακή δομή τής Εκκλησίας και ιδία η σπουδαιότης τής αποστολικής διαδοχής δια τον αγιασμόν και την ενότητα τού Λαού τού Θεού» (Νέο Βάλαμο 1988). δ) «Εκκλησιολογικαί και κανονικαί συνέπειαι τής μυστηριακής φύσεως τής Εκκλησίας. Εκκλησιαστική κοινωνία, συνοδικότης και αυθεντία» (Ραβέννα 2007). ε) Βρίσκεται σε εξέλιξη ο διάλογος για την «Συνοδικότητα και το Πρωτείο κατά την πρώτη χιλιετία» με το κείμενο τού Κιέτι (2016) και επιδιώκεται η αντιμετώπιση τών θεμάτων που αφορούν την οδό προς την ενότητα εν τη πίστει.
2. Παρατηρήσεις επί τού διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών Μελέτησα όλα τα κείμενα τα οποία μέχρι τώρα έχουν υπογραφή από τους εκπροσώπους τών Εκκλησιών, και με πολλή συντομία θα καταγράψω μερικές από τις παρατηρήσεις μου. Ναυπάκτου Ιερόθεος: Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικώνα) Τον διάλογο αυτόν τον χειριζόταν μια μικρή ομάδα Αρχιερέων και θεολόγων καθηγητών, η οποία ενημέρωνε την Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Η Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος δεν λάμβανε γνώση τού διαλόγου. Στα 22 χρόνια τής αρχιερατείας μου, μόνον δύο φορές ήρθε το θέμα στην Ιεραρχία, τον Οκτώβριο τού 2004, που έγινε ενημέρωση επί τών θεολογικών διαλόγων σήμερα από τον τότε Μητροπολίτη Αττικής Παντελεήμονα, και τον Οκτώβριο τού 2009. Νομίζω ότι δεν μπορεί να έχουμε ήσυχη την συνείδησή μας ότι ασχοληθήκαμε ως Ιεραρχία με το σοβαρό αυτό θέμα. Ασχοληθήκαμε με πολλά άλλα προβλήματα πρακτικής φύσεως, αλλά όχι με το σοβαρό αυτό θεολογικό και εκκλησιαστικό θέμα. β) Ο διάλογος άρχισε στα «ενούντα» θέματα και διατυπώθηκε η άποψη ότι κατά την πορεία θα εξετασθούν και τα «διαιρούντα». Είναι χαρακτηριστικό το κείμενο τού Μονάχου το 1982 με θέμα «το Μυστήριο τής Εκκλησίας και τής Ευχαριστίας υπό το φως τού Μυστηρίου τής Αγίας Τριάδος». Το κείμενο αυτό έχει λανθασμένη θεολογική αρχή, γιατί η Εκκλησία έχει Χριστολογικό και όχι Τριαδολογική βάση, και δια τού Χριστού μετέχουμε τής ενεργείας τού Τριαδικού Θεού. Άλλωστε, δεν μπορεί να καταργηθή η αποφατικότητα τού Μυστηρίου τής Αγίας Τριάδος και να τεθή η εσωτερική ζωή τής Αγίας Τριάδος ως βάση για να ερμηνευθή η Εκκλησία και οι θεσμοί της. Πέρα από αυτό, στο κείμενο γράφονται και πολλά λανθασμένα σημεία. Γράφεται σε ένα σημείο: «Η παρούσα έκθεσις προσεγγίζει το μυστήριον τής Εκκλησίας από μίαν μόνον πλευράν του, μίαν πλευράν όμως ιδιαιτέρως σημαντικήν εις τα πλαίσια τής μυστηριακής προοπτικής τών Εκκλησιών μας, ήτοι∙ το μυστήριον τής Εκκλησίας και τής Ευχαριστίας υπό το φως τού Μυστηρίου τής Αγίας Τριάδος. Μάς είχε ζητηθή να εκκινήσωμεν από τα σημεία, τα οποία μάς ενώνουν και, αναπτύσσοντας αυτά, να πλησιάσωμεν εκ τών ένδον και προοδευτικώς όλα τα σημεία επί τών οποίων δεν συμφωνούμεν. Συντάσσοντες το κείμενον τούτο, επιθυμούμεν να δείξωμεν ότι δια τής τοιαύτης ενεργείας μας εκφράζομεν από κοινού μίαν πίστιν, η οποία είναι η συνέχισις τής πίστεως τών Αποστόλων». Έχω υπογραμμίσει δύο βασικά σημεία τού κειμένου αυτού, ότι ο διάλογος γίνεται στα πλαίσια τής μυστηριακής προοπτικής τών Εκκλησιών μας, ότι ξεκινά ο διάλογος από τα σημεία που ενώνουν για να φθάσουν στα σημεία που μάς χωρίζουν, αλλά συγχρόνως λέγεται ότι εκφράζουν και τα δύο μέρη, Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί, μία πίστη, η οποία είναι συνέχεια τής πίστεως τών αγίων Αποστόλων! Ο Αριστοτέλης γράφει ότι το θεμέλιο τών ανθρωπίνων γνώσεων είναι τα κατηγορήματα τής ομοιότητος και τής διαφοράς, αλλά και ο νόμος τών αντιθέσεων, κατατάσσοντας τα πράγματα σε γένη και είδη. Τα κοινά σημεία μεταξύ τών ανθρώπων και τών ζώων είναι περίπου στο 85% . Όταν λοιπόν εξετάζουμε τους ανθρώπους και τα ζώα θα παραμείνουμε στα κοινά σημεία μεταξύ τους και δεν θα δούμε την διαφορά; Έπειτα τα κοινά σημεία μεταξύ όλων τών ανθρώπων ανέρχονται στο ποσοστό 99,9%. Και όταν συγκρίνουμε τους ανθρώπους, θα δούμε μόνον τα κοινά σημεία, δεν θα δούμε την διαφορά τους στο 0,1%; Θεωρώ ότι στον διάλογο αυτό δεν μελετήθηκαν καθόλοι οι θεολογικές διαφορές, όπως η αίρεση τού filioque, πράγμα το οποίο θεωρείτο ως βασική διαφορά από τον 9ο μέχρι τον 19ο αιώνα, και η αίρεση τού actus purus όπως φάνηκε στον διάλογο μεταξύ τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά και τών αντιησυχαστών και καταγράφεται στο Συνοδικό τής Ορθοδοξίας. Όχι μόνον δεν έγινε διάλογος για τις διαφορές, αντίθετα μάλιστα έγινε λόγος για «μυστηριακή προοπτική τών Εκκλησιών μας» και ότι «εκφράζομεν από κοινού μίαν πίστιν, η οποία είναι η συνέχισις τής πίστεως τών Αποστόλων». Ακόμη, στο κείμενο τού Μονάχου τού 1982 παρακάμφθηκε η συζήτηση πάνω στην αίρεση τού filioque. Στο κείμενο αυτό γράφεται: «Χωρίς να θέλωμεν να επιλύσωμεν ακόμη τας δυσκολίας, αι οποίαι υφίστανται μεταξύ Ανατολής και Δύσεως όσον αφορά εις την σχέσιν μεταξύ τού Υιού και τού Πνεύματος, δυνάμεθα ήδη να είπωμεν από κοινού ότι το Πνεύμα το οποίον εκπορεύεται εκ τού Πατρός (Ιω. 15, 26), ως τής μόνης πηγής εν τη Τριάδι, και το οποίον κατέστη το Πνεύμα τής υιοθεσίας μας (Ρωμ. 8, 15) και διότι είναι επίσης και το Πνεύμα τού Υιού (Γαλ. 4, 6), παρέχεται εις ημάς, ιδιαιτέρως εις την Ευχαριστίαν, δια τού Υιού, εν τω οποίω αναπαύεται, τόσον εν χρόνω όσον και τη αιωνιότητι». Είναι χαρακτηριστική η δήλωση την οποία έκανε ο τότε καρδινάλιος Ratzinger, μετέπειτα Πάπας σε συνέντευξή του, κρίνοντας το κείμενο τού Μονάχου. Είπε ότι για το αν το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα είτε από τον Πατέρα και τον Υιό «αυτό το πρόβλημα έχει αφεθεί στο περιθώριο, εφόσον αυτό το θέμα ήταν συνδεδεμένο με ένα ευρύ πεδίο βασικών προβλημάτων, στα οποία η Καθολική και η Ορθόδοξη Εκκλησία θα πρέπει να αντιμετωπίση η μία την άλλη». Φαίνεται λοιπόν ότι η αντιμετώπιση τού filioque παρακάμφθηκε και δεν συζητήθηκε. γ) Από το 1982 στο Μόναχο τής Γερμανίας επελέγη ως θέμα τού Διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς «το Μυστήριο τής Εκκλησίας και τής Ευχαριστίας υπό το φως τού Μυστηρίου τής Αγίας Τριάδος». Και ο διάλογος συνεχίσθηκε πάνω σε άλλες πτυχές τού θέματος αυτού. Αυτό το θεωρώ μεγάλο θεολογικό λάθος. Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και όχι εικόνα τής Αγίας Τριάδος. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ τόνιζε πάντοτε το Χριστολογικό στοιχείο τής Εκκλησίας και τής θείας Ευχαριστίας. Γνωρίζουμε τον Πατέρα δια τού Χριστού εν Πνεύματι Αγίω, σύμφωνα με τον λόγο τού Χριστού «ο εωρακώς εμέ, εώρακε τον Πατέρα» (Ιω. ιδ’, 9). Γιατί, όμως, ξεκίνησε ο Διάλογος από το Μυστήριο τής Εκκλησίας υπό το φως τού μυστηρίου τής Αγίας Τριάδος; Θεωρώ ότι αυτό το έκαναν για να φθάσουν στο Πρωτείο, ενώ δεν λύθηκαν τα άλλα σοβαρά θεολογικά λάθη, όπως το filioque και το actus purus. Αλλά και το Πρωτείο το βλέπουν οι δύο πλευρές διαφορετικά. Οι μεν Ρωμαιοκαθολικοί το βλέπουν μέσα από την ενότητα τής ουσίας, οι δε Ορθόδοξοι μέσα από το πρόσωπο τού Πατρός. Άλλωστε, αυτή ήταν μια από τις αποφάσεις τής Β' Βατικανής Συνόδου, ότι μεταξύ τών βαπτιζομένων υπάρχει μια θεμελιώδης ενότητα, η κοινωνία communio, «η communio εκκλησιολογία, ή ευχαριστιακή κοινωνία», «εις τύπον τής εικόνας τής Τριάδος, εις τύπον τής τριαδικής communio». Πρόκειται για σοβαρά θεολογικά προβλήματα, γιατί έτσι καταργείται η αποφατικότητα τού Τριαδικού Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς το έλεγε καθαρά: «Υπεράγνωστα και υπεράρρητά εστι και τα τής ουσιώδους ενώσεως και τα τής υποστατικής διακρίσεως και τα τής αμιγούς παντάπασι και αφύρτου συμφυΐας. Τοιαύτά δε εστίν, επεί και τελέως εστιν αμέθεκτα. Διο ουδ' υπόδειγμα επί τούτων επί τής κτίσεως ευρείν» δ) Μελετώντας όλα τα κείμενα τα οποία έχουν συνταχθή, παρατηρούμε ότι υπάρχει μια συνεχής ροή μεταξύ τους, το ένα ακολουθεί το άλλο, είναι αλληλοκυλιόμενα, και το επόμενο προϋποθέτει το προηγούμενο. Για παράδειγμα, στο Μόναχο το 1982 συζητήθηκε το μυστήριο τής Εκκλησίας και τής θείας Ευχαριστίας υπό το φως τού μυστηρίου τής Αγίας Τριάδος. Στο Μπάρι το 1987 αναλύθηκε το θέμα πίστις, μυστήρια και ενότητα τής Εκκλησίας. Στο Νέο Βάλαμο το 1988 προχώρησαν στο μυστήριο τής Ιερωσύνης στην μυστηριακή δομή τής Εκκλησίας και ιδιαιτέρως την σπουδαιότητα τής αποστολικής διαδοχής. Στην Ραβέννα το 2007 υπέγραψαν κείμενο για τις εκκλησιολογικές και κανονικές συνέπειες τής μυστηριακής φύσεως τής Εκκλησίας, και συγκεκριμένα για την εκκλησιαστική κοινωνία και την συνοδικότητα και αυθεντία. Στην συνέχεια συζητείται το Πρωτείο τού Πάπα στην πρώτη χιλιετία. Παρατηρεί κανείς με πολλή ευκολία ότι υπάρχει μία συνεχής πορεία τών εκκλησιολογικών ζητημάτων σαν να υπάρχη ταυτότητα εκκλησιολογική και θεολογική μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων. Μπορεί να σημειωθή ότι όταν τα κείμενα αυτά τα εξετάζη κανείς ως κείμενα που υπεγράφησαν μόνον από Ορθόδοξες Εκκλησίες, έχουν μια γενική σωστή κατεύθυνση. Όταν όμως υπογράφονται από Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς, στους οποίους υπάρχει μεγάλη διαφορά στην θεολογία και την εκκλησιολογία, τότε υπάρχει σοβαρότατο πρόβλημα. Και δεν μπορεί να ισχυρισθή κανείς ότι υπεχώρησαν οι Ρωμαιοκαθολικοί και προσχώρησαν στις ορθόδοξες απόψεις, γιατί τα κοινά κείμενα εύκολα αναιρούνται από τον Πάπα. Άλλωστε, όλα τα υπογραφέντα ακυρώνονται, όταν δεν υποχωρήση ο Πάπας στο πρωτείο. Θα παραθέσω μερικές φράσεις από τα υπογραφέντα από κοινού κείμενα και στις οποίες φράσεις φαίνεται ότι δυστυχώς οι υπογράψαντες έχουν συνείδηση τής ταυτότητας θεολογίας και εκκλησιολογίας, ενώ τόσο στην θεολογία, όσο και στην εκκλησιολογία υπάρχει μεγάλη διαφορά. –«Το Σώμα Χριστού είναι εν» (κείμενο Μονάχου). –«Η Τοπική Εκκλησία, η οποία τελεί την Ευχαριστίαν περί τον Επίσκοπον δεν είναι μέρος τού Σώματος τού Χριστού» (κείμενο Μονάχου). –«Έκαστος οφείλει να αναγνωρίση εις τους άλλους, δια μέσου τών τοπικών ιδιομορφιών, την ταυτότητα τού Μυστηρίου τής Εκκλησίας» (κείμενο Μονάχου). –«Τα μυστήρια τής Εκκλησίας είναι "μυστήρια πίστεως"» (κείμενο Μπάρι). –«Παν μυστήριον τής Εκκλησίας χορηγεί την Χάριν τού Αγίου Πνεύματος» (κείμενο Μπάρι). –«Τούτο (για την διατύπωση τής πίστεως) απαιτεί όπως η θεολογία τών "θεολογουμένων" τύχη σοβαράς εξετάσεως. Είναι επίσης αναγκαίον να διασαφηνισθή ποία συγκεκριμένη εξέλιξις επελθούσα εντός ενός τμήματος τής χριστιανωσύνης θα ηδύνατο να θεωρηθή υπό τού άλλου τμήματος ως θεμιτή εξέλιξις. Επί πλέον πρέπει να αναγνωρίσωμεν ότι συχνάκις η έννοια τών λέξεων ήλλαξε κατά την ροήν τού χρόνου» (κείμενο Μπάρι). Επισημαίνω και πάλι ότι οι φράσεις αυτές όταν περιέχονται σε κείμενα που υπογράφωνται μόνον από Ορθόδοξες Εκκλησίες, μπορεί να γίνουν αποδεκτά, αλλά είναι απαράδεκτο να υπογράφωνται από ορθοδόξους και ετεροδόξους τέτοια κείμενα στα οποία λέγεται ότι ένα είναι το Σώμα τού Χριστού, εννοώντας ότι και οι Ρωμαιοκαθολικοί ανήκουν στην μία Εκκλησία∙ ότι κάθε τοπική Εκκλησία (Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική) είναι η όλη Εκκλησία∙ ότι καθένας οφείλει να αναγνωρίζη στους άλλους την ταυτότητα τού μυστηρίου τής Εκκλησίας, έστω και αν υπάρχουν απλώς τοπικές ιδιομορφίες και όχι διαφορές στα δόγματα∙ ότι τα μυστήρια τής Εκκλησίας είναι «μυστήρια πίστεως»∙ ότι κάθε μυστήριο τής Εκκλησίας, ορθοδόξου και ετεροδόξου, ολοκληρωμένης ή ελλιπούς, χορηγούν την Χάρη τού Αγίου Πνεύματος, και ότι υπάρχουν «θεολογούμενα» ζητήματα μεταξύ τών τμημάτων τής Χριστιανωσύνης που πρέπει να συζητηθούν μέσα στο πλέγμα τής θεμιτής εξέλιξης και τής αλλαγής τών λέξεων στην πορεία τού χρόνου!!! Όλα αυτά είναι το λιγότερο απαράδεκτα. ε) Ενώ κατά την πορεία την θεολογική τού διαλόγου παρακάμφθηκαν οι σοβαρές θεολογικές διαφορές, εν τούτοις η μόνη διαφορά που ανέκυψε κατά την πορεία τού διαλόγου είναι η Ουνία και αυτό το θέμα δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, μάλλον εξανάγκασε τους Ορθοδόξους να αποδεχθούν την συμμετοχή τών Ουνιτών στον διάλογο. Όταν διαβάση κανείς την ιστορία τού ζητήματος, αυτό διαπιστώνει, ότι ναι μεν καταδικάσθηκε η Ουνία στο Freising το 1990 ως μέθοδος ενότητας που αντιβαίνει στην κοινή παράδοση τών «δύο Εκκλησιών», αλλά η απόφαση αυτή δεν αναγνωρίσθηκε από το Βατικανό και μάλιστα στον Μπαλαμάντ το 1993 κατάφερε το Βατικανό, εκμεταλλευόμενο την απουσία εννέα Ορθοδόξων Εκκλησιών, μεταξύ τών οποίων και τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, να ανατρέψη τις αποφάσεις τού Freising και να καταξιώση την ύπαρξη τής Ουνίας. Βέβαια, η Εκκλησία τής Ελλάδος δεν συμμετείχε στο Μπαλαμάντ και αντέδρασε για την Ουνία. Μάλιστα ο Πρόεδρος τής Επιτροπής τού διαλόγου μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών, ο Αρχιεπίκοπος Αυστραλίας Στυλιανός έθεσε υπό αμφισβήτηση, κρίση και ψήφο την επίσημη απόφαση τής Ιεράς Συνόδου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος. Η Εκκλησία τής Ελλάδος συνεδρίασε για την απόφαση τού Μπαλαμάντ και εξέδωσε ένα σπουδαίο Συνοδικό Γράμμα που κρίνει την απόφαση τού Μπαλαμάντ, όχι μόνον στο θέμα τής Ουνίας, αλλά και στην απόφαση πλήρους κοινωνίας μεταξύ Ορθοδόξων και «Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας» με την αμοιβαία αναγνώριση τής Ιερωσύνης και τών υπ' αυτών τελουμένων μυστηρίων. Μεταξύ τών άλλων γράφεται: «Εις το εν Balamand συνταχθέν νέον κείμενον επιχειρείται κατά πρόληψιν και άνευ άρσεως τών παραδεδομένων θεολογικών και εκκλησιολογικών διαφορών η πλήρης κοινωνία μεταξύ τής ορθοδόξου και τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δια τής αμοιβαίας αναγνωρίσεως τής Ιερωσύνης και τών υπ' αυτών τελουμένων μυστηρίων. Η Μικτή Επιτροπή δηλαδή δια τού περί τής Ουνίας κειμένου εισηγείται αυθαιρέτως αφ' ενός μεν την παραίτησιν τής Ορθοδόξου Εκκλησίας εκ τής αποκλειστικής αυτοσυνειδησίας αυτής ως τής μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, αφ' ετέρου δε την αναγνώρισιν τών ιδιοτήτων τούτων και εις την Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν πριν ή δια τού θεολογικού διαλόγου αποκαταστασθή η ενότης εις την ορθήν πίστιν». Και το Συνοδικό Γράμμα καταλήγει: «Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος θεωρεί το περί τής Ουνίας κείμενον τού Balamand ως απαράδεκτον εξ επόψεως ορθοδόξου, ως παντελώς ξένον προς την μακραίωνα ορθόδοξον παράδοσιν και ως αντίθετον προς πάσας τας επί τού Διαλόγου μετά τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αποφάσεις τών Πανορθοδόξων Διασκέψεων. Τα αποσπασματικώς διατηρηθέντα εις το κείμενον τούτο ορθά στοιχεία περί τής Ουνίας εξαφανίζονται εις την εκκλησιολογικώς συνεσκοτισμένην βάσιν αυτού και καθίστανται αδιάφορα δια τον Διάλογον και τας μελλοντικάς προοπτικάς αυτού. Η τοιαύτη αξιολόγησις τού κειμένου περί τής Ουνίας, κριθείσα αναγκαία δια τον καθησυχασμόν τού φρονήματος τού ευσεβούς πληρώματος τής εν Ελλάδι εκκλησίας, γνωστοποιείται κατά τα παραδεδομένα τη Μητρί Εκκλησία, ίνα μη το κακόν χείρον γένηται». Ύστερα από αυτά διερωτώμαι: Γιατί αγνοήθηκε αυτή η απόφαση και δεν παρεπέμφθη στην Ιεραρχία προς επικύρωση; Και γιατί εξακολουθούν πολλοί να ομιλούν για μυστήρια τών ετεροδόξων, όταν δεν έχουν λυθή τα θεολογικά και εκκλησιολογικά προβλήματα και όταν δεν έχει αποκατασταθή η ενότητα στην ορθή πίστη; Στον διάλογο που έγινε στην Βαλτιμόρη τών ΗΠΑ το 2000 για την Ουνία οι συζητήσεις οδηγήθηκαν σε ουσιαστικό ναυάγιο. Εκεί αποκαλύφθηκε επιστολή τού Πάπα Ιωάννου Παύλου Β’ στον Καρδινάλιο Cassidy που μεταξύ τών άλλων έλεγε: «Δια την Καθολικήν Εκκλησίαν αι Ανατολικαί Καθολικαί Εκκλησίαι έχουν το αυτό κύρος (dignity) το οποίον έχουν και οι λοιπαί Εκκλησίαι, αι οποίαι ευρίσκονται εις πλήρη κοινωνία με τον Επίσκοπον τής Ρώμης». Οι αποκαλύψεις αυτές συνετέλεσαν στο να σταματήση ο διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και παραιτήθηκε ο Ορθόδοξος Συμπρόεδρος Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός. Το 2003 νέος πρόεδρος από πλευράς τού διαλόγου Ορθοδόξου Εκκλησίας ανέλαβε ο Περγάμου Ιωάννης, ο οποίος περιήλθε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και αποφασίσθηκε πανορθοδόξως να συνεχισθή ο θεολογικός διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Την περίοδο εκείνη ήμουν συνοδικός Αρχιερεύς και παρακολουθούσα το θέμα. Πάντως, το 2005 η Εκκλησία τής Ελλάδος αποφάσισε να συνεχισθή ο θεολογικός διάλογος, αλλά συγχρόνως τόνισε ότι «πρέπει οριστικά και απερίφραστα να καταδικασθή η Ουνία ως μέθοδος», «πρέπει οπωσδήποτε να συνεχισθεί η συζήτηση και επί τού θέματος τής Ουνίας, το οποίο ουδόλως έχει εξαντληθή». Η συζήτηση αυτή προς διευκόλυνση τής πορείας τού διαλόγου «μπορεί να διεξαχθεί εντός τών πλαισίων τής εκκλησιολογίας υπό το πρίσμα τού πρωτείου». Το σημαντικό είναι ότι γίνεται ο Διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και στην αντιπροσωπεία τών Ρωμαιοκαθολικών, ενώ προηγουμένως συμπεριλαμβανόταν μόνον ένας Ουνίτης, τώρα συμπεριλαμβάνονται τέσσερεις Ουνίτες!! Έτσι, όχι μόνον το θέμα τής Ουνίας δεν συζητήθηκε, αλλά είναι και παρόντες περισσότεροι Ουνίτες από προηγουμένως. στ) Είναι σημαντικά όσα έγιναν λίγο πριν συγκληθή η θεολογική Επιτροπή Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στην Ραβέννα (8-15 Οκτ. 2007). Ο Πάπας την 29η Ιουνίου 2007 εορτή τών Αποστόλων Πέτρου και Παύλου προσυπέγραψε κείμενο με τίτλο: «Απαντήσεις σε ερωτήσεις που αφορούν ορισμένες όψεις γύρω από την διδασκαλία περί Εκκλησίας». Μέσα στο κείμενο αυτό υπάρχουν απαράδεκτες θέσεις από πλευράς ορθοδόξου θεολογίας και εκκλησιολογίας. Μεταξύ αυτών γράφεται ότι η «Καθολική Εκκλησία» είναι η μόνη αληθινή Εκκλησία, η οποία διατηρεί τα γνήσια στοιχεία, τα οποία καθόρισε ο Χριστός για την Εκκλησία, είναι η πραγματική και ορατή Εκκλησία εντός τής ιστορίας, η οποία ιδρύθηκε από τον Χριστό στην γη∙ η μόνη Εκκλησία είναι αυτή που διοικείται από τον Πάπα, τον διάδοχο τού Πέτρου, και τους Επισκόπους που βρίσκονται σε κοινωνία με αυτόν∙ οι άλλες Εκκλησίες έχουν «εκκλησιολογικό έλλειμμα»∙ υπάρχει πλήρης ταύτιση τής Εκκλησίας τού Χριστού με την «Καθολική Εκκλησία», ενώ οι άλλες Εκκλησίες έχουν μόνον κάποια στοιχεία εκκλησιαστικότητας∙ η κοινωνία τών Επισκόπων με τον διάδοχο τού Πέτρου είναι η ουσιαστική προϋπόθεση με την οποία οριοθετούνται όλες οι εκκλησιαστικές δομές και περιγράφονται οι εσωτερικές αρχές και οι όροι για κάθε «ιδιαίτερη Εκκλησία» και την «Καθολική Εκκλησία». Η Συνοδική Επιτροπή Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών σχέσεων τής Εκκλησίας τής Ελλάδος με απόφασή της την 5-10-2007 εξέφρασε τις επιφυλάξεις της και έκανε κριτική στις απόψεις αυτές. Επομένως, αυτά που είπε ο Πάπας είναι ανακόλουθα με τα επίσημα κείμενα τής Μικτής Επιτροπής επί τού Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, όπως φαίνεται στα κείμενα, τα οποία έχουν μέχρι τώρα υπογραφή. Αυτό σημαίνει ότι γίνονται θεολογικοί διάλογοι, υπογράφονται τα κείμενα, αλλά ο Πάπας μέσα στην προοπτική ότι αυτός υπέρκειται και τών Οικουμενικών Συνόδων, δεν είναι μέλος τής Συνόδου, ο Πάπας δεν ελέγχεται από την Σύνοδο, αλλά την ελέγχει και οι αποφάσεις τής Συνόδου είναι απλώς εισηγητικά κείμενα. Μέσα από αυτές τις προϋποθέσεις, πώς μπορεί κανείς να είναι σίγουρος για την εξέλιξη τού διαλόγου; Και πώς μπορεί κανείς να εμπιστευθή τους επισκόπους και τους θεολόγους που συμμετέχουν σε τέτοιο διάλογο, και καταρτίζονται τα κείμενα με την αρχή τού ad referendum (προς έγκριση από τις Τοπικές Εκκλησίες) και όμως ούτε έρχονται για την έγκρισή τους στην Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος αλλά συγχρόνως τίθενται υπό την αμφισβήτηση τού Πάπα. ζ) Το σημαντικό όμως τής υποθέσεως είναι ότι στην Γ' Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στο Σαμπεζύ το 1986 ετοιμάσθηκε το κείμενο «Σχέσεις τής Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον». Στο κείμενο αυτό γινόταν λόγος για τους διαλόγους τής Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Ρωμαιοκαθολικούς, όπως και με τους άλλους Χριστιανούς. Στο κείμενο αυτό γράφονταν τα θεολογικά θέματα που δυσχέραιναν τον διάλογο, όχι μόνον τα ενούντα αλλά και τα διαιρούντα στον χώρο τής εκκλησιολογίας, θέματα μεθοδολογικά, όπως επίσης ότι και η Ουνία πρέπει να εξετασθή ως εκκλησιολογική προτεραιότητα. Μεταξύ τών άλλων γραφόταν στο κείμενο αυτό: «Η Διάσκεψις εισηγείται την επιλογήν τών εφεξής θεμάτων δια τον Διάλογον ουχί απλώς και μόνον εκ τών "ενούντων" τας δύο Εκκλησίας, αλλά και εκ τών "χωριζόντων" αυτάς, ιδίως εκ τού χώρου τής Εκκλησιολογίας». Όμως, μετά την αναθεώρηση και επικαιροποίηση τών κειμένων που έγιναν από την Ε' Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στο Σαμπεζύ το 2015 διεγράφησαν όλα αυτά τα θετικά σημεία και σχηματίσθηκε ένα νέο κείμενο που δεν αναφέρεται καν πού βρίσκεται σήμερα ο διάλογος μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Ρωμαιοκαθολικών και πώς θα συνεχισθή. Στην «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» τής Κρήτης δινόταν η ευκαιρία να ενημερωθούμε πού ακριβώς βρίκεται αυτός ο διάλογος, να εγκριθούν ή μη τα έως την εποχή εκείνη υπογραφέντα από τους αντιπροσώπους τών Εκκλησιών κείμενα και να αποφασισθή η περαιτέρω πορεία. Όμως δεν έγινε τίποτε πάνω στα ζητήματα αυτά, μάλιστα δε αποφασίσθηκε να γραφή «ετερόδοξες Εκκλησίες», οπότε τίθενται πάρα πολλά ερωτήματα: Ισχύουν τα έως τώρα υπογραφέντα κείμενα; Με ποια εξουσιοδότηση θα συνεχισθή ο διάλογος και από ποιο σημείο; Ποια είναι τα θέματα που μάς χωρίζουν από τους Ρωμαιοκαθολικούς; Και πολλά παρόμοια ερωτήματα.
3. Συμπεράσματα Ύστερα από τα ανωτέρω που παρουσιάσθηκαν με μεγάλη συντομία, θεωρώ ότι ο διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών πάσχει στην βάση του. Κατ' αρχάς δεν υπάρχει ενότητα μεταξύ τών Ορθοδόξων Εκκλησιών και ανέκυψαν και ανακύπτουν ενδορθόδοξα σοβαρά προβλήματα. Έπειτα, γίνεται διάλογος από τους εκπροσώπους τής Εκκλησίας μας, χωρίς τα αποτελέσματα τών διαλόγων να τίθενται στην Ιεραρχία τής Εκκλησίας για έγκριση ή μη. Επί πλέον, παραγνωρίσθηκε η αναγκαία εκκλησιολογική βάση ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού, και αντίθετα την θέτει «υπό το φως τής Αγίας Τριάδος», που εξυπηρετεί οικουμενιστικούς σκοπούς. Ακόμη τα κείμενα τα οποία έχουν υπογραφή είναι απαράδεκτα από πλευράς θεολογίας και εκκλησιολογίας, όταν υπογράφωνται ταυτοχρόνως από Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς, ενώ μεταξύ τών δύο υπάρχει διαφορετική εκκλησιολογία και δεν δεσμεύεται ο Πάπας, ο οποίος είναι υπεράνω τών Οικουμενικών Συνόδων και τις αποφάσεις τους τις θεωρεί ως εισηγητικά κείμενα. Καθώς επίσης υφίστανται σοβαρές αιρέσεις, όπως το filioque και το actus purus, τα οποία δεν μπορεί να παραθεωρηθούν. Τέλος, ο διάλογος αυτός είναι ατελέσφορος και φυσικά επικίνδυνος, γιατί στο τέλος θα γίνη ό,τι θέλει ο Πάπας με την δύναμη που κατέχει, την θέση την οποία έχει, ότι είναι διάδοχος κατευθείαν τού Αποστόλου Πέτρου και όχι τού προκατόχου του και υπέρκειται όλων τών Επισκόπων και αυτών τών Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και την αδυναμία τών εκπροσώπων τών Ορθοδόξων Εκκλησιών να εκφρασθούν κατά τις αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων και την διδασκαλία τών αγίων Πατέρων τής Εκκλησίας, ιδιαιτέρως τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά. Νομίζω ότι χωρίς γνώση τής θεολογίας τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, κορυφαίου Πατρός τής Εκκλησίας, δεν μπορεί να γίνη κανένας θεολογικός διάλογος. Και αυτό συνιστά το έλλειμμα τού θεολογικού διαλόγου τής Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους ετεροδόξους Χριστιανούς. – |
Δημιουργία αρχείου: 2-3-2018.
Τελευταία μορφοποίηση: 2-3-2018.