Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Συγγραφείς

Ο Ανδρέας Λασκαράτος χωρίς μάσκα Μέρος Α // Ο "αδέκαστος" Θέμος Κορνάρος χωρίς μάσκα και τα ψεύδη του για το Άγιο Όρος // Σκοτεινός "διαφωτισμός" τού Κοραή // Παραμύθια και φαντασιόπληκτοι συγγραφείς ως δεκανίκια της αντιχριστιανικής επιχειρηματολογίας

Μέρος Β΄

Ο Ανδρέας Λασκαράτος χωρίς μάσκα:

O δωσίλογος λογοτέχνης, εκφραστής του ακραίου συντηρητισμού και της φεουδαρχικής βαναυσότητας

Papyrus 52

Mετά το ξεμασκάρεμα του Θέμου Κορνάρου, ας δούμε πώς η βαθιά άγνοια του διαδικτύου μετέτρεψε τον δουλοπρεπή Λασκαράτο, συνεργάτη των Άγγλων και υβριστή της ελευθεροψηφίας και ελευθεροτυπίας, σε σύμβολο κοινωνικής… προόδου! Μετά το 1ο μέρος τής ιστορικής μας έρευνας, ακολουθεί το 2ο με ακόμα περισσότερα στοιχεία γι' αυτόν και την αρρωστημένη ψυχολογία του:

Πριν συνεχίσουμε στο δεύτερο μέρος, αξίζει να πούμε ότι το 1ο άρθρο μας για τον περίφημο Ανδρέα Λασκαράτο έπιασε τόπο όπως φαίνεται. Εκτός από αυξημένη αναγνωσιμότητα, προκάλεσε και μεγάλη αμηχανία στους κατόχους του ατυχούς ψευδωνύμου οι οποίοι κατά το τελευταίο διάστημα αύξησαν εκτός από τις ύβρεις τους και τις αναφορές τους στην ΟΟΔΕ!

Αλλά και σε ποιον και πώς να δικαιολογηθείς, όταν επιλέγεις ως ταυτότητα της διαδικτυακής προσωπικότητάς σου τον Ανδρέα Λασκαράτο, ο οποίος ιδεολογικά εκπροσωπεί την δουλοπρέπεια, τον συντηρητισμό, την υποτέλεια, την ταξική εκμετάλλευση, δηλ. ΑΚΡΙΒΩΣ αυτά, που μέσα στα κείμενά σου επιδιώκεις να χλευάσεις;

Και ποιος να πάρει στα σοβαρά τις αναζητήσεις σου στο …διαδίκτυο (οι οποίες θεωρούνται κάτι σαν «επιστημονική έρευνα»…) και τις προσπάθειές σου να απαντήσεις σε δύσκολα για σένα θέματα, όταν ακόμη και το άθλιο παρελθόν του αγαπημένου σου «ήρωα» είσαι ανίκανος να γνωρίζεις;

Να πούμε στους …δυστυχείς φίλους μας, ότι δεν νομίζουμε ότι θα καταφέρουν κάτι από την εξακολούθηση του συνηθισμένου τους υβρεολόγιου, με το οποίο έχουν ρίξει τόσο χαμηλά τον πήχη του επιπέδου τους, που περνάς πλέον περπατώντας από πάνω του. Το υβρεολόγιο το μόνο που καταφέρνει σίγουρα, είναι να κάνει κάποιον περισσότερο κωμικό, όμως δεν γιατρεύει τα παθήματα από την αποκάλυψη ότι ο συγγραφέας-«ήρωας» δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια ακόμη περίπτωση ντροπής για την ελληνική ιστορία.

Άλλωστε, πόσο ακόμη θα κατέβει το ανύπαρκτο επίπεδό τους, όταν έρθει και το σχετικό άρθρο για τον Εμμανουήλ Ροΐδη;

 

Εκκλησιαστική ζωή και πολιτιστική ταυτότητα

Λασκαράτος κατά Σεφέρη, Ελύτη, Καβάφη

Συνεχίζοντας τώρα την ανάλυση του λιβελογραφικού συστήματος του συγγραφέα Ανδρέα Λασκαράτου και προκειμένου για τα προβλήματα τα οποία κατά την άποψή του υπήρξαν στην Εκκλησιαστική ζωή και στη συμπεριφορά του Κλήρου, ας προηγηθεί εδώ μια διαπίστωση.

Ανακεφαλαιώνοντας το περιεχόμενο μέχρι το σημείο αυτό, βλέπουμε ότι καταντά προβληματική η συνολική καταγραφή του Λασκαράτου, πράγμα που αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα όλων των λιβελλογραφημάτων: για ποιον λόγο να γίνουν πιστευτά, ως δήθεν ιστορικά γεγονότα, όσα ακραία καταγγέλλει; Τι απ’ όσα υβρίζει άλλωστε ήταν αλήθεια;

Ήταν μήπως οι ήρωες Ριζοσπάστες «βάρβαροι» και ανεπάγγελτοι απατεώνες;

Ήταν μήπως όλοι οι αγρότες της Κεφαλονιάς αγροίκοι, κλέφτες και παλιάνθρωποι;

Ήταν άραγε υπεύθυνη η …ανηθικότητα του λαού για τα δεινά των επτανησίων;

Ήταν μήπως οι Άγγλοι δυνάστες, οι πλούσιοι έμποροι και οι εκμεταλλευτές γαιοκτήμονες τα πρότυπα «καλοσύνης» και «ηθικής» του τόπου;

Ήταν μήπως η Ελευθερία Τύπου και η Ελευθερία Ψήφου παροχές «ακατάλληλες» για τους «ανόητους» επτανησίους;!

 

Στο έργο του ο Λασκαράτος ακολουθεί τη μέθοδο της ισοπέδωσης. Όχι μόνο από τους κριτικούς, αλλά και από τον απλό αναγνώστη, πουθενά δεν διακρίνεται η παραμικρή πιθανότητα ο συγγραφέας να καταγράφει γεγονότα, αλλά αντιθέτως, είναι προφανές ότι κάνει παρουσίαση ισοπεδωτικών, ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ερμηνειών από ταξικό και οικονομικό συμφέρον, γι’ αυτό και δεν διστάζει να υμνήσει τους κατακτητές, τους ισχυρούς, τους ευγενείς, τους πλούσιους εμπόρους και να πλήξει ηθικά τον απλό λαό, τους αγρότες, τις κατώτερες οικονομικά τάξεις, τους επαναστάτες.

Αυτές οι υποκριτικές μέθοδοι, συνεχίζονται φυσικά και στα όσα καταγράφει ο σατυρικός συγγραφέας για την Εκκλησιαστική ζωή των κατοίκων.

Βλέπουμε για παράδειγμα ότι, στα έργα του επικαλείται δεκάδες έως εκατοντάδες φορές το όνομα του Ιησού Χριστού. Η μέθοδος που ακολουθεί πιστά τις περισσότερες φορές είναι η εξής: στην προσπάθεια του να στηρίξει κάπου το δίκαιο της ιδεοληψίας του, χρησιμοποιούσε το όνομα του Χριστού, στο οποίο προέβαλλε τις εμμονές του για να τους δώσει κύρος, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως διερμηνέα του Ιησού και φυσικά, παρουσιάζοντας τον Χριστό να συμφωνεί σε όλα μαζί του!

Όπως γίνεται κατανοητό, η επίκληση του Ιησού είναι βασικά ένα λογοτεχνικό τρικ. Όταν θέλει να κατηγορήσει τους χριστιανούς του τόπου του, αντί να μείνει στη διατύπωση «εγώ λέω ότι όσα πιστεύετε είναι λάθος», λέει ότι «έχετε διαστρέψει όσα είπε ο Χριστός». Και αντί να πει «εγώ λέω ότι είστε υποκριτές», λέει ότι «ο Χριστός σας θεωρεί υποκριτές».

Ως κλασικό παράδειγμα παραθέτουμε «συνομιλία» του Λασκαράτου με τον …Ιησού:

«’Ω γλυκύτατε μου Ιησού!’ ΤΟΥ ΕΙΠΑ ΕΓΩ [...] ‘η θρησκεία την οποίαν εδίδαξες εις τον κόσμο, δεν υπάρχει πλέον εκεί κάτου [...] δεν έμεινε παρά τ' όνομα σου απάνου σε μία σωρεία θρησκευτικών εθίμων, όπου τα λένε θρησκεία σου’» [1].

Μα τι ταπεινότης!

Ο Ανδρέας Λασκαράτος παρουσιάζει τον εαυτό του τόσο «καλό», τόσο «γλυκύ», τόσο «αληθινό», και αποτελεί κατά τη γνώμη του ασήμαντη λεπτομέρεια ότι τη διδασκαλία του Ιησού τη γυρνάει σα κοκορέτσι όπως τον βολεύει, με ΜΟΝΑΔΙΚΟ σκοπό να δώσει κείμενο που θα αυξήσει τη δική του «αγιότητα» και θα σιχτιρίσει ΟΛΟΥΣ τους συνανθρώπους του! Νομίζει ότι μπορεί άνετα, μετά από ένα περιποιημένο υβρεολόγιο κατά των συνανθρώπων του, να χρησιμοποιεί και μια «μερίδα» λόγια του Ιησού:

«Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί!» [2].

            Στην πραγματικότητα βέβαια, αποφεύγει συστηματικά όσα λόγια του Ιησού τον αφορούν και απορρίπτουν την ακραία συμπεριφορά του:

«Υποκριτή! Πώς μπορείς και βλέπεις το σκουπιδάκι στο μάτι του αδερφού σου και δε νιώθεις ένα ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι;» (Ματθ. 7,1-5). «Μην κρίνετε τους συνανθρώπους σας…Μην τους καταδικάζετε…Συγχωρείτε…» (Λουκ. 6,37-38)!

Αν λοιπόν χρησιμοποιήσει κάποιος τα ίδια ακριβώς βιβλικά μέτρα και σταθμά που χρησιμοποιεί και ο Λασκαράτος, βλέπουμε πόσο εύκολα γκρεμίζεται η εικόνα που ο συγγραφέας προσπαθούσε να χτίσει για τον εαυτό του.

Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ο Λασκαράτος ήταν τόσο εγωκεντρικός, που όταν δεν κατανοούσε τι έγραφαν τα ιερά κείμενα, αντί να ερευνήσει όλα τα δεδομένα, το απέδιδε αυτό σε λάθος όχι δικό του, αλλά των …αντιγραφέων των χειρογράφων της Καινής Διαθήκης[3]! Πιθανόν, όλα τα εδάφια που δεν βόλευαν το μεσσιανικό πρότυπο του εαυτού του, δεν τα θεωρούσε έγκυρα…

            Έλεγε για παράδειγμα για τη νηστεία:

«Ποια ευχαρίστηση στοχάζεσθε να αισθάνεται ο θεός εις την πείνα ενός δυστυχή βασανισμένου ανθρώπου; ποια δόξα; ποια τιμή; ποιαν ανακούφιση; [...] δε μούλθε ποτέ στο νου μου να κάμω νηστεία. Εξεναντίας, εστοχάστηκα πάντα πως η μεγαλήτερη αμαρτία που εμπόρια να κάμω ήθελ' είναι να βλέω το φαΐ ομπρός μου, να με πεινάη και να μην τρώγω» [4]!

            Ασφαλώς η νηστεία (ως πνευματικό άνοιγμα και απομάκρυνση από τα ιδιαιτέρως υλικά) δεν ωφελεί τον Θεό αλλά εμάς, και ευκολύνει το δικό μας πλησίασμα στην προσευχή, από την οποία πάλι εμείς ωφελούμαστε μετέχοντας στα του Θεού.

Βεβαίως, ο Λασκαράτος, ο καλός αυτός «φίλος» των λόγων του Ιησού, στην περίπτωση αυτή κάνει ότι δεν βλέπει τα όσα ο Χριστός διδάσκει:

- «Τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Μάρκ. 9,29)

- «…όταν απαρθή απ' αυτών ο νυμφίος, και τότε νηστεύσουσιν» (Μάρκ. 2,20)
- «Τότε ο Ιησούς ανήχθη εις την έρημον...και νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα…» (Ματθ. 4,1-2)!

Η τάση του όμως να αυτοαναιρείται δεν φαίνεται μόνο στους βιβλικούς αυτοσχεδιασμούς του, αλλά είναι αισθητή και σε άλλα σημεία. Για παράδειγμα, με πλήρη έλλειψη σοβαρότητας γράφει:

Δεν αντέχω, «οι ιερείς να πληρόνουνται τη μετάληψη ΧΕΡΙ - ΜΕ - ΧΕΡΙ κ' εγώ να μη μιλώ» [5].

            Και όμως, η …τρομερή αυτή καταγγελία αναιρείται από τον ίδιο μετά από καμιά 30ριά σελίδες (αφού έχει βέβαια αφήσει τις δυσμενείς εντυπώσεις να πλανώνται), όταν θυμάται ξαφνικά ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι:

«Αληθινά, […] ο εφημέριος δεν λέει πλήρωσε με που σε μεταλαβαίνω […]  μα […] εις τη στιγμή της μετάληψης, παρουσιάζει ένα δίσκο, εις τον οποίον ο προστρέχων καταλαβαίνει πως θα βάλη ό,τι ο θεός τόνε φωτίση...» [6]!

Φυσικά, και πάλι είναι αδύνατον τη στιγμή της μετάληψης να παρουσιάζει ο ιερέας «δίσκο» διότι θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον τρία χέρια, αλλά τέλος πάντων, αναφέρεται προφανώς στη γνωστή περιφορά του «δίσκου» ή στην παρουσία κάποιου τέτοιου «δίσκου», ο οποίος φυσικά ξέρουμε ότι δεν αποτελεί κανενός είδους πληρωμή της μετάληψης!

Παρατηρούμε ακόμη με αμηχανία, την επιθυμία του να επιτεθεί και σε καταστάσεις που δεν του παρέχουν κανένα άλλοθι για επίθεση:

«Νιπιτάφιοι και Ανάστασες είναι του χριστιανού τα μεγαλήτερα του θρησκευτικά ξεφαντόματα (!)…τόνε φανατίζουνε και του μεθούνε το νου σε τρόπο, που δεν μπορεί πουλιό να υποκριθή και να κρύψη ΤΗ ΧΤΗΝΩΔΗ ΤΟΥ ΦΥΣΗ»[7]!

Πιστεύουμε ότι εκατομμύρια άνθρωποι, Ορθόδοξοι και μή, έχουν παρακολουθήσει το …«ξεφάντωμα» του Επιταφίου! Τι είναι άραγε αυτό το τόσο «ζωώδες» στη διαδικασία περιφοράς του Επιταφίου, που θα μπορούσε να χρησιμεύσει για να στηρίξουμε την κατηγόρια ότι αποκαλύπτει την «κτηνώδη φύση» του ανθρώπου;!

Ασφαλώς, τίποτα.

Και γι’ αυτό, σα να απαντούσε στις ακρότητες του Λασκαράτου, ο Γιώργος Σεφέρης στην αλληλογραφία του με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο γράφει, απαξιώνοντας τις ιδεοληψίες του σατυρικού συγγραφέα:

«Ίσως η πιο αλλιώτικη Μεγάλη εβδομάδα που είδα στη ζωή μου [...] θυμάμαι πηγαίνοντας ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΩ ΤΟΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟ...»[8]!

Και αλλού:

«Θα μου ήταν δύσκολο να συγκεντρωθώ για καθημερινές δουλειές σ' ένα τέτοιο χώρο. Έτσι η Λαμπρή μου απλουστεύτηκε πάρα πολύ σαν παλιό σκηνικό του Σαίξπηρ [...] Ωστόσο την άλλη μέρα ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑ ΝΑ ΝΗΣΤΕΨΩ [...] Είναι δώδεκα [...] Χριστός Ανέστη! Καλό Πάσχα!»[9]!

Θα ήταν άδικο να τολμήσουμε να συγκρίνουμε το μέγεθος Σεφέρης με τον Λασκαράτο. Αξίζει όμως τον κόπο να διαπιστώσει κανείς ότι κάποιος …Λασκαράτος εντάσσει στα «αμόρφωτα κτήνη» και τον Γιώργο Σεφέρη, ο οποίος και νήστευε αλλά και πήγαινε τη Μεγαλοβδομάδα στον Επιτάφιο να δώσει το χαιρετισμό του.

Η προσωπικότητα του κορυφαίου ποιητή είναι τέτοια, που φανερώνει με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο ότι τα κείμενα του Λασκαράτου γίνονται συχνά φορέας απαράδεκτων ιδεολογικών οδοστρωτήρων.

 

Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να συγκρίνει τη μίζερη σκέψη του Λασκαράτου:

«κιβδηλομένη του Χριστού η θρησκεία…το βάψιμο των αυγώνε, η σαρακοστή, το πάσχα…και τόσα άλλα…κερδοσκοπικά έθιμα» [10].

Με την ποίηση του Ελύτη:

«Στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα

κνίσες, τσουγκρίσματα και Χριστός Ανέστη

με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων»[11].

 

Ποιος θα μπορούσε να συγκρίνει τη ρηχότητα του Λασκαράτου:

            «Οι καμπάνες, οι θρόνοι, τα Τέμπλα, οι Νιπιτάφιοι, οι παπάδες οι στολισμένοι, τα κεριά τ' αναμένα, και τα λοιπά ξυλοπαίγνιδα ιδού το σώμα της λατρείας του όχλου»[12].

 

Με την ποίηση που μετατρέπει τη Ζωή σε Τέχνη:

«Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία…

 Όπου κάποτε οι φιγούρες…

 Των Αγίων

Βγάζουν δάκρυ αληθινό…

Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά…

Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω

Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς»[13].

 

Ποιος θα μπορούσε να συγκρίνει την προσβολή της λογικής από τον Λασκαράτο:

 «Σήμερα πάλε στην εκκλησιά ο χριστιανός έχει θέατρο…Ένας είναι μέσαθε που υποκρίνεται το Διάολο, και ο παπάς όξουθε υποκρίνεται το Χριστό. Η εκκλησία υποθέτεται να είναι η κόλαση»[14].

 

Με τη δύναμη του λόγου του Καβάφη:

«Την εκκλησίαν αγαπώ -τα εξαπτέρυγά της, τ’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγια της, τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνα της…μες σ’ εκκλησία των Γραικών με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες, με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες…»[15].

Αν ήταν αλήθεια όσα ισχυρίστηκε ο Λασκαράτος στα έργα του, τότε θα έπρεπε να ονομάζαμε αυτούς τους φιλικούς αποδέκτες της εκκλησιαστικής θρησκευτικότητας, Σεφέρη, Ελύτη, Καβάφη, ως …«θρησκόληπτους», «όχλο», και κρετίνους!

Έχουμε στοιχεία ότι οι τρεις αυτές προσωπικότητες παρουσίαζαν οποιαδήποτε στοιχεία «θρησκοληψίας», με την έννοια που προσδίδει στη λέξη ο Λασκαράτος;

Φυσικά και όχι.

Κι όμως, και οι τρεις αποδέχονται τη θρησκευτική Παράδοση και την πολιτιστική Ταυτότητα του λαού ΟΠΩΣ τη βρήκαν, και δεν παριστάνουν τον πρωταγωνιστή στο ανέκδοτο, όπου ένας πρόσκοπος, επειδή αυτός εννοεί να κάνει «την καλή του πράξη», αρπάζει έναν άνθρωπο για να τον περάσει με το …ζόρι στο απέναντι πεζοδρόμιο!

Ανέκδοτο που όμως αναδεικνύει σε όλο της το μεγαλείο την ΠΑΡΑΝΟΙΑ που εξέφρασε σε αυτό τον τόπο ο ψευδο-διαφωτισμός! Ο οποίος ψευδο-διαφωτισμός, ταυτόχρονα, πουλάει και «προστασία» στον αυτοπροσδιορισμό των λαών, αρκεί οι λαοί να …«αυτοπροσδιοριστούν» με τον τρόπο που οι ψευτο-διαφωτιστές απαιτούν!

Ευτυχώς που η μελέτη των τριών γιγάντων του πνεύματος μας επαναφέρει στο μέτρο της κοινής λογικής. Άραγε, δεν είχαν δει ποτέ στη ζωή τους πράγματα που είχε δει ο Λασκαράτος; Για παράδειγμα, είναι δυνατόν να μην είχαν δει ανάξιους χριστιανούς ή κληρικούς; Όμως, δε ζούνε με εμμονές και ιδεοληψίες σαν του Λασκαράτου. Διαχωρίζουν το μέρος από το όλο. Δεν είναι φτηνοί ηθικιστές, αλλά αντιλαμβάνονται το πρόβλημα του κακού, της ανθρώπινης παθογένειας και αδυναμίας. Αντιλαμβάνονται και τιμούν το ζήτημα του σθένους που αντιπαραβάλει ο «πεσμένος» άνθρωπος στη ροπή του προς την κακότητα.

Δυστυχώς, ο σατυρικός συγγραφέας αποτυγχάνει ως ηθογράφος και διαπρέπει μόνο ως λιβελογράφος.

Όχι μόνο δεν είχε καμία σχέση με τη θρησκευτικότητα της εποχής του, όχι μόνο δεν την είχε κατανοήσει, αλλά ούτε και προσπάθησε ποτέ, αν και θα όφειλε πριν ασκήσει την κριτική του.

Όπως γράφει ο Δημαράς:

«Στο ζήτημα της θρησκείας [ο Λασκαράτος] δεν μπόρεσε πάντοτε να ξεχωρίσει με ασφάλεια το τυπικό μέρος από το ουσιαστικό, και έτσι έπεσε σε λάθη» [16].

Το ίδιο διαπιστώνει και ο Λίνος Πολίτης:

«Τι είναι ουσία, τι τύπος, και τι πρόληψη, δεν είναι πάντα εύκολο να ξεκαθαριστεί και λιγότερο το μπορούσε αυτό ο ίδιος ο Λασκαράτος, με τον νοησιαρχισμό και την πουριτανική του ηθικολογία. Του ήταν αδύνατο να καταλάβει (ίσως και επειδή πολύ λίγο ήταν καλλιτέχνης) το εντελώς ιδιότυπο χρώμα που παίρνει η θρησκευτική πίστη και η λατρεία στον ελληνικό λαό. Στην ασπρόμαυρη ηθικολογία του δεν ταίριαζε η πολυχρωμία των λαϊκών πανηγυριών το πλησίασμα του γι' αυτό είναι το πλησίασμα ενός ξένου» [17].

Δυστυχώς ο Λασκαράτος δεν είχε καν την ικανότητα να συλλάβει το γεγονός, ότι η Ορθόδοξη πίστη ήταν Ταυτότητα, Ζωή και Βίωμα για τον λαό:

«H οργάνωση του θρησκευτικού γεγονότος ρυθμίζει ολόκληρη τη ζωή, ακόμα και την παραγωγή -η σπορά, ο θερισμός, ακόμα και τα ταξίδια των μαστοροσυντεχνιών- συναρτώνται με θρησκευτικά γεγονότα και εορτές. Και το ίδιο συμβαίνει και με τα μεγάλα ‘πολιτικά’ γεγονότα: από τις εκλογές των συντεχνιών, που πραγματοποιούνται την ημέρα της εορτής του προστάτη Αγίου της συντεχνίας, μέχρι την ίδρυση της «Φιλικής Εταιρείας», συμβολικά την ημέρα του Σταυρού του 1814, ενώ η έναρξη της Επανάστασης του '21 θα συνδυαστεί με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου» [18].

            Ο Λασκαράτος υβρίζει, ο Ελύτης όμως είναι αυτός που γράφει: «Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω» [19]

 

«Ιδού ο άνθρωπος» ή αλλιώς, ο μονόλογος του Λασκαράτου:
ευτυχώς για την ανθρωπότητα που γεννήθηκα ΕΓΩ, ο Ιησούς και ο Σωκράτης…

Η αντίληψη που αποκομίζει κάποιος από την μελέτη των κειμένων του Λασκαράτου, είναι ότι ενώ διαβάζει ώρες ατέλειωτες ύβρεις, σκέψεις και περιγραφές, όμως συνεχώς υπάρχει στο μυαλό του η σκέψη: «ποιο είναι το νόημα όλων αυτών;».

Λύσεις ασφαλώς δεν δίνονται. Οι κριτικοί έχουν επισημάνει σωστά ότι ο Λασκαράτος ασχολείται κυρίως με το γκρέμισμα, αλλά ελάχιστα με το χτίσιμο.

Πραγματικά, δυσκολεύεται κάποιος να εντοπίσει την κεντρική ιδέα των κειμένων του, αν και η απάντηση είναι διαρκώς μπροστά στα μάτια του αναγνώστη…

Διότι τελικά, το πραγματικό Μυστήριο της Κεφαλονιάς δεν είναι η κοινωνία της, αλλά ακριβώς το αντίστροφο: ο ίδιος ο Λασκαράτος!

Είναι σαν να διαβάζεις μια ιστορική -υποτίθεται- διήγηση, για έναν σεισμό που ισοπεδώνει ολόκληρο τον πλανήτη, κι όμως, ΕΝΑΣ μόνο άνθρωπος τελικά επιβιώνει! Αρχικά, αυτό έχει ενδιαφέρον.

Μια δεύτερη σκέψη όμως έρχεται αμέσως: εντάξει· για μυθιστόρημα, η σύλληψη είναι καλή. Όμως ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι αυτό είναι ΙΣΤΟΡΙΚΟ ντοκουμέντο!

Και αυτή η σκέψη οδηγεί στη λύση του προβλήματος: στην πραγματικότητα ΔΕΝ γκρεμίζεται ΟΛΟΣ ο κόσμος γύρω από τον Λασκαράτο (δηλαδή η κοινωνία όπου ζει), αλλά αντίθετα, έχει ήδη γκρεμιστεί ο κόσμος ΜΕΣΑ στην ψυχή του Λασκαράτου!

Αυτή η παθογόνος κατάσταση οδηγεί σε παραλογισμούς: όλες οι ιδέες του συγγραφέα τριγυρίζουν γύρω από ένα τεράστιο ΕΓΩ. Το μόνο που εκείνος θεωρεί ότι επιβιώνει, είναι η ιδιόμορφη πίστη ΤΟΥ, η ιδιόμορφη θρησκεία ΤΟΥ, η οικογένειά ΤΟΥ, τα κτήματά ΤΟΥ και κάθε ένας που αποδέχεται τον κόσμο ΤΟΥ. Τίποτε άλλο δεν επιβιώνει σε αυτή τη ματαιότητα.

Ματαιότητα;... Ίσως όχι.

Ο κόσμος θα ήταν εντελώς μάταιος, μόνο αν δεν ζούσε μέσα σε αυτόν ...ο ίδιος ο Λασκαράτος! Ο Εαυτός Του είναι ο λόγος για τον οποίο ο κόσμος αυτός αξίζει να υπάρχει, με μοναδικό, εσχατολογικό σκοπό, την ελπίδα ότι μια μέρα ο όχλος, ο λαουτζίκος, αυτοί οι βλελυροί ανθρωπίσκοι, θα κατορθώσουν να σκεφτούν και να πράξουν όπως Εκείνος...

Το επίπεδο αλαζονείας του Λασκαράτου (το οποίο όταν το διαπιστώσουμε μας αποκαλύπτονται οι εξηγήσεις για πολλές από τις ακραίες αντιδράσεις του) είναι ευδιάκριτο και στο βιβλίο του «Ιδού ο άνθρωπος».

Βεβαίως, πρέπει να το επισημάνουμε, η αλαζονεία του θεριεύει μόνο απέναντι στους συντοπίτες του, τους οποίους απαξιώνει. Διότι, η υποτέλειά του απέναντι σε κάθε τι Ευρωπαϊκό, αγγίζει το όριο του απαράδεκτου:

«Δώτε μας καιρόν [...] η εξευγενισμένη Ευρώπη από την οποίαν αντιγράφουμε και σχηματίζουμε την ανθρωπιά μας [...] μ' εσάς τους τώρα ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΟΥΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑΣ μας. Θέλει δε ΕΥΓΝΩΜΟΝΟΥΜΕΝ ΑΙΩΝΙΩΣ προς εσάς» [20]!

Είναι λυπηρό που ο Λασκαράτος είναι τόσο δουλοπρεπής προς τους Ευρωπαίους. Διότι, μέχρι και ο Κοραής, που τόσο κατέκρινε καταστάσεις και ήθη της πατρίδας μας (έχοντας κι αυτός μαύρα μεσάνυχτα τι σημαίνει Παράδοση και Ταυτότητα ενός λαού), εντούτοις παρέμεινε αξιοπρεπής στο ζήτημα αυτό και εναντιώθηκε πολλές φορές σε όσα προσβλητικά είπαν «ούτοι οι ποτέ γυμνοί και τρισβάρβαροι» Ευρωπαίοι[21]!

Ο Κοραής ανέλαβε «από την αρχή της παρουσίας του στην Ευρώπη τον δύσκολο αγώνα να διαφώτιση τους Ευρωπαίους και να διορθώση την εσφαλμένη εικόνα για την Ελλάδα, που είχαν σχηματίσει από τις φλύαρες περιγραφές των ξένων περιηγητών. Την προσπάθεια του αυτή υπογραμμίζει ο ίδιος […]:Και εις πολλά μέρη των πονημάτων μου δεν έλειψα να εκδικήσω την τιμήν των Γραικών εναντίον εις τας φλυαρίας, όσας εξέρασαν κατά του Γένους ημών […] τινές Ευρωπαίοι φιλόσοφοι, ανάξιοι και της φιλοσοφίας και της ανθρωπότητος’» [22].

Είναι εντυπωσιακή η αντίθεση: από τη μία ο Κοραής που δηλώνει και κάνει πράξη ότι «διά καν εκδίκησιν της προπηλακισθείσης πατρίδος, είναι χρέος μου να τον ελέγξω συκοφάντην» [23] και από την άλλη ο Λασκαράτος, ο οποίος εξαιτίας των προσωπικών του αποτυχιών, δυσφημίζει τον τόπο του και υμνεί δουλοπρεπώς τους Ευρωπαίους κατακτητές γράφοντας:

«Μωρός όχλος [ενν. εμείς οι Έλληνες] [...] ΣΑΣ ΕΔΥΣΑΡΕΣΤΗΣΑΝΕ [ενν. εσάς τους Ευρωπαίους] [...] απόκειται εις ΕΜΑΣ, όσοι τίμιοι και νοήμονες Έλληνες, να κάμωμε τα δυνατά μας διά να σας εξιλεώσωμε»!

Τέτοια παραληρήματα βρίσκουμε στην εισαγωγή του «Ιδού ο Άνθρωπος» από τον σατυρικό συγγραφέα, που διαγκωνίζεται για να φανεί ο «καλός» και «τίμιος» Έλλην, ο πρώτος σε υποτέλεια, ο πρώτος που θα γονατίσει μπροστά στους «εξευγενισμένους» Ευρωπαίους!

Βεβαίως, στο «Ιδού ο Άνθρωπος», ο χαρακτήρας του Λασκαράτου προβάλλεται πιο αρνητικός από κάθε άλλη φορά. Αν και περιγράφει τόσους ανθρώπινους χαρακτήρες και ελαττώματα, για τον εαυτό του φυλάει τη θέση του «Σατυριστή». Θεωρεί μάλιστα πως ο …Ιησούς και ο Σωκράτης, σαν κι εκείνον(!), στηλίτευσαν κάθε τι αρνητικό για να βελτιώσουν τον κόσμο, και τοποθετεί τον εαυτό του στο ίδιο ύψος με αυτά τα ορόσημα της ανθρωπότητας, ενώ, ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ως «γνήσιος προφήτης» και «ηθικός εισαγγελέας», διώκεται! Σαν τον Σωκράτη και τον Ιησού, θεωρεί τον εαυτό του «ευεργέτη της κοινωνίας», πιστεύει ότι εκτελεί έργο υψηλό και αξιότιμο, και επειδή κατέχει αυτό το «δώρο» (το «μερτίκωμα»), από ...φυσικού του, κινδυνεύει σαν τον Σωκράτη και σαν τον Ιησού, είτε να πιει το κώνειο, είτε να σταυρωθεί [24]!

Πιστεύουμε ότι στο βιβλίο του «Ιδού ο άνθρωπος», στις παραπάνω σελίδες όπου περιγράφει τον εαυτό του, δείχνει σε όλο το μεγαλείο τον προβληματικό του χαρακτήρα και την έλλειψη αυτογνωσίας, που του επιτρέπει να βαφτίζει την αντικοινωνικότητα και την απέχθειά του, ως ένα «φυσικό χάρισμα και μεγαλείο» ισάξιο με του Σωκράτη και του Ιησού!

Δηλαδή, «πάλι καλά» να λέμε, που υπήρξαν ο Ιησούς, ο Σωκράτης και ο …Λασκαράτος!!!

Βεβαίως, για τον συγγραφέα αποτελεί «ασήμαντη λεπτομέρεια» το γεγονός ότι, ΚΑΙ ο Ιησούς ΚΑΙ ο Σωκράτης τοποθετήθηκαν στο ύψος όπου βρίσκονται, ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ, ενώ ο Λασκαράτος έβαλε ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ τον …εαυτό του, και μάλιστα χωρίς να ρωτήσει κανέναν... Σαν αυτούς που πάνε ακάλεστοι σε δεξιώσεις και χώνονται πίσω από τα κεφάλια επιφανών προσωπικοτήτων, για να φωτογραφίζονται λαθραία και να δείχνουν τη φωτογραφία στα ξαδέρφια τους απ’ το χωριό…

Εντυπωσιακό όμως και είναι το γεγονός ότι ο Λασκαράτος, χρεώνει με αρνητικό τρόπο σε τρίτους, βασικά στοιχεία του χαρακτήρα του, τα οποία -απίστευτο πραγματικά- δεν μπορεί να τα δει στον καθρέφτη του!

Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις χαρακτήρες στο «Ιδού ο άνθρωπος» οι οποίοι περιγράφουν επακριβώς πολλά από τα προβληματικά στοιχεία του χαρακτήρα του, τα οποία όμως υποκριτικά χρεώνει ΜΟΝΟ στους άλλους:

 

1. (Λασκαράτος) «Ο Βλάσφημος»

«Ο βλάσφημος κάνει δύο ειδών θύματα εις τη κτηνωδία του, θεότητα, και οικογένειαν. Τα δύο τούτα ιερώτερα της ανθρωπότητος, ο βλάσφημος τα σφαγιάζει κάθε φορά, ή διά να ξεθυμάνη το βάναυσο πάθος του, ή και διά να κάνη χοντροειδείς χυδαίες αστειότητες»[25].

Πώς είναι δυνατόν να κατηγορεί άλλους ως βλάσφημους ο άνθρωπος αυτός, ουδείς μπορεί να κατανοήσει…

 

2. (Λασκαράτος) «Ο Δοκισίσοφος»

«Ο δοκησίσοφος έλαβε από τη φύση το χάρισμα του να έχη μεγάλην ιδέαν διά τον εαυτόν του […] Ο δε τοιούτος και ζη μεγάλος με τη φαντασία του […] Καλά γεμάτος από την ιδέα του, και συνηθισμένος ακολούθως να μιλή ως από καθέδρας διά πράγματα που κάπως εννοεί, ξεθαρρεύει αγάλι-αγάλι, και απλώνεται να φλύαρη με τον ίδιον διδακτικόν τρόπον και διά πράγματα εις τα οποία δεν έχει διόλου γνώριση […] η μεγάλη ιδέα του εαυτού του φυσικώ τω λόγω τόνε φέρνει στη φλυαρία» [26].

 

3. (Λασκαράτος) «Ο Εγωϊστής»

«Αναισθητεί και σκληρύνει στα παθήματα των όσων έχει δικαιώματα επάνω τους επειδή ό εγωιστής είναι και σκληρόψυχος […] Ο εγωιστής δεν αγαπά παρά μόνον τον εαυτόν του […] Η δυστυχία του γειτόνου του […] δεν τον κινεί, ώστε να κάμη έστω και λίγον κόπο, διά να τον λυτρώση αλλά αναισθητεί και αδιαφορεί στο άκουσμα της. Όταν όμως ο εγωισμός του δεν είναι εντελώς πλήρης, συμπεριλαμβάνει και την οικογένειάν του στον εγωϊσμόν του. Ο εγωισμός του τότε, πλατυνόμενος ένα λίγο, περιορίζεται ενταυτώ εις το όσο κλει η πόρτα του. Εκείνος, η γυναίκα του, και τα τέκνα του» [27].

 

4. (Λασκαράτος) «Ο Καταφρονητής»

«Ο καταφρονητής τα καταφρονεί όλα, πράμματα και ανθρώπους νομίζοντας να δείχνη έτσι υπεροχήν εις τον εαυτόν του. Καταφρονώντας τους ανθρώπους, θέλει να φαίνεται ανώτερος τους. Καταφρονώντας τα πράμματα, θέλει να φαίνεται ότι είναι γνωριστής, και ότι είναι μαθημένος εις σε καλύτερα […] Πασχίζει να δείξη τους καλύτερους του αναξίους της υπολήψεως όπου χαίρουνται, και της φήμης των και θιασεύει κάθε που μπορεί να δείξη ένα τους σφάλμα, ή αποτυχίαν. Ο καταφρονητής τούτος συνήθως είναι άνθρωπος ολίγου πνεύματος, και λίγης αξίας» [28].

Τι να πούμε εμείς… Τα είπε όλα μόνος του… Στο «Ιδού ο άνθρωπος» έχουμε μια εξαιρετική περιγραφή δομικών στοιχείων του χαρακτήρα του Λασκαράτου, από τον ίδιο…

 

Λασκαράτος και Κλήρος

Η κριτική του Λασκαράτου στην Εκκλησιαστική Παράδοση και στον Κλήρο είναι συνολική. Τα πάντα τον ενοχλούν.

Ακολουθεί κατά πόδας μια ακραία μέθοδο, την ίδια που επικαλούνται και σήμερα οι νεόκοποι αντικληρικαλιστές, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι το υβρεολόγιο δεν συνάδει με την ηθικολογία και η παρουσίαση των πάντων ως δήθεν διεφθαρμένων σκοντάφτει στην καθημερινή εμπειρία· ακόμη κι αν δεν συναντήσει κάποιος κληρικούς αγίους, τις περισσότερες φορές πρόκειται για καθημερινούς ανθρώπους, με ελαττώματα που έχουμε οι περισσότεροι σε μια κοινωνία.

Το γεγονός ότι μέσα από το ρόλο τους οφείλουν να μιλούν για τον Χριστό και την Αγάπη που Εκείνος δίδαξε και να προτείνουν στον πιστό να διατηρεί την πορεία αυτή, δεν σημαίνει ότι θα μπορούσαν όλοι να γίνουν πρώτα άγιοι για να το κάνουν, διότι τότε θα υπήρχαν ελάχιστοι κληρικοί, όπως ελάχιστοι είναι και οι άγιοι.

Είναι λοιπόν φυσικό, όταν προσπαθείς να δείξεις ότι το ελάχιστο ποσοστό ακραίας παθογένειας εκφράζει και το σύνολο, είναι προφανές ότι θα μείνεις στην άκρη ως γραφικός για να απευθύνεσαι σε εξίσου γραφικούς φίλους και συγγενείς σου

Θα πρέπει να είμαστε σε θέση να ξεχωρίσουμε ότι κουβέντες του στιλ «όλοι» οι πολιτικοί ή γιατροί ή δικηγόροι κ.λπ., «ίδιοι είναι», είναι καλές για το καφενείο αλλά δεν μπορούν να σταθούν με αξιώσεις σε μια σοβαρή συζήτηση.

Και ως προς τις κατηγόριες που εκτοξεύει κατά του Κλήρου ο Λασκαράτος, οι οποίες είναι εκατοντάδες, δεν είναι δυνατόν να εμπλακούμε σε μια συζήτηση για το αν ήταν τα πράγματα έτσι όπως τα έγραφε. Ασφαλώς και δεν μπορεί να ήταν. Τα είπαμε και στην αρχή. Ήταν μήπως αλήθεια όσα έλεγε για την ελευθεροτυπία και ελευθεροψηφία, για τους Άγγλους κατακτητές ή τους ισχυρούς γαιοκτήμονες, για τους Ριζοσπάστες και για τους αγρότες της Κεφαλονιάς;

Διαβάσαμε ήδη μια σαφή κριτική τοποθέτηση:

«Διαβάζοντας κανείς νοιώθει σε κάθε γραμμή σχεδόν ότι οι ζωγραφιές που μας δίνει, μιας Κεφαλονιάς-κόλασης, ΑΔΥΝΑΤΟΝ Ν' ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΝΩΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»[29]!

Μερικά μόνο παραδείγματα κληρικών της εποχής του Λασκαράτου, μας δείχνουν το φυσιολογικό, ότι όπως και οι λοιποί άνθρωποι, έτσι και οι κληρικοί ήταν διαφόρων χαρακτήρων και ποιοτήτων, και όχι έτσι όπως τους ομαδοποιούσε μέσα στο μένος του ο Λασκαράτος.

Καταρχάς υπήρχαν κληρικοί φιλικοί προς τον Λασκαράτο, όπως ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας Γεράσιμος Δώριζας, ο οποίος όντας φίλος του Λασκαράτου, εισηγήθηκε την άρση του αφορισμού του συγγραφέα δύο χρόνια πριν πεθάνει.

Αλλά και η Εκκλησία με την Ιερά Σύνοδο, ήταν αυτή που αποφάσισε την άρση του αφορισμού του στα 1900! Κατά συνέπεια, ακόμη και οι αιτιάσεις περί μιας μονόπλευρης στάσης της Εκκλησίας απέναντι στον συγγραφέα καταρρίπτονται παταγωδώς.

(άσχετα βέβαια που με απρέπεια πολλοί αρθρογράφοι, ενώ λένε με ευκολία ότι «η Εκκλησία» (γενικά και αόριστα) «τον αφόρισε», για την άρση του αφορισμού δεν λένε το ίδιο, αλλά με πονηριά αναφέρουν μόνο τον -πράγματι φωτισμένο- Γεράσιμο Δώριζα, λες και θα μπορούσε να πετύχει κάτι μόνος του, αν δεν αποφάσιζε η Ιερά Σύνοδος! Κι όμως, αντιμετωπίζουν τους αναγνώστες τους ως χαμηλής αντίληψης με τέτοια φτηνά καμώματα!).

Επίσης, έχουμε συμμετοχή κληρικών στις εξεγέρσεις της Κεφαλονιάς για τις οποίες σημειώνεται:

«Λίγους μήνες μετά θα ξεσπάσει η πρώτη εξέγερση, η επονομαζόμενη «εξέγερση του Σταυρού» (14 Σεπτεμβρίου 1848), η οποία κράτησε πάνω από δέκα ημέρες. Κατά τη διάρκειά της σκοτώθηκαν τρεις Άγγλοι στρατιώτες και εκτελέστηκαν ή σκοτώθηκαν δεκάδες επαναστάτες. Πρωτοστατούσαν γνωστοί ριζοσπάστες όπως ο Ιωάννης Τυπάλδος Καπελέτος, ο ιερέας Παΐσιος Μεταξάς, ο Γεώργιος Μεταξάς Λυσέος και ο Νικόλαος Φωκάς-Ρεπούμπλικας. Όταν οι επαναστάτες εισέβαλαν στο Ληξούρι, της πορείας ηγούνταν τρεις ιερείς, οι Ματζουράτος, Κουτουφάς και Βουτσινάς, οι οποίοι κραύγαζαν το σύνθημα «Ζήτω η ελευθερία και η πατρίς».

Στην εξέγερση της Σκάλας (περιοχή της νοτιο-ανατολικής Κεφαλλονιάς) (15-19 Αυγούστου 1949), που στρεφόταν κατά των Άγγλων, αλλά και κατά των αρχόντων, ορισμένοι από τους οποίους φονεύθηκαν από το πλήθος, και χαρακτηρίστηκε ως «Κομμούνα» της Κεφαλλονιάς, πρωτοστατούσαν οι Θεόδωρος Βλάχος, Αναστάσιος Λαμπρινάτος Μπομποτής και ο παπα-Γρηγόρης Ζαπάντης Νοδάρος, που αποκαλούνταν από τους αντιπάλους του παπα-ληστής και απαγχονίστηκε από τους Άγγλους, ενώ εξορίστηκαν οι Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος και Ιωσήφ Μομφερράτος»[30].

Τα κατασταλτικά μέτρα της κυβέρνησης, ήταν τρομερά: «...Βασανιστήρια και κακοποιήσεις παντός είδους, ποιναί βάρβαροι και απάνθρωποι, των οποίων παραδείγματα δεν απαντώνται ειμή εις τους πλέον κατατυρανουμένους λαούς και εις τας πλέον βαρβάρους εποχάς, καθώς ξυλισμοί, μαστιγώσεις, κατεδαφίσεις οικιών και απαγχονίσεις, όλα ταύτα είναι ήδη εις πλήρην ενέργειαν εκ μέρους της εν ισχύι στρατοκρατίας εις Σκάλαν και εις τα εκεί πλησιόχωρα μέρη χάρις εις την πολυθρύλλητον φιλελευθερίαν του κ. Ουόρδου. Φρίττει τις αναλογιζόμενος την εις τοιαύτην εποχήν εξάσκησιν τοιούτων φρικτών και απανθρώπων μέτρων, τα οποία πάσα αρχήν δικαιοσύνης, πάντα θείον και ανθρώπινον νόμον εξυβρίζουσι και καταπατούσιν» [31].

Ο Λασκαράτος όμως, ζει δυστυχώς στον κόσμο του. Στα «Μυστήρια της Κεφαλονιάς» περιγράφει τα λαϊκά κινήματα κατά των Άγγλων ως …ΗΘΙΚΗ ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ:

«Τέτοια ήτανε η ηθική κατάσταση του Τόπου, όταν εις τα 48 η επανάσταση της Γαλλίας έδωσε τες μεγαλήτερες ελπίδες εις την ΔΙΑΦΘΟΡΑΝ του Κεφαλονίτη»!

Και δεν φτάνει μόνο αυτό, αλλά ξεπερνώντας κάθε όριο υποτέλειας, χαρακτηρίζει την Ελευθερία Τύπου η οποία κερδήθηκε με αίμα, μέσο διαφήμισης της …αναρχίας και κατηγορεί την Ελευθερία Ψήφου ως πόρτα εισόδου των αναρχικών για να την «θεσπίσουνε»[32]!

Τα εν λόγω γεγονότα, και οι διάφοροι τύποι κληρικών που υπήρξαν, ασφαλώς δεν παρατίθενται για να …δικαιώσουν την Εκκλησία ή το αντίθετο. Απλώς καταδεικνύουν την προκατάληψη του Ανδρέα Λασκαράτου, και την τάση του για ισοπέδωση.

Στην Κεφαλονιά και μάλιστα στο Ληξούρι, στις 19 Οκτωβρίου του 1849 οι Άγγλοι απαγχόνισαν τους πρωτεργάτες του κινήματος της «Σκάλας», Βλάχο και παπά-Νοδάρο, (ο Μπομποτής καταδικάστηκε σε ισόβια) ενώ την ίδια στιγμή, ο δωσίλογος Λασκαράτος έβριζε με χυδαιότητα τους επαναστάτες…

Τελικά, οι Ριζοσπάστες όχι μόνο πιστώθηκαν τις εξεγέρσεις, αλλά ψηφίστηκαν και από τον λαό στις εκλογές του 1850, ενώ ο λαός τραγούδησε τους τρεις πρωτεργάτες, πράγμα που ο καθ. Μοσχόπουλος θεωρεί σημαντικό στοιχείο για την αίσθηση περί πατριωτικού και πολιτικού κινήματος που άφησαν τα γεγονότα:

- «Κρεμάσανε το Μπομποτή, κρεμάσανε το Βλάχο, σκοτώσαν τον Παπά-ληστή, που την ευχή του νάχω» [33].

- «Κι αν τον παπά κρεμάσανε, και το ληστή τον Βλάχο, εγώ εις τα τσαρούχια μου, τους Άγγλους όλους γράφω» [34].

Το κράτος για να τιμήσει τον Λασκαράτο, χάρισε το όνομα του σε κάμποσους δρόμους της Αθήνας. Ευτυχώς όμως, φύλαξε και ένα μικρό δρομάκι στη λαϊκή συνοικία του Κερατσινίου, την οδό «Παπανοδάρου», προ τιμήν του απαγχονισμένου Κεφαλλονίτη ιερέα, ενός από τους πρωταγωνιστές του αποτυχημένου επαναστατικού κινήματος της «Σκάλας», το 1849, κατά των Άγγλων κατακτητών και των σκληρών γαιοκτημόνων της Επτανήσου[35], εκπρόσωπος των οποίων ήταν ο Ανδρέας Λασκαράτος.

Άρα, η Εκκλησία, εκτός άλλων, δεν παύει ποτέ να είναι κοινωνία, ιστορία και ζωή και ο Κλήρος μέρος αυτής, και οι ισοπεδώσεις δεν μπορούν να πλήξουν κανέναν, ενώ αντίθετα απομονώνουν τους φανατικούς που τις επικαλούνται.

Ο καθ. Μάριος Μπέγζος κάνει μερικές κοινωνιολογικές επισημάνσεις επ’ αυτού:

«Η εκκλησία είναι μέλος και μέρος της κοινωνίας, ανήκει σε αυτήν και προέρχεται από αυτήν γενεαλογικά. Γι' αυτό η εκκλησία αναπαριστά και αναπαράγει τα προβλήματα της κοινωνίας [...] Βέβαια δεν ταυτίζεται με την κοινωνία, όσο κι αν της μοιάζει [...] θα λέγαμε ότι εκκλησία είναι η κοινωνία συν την ανάσταση [...] ή καλύτερα: η κοινωνία της ανάστασης, δηλαδή τα μέλη της κοινωνίας που πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού και επιχειρούν να ζήσουν σύμφωνα με αυτήν». Δεν τίθεται ως ζήτημα αν η εκκλησία είναι καλύτερη ή χειρότερη από την κοινωνία: «απλώς είναι διαφορετική, αλλιώτικη από αυτήν. Οι θρήσκοι συμπολίτες μας θέλουν να πιστεύουν ότι δήθεν η εκκλησία είναι, μπορεί και πρέπει να φαίνεται καλύτερη από την κοινωνία [...] Οι άθρησκοι συνάνθρωποι μας, όχι απαραίτητα άθεοι, αλλά οπωσδήποτε αδιάφοροι κι ουδέτεροι για την πίστη, θεωρούν την εκκλησία χειρότερη από την κοινωνία […] παραπέμποντας στα κατά καιρούς σκάνδαλα των κληρικών ή στις ποικίλες διοικητικές και οικονομικές ατασθαλίες της εκκλησιαστικής περιουσίας. Κι αυτοί όμως αστοχούν, ίσως επειδή τυχαίνει να αγνοούν την παραβολή του «αγρού» και των «ζιζανίων» που συμφύρονται μέσα στον «σίτον» αποτελώντας την «ήρα» με ίσα δικαιώματα ύπαρξης προς το «στάρι»[36].

 

Ήταν ποτέ αληθινά τα όσα περιέγραψε ο Λασκαράτος;

Στην τελευταία αυτή ενότητα του άρθρου μας, θα είχε ενδιαφέρον να δούμε τι πράγματι έλεγαν οι Επτανήσιοι για τα όσα τους καταλόγιζε ο Ανδρέας Λασκαράτος. Εκτός από τα σατυρικά ποιήματα και πεζά που δημοσιεύονταν στον Τύπο της εποχής με ειρωνίες για τον χαρακτήρα ή τη γλώσσα του Λασκαράτου, ξεχωρίσαμε μια νηφάλια, και ευπρεπέστατη κριτική των «Μυστηρίων της Κεφαλονιάς», αυτή του πολυγράφου Παναγιώτη Χιώτη η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πανδώρα»[37] λίγο διάστημα μετά την κυκλοφορία των «Μυστηρίων» (1856). Μας έκανε εντύπωση ότι από την φρασεολογία του Χιώτη, καταλάβαμε πως ο ευγενικός όρος που χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους που ο Λασκαράτος ονομάζει «ΔΟΥΛΟΥΣ», είναι κανονικά «υπηρέτης»!

            Θα επισημάνουμε λοιπόν τις πιο χαρακτηριστικές από τις αντιρρήσεις του Παναγιώτη Χιώτη προς την ισοπέδωση που επεδίωξε ο Ανδρέας Λασκαράτος.

o       Επισημαίνει καταρχάς, ότι η ιδέα της συγγραφής των «Μυστηρίων» δεν είναι κάτι πρωτότυπο, αλλά ως ιδέα αντιγράφει αντίστοιχα έργα που γράφτηκαν για το Παρίσι και το Λονδίνο.

o       Επισημαίνει ότι ο Λασκαράτος δεν ασχολείται με τις αιτίες των προβλημάτων που περιγράφει, «αλλά δι’ ιδίων μόνον αρχών, φρονημάτων, δοξασιών και διδασκαλιών βούλεται ούτος να διδάξη» (είχαμε γράψει και εμείς λίγο πιο πάνω: σκέφτηκε ποτέ ο Λασκαράτος την …πιθανότητα, όλα αυτά που εκείνος νομίζει «σωστά», να αποτελούν ψευδαίσθηση και τελικά να εκφράζουν μόνον τον ίδιο και κανέναν άλλο;).

o       Σύμφωνα με τον Χιώτη, το έργο του Λασκαράτου δεν παρουσιάζει όπως θα ήταν φυσιολογικό, θετικούς και αρνητικούς χαρακτήρες μιας κοινωνίας, αλλά αντιθέτως, από το σύγγραμμα απουσιάζει οποιοσδήποτε συνετός άνθρωπος της πατρίδας του. Είναι ποτέ δυνατόν να μην υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι;!

o       Η μέθοδος που ακολουθεί ο Λασκαράτος είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, διότι «ουδέποτε ο […] διασύρας το ελάττωμα διά βαναυσολογίας εδιώρθωσε τον κακότροπον».

Εδώ θα κάνουμε μια σύντομη παρένθεση: κάποιες ιδέες του Λασκαράτου, όντως, εκ πρώτης όψεως είναι εντυπωσιακές και μπροστά από την εποχή του. Για παράδειγμα, η κριτική του για την προίκα.

Αξίζει βεβαίως να αναφέρουμε ότι έναν αιώνα πριν από τον Λασκαράτο, στα 1765 περίπου, ο Πατριάρχης Μανουήλ Χαντζερής χτυπά τον θεσμό της προίκας (ο οποίος αποτελούσε μάστιγα για τις φτωχότερες οικογένειες) και οι απόψεις του κωδικοποιούνται στους Εκκλησιαστικούς Κανόνες της Πατριαρχικής Συνόδου: «Ο επί χρήμασι κόρην μνηστευόμενος και χρήματα προβάλλων και εξαιτών, οποίας αν είη τάξεως, επικατάρατος»[38].

Επιστρέφοντας στον Λασκαράτο, η κριτική του για τον γάμο με συνοικέσιο, η προτίμηση των γονιών στα αγόρια και η υποτίμηση των κοριτσιών (ειδικά αν σκεφτούμε ότι ο μεταγενέστερος Ροΐδης παρουσιάζεται απίστευτα επικριτικός σε οποιαδήποτε δυνατότητα της γυναίκας για πνευματική δράση!) είναι απόψεις εντυπωσιακές για την εποχή. Το ίδιο θα ήταν και η πεποίθησή του Λασκαράτου για τη σπουδαιότητα της γυναικείας μόρφωσης, αν δεν έριχνε τελικά την …καρδάρα με το γάλα λέγοντας ότι τελικός σκοπός όλων αυτών είναι να αποκτήσουν οι γυναίκες εφόδια για να «πάρουνε μέρος εις τη γενική διεύθυνση της οικογένειας» και ότι η γυναίκα δεν θα έχει «πλέον άλλα συμφέροντα παρά εκείνα του ανδρός της, άλλες κλίσεις, άλλες ιδέες, άλλα φρονήματα παρά εκείνα του ανδρός της».

Αν και το τελικό συμπέρασμα δε ξεφεύγει από την εποχή του, και ο κύριος ρόλος της γυναίκας εξακολουθεί να βρίσκεται στο σπίτι, εντούτοις στις σκέψεις του συγγραφέα υπάρχουν και θετικά στοιχεία.

            Όμως, σε όλα αυτά, υπάρχει και ο αντίλογος, ειδικά όσον αφορά τις υπερβολές με τις οποίες παρουσιάζονται τα πράγματα από τον Λασκαράτο. Ο αντίλογος διατυπώνεται από τον Παναγιώτη Χιώτη ως εξής:

o       Ενώ ο Λασκαράτος ειρωνεύεται την προίκα και μιλά διαρκώς για την «εξευγενισμένη» Ευρώπη, πώς δεν είδε στα τόσα ταξίδια του ότι οι Ευρωπαίοι της εποχής του διατηρούν όχι μόνο τον θεσμό της προίκας, αλλά επιπλέον υπάρχουν γραφεία που ασχολούνται μόνο με τα ζητήματα αυτά και παίρνουν μάλιστα ποσοστά από την επίτευξη του συνοικεσίου, ενώ στις εφημερίδες γίνονται καταχωρήσεις με προκηρύξεις του ποσού της προίκας για την τάδε ή τον τάδε;

o       Σύμφωνα με τον Π. Χιώτη, η άποψη των επτανησίων είναι πως η προίκα χρησιμεύει ως στήριγμα για το ξεκίνημα της νέας οικογένειας. Επειδή η προσφορά του άνδρα στα οικονομικά βάρη είναι δεδομένη, η συνήθεια απαιτεί και την προσφορά της συζύγου. Εξάλλου, κάθε περίπτωση κερδοσκοπίας μπορεί να αντιμετωπιστεί, αφού κανείς δεν υποχρεώνει την άλλη πλευρά να δεχτεί απαιτήσεις τις όποιες θεωρεί παράλογες.

o       Επισημαίνει επίσης ότι οι γυναίκες δεν είναι καθόλου απομονωμένες, αλλά ακόμη και οι έξοδοι μόνων των γυναικών δεν είναι πλέον κάτι σπάνιο (στα 1856), ακόμη περισσότερο με την παρέα κάποιου συγγενή. Αλλά ακόμη κι αν υπάρχουν περιθώρια μερικά πράγματα ν’ αλλάξουν, αυτό δεν οφείλεται στη …σήψη της κοινωνίας, αλλά στο σταδιακό τρόπο με τον οποίο αυτή εξελίσσεται και αλλάζει, αφήνοντας σιγά-σιγά πίσω της το παλαιό και υιοθετώντας σταδιακά το νέο.

o       Ακόμη περισσότερο, τα γενικότερα φαινόμενα παθογένειας που αναφέρει ο Λασκαράτος υπάρχουν όχι μόνο στην Κεφαλονιά, αλλά και στην Ελλάδα ολόκληρη και στην Ευρώπη φυσικά. Η Ευρώπη δεν είναι μόνο αυτή της τεχνολογίας και των εντυπωσιακών εφευρέσεων, αλλά την εποχή εκείνη διαθέτει τεράστιες αγροτικές αλλά και αστικές, λαϊκές περιοχές, οι οποίες βρίσκονται πολύ πίσω όχι μόνο από πλευράς υλικού εξοπλισμού, αλλά και από την άποψη των πολλών κοινωνικών προβλημάτων. Αν στην Κεφαλονιά, αυτά οφείλονται στην εγκληματική διάθεση των ντόπιων, στην «εξευγενισμένη Ευρώπη» γιατί υπάρχουν τα ίδια ακριβώς φαινόμενα;

o       Τελικά, για την παρουσία της παθογένειας αρκούν οι προσωπικές ελλείψεις που πάντα υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν, και δεν είναι καθόλου αναγκαίο να πρόκειται για μια «εγκληματική» κοινωνία στο σύνολό της, πράγμα απίστευτα ισοπεδωτικό και εξωπραγματικό!

Ο νηφάλιος Παναγιώτης Χιώτης καταφέρνει, με απλά λόγια και επιχειρήματα που άπτονται της κοινής λογικής, ν’ αποδομήσει τον κόσμο που έπλασε η ψυχική ακαταστασία του Λασκαράτου.

Ουδέποτε στην κοινωνία της Κεφαλονιάς υπήρξε κάτι περισσότερο ή λιγότερο απ’ ό,τι υπάρχει πάντα και παντού, σε κάθε εποχή, όπου υπάρχουν άνθρωποι, είτε είναι τεχνίτες, είτε έμποροι, είτε κληρικοί, είτε αγρότες.

Εξάλλου, μια και περί ανηθικότητας ο λόγος, υπάρχει μεγαλύτερη ανηθικότητα από το να ισχυρίζεται ο Λασκαράτος με νομιμοποίηση από τον …εαυτό του, ότι «όλοι εσείς είστε ανήθικοι εκτός από εμένα»;

 

Τελικά

Είδαμε τι εστί «Λασκαράτος» και πώς η ανευθυνότητα μπορεί να παραμορφώσει την εικόνα ανθρώπων ή και κοινωνιών ακόμα. Η λογοτεχνική μόδα, η συνήθεια της αρθρογραφίας, οι ιδεολογικές προτιμήσεις, κρύβουν συστηματικά πρόσωπα και καταστάσεις κάτω από τεράστιες συσσωρεύσεις μύθων, ψεμάτων, αποκρύψεων, ωραιοποιήσεων, σε βαθμό που πρέπει να πασχίζει κάποιος για να κάνει τους αμαθείς να καταλάβουν ότι αυτό που πίστεψαν ήταν ένα απλό παραμύθι.

Και όσο κι αν στενοχωρούνται οι διαδικτυακοί οπαδοί του Ανδρέα Λασκαράτου, οφείλουν να ξέρουν ότι όλα τα παραμύθια έχουν και ένα τέλος·

απλά δεν είναι πάντα Happy End

 

Σημειώσεις:


[1] Λασκαράτος Ανδρέας, «Ήθη, έθιμα, και δοξασίες της Κεφαλονιάς», Ελευθερουδάκης, εν Αθήναις 1924, σελ. 189.

[2] Ματθ. 23,27, στο «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 92.

[3] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 108.

[4] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 148.

[5] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 88.

[6] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 114.

[7] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 140.

[8] Τριανταφυλλόπουλος Νίκος (επιμ.), «Γράμματα Σεφέρη-Λορεντζάτου (1948-1968)», Δόμος, Αθήνα 1990, σελ. 24 [γράμμα του Σεφέρη προς τον Ζήσιμο Λορεντζάτο την 1/5/1948].

[9] Τριανταφυλλόπουλος Νίκος (επιμ.), «Γράμματα Σεφέρη-Λορεντζάτου (1948-1968)», ό.π.

[10] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 122.

[11] «Το Άξιον Εστί», Β΄.

[12] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 7.

[13] Οδ. Ελύτη, «Το Μονόγραμμα», IV.

[14] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 143.

[15] Από το ποίημα με τίτλο «Στην Εκκλησία» στο Κωνσταντίνος Καβάφης, «Ποιήματα» (Ελληνική ποίηση #5), εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1984, σελ. 75.

[16] Συλλογικό έργο, «Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (1830-1880)», τόμ. Ε΄, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1996, σελ. 300.

[17] Πολίτης Λίνος, «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», 4η έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 1985, σελ. 158.

[18] Καραμπελιάς Γιώργος, «Κοραής και Γρηγόριος Ε΄. Κοινωνικές Συγκρούσεις και Διαφωτισμός στην Προεπαναστατική Σμύρνη (1788-1820)», Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2009, σελ. 168-169.

[19] «Το Άξιον Εστί», Ε΄.

[20] «Ιδού ο άνθρωπος», ό.π., σελ. 12-13.

[21] Το παράθεμα στο: Καραγεώργος Στ. Βασίλειος, «Ο Αδαμάντιος Κοραής και η Ευρώπη», Αθήνα 1984, σελ.16.

[22] Καραγεώργος, «Ο Αδαμάντιος Κοραής…», ό.π., 16-17.

[23] Καραγεώργος, «Ο Αδαμάντιος Κοραής…», ό.π., 16.

[24] «Ιδού ο άνθρωπος», ό.π., σελ. 113-114.

[25] «Ιδού ο άνθρωπος», ό.π., σελ. 43.

[26] «Ιδού ο άνθρωπος», ό.π., σελ. 49.

[27] «Ιδού ο άνθρωπος», ό.π., σελ. 62-63.

[28] «Ιδού ο άνθρωπος», ό.π., σελ. 91.

[29] Από βιβλιοκρισία που παραθέτει ο Τάσος Γριτσόπουλος στη ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 137.

[30] Καραμπελιάς Γιώργος, περιοδ. «Άρδην», τεύχ. 68, στο διαδίκτυο: http://www.ardin.gr/node/317 .

[31] Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού Μιράντα (Αναπλ. καθηγήτρια Διπλωματικής Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο), «H εξέγερση της Σκάλας το 1849», εφημ. «Η Kαθημερινή», ένθετο «Επτά Ημέρες», KYPIAKH 30 ΜΑΪΟΥ 1999 [αφιέρωμα «Η άνοιξη της Ελευθεροτυπίας»], σελ. 19.

[32] «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», ό.π., σελ. 244.

[33] «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμ. ΙΓ', «Νεώτερος ελληνισμός από 1833 ως 1881», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1977, σελ. 207.

[34] Μοσχόπουλος Γ., «Ιστορία της Κεφαλονιάς», τόμ. 2, ό.π.

[35] Οδός «Παπανοδάρου», στο «Οδονύμια», εφαρμογή ενσωματωμένη στην «e-δομή» (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια «ΔΟΜΗ»), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].

[36] Μπέγζος Μάριος, «Νεοελληνική Φιλοσοφία της θρησκείας», 3η έκδ., Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, σελ. 333-335.

[37] Π. Χιώτης, περιοδ. «Πανδώρα», τεύχη 155 (1856) και 166 (1857).

[38] Πρίντζιπας Θ. Γιώργης, «Λογάδες του Γένους», Ακρίτας, Αθήνα 1985, σελ. 42.

Δημιουργία αρχείου: 8-3-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 9-3-2010.

ΕΠΑΝΩ