H οδός τής κάθαρσης ως μόνη οδός φωτισμού * Οι τρεις περίοδοι τής Χάριτος * Η αργή αφομοίωση τής Θείας αποκάλυψης * Ασκητική πορεία αναγέννησης * Κάθαρση - Φωτισμός - Θέωση ή Θεωρία και Πράξη * Η καθημερινότητα ως μοχλός σωτηρίας
Η προσευχή τής καρδιάς ζωντανός λόγος Θεού Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993. |
"Όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοί εισιν υιοί Θεού. ου γαρ ελάβετε Πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ’ ελάβετε Πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν· αββά ο πατήρ. Αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού... Ωσαύτως δε και το Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταις ασθενείαις ημών· το γαρ τι προσευξόμεθα καθό δει ουκ οίδαμεν, αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις· ο δε ερευνών τας καρδίας οίδε τι το φρόνημα του Πνεύματος, ότι κατά Θεόν εντυγχάνει υπέρ αγίων" (Ρωμαίους 8: 14-16, 26, 27).
Περί της προσευχής δια του Ονόματος του Ιησού Χριστού δυνάμεθα να εκφραζώμεθα χρησιμοποιούντες όρους της Γραφής και των Αγίων Πατέρων, και δη: Αύτη είναι «πυρ καταναλίσκον» τα πάθη (Εβρ. 12, 29)· είναι φως, φωτίζον τον νουν· απεργάζεται αυτόν διορατικόν και προορατικόν, ικανόν να βλέπη πάντα τα τελούμενα εντός ημών. Η προσευχή αύτη δύναται να χαρακτηρισθή δια των λόγων της προς Εβραίους επιστολής: «Ενεργής και τομωτέρα υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διικνουμένη άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών, και κριτική ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας, και ουκ έστιν ουδέν εν τω βάθει του πνεύματος ημών αφανές ενώπιον αυτής, αλλά πάντα γυμνά και τετραχηλισμένα» εν τω φωτί αυτής (πρβλ. Εβρ. 4,12-13). Η άσκησις της προσευχής ταύτης οδηγεί τον άνθρωπον εις συνάντησιν μετά πολλών δυνάμεων κεκρυμμένων εν τω «Κόσμω»· αύτη προκαλεί μέγαν πόλεμον προς τας κοσμικάς ταύτας δυνάμεις, κάλλιον ειπείν, «προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφες. 6,12). Η νίκη εν τούτοις επέρχεται δια της «μέχρι αυτομίσους» μετανοίας (βλ. Λουκ. 14,26). Η εικών της μάχης ταύτης περιγράφεται εν τη Αποκαλύψει του Αγίου Ιωάννου: «Αυτοί ενίκησαν αυτόν (τον Διάβολον και Σατανάν, τον πλανώντα πάσαν την οικουμένην) δια το αίμα του Αρνίου και δια του λόγου της μαρτυρίας αυτών, και ουχ ηγάπησαν την ψυχήν αυτών άχρι θανάτου» (Αποκ. 12,11 και βλ. 12,9). Η προσευχή, συνοδευομένη υπό φλογεράς μετανοίας, ανάγει το πνεύμα του ανθρώπου εις σφαίρας κειμένας πέραν των ορίων «της σοφίας των σοφών … του αιώνος τούτου» (Α’ Κορ. 1,19-20). Είναι φοβερόν να ομιλώμεν περί αυτής: Αύτη διαπερά ημάς δια μέσου των αβύσσων του εξωτέρου σκότους, του εν ημίν κεκρυμμένου, ενοί εν συνεχεία το πνεύμα ημών μετά του Πνεύματος του Θεού και δίδει να ζήσωμεν την αγίαν αιωνιότητα ήδη εντεύθεν. Ανά τους αιώνας οι Πατέρες εθαύμαζον το μεγαλείον της δωρεάς ταύτης προς τον πεπτωκότα κόσμον: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Μόνος Άγιος, ο Μόνος αληθινός Σωτήρ πάντων ανθρώπων, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου». Το κάλλος του κτιστού κόσμου ενθουσιάζει ημάς· ταυτοχρόνως το πνεύμα ημών ελκύεται μετά μεγαλυτέρας δυνάμεως προς το άφθαρτον κάλλος του Ανάρχου Θείου Είναι. Ο Κύριος Ιησούς απεκάλυψεν εις ημάς μετά καταπληκτικής εναργείας το υπερκόσμιον Φως της Ουρανίου Βασιλείας. Η θεωρία της μεγαλοπρεπείας ταύτης ελευθεροί ημάς εκ των συνεπειών της Πτώσεως, και η χάρις του Αγίου Πνεύματος αποκαθιστά εν ημίν την πρωτόκτιστον [//183] εικόνα και ομοίωσιν του Θεού, ήτις εφανερώθη εν τη σαρκί ημών δια του Χριστού· και νυν η επίκλησις του Ονόματος Αυτού γίνεται η αδιάλειπτος ημών προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Σωτήρ ημών, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου». Η προσευχή αύτη εν τη υψίστη αυτής μορφή ενοί ημάς πλήρως μετά του Χριστού. Κατά την ένωσιν ταύτην η ανθρωπίνη υπόστασις δεν εκμηδενίζεται, ούτε διαλύεται εν τω Θείω Είναι ως σταγών ύδατος εν τω ωκεανώ. Η προσωπικότης του ανθρώπου είναι ακατάλυτος εν τη αιωνιώτητι. «Εγώ Ειμι· Εγώ ειμι … η αλήθεια και η ζωή. Εγώ ειμι το φως του κόσμου» (Ιωάν. 8,58· 14,6· 9,5). Το Είναι, η Αλήθεια, το Φως, δεν είναι αφηρημέναι έννοιαι, απρόσωποι ουσίαι – δεν είναι Τι, αλλά Τις. Εκεί όπου δεν υπάρχει προσωπική μορφή του είναι, εκεί ουδέν το ζων υπάρχει· εκεί δεν υπάρχει ούτε αγαθόν, ούτε πονηρόν· ούτε φως ούτε σκότος. Εκεί εν γένει ουδέν δύναται να υπάρξη: «Χωρίς Αυτού εγένετο ουδέ έν ο γέγονεν. Εν Αυτώ ζωή ήν» (Ιωάν. 1,3-4). «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του Ζώντος, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου». |
Δημιουργία αρχείου: 24-10-2018.
Τελευταία μορφοποίηση: 24-10-2018.