Η πίστη στον Θεό Δημιουργό. Μέρος 1ο * Φανέρωση του Θεού εν Χριστώ * Ιησούς Χριστός: Το Α και το Ω * Χριστός-Μεσσίας, Άκτιστος Άγγελος και ομοούσιο * Μέρος 3ο ενανθρώπηση τού Υιού και Λόγου τού Θεού
Η Θεότητα τού Λόγου Ερμηνεία τού «Συμβόλου τής Πίστεως» Μέρος 2ο Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" τεύχος 263, Ιούνιος 2018. Γραπτό κήρυγμα 2018. Αναδημοσίευση από: http://www.parembasis.gr |
Τον 4ο αιώνα μ.Χ., μετά την κατάπαυση τών διωγμών ξέσπασε μια μεγάλη αναστάτωση στην Εκκλησία από την αίρεση τού Αρείου, ο οποίος ήταν πρεσβύτερος τής Εκκλησίας τής Αλεξανδρείας και δίδασκε ότι ο Χριστός δεν είναι αληθινός Θεός, αλλά κτίσμα, το πρώτο δημιούργημα τού Θεού.
Στην πραγματικότητα η αίρεση αυτή προήλθε από θεολόγους που προηγήθηκαν τού Αρείου, οι οποίοι χρησιμοποιώντας την ελληνική φιλοσοφία προσπαθούσαν να συμβιβάσουν το πώς ο Θεός είναι ένας και συγχρόνως είναι και τρεις. Αυτό δεν μπορεί να το δεχθεί κανείς με την λογική του, παρά μόνον με την πίστη εκ θεωρίας και την πίστη εξ ακοής. Τότε που ανέκυψε το θεολογικό αυτό πρόβλημα, έγινε μεγάλη συζήτηση, ο Άρειος καταδικάσθηκε από την Σύνοδο στην Αλεξάνδρεια και μετά καταδικάσθηκε και από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ.Χ. στην Νίκαια τής Βιθυνίας. Οπότε καταρτίσθηκε το δεύτερο (2ο) άρθρο τού «Συμβόλου τής Πίστεως», που έχει ως εξής: «(Πιστεύω) Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν τού Θεού τον μονογενή, τον εκ τού Πατρός γεννηθέντα προ πάντων τών αιώνων˙ φως εκ φωτός Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι’ ού τα πάντα εγένετο». Η μετάφραση είναι η εξής: «(Πιστεύω) και σε έναν Κύριο Ιησού Χριστό, τον μονογενή Υιό τού Θεού, ο Οποίος γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν από όλους τους αιώνες˙ ο Οποίος είναι φως, που γεννήθηκε από το φως, τον Πατέρα, Θεός αληθινός από αληθινό Θεό (τον Πατέρα), γεννήθηκε, δεν δημιουργήθηκε, είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, δηλαδή έχει την ίδια ουσία με Αυτόν, δια τού Οποίου έγιναν τα πάντα». Στο άρθρο αυτό με πολλή συντομία εκτίθεται όλη η Χριστολογία, δηλαδή όλη η διδασκαλία τής Εκκλησίας για τον Χριστό. Κατ’ αρχάς ο Χριστός χαρακτηρίζεται «Κύριος, Ιησούς, Χριστός». Το «Κύριος» σημαίνει τον κυρίαρχο, γιατί μαζί με τον Πατέρα Του και το Άγιον Πνεύμα δημιούργησαν τον κόσμο και τον εξουσιάζουν. Έτσι, το «Κύριος» αναφέρεται στην θεία φύση Του. Το «Ιησούς» αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση, που θεώθηκε από την θεία φύση, και σημαίνει Σωτήρ. Το «Χριστός» δηλώνει τον κεχρισμένο, αφού η θεία φύση έχρισε την ανθρώπινη φύση και έτσι έχουμε τον Θεάνθρωπο Χριστό. Έπειτα, ο Χριστός είναι μονογενής Υιος τού Θεού, που γεννήθηκε προ πάντων τών αιώνων από τον Πατέρα. Αυτή η ομολογία τέθηκε στο «Σύμβολο τής Πίστεως», γιατί ο Άρειος θεωρούσε ότι ο Υιος κτίσθηκε εν χρόνω από τον Πατέρα και δεν είναι αληθινός Θεός. Έτσι η φράση «προ πάντων τών αιώνων», πριν την δημιουργία τού κόσμου και πριν την δημιουργία τών αγγέλων, και μάλιστα η λέξη μονογενής είναι γνώρισμα τής θεότητος τού Υιού και Λόγου τού Θεού. Αυτό φαίνεται και στην φράση «γεννηθέντα, ου ποιηθέντα», αφού ο Υιος γεννήθηκε από τον Πατέρα και δεν δημιουργήθηκε από Αυτόν. Άλλο είναι η γέννηση και άλλο είναι η δημιουργία. Για παράδειγμα, ένας επιπλοποιός με την τέχνη του κατασκευάζει έπιπλα, αλλά ως πατέρας γεννά παιδιά. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ γεννήσεως τού Υιού προ πάντων τών αιώνων και δημιουργίας τού κόσμου εν χρόνω. Σε αυτήν την προοπτική ο Υιος και Λόγος τού Θεού είναι «ομοούσιος» με τον Πατέρα, δηλαδή έχει ίδια ουσία με Αυτόν, ενώ όλη η κτίση δεν έχει την ίδια ουσία με τον Πατέρα, οπότε υπάρχει σαφέστατη διαφορά μεταξύ τού Υιού τού Θεού και τής κτίσεως, συμπεριλαμβανομένου και τού ανθρώπου. Ο Υιος τού Θεού είναι άκτιστος, ενώ όλος ο κόσμος είναι κτιστός. Βέβαια, δεν γνωρίζουμε την ουσία τού Θεού, αλλά γνωρίζουμε ότι ο Υιος έχει την ίδια ενέργεια με τον Θεό Πατέρα, επομένως έχει και την ίδια ουσία, και από τις ενέργειες γνωρίζουμε τον Θεό. Αυτό δηλώνει η φράση «φως εκ φωτός». Αφού ο Πατήρ είναι Φως άκτιστο, αδημιούργητο, και ο Υιος γεννήθηκε από τον Πατέρα και είναι Φως. Πώς το γνωρίζουμε αυτό; Για παράδειγμα, οι τρεις Μαθητές στο όρος Θαβώρ είδαν το Φως που προχεόταν από το σώμα τού Χριστού, και αυτό το Φως ήταν το Φως τής θεότητος∙ άκουσαν την φωνή τού Πατρός, που εξέλαμψε ως απρόσιτο Φως, που είπε: «ούτός εστιν ο υιος μου ο αγαπητός· αυτού ακούετε» (Μάρκ. θ΄, 7), και το Άγιον Πνεύμα παρουσιάσθηκε ως νεφέλη φωτεινή. Έτσι, η θεότητα τού Υιού και Λόγου τού Θεού αποκαλύφθηκε στους Μαθητές Του, δηλαδή ο Ίδιος ο Χριστός αποκάλυψε την δόξα τής θεότητός Του. Γι’ αυτό οι Μαθητές έδωσαν ομολογία ότι είναι «Φως εκ Φωτός, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», δεν είναι ψεύτικος Θεός, ούτε μια αφηρημένη ιδέα. Επί πλέον, στο σημείο αυτό, που αναφέρεται το «Σύμβολο τής Πίστεως» στην θεότητα τού Λόγου, ομολογείται ότι δι’ Αυτού «τα πάντα εγένετο». Αυτό είναι συνέχεια τού πρώτου άρθρου τού «Συμβόλου τής Πίστεως», στο οποίο γράφεται ότι ο κόσμος έγινε από τον Πατέρα, για να αντικρουσθούν οι θεωρίες τών γνωστικών. Όμως, εδώ προστίθεται και το «δι’ ού τα πάντα εγένετο», για να αντικρουσθούν οι κακοδοξίες τών Αρειανών, ότι ο Υιος είναι το πρώτο κτίσμα τής δημιουργίας, ότι ο Υιος εκτίσθη εν χρόνω από τον Πατέρα, ως κάποιο μεσάζον πρώτο κτίσμα μεταξύ Θεού και ύλης, ότι είναι ετερούσιον τού Πατρός κτίσμα και ως τρεπτός αγνοεί τον Πατέρα. Έτσι, στο «Σύμβολο τής Πίστεως» ομολογούμε ότι ο Χριστός είναι Υιος τού Θεού, αληθινός Θεός. Αυτή είναι η βασική ομολογία τής πίστεώς μας. Ο Μητροπολίτης † Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ |
Δημιουργία αρχείου: 28-7-2018.
Τελευταία μορφοποίηση: 28-7-2018.