Απάντηση στους επικριτές του Χρυσοστόμου για τους λόγους του "Κατά των Ιουδαίων" * Η σφαγή στον «Πόλεμο των Χωρικών», ο αντισημιτισμός του Λουθήρου, και το χιτλερικό «ολοκαύτωμα» των Εβραίων * Ο Αιρεσιάρχης Λούθηρος και η αντιμετώπιση των "αιρετικών" * Κρίνοντας τον Χρυσόστομο και τον Παύλο με τα ίδια μέτρα
Ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος "αντισιωνιστής"; Προστασία τών Χριστιανών από τον Ιουδαϊσμό Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου
Πηγή: Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου: "Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος" Τόμος Β΄ Κεφ. 12. |
Επειδή κάποιοι Προτεστάντες τόλμησαν να συγκρίνουν τον ρατσιστή και αντισιωνιστή αιρεσιάρχη Λούθηρο, με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, λόγω τών 8 αντι-Ιουδαϊκών ομιλιών του, τους παρουσιάζουμε ως απάντηση τής συκοφαντίας τους αυτής, ένα απόσπασμα από τον Β΄ Τόμο τού Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, όπου αναιρούνται οι συκοφαντίες τους, και διαφαίνεται σαφέστατα πόσο διαφορετική ήταν η συμπεριφορά τού αγίου Ιωάννη, από τον δικό τους ρατσιστή και δολοφόνο Λούθηρο: Όπως όλοι σχεδόν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, έγραψε και ο ιερός Χρυσόστομος για τους Ιουδαίους. Πριν από τον Χρυσόστομο έγραψαν κατά των Ιουδαίων κυρίως ο απολογητής Απελλής (το κείμενο του οποίου χάθηκε), ο Ιουστίνος («Διάλογος προς Τρύφωνα»), ο Τερτυλλιανός και ο ψευδο-Κυπριανός. Αργότερα έγραψαν ο Φιλάστριος Βρεσκίας και περισσότερο περιστασιακά οι Ευσέβιος Καισαρείας, Αθανάσιος ο Μέγας και οι Καππαδόκες Πατέρες. Οι άλλοι συγγραφείς, προγενέστεροί του και σύγχρονοί του, αναφέρθηκαν με κρίσεις μόνο περιστασιακά στους Ιουδαίους. Του Χρυσοστόμου έχουμε οκτώ σύντομα κείμενα, που συνιστούν καταγραφή ομιλιών του προς το ποίμνιο της Αντιόχειας κατά τα έτη 386 η 387. Συχνά στα κείμενα αυτά συναντάμε σκληρές εκφράσεις για τους Ιουδαίους και προπαντός έντονη κριτική των τελετών και των εθίμων τους, αλλά και της ίδιας της θρησκευτικής τους συμπεριφοράς κατά τους χρόνους της Π.Δ, της Κ.Δ. Και της Εκκλησίας. Βέβαια, η κριτική του δεν είναι αυστηρότερη από εκείνη που άσκησαν οι Προφήτες και ο ίδιος ο Χριστός κατά των Ιουδαίων. Όμως η δική του κριτική προκάλεσε την έντονη αντίδραση παλαιοτέρων και συγχρόνων συγγραφέων, πολλοί των οποίων προσγράφουν στον Χρυσόστομο σκληρό αντισημιτισμό, που δήθεν επηρέασε τους από τον Ε' αιώνα και εξής Χριστιανούς συγγραφείς. Η αλήθεια είναι ότι γενικά ο Χρυσόστομος διατύπωσε οργανωμένα και με φράσεις έντονες, στο πλαίσιο μάλιστα των ανεκτών τότε ρητορικών υπερβολών, τις αντιλήψεις που και οι λοιποί εκκλησιαστικοί συγγραφείς είχαν για τους Ιουδαίους και την θρησκεία τους. Αλλά η ευρύτερη σχετική ενασχόλησή του έχει αιτία ποιμαντική και γίνεται πάντοτε με τα βιβλικά, τα ιστορικά και τα θεολογικά δεδομένα. Αίτια συνιστούσε η θρησκευτική κατάσταση στην Αντιόχεια, όπου το κλίμα εμπόδιζε την αυτοσυνειδησία των Χριστιανών, μεγάλες ομάδες των οποίων δεν διέκριναν μεταξύ Χριστιανισμού και Ιουδαϊσμού και γι' αυτό μετείχαν στις θρησκευτικές εορτές, στις τελετές και στις νηστείες των Ιουδαίων. Χριστιανοί ζητούσαν θαυματουργίες από τους ραββίνους με τα φυλαχτά και τις τελετές που αυτοί ενεργούσαν. Το γεγονός είχε τεράστια σωτηριολογική και θεολογική σημασία για τον Χρυσόστομο, που το έβλεπε ως επικίνδυνη πληγή, αφού η σωτηρία προϋποθέτει απαραίτητα ενσυνείδητη ορθή πίστη και γνήσια λατρεία. Έτσι αποφασίζει να ομιλήσει για τους Ιουδαίους, διακόπτοντας μάλιστα τις ομιλίες του Περί ακαταλήπτου του Θεού και Κατά Άνομο των, όχι από ιδεολογική εναντίον τους τοποθέτηση, αλλά για να θεραπεύσει την πληγή, «το νόσημα», των Χριστιανών και να τους προστατεύσει από θρησκευτικές πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την σωτηρία τους. Θεωρούσε απόλυτη ανάγκη να πεισθούν οι Χριστιανοί, ότι αυτοί και όχι οι Ιουδαίοι κατανοούν ορθά και πλήρως την πδ. Μόνο έτσι θα έπαυαν οι Χριστιανοί να μετέχουν στην θρησκευτική ζωή των Ιουδαίων. «… έτερον νόσημα χαλεπώτατον την ημετέραν γλώσσαν προς ιατρείαν καλεί, νόσημα εν τω σώματι της Εκκλησίας πεφυτευμένον… Τι δε εστι το νόσημα; Εορταί των άθλιων και ταλαιπώρων Ιουδαίων μέλλουσι προσελαύνειν συνεχείς και επάλληλοι, αι Σάλπιγγες, αι Σκηνοπηγίας αι Νηστείαι. Και πολλοί των μεθ’ ημών τεταγμένων και τα ημέτερα λεγόντων φρονείν, οι μεν επί την θέαν απαντώσι των εορτών, οι δε και συνεορτάζουσι και των νηστειών κοινωνούσι. Και τούτο το πονηρόν έθος βούλομαι της Εκκλησίας απελάσαι νυν» (Κατά Ιουδαίων Α' 1: PG 48, 844). Ακατήχητοι στην Αντιόχεια πολλοί Χριστιανοί μετείχαν στις Ιουδαϊκές εορτές του Νέου έτους ή τών Σαλπίγγων και της Σκηνοπηγίας και νήστευαν και τελούσαν το Πάσχα την 14η του μήνα Νισάν, κάτι που είχε απαγορεύσει η Α' Οικουμενική Σύνοδος, το 325 στην Νίκαια. Κι επεμβαίνει ο Χρυσόστομος να διαφωτίσει και να προφυλάξει τους Χριστιανούς ακριβώς κατά τις παραμονές των εορτών αυτών. Μιλάει άρα και γράφει όχι διότι έχει προγραμματική ιδεολογική αντίθεση προς τους Ιουδαίους, αλλά μόλις προκύπτει το ποιμαντικό πρόβλημα, γεγονός που δείχνει ότι αιτία των ομιλιών του δεν είναι ο αντισημιτισμός. Εξηγεί μάλιστα ο ίδιος το γιατί δεν μίλησε για τους Ιουδαίους ενωρίτερα: διότι ενωρίτερα δεν περιτριγύριζαν οι Ιουδαίοι τους Χριστιανούς, για να τους ελκύσουν στις εορτές τους. Τώρα, που ο προσηλυτισμός εντεινόταν και που καταφαινόταν το μέγεθος της θεολογικής άγνοιας των Χριστιανών, μεταβάλλει τον λόγο του σε «αγωνιστικόν». «Πάλιν οι δείλαιοι και πάντων ανθρώπων αθλιώτεροι νήστευειν μέλλουσιν Ιουδαίοι και πάλιν ασφαλίσασθαι την του Χριστού ποίμνην αναγκαίον. Επεί και ποιμένες, έως μεν αν μηδέν ενοχλή θηρίον, υπό δρύν ή πεύκην εαυτούς ρίψαντες τω καλάμω συρίζουσιν, αφέντες επ’ εξουσίας απάσης τα πρόβατα νέμεσθαι. Επειδάν δε λύκων καταδρομήν αίσθωνται γινομένην, ταχέως τον κάλαμον ρίψαντες, την σφενδόνην μεταχειρίζονται… Και μέγα και διωλύγιον ολολύξαντες, τη φωνή πολλάκις προ της βολής το θηρίον απήλασαν. Ούτω δη και ημείς, εν μεν ταις έμπροσθεν ημέραις, ώσπερ εν λειμώνί τίνι τη των Γραφών διηγήσει σκιρτώντες, ουδενός ηψάμεθα αγωνιστικού λόγου· ουδείς γαρ ην ημίν ο διενοχλών. Επειδή δε σήμερον οι λύκων απάντων χαλεπώτεροι Ιουδαίοι περιίστασθαι ημών τα πρόβατα μέλλουσιν, ανάγκη πυκτεύειν και μάχεσθαι, όπως μηδέν ημίν θηριάλωτον γένηται… » (Κατά Ιουδαίων Α΄ 1: PG 48, 871). Προσέχοντας ο ερευνητής τα σχετικά κείμενα του Χρυσοστόμου, οφείλει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτά είναι κυρίως όχι «κατά» Ιουδαίων αλλά «προστατευτικά» των Χριστιανών. Χαρακτηρίζει τους Ιουδαίους «άθλιους», «δείλαιους», «άρπαγες», «πλεονέκτες» και τα όμοια, αλλά ποτέ δεν συνέστησε στους Χριστιανούς να μη συναλλάσσονται ή να μη χαιρετούν τους Ιουδαίους. Πολύ περισσότερο δεν συνέστησε να τους μισούν ή να τους καταδιώκουν. Αυτό που ζητούσε και συνιστούσε μόνο ήταν να μη συμμερίζονται την θρησκευτική ζωή τους. Εφόσον ο Χρυσόστομος δεν συνιστούσε το μίσος και την προσωπική Αποστροφή, δεν διαπνεόταν από κανένα είδος αντισημιτισμού, όπως τον κατηγορούν. Η χρήση βαρέων χαρακτηρισμών, όπως οι παραπάνω, συνήθων άλλωστε για την εποχή εκείνη, οφείλεται κυρίως στην αντίληψη που είχε ο Χρυσόστομος για τον Ιουδαϊσμό ως θρησκεία, ενώ σχετίζεται άμεσα με την συμπεριφορά των Ιουδαίων έναντι του Ιησού Χριστού και του ευαγγελίου του και προπαντός με την ηθικο-κοινωνική συμπεριφορά των Ιουδαίων της τότε Αντιόχειας. Για την κατανόηση του κλίματος, εντός του οποίου κι ένεκα του οποίου έγραψε ο Χρυσόστομος τα περί των Ιουδαίων, πρέπει να υπομνήσουμε τα σχετικά ιστορικά δεδομένα του αντιοχειανού χώρου κατά την εποχή εκείνη. Στην Αντιόχεια, την κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη του ευρύτερου Ελληνιστικού Ελληνόφωνου και συρόφωνου συριακού χώρου, είχε πολύ έντονη παρουσία το Ιουδαϊκό στοιχείο. Ήδη από την ίδρυση της πόλεως από τον Σέλευκο έδρασαν εκεί με προνόμια Ιουδαίοι, που οργάνωσαν την κοινωνικο-θρησκευτική ζωή τους με απόλυτη ελευθερία και, φαίνεται, κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή του τόπου, γεγονός που ευθύνεται και για την μεγάλη ελευθεριότητα στα ήθη τους. Με κέντρο κυρίως δύο εντυπωσιακές Συναγωγές, μία στο Κεράτειο, στο κέντρο της πόλεως, και μία στην Δάφνη, στο «προάστειον», όπως σημειώνει ο Χρυσόστομος, ασκούσαν στην κοινωνία ποικίλη και μεγάλη επιρροή, που έφτανε στον προσηλυτισμό. Αυτό δεν ήταν πολύ δύσκολο, ούτε απαιτούσε ύποπτες ραδιουργίες, διότι το κλίμα ήταν πρόσφορο ένεκα του φαινομένου του Ιουδαιο-Χριστιανισμού (που στην περιοχή παλαιότερα γνώρισε ακμή, αλλά που επιζούσε ακόμα), της εύνοιας που ο αυτοκράτορας Ιουλιανός έδειξε στους Ιουδαίους κι ένεκα της συγγένειας που είχε με τον Ιουδαϊκό μονοθεϊσμό ο επιπολάζων στην Αντιόχεια αρειανισμός. Ο Ιουλιανός έδωσε νέα φτερά στους Ιουδαίους και τους υποσχέθηκε ότι θα ανακατασκευάσει ακόμα και τον ναό του Σολομώντα, κάτι που δεν έγινε διότι πρόλαβε τον αυτοκράτορα ο θάνατος (+ 364). Ιδιαίτερα ευνοούσε την συμμετοχή των Χριστιανών στα θρησκευτικά πράγματα των Ιουδαίων και το γεγονός ότι συχνά οι πρώτοι κατέφευγαν στους Ιουδαίους δικαστές, αφού οι τελευταίοι διατηρούσαν το προνόμιο της αποδόσεως δικαιοσύνης στον χώρο της Συναγωγής και αφού οι Χριστιανοί βρίσκονταν —όσο στα δικαστήρια επικρατούσαν οι εθνικοί— στο δίλημμα να επιλέξουν μεταξύ εθνικών δικαστών η Ιουδαίων. Και είναι από την κοινωνιολογία κανόνας, ότι ο φορέας που ρυθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων μπορεί να τους επηρεάζει σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους, άρα και στην θρησκευτική, κάτι που γνώριζε και φοβόταν ο Χρυσόστομος. Τέλος, άλλου είδους αρνητικό παράγοντα, στην τακτική των Ιουδαίων έναντι των Χριστιανών, αποτέλεσε για όλους τους πρώτους αιώνες της ζωής της Εκκλησίας η προθυμία των Ιουδαίων, στο να υποκαίουν τους διωγμούς των κρατούντων ρωμαίων κατά των Χριστιανών. Έπειτα ο αρειανισμός από το 320 περίπου και ο νεοαρειανισμός από το 360 τουλάχιστον με τον Ευνόμιο, οι οπαδοί του οποίου ονομάστηκαν Ανόμοιοι, άμβλυναν εξαιρετικά το αισθητήριο των Χριστιανών, ώστε να μην διακρίνουν την ριζική διαφορά μεταξύ Εκκλησίας και Ιουδαϊσμού. Ο Χρυσόστομος δεν ήταν δύσκολο να επισημάνει, κάτι που και ο Μ. Αθανάσιος με τους Καππαδόκες είχαν δείξει: ότι εφόσον οι Αρειανοί των ποικίλων αποχρώσεων και μάλιστα οι Ανόμοιοι αρνούνται την ομοουσιότητα του Υιού, θεωρώντας αυτόν κτίσμα, βρίσκονται πολύ κοντά στους Ιουδαίους που αρνούνταν ότι ο Κύριος ήταν αληθινός Υιός του Θεού Πατέρα. Οι Χριστιανοί της Αντιόχειας, δέκτες της απλουστευτικής και λαϊκιστικής διδασκαλίας των Αρειανών και Ανομοίων, ένιωθαν άνετα με τον μονοθεϊσμό των Ιουδαίων. Και ο Χρυσόστομος φοβόταν ότι αν αυτό συνεχιστεί, οι Χριστιανοί θ’ απωλέσουν κάθε δυνατότητα διακρίσεως μεταξύ Εκκλησίας και Ιουδαϊσμού. «Επειδή γαρ συγγενή τα της ασεβείας Ανομοίοις και Ιουδαίοις, συγγενή και τα αγωνίσματα ημίν γίνεται τοις πρότερον (= αυτά που είπε κατά των Ανομοίων) τα νυν. Και γαρ όπερ ενεκάλουν Ιουδαίοι, τούτο εγκαλούσι και ανόμοιοι. Τι δε ενεκάλουν εκείνοι; Ότι “Πατέρα ίδιον έλεγε τον Θεόν, ίσον εαυτόν ποιων τω Θεώ" (Ιωάν. 5,18). Τούτο εγκαλούσι και ούτοι, μάλλον δε ουκ εγκαλούσιν, αλλά και εξαλείφσυσι το ρητόν μετά της διανοίας, ει και μη τη χειρί αλλά τη γνώμη» (Κατά Ιουδαίων Α' 1: PG 48, 845). Πρέπει ακόμα να λεχθεί ότι ο Χρυσόστομος δεν μιλούσε αυστηρά μόνο κατά των Ιουδαίων. Με τον ίδιο και πιο αυστηρό τρόπο μιλούσε και κατά των Ανομοίων, των αιρετικών γενικά και των Γνωστικών ή τών εθνικών. Αυτό συνέβαινε διότι ο λόγος των αντιαιρετικών και των αντιουδαϊκών Ομιλιών του υπήρξε ο ίδιος, η προστασία των πιστών από τις ετεροδιδασκαλίες. Στην αρχή της Α' Ομιλίας του ο Χρυσόστομος κατά των Ιουδαίων, η οποία λέχθηκε μετά τις ομιλίες κατά Ανομοίων, εξηγεί ότι «ο αγών» (η πολεμική του) κατά των Ιουδαίων είναι «συγγενής» προς τον προηγούμενο, τον κατά των Ανομοίων. «… Πάντως δε συγγενής και ούτος ο αγών τω προτέρω» (Αυτόθι). Δεν πρόκειται, λοιπόν, για κάποιου είδους αντισημιτισμό, αφού μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που εκφράζει για τους Ιουδαίους και συμπόνοια και θετικό ενδιαφέρον. Οι ερευνητές όλοι εκπλήσσονται από τους χρυσοστομικούς χαρακτηρισμούς των Ιουδαίων και συνάγει ο καθένας τα δικά του συμπεράσματα. Ιδιαίτερα όσοι μέμφονται τον Χρυσόστομο για αντιϊουδαϊσμό και αντισημιτισμό αποφεύγουν να μελετήσουν την θεολογική θεμελίωση των αποψεών του για τους Ιουδαίους και την έναντι τους αυστηρότητα. Αρκεί μάλιστα το εξής χωρίο του, για να κατανοήσει κανείς τις απόψεις του και τα πραγματικά αισθήματά του. «Μηδέ θαυμάσητε, ει άθλιους εκάλεσα τους Ιουδαίους. Όντως γαρ άθλιοι και ταλαίπωροι, τοσαύτα από των ουρανών αγαθά εις τας χείρας αυτών ελθόντα απωσάμενοι και ρίψαντες μετά πολλής της σπουδής. Ανέτειλεν εκείνοις πρώιμος ο της δικαιοσύνης ήλιος· κακείνοι μεν απώσαντο την ακτίνα και εν σκότω κάθηνται. Ημείς δε οι σκότω συντραφέντες, προς εαυτούς επεσπασάμε θα το φως και του ζόφου της πλάνης απηλλάγημεν. Εκείνοι της ρίζης της Αγίας ήσαν κλάδοι, αλλ' εξεκλάσθησαν. Ημείς ου μετέχομεν της ρίζης και καρπόν ευσεβείας ηνέγκαμεν. Εκείνοι τους προφήτας ανέγνωσαν εκ πρώτης ηλικίας και τον προφητευθέντα εσταύρωσαν. Ημείς ουκ ηκούσαμεν θείων λογίων και τον προφητευθέντα προσεκυνήσαμεν. Δια τούτο άθλιοι, ότι τα πεμφθέντα αυτοίς αγαθά αρπαζόντων ετέρων και προς εαυτούς επισπωμένων, αυτοί διεκρούσαντο. Κακείνοι μεν εις υιοθεσίαν καλούμενοι, προς την των κυνών συγγένειαν εξέπεσον. Ημείς δε κύνες όντες ισχύσαμεν δια την του Θεού χάριν αποθέσθαι την προτέραν αλογίαν και προς την των υιών αναβήναι τιμήν… Ουκ εστί καλόν, φησί, λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις“. Βούλει μαθείν πως οι πρότερον όντες κύνες ημείς εγενόμεθα τέκνα; "Όσοι δε έλαβον αυτόν, (φησίν), έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι”. Ουδέν αθλιώτερον εκείνων, των πανταχού κατά της εαυτών σωτηρίας τρεχόντων. Και γαρ ότε έδει τον νόμον τηρείν, κατεπάτησαν. Και νυν ότε αναπέπαυται ο νόμος, φιλονεικούσιν αυτόν τηρείν. Τι γένοιτ’ αν αυτών ελεεινότερον, οι μη τη παραβάσει του νόμου μόνον, άλλα και τη φυλακή του νόμου τον Θεόν παροξύνουσι; Δια τούτό φησι, "σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία, υμείς αεί τω Πνεύματι τω Αγίω αντυτύπτετε” ου τω παραβαίνειν τα νόμιμα μόνον, αλλά και τω φυλάττειν εθέλειν ακαίρως» (Κατά Ιουδαίων Α΄ 1: PG 48, 845-846). Στο ανωτέρω χωρίο έχουμε κριτική, που συνιστά ερμηνεία της πορείας της θείας οικονομίας. Ο Χρυσόστομος δεν κρίνει τους Ιουδαίους από την οικονομική τους ευμάρεια ή την προσήλωσή τους στα έθιμα της φυλής, ούτε από την νομιμότητα ή την παιδεία και την κοινωνικότητα τους, όπως π. Χ. Έκανε ο διάσημος της εποχής ρήτορας και σοφιστής Λιβάνιος. Κρίνει ως άνθρωπος που είναι βέβαιος ότι κινείται στο ρεύμα, στην πορεία, της θείας οικονομίας. Κρίνει ως πιστός εφαρμοστής του θείου θελήματος, το οποίο και συνιστά μέτρο κρίσεως για οποιονδήποτε άνθρωπο και οποιαδήποτε πράξη. Και για τους Ιουδαίους έχει το ίδιο μέτρο κρίσεως, το εάν και κατά πόσον δέχτηκαν την θεία οικονομία, το σχέδιο του Θεού, για τους εαυτούς τους και την ανθρωπότητα ολόκληρη. Βάσει αυτών αναλύει κι εξηγεί μ’ έμφαση και ζωηρά χρώματα την στάση των Ιουδαίων έναντι του θείου σχεδίου. Και αυτά σε αναφορά προς τους Χριστιανούς, που είναι όσοι Ιουδαίοι κι εθνικοί δέχτηκαν την θεία οικονομία. Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, ευεργετήθηκαν με αγαθά ουράνια, τα οποία όμως απέρριψαν. Πρόκειται για την αποκάλυψη κυρίως και την διδασκαλία των Προφητών, που πρώτοι αυτοί δέχτηκαν ως «ήλιον της δικαιοσύνης», άλλα που παραταύτα βρίσκονται τώρα στο σκοτάδι, γιατί απώθησαν την «ακτίνα», το φως. Αντίθετα οι Χριστιανοί, που στην πλειοψηφία τους — πλην των εξ Ιουδαίων Χριστιανών— ζούσαν στο σκότος, αγνοώντας την θεία αποκάλυψη στο πλαίσιο της Π. Δ. . , δέχτηκαν το φως, την θεία αλήθεια, και απαλλάχτηκαν από το σκοτάδι. Οι Ιουδαίοι ευτύχησαν να είναι «κλάδοι» «της ρίζης της Αγίας», του εκλεκτού λαού. Αυτόβουλα όμως αποκόπηκαν και άρα δεν συνιστούν την συνέχεια της Αγίας «ρίζης». Αντίθετα οι Χριστιανοί, που πριν ως εθνικοί δεν είχαν σχέση με την αγία ρίζα, ευπείθησαν, δέχτηκαν το θέλημα του Θεού κι έδωσαν καρπό ευσεβή. Άρα, για τον Χρυσόστομο την πραγματική συνέχεια του εκλεκτού λαού αποτελούν οι Χριστιανοί, η Εκκλησία. Κορυφώνει τις επισημάνσεις του με την αναφορά στην σταύρωση του Χριστού, τον οποίο προφήτευσαν εκείνοι τους όποιους διάβαζαν οι Ιουδαίοι. Αντίθετα οι Χριστιανοί, που δεν άκουσαν ως εθνικοί τους Προφήτες, δέχτηκαν τον «προφητευθέντα» Χριστό, το ύψιστο αγαθό. Έτσι, το αγαθό τούτο, που πρόσφερε στους Ιουδαίους ο Θεός, το απώθησαν και το άδραξαν άλλοι. Τι άλλο φοβερώτερο θα μπορούσαν να πάθουν, ώστε να θεωρηθούν «άθλιοι» και «ταλαίπωροι», όπως τους χαρακτηρίζει ο Χρυσόστομος, εξηγώντας και τους λόγους των επιθέτων αυτών. Δεν είναι το μίσος του που τον οδηγεί στους χαρακτηρισμούς, αλλά η θλιβερή συμπεριφορά τους έναντι του Θεού. Γίνεται οξύτερος ο Χρυσόστομος, παραμένοντας όμως βιβλικός. Οι Ιουδαίοι κλήθηκαν από τον Θεό σε υιοθεσία, την οποία αρνήθηκαν και την οποία δέχτηκαν οι νυν Χριστιανοί, που, όντας έκτος Ισραήλ, χαρακτηρίζονταν «κύνες» (Ματθαίος 15, 26). Στην κατάσταση όμως αυτή κατήντησαν αυτοί που αρνήθηκαν την υιοθεσία, το θείο θέλημα. «Τέκνα Θεού» πλέον και λαός εκλεκτός είναι όσοι δέχτηκαν τον Χριστό (Ιωάν. 1, 12), αυτόν που προφήτευσαν οι Προφήτες. Πώς, λοιπόν, δεν είναι δυστυχείς οι Ιουδαίοι, που έτσι εκδίωξαν την σωτηρία τους; Θεωρώντας ο Χρυσόστομος και κρίνοντας την τακτική των Ιουδαίων από την αρχή μέχρι τις ημέρες του, διαπιστώνει την συνεχώς αντίθετη πορεία τους, που διακρίνεται σε δύο φάσεις. Στην εποχή της πδ, όταν όφειλαν να τηρούν τον Νόμο, αυτοί τον καταπατούσαν, όπως τους καταμαρτυρούν οι Προφήτες. Στην εποχή της Εκκλησίας, μετά την έλευση του Χριστού, όταν όφειλαν ν’ αφήσουν τον Νόμο, που ήταν μόνο προπαρασκευαστικός, επιμένουν να ζουν με αυτόν. Τώρα που ο Νόμος ξεπεράστηκε, αυτοί αγωνίζονται να τον τηρήσουν. Η τακτική αυτή, καταλυτική ριζικά του θείου θελήματος, τους αποδεικνύει «ελεεινους», εφόσον εξόργιζαν τον Θεό, μη τηρώντας άλλοτε τον Νόμο, και τον εξοργίζουν τηρώντας τον τώρα. Γι' αυτό και ο ευαγγελιστής Λουκάς (Πράξεις 7, 51), ακολουθώντας τον Προφήτη Ησαΐα (63, 10) και άλλα παλαιοδιαθηκικά κείμενα, χαρακτηρίζει τους Εβραίους «σκληροτράχηλους» και «απερίτμητους» κατά την καρδία, με αποτέλεσμα ν’ αντιστρατεύονται πάντοτε στο Άγιο Πνεύμα, στο θέλημα επομένως του Θεού. Αυτά υιοθετεί ο Χρυσόστομος και τίποτε περισσότερο. Οι ομιλίες του Χρυσοστόμου κατά των Ιουδαίων δεν αφορμήθηκαν μόνο από την επιπόλαιη συνήθεια πολλών Χριστιανών, να μετέχουν στην θρησκευτική ζωή των Ιουδαίων. Οι Χριστιανοί αυτοί είχαν υπερβεί την συνήθεια και μετείχαν συνειδητά στα θρησκευτικά πράγματα των Ιουδαίων. Αυτό αποδεικνύει το γεγονός ότι υπερασπίζονταν την τακτική τους, προβάλλοντας π. Χ. Το επιχείρημα ότι και οι Ιουδαίοι «προσκυνούσι» τον Θεό και ότι έχουν «σεμνήν πολιτείαν». Στο επιχείρημα και την ένσταση αυτή ο Χρυσόστομος απαντάει με τρόπο απόλυτο ως Χριστιανός, επαναλαμβάνοντας την επισήμανση του ίδιου του Χριστού: εάν κάποιος γνωρίζει τον Θεό Πατέρα, θα (ανα)γνωρίζει και τον Υιό, τον οποίο οι Ιουδαίοι αρνήθηκαν. Επομένως, αγνοώντας και τον Υιό και τον Πατέρα, δεν μπορούν να προσκυνούν αληθινά τον Θεό. «Αλλά πάντως ερούσι (= κάποιοι Χριστιανοί) ότι και αυτοί (= οι Ιουδαίοι) τον Θεόν προσκυνούσιν. Αλλά μη γένοιτο τούτο ειπείν! Ουδείς Ιουδαίος προσκυνεί τον Θεόν. Τις ταυτά φησιν; Ο Υιός του Θεού. "Ει τον Πατέρα γαρ μου ήδειτε, φησί, κάμε ήδειτε αν' ούτε δε εμέ οίδατε, ούτε τον Πατέρα μου οίδατε” (Ιωάν. 8,19). Ποίαν ταυτής αξιοπιοτοτέραν μαρτυρίαν παραγάγω;» (Κατά Ιουδαίων Α' 3: PG 48, 847). Ανακεφαλαιώνοντας την κριτική του ως βιβλικός και θεολόγος της Εκκλησίας υπογραμμίζει τρία κεφαλαιώδη σφάλματα των Ιουδαίων: αγνοούν τον Πατέρα (εφόσον αρνούνται τον Υιό), σταύρωσαν τον Υιό και αποκρούουν την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος. Εφόσον αυτά είναι αληθή, μπορεί κανείς να θεωρήσει τον τόπο λατρείας των Ιουδαίων ως «δαιμόνων καταγώγιον», ως ειδωλολατρικό χώρο. Αλλά τον χώρο τούτον κάποιοι τον θεωρούν «σεμνόν» και τον «προσέχουν», γεγονός που αναγκάζει τον Χρυσόστομο να προβαίνει στις εκτιμήσεις αυτές. «Ει τοίνυν τον Πατέρα αγνοούσιν (= οι Ιουδαίοι) τον Υιόν εσταύρωσαν, του Πνεύματος την βοήθειαν απεκρούσαντο, τις ουκ αν θαρρών αποφήνηται, των δαιμόνων καταγώγιον είναι τον τόπον; Ου προσκυνείται Θεός εκεί, μη γένοιτο αλλ' ειδωλολατρίας εκείνο το χωρίον λοιπόν εστί. Αλλ' όμως τινές ως σεμνοίς εκείνοις τοις τόποις προσέχουσι» (Κατά Ιουδαίων Α' 3: PG 48, 847). Ο πιστός Χριστιανός δεν μπορεί όντως να δικαιολογήσει, πως, ενώ έχει την ορθή διδασκαλία και απολαμβάνει τα «φρικτά και απόρρητα μυστήρια» της Εκκλησίας, αναζητάει και αυτά με τα οποία χαίρονται κι ευχαριστούνται Ιουδαίοι και Έλληνες. Πολύ περισσότερο, που αυτό θα σκανδαλίσει και θα παραπλανήσει τους απλούστερους, όπως φοβάται και ο Παύλος (Α' Κορινθίους 10, 32), στον οποίο παραπέμπει ο Χρυσόστομος. «… Τις δε απολογία, όταν ο Χριστιανός, και της εντεύθεν μετέχων διδασκαλίας και των φρικτών και απορρήτων μυστηρίων απολαύων, μεταξύ του Ιουδαίου και του Έλληνος αναστρέφηται κακείνοις χαίρη οις και εκείνοι ήδονται» (Κατήχησις VI: SCh: 50bis, σελ. 222). Όσα λέγει και γράφει ο Χρυσόστομος για τους Ιουδαίους, σχετικά ιδίως με την παλαιό και νέα τους απιστία, με την άρνηση του θείου θελήματος και της θείας οικονομίας, αλλά και με την κακή ηθική συμπεριφορά τους, τα εξάγει ευθέως από τους Προφήτες της πδ, οι οποίοι καυτηρίασαν τον εκλεκτό λαό του Θεού περισσότερο απ’ ό,τι ο Χρυσόστομος. Και το κάνει αυτό ενσυνείδητα, γνωρίζοντας τις αντιδράσεις της πανίσχυρης τότε στην Αντιόχεια Ιουδαϊκής κοινότητας και προλαβαίνοντας την μελλοντική εναντίον του κατηγορία ως μεγάλου αντισημίτη. «Ει μεν γαρ οίκοθεν αποφαίνομαι, κατάγνωθι. Ει δε του προφήτου λέγω τα ρήματα, δέξαι την απόφασιν» (Κατά Ιουδαίων Α' 2: PG 48, 847). Και παραθέτει μ’ επεξηγήσεις όσα πχ. Ο Ιερεμίας λέγει για τους Ισραηλίτες, ότι έσπασαν τον «δεσμόν» με τον Θεό, ότι έχουν «όψιν πόρνης», ότι ο «οίκος» του Θεού, η Συναγωγή, έγινε «σπήλαιον υαίνης», ότι ο Θεός «εγκατέλειψε τον οίκον» του (2, 20' 3, 3' 7, Εν 12, 7) και άλλα όμοια. Παραπέμπει στον Ησαΐα (1, 11) και τον Αμώς (5, 21) για να τονίσει ότι ο Θεός αρνείται τις θυσίες και μισεί τις εορτές, που τελούν οι Ιουδαίοι και στις οποίες επιμένουν να μετέχουν πολλοί Χριστιανοί. Υπενθυμίζει ότι οι Ιουδαίοι ειδωλολάτρησαν (Αριθμοί 25), έσφαξαν και θυσίασαν «υιούς και θυγατέρας» «εις τα δαιμόνια» (Ψαλμοί 105, 37). Όλ’ αυτά και άλλα πολλά προκάλεσαν κατά τον Προφήτη Δανιήλ την «κατάρα» του Θεού κατά του εκλεκτού λαού (9, 11' 3, 32). Η θεία κατάρα, για την οποία μιλάει ο Δανιήλ, έχει προέκταση και διαχρονική σημασία, ένεκα του γεγονότος της σταυρώσεως του Χριστού. Γνώρισαν τιμωρίες οι Ιουδαίοι στους χρόνους της Πα, επειδή συμπεριφέρθηκαν εχθρικά στους Προφήτες, διώκοντας ή και φονεύοντας αυτούς. Αλλά οι Προφήτες ήταν όλοι άνθρωποι («δούλοι»). Τώρα ο σταυρωθείς είναι ο Θεός, ο Χριστός. Επομένως η πράξη των Ιουδαίων συνιστά το ύψιστο κακό, «το κεφάλαιον των κακών». Διέπραξαν τόσο φοβερό αμάρτημα, ώστε να μην έρχεται «διόρθωσις» και «συγγνώμη». Οι ίδιοι δεν διορθώνονται, δεν τους παρέχεται συγνώμη και δεν μπορούν να παρουσιάσουν «απολογίαν» της πράξεώς τους. Άρα οι τιμωρίες των Ιουδαίων μετά τα καινοδιαθηκικά γεγονότα οφείλονται στην μη «διόρθωσίν» τους. Άλλωστε, θεολογικά το μόνο ασυγχώρητο αμάρτημα, η βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, έγκειται σ’ αυτό ακριβώς, στην αμετανοησία, στην μη διόρθωση. «Επειδή τον Χριστόν απεκτείνατε, επειδή κατά του Δεσπότου τας χείρας εξετείνατε, επειδή το αίμα το τίμιοιν εξεχέατε, δια τούτο ουκ εστίν υμίν διόρθωσις, ουδέ συγγνώμη λοιπόν, ουδέ απολογία. Τότε μεν γαρ εις δούλους ην τα τολμώμενα, εις Μωυσέα και Ησαΐαν και Ιερεμίαν. Τότε ει και ασέβειά τις εγένετο, αλλ' ούπω το κεφάλαιον των κακών ην τολμηθέν. Νυνί δε… ουδενί τρόπω παρανομίας υπερβολήν κατελίπετε δια της εις Χριστόν μανίας· δια και μειζόνως κολάζεσθε νυν… Δήλον ότι και παιδοκτονίας και πόσης παρανομίας πολλώ χείρον ετολμήσατε και μείζον, τον Χριστόν ανελόντες» (Κατά Ιουδαίων στ' 2: PG 48, 907). |
Δημιουργία αρχείου: 29-11-2016.
Τελευταία μορφοποίηση: 12-12-2017.