Κάθαρση, φωτισμός, θέωση || Ο στόχος τής κλήσης τού Χριστιανού || Σκιά, εικόνα, δούλοι και τέκνα || Η διαχρονικότητα τού δόγματος τής Κάθαρσης, τού Φωτισμού και τής Θέωσης στην Ορθόδοξη Εκκλησία || Πώς ο κατ' εικόνα τού Θεού άνθρωπος γίνεται καθ' ομοίωσιν εν Αγίω Πνεύματι || Εκκλησιαστική ερμηνεία των σταδίων της πνευματικής τελειώσεως || Η προχριστιανική παράδοση τής τελειοποίησης στη θέωση
Κάθαρση - Φωτισμός - Θέωση ή Θεωρία και Πράξη Η Δυτική παρερμηνεία τών όρων Τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου. |
Ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής που κάνει στα έργα του διαρκώς λόγο για κάθαρση, φωτισμό και θέωση, κάνει και μια άλλη διάκριση, ήτοι ομιλεί για πράξη και θεωρία. Δεν πρόκειται για μια διαφορετική διαίρεση, αλλά αν μελετηθεί με προσοχή η διδασκαλία του αυτή, θα διαπιστωθεί ότι με την λέξη πράξη εννοεί την κάθαρση, γι' αυτό κάνει λόγο για πρακτική φιλοσοφία ή πράξη και με την λέξη θεωρία εννοεί τον φωτισμό ή φυσική θεωρία και την θέωση-θεολογία. Διδάσκει ότι η θεωρία αρχίζει από τον φωτισμό του νου ή την νοερά προσευχή και όταν ο άνθρωπος μετέχει της φωτιστικής Χάριτος του Θεού, τότε με την ευδοκία του Θεού, σε στιγμές που δεν το περιμένει, φθάνει και στην θέα του Θεού. Μετά το πέρας της θεωρίας ο θεόπτης επανέρχεται στον φωτισμό του νου, ήτοι την νοερά προσευχή· έτσι, η πράξη είναι βάση της θεωρίας. Περί πράξεως (καθάρσεως) και θεωρίας (φωτισμού-θεώσεως) γίνεται λόγος σε όλα τα κείμενα των Πατέρων, ακόμη και του Μ. Βασιλείου, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου κ.ά. Βέβαια, κατά τον Μεσαίωνα στην Δύση ερμηνεύθηκαν διαφορετικά οι όροι πράξη και θεωρία. Με την λέξη πράξη εννοούσαν την Ιεραποστολή και με την λέξη θεωρία εννοούσαν τον στοχασμό γύρω από θεολογικά θέματα. Όμως, στην πατερική παράδοση η πράξη είναι η μετάνοια του ανθρώπου, δια της καθάρσεως της καρδιάς, και η θεωρία είναι η έλλαμψη-φωτισμός του νου και η θέα του ακτίστου Φωτός, δια της Θεώσεως του ανθρώπου. «Στον μοναχισμό δυτικού τύπου γίνεται μια διάκριση μεταξύ πρακτικής ζωής και θεωρητικής ζωής. Η πρακτική ζωή είναι όταν κανείς αφιερώσει τον εαυτό του στην Ιεραποστολή, να πάει στην Αφρική, την Κίνα κλπ ή στην διοίκηση της Εκκλησίας, πάει για δεσπότης, με άλλα λόγια, ή για εφημέριος σε μια ενορία ή κατατάσσεται σε ένα τάγμα. Αυτή είναι η πρακτική ζωή. Όλοι οι Πάπες της Ρώμης βγαίνουν από τους πρακτικώς ζώντας. Μετά, υπάρχουν μερικοί -πάρα πολύ ολίγοι- στην Φραγκική Εκκλησία, αυτοί λέγονται θεωρητικοί και αυτοί ασχολούνται με την προσευχή και με την θεωρία, την «contemplation» των Δυτικών, Το «contemplation» είναι ένας πνευματικός στοχασμός, που είναι εντελώς ξένος προς την Ορθόδοξη παράδοση. Στην Ορθόδοξη παράδοση έχουμε πράξη και έχουμε και θεωρία». Το στάδιο της καθάρσεως-πράξεως είναι το στάδιο της μετάνοιας και από τον φωτισμό αρχίζει η θεωρία. Γι' αυτό και από τον φωτισμό του νου αρχίζει να αναπτύσσεται η θεολογία. Όμως, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στο στάδιο του φωτισμού, λέγεται θεολογών, και όταν ανέρχεται στην θέωση-θεωρία, είναι πραγματικός θεολόγος. «Ο θεολογών βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού και θεολογεί βάσει της κατατεθειμένης εμπειρίας των θεουμένων, δηλαδή της Παλαιός και Καινής Διαθήκης και των κειμένων των Πατέρων της Εκκλησίας. Όταν ο άνθρωπος έλθει στην κατάσταση του φωτισμού, χρησιμοποιεί τις λειτουργικές ευχές, τους ύμνους και τις προσευχές που ακούει στην Εκκλησία. Δηλαδή, το Πνεύμα το Άγιον προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο στην κατάσταση του φωτισμού με τις ευχές και τις προσευχές της λειτουργικής παραδόσεως. Και όταν κανείς βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση του φωτισμού, τότε θεολογεί. Άρα υπάρχει μια βασική διαφορά μεταξύ εκείνου που έχει φθάσει στην θέωση, που είναι ο αληθινός θεολόγος, και του θεολογούντος, εκείνου δηλαδή που είναι στην κατάσταση του φωτισμού, έστω και αν έχει και αυτός μια μικρή γεύση από την εμπειρία της Θεώσεως. Οπότε, θεολογεί ο θεολόγος, αλλά θεολογούν και οι θεολογούντες. Επειδή όμως θεολογούν και οι θεολογούντες, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι θεολόγοι. Θεολόγος κατά κυριολεξίαν θα γίνει, όταν φθάσει στην κατάσταση της Θεώσεως και όταν δει τον Χριστό εν δόξη, οπότε του αποκαλύπτεται όλη η αλήθεια, όση μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει σε αυτήν την ζωή. Ο Χριστός είναι η Αλήθεια, η οποία είναι ενυπόστατη. Μέχρις ότου, λοιπόν, γίνει θεούμενος, είναι απλώς θεολογών, δηλαδή φοιτητής της θεολογίας. Πτυχιούχος αυτής της θεολογίας είναι ο θεούμενος. Σήμερα, βέβαια, πτυχιούχοι της θεολογίας είναι όσοι έχουν πάρει ένα πτυχίο θεολογικής σχολής κάποιου Πανεπιστημίου. Αυτοί αυτοαποκαλούνται θεολόγοι, όμως δεν έχουν καμία σχέση με τους όντως θεολόγους της πατερικής παραδόσεως. Ως προς το ποιος είναι κατά αλήθειαν θεολόγος, αν κανείς χρησιμοποίηση τα κριτήρια του Αποστόλου Παύλου ως και των Πατέρων της Εκκλησίας π,χ, του Συμεών του Νέου Θεολόγου, τότε θα δει ότι η σημερινή μοντέρνα Ορθόδοξη θεολογία, που είναι επηρεασμένη από την ρωσική θεολογία, δεν είναι πατερική θεολογία, άλλα μια παραμόρφωση της πατερικής θεολογίας, διότι γράφτηκε από ανθρώπους που δεν είχαν τις παραπάνω πνευματικές προϋποθέσεις». Τελικά, η διέλευση του ανθρώπου από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση είναι ο πραγματικός σκοπός της θεολογίας. «Εκεί είναι ο σκοπός της θεολογίας, λένε οι Πατέρες. Ένας είναι ο σκοπός της θεολογίας: η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Η θεολογία δεν έχει κανέναν άλλο σκοπό. Καταλάβατε; Κανέναν άλλο σκοπό δεν έχει η θεολογία. Είναι κάθαρση, φωτισμός και θέωση». Χωρίς αυτούς τους βαθμούς τελειώσεως δεν υπάρχει Ορθοδοξία. «Η Ορθοδοξία χωρίς κάθαρση, φωτισμό και θέωση, τι είναι; Μπορείς να μου πεις; Δεν ξέρω αν μπορείς να βγάλεις αυτό το συμπέρασμα. Διότι η Εκκλησία δεν έβγαζε αυτό το συμπέρασμα. Και γιατί; Διότι υπήρχαν τα Μοναστήρια. Όπως γινόταν δηλαδή κάθαρση, φωτισμός και θέωση εξ επόψεως παραδοσιακής, έγινε έργο του μοναχισμού σιγά-σιγά. Καθόταν ο Επίσκοπος, ας πούμε, και διοικούσε και λέει, "εγώ έχω πέντε Μοναστήρια δηλαδή. Αν θέλετε να ζήσετε τέτοια ζωή, πάτε στο Μοναστήρι, εμείς ασχολούμαστε με την διοίκηση"». Δυστυχώς, αλλοιώθηκε αυτή η παράδοση και σε αυτό το σημείο φαίνεται, κυρίως, η εκκοσμίκευση στην θεολογία. «Η κάθαρση έγινε απαλλαγή από ηθικά παραπτώματα, από ηθικής απόψεως, δηλαδή, που το μυαλό του Έλληνα φαίνεται ότι είχε μεγαλύτερο πρόβλημα με το σεξ, παρά με ο,τιδήποτε άλλο. Έγινε μονομανία το πρόβλημα του σεξ στους Νεοέλληνες. Οπότε, κάθαρση στους ευσεβείς σημαίνει να μην έχεις σεξουαλικούς πειρασμούς. Φωτισμός έγινε το κατηχητικό σχολείο -να μάθεις Αγία Γραφή, εκκλησιαστική ιστορία, μερικούς βίους Αγίων κλπ.,- δηλαδή να γεμίζουμε την λογική του ανθρώπου. Ενώ η κάθαρση είναι φώτιση του νοός του ανθρώπου. Πήγαν να κάνουν φώτιση της λογικής του ανθρώπου. Αντί να φωτίζεται ο νους, φωτίζεται σήμερα η λογική». Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν μπορεί κανείς να ζει την εκκλησιαστική ζωή χωρίς κάθαρση, φωτισμό και θέωση. «Διότι χωρίς κάθαρση και φωτισμό, δεν υπάρχει σωτηρία. Αυτή είναι η σωτηρία. Κάθαρση και φωτισμός». Οι Άγιοι γνωρίζουν εκ πείρας ότι υπάρχει μια ροή μεταξύ των σταδίων της πνευματικής τελειώσεως. «Ένας πρέπει, επίσης, να δίνει προσοχή στο γεγονός ότι, για τους Πατέρες, η κλίμακα των τελειώσεων δεν χωρίζεται η μια από την άλλη και δεν υπάρχει μεταξύ τους διάκριση μεταξύ ατελούς και τελείας. Υπάρχει μάλλον μια ανερχόμενη κλίμακα τελείωσης που δεν έχει τέλος. Έτσι, η κάθαρση είναι επίσης μια κατάσταση τελείωσης, μαζί με την έλλαμψη και την θεωρία. Και ακόμη, μέσα στην θεωρία δεν υπάρχει τέλος στην άνοδο σε υψηλότερα επίπεδα τελείωσης. Έτσι έχει το θέμα, -όχι μόνο με τον άνθρωπο, αλλά επίσης με τους αγγέλους- ένα σημείο που δείχνει καθαρά ότι οι διδασκαλίες των Πατέρων που αφορούν την τελείωση δεν έχουν να κάνουν τίποτα με τους Έλληνες φιλοσόφους ή με οποιαδήποτε φιλοσοφία». Πρόκειται για μια διαρκή ανάβαση στην θεοπτία, με την Άκτιστη Χάρη του Θεού. Μείωση της θείας Χάριτος έχει συνέπεια στην πορεία αυτή. «Επίσης, πρέπει να τονισθεί ότι η ύπαρξη σταδίων στην θεωρία, δεν σημαίνει ότι κάθε κατώτερο από ένα ανώτερο στάδιο είναι μια ατέλεια ή ακόμη μια σχετική ατέλεια. Η τελείωση είναι η ίδια, επειδή η Άκτιστη δόξα είναι αμερίστως μεριζόμενη. Μεταξύ και μέσα στους κτιστούς μετόχους είναι η ίδια. Αύξηση στην τελείωση χωρίς τέλος είναι μια αύξηση στην δεκτικότητα περισσότερης και περισσότερης δόξας για πάντα. Οπωσδήποτε αφού και η αγάπη των δοξασμένων σταμάτησε να είναι κτητική, στο κατώτερο τέλος της θεωρίας, δεν υπάρχει πρόβλημα για περισσότερη ικανοποίηση περαιτέρω ανικανοποίητων επιθυμιών, αλλά μάλλον υπάρχει η πραγματικότητα της αιώνιας και δημιουργικής διεύρυνσης της ανιδιοτελούς αγάπης». Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει τέλος της αγάπης, αλλά μια διαρκής αιώνια τελείωσή της. |
Δημιουργία αρχείου: 15-7-2016.
Τελευταία μορφοποίηση: 15-7-2016.