Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πατέρες

Περί τής Επιστολής προς Κορινθίους λεγόμενης τού Κλήμεντος Ρώμης * Διδαχή των Αποστόλων * Προς Μαγνησιείς Επιστολή * Η αξιοπιστία των επιστολών του Αγίου Ιγνατίου * Η αποστολική διαδοχή κατά τον άγιο Ειρηναίο

Η Β´ Επιστολή προς Κορινθίους

λεγόμενη τού Κλήμεντος Ρώμης

Κείμενο και Μετάφραση

 

Πηγή Κειμένου: Ερευνητικό έργο: Δρόμοι τής πίστης – Ψηφιακή Πατρολογία. Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, © 2006. Χρηματοδότηση: ΚΠ Interreg ΙΙΙΑ (ETΠΑ 75%, Εθν. πόροι 25%). Εργαστήριο Διαχείρισης Πολιτισμικής Κληρονομιάς, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab.

Αναδημοσίευση από: https://greekdownloads.wordpress.com

Πηγή μετάφρασης: Παναγιώτη Χρίστου: "Αποστολικοί Πατέρες" (ΕΠΕ). Τόμος 3ος, σελ. 339-367. Πατερικαί εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς" Θεσσαλονίκη 1994. Μετάφραση Παναγιώτη Παπαευαγγέλου.

Περί τής Επιστολής προς Κορινθίους λεγόμενης τού Κλήμεντος Ρώμης, που είναι μία ομιλία η οποία εκφωνήθηκε στη Χριστιανική Εκκλησία τής Κορίνθου, γύρω στο 140-150 μ.Χ., έχουμε μιλήσει σε ξεχωριστό άρθρο. Εδώ θα δούμε το ίδιο το κείμενο αυτής τής ομιλίας, η οποία θα μπορούσε να έχει εκφωνηθεί και σήμερα, σε οποιαδήποτε Ορθόδοξη Εκκλησία!
Αρχαίο Κείμενο Μετάφραση στη Δημοτική

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α’.

Αδελφοί, ούτως δει ημάς φρονείν περί Ιησού Χριστού, ως περί θεού, ως περί κριτού ζώντων και νεκρών· και ου δει ημάς μικρά φρονείν περί τής σωτηρίας ημών. εν τω γαρ φρονείν ημάς μικρά περί αυτού μικρά και ελπίζομεν λαβείν· και οι ακούοντες ως περί μικρών αμαρτάνουσιν, και ημείς αμαρτάνομεν ουκ ειδότες, πόθεν εκλήθημεν και υπό τίνος και εις ον τόπον, και όσα υπέμεινεν Ιησούς Χριστός παθείν ένεκα ημών. τίνα ουν ημείς αυτώ δώσομεν αντμισθίαν, ή τίνα καρπόν άξιον ού ημίν αυτός έδωκεν; πόσα δε αυτώ οφείλομεν όσια; το φως γαρ ημίν εχαρίσατο, ως πατήρ υιούς ημάς προσηγόρευσεν, απολλυμένους ημάς έσωσεν. ποίον ουν αίνον αυτώ δώσομεν ή μισθόν αντιμισθίας ων ελάβομεν; πηροί όντες τη διανοία, προσκυνούντες λίθους και ξύλα και χρυσόν και άργυρον και χαλκόν, έργα ανθρώπων· και ο βίος ημών όλος άλλο ουδέν ην ει μη θάνατος. αμαύρωσιν ουν περικείμενοι και τοιαύτης αχλύος γέμοντες εν τη οράσει ανεβλέψαμεν αποθέμενοι εκείνο ό περικείμεθα νέφος τη αυτού θελήσει. ηλέησεν γαρ ημάς και σπλαγχνισθείς έσωσεν, θεασάμενος εν ημίν πολλήν πλάνην και απώλειαν, και μηδεμίαν ελπίδα έχοντας σωτηρίας, ει μη την παρ' αυτού. εκάλεσεν γαρ ημάς ουκ όντας και ηθέλησεν εκ μη όντος είναι ημάς.

Κεφάλαιο 1.

Αδελφοί, έτσι πρέπει να πιστεύουμε για τον Ιησού Χριστό, ότι είναι Θεός, ότι είναι κριτής ζωντανών και νεκρών, και δεν πρέπει να είναι μικρή η πίστη μας για τη σωτηρία μας. 2. Διότι, εάν είναι μικρή η πίστη μας γι' αυτό, θα ελπίζουμε μικρά και να λάβουμε. Και όσοι ακούνε ότι αμαρτάνουμε για μικροπράγματα, δεν γνωρίζουν από που έχουμε κληθεί και από ποιόν και στη θέση τίνων, και πόσα πάθη υπέφερε ο Ιησούς Χριστός για μας. 3. Ποια λοιπόν ανταμοιβή θα του δώσουμε εμείς; η ποιο καρπό αντάξιο μ’ αυτό που έδωσε αυτός σε μας; και πόσα αγαθά του οφείλουμε εμείς; 4. Διότι μας χάρισε το φως, μας ονόμασε υιούς ως Πατέρας, μας έσωσε ενώ χανόμασταν. 5. Ποιόν λοιπόν έπαινο θα του δώσουμε η μισθό ως ανταμοιβή γι' αυτά που λάβαμε; 6. Διότι, ενώ ήμασταν τυφλοί στη διάνοια, προσκυνώντας πέτρες και ξύλα και χρυσό και άργυρο και χαλκό, έργα ανθρώπων[1], ενώ η ζωή μας όλη δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά θάνατος, και ενώ ήμασταν περιτριγυρισμένοι από σκοτάδι και τα μάτια μας ήταν γεμάτα από τόσο μεγάλη συσκότιση, ξαναβρήκαμε το φως μας, αποβάλλοντας το σύννεφο εκείνο που μας περιτριγύριζε, με τη δική του θέληση. 7. Διότι μας ελέησε και επειδή μας λυπήθηκε, μας έσωσε, βλέποντας σε μας μεγάλη πλάνη και αφανισμό, χωρίς να έχουμε καμιά ελπίδα σωτηρίας, παρά μόνο τη δική του. 8. Διότι μας κάλεσε χωρίς να υπάρχουμε και θέλησε να έρθουμε στην ύπαρξη από την ανυπαρξία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β’.

Eυφράνθητι, στείρα η ου τίκτουσα, ήξον και βόησον η ουκ ωδίνουσα, ότι πολλά τα τέκνα τής ερήμου μάλλον ή τής εχούσης τον άνδρα. ό είπεν· Eυφράνθητι, στείρα η ου τίκτουσα, ημάς είπεν· στείρα γαρ ην η εκκλησία ημών προ τού δοθήναι αυτή τέκνα. ό δε είπεν· Βόησον, η ουκ ωδίνουσα, τούτο λέγει· τας προσευχάς ημών απλώς αναφέρειν προς τον θεόν, μη ως αι ωδίνουσαι εγκακώμεν. ό δε είπεν· Ότι πολλά τα τέκνα τής ερήμου μάλλον ή τής εχούσης τον άνδρα· επεί έρημος εδόκει είναι από τού θεού ο λαός ημών, νυνί δε πιστεύσαντες πλείονες εγενόμεθα τών δοκούντων έχειν θεόν. και ετέρα δε γραφή λέγει, ότι ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς. τούτο λέγει, ότι δει τους απολλυμένους σώζειν. εκείνο γαρ εστιν μέγα και θαυμαστόν, ου τα εστώτα στηρίζειν, αλλά τα πίπτοντα. ούτως και ο Χριστός ηθέλησεν σώσαι τα απολλύμενα, και έσωσεν πολλούς, ελθών και καλέσας ημάς ήδη απολλυμένους.

Κεφάλαιο 2.

«Δοκίμασε λοιπόν ευφροσύνη, γυναίκα στείρα που δεν γέννας, ξέσπασε και φώναξε δυνατά, συ που δεν έχεις πόνους τοκετού· διότι τα παιδιά της έρημης είναι περισσότερα από εκείνης που έχει τον άνδρα»[2]. Με αυτό που είπε, «δοκίμασε ευφροσύνη, στείρα που δε γεννάς», εμάς εννοούσε· διότι η Εκκλησία μας ήταν στείρα προτού της δοθούν παιδιά. 2. Και αυτό που είπε, «φώναξε δυνατά, συ που δεν έχεις πόνους τοκετού», σημαίνει το εξής' να απευθύνουμε δηλαδή τις προσευχές μας απλά στον Θεό, και να μη τις παραλείπουμε, όπως εκείνες που κοιλοπονούν, από κακία. 3. Και αυτό που είπε, «διότι είναι περισσότερα τα παιδιά της έρημης, από εκείνης που έχει τον άνδρα», το είπε επειδή έδινε την εντύπωση ο λαός μας ότι έχει εγκαταλειφθεί από τον Θεό, ενώ τώρα που πιστέψαμε γίναμε περισσότεροι από εκείνους που νόμιζαν ότι έχουν τον Θεό. 4. Αλλά και άλλος λόγος λέει· «δεν ήρθα να καλέσω δικαίους, αλλά αμαρτωλούς»[3]. 5. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σώζουμε αυτούς που χάνονται. 6. Διότι αυτό είναι μεγάλο και άξιο θαυμασμού, όχι να στηρίζεις αυτά που στέκονται, αλλά αυτά που πέφτουν. 7. Έτσι και ο Χριστός θέλησε να σώσει αυτά που χάνονται, και έσωσε πολλούς με το να έρθει και να καλέσει εμάς που ήμασταν ήδη χαμένοι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ’.

Τοσούτον ουν έλεος ποιήσαντος αυτού εις ημάς, πρώτον μεν, ότι ημείς οι ζώντες τοις νεκροίς θεοίς ου θύομεν και ου προσκυνούμεν αυτοίς, αλλά έγνωμεν δι' αυτού τον πατέρα τής αληθείας· τις η γνώσις η προς αυτόν, ή το μη αρνείσθαι δι' ού έγνωμεν αυτόν; λέγει δε και αυτός· Τον ομολογήσαντά με ενώπιον τών ανθρώπων, ομολογήσω αυτόν ενώπιον τού πατρός μου. ούτος ουν εστίν ο μισθός ημών, εάν ουν ομολογήσωμεν δι' ού εσώθημεν. εν τίνι δε αυτόν ομολογούμεν; εν τω ποιείν α λέγει και μη παρακούειν αυτού τών εντολών, και μη μόνον χείλεσιν αυτόν τιμάν, αλλά εξ όλης καρδίας και εξ όλης τής διανοίας. λέγει δε και εν τω Ησαΐα· Ο λαός ούτος τοις χείλεσίν με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω άπεστιν απ' εμού.

Κεφάλαιο 3.

Είναι λοιπόν πολύ μεγάλη η ελεημοσύνη που έκανε σε μας· πρώτα - πρώτα ότι εμείς που είμαστε ζωντανοί δεν θυσιάζουμε σε νεκρούς θεούς και ούτε τους προσκυνούμε, άλλα γνωρίσαμε μέσω αυτού τον Πατέρα της αλήθειας· και ποια είναι η γνώση που έχουμε γι' αυτόν, παρά το ότι δεν αρνιόμαστε αυτόν μέσω του οποίου γνωρίσαμε εκείνον; 2. Επίσης και αυτός λέει· «αυτός που θα με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω κι εγώ μπροστά στον Πατέρα μου»[4]. 3. Αυτός λοιπόν είναι ο μισθός μας, εάν ομολογήσουμε εκείνον δια του οποίου σωθήκαμε. 4. Και με τι τον ομολογούμε; Με το να κάνουμε αυτά που λέει, με το να μη παραβαίνουμε τις εντολές του και να μη τον τιμάμε μόνο με τα χείλη, αλλά με όλη την καρδιά και όλη τη διάνοιά μας. 5. Γιατί λέει στον Ησαΐα· «Αυτός ο λαός με τιμά με τα χείλη του, ενώ η καρδιά τους βρίσκεται μακριά από μένα»[5].

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ’.

Μη μόνον ουν αυτόν καλώμεν κύριον· ου γαρ τούτο σώσει ημάς. λέγει γαρ· Oυ πας ο λέγων μοι· Κύριε κύριε, σωθήσεται, αλλ' ο ποιών την δικαιοσύνην. ώστε ουν, αδελφοί, εν τοις έργοις αυτόν ομολογώμεν, εν τω αγαπάν εαυτούς, εν τω μη μοιχάσθαι μηδέ καταλαλείν αλλήλων μηδέ ζηλούν, αλλ' εγκρατείς είναι, ελεήμονας, αγαθούς· και συμπάσχειν αλλήλοις οφείλομεν, και μη φιλαργυρείν. εν τούτοις τοις έργοις ομολογώμεν αυτόν και μη εν τοις εναντίοις· και ου δει ημάς φοβείσθαι τους ανθρώπους μάλλον, αλλά τον θεόν. δια τούτο, ταύτα υμών πρασσόντων, είπεν ο κύριος· Εάν ήτε μετ' εμού συνηγμένοι εν τω κόλπω μου και μη ποιήτε τας εντολάς μου, αποβαλώ υμάς και ερώ υμίν· Υπάγετε απ' εμού, ουκ οίδα υμάς, πόθεν εστέ, εργάται ανομίας.

Κεφάλαιο 4.

Να μη τον αποκαλούμε λοιπόν μόνο Κύριο· διότι αυτό δεν θα μας σώσει· καθόσον λέει· «δεν θα σωθεί καθένας που με αποκαλεί, Κύριε, Κύριε, αλλά εκείνος που κάνει έργα δίκαια»[6]. 3. Ώστε λοιπόν, αδελφοί, να τον ομολογούμε με τα έργα, με το να αγαπάμε τους εαυτούς μας, με το να μη διαπράττουμε μοιχεία, ούτε να συκοφαντούμε ο ένας τον άλλον, ούτε να ζηλεύουμε, αλλά να είμαστε εγκρατείς, ελεήμονες, αγαθοί· αλλά οφείλουμε και να πάσχουμε μαζί με τους άλλους, και να μη είμαστε φιλάργυροι· με αυτά τα έργα να τον ομολογούμε και όχι με τα αντίθετα. 4. Και δεν πρέπει να φοβόμαστε τους ανθρώπους, αλλά τον Θεό. 5. Γι' αυτό, επειδή κάνετε αυτά, ο Κύριος είπε· «εάν είστε συγκεντρωμένοι μαζί μου στην αγκαλιά μου, και δεν εκτελείτε τις εντολές μου, θα σας διώξω και θα σας πω· φύγετε από μένα· δεν γνωρίζω από που είστε, εργάτες της παρανομίας»[7].

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’.

Όθεν, αδελφοί, καταλείψαντες την παροικίαν τού κόσμου τούτου ποιήσωμεν το θέλημα τού καλέσαντος ημάς, και μη φοβηθώμεν εξελθείν εκ τού κόσμου τούτου. λέγει γαρ ο κύριος· Έσεσθε ως αρνία εν μέσω λύκων. αποκριθείς δε ο Πέτρος αυτώ λέγει· Εάν ουν διασπαράξωσιν οι λύκοι τα αρνία; είπεν ο Ιησούς τω Πέτρω· Μη φοβείσθωσαν τα αρνία τους λύκους μετά το αποθανείν αυτά· και υμείς μη φοβείσθε τους αποκτέννοντας υμάς και μηδέν υμίν δυναμένους ποιείν, αλλά φοβείσθε τον μετά το αποθανείν υμάς έχοντα εξουσίαν ψυχής και σώματος τού βαλείν εις γέενναν πυρός. και γινώσκετε, αδελφοί, ότι η επιδημία η εν τω κόσμω τούτω τής σαρκός ταύτης μικρά εστιν και ολιγοχρόνιος, η δε επαγγελία τού Χριστού μεγάλη και θαυμαστή εστιν, και ανάπαυσις τής μελλούσης βασιλείας και ζωής αιωνίου. τι ουν εστίν ποιήσαντας επιτυχείν αυτών, ει μη το οσίως και δικαίως αναστρέφεσθαι και τα κοσμικά ταύτα ως αλλότρια ηγείσθαι και μη επιθυμείν αυτών; εν γαρ τω επιθυμείν ημάς κτήσασθαι ταύτα αποπίπτομεν τής οδού τής δικαίας.

Κεφάλαιο 5.

Γι' αυτό, αδελφοί, εγκαταλείποντας την κατοικία μας στον κόσμο αυτόν, ας κάνουμε το θέλημα αυτού που μας κάλεσε, και ας μη φοβηθούμε να φύγουμε από τον κόσμο αυτόν. 2. Διότι ο Κύριος λέει· «θα είσαστε σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους»[8]. 3. Απαντώντας ο Πέτρος του λέει· «εάν λοιπόν οι λύκοι κατασπαράξουν τα αρνιά;». 4. Και ο Ιησούς είπε στον Πέτρο· «Μήπως φοβούνται τα αρνιά τους λύκους μετά το θάνατό τους; και σεις μη φοβάστε αυτούς που σας σκοτώνουν και δεν μπορούν να σας κάνουν τίποτε, αλλά να φοβάστε εκείνον που μετά τον θάνατό σας έχει εξουσία να βάλει στη γέεννα του πυρός και την ψυχή και το σώμα σας»[9]. 5. Και να γνωρίζετε, αδελφοί, ότι η παραμονή μας στον κόσμο αυτό του σώματος αυτού, είναι μικρή και ολιγοχρόνια, ενώ η υπόσχεση του Χριστού είναι μεγάλη και θαυμαστή, και ανάπαυση της μέλλουσας βασιλείας και αιώνιας ζωής. 6. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε για να τα επιτύχουμε αυτά, παρά να συμπεριφερόμαστε σωστά και δίκαια και να θεωρούμε αυτά τα κοσμικά ως ξένα και να μη τα επιθυμούμε; 2. Διότι με το να επιθυμούμε να τα αποκτήσουμε, ξεφεύγουμε από τον δρόμο της δικαιοσύνης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ’.

Λέγει δε ο κύριος· Oυδείς οικέτης δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν. εάν ημείς θέλωμεν και θεώ δουλεύειν και μαμωνά, ασύμφορον ημίν εστίν. τι γαρ το όφελος, εάν τις τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν ζημιωθή; έστιν δε ούτος ο αιών και ο μέλλων δύο εχθροί. ούτος λέγει μοιχείαν και φθοράν και φιλαργυρίαν και απάτην, εκείνος δε τούτοις αποτάσσεται. ου δυνάμεθα ουν τών δύο φίλοι είναι· δει δε ημάς τούτω αποταξαμένους εκείνω χράσθαι. οιόμεθα, ότι βέλτιόν εστιν τα ενθάδε μισήσαι, ότι μικρά και ολιγοχρόνια και φθαρτά, εκείνα δε αγαπήσαι, τα αγαθά τα άφθαρτα. ποιούντες γαρ το θέλημα τού Χριστού ευρήσομεν ανάπαυσιν· ει δε μήγε, ουδέν ημάς ρύσεται εκ τής αιωνίου κολάσεως, εάν παρακούσωμεν τών εντολών αυτού. λέγει δε και η γραφή εν τω Ιεζεκιήλ, ότι εάν αναστή Νώε και Ιώβ και Δανιήλ, ου ρύσονται τα τέκνα αυτών εν τη αιχμαλωσία. ει δε και οι τοιούτοι δίκαιοι ου δύνανται ταις εαυτών δικαιοσύναις ρύσασθαι τα τέκνα αυτών, ημείς, εάν μη τηρήσωμεν το βάπτισμα αγνόν και αμίαντον, ποία πεποιθήσει εισελευσόμεθα εις το βασίλειον τού θεού; ή τις ημών παράκλητος έσται, εάν μη ευρεθώμεν έργα έχοντες όσια και δίκαια;

Κεφάλαιο 6.

Αλλά και ο Κύριος λέει· «κανένας υπηρέτης δεν μπορεί να δουλεύει σε δύο κυρίους»[10]. Εάν εμείς θέλουμε να δουλεύουμε και στον Θεό και στον μαμωνά, μας είναι ασύμφορο. 2. «Διότι ποιο το όφελος, εάν κάποιος κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο και χάσει την ψυχή του;»[11]. 3. Ο κόσμος δε αυτός και ο μελλοντικός είναι δύο εχθροί. 4. Αυτός λέει μοιχεία, διαφθορά, φιλαργυρία και απάτη, ενώ εκείνος τα απαρνείται αυτά. 5. Δεν μπορούμε επομένως να είμαστε φίλοι και των δύο, και πρέπει, απαρνούμενοι αυτόν, να χρησιμοποιήσουμε εκείνον. 6. Νομίζουμε ότι είναι καλύτερο να μισήσουμε τα εδώ, επειδή είναι ασήμαντα και ολιγοχρόνια και φθαρτά, και να αγαπήσουμε εκείνα, τα αγαθά που είναι άφθαρτα. 7. Διότι κάνοντας το θέλημα του Χριστού θα βρούμε ανάπαυση· αλλιώς τίποτε δεν θα μας γλυτώσει από την αιώνια κόλαση, εάν παραβούμε τις εντολές του. 8. Επίσης και η Γραφή στον Ιεζεκιήλ λέει· «εάν αναστηθεί ο Νώε και ο Ιώβ και ο Δανιήλ, δεν θα γλυτώσουν τα παιδιά τους στην αιχμαλωσία»[12]. 9. Εάν λοιπόν ούτε και αυτοί οι τέτοιοι δίκαιοι δεν μπορούν με τις δικές τους αγαθοεργίες να γλυτώσουν τα παιδιά τους, εμείς εάν δεν διατηρήσουμε το βάπτισμά μας αγνό και αμόλυντο με ποια πεποίθηση θα μπούμε στο βασίλειο του Θεού; Ή ποια παρηγοριά θα έχουμε, αν δεν βρεθούμε να έχουμε καλά και δίκαια έργα;

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ’.

Ώστε ουν, αδελφοί μου, αγωνισώμεθα ειδότες, ότι εν χερσίν ο αγών και ότι εις τους φθαρτούς αγώνας καταπλέουσιν πολλοί, αλλ' ου πάντες στεφανούνται, ει μη οι πολλά κοπιάσαντες και καλώς αγωνισάμενοι. ημείς ουν αγωνισώμεθα, ίνα πάντες στεφανωθώμεν. ώστε θέωμεν την οδόν την ευθείαν, αγώνα τον άφθαρτον, και πολλοί εις αυτόν καταπλεύσωμεν και αγωνισώμεθα, ίνα και στεφανωθώμεν· και ει μη δυνάμεθα πάντες στεφανωθήναι, καν εγγύς τού στεφάνου γενώμεθα. ειδέναι ημάς δει, ότι ο τον φθαρτόν αγώνα αγωνιζόμενος, εάν ευρεθή φθείρων, μαστιγωθείς αίρεται και έξω βάλλεται τού σταδίου. τι δοκείτε; ο τον τής αφθαρσίας αγώνα φθείρας τι παθείται; τών γαρ μη τηρησάντων, φησίν, την σφραγίδα ο σκώληξ αυτών ου τελευτήσει και το πυρ αυτών ου σβεσθήσεται, και έσονται εις όρασιν πάση σαρκί.

Κεφάλαιο 7.

Ώστε λοιπόν, αδελφοί μου, ας αγωνιστούμε, γνωρίζοντας ότι ο αγώνας είναι στα χέρια μας, και ότι στους φθαρτούς αγώνες αγωνίζονται πολλοί, αλλά δε στεφανώνονται όλοι, παρά μόνο εκείνοι που κόπιασαν πολύ και αγωνίστηκαν καλώς. 2. Εμείς λοιπόν ας αγωνιστούμε, για να στεφανωθούμε όλοι. 3. Ώστε ας τρέχουμε όλοι τον ίσιο δρόμο, τον αγώνα τον άφθαρτο, και ας παλέψουμε και ας αγωνιστούμε, για να στεφανωθούμε. Και αν δεν μπορούμε όλοι να στεφανωθούμε, ας φτάσουμε έστω και κοντά στο να στεφανωθούμε. 4. Και πρέπει να γνωρίζουμε, ότι αυτός που αγωνίζεται τον αγώνα τον φθαρτό, εάν βρεθεί να διαφθείρει, αφού μαστιγωθεί αρπάζεται και πετάγεται έξω από το στάδιο. 5. Ποια είναι η γνώμη σας; Εκείνος που καταστρέφει τον αγώνα της αφθαρσίας τι θα πάθει; 6. Διότι εκείνων που δεν τήρησαν, λέει, το βάπτισμα, «το σκουλήκι δεν θα πεθάνει ποτέ και η φωτιά τους δεν θα σβήσει, και θα είναι ορατοί σε κάθε άνθρωπο»[13].

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η’.

Ως ουν εσμέν επί γης, μετανοήσωμεν. πηλός γαρ εσμεν εις την χείρα τού τεχνίτου· ον τρόπον γαρ ο κεραμεύς, εάν ποιή σκεύος και εν ταις χερσίν αυτού διαστραφή ή συντριβή, πάλιν αυτό αναπλάσσει, εάν δε προφθάση εις την κάμινον τού πυρός αυτό βαλείν, ουκέτι βοηθήσει αυτώ· ούτως και ημείς, έως εσμέν εν τούτω τω κόσμω, εν τη σαρκί α επράξαμεν πονηρά μετανοήσωμεν εξ όλης τής καρδίας, ίνα σωθώμεν υπό τού κυρίου, έως έχομεν καιρόν μετανοίας. μετά γαρ το εξελθείν ημάς εκ τού κόσμου ουκέτι δυνάμεθα εκεί εξομολογήσασθαι ή μετανοείν έτι. ώστε, αδελφοί, ποιήσαντες το θέλημα τού πατρός και την σάρκα αγνήν τηρήσαντες και τας εντολάς τού κυρίου φυλάξαντες ληψόμεθα ζωήν αιώνιον. λέγει γαρ ο κύριος εν τω ευαγγελίω· Eι το μικρόν ουκ ετηρήσατε, το μέγα τις υμίν δώσει; λέγω γαρ υμίν, ότι ο πιστός εν ελαχίστω και εν πολλώ πιστός εστιν. άρα ουν τούτο λέγει· τηρήσατε την σάρκα αγνήν και την σφραγίδα άσπιλον, ίνα την αιώνιον ζωήν απολάβωμεν.

Κεφάλαιο 8.

Όσο λοιπόν βρισκόμαστε στη γη ας μετανοήσουμε. 2. Διότι είμαστε πηλός στα χέρια του τεχνίτη. Διότι, όπως ο κεραμοποιός, όταν κάνοντας ένα σκεύος, στραβώσει η σπάσει στα χέρια του, πάλι το ξαναπλάθει, αν όμως προλάβει και το βάλει στο καμίνι της φωτιάς, δεν μπορεί πια να το διορθώσει, έτσι και εμείς, όσο καιρό είμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο, στο σώμα, ας μετανοήσουμε με όλη την καρδιά μας για τα κακά που κάναμε, για να σωθούμε από τον Κύριο όσο έχουμε ευκαιρία μετάνοιας. 3. Διότι μετά την έξοδό μας από τον κόσμο δεν μπορούμε πια εκεί να εξομολογηθούμε ή να μετανοήσουμε. 4. Ώστε, αδελφοί, αφού κάνουμε το θέλημα του Πατέρα και τηρήσουμε το σώμα μας αγνό και φυλάξουμε τις εντολές του Κυρίου, θα έχουμε αιώνια ζωή. 5. Διότι ο Κύριος λέει στο ευαγγέλιο· «εάν δεν τηρήσατε αυτό το μικρό, ποιος θα σας δώσει το μεγάλο; Διότι σας λέω, ότι εκείνος που θα είναι αξιόπιστος στο ελάχιστο, θα είναι αξιόπιστος και στα πολλά»[14]. Λέει δηλαδή το εξής· κρατείστε το σώμα σας αγνό και το βάπτισμα αμόλυντο, για να απολαύσουμε την αιώνια ζωή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ’.

Και μη λεγέτω τις υμών, ότι αύτη η σαρξ ου κρίνεται ουδέ ανίσταται. γνώτε· εν τίνι εσώθητε, εν τίνι ανεβλέψατε, ει μη εν τη σαρκί ταύτη όντες; δει ουν ημάς ως ναόν θεού φυλάσσειν την σάρκα. ον τρόπον γαρ εν τη σαρκί εκλήθητε, και εν τη σαρκί ελεύσεσθε. ει Χριστός ο κύριος ο σώσας ημάς, ων μεν το πρώτον πνεύμα, εγένετο σαρξ και ούτως ημάς εκάλεσεν· ούτως και ημείς εν ταύτη τη σαρκί αποληψόμεθα τον μισθόν. αγαπώμεν ουν αλλήλους, όπως έλθωμεν πάντες εις την βασιλείαν τού θεού. ως έχομεν καιρόν τού ιαθήναι, επιδώμεν εαυτούς τω θεραπεύοντι θεώ, αντιμισθίαν αυτώ διδόντες. ποίαν; το μετανοήσαι εξ ειλικρινούς καρδίας. προγνώστης γαρ εστιν τών πάντων και ειδώς ημών τα εν καρδία. δώμεν ουν αυτώ αίνον, μη από στόματος μόνον, αλλά και από καρδίας, ίνα ημάς προσδέξηται ως υιούς. και γαρ είπεν ο κύριος· Αδελφοί μου ούτοί εισιν οι ποιούντες το θέλημα τού πατρός μου.

Κεφάλαιο 9.

Κι ας μη πει κάποιος από σας, ότι αυτό το σώμα δεν θα κριθεί ούτε θα αναστηθεί. 2. Προσέξτε· με τι σωθήκατε, με τι βρήκατε το φως σας, παρά ενώ ήσασταν σ’ αυτό το σώμα; 3. Πρέπει λοιπόν να κρατάμε το σώμα σαν ναό του Θεού. 4. Διότι, όπως κληθήκατε με το σώμα, με το σώμα θα έρθετε. 5. Εφόσον ο Χριστός, ο Κύριος που μας έσωσε, όντας κατ’ αρχήν Πνεύμα, έγινε άνθρωπος και έτσι μας κάλεσε, έτσι κι εμείς μ’ αυτό το σώμα θα απολαύσουμε τον μισθό μας. 6. Ας αγαπάμε λοιπόν ο ένας τον άλλο, για να πάμε όλοι στη βασιλεία του Θεού. 7. Όσο έχουμε καιρό να θεραπευθούμε, ας παραδώσουμε τους εαυτούς μας στον Θεό που θεραπεύει, δίνοντας του αυτό ως ανταμοιβή. 8. Ποιο; Το να μετανοήσουμε με ειλικρινή καρδιά. 9. Διότι γνωρίζει εκ των προτέρων τα πάντα και ξέρει αυτά που έχουμε μέσα στην καρδιά. 10. Ας τον δοξολογήσουμε λοιπόν, όχι μόνο με το στόμα, αλλά και με την καρδιά, για να μας δεχθεί σαν υιούς. 11. Διότι ο Κύριος είπε· «αδελφοί μου, αυτοί είναι εκείνοι που κάνουν το θέλημα του Πατέρα μου»[15].

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’.

Ώστε, αδελφοί μου, ποιήσωμεν το θέλημα τού πατρός τού καλέσαντος ημάς, ίνα ζήσωμεν, και διώξωμεν μάλλον την αρετήν· την δε κακίαν καταλείψωμεν ως προοδοιπόρον τών αμαρτιών ημών, και φύγωμεν την ασέβειαν, μη ημάς καταλάβη κακά. εάν γαρ σπουδάσωμεν αγαθοποιείν, διώξεται ημάς ειρήνη. δια ταύτην γαρ την αιτίαν ουκ έστιν ευρείν άνθρωπον, οίτινες παράγουσι φόβους ανθρωπίνους, προηρημένοι μάλλον την ενθάδε απόλαυσιν ή την μέλλουσαν επαγγελίαν. αγνοούσιν γαρ, ηλίκην έχει βάσανον η ενθάδε απόλαυσις, και οίαν τρυφήν έχει η μέλλουσα επαγγελία. αι ει μεν αυτοί μόνοι ταύτα έπρασσον, ανεκτόν ην· νυν δε επιμένουσιν κακοδιδασκαλούντες τας αναιτίους ψυχάς, ουκ ειδότες, ότι δισσήν έξουσιν την κρίσιν, αυτοί τε και οι ακούοντες αυτών.

Κεφάλαιο 10.

Ώστε, αδελφοί μου, ας κάνουμε το θέλημα του Πατέρα εκείνου που μας κάλεσε, για να ζήσουμε, και ας επιδιώξουμε μάλλον την αρετή και να εγκαταλείψουμε την κακία, ως προπομπό των αμαρτιών μας, και ας αποφύγουμε την ασέβεια, για να μη μας βρουν κακά. 2. Διότι, εάν προσπαθήσουμε να κάνουμε αγαθά έργα, θα μας ακολουθήσει η ειρήνη. 3. Γι' αυτόν τον λόγο δεν μπορούν να βρουν άνθρωπο, αυτοί που μας προκαλούν τους ανθρώπινους φόβους, προτιμώντας μάλλον την εδώ απόλαυση, παρά τη μελλοντική υπόσχεση. 4. Διότι αγνοούν πόσα βάσανα έχει η εδώ απόλαυση, και τι είδους απόλαυση έχει η μελλοντική υπόσχεση. 5. Και αν βέβαια τα έκαναν αυτά μόνοι τους, θα ήταν το πράγμα ανεκτό, τώρα όμως επιμένουν να διδάσκουν κακώς τις αναίτιες ψυχές, χωρίς να γνωρίζουν ότι θα έχουν διπλή καταδίκη, και αυτοί και εκείνοι που τους ακούνε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ’.

Ημείς ουν εν καθαρά καρδία δουλεύσωμεν τω θεώ, και εσόμεθα δίκαιοι· εάν δε μη δουλεύσωμεν δια το μη πιστεύειν ημάς τη επαγγελία τού θεού, ταλαίπωροι εσόμεθα. λέγει γαρ και ο προφητικός λόγος· Ταλαίπωροί εισιν οι δίψυχοι, οι διστάζοντες τη καρδία, οι λέγοντες· Ταύτα πάλαι ηκούσαμεν και επί τών πατέρων ημών, ημείς δε ημέραν εξ ημέρας προσδεχόμενοι ουδέν τούτων εωράκαμεν. ανόητοι, συμβάλετε εαυτούς ξύλω· λάβετε άμπελον· πρώτον μεν φυλλοροεί, είτα βλαστός γίνεται, μετά ταύτα όμφαξ, είτα σταφυλή παρεστηκυία· ούτως και ο λαός μου ακαταστασίας και θλίψεις έσχεν· έπειτα απολήψεται τα αγαθά. ώστε, αδελφοί μου, μη διψυχώμεν, αλλά ελπίσαντες υπομείνωμεν, ίνα και τον μισθόν κομισώμεθα. πιστός γαρ εστιν ο επαγγειλάμενος τας αντιμισθίας αποδιδόναι εκάστω τών έργων αυτού. εάν ουν ποιήσωμεν την δικαιοσύνην εναντίον τού θεού, εισήξομεν εις την βασιλείαν αυτού και ληψόμεθα τας επαγγελίας, ας ους ουκ ήκουσεν ουδέ οφθαλμός είδεν, ουδέ επί καρδίαν ανθρώπου ανέβη.

Κεφάλαιο 11.

Εμείς λοιπόν ας υπηρετήσουμε τον Θεό με καθαρή καρδιά και θα γίνουμε δίκαιοι, εάν όμως δεν τον υπηρετήσουμε, επειδή δεν πιστεύουμε στην υπόσχεση του Θεού, θα είμαστε ταλαίπωροι. 2. Διότι και ο προφητικός λόγος λέει· «είναι ταλαίπωροι οι άστατοι, αυτοί που έχουν δισταγμούς στην καρδιά τους, αυτοί που λένε αυτά τα ακούσαμε από παλιά από τους πατέρες μας, εμείς όμως, περιμένοντάς τα μέρα με τη μέρα, δεν είδαμε τίποτε από αυτά. 3. Ανόητοι, υποθέστε ότι είσαστε δένδρο, πάρετε για παράδειγμα την κληματαριά· πρώτα ρίχνει τα φύλλα, έπειτα γίνεται βλαστός, έπειτα αγουρίδα, και ύστερα σταφύλι γινωμένο. 4. Έτσι και ο λαός μου, πέρασε ακαταστασίες και στενοχώριες, και έπειτα θα απολαύσει αγαθά». 5. Ώστε, αδελφοί μου, να μη έχουμε δισταγμούς, αλλά. Ας υπομείνουμε ελπίζοντας, για να κερδίσουμε και την αμοιβή. 6. Διότι είναι άξιος εμπιστοσύνης αυτός που υποσχέθηκε να αποδώσει στον καθένα αντιμισθία ανάλογη προς τα έργα του. 7. Εάν λοιπόν κάνουμε έργα δικαιοσύνης μπροστά στον θεό, θα μπούμε στη βασιλεία του και θα κερδίσουμε τις υποσχέσεις «τις οποίες αυτί δεν άκουσε, ούτε μάτι είδε, ούτε ο νους ανθρώπου συνέλαβε»[16].

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ’.

Εκδεχώμεθα ουν καθ' ώραν την βασιλείαν τού θεού εν αγάπη και δικαιοσύνη, επειδή ουκ οίδαμεν την ημέραν τής επιφανείας τού θεού. επερωτηθείς γαρ αυτός ο κύριος υπό τινος, πότε ήξει αυτού η βασιλεία, είπεν· Όταν έσται τα δύο εν, και το έξω ως το έσω, και το άρσεν μετά τής θηλείας, ούτε άρσεν ούτε θήλυ. τα δύο δε εν εστιν, όταν λαλώμεν εαυτοίς αλήθειαν και εν δυσί σώμασιν ανυποκρίτως είη μία ψυχή. και το έξω ως το έσω, τούτο λέγει· την ψυχήν λέγει το έσω, το δε έξω το σώμα λέγει. ον τρόπον ουν σου το σώμα φαίνεται, ούτως και η ψυχή σου δήλος έστω εν τοις καλοίς έργοις. και το άρσεν μετά τής θηλείας, ούτε άρσεν ούτε θήλυ, τούτο λέγει· ίνα αδελφός ιδών αδελφήν ουδέν φρονή περί αυτής θηλυκόν, μηδέ φρονή τι περί αυτού αρσενικόν. ταύτα υμών ποιούντων, φησίν, ελεύσεται η βασιλεία τού πατρός μου.

Κεφάλαιο 12.

Ας περιμένουμε λοιπόν κάθε ώρα τη βασιλεία του Θεού με αγάπη και δικαιοσύνη, επειδή δεν γνωρίζουμε την ημέρα της εμφανίσεως του Θεού. 2. Διότι, όταν ρωτήθηκε ο ίδιος ο Κύριος από κάποιον πότε θα έρθει η βασιλεία του, είπε· «όταν θα γίνουν τα δύο ένα, και το έξω σαν το μέσα, και το αρσενικό με το θηλυκό, ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό». 3. Και τα δύο γίνονται ένα όταν λέμε στους εαυτούς μας την αλήθεια και σε δυο σώματα υπάρχει χωρίς υποκρισία μια ψυχή. 4. Και «το έξω όπως το μέσα», αυτό σημαίνει· το μέσα είναι η ψυχή και το έξω το σώμα. Όπως λοιπόν φαίνεται το σώμα σου, έτσι να εκδηλώνεται και η ψυχή σου με τα καλά έργα. 5. Και λέγοντας ότι το αρσενικό θα είναι μαζί με τη θηλυκή, ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό, εννοεί ότι ο αδελφός βλέποντας την αδελφή να μη σκέφτεται γι' αυτήν ότι είναι θηλυκή, ούτε η αδελφή βλέποντας τον αδελφό να σκέφτεται γι' αυτόν ότι είναι αρσενικός. 6. Όταν κάνετε αυτά, λέει, θα έρθει η βασιλεία του Πατέρα μου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ’.

Αδελφοί ουν, ήδη ποτέ μετανοήσωμεν, νήψωμεν επί το αγαθόν· μεστοί γαρ εσμεν πολλής ανοίας και πονηρίας. εξαλείψωμεν αφ' ημών τα πρότερα αμαρτήματα και μετανοήσαντες εκ ψυχής σωθώμεν, και μη γινώμεθα ανθρωπάρεσκοι μηδέ θέλωμεν μόνον εαυτοίς αρέσκειν, αλλά και τοις έξω ανθρώποις επί τη δικαιοσύνη, ίνα το όνομα δι' ημάς μη βλασφημήται. Λέγει γαρ ο κύριος· Δια παντός το όνομά μου βλασφημείται εν πάσιν τοις έθνεσιν, και πάλιν· Oυαί δι' ον βλασφημείται το όνομά μου. εν τίνι βλασφημείται; εν τω μη ποιείν υμάς α βούλομαι. τα έθνη γαρ ακούοντα εκ τού στόματος ημών τα λόγια τού θεού ως καλά και μεγάλα θαυμάζει· έπειτα καταμαθόντα τα έργα ημών ότι ουκ έστιν άξια τών ρημάτων ων λέγομεν, ένθεν εις βλασφημίαν τρέπονται, λέγοντες είναι μύθόν τινα και πλάνην. όταν γαρ ακούσωσιν παρ' ημών, ότι λέγει ο θεός· Oυ χάρις υμίν, ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, αλλά χάρις υμίν, ει αγαπάτε τους εχθρούς και τους μισούντας υμάς· ταύτα όταν ακούσωσιν, θαυμάζουσιν την υπερβολήν τής αγαθότητος· όταν δε ίδωσιν, ότι ου μόνον ους μισούντας ουκ αγαπώμεν, αλλ' ότι ουδέ τους αγαπώντας, καταγελώσιν ημών, και βλασφημείται το όνομα.

Κεφάλαιο 13.

Αδελφοί, ας μετανοήσουμε λοιπόν κάποτε, ας ανανήψουμε στο καλό· γιατί είμαστε γεμάτοι πολλή μωρία και πονηριά. Ας εξαφανίσουμε από μας τα προηγούμενα αμαρτήματα και αφού μετανοήσουμε με την ψυχή μας να σωθούμε και να μη γινόμαστε αρεστοί στους ανθρώπους, ούτε να θέλουμε να αρέσουμε μόνο στους εαυτούς μας, αλλά και στους αλλόθρησκους ανθρώπους σύμφωνα με τον νόμο, για να μη βλασφημείται το όνομά του εξαιτίας μας. 2. Διότι ο Κύριος λέει· «πάντοτε το όνομά μου βλασφημείται σ’ όλους τους εθνικούς»[17], και πάλι· «αλλοίμονο σ’ αυτόν εξαιτίας του οποίου βλασφημείται το όνομά μου»[18]. Με τι βλασφημείται; Με το να μη κάνουμε αυτά που λέμε. 3. Διότι οι εθνικοί ακούοντας από το στόμα μας τα λόγια του Θεού τα θαυμάζουν ως καλά και σπουδαία· έπειτα βλέποντας ότι τα έργα μας δεν είναι αντάξια προς τα λόγια που λέμε, εξαιτίας αυτού στρέφονται στη βλασφημία, λέγοντας ότι πρόκειται για κάποιο μύθο και πλάνη. 4. Διότι όταν ακούνε από μας ότι ο Θεός λέει, «δεν έχετε χάρη, εάν αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν, αλλά θα έχετε χάρη εάν αγαπάτε τους εχθρούς και εκείνους που σας μισούν»[19], όταν ακούνε αυτά, θαυμάζουν την υπερβολική καλοσύνη. Όταν όμως δουν ότι όχι μόνο εκείνους που μας μισούν δεν αγαπάμε, αλλά ούτε και αυτούς που μας αγαπούν, μας χλευάζουν, και έτσι βλασφημείται το όνομα εκείνου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ’.

Ώστε, αδελφοί, ποιούντες το θέλημα τού πατρός ημών θεού εσόμεθα εκ τής εκκλησίας τής πρώτης, τής πνευματικής, τής προ ηλίου και σελήνης εκτισμένης· εάν δε μη ποιήσωμεν το θέλημα κυρίου, εσόμεθα εκ τής γραφής τής λεγούσης· Εγενήθη ο οίκός μου σπήλαιον ληστών. ώστε ουν αιρετισώμεθα από τής εκκλησίας τής ζωής είναι, ίνα σωθώμεν. ουκ οίομαι δε υμάς αγνοείν, ότι εκκλησία ζώσα σώμά εστιν Χριστού· λέγει γαρ η γραφή· Εποίησεν ο θεός τον άνθρωπον άρσεν και θήλυ· το άρσεν εστίν ο Χριστός, το θήλυ η εκκλησία· και έτι τα βιβλία και οι απόστολοι την εκκλησίαν ου νυν είναι, αλλά άνωθεν. ην γαρ πνευματική, ως και ο Ιησούς ημών, εφανερώθη δε επ' εσχάτων τών ημερών, ίνα ημάς σώση. η εκκλησία δε πνευματική ούσα εφανερώθη εν τη σαρκί Χριστού, δηλούσα ημίν, ότι εάν τις ημών τηρήση αυτήν εν τη σαρκί και μη φθείρη, απολήψεται αυτήν εν τω πνεύματι τω αγίω· η γαρ σαρξ αύτη αντί τυπός εστιν τού πνεύματος· ουδείς ουν το αντίτυπον φθείρας το αυθεντικόν μεταλήψεται. άρα ουν τούτο λέγει, αδελφοί· τηρήσατε την σάρκα, ίνα τού πνεύματος μεταλάβητε. ει δε λέγομεν είναι την σάρκα την εκκλησίαν και το πνεύμα Χριστόν, άρα ουν ο υβρίσας την σάρκα ύβρισεν την εκκλησίαν. ο τοιούτος ουν ου μεταλήψεται τού πνεύματος, ό εστιν ο Χριστός. τοσαύτην δύναται η σαρξ αύτη μεταλαβείν ζωήν και αφθαρσίαν κολληθέντος αυτή τού πνεύματος τού αγίου, ούτε εξειπείν τις δύναται ούτε λαλήσαι, α ητοίμασεν ο κύριος τοις εκλεκτοίς αυτού.

Κεφάλαιο 14.

Ώστε, αδελφοί, κάνοντας το θέλημα του Πατέρα μας Θεού, θα είμαστε από την Εκκλησία την πρώτη, την πνευματική, που είναι ιδρυμένη πριν από τον ήλιο και τη σελήνη· εάν όμως δεν κάνουμε το θέλημα του Κυρίου, θα είμαστε από εκείνους που λέει η Γραφή· «το σπίτι μου έγινε σπήλαιο ληστών»[20]. Ώστε λοιπόν ας προτιμήσουμε να ανήκουμε στην Εκκλησία της ζωής, για να σωθούμε. 2. Και δεν νομίζω πως αγνοείτε, ότι Εκκλησία ζωντανή είναι το σώμα του Χριστού διότι η Γραφή λέει· «έκανε ο Θεός τον άνθρωπο άνδρα και γυναίκα»[21]· ο άνδρας είναι ο Χριστός, η γυναίκα η Εκκλησία, και ότι τα βιβλία και οι Απόστολοι διδάσκουν πως η Εκκλησία δεν είναι τωρινή, άλλα από την αρχή της δημιουργίας. Διότι ήταν πνευματική, όπως και ο Ιησούς μας, άλλα φανερώθηκε κατά τις τελευταίες μέρες για να μας σώσει. 3. Η Εκκλησία λοιπόν, όντας πνευματική, φανερώθηκε στο σώμα του Χριστού, δηλώνοντάς μας, ότι εάν κάποιος από μας την κρατήσει στο σώμα του και δεν την καταστρέψει, θα την απολαύσει με το Άγιο Πνεύμα. Διότι το σώμα αυτό είναι τύπος του Πνεύματος· επομένως οποίος κατέστρεψε το αντίγραφο, δεν θα απολαύσει το αυθεντικό. Άρα λοιπόν λέει το εξής, αδελφοί· διατηρήστε το σώμα, για να απολαύσετε το πνεύμα. 4. Και εφόσον λέμε, ότι το σώμα είναι η Εκκλησία και το πνεύμα ο Χριστός, εκείνος που βρίζει το σώμα, βρίζει την Εκκλησία. Αυτός λοιπόν δεν θα συμμετάσχει στο Πνεύμα, που είναι ο Χριστός. 5. Τόσο μεγάλη ζωή και αθανασία μπορεί να απολαύσει το σώμα, όταν προσκολληθεί στο Άγιο Πνεύμα, ώστε ούτε να περιγράψει μπορεί κανείς, ούτε να μιλήσει γι' αυτά που ο Κύριος ετοίμασε για τους εκλεκτούς του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ’.

Oυκ οίομαι δε, ότι μικράν συμβουλίαν εποιησάμην περί εγκρατείας, ην ποιήσας τις ου μετανοήσει, αλλά και εαυτόν σώσει καμέ τον συμβουλεύσαντα. μισθός γαρ ουκ έστιν μικρός πλανωμένην ψυχήν και απολλυμένην αποστρέψαι εις το σωθήναι. ταύτην γαρ έχομεν την αντιμισθίαν αποδούναι τω θεώ τω κτίσαντι ημάς, εάν ο λέγων και ακούων μετά πίστεως και αγάπης και λέγη και ακούη. εμμείνωμεν ουν εφ' οις επιστεύσαμεν δίκαιοι και όσιοι, ίνα μετά παρρησίας αιτώμεν τον θεόν τον λέγοντα· Έτι λαλούντός σου ερώ· ιδού πάρειμι. τούτο γαρ το ρήμα μεγάλης εστίν επαγγελίας σημείον· ετοιμότερον γαρ εαυτόν λέγει ο κύριος εις το διδόναι τού αιτούντος. τοσαύτης ουν χρηστότητος μεταλαμβάνοντες μη φθονήσωμεν εαυτοίς τυχείν τοσούτων αγαθών. όσην γαρ ηδονήν έχει τα ·ήματα ταύτα τοις ποιήσασιν αυτά, τοσαύτην κατάκρισιν έχει τοις παρακούσασιν.

Κεφάλαιο 15.

Δεν νομίζω δε ότι έκανα μικρή προτροπή για την εγκράτεια, την όποιαν όταν κάνεις την τηρήσει, δεν θα μετανοήσει, άλλα θα σώσει και τον εαυτό του και έμενα που σας συμβούλεψα. Διότι δεν είναι μικρή αμοιβή το να κάνεις μια ψυχή, που παραπλανήθηκε και χάθηκε, να επιστρέψει για να σωθεί. 2. Διότι αυτή την αντιμισθία έχουμε να δώσουμε στον Θεό που μας δημιούργησε, όταν αυτός που λέει και αυτός που ακούει, λέει και ακούει, αντίστοιχα, με πίστη και αγάπη. 3. Ας επιμείνουμε λοιπόν σ’ αυτά που πιστέψαμε, δίκαιοι και όσιοι, ώστε με θάρρος να απευθυνόμαστε στον Θεό που λέει· «ενώ ακόμα θα μιλάς, θα σου πω, νά, είμαι μπροστά σου»[22]. 4. Διότι ο λόγος αυτός είναι σημάδι μεγάλης υποσχέσεως· γιατί ο Κύριος λέει ότι ο εαυτός του είναι πιο έτοιμος να δώσει, από εκείνον που ζήτα. 5. Αφού λοιπόν απολαμβάνουμε τόση καλοσύνη, ας μην αρνηθούμε στους εαυτούς μας να κερδίσουν τόσο μεγάλα αγαθά. Διότι όση ευχαρίστηση περιέχουν τα λόγια αυτά γι' αυτούς που τα έκαναν, τόση κατάκριση περιέχουν γι' αυτούς που τα παράκουσαν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ’.

Ώστε, αδελφοί, αφορμήν λαβόντες ου μικράν εις το μετανοήσαι, καιρόν έχοντες επιστρέψωμεν επί τον καλέσαντα ημάς θεόν, έως έτι έχομεν τον παραδεχόμενον ημάς. εάν γαρ ταις ηδυπαθείαις ταύταις αποταξώμεθα και την ψυχήν ημών νικήσωμεν εν τω μη ποιείν τας επιθυμίας αυτής τας πονηράς, μεταληψόμεθα τού ελέους Ιησού. γινώσκετε δε, ότι έρχεται ήδη η ημέρα τής κρίσεως ως κλίβανος καιόμενος, και τακήσονταί τινες τών ουρανών και πάσα η γη ως μόλιβος επί πυρί τηκόμενος· και τότε φανήσεται τα κρύφια και φανερά έργα τών ανθρώπων. καλόν ουν ελεημοσύνη ως μετάνοια αμαρτίας· κρείσσων νηστεία προσευχής, ελεημοσύνη δε αμφοτέρων· αγάπη δε καλύπτει πλήθος αμαρτιών, προσευχή δε εκ καλής συνειδήσεως εκ θανάτου ·ύεται. μακάριος πας ο ευρεθείς εν τούτοις πλήρης· ελεημοσύνη γαρ κούφισμα αμαρτίας γίνεται.

Κεφάλαιο 16.

Ώστε, αδελφοί, παίρνοντας αφορμή μεγάλη για μετάνοια, όσο έχουμε καιρό, ας επιστρέψουμε στον Θεό που μας κάλεσε, όσο ακόμα έχουμε αυτόν που μας περιμένει. 2. Διότι, εάν απαρνηθούμε τις ηδυπάθειες αυτές και νικήσουμε την ψυχή μας με το να μη κάνουμε τις πονηρές της επιθυμίες, θα δεχθούμε την ευσπλαχνία του Ιησού. 3. Και γνωρίζετε, ότι ήδη έρχεται η ημέρα της κρίσεως σαν κλίβανος που καίεται, και θα λειώσουν μερικοί από τους ουρανούς και ολόκληρη η γη σαν μόλυβδος που λειώνει πάνω στη φωτιά, και τότε θα φανούν τα κρυφά και τα φανερά έργα των ανθρώπων. 4. Είναι καλή λοιπόν η ελεημοσύνη ως μετάνοια αμαρτίας· καλύτερη η νηστεία από την προσευχή, αλλά η ελεημοσύνη είναι καλύτερη και από τις δύο· «η αγάπη καλύπτει πολλές αμαρτίες»[23], ενώ η προσευχή, που γίνεται με καλή συνείδηση, σώζει από τον θάνατο. Είναι μακάριος ο καθένας που θα βρεθεί σ’ αυτά σωστός· διότι η ελεημοσύνη ελαφρύνει από την αμαρτία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ’.

Μετανοήσωμεν ουν εξ όλης καρδίας, ίνα μη τις ημών παραπόληται. ει γαρ εντολάς έχομεν, ίνα και τούτο πράσσωμεν, από τών ειδώλων αποσπάν και κατηχείν, πόσω μάλλον ψυχήν ήδη γινώσκουσαν τον θεόν ου δει απόλλυσθαι; συλλάβωμεν ουν εαυτοίς και τους ασθενούντας ανάγειν περί το αγαθόν, όπως σωθώμεν άπαντες και επιστρέψωμεν αλλήλους και νουθετήσωμεν. και μη μόνον άρτι δοκώμεν πιστεύειν και προσέχειν εν τω νουθετείσθαι ημάς υπό τών πρεσβυτέρων, αλλά και όταν εις οίκον απαλλαγώμεν, μνημονεύωμεν τών τού κυρίου ενταλμάτων και μη αντιπαρελκώμεθα από τών κοσμικών επιθυμιών, αλλά πυκνότερον προσερχόμενοι πειρώμεθα προκόπτειν εν ταις εντολαίς τού κυρίου, ίνα πάντες το αυτό φρονούντες συνηγμένοι ώμεν επί την ζωήν. είπεν γαρ ο κύριος· Έρχομαι συναγαγείν πάντα τα έθνη, φυλάς και γλώσσας. τούτο δε λέγει την ημέραν τής επιφανείας αυτού, ότε ελθών λυτρώσεται ημάς, έκαστον κατά τα έργα αυτού. και όψονται την δόξαν αυτού και το κράτος οι άπιστοι, και ξενισθήσονται ιδόντες το βασίλειον τού κόσμου εν τω Ιησού, λέγοντες· Oυαί ημίν, ότι συ ης, και ουκ ήδειμεν και ουκ επιστεύομεν και ουκ επειθόμεθα τοις πρεσβυτέροις τοις αναγγέλλουσιν ημίν περί τής σωτηρίας ημών· και ο σκώληξ αυτών ου τελευτήσει και το πυρ αυτών ου σβεσθήσεται, και έσονται εις όρασιν πάση σαρκί. την ημέραν εκείνην λέγει τής κρίσεως, όταν όψονται τους εν ημίν ασεβήσαντας και παραλογισαμένους τας εντολάς Ιησού Χριστού. οι δε δίκαιοι ευπραγήσαντες και υπομείναντες τας βασάνους και μισήσαντες τας ηδυπαθείας τής ψυχής, όταν θεάσωνται τους αστοχήσαντας και αρνησαμένους δια τών λόγων ή δια τών έργων τον Ιησούν, όπως κολάζονται δειναίς βασάνοις πυρί ασβέστω, έσονται δόξαν διδόντες τω θεώ αυτών λέγοντες, ότι έσται ελπίς τω δεδουλευκότι θεώ εξ όλης καρδίας.

Κεφάλαιο 17.

Ας μετανοήσουμε λοιπόν με όλη την καρδιά μας, για να μη χαθεί κανένας από μας. Διότι, εφόσον έχουμε εντολές και το κάνουμε αυτό, να αποσπάμε δηλαδή ανθρώπους από τα είδωλα και να τους κατηχούμε, πόσο μάλλον δεν πρέπει να χαθεί ψυχή που γνωρίζει ήδη τον Θεό. 2. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να φέρουμε στο καλό και εκείνους που είναι ασθενείς στην πίστη, για να σωθούμε όλοι και να επιστρέψουμε στον ίσιο δρόμο ο ένας τον άλλο και να τον νουθετήσουμε. 3. Και όχι μόνο τώρα να δείχνουμε ότι πιστεύουμε και προσέχουμε καθώς νουθετούμαστε από τους πρεσβυτέρους, αλλά και όταν πηγαίνουμε στο σπίτι, να θυμόμαστε τις εντολές του Κυρίου και να μη παρασυρόμαστε από τις κοσμικές επιθυμίες, άλλα προσερχόμενοι πιο συχνά να προσπαθούμε να προοδεύουμε στις εντολές του Κυρίου, ώστε, φρονώντας όλοι το ίδιο, να είμαστε όλοι ενωμένοι στη ζωή, με την ίδια πίστη. 4. Διότι ο Κύριος είπε: «έρχομαι να συγκεντρώσω όλα τα έθνη, τις φυλές και τις γλώσσες»[24]. Και αυτό σημαίνει την ημέρα της παρουσίας του, τότε που θα έρθει και θα μας σώσει, τον καθένα ανάλογα με τα έργα του. 5. Και θα δουν τη δόξα του και τη δύναμή του οι άπιστοι, και θα εκπλαγούν βλέποντας το βασίλειο του κόσμου στον Ιησού, και θα πουν Αλλοίμονο σε μας, εσύ είσαι, και δεν γνωρίζαμε και δεν πιστεύαμε και δεν πειθόμασταν στους πρεσβυτέρους που μας μιλούσαν για τη σωτηρία μας. Και το «σκουλήκι τους δεν θα πεθαίνει και η φωτιά τους δεν θα σβήσει, και θα είναι θέαμα σε κάθε άνθρωπο»[25]. 6. Λέγοντας την ημέρα εκείνη εννοεί της κρίσεως, όταν θα δουν εκείνους από εμάς οι οποίοι ασέβησαν και υπολόγισαν λάθος τις εντολές του Χριστού. 7. Οι δίκαιοι όμως που πολιτεύθηκαν σωστά και υπέμειναν τα βάσανα και μίσησαν τις ηδυπάθειες της ψυχής, όταν θα δουν εκείνους που αστόχησαν και αρνήθηκαν με τα λόγια ή με τα έργα τους τον Χριστό, και που θα τιμωρούνται με φρικτά βάσανα σε άσβηστη φωτιά, θα δοξάζουν τον Θεός τους λέγοντας, ότι Υπάρχει ελπίδα σ’ εκείνον που έχει υπηρετήσει τον Θεό με όλη την καρδιά του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ’.

Και ημείς ουν γενώμεθα εκ τών ευχαριστούντων, τών δεδουλευκότων τω θεώ, και μη εκ τών κρινομένων ασεβών. και γαρ αυτός πανθαμαρτωλός ων και μήπω φυγών τον πειρασμόν, αλλ' έτι ων εν μέσοις τοις οργάνοις τού διαβόλου σπουδάζω την δικαιοσύνην διώκειν, όπως ισχύσω καν εγγύς αυτής γενέσθαι, φοβούμενος την κρίσιν την μέλλουσαν.

Κεφάλαιο 18.

Ας είμαστε λοιπόν και εμείς από εκείνους που ευχαριστούν, που υπηρέτησαν τον Θεό, και όχι από τους ασεβείς που καταδικάζονται. 2. Διότι και εγώ, που είμαι πάρα πολύ αμαρτωλός και δεν έχω ακόμα διαφύγει τον πειρασμό, αλλά βρίσκομαι ακόμα μέσα στα όργανα του διαβόλου, προσπαθώ να εφαρμόζω τη δικαιοσύνη, για να μπορέσω να βρεθώ έστω και κοντά σ' αυτήν, επειδή φοβάμαι τη μέλλουσα κρίση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ’.

Ώστε, αδελφοί και αδελφαί, μετά τον θεόν τής αληθείας αναγινώσκω υμίν έντευξιν εις το προσέχειν τοις γεγραμμένοις, ίνα και εαυτούς σώσητε και τον αναγινώσκοντα εν υμίν· μισθόν γαρ αιτώ υμάς το μετανοήσαι εξ όλης καρδίας, σωτηρίαν εαυτοίς και ζωήν διδόντας. τούτο γαρ ποιήσαντες σκοπόν πάσιν τοις νέοις θήσομεν, τοις βουλομένοις περί την ευσέβειαν και την χρηστότητα τού θεού φιλοπονείν. και μη αηδώς έχωμεν και αγανακτώμεν οι άσοφοι, όταν τις ημάς νουθετή και επιστρέφη από τής αδικίας εις την δικαιοσύνην. ενίοτε γαρ πονηρά πράσσοντες ου γινώσκομεν δια την διψυχίαν και απιστίαν την ενούσαν εν τοις στήθεσιν ημών, και εσκοτίσμεθα την διάνοιαν υπό τών επιθυμιών τών ματαίων. πράξωμεν ουν την δικαιοσύνην, ίνα εις τέλος σωθώμεν. μακάριοι οι τούτοις υπακούοντες τοις προστάγμασιν· καν ολίγον χρόνον κακοπαθήσωσιν εν τω κόσμω τούτω, τον αθάνατον τής αναστάσεως καρπόν τρυγήσουσιν. μη ουν λυπείσθω ο ευσεβής, εάν επί τοις νυν χρόνοις ταλαιπωρή· μακάριος αυτόν αναμένει χρόνος· εκείνος άνω μετά τών πατέρων αναβιώσας ευφρανθήσεται εις τον αλύπητον αιώνα.

Κεφάλαιο 19.

Γι' αυτό, αδελφοί και αδελφές, μετά τον Θεό της αληθείας σας διαβάζω την ομιλία, για να προσέχετε όσα είναι γραμμένα και να σώσετε και τους εαυτούς σας και αυτόν που σας την διαβάζει. Διότι ως αμοιβή ζητώ να μετανοήσετε με όλη την καρδιά σας, δίνοντας στους εαυτούς σας σωτηρία και ζωή. Διότι κάνοντας αυτό, να βάλουμε σκοπό σ’ όλους τους νέους που θέλουν να κοπιάσουν για την ευσέβεια και την αγαθότητα του Θεού. 2. Και να μη αηδιάζουμε και αγανακτούμε οι ανόητοι, όταν κάποιος μας νουθετεί και προσπαθεί να μας επιστρέψει από την αδικία στη δικαιοσύνη. Διότι κάνοντας μερικά κακά, δεν το καταλαβαίνουμε, εξαιτίας της αστάθειας και απιστίας που υπάρχει μέσα στα στήθη μας, και έχουμε σκοτισμένο τον νου μας από τις μάταιες επιθυμίες. 3. Ας εφαρμόσουμε λοιπόν τη δικαιοσύνη, ώστε στο πέλος να σωθούμε. Είναι μακάριοι εκείνοι που υπακούουν σ’ αυτές τις εντολές· διότι, κι αν ακόμη κακοπαθήσουν για λίγο χρόνο στον κόσμο αυτόν, θα τρυγήσουν τον αθάνατο καρπό της αναστάσεως. 4. Ας μη λυπάται λοιπόν ο ευσεβής εάν ταλαιπωρείται σ' αυτή τη ζωή· τον περιμένει η μακάρια εκείνη ζωή· αφού ξαναζήσει επάνω μαζί με τους πατέρες, θα ευφραίνεται στη ζωή που δεν έχει λύπη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ’.

Αλλά μηδέ εκείνο την διάνοιαν υμών ταρασσέτω, ότι βλέπομεν τους αδίκους πλουτούντας και στενοχωρουμένους τους τού θεού δούλους. πιστεύωμεν ουν, αδελφοί και αδελφαί· θεού ζώντος πείραν αθλούμεν και γυμναζόμεθα τω νυν βίω, ίνα τω μέλλοντι στεφανωθώμεν. ουδείς τών δικαίων ταχύν καρπόν έλαβεν, αλλ' εκδέχεται αυτόν. ει γαρ τον μισθόν τών δικαίων ο θεός συντόμως απεδίδου, ευθέως εμπορίαν ησκούμεν και ου θεοσέβειαν· εδοκούμεν γαρ είναι δίκαιοι, ου το ευσεβές, αλλά το κερδαλέον διώκοντες. και δια τούτο θεία κρίσις έβλαψεν πνεύμα μη ον δίκαιον, και εβάρυνεν δεσμοίς.

Τω μόνω θεώ αοράτω, πατρί τής αληθείας, τω εξαποστείλαντι ημίν τον σωτήρα και αρχηγόν τής αφθαρσίας, δι' ού και εφανέρωσεν ημίν την αλήθειαν και την επουράνιον ζωήν, αυτώ η δόξα εις τους αιώνας τών αιώνων. αμήν.

Κεφάλαιο 20.

Αλλά ούτε εκείνο να ταράζει τη σκέψη σας, το ότι βλέπουμε τους άδικους να πλουτίζουν και οι δούλοι του Θεού να δοκιμάζουν στενοχώριες. 2. Ας πιστεύουμε λοιπόν, αδελφοί και αδελφές· ας ασκούμαστε στη γνώση του Θεού και ας γυμναζόμαστε στην τωρινή ζωή, για να στεφανωθούμε στη μέλλουσα. 3 Κανένας από τους δικαίους δεν έλαβε γρήγορο καρπό, άλλα τον περιμένει. 4. Διότι, εάν ο Θεός ανταπέδιδε σύντομα τον μισθό των δικαίων, θα ασκούσαμε καθαρό εμπόριο και όχι θεοσέβεια. Διότι θα νομίζαμε ότι είμαστε δίκαιοι επιδιώκοντας όχι την ευσέβεια, αλλά το κερδοφόρο. Και γι' αυτό η θεία κρίση τιμωρεί το πνεύμα που δεν είναι δίκαιο και το καταπονεί με δεσμά.

5. Στον μόνο αόρατο Θεό, τον Πατέρα της αληθείας, που έστειλε σε μας τον Σωτήρα και αρχηγό της αθανασίας, μέσω του οποίου μας αποκάλυψε την αλήθεια και την επουράνια ζωή, σ’ αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

 

Παραπομπές


1. Αναφορά στο Πράξ. 17,29.

2. Ησαΐα 54,1.

3. Ματθ. 9,13.

4. Ματθ. 10,32.

5. Ησ. 29,13

6. Ματθ. 7,21

7. Ελεύθερη απόδοση του χωρίου Ματθ. 7,23.

8. Ματθ. 10,16.

9. Ματθ. 10,28.

10. Λουκά 16,13.

11. Ματθ. 16,26

12. Ιεζ. 14,14. 18,20.

13. Ησ. 66,24.

14. Λουκά 16,10.

15. Λουκά 12,50.

16. Α' Κορ. 2,9.

17. Ησ. 52,5. Ρωμ. 2,24.

18. Χωρίο που δεν ανιχνεύθηκε· ίσως πρόκειται για ελεύθερη απόδοση τού Ματθ. 18,7· «ουαί δε τω ανθρώπω δι’ ού το σκάνδαλον έρχεται».

19. Λουκά 6,32.

20. Ιερ. 7,11.

21. Γέν. 1,27.

22. Ησαΐας 58,9.

23. Α' Πέτρ. 4,8.

24. Ησ. 66,18.

25. Ησ. 66,24.

Δημιουργία αρχείου: 1-2-2022.

Τελευταία ενημέρωση: 1-2-2022.

ΕΠΑΝΩ