Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Συγγραφείς

Ο Ανδρέας Λασκαράτος χωρίς μάσκα Μέρος Β // Ο "αδέκαστος" Θέμος Κορνάρος χωρίς μάσκα και τα ψεύδη του για το Άγιο Όρος // Σκοτεινός "διαφωτισμός" τού Κοραή // Παραμύθια και φαντασιόπληκτοι συγγραφείς ως δεκανίκια της αντιχριστιανικής επιχειρηματολογίας

Μέρος Α΄

Ο Ανδρέας Λασκαράτος χωρίς μάσκα:

O δωσίλογος λογοτέχνης, εκφραστής του ακραίου συντηρητισμού και της φεουδαρχικής βαναυσότητας

Papyrus 52

Mετά το ξεμασκάρεμα του Θέμου Κορνάρου, ας δούμε πώς η βαθιά άγνοια του διαδικτύου μετέτρεψε τον δουλοπρεπή Λασκαράτο, συνεργάτη των Άγγλων και υβριστή της ελευθεροψηφίας και ελευθεροτυπίας, σε σύμβολο κοινωνικής… προόδου!

Γράμμα από το Ληξούρι: τόπος εξεγέρσεως των Ριζοσπαστών Επτανησίων (1848 και 1849) κατά των απάνθρωπων γαιοκτημόνων και του βίαιου καθεστώτος της Αγγλοκρατίας (με συμμετοχή κληρικών, όπως του Παϊσίου Μεταξά, Ευσταθίου Ζαπάντη και Γρηγορίου Ζαπάντη ή παπα-Νοδάρου[1]).

Αποστολέας, ο Ανδρέας Λασκαράτος: εκπρόσωπος των γαιοκτημόνων και των αρχόντων της κληρονομικής αριστοκρατίας, ο άνθρωπος που συκοφάντησε τα λαϊκά κινήματα, χλεύασε τους απαγχονισμένους επαναστάτες και «αγωνίστηκε» με όλες του τις δυνάμεις για να παραμείνει η πατρίδα του υπό το βίαιο καθεστώς της Αγγλικής κατοχής…

 

Μέρος A΄

Εισαγωγικά

Θα πρέπει εξαρχής να ξεκαθαρίσουμε, ότι το άρθρο αυτό δεν ασχολείται με τον Ανδρέα Λασκαράτο ως λογοτέχνη, αλλά μόνο με τις ιδέες και τον χαρακτήρα του, όπως παρουσιάζονται κυρίως μέσα από το έργο του. Σε κάποια σημεία, προς επιβεβαίωση των συμπερασμάτων μας, παραπέμπουμε σε δημοσιευμένες κριτικές αλλά και σε κείμενα του 19ου αιώνα που φανερώνουν σημαντικά στοιχεία για τον γνωστό συγγραφέα.

Στην πραγματικότητα όμως, το άρθρο μας χτυπά κυρίως τη σημερινή άγνοια και αυθαιρεσία, και αποτελεί υπενθύμιση σε κάποιους, ότι πολλές φορές ο χρόνος τείνει να καλύψει τα σκοτεινά σημεία. Και εμείς δεν μιλάμε για ΠΛΑΣΤΑ σκοτεινά σημεία, που γράφονται με βιασμό ακόμη και των βασικών εγχειριδίων ιστορίας, μόνο και μόνο για να γραφτούν υποτιμητικά παραμύθια κατά της Εκκλησιαστικής Παράδοσης. Εμείς μιλάμε για ΑΥΘΕΝΤΙΚΑ σκοτεινά σημεία, που τελικά αναδεικνύουν την πνευματική φτώχεια και επιπολαιότητα που μαστίζει τον νεόκοπο διαδικτυακό αντικληρικαλισμό των ημερών μας.

            (Σημείωση: αν και το γράφουμε στις υποσημειώσεις, το σημειώνουμε και εδώ, ότι ως πηγή για τα «Μυστήρια της Κεφαλονιάς» δεν χρησιμοποιήσαμε το PDF αρχείο που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, αλλά προτιμήσαμε μια έκδοση που να έχει βγει από τυπογραφείο για μεγαλύτερη αξιοπιστία. Χρησιμοποιήσαμε λοιπόν την έκδοση: «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», εκδ. Β. Κομπούγια, εν Αθήναις 1925. Η σελιδοποίηση είναι φυσικά ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ από το PDF αρχείο του διαδικτύου).

 

Για ποιον λόγο γράφτηκε το άρθρο αυτό

(Βολταίρος, Θέμος Κορνάρος, Ανδρέας Λασκαράτος και λοιποί)

Όπως είπαμε, δεν αποφασίσαμε ξαφνικά να ασχοληθούμε με τον σατυρικό συγγραφέα για να του «επιτεθούμε». Είναι γνωστό μέσα από το έργο του ποιος ήταν ο Ανδρέας Λασκαράτος και τι αντιπροσώπευε.

Όταν όμως βλέπουμε πρόσωπα όπως ο Βολταίρος, ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας, ο Λούθηρος, ο Ανδρέας Λασκαράτος, ο Εμμανουήλ Ροΐδης και ένα σωρό άλλοι, να χρησιμοποιούνται σαν το αλεύρι για όλες τις χρήσεις, ως πρότυπα ΚΑΙ προόδου ΚΑΙ ηθικής ΚΑΙ ανθρωπισμού ΚΑΙ κοινωνικής ισότητας ΚΑΙ πατριωτισμού και ένας θεός ξέρει τι άλλο, αυτό, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ, θα πρέπει να έχει και ένα τέλος (και όχι ευχάριστο για όλους…)!

Ήδη το κάναμε σε πολλά άρθρα μας, όπως και σε αυτό για τον Θέμο Κορνάρο[2], όπου αποκαλύψαμε ότι ο ασήμαντος αυτός λογοτέχνης εξύβριζε το Άγιο Όρος ώστε να αναδείξει ως δήθεν υπέρτερα του χριστιανισμού τα αθεϊστικά καθεστώτα (π.χ. του Μάο Τσε Τουγκ) και η «ειλικρίνειά» του ήταν τέτοια, ώστε φρόντιζε στα προπαγανδιστικά του βιβλία να αποκρύπτει συστηματικά όλα τους τα εγκλήματα...

Θα το παραδεχτούμε πάντως: σε κάθε τέτοια προσπάθεια μας, δεν ήταν λίγες οι φορές που τα αποτελέσματα ήταν διασκεδαστικά. Φανταστείτε για παράδειγμα ένα φόρουμ του διαδικτύου όπου εμφανίζεται κάποιος χρήστης που χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Βολταίρος», υβρίζει τους πάντες για τα μη ανθρωπιστικά τους ιδεώδη...

Φαίνεται έχει κάπου διαβάσει ότι «στην ιστορία της φιλοσοφίας η προσωπικότητα του Βολταίρου είναι σημαντική, κυρίως για το γνήσιο πάθος του για τη δικαιοσύνη και την ΑΝΘΡΩΠΙΑ»! (δεν θα αναφέρουμε που το διαβάσαμε για να μην εκθέσουμε τον φιλόπονο συγγραφέα…).

Ξαφνικά όμως, ο δυστυχής μαθαίνει ότι ο περίφημος φιλόσοφος που διακρίνεται για τη «δικαιοσύνη» και την «ανθρωπιά» του, έγινε ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στη χώρα του, επενδύοντας τα χρήματα του στο απάνθρωπο δουλεμπόριο των λιμανιών της Γαλλίας και κάθε φορά που τα πλοία-φέρετρα έρχονταν γεμάτα με αλυσοδεμένους, μισοπεθαμένους μαύρους, ο Βολταίρος γέμιζε τα σεντούκια του με ζεστό χρήμα!

 

Ανάλογες περιπτώσεις άγνοιας επισημάναμε και για άλλα πρόσωπα.

Το συγκεκριμένο άρθρο πάντως δεν θα είχε γραφτεί αν δεν συνειδητοποιούσαμε κάτι, το οποίο ήταν μεν μπροστά μας, δεν μπορούσαμε όμως να το αντιληφθούμε. Αρχικά, βλέποντας κάποιους να χρησιμοποιούν στο διαδίκτυο το Λασκαράτος, ως ψευδώνυμο για …όλες τις χρήσεις, θεωρήσαμε ότι ήταν μια κλασική περίπτωση θράσους.

Κάποια στιγμή όμως τα πράγματα έγιναν ξεκάθαρα στη σκέψη μας: κάποιος που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Λασκαράτος και γράφει κείμενα για «εθελόδουλους», για «προδότες», για «προστάτες των προνομίων τους» κ.λ.π., δεν μπορεί παρά να νομίζει ότι ο Ανδρέας Λασκαράτος ήταν κάποιος με δεκαπλάσιο αγωνιστικό βάρος από τον …Νέλσον Μαντέλα!

Ήταν λοιπόν φανερό, ότι ο διαδικτυακός ...διαπρύσιος κήρυξ ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ τι εστί Λασκαράτος και γι’ αυτό έπεσε στην παγίδα να χρησιμοποιήσει ως λάβαρο κατά πάντων των -κατά την άποψή του- «προδοτών του έθνους και του λαού» το όνομα ενός από τους γνωστότερους δωσίλογους της Επτανήσου!

           

Το περιβάλλον της εποχής, και η θέση του Ανδρέα Λασκαράτου σε αυτό

(μια πραγματικότητα που σπάνια βλέπουμε να περιγράφεται με το όνομά της…)

Βρισκόμαστε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Τα Επτάνησα από το 1815 αποτέλεσαν κράτος υπό την «προστασία» της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία πολύ νωρίς έδειξε το πραγματικό, σκληρό της πρόσωπο.

Η μακρόχρονη παρουσία Δυτικών κατακτητών στα Επτάνησα είχε αφήσει μια ταξική διάρθρωση στην επτανησιακή κοινωνία και όλα τα φεουδαρχικά και ολιγαρχικά κατάλοιπα της βενετοκρατίας. Στον κοινωνικό σχηματισμό, το αριθμητικά κυρίαρχο στοιχείο ήταν ο αγροτικός πληθυσμός, φτωχός, πεινασμένος, εξαθλιωμένος, και σε μεγάλη εξάρτηση από τους ξένους ή επτανήσιους γαλαζοαίματους γαιοκτήμονες, στους οποίους ανήκε φυσικά ο ...Ανδρέας Λασκαράτος, ο οποίος, εκτός ότι προερχόταν από μια «εύπορη, αριστοκρατική οικογένεια κλάδο της γενιάς των Τυπάλδων και ο πατέρας του ήταν γαιοκτήμονας», επίσης, παντρεύτηκε και κόρη μεγαλεμπόρου[3].

Η κοινωνική κατάσταση στα Επτάνησα οδηγεί αναπόφευκτα, κατά την περίοδο αυτή, σε εσωτερικές, ταξικές ή εθνικές συγκρούσεις. Τις τάσεις της κοινωνίας τις βλέπουμε να αποτυπώνονται στα τρία ιδεολογικά ρεύματα:

α) Στους φιλελεύθερους Ριζοσπάστες, οι οποίοι επιθυμούσαν ελευθερίες ψήφου και τύπου και την Ένωση με την Ελλάδα μέσω της βίαιης ανατροπής του κατακτητή.

β) Στους επίσης φιλελεύθερους Μεταρρυθμιστές, οι οποίοι επιθυμούσαν την Ένωση, χωρίς όμως υπερβολές στη χρήση βίας (καθώς δεν ήταν αισιόδοξοι για αίσια έκβαση ενός πολεμικού αγώνα), αλλά επιθυμούσαν ομαλή, σταδιακή μείωση της Αγγλικής παρουσίας με ταυτόχρονη αύξηση δικαιωμάτων για τους Επτανησίους.

γ) Στους λεγόμενους «Καταχθόνιους», το κόμμα που εκπροσωπούσε την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων και τους συνεργάτες των Άγγλων, αυτούς που ήταν «αντίθετοι με κάθε προοδευτική αλλαγή και ιδιαίτερα με την Ένωση της Επτανήσου»[4]. O λαός τους αποκαλούσε «‘καταχθόνιους’, ‘Καμαρίλα’, ‘περούκες και κοτσίδια’ και τους θεωρούσε αντεθνικούς […] H παράταξη αυτή μισούσε τους ριζοσπάστες και θα προσπαθούσε να τους ενοχοποιήσει ως άφρονες και ανατρεπτικούς της τάξεως»[5].

Ο γαλαζοαίματος, «καταχθόνιος» Ανδρέας Λασκαράτος, τον οποίο οι επτανήσιοι τον …«μαύρισαν» δύο φορές, στις εκλογές του 1850 και του 1862, θεωρούσε τον λαό «απατημένο» επειδή στο πρόσωπό του έβλεπε τον δωσίλογο γαιοκτήμονα:

«Όταν ο λαός ΜΑΣ βλέπη όξου, όλος, ευχαριστημένος και χαρούμενος διά τη νίκη που του φαίνεται να έκαμε απάνου μας, ΜΑΣ ΦΩΝΑΖΕΙ καταχθόνιους και κάτου-περούκες […] Λαέ απατημένε, άμποτε τα πράμματα νάλθουνε σε τρόπο, που να μην πληρώσης ποτέ την ποινήν της απάτης σου […] αν ευρεθής υποχρεωμένος να ξεράσεις τα όσα έχαψες»[6].

Ο Λασκαράτος θεωρούσε το κόμμα που εκπροσωπούσε την ιδεολογία της υποτέλειας και των συμφερόντων των γαιοκτημόνων, ως κόμμα «μετριοφρόνων», ενώ ονόμαζε «ακραίους» τους ελευθερωτές της Επτανήσου Ριζοσπάστες, αλλά και τους Μεταρρυθμιστές, τους οποίους μισούσε θανάσιμα και σχεδόν δεν υπάρχει κείμενό του που να μην τους «λούζει» με τις πιο χυδαίες εκφράσεις!

Αν και θα γράψουμε περισσότερα για το θέμα, αξίζει να πούμε ότι, για τον Λασκαράτο, η -κατ’ αυτόν- «αθλιότητα» του Κλήρου οφείλεται εκτός άλλων και στο γεγονός ότι προέρχεται από τις ίδιες κοινωνικές τάξεις και συνθήκες με τους ...Ριζοσπάστες!

Σύμφωνα με την Λασκαράτεια θεωρία[7], υπήρχαν στην ύπαιθρο πολλοί φτωχοί και χήρες, τα παιδιά των οποίων ήταν όμως τεμπέληδες και ζητιάνοι και βέβαια δεν γίνονταν καλοί …ΔΟΥΛΟΙ (υποτιμητική έκφραση για το υπηρετικό προσωπικό…). Τους έπαιρναν μεν οι γαιοκτήμονες ως «δουλικά», επειδή είχαν ανάγκη, όμως αυτοί ήταν τελικά άγριοι, βρωμεροί, ανόητοι και μαθημένοι στην απάτη, πήγαιναν μόνο για να κλέψουν και να φύγουν. Αυτοί λοιπόν οι κλέφτες και «χοντροκομμένοι χωριάτες», που δεν έκαναν ούτε για «δούλοι», γίνονταν …παπάδες[8], ή, επειδή ήταν ακαμάτηδες, έβρισκαν μια χαρά καταφύγιο στον Ριζοσπαστισμό όπου εξασκούσαν την κλεψιά και …μάχονταν υπέρ Πίστεως και Πατρίδος[9]!

Η αποστροφή του Λασκαράτου για τις φτωχές αυτές οικογένειες είναι ολοφάνερη. Παρατηρούμε ότι ο συγγραφέας, γνήσιος εκπρόσωπος της τάξης του, είναι ανίκανος να νιώσει την κατάσταση που οδηγεί τους ανθρώπους αυτούς στην εξαθλίωση… Για το λόγο αυτό, σε ένα μόνο «συμπάσχει», στο ότι οι «καημένες» οι οικογένειες των πλουσίων, δεν βρίσκουν …«εξευγενισμένους δούλους»!

            Ο όχλος -κατά τον Λασκαράτο-, είναι το κοινό σημείο παπάδων και Ριζοσπαστών: οι Ριζοσπάστες είναι οι ήρωες του «όχλου», ο οποίος όχλος είναι «μωρός» [10] και «ανήλικος» επειδή τους ψήφισε[11] (όταν τελικά επετράπη η ελεύθερη ψήφος μετά από εξεγέρσεις) και φυσικά, οι παπάδες εκφράζουν τι άλλο, την θρησκεία αυτού του «όχλου»[12]!

            Σύμφωνα με το μυαλό του Λασκαράτου, ένας λόγος για να χυδαιολογήσει κατά των πιστών ορθοδόξων του «όχλου», ήταν να τους κατηγορήσει ως ...«υποκριτές», επειδή απεχθάνονταν το καθεστώς της …Αγγλοκρατίας! Είναι συνειρμός που μόνο ένας δωσίλογος θα σκεφτόταν να κάνει, και να κατηγορήσει ανθρώπους για κάτι που όλοι οι άλλοι θα ήταν υπερήφανοι! Η τακτική του είναι πράγματι θλιβερή:

«Ο χριστιανός…δεν είναι… άνθρωπος, ΕΙΝΑΙ ΘΗΡΙΟ, ΕΙΝΑΙ ΧΤΗΝΟΣ, ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΧΤΗΝΟΣ…Οι Άγγλοι…ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΦΕΝΤΑΔΕΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ο χριστιανός όμως περνόντας από σιμά τους, τους δίνει μια ματιά εις την οποία βάνει όλο του το μίσος…»[13]!!!

Και να φανταστεί κανείς ότι η αρθρογραφία που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, σα να απευθύνεται σε ανεγκέφαλους, χαρακτηρίζει τον Λασκαράτο …«ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ»! Οπότε, διαπιστώνουμε τελικά ότι πρόκειται όχι για αρθρογραφία αλλά μάλλον για …υμνογραφία! Για το λόγο αυτό, δεν θα διαβάσουμε ποτέ ότι ανάμεσα στους πιο χυδαίους στίχους που έχει γράψει αυτός ο ποιητής της υποτέλειας, είναι ο εξής:

«Απάντησα μιαν πόρνη, μιαν ημέρα, όπου δεν έφτυε απάνουτης κανείς […] «Είμαι, μου λέει, η Φιλελευθερία!» [14]!

                                   

Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια απαραίτητη και πολύ σημαντική διευκρίνηση:

            Η αντιφατικότητα του Λασκαράτου είναι γνωστή. Αν κάποιος δεν έχει διαβάσει το σύνολο ενός έργου του και, κυρίως, τα βασικότερα της εργογραφίας του, μπορεί να ξεγελαστεί από μεμονωμένα παραθέματα.

Για παράδειγμα, ενώ ομολογεί ότι ανήκει στους «καταχθονίους» και άλλωστε, ακόμη και αν δεν το ομολογούσε, και πάλι η ιδεολογία του είναι διάχυτη μέσα στο έργο του, μερικές φορές βλέπουμε το παράδοξο να γράφει ένα απόσπασμα του κειμένου του, λες και ο ίδιος ανήκει ιδεολογικά στους ...μεταρρυθμιστές[15]! Για παράδειγμα, σ’ ένα κομμάτι το οποίο όμως είναι γραμμένο ΜΕΤΑ τις ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΕΣ για τον ίδιο εκλογές του 1850, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «ο Καταχθόνιος τέλος-πάντων βαρένεται, και σε πρώτη περίσταση, γένεται Ριζοσπάστης»[16].

Από τα συμφραζόμενα και από την εξέταση άλλων σημείων που δείχνουν ότι ο Λασκαράτος διαφωνούσε με τον τρόπο που οι Καταχθόνιοι επιχειρούσαν να σταματήσουν την εξάπλωση των Ριζοσπαστών, διαπιστώνουμε ότι μάλλον εκφράζει πίκρα προς τους ομοϊδεάτες του, είτε επειδή δεν τον στήριξαν στις εκλογές, είτε επειδή μετά από αυτές, κάποιοι παρουσιάστηκαν αλλαγμένοι ιδεολογικά, και χολωμένος τους κατηγορεί.

 Αυτές οι μεταπτώσεις δεν θα πρέπει να μας ξεγελούν, διότι είναι δομικό στοιχείο της προσωπικότητας του Λασκαράτου. Η υποκρισία του συγγραφέα Λασκαράτου εισχωρεί και αλλοιώνει συχνά την συνέπεια των κειμένων του. Από τα κείμενά του προκύπτει ξεκάθαρα ότι είναι υποτελής στους Άγγλους λόγω συμφερόντων, όμως την ίδια στιγμή σε μια τυχαία άκρη του κειμένου του (προφανώς λόγω στιγμιαίας έκρηξης) κατηγορεί όλους τους άλλους για ηθικές ατασθαλίες. Με τον ίδιο τρόπο άλλωστε, ονομάζει σε κάποιο σημείο τον εαυτό του «εκ φύσεως φιλελεύθερο»(!), και όμως χαρακτηρίζει την Φιλελευθερία …ΠΟΡΝΗ, καταδικάζει τους φορείς της, και τους λούζει μ’ ένα απίστευτο υβρεολόγιο επειδή επιθυμούν την Ένωση με την Ελλάδα και επειδή δεν θέλουν τους Άγγλους!

Πολύ εύστοχα λοιπόν, ο Τάσος Γριτσόπουλος σημειώνει:

«Διεκήρυττεν ότι ‘εγεννήθηκε φύσει φιλελεύθερος, μα αποτροβήχτηκε από τον πολιτικό κόσμο και εφοβόταν να ειπωθή τέτοιος, αφού και η λέξι φιλελευθερία δεν εσήμαινε πλέον παρά ατιμία’. Εν τούτοις διά της γραφίδος ΠΑΡΙΣΤΑΝΕ ΤΟΝ ΑΓΩΝΙΣΤΗΝ ΚΑΙ ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΝ Ο ΤΟΣΟΝ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΣ ΑΥΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ»[17].

            Πράγματι, τίποτα δεν μπορεί να περιγράψει καλύτερα τη σχιζοφρένεια που υπάρχει σε κάποια κείμενα του Λασκαράτου. Όποιος όμως γνωρίζει το έργο του, ξέρει να διακρίνει την υποκρισία από την αλήθεια: όπως ο Λασκαράτος δεν αφήνει αμφιβολίες για τον ΟΡΘΟΔΟΞΟ αντικληρικαλισμό του (τονίζουμε το ΟΡΘΟΔΟΞΟ διότι θα δούμε ότι για τους Προτεστάντες γράφει ύμνους…), κατά τον ίδιο τρόπο είναι δεδομένο το μίσος του για τις κατώτερες οικονομικά τάξεις και για εκείνους που επιθυμούσαν την αποτίναξη της Αγγλικής Προστασίας. Οι αναφορές του Λασκαράτου σε οτιδήποτε άλλο, είναι περιστασιακές είτε κολακείες, είτε εκρήξεις, και υπαγορεύονται από αυτά που θέλει να πετύχει την κάθε στιγμή, θυσιάζοντας φυσικά την συνέπεια των λόγων του.

Για παράδειγμα, σε μια άλλη περίπτωση γράφει υποκριτικά («Τέχνη του δημηγορείν και συγγράφειν», [χ.ε.], Αθήναι 1954, σελ. 74):

«Μυχτηρίζοντας τες σαρακοστές, μυχτηρίζω, οφθαλμοφανώς βέβαια, τους παπάδες όπου τες διδάσκουνε στους ΑΠΛΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ» .

Εντωμεταξύ, τα γράφει αυτά ο Λασκαράτος τη στιγμή που στα έργα του υβρίζει …ΟΦΘΑΛΜΟΦΑΝΩΣ όχι μόνο τους παπάδες, αλλά και τους «απλούς ανθρώπους» με κάθε είδους προσβλητική και ειρωνική έκφραση που μπορεί να κάποιος να φανταστεί…

Το έργο του Λασκαράτου είναι κατά βάση λιβελογράφημα κατά πάντων όσων θίγουν τα προσωπικά του συμφέροντα. Είναι μια ιστορία γραμμένη από την πλευρά του γαιοκτήμονα ο οποίος βλέπει τον υποκριτικά «εξευγενισμένο κόσμο» του, να φτάνει στο τέλος:

«Είναι αληθινόν ότι οι φρόνιμοι και τίμιοι άνθρωποι δεν κακοποιούνται τώρα πλέον δημοσίως μέσα στους δρόμους, επειδή η πείνα τώρα δύω χρόνους εμάρανε λίγο πράμμα την αυθάδεια και την αισχρότητα του όχλου, αλλά Η ΙΔΙΟΧΤΗΣΙΑ ΜΑΣ είναι διόλου εχθεμένη εις τη ΧΤΗΝΩΔΗ ΤΟΥ ΑΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ» [18].

            Παραπονείται ο Λασκαράτος επειδή επιβουλεύεται την …εξευγενισμένη περιουσία του ο «χτηνώδης όχλος», και οι εξαθλιωμένοι χωρικοί, για τους οποίους ρατσιστικά αναφέρει ότι είναι παρακινημένοι από τη «ΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥΣ ΑΔΙΚΙΑ»[19]  (άρα, φτωχός ίσον «κατά φύση» άδικος, επειδή προφανώς δεν εννοεί να φάει …παντεσπάνι!).

Για τον Λασκαράτο, η μοναδική λύση για την κοινωνία, είναι η υποταγή του πολυπληθούς αγροτικού στοιχείου στους κατακτητές και στους άρχοντες της κληρονομικής αριστοκρατίας!

Από τα παραπάνω λοιπόν, αρχίζει να γίνεται κατανοητό τι περίπου αντιπροσωπεύει το ατυχές ψευδώνυμο που επέλεξαν οι αποτυχημένοι «κοινωνικοί αναμορφωτές» του διαδικτύου!

Από μια πλευρά, είναι, αν μη τι άλλο, διασκεδαστικό, είναι όμως και ενδεικτικό της απίθανης Α-σοβαρότητας που επικρατεί στο διαδίκτυο. Φανταζόμαστε, αντίστοιχα, κάποιον διαδικτυακό χρήστη με το ψευδώνυμο ...«Πατακός», να γράφει σε blog ως τιμητής της ...Δημοκρατίας!

 

Οι άτολμες κριτικές και τα θαμμένα μαργαριτάρια του Λασκαράτου

Για τις τραγελαφικές αυτές καταστάσεις, προφανώς την μεγαλύτερη ευθύνη φέρει αυτός που διαλέγει το ψευδώνυμο. Οφείλεις να γνωρίζεις ποιον επικαλείσαι ως διαδικτυακή σου ταυτότητα και τι αυτός αντιπροσωπεύει! Διαφορετικά, ...ας πρόσεχες!

Από το άλλο μέρος όμως, σοβαρό μερίδιο ευθύνης έχει και η ιδεολογικοποιημένη ή έστω ανεύθυνη αρθρογραφία που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο. Δεν είναι δυνατόν να βαφτίζεις ως δήθεν «κοινωνικό εισαγγελέα κατά της υποκρισίας» κάποιον που είναι ο ίδιος υποκριτής, και στο τόσο αντιφατικό έργο του δεν κατέκρινε ποτέ τους κατακτητές, δεν ειρωνεύτηκε ποτέ τους τίτλους ευγενείας του, δεν ειρωνεύτηκε ποτέ τον πλούτο του, ενώ σιχτίρισε τον φτωχό, τον ταλαίπωρο, τον δυστυχισμένο, και συκοφάντησε τον γνήσιο λαϊκό επαναστάτη με απίστευτα ψέματα.

Ο πολυγράφος Τάσος Γριτσόπουλος, σε εκτενές άρθρο του, παραθέτει αρκετές θετικές και αρνητικές κριτικές της εποχής του για το έργο και την προσωπικότητα του Λασκαράτου. Διαβάζουμε σε κάποιες από αυτές:

«Ο Λασκαράτος ήταν ένας ευγενής, γραμμένος στη χρυσή βίβλο […] ο Λασκαράτος, που τα κορόιδεψε όλα, στάθηκε προσοχή μπροστά στους τίτλους του»[20].

Και αλλού:

«Ο Λασκαρατος δεν κτυπά καθεστώς (της Αγγλοκρατίας), κτυπά τα έθιμα και τους κακούς. Το κακόν ήτο πρώτον πολιτικόν και έπειτα κοινωνικόν. Εδώ έγκειται η αντίφασις του Λασκαράτου. Θέλει να διόρθωση τους δούλους, αντί να τους ελευθέρωση από τα πολιτικά δεσμά. Βεβαίως πιστεύει εις τον άνθρωπον, αλλ' ακριβώς ο κοινωνικός άνθρωπος αναπτύσσεται μόνον ελεύθερος και οι κανόνες της ηθικής δεν δύνανται να ισχύουν εκεί όπου ο κυρίαρχος ασκεί την κυριαρχίαν του εναντίον της πρώτης ηθικής αρχής, της ελευθερίας»[21].

Αυτή είναι η αλήθεια. Και αυτά δεν είναι τίποτα μπροστά στα όσα θα «αποκαλύψουμε» παρακάτω. Βεβαίως, όταν τα έργα του σατυρικού συγγραφέα κυκλοφορούν παντού, ακούγεται αστεία η λέξη «αποκαλύψουμε», όμως η ψευδο-κριτική κατάφερε να θάψει τον πραγματικό Λασκαράτο κάτω από τόνους εύκολου λαϊκισμού και ιδεολογικής καλολογίας, με αποτέλεσμα να μιλάμε για έναν άνθρωπο που ελάχιστα μοιάζει με αυτό που έχει ο κόσμος στο μυαλό του.

Τι γνωρίζουμε τελικά για τον Λασκαράτο;

Δύο μόνο πράγματα: Τον αντικληρικαλισμό του[22] και τον αφορισμό του[23]. Ακολουθώντας τις προηγούμενες παραπομπές προς τα δύο αυτά διαδικτυακά άρθρα που προτείνουμε ενδεικτικά, θα διαπιστώσει ο αναγνώστης ότι ακόμη και αυτά τα δύο στοιχεία (αντικληρικαλισμός- αφορισμός), είναι δυστυχώς περασμένα από ένα απίστευτα καλοπιστικό φίλτρο, χωρίς καμία σοβαρή και λεπτομερή κριτική!

Τα περισσότερα άρθρα που αναφέρονται στον γνωστό λογοτέχνη μένουν απλά σε αναφορές για τον «Συγγραφέα», τον «Ποιητή», τον «Στοχαστή» που ήταν τόσο ...«Ασυμβίβαστος» ώστε διώχθηκε και φυλακίστηκε(!), και μέσα στις διώξεις περιλαμβάνουν και τον ...αφορισμό! Οι αναφορές όμως αυτές, για όποιον έχει διαβάσει τον Λασκαράτο και γνωρίζει τη βιογραφία του, θυμίζουν δυστυχώς σαπουνόπερα και απέχουν χιλιόμετρα από την αλήθεια...

Εκφράσεις θριαμβολογικές που διαβάζουμε σε προλόγους των βιβλίων του, μόνο ειρωνικά σχόλια προκαλούν:

«Ο Ανδρέας Λασκαράτος…Μαστίγωσετην κάθε είδους τυραννίαασυμβίβαστος»[24]!

Και κοιτάξτε τώρα τι γράφει ο ίδιος ο ...«ασυμβίβαστος μαστιγωτής της τυραννίας» για το βίαιο καθεστώς της Αγγλοκρατίας που είχε στοιχήσει όχι μόνο την εξορία ή τη φυλακή, αλλά και την ίδια τη ζωή πολλών αγωνιστών:

 «Τι ζητούνε οι Ριζοσπάστες; Την έξωσην των Άγγλων, την ένωση μας με την Ελλάδα. Το ότι οι Άγγλοι υποφέρνουνε τέτοιες φωνές απουκάτουθέ τους, δείχνει το άπειρον της δύναμης τους»!

Το χειρότερο όλων, είναι ότι ο Λασκαράτος τα γράφει αυτά ενώ γνωρίζει την αυθαιρεσία του καθεστώτος των Άγγλων:

«Για πολύν καιρόν ελάβαμε τες αγγάριες, και είχαμε τους στρατιώτες τους άγγλους με το ξύλο στο χέρι κ’ εδέρνανε τους αγγαρεμένους! Περσσότερο από μια φορά ίδανε οι Κόρφοι τους Αρμοστάς να ξεκαβαλικέβουν από το άλογο, να δέρνουνε τους διαβάτες» [25]!

Ας μην νομίζουμε όμως ότι αυτά τον ενοχλούν:

«Η Αγγλία είναι όλως διόλου καλά διατεθειμένη εις όφελος μας, και ήθελε μας συγχωρήση ευχαρίστως κάθε μας προσπάθεια, τείνουσαν εις την αληθινή καλητέρεψη μας»[26]!

Προσέχουμε ότι το μέτρο με το οποίο κρίνεται η βελτίωση των Επτανησίων, είναι οι Άγγλοι! Αυτοί θα κρίνουν ότι κάτι «είναι για το καλό» των Επτανησίων, και ΤΟΤΕ θα το επιτρέψουν. Επιλογές διαφορετικές από αυτές, θα οδηγήσουν σε συμφορές, για τις οποίες όμως δεν θα φταίνε οι Άγγλοι, αλλά οι ίδιοι οι Επτανήσιοι! (προσέχουμε στην επόμενη παράγραφο για άλλη μια φορά την ασυνέπεια του Λασκαράτου. Πριν, βόλευε να γράψει ότι οι Άγγλοι ενδιαφέρονται για την βελτίωσή τους, αλλά στην παρακάτω συνάφεια, του είναι πιο χρήσιμο το στιλ «έλα μωρέ και τι μας φταίνε οι Άγγλοι»…):

«Οι Άγγλοι βαστούν τα νησιά μας για τη θέση του νησιώνε μας, αλλ' αδιαφορούνε τόσο δια εμάς, που δεν μας θυμόνται μήτε δια να μας ωφελήσουνε, μήτε δια να μας βλάψουνε. Και το καλό μας λοιπόν και το κακό μας, είναι έργον δικό μας· ΚΑΙ ΑΝ ΥΠΟΦΕΡΝΩΜΕ, ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΑΣΤΕ Η ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΣΥΜΦΟΡΩΝ ΜΑΣ»[27]!

Και συνεχίζει:

«Εγώ μιλώ δια το πράμμα που γυρέβουμε […] Μήπως θέλουμε από την Κυβέρνηση μας να διόξη τους Άγγλους από την Εφτάνησο, και να μας ενώση με την Ελλάδα; […] Όχι, όχι δεν ημπορούμε βέβαια να γεληόμαοτε τόσο […] Άλλο πράμμα εννοούμε, και μόνον δεν εκφρασθήκαμε ποτέ παστρικά. Εμείς βασανιζουμάστε από την διαφθοράν των ηθών μας»[28]!

Για τον Λασκαράτο, για όσα τραβούν οι συντοπίτες του δεν έχουν ευθύνη οι Άγγλοι αλλά φταίνε οι υπόδουλοι Επτανήσιοι που είναι διεφθαρμένοι! Το σίγουρο για τον Λασκαράτο είναι ένα, ότι «οι Άγγλοι…είναι οι αφεντάδες του τόπου…»[29]!

Όμως, όλα αυτά, είναι «άγνωστα» στους αρθρογράφους...

Ακόμη και αν με κόπο βρεθεί μια παράγραφος που να ξεπερνάει την «κόκκινη γραμμή» της κριτικής, η αρθρογραφία παρουσιάζει τα πλέον αποκρουστικά στοιχεία της Λασκαράτειας υποκρισίας με εντελώς ανώδυνο τρόπο και σαν να είναι εντελώς αποκομμένα με το ηθικό ποιόν του συγγραφέα

Διαβάζουμε στον «Ριζοσπάστη»:

«Ο γράφων υποστήριξε την άποψη πως ο Λασκαράτος, παρά τη σύγκρουσή του με την Εκκλησία και τη συμβολή του στο φωτισμό του λαού με την καταγγελία της εκμετάλλευσης της θρησκοληψίας και των προλήψεων, υπήρξε κοινωνικά και πολιτικά αντιδραστικός, έχοντας τοποθετηθεί σταθερά κατά του ριζοσπαστισμού, κατά της Ένωσης, κατά του εκλογικού δικαιώματος και της ελευθεροτυπίας»[30].

Προσέχουμε για μία ακόμη φορά πως όταν θέλουμε να παινέψουμε τον συγγραφέα βρίσκουμε ένα σωρό ουσιαστικά, επίθετα κ.λπ.! Στο άρθρο διαβάζουμε ότι:

Ο Λασκαράτος χτύπησε ΣΚΛΗΡΑ τη διαφθορά!

Ο Λασκαράτος ΚΑΤΑΓΓΕΛΕΙ την εκμετάλλευση!

Ο Λασκαράτος ΚΑΤΑΓΓΕΛΕΙ τη θρησκοληψία!

Ο Λασκαράτος ΦΩΤΙΣΕ το λαό! (δεν είμαστε καλά...)

Από την άλλη όμως, η τραγική αλήθεια για τον Λασκαράτο ο οποίος τάχθηκε:

Κατά του δικαιώματος ψήφου!

Κατά της ελευθεροτυπίας!

Κατά της Ένωσης με την Ελλάδα!

Κατά της απελευθέρωσης της πατρίδας του!

Κατά του ίδιου του φτωχού λαού!...

...χαρακτηρίζεται απλά με τον όρο «αντιδραστικός» και όχι ΔΩΣΙΛΟΓΟΣ όπως είναι η ωμή πραγματικότητα! Διότι, όχι μόνο ήταν υπόλογος για τους ύμνους του προς τους Άγγλους, αλλά ήταν επίσης υπόλογος διότι κατασυκοφάντησε με ελεεινό τρόπο κάθε φωνή και κίνημα των ομοεθνών του ενάντια στους κατακτητές! Ήταν δωσίλογος και ως «αμείλικτος εχθρός των Ριζοσπαστών, που αγωνίζονται, κακοπαθούν, εξορίζονται, διά ν’ αποτινάξουν τον αγγλικόν ζυγόν, ενώ αυτός ΤΟΥΣ ΕΣΑΡΚΑΖΕΝ» [31]!

Και όταν ο Λασκαράτος ΣΑΡΚΑΖΕΙ επαναστάτες που η θυσία τους έχει φτάσει έως τον απαγχονισμό, αλλά κάποιοι μιλούν απλά για την «προοδευτική σάτιρα ενός αντιδραστικού», αυτό σημαίνει ότι παρουσιάζεται σοβαρό εμπόδιο στην ανίχνευση της αλήθειας...

Ανάμεσα στα ψήγματα αρνητικής κριτικής για τον Λασκαράτο, βλέπουμε και ένα σύντομο πέρασμα από τον Ληξουριώτη Γιώργο Αλισανδράτο, ο οποίος εντοπίζει μερικά ουσιαστικά στοιχεία που συντέλεσαν στη μορφή του έργου του Ανδρέα Λασκαράτου:

«Αλλά τα φιλελεύθερα και δημοκρατικά κηρύγματα του Διαφωτισμού δε βρήκαν βαθύτερη απήχηση στην ψυχή του νεαρού ΑΡΧΟΝΤΟΜΑΘΗΜΕΝΟΥ. Στα κοινωνικά και τα πολιτικά προβλήματα ο πανέξυπνος Λασκαράτος θα μείνει ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΣ και ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ, ουσιαστικά ΔΕΣΜΙΟΣ στην ιδεολογία της κοινωνικής του τάξης» [32].

Εντούτοις, είναι μόνο μια παράγραφος η οποία αποτελεί μόλις το 1/20 του συνολικού άρθρου...

 

Εισαγωγικά στα περί «διώξεων» του Ανδρέα Λασκαράτου

Ο …παράξενος ένοικος του επάνω ορόφου και «Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς»

Τον Φεβρουάριο του 1856 εκδόθηκε το βιβλίο του Ανδρέα Λασκαράτου, «Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς» (ή «Σκέψεις απάνου στην οικογένεια, στη Θρησκεία και στην πολιτική»), το μοιραίο βιβλίο της ζωής και της σταδιοδρομίας του όπως λέγεται συχνά.

Με βάση τα γεγονότα που επακολούθησαν την κυκλοφορία του βιβλίου αυτού, οι αρθρογράφοι αναφέρονται σε «διώξεις» του συγγραφέα. Νομίζουμε όμως ότι ο καθένας δικαιούται να μιλήσει για ένα βιβλίο, αρκεί να το έχει μελετήσει και να μιλά με επιχειρήματα.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα για τι πράγμα μιλάμε, αξίζει να διαβάσουμε την παρακάτω ιστορία:

Ας φανταστούμε ότι ζούμε σε μια πολυκατοικία. Στοιχειώδεις κανόνες συμβίωσης επιβάλλουν ΕΣΤΩ την ανοχή του ενός προς τον άλλον. Κάποιος κύριος λοιπόν, ένας από τους συγκάτοικους, θεωρεί ότι οι γείτονές του είναι άνθρωποι άξεστοι, απολίτιστοι, αμόρφωτοι και θεωρεί αφ’ υψηλού τις συνήθειες τους. Μ’ ένα παράδειγμα, θα λέγαμε ότι έχει μέσα στο μυαλό του διαμορφωμένα μια σειρά από στερεότυπα, όπως περίπου αυτά εκφράζονται στην περίφημη «Μαντάμ-Σουσού»: δηλ. το ένα μου ξινίζει, το άλλο μου βρωμάει...

Μέχρι εδώ, όλα αυτά είναι καλά, αφού άλλωστε κανείς δεν πρέπει να δικάζεται ούτε για τις πεποιθήσεις του, ούτε καν για τις προθέσεις του, αλλά για τις πράξεις του. Το να αντιπαθείς τους γείτονές σου είναι δικαίωμά σου.

Τα προβλήματα ξεκινούν όμως, όταν ο κύριος αυτός αποφασίζει να εξωτερικεύσει τα στερεότυπα που τον ταλανίζουν, βγαίνοντας στο μπαλκόνι και περιμένοντας να κάνουν την εμφάνισή τους οι γείτονές του. Τότε, θεωρώντας το μπαλκόνι έδρα …δικαστηρίου, αρχίζει ένα ακατάσχετο υβρεολόγιο προς όλους, τάχα πνιγμένος από κάποιο «δίκιο» που μόνο εκείνος πιστεύει ότι τον καταδιώκει: του είναι αδύνατον πλέον να ανεχτεί ανθρώπους που σκέφτονται ή πράττουν διαφορετικά από αυτόν! Μπορεί να τους …έκανε τη χάρη να το ανεχτεί μέχρι τώρα, αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο η κατάσταση! Ήρθε η στιγμή που θα πρέπει να δείξει σε όλους ότι ΕΝΑ ΜΟΝΟ πρόσωπο στην πολυκατοικία σκέφτεται ορθά, και το πρόσωπο αυτό είναι φυσικά ο ...ίδιος!

Το μεσσιανικό παραλήρημα του κυρίου δείχνει χωρίς τέλος. Γυρνά τα μάτια του δεξιά-αριστερά, σαν ένα ρομποτικό φωτοκύτταρο, και φρίττει: συνειδητοποιεί ότι τα πάντα και οι πάντες είναι χυδαία γύρω του, και μονολογεί ...ταπεινά: «Σ' ευχαριστώ Θεέ μου, Ύψιστε Κύριε, που δεν μ' έκανες σαν κι αυτούς! Σ' ευχαριστώ που γλύτωσες εμένα, τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου από το βούρκο όπου αυτά τα κτήνη κυλιούνται» (κτήνη για παράδειγμα ονομάζει ο Λασκαράτος τους συντοπίτες του για πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους είναι επειδή πηγαίνουν στην ακολουθία του ...Επιταφίου!).

Αυτό το πράγμα συνεχίζεται ασταμάτητα. Ο -αποδεδειγμένα πλέον- προβληματικός κύριος της πολυκατοικίας βλαστημά τους γείτονές του για κάθε τι που κάνουν, το πώς μιλάνε, το τι νομίζει ότι σκέφτονται. Τις περισσότερες φορές τους βρίζει όλους, χρεώνοντας τους πράγματα που κάνουν μόνο δυο-τρεις από τους ενοίκους.

Επειδή όμως το φωτοκύτταρο του κυρίου δεν συλλαμβάνει δυσοσμίες σε ...πολύ κοντινές αποστάσεις, έχει την εντύπωση ότι αυτό που κάνει ουδεμία μυρωδιά αναδίδει…

Του διαφεύγει η «λεπτομέρεια», ότι -ίσως βρε αδελφέ-, αυτά όλα που εκείνος νομίζει ορθά και αληθινά, να εκφράζουν μόνο τη δική του γνώμη, και οι άλλοι να διαμαρτύρονται επειδή τους βρίζει χωρίς λόγο!

Και φυσικά, το κυριότερο που ελάχιστοι κριτικοί παρατήρησαν, είναι ότι αποτελεί ολοφάνερη μετάπτωση του όλου πράγματος στη γελοιότητα, το γεγονός ότι ο Λασκαράτος επικαλείται την «ηθική» και υποδεικνύει αφ’ υψηλού, με το δάχτυλο τους «ένοχους» συμπολίτες του, ενώ την ίδια στιγμή …βρίζει και βλαστημάει χειρότερα από τα χαμίνια και τον «όχλο» που τόσο απεχθάνεται!

Ειδικά στο σημείο αυτό, ο Λασκαράτος μοιάζει να έχει χαθεί σε μια θάλασσα μίσους, και αδυνατεί να σκεφτεί ότι με τον δρόμο που έχει διαλέξει, δεν θα μπορούσε ποτέ να ληφθεί σοβαρά αυτό που ισχυρίζεται. Τα είχαμε πει και στην περίπτωση του άλλου απίθανου «λογοτέχνη», του Θέμου Κορνάρου, ο οποίος έχασε εξαρχής το δικαίωμα της σοβαρής αντιμετώπισης, εξαιτίας της χρήσης ακατάσχετου υβρεολογίου το οποίο δείχνει μίσος και προκατάληψη, αλλά και από την παράλογη απουσία φυσιολογικών χαρακτήρων στα κείμενά του! Σε απόλυτη αντιστοιχία, θα ήταν ποτέ δυνατόν να πείσει ο Λασκαράτος ότι ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΛΛΑ ΜΟΝΟ ΛΩΠΟΔΥΤΕΣ, ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ;!

Είναι τελικά φαιδρό να δημιουργούνται από διάφορους αρθρογράφους εντυπώσεις, λες και οι αντιδράσεις των πολιτών εναντίον του Λασκαράτου οφείλονται στον αφορισμό του! Αποκρύπτουν δηλαδή το γεγονός ότι υπήρξε «κοινωνική κατακραυγή», στην οποία έπαιξε μεγάλο ρόλο το βιβλίο του «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς»[33] επειδή εξύβρισε τόσο ακραία τους πάντες, που κάτοικοι έφτασαν στο σημείο να συγκεντρωθούν έξω από το σπίτι του δημιουργώντας αναταραχή! Δεν μπορεί όμως να θεωρείται λογικό το να συκοφαντείς τους πάντες και τα πάντα με τον πιο ακραίο τρόπο, αλλά να θεωρείται παράλογο το να αντιδρούν τα θύματα της συκοφαντίας!

Η τρομερή απογοήτευση του Λασκαράτου από την απόρριψη που εισέπραξε στις εκλογές του 1850 και από την άνοδο των Ριζοσπαστών, ήταν ισχυρό πλήγμα για τον υπέρμετρο εγωισμό του και τον οδήγησε τελικά να ξεσπάσει τα συσσωρευμένα αρνητικά συναισθήματά του μέσα από το βιβλίο αυτό.

Εξαιτίας της ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ (και όχι απλά της ύπαρξης) των μη ορθοδόξων διδασκαλιών του αφορίστηκε (ώστε να γίνει γνωστό ότι οι διδασκαλίες του δεν εκφράζουν την εκκλησιαστική παράδοση), ενώ το απίστευτο υβρεολόγιο του βιβλίου, όπως ήταν φυσικό ξεσήκωσε τους Κεφαλλονίτες, και φυσικά, οι πολιτικοί του αντίπαλοι βρήκαν την ευκαιρία και τον εξόντωσαν ηθικά με όπλο τα δικά του κείμενα. Έφυγε κατόπιν για τη Ζάκυνθο, όπου αφορίστηκε εκ νέου, αναχωρεί κατόπιν για το Λονδίνο (που αλλού), και στα 1857 επιστρέφει πάλι στη Ζάκυνθο.

Όποιος διαβάσει και μελετήσει τα έργα του Λασκαράτου θα καταλάβει ότι την κοινωνία στην οποία ζούσε, την μετέτρεψε στο μυαλό του σε κόλαση. Η κοινωνία ήταν όπως όλες, εκείνος όμως την μισούσε τόσο, που την βίωνε πλέον ως κόλασή του. Και τελικά, ο γείτονας, που βγαίνει κάθε πρωί και βλαστημά «κάφρους», «κτήνη» και «ζώα» τους γείτονές του, θα συναντήσει φυσιολογικές αντιδράσεις για όσο δεν μπορεί να κατανοήσει το βασικό και αναφαίρετο δικαίωμα του καθένα να αυτοπροσδιορίζει τα πιστεύω του!

Ίσως θα ξενίσει κάποιους (λίγο μας απασχολεί βεβαίως…), όμως με το διάβασμα του εν λόγω βιβλίου κάποια στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις ακριβώς το ίδιο συναίσθημα σαν να κάθεσαι δίπλα στη σεσημασμένη κουτσομπόλα της γειτονιάς σου, η οποία σε έχει επισκεφτεί για να πιείτε καφέ και αρχίζει να θάβει ώρες ατέλειωτες τους ΠΑΝΤΕΣ, εκτός φυσικά από την ίδια και την οικογένειά της!

Τη στιγμή που διατυπώθηκε στο μυαλό μας αυτή η ιδέα, θεωρήσαμε ότι δεν υπάρχει καταλληλότερη για να περιγράψει την ανάγνωση όχι μόνο του βιβλίου αυτού, αλλά δυστυχώς, και άλλα έργα του Ανδρέα Λασκαράτου (όχι φυσικά από πλευράς λογοτεχνικής, αλλά από πλευράς ηθικο-κοινωνικού περιεχομένου).

Ευτυχώς, κάποια στιγμή ανακαλύψαμε ότι δεν είμαστε οι μόνοι, αλλά ήταν και σε άλλους φανερό ότι από το έργο του...

...«λείπει η αγάπη. Υπάρχει κι αυτή αλλά τόσο ξυνισμένη, που λίγο απέχει από το μίσος. ΑΝ ΠΙΣΤΕΨΟΥΜΕ ΚΑΤΑ ΓΡΑΜΜΑ ΤΑ ‘ΜΥΣΤΗΡΙΑ’, ΟΙ ΛΗΞΙΟΥΡΙΩΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ ΗΤΑΝ ΟΛΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ, ΚΑΚΟΥΡΓΟΙ, ΨΥΧΕΣ ΔΙΑΣΤΡΕΜΜΕΝΕΣ, ΓΕΜΑΤΕΣ ΚΑΚΙΑ [...] Διαβάζοντας κανείς νοιώθει σε κάθε γραμμή σχεδόν ότι οι ζωγραφιές που μας δίνει, μιας Κεφαλονιάς-κόλασης, ΑΔΥΝΑΤΟΝ Ν' ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΝΩΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»[34]!

Ο Λασκαράτος -και θα τα δούμε αναλυτικά αυτά- σα να ανέβαινε σε δικαστική Έδρα, ύψωνε το δάχτυλο και έκανε αυτό ακριβώς που έλεγε πως απεχθανόταν από τους κληρικούς: ατέλειωτα κηρύγματα υποκριτικής ηθικολογίας, στα οποία περιελάμβανε τους ΠΑΝΤΕΣ, εκτός από τον …εαυτό του!

Το να χαρακτηρίζει κάποιος τον εαυτό του ηθικό, δεν σημαίνει ότι αυτό πρέπει να το συμμεριζόμαστε και εμείς ή ότι είναι απαραίτητα και η αλήθεια! Άλλωστε, χαρακτηριστικό δείγμα της ΑΝΗΘΙΚΟΤΗΤΑΣ του Λασκαράτου, ήταν το γεγονός ότι η λατρεία για τα προνόμιά του, τα οποία του τα φύλαγε ο κατακτητής (ο Λασκαράτος υποστήριζε το καθεστώς της διατήρησης της Αγγλοκρατίας, δηλ. των «κομεστάδων», από το ιταλικό come sta που σημαίνει «όπως έχει», «όπως είναι»), τον οδηγούσε στο να θάβει κάτω από λάσπη για δήθεν ηθικούς λόγους, κάθε έναν που σκεφτόταν διαφορετικά!

Αυτό σημειώνει ο Σπ. Ασδραχάς:

«η επίκληση της ηθικής [ενν. από τον Λασκαράτο] δεν συγκαλύπτει πολιτικές επιλογές υπαγορευόμενες από κοινωνικές αντιλήψεις αυτόχρημα ταξικές»[35]!

Μια έρευνα σε έντυπα της εποχής θα μπορούσε να αποκαλύψει πολλά για τις μεθόδους του συγγραφέα. Όπως αυτές που του καταλογίζει παραπονούμενος, ο Θ. Καρούσος, γυμνασιάρχης, καθηγητής της φιλοσοφίας στο Λύκειο του Αργοστολίου και στο Κολλέγιο του Ληξουρίου. Βεβαίως είχε ένα «κακό» σύμφωνα με τον Λασκαράτο: ήταν …υποψήφιος με τους Ριζοσπάστες! Τα υπόλοιπα τα περιγράφει ο ίδιος σε «καθάρια κεφαλλωνίτικη δημοτική»:

«…όποιος ακούση τόνομα Αντρίας Λασκαράτος, σηκόνεται η πέτζα του κι’ ανατριχιάζουνε τα μαλλιά του κεφαλιού του, γιατί ’ςτο πάτημα του έρχονται ’ςτο νου η ασέβειαίς του, η κακολογίαις του, ο φθόνος, η ξεδιαντροπιά του, και κοντολογής όλα τα κακά του προτερήματα […] Το λοιπόν τώρα σε τούτη την εκλογή που, καθώς γνωρίζετε, εσύντρεχε για υποψήφιος κι αυτός […] σμίγεται και με τσ’ άλλους εχθρούς μας συναγροικιέται με δαύτους πως εκειός από το ένα μέρος με τη φαρμακεμένη του γλώσσα και με ταις συκοφαντίαις του, και ετούτοι από το άλλο με τα καταχθόνια έργα τους και με ταις μηχαναίς τους, να με πελεκήσουνε με κάθε τρόπο και να με κάμουνε κακοθάνατο […] και βγάνει μέσαθε από το μαγαρισμένο στόμα του, από εκειό το στόμα όπου έβρισε και θεό και ανθρώπους και Πατρίδα και θρησκεία, τα πουλιό συχαμερά ψέματα ενάντιο μου, που δεν τα έλεγε η χειρότερη δημόσια…»[36].

Ο Λασκαράτος στα «Μυστήρια» δεν κάνει απλά ηθολογία, αλλά βγάζει χολή κατά των συμπατριωτών του επειδή τον μαύρισαν στις εκλογές του 1850 πρώτον, και επειδή υποστήριξαν μια ιδεολογία που είναι παντελώς αντίθετη προς τα συμφέροντα της τάξης του.

Οι βιβλιοκρισίες της εποχής επισημαίνουν ότι ο Λασκαράτος δεν επιχειρηματολογούσε με βάση τους κανόνες της λογικής «αλλά δι’ ιδίων μόνον αρχών, φρονημάτων, δοξασιών και διδασκαλιών βούλεται ούτος να διδάξη»! (Π. Χιώτης, περιοδ. «Πανδώρα», #155 (1856), σελ. 258).

Δηλαδή, ο Λασκαράτος θεωρούσε επαρκή τη σκέψη:

«ΕΓΩ λέω ότι είναι λάθος, ΑΡΑ ΕΙΝΑΙ λάθος»!

 

Λοιπά περί «διώξεων» του Ανδρέα Λασκαράτου

Όσοι λοιπόν σήμερα, ανάμεσα στις δήθεν «διώξεις» του Λασκαράτου, αναφέρουν κάτι για «φυλακίσεις», μάλλον έχουν μπερδέψει τον Λασκαράτο με κάποιον άλλον ήρωα της ιστορίας ή κάποιον ήρωα μυθιστορήματος.

Διότι ο Λασκαράτος μπήκε απλώς στη φυλακή, μετά από κανονικότατη δίκη, για 4 μήνες, αφού ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΗΚΕ -για τι άλλο- για ΕΞΥΒΡΙΣΗ (του αρχηγού των Ριζοσπαστών κ. Λομβάρδου[37])!

Όποιος γνωρίζει το έργο του Λασκαράτου, αντιλαμβάνεται ότι αποτελεί θαύμα το γεγονός ότι δεν έμεινε πολλά ...τετράμηνα στη φυλακή, με την εμμονή του να υβρίζει και να συκοφαντεί όποιον δεν συμφωνούσε με τις ιδεοληψίες του!

 Και ας μην κάνουν το λάθος κάποιοι να μιλήσουν για 4μηνη καταδίκη λόγω γενικότερου δυσμενούς κλίματος, διότι ξέρουμε καλά πως ΑΘΩΩΘΗΚΕ κανονικότατα στα 1868 -και σε πολύ δυσμενέστερο κλίμα- όταν κατηγορήθηκε για εξύβριση της θρησκείας! Και μάλιστα ΑΘΩΩΘΗΚΕ από ΕΝΟΡΚΟΥΣ (και γνωρίζουμε πόσο δυσμενής ήταν η εντύπωση των Κεφαλλονιτών από τις ύβρεις του συγγραφέα!).

            Ας υπάρξει λοιπόν και κάποια αυτοσυγκράτηση επιτέλους. Δεν είναι δυνατόν να έχουν κάποιοι την εντύπωση ότι με τέτοια παραμύθια περί «διώξεων» τιμούν τον Λασκαράτο… 

Αλλά και στο ζήτημα του αφορισμού, τα πράγματα είναι πάρα πολύ απλά. Ο αφορισμός του ήταν μια ενέργεια που έγινε αφού πρώτα ο ίδιος απέκοψε τον ΕΑΥΤΟ του από την Εκκλησία (τουλάχιστο μέχρι λίγο πριν πεθάνει).

Με τον αφορισμό, από τη στιγμή που κάποιος, ανένδοτος, εμμένει και δημοσιεύει μη ορθόδοξες διδασκαλίες, ενημερώνονται οι πιστοί ότι κάποιος άνθρωπος διαφωνεί με την Παράδοση της Εκκλησίας, άρα πρέπει να είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε όσες θρησκευτικές διδασκαλίες του διαβάσουν ή ακούσουν.

Ο Λασκαράτος, έγραψε θρησκευτικού περιεχομένου κείμενα, πιστός στο ύφος των -ελάχιστων- αντικληρικαλικών κειμένων που κυκλοφόρησαν κατά τον 18ο και 19ο αιώνα και τα οποία ήταν «σχεδόν ολοκληρωτικά προτεσταντικού ήθους» με τις συνηθισμένες επιθέσεις τους «στην ιεραρχία στο σύνολο της, και μάλιστα στους μοναχούς, με αφετηρία τη στηλίτευση του χρηματισμού, της αμάθειας και των ίδιων των ιεροπραξιών της ορθόδοξης εκκλησίας-ενώ, παράλληλα, εμφανίζεται να υπερασπίζεται μια χρηστή και απαλλαγμένη από δεισιδαιμονίες χριστιανική πίστη [...] Ποτέ όμως σε όλα αυτά τα κείμενα […] δεν υπάρχει κάποια ανάλογη συστηματική επικριτική αναφορά στον Προτεσταντισμό» [38].

Το ίδιο ισχύει και για τον Λασκαράτο, όπως επισημαίνει ο Αρ. Καμπάνης:

«Καθώς παρατηρεί και ο Έσσελιγκ, έβλεπε [ενν. ο Λασκαράτος] τον χριστιανισμό με μάτι προτεστάντη. Η εξέγερσις της Εκκλησίας δεν ήταν ανεξήγητη»[39]. 

Και ο Λασκαράτος φροντίζει αυτό να το επιβεβαιώσει απόλυτα:

«ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΗΜΕΝΩΝ είναι άνθρωποι με ανατροφήν, με παιδείαν, με ΗΘΙΚΗΝ, ώστε η συναναστροφή τους είναι ΩΦΕΛΙΜΗ»[40]!

(ακόμη και ως «σημαία» συνεπούς αντικληρικαλισμού δεν είναι άξιος ο Λασκαράτος…).

Και αλλού:

«Ο Διαμαρτυρόμενος ξαναφέρνοντας εις τον εαυτόν του τον χριστιανισμόν των πρώτων αιώνων, εξανάγινε χριστιανός, ως ήτο ο χριστιανός του καιρού εκείνου. Ως τον τότε νεόφυτον χριστιανόν, γνωρίζειτα της θρησκείας τουκατ' αντίθεσιν του Καθολικού πατρός του, και του Ορθοδόξου θείου του…»[41].

Η μαύρη άγνοια που είχε για τις Γραφές ο Λασκαράτος (τις οποίες παρ’ όλ’ αυτά ήθελε να τις ερμηνεύει…) και ο θαυμασμός του για τον Προτεσταντισμό και τους …ιερείς του, τον είχαν οδηγήσει στις πιο απίθανες «θεολογικές» ερμηνείες που έχουν υπάρξει.

Αυτές τις θεολογικές απόψεις μάλιστα, τις διαφήμιζε επίμονα. Και θα πρέπει να προσδιορίσουμε στον αναγνώστη ότι ο Λασκαράτος δεν αποτελεί ούτε κατά διάνοια για τα ελληνικά γράμματα κάτι σαν τους κορυφαίους Σεφέρη ή Σολωμό. Ο Ανδρέας Λασκαράτος είναι αρκετά γνωστός στο ευρύτερο κοινό, όχι τόσο χάρη στη λογοτεχνική αξία του έργου του, αλλά κυρίως επειδή ήταν αντικληρικαλιστής και …αφορισμένος. Ορθά αναφέρει ο καθ. Γ. Μεταλληνός ότι ο Λασκαράτος επιδίωξε τον αφορισμό του «για λόγους διαφήμισης» και πως «αν δεν είχε αφοριστεί δε θα είχε γίνει ευρύτερα γνωστός»[42].

Είναι άλλωστε προφανές ότι, αν και πολλοί έγραψαν ότι ο Λασκαράτος ήταν ένας από τους σημαντικότερους σατυρικούς, εντούτοις η θέση που κατέχει στην ιστορία της λογοτεχνίας δεν είναι και τόσο σπουδαία. Όπως γράφει ο Μ. Σιγούρος[43]:

«Η νεοελληνική αναγέννηση των γραμμάτων στον Λασκαράτο τι οφείλει; Ίσως όχι μεγάλα πράγματα. Αν τέχνη είναι το φανέρωμα του ωραίου, το στεφάνωμα του στοχασμού και του αισθήματος, η μετουσίωση της ιδέας στη μουσική του λόγου, τότε ο Λασκαράτος δεν είναι καλλιτέχνης και το υποστηρίζω χωρίς κανένα δισταγμό» [44].

Βεβαίως, σε αυτό δεν συμφωνούσαν σίγουρα οι …Άγγλοι κριτικοί της εποχής του, οι οποίοι τον παρουσίαζαν ως πρότυπο Έλληνα και λογοτέχνη!:

«Αν όλοι οι Έλληνες ωμοίαζαν τον Λασκαρατο στην τιμιότητα και στην αλήθεια [...] ο Λασκαρατος είναι απροσωπόληπτος [...] σπρώχνεται από θείαν οργήν και από ζωηρό αίσθημα δικαιοσύνης»[45]!

 

Μια ταξική «ηθική»

Άρθρα που αναφέρουν το τετριμμένο ότι «ουδείς μπόρεσε να προσάψει στον Λασκαράτο κάποια ηθική ατασθαλία», καταντούν κολακεία χειρίστου είδους διότι η μεγαλύτερη ηθική ατασθαλία του Λασκαράτου ήταν το γεγονός ότι υιοθετούσε μια ασπρόμαυρη λογική, την οποία και χρησιμοποιούσε ως όπλο-προπαγάνδα στην υπηρεσία των ιδεών του.

Στον ταξικό κόσμο του Λασκαράτου υπάρχουν οι έμποροι που είναι «άνθρωποι ευπρεπείς»[46], υπάρχουν οι «εξευγενισμένοι Κεφαλλονίτες» και φυσικά η εξευγενισμένη Ευρώπη και τα εξευγενισμένα της έθιμα[47]

Δυστυχώς, ανάμεσα σε όλα αυτά τα …«εξευγενισμένα», δεν χωράνε οι «δούλοι»[48], δεν χωράνε τα «υποχείρια», δηλ. οι χωρικοί[49] (οι οποίοι -λέει- μαθαίνουν στα παιδιά τους να κλέβουν[50], το μυαλό τους είναι ίδιο με των ΑΓΡΙΩΝ[51] ενώ οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουν τίποτε άλλο από το να ανεβοκατεβάζουν την αξίνα[52]…), δεν χωράει ο «όχλος» και μάλιστα «όλως τυχαίως», από τον όχλο προέρχονται οι …Κληρικοί!

Φυσικά, η υποκρισία του συγγραφέα δεν φαίνεται μόνο απ’ αυτά. Υπάρχουν και πολύ χειρότερα. Γράφει ο Λασκαράτος:

«Η αγάπη προς τον πλησίον χωρίς πραγματοποίησην δεν αξίζει…Η αγάπη λοιπόν οπού ο άνθρωπος χρεώστη εις τον άνθρωπον συνίσταται όχι μόνον εις το να μην τον αδικάη σε κανένα μέρος των συμφερόντων του, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΔΥΝΑΜΗΝ ΒΟΗΘΟΣ ΤΟΥ» [53].

            Το διαβάζεις και σκέφτεσαι: σπουδαίος άνθρωπος…

Προσέξτε όμως τώρα, πως ακριβώς εννοεί την «αγάπη» ο Λασκαράτος, ως κλασικός γαιοκτήμονας:

«Εμείς έχουμε χρεία για ΔΟΥΛΟΥΣ [ενν. οικότροφους υπηρέτες]…Ο καιρός μας είναι πολύτιμος, αν τόνε μεταχειριζόμασθε δια ΝΑ ΚΑΛΗΤΕΡΕΒΩΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΧΤΗΜΑΤΑ ΜΑΣ, μα για να μπορούμε να κάνωμε τούτο, ΜΑΣ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΔΟΥΛΟΙ…Γιατί τα ΝΟΘΑ του ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟΥ να μην αναθρέφονται για την υπηρεσία;» [54].

Ο Λασκαράτος είναι μια απίθανη φυσιογνωμία... Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί, ότι για τον άνθρωπο της …«αγάπης», τα παιδάκια του Ορφανοτροφείου θα πρέπει να προορίζονται για …δουλικά του;

Αλλά και τι μεγάλο το «δράμα» του θλιμμένου γαιοκτήμονα:

Οι δούλοι και οι δούλες «οπού έχουμε στην Κέφαλονιά σήμερα…είναι όντα…οπού, δεν ελάβανε ποτέ άλλη συντροφιά, άλλη γνώριση, παρά εκείνη του ΓΟΥΡΟΥΝΙΟΥ, του ΓΑΪΔΑΡΟΥ, της ΓΙΔΑΣ…που δεν ηξέρουνε να κάμουνε τίποτις που δεν είναι επιδεχτικά να μάθουνε πλέον τίποτις· που ΔΕΝ ΧΡΗΣΙΜΕΒΟΥΝΕ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΠΗΤΙ ΠΑΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΚΟΝΤΑΒΗ ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΑΝΩ ΤΟΥΣ…όντα…ΑΝΙΚΑΝΑ» [55].

            Είναι απαράμιλλη η σιχασιά που εκφράζει για τα «όντα» των κατώτερων τάξεων…

Και βεβαίως, ο άνθρωπος που μας είπε ότι «αγάπη προς τον πλησίον» σημαίνει «ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΔΥΝΑΜΗΝ ΒΟΗΘΟΣ ΤΟΥ»[56], με απόλυτο θράσος μας λέει ότι στην κοινωνία της Κεφαλονιάς, υπάρχουν «…παιδιά 10 έως 12 χρονώνε…[τα οποία] κατεβαίνουνε από τα χωριά και καμόνουνται να ζητούνε δούλεψη…σχεδόν γυμνά…»[57].

Φυσικά τον Λασκαράτο δεν τον αγγίζουν αυτά, δεν χωράει στην ψυχή του η παραμικρή λύπηση. Ο μόνος λόγος για τον οποίο υπάρχει πιθανότητα να πάρει στο σπίτι του αυτά τα παιδάκια 10-12 χρόνων, είναι:

…«η κατεπείγουσα χρεία…με την ελπίδα να τα αναθρέψωμε, και ΝΑΝ ΤΑ ΕΧΩΜΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΔΟΥΛΟΥΣ ΜΑΣ» [58]!

Και η «χρεία» είναι «κατεπείγουσα», διότι κατά τον μοσχοαναθρεμμένο Λασκαράτο, στις φτωχές οικογένειες στο Ληξούρι και το Αργοστόλι, δεν βρίσκεις παιδιά κατάλληλα για να γίνουν …σωστοί δούλοι, αλλά μόνο «ΧΤΗΝΩΔΗ ΟΝΤΑ», τεμπέληδες και βρωμερούς[59]!, οι οποίοι τελικά επανδρώνουν τις τάξεις των …Ριζοσπαστών[60]!

Και θυμίζουμε πως όταν λέμε «Ριζοσπάστες», εννοούμε τους Επτανήσιους που περισσότερο από κάθε άλλον, μαστιγώθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, εκτελέστηκαν, προκειμένου να ενωθεί η Επτάνησος με την Ελλάδα και να αποκτήσει ο λαός ελευθερία ψήφου και ελευθεροτυπία! Η Ριζοσπαστική ιδεολογία πρέσβευε «την Ανεξαρτησία κάθε λαού, την Ελευθερία, τη Λαϊκή Κυριαρχία, τη Δημοκρατία, την Κοινωνική Αναγέννηση, τον εκδημοκρατισμό της πολιτικο-κοινωνικής ζωής και των θεσμών…πέτυχε τη διέγερση συνειδήσεων, εκφρασμένη με το καίριο αίτημά του, την Ένωση με την Ελλάδα ως απαράβατο φυσικό δικαίωμά του και όχι προϊόν ικεσίας προς τη βασίλισσα της Αγγλίας…Γι' αυτό υπέστη διώξεις, κατατρεγμούς, φυλακίσεις, εξορίες…»[61].

Το σύστημα του Λασκαράτου ονομάζεται συστηματική λασπολογία: αντί να χρησιμοποιεί λογικά επιχειρήματα, εκτοξεύει τεράστιες ποσότητες λάσπης κατά πάντων (εκτός των κατακτητών φυσικά…). Το τι γράφει για τους Ριζοσπάστες που επιθυμούν τη ρήξη με τους κατακτητές είναι απίστευτο:

«Οι Άγγλοι ανοίξανε τες θύρες της κοινωνίας εις τους Βαρβάρους, και οι Βάρβαροι υπό το όνομα Ριζοσπάστες επλημυρίσαν την κοινωνία μας» [62].

Προσέχουμε ότι μέμφεται μέχρι και τους φίλους του Άγγλους, επειδή «άνοιξαν» -λέει- πόρτες και κυριάρχησαν οι Ριζοσπάστες οι οποίοι επιθυμούσαν την Ένωση με την Ελλάδα και την απομάκρυνση των Άγγλων!

Βεβαίως, οι Άγγλοι δεν «άνοιξαν» πόρτες από καλοσύνη, αλλά τις άνοιξαν με το σπαθί τους οι Επτανήσιοι, κυρίως με τις δύο αιματηρές στάσεις τους, στα 1848 και 1849, οπότε οι Άγγλοι χάνοντας το παιχνίδι υποχώρησαν μπροστά στο πείσμα του λαού.

Αν όμως κατανοήσει κάποιος, ποιες ακριβώς «πόρτες» εννοεί ο Λασκαράτος, θα μείνει άφωνος μπροστά στην εθελόδουλη ιδεολογία του.

Οι περίφημες λοιπόν «πόρτες» ήταν «η Ελευθεροψηφία» και «η Ελευθεροτυπία»!! Δύο ιερά αγαθά που κέρδισαν οι Επτανήσιοι με το αίμα τους, ο Λασκαράτος τα ονομάζει «πόρτες εισόδου των βαρβάρων»…:

«Ποία, τω όντι, εσταθήκανε τα αποτελέσματα της ελευθεροτυπίας; και ποια εκείνα της ελευθεροψηφίας;…Ποια εστάθηκε η πρώτη φωνή του λαού μας μόλις του παραχωρήθηκε να μιλήσει; Φωνή ΜΩΡΙΑΣ; Φωνή που απόδειχνε πως εκείνοι που τον εκρίνανε ενήλικον ΑΠΑΤΗΘΗΚΑΝΕ»[63].

Ο συγγραφέας ονομάζει με ευκολία ολόκληρο τον λαό «ανόητο» και «μωρό» επειδή ήταν πιο κοντά στους «Ριζοσπάστες» και όχι φυσικά στην άρχουσα τάξη των εκμεταλλευτών γαιοκτημόνων!

Ο λαός όμως ήξερε πως κερδήθηκαν όλ’ αυτά τα δικαιώματα. Για παράδειγμα, τη στάση των Επτανησίων του 1849 επακολούθησαν φοβερά αντίποινα, βανδαλισμοί από τους Άγγλους στρατιώτες στα χωριά, διωγμοί, συλλήψεις, φυλακίσεις και απαγχονισμοί χωρικών που επεκτάθηκαν και στους εκπροσώπους των Ριζοσπαστών. «Σύμφωνα με τις επίσημες πηγές […] 23 άτομα εκτελέστηκαν […] ανεξάρτητα όμως από τους επίσημους αριθμούς, οι σύγχρονες μαρτυρίες αναφέρουν ότι οι στρατιώτες επιδόθηκαν σε βανδαλισμούς στη Σάμη και στα Ομαλά, στα Σίσια και στη Σκάλα και ότι αυτοί που απαγχονίστηκαν και μαστιγώθηκαν ήταν πολύ περισσότεροι» [64].

 

Τέλος Α΄μέρους.

(η συνέχεια στο Β΄ και τελευταίο μέρος)


 

[3] «Λασκαράτος Ανδρέας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 5, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1991, σελ. 183δ.184α.

[4] Φακιολάς Νίκος, «Κοινωνικά κινήματα στα Επτάνησα και στην υπόλοιπη Ελλάδα (1815-1870)», Βιβλιοπωλείον 'Πλους', Κέρκυρα 2000, σελ. 79.

[5] Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού Μιράντα, «H εξέγερση της Σκάλας το 1849», εφημ. «Η Kαθημερινή», ένθετο «Επτά Ημέρες», KYPIAKH 30 ΜΑΪΟΥ 1999 [αφιέρωμα «Η άνοιξη της Ελευθεροτυπίας»], σελ. 17.

[6] Λασκαράτος Ανδρέας, «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», εκδ. Β. Κομπούγια, εν Αθήναις 1925, σελ. 190.

[7] Βλ. «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 38-41.

[8] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 111: «Ποιος δεν το ξέρει; Διόχνω σήμερα το δούλο μου συχαινόμενος τη διαγωγή του; αύριο τον απαντένω παπά […] απουκάτου στη νέα μορφή του είναι πάντα εκείνος ο χοντρός χωριάτης […] Εκείνον το γεωργό τον αδούλη που τόσες φορές τον έπιασα να με κλέφτη στον κάμπο, την Κυριακή θέλει τον εύρω στην εκκλησιά να ιερουργή».

[9] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 40-41: «Η θέση των οικογενειών εις την Κεφαλονιά για όσον αποβλέπει δούλους είναι αξιοθρήνητη […] Μέσα στες δύω χώρες, Λιξούρι και Αργοστόλι ζει ένας μεγάλος αριθμός φτωχών γυναικώνε, πολλές από τες οποίες χήρες, φορτομένες παιδιά σερνικά και θηλυκό, μικρά και μεγάλα, που ζούνε χωρίς τέχνη, χωρίς εργόχειρο, χωρίς πόρον ζωής κανένα, χωρίς δουλειά και χωρίς θέληση να δουλέψουνε […] Σε τούτες τες οικογένειες όμως τα μέσα όντας τυχαία, και η οικονομία αγνώριστη, η σπατάλη πάντα διαδέχεται την πείνα, και η πείνα διαδέχεται τη σπατάλη· η ακαμασιά και η γύμνια εκεί ζούνε αδελφικάτα […] Σε τούτα τα σπήτια η αμηχανία και η ευκαιρία σχεδιάζουνε την κλεψιά και προετοιμάζουνε την ατιμία και το σκάνταλο […] στην εξοχή, θέλει εύρουμε σε κάθε χωριό ένα μαγαζί όπου συνάζουνται και περνούν τον καιρό τους όλοι οι αδούληδες του χωριού […] η πείνα καμμία φορά τους κατεβάζει στη χώρα να ζητήσουν υπηρεσία […] Κάθε που μπορέσουμε να απολαύσωμε ένα από τούτα τα χτηνώδη οντά, μας φαίνεται να έχωμε θησαυρό […] τα πληρόνουμε τόσο, όσο πληρόνουνται στον εξευγενισμένον κόσμο οι δούλοι οι εξευγενισμένοι […] Διακονιά και Ακαμασιά, πολλοπλασιάζουνε καθημερινώς τους προσηλύτους των στα χωριά και στες χώρες, και τους βαστούνε πάντα έτοιμους, εις σε κάθε ριζοσπαστική προσκάλεση, υπέρ Πίστεως και υπέρ Πατρίδος, ενώ τους γυμνάζουν ωστόσο εις την κλεψιά ευρύχωρο και ανεξάντλητο στάδιο των άγριων τούτων».

[10] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 212.

[11] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 179.

[12] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 61.

[13] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 138.

[14] Λασκαράτος Ανδρέας, «Ποιήματα», εκδ. Γεωργίου Φέξη, εν Αθήναις 1915, σελ. 76.

[15] Βλ. «Οι 19 ώρες του Καταχθονίου», στο «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 227 κ.ε.

[16] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 233.

[17] Γριτσόπουλος Τάσος, «Λασκαράτος Ανδρέας», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 8 (1966), στ. 134.

[18] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 251.

[19] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 246.

[20] ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 137.

[21] ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 139-140.

[22] Στο διαδίκτυο εδώ: http://www.e-magazino.gr/?p=2457.

[24] Στα προλεγόμενα του: Λασκαράτος Ανδρέας, «Ιδού ο άνθρωπος», εκδ. Πέλλα, Αθήνα [χ.χ.], σελ. 7.

[25] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 236.

[26] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 200-201.

[27] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 168.

[28] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 203-204.

[29] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 138.

[31] ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 134.

[32] «Λασκαράτος Ανδρέας», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 37, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM].

[33] Βιβλιοκρισία: «Γεράσιμος Λόριζας, αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας, Αθήναι 1969», στο περιοδ. «Ελληνικά», τόμ. 22, τεύχ. 2, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1969, σελ. 515.

[34] Από βιβλιοκρισία που παραθέτει ο Τάσος Γριτσόπουλος στη ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 137.

[35] Σπ. Ασδραχάς, «Ο ‘Λύχνος’ του Ανδρέα Λασκαράτου», εφημ. «Η Kαθημερινή», ένθετο «Επτά Ημέρες», KYPIAKH 30 ΜΑΪΟΥ 1999 [αφιέρωμα «Η άνοιξη της Ελευθεροτυπίας»], σελ. 21.

[36] Θ. Καρούσος, Ληξούρι 13/1/1862. Δημοσιεύεται στο περιοδ. «Ο Νουμάς», 212 (1906), σελ. 3.

[37] «Λασκαράτος Ανδρέας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 5, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1991, σελ. 184β.

[38] Καραμπελιάς Γιώργος, «Κοραής και Γρηγόριος Ε΄. Κοινωνικές Συγκρούσεις και Διαφωτισμός στην Προεπαναστατική Σμύρνη (1788-1820)», Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2009, σελ. 78-79.

[39] Παρατίθεται στη ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 138.

[40] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 110.

[41] «Ιδού ο άνθρωπος», ό.π., σελ. 12-13.

[43] Ποιητής, κριτικός, αντιπρόεδρος του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός», εκπρόσωπος της Επτανησιακής ποιητικής σχολής.

[44] Μ. Σιγούρου, «Ανδρέας Λασκαράτος», περιοδ. Ελλην. Δημιουργία,Ζ΄ (1951), σελ. 285-286, παρατίθεται στη ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 137.

[45] Λασκαράτος Ανδρέας, «Ποιήματα», ό.π., σελ. 14.

[46] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 74.

[47] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 75.

[48] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 74.

[49] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 63.

[50] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 64.

[51] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 65.

[52] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 66.

[53] Ματθ. 23,27, στο «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 92.

[54] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 31.

[55] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 30.

[56] Ματθ. 23,27, στο «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 92.

[57] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 40.

[58] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 41.

[59] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 40.

[60] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 41.

[61] Λουκάτος Σπύρος, «Τα οράματα των Ριζοσπαστών», εφημ. «Η Kαθημερινή», ένθετο «Επτά Ημέρες», KYPIAKH 30 ΜΑΪΟΥ 1999 [αφιέρωμα «Η άνοιξη της Ελευθεροτυπίας»], σελ. 9.

[62] Λασκαράτος Ανδρέας, «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», εκδ. Β. Κομπούγια, εν Αθήναις 1925, σελ. 151.

[63] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 212.

[64] Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού Μιράντα, «H εξέγερση της Σκάλας το 1849», εφημ. «Η Kαθημερινή», ένθετο «Επτά Ημέρες», KYPIAKH 30 ΜΑΪΟΥ 1999 [αφιέρωμα «Η άνοιξη της Ελευθεροτυπίας»], σελ. 19.

Δημιουργία αρχείου: 16-2-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 8-3-2010.

ΕΠΑΝΩ