Ο Χριστός ήταν στη γη Θεάνθρωπος * Θεολογία της Εικόνας και ενανθρώπιση του Θεού Λόγου * Περί τών υποστάσεων τής Αγίας Τριάδος * Ιησούς Χριστός: Το Α και το Ω
Μέρος 8ο Επιχειρήματα τής 2ης Εικονομαχικής περιόδου Το περιγραπτό τής ανθρώπινης φύσεως τού Θεού Λόγου και οι άγιες Εικόνες Αγίου Θεοδώρου τού Στουδίτη από τον 1ο Αντιρρητικό λόγο κατά Εικονομάχων
Μιχάλης Μαυροφοράκης
Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του.
Ομιλία Νο 224
|
Ομιλία Νο 224.
(ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ // ΕΠΟΜΕΝΗ).
(Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 8-5-1999).
Κατεβάστε την από την ΟΟΔΕ και σε ηχητικό αρχείο ΜΡ3
Αγαπητοί ακροατές χαίρετε. Στη σημερινή εκπομπή, θα συνεχίσουμε να εξετάζουμε τα διάφορα επιχειρήματα εναντίον της προσκυνήσεως των εικόνων, τα οποία προβάλλουν συχνά οι αιρετικοί, και τις απαντήσεις που δίνει η Εκκλησία μας, και θα εξετάσουμε το ζήτημα αυτό, όπως και σε προηγούμενες εκπομπές, αναφερόμενοι κυρίως στον «Πρώτο Αντιρρητικό Λόγο» του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη, «Κατά Εικονομάχων».
Όπως αναφέραμε και σε προηγούμενες εκπομπές, η περίοδος της εικονομαχίας, ήταν μία αρκετά μακρά περίοδος στην ιστορία του Βυζαντίου. Συγκεκριμένα διήρκεσε πλέον του ενός αιώνα, με κάποια διακοπή, και έτσι μπορεί να χωρισθεί σε πρώτη και σε 2η περίοδο. Η 1η περίοδος άρχισε το 726 και έκλεισε το 787 με την 7η Οικουμενική Σύνοδο, ενώ η 2η περίοδος άρχισε το 815 με την εικονομαχική σύνοδο της Αγίας Σοφίας, και τελείωσε το 843. Ενώ λοιπόν, κατά την 1η εικονομαχική περίοδο, τα επιχειρήματα των εικονομάχων κατά των Ορθοδόξων, ήταν «χονδροειδή» θα λέγαμε, και εκινούντο σε κάποιες πολύ απλοϊκές γραμμές σκέψης, και βεβαίως αντιμετωπίσθηκαν με απόλυτη επιτυχία από την Εκκλησία, και ιδιαιτέρως από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, κατά τη 2η εικονομαχική περίοδο, οι εικονομάχοι ακολούθησαν μια πιο εκλεπτυσμένη γραμμή σκέψης. Έτσι, αφαίρεσαν κάποια χονδροειδή λάθη από τα επιχειρήματα της 1ης περιόδου, και συμπλήρωσαν την επιχειρηματολογία τους, με κάποιους λογικοφανείς ισχυρισμούς. Έτσι λοιπόν, (είδαμε και σε προηγούμενες εκπομπές), ότι κατ’ αρχήν, επιτίθενται στην παράδοση της Εκκλησίας μας για την προσκύνηση των εικόνων, με το 1ο επιχείρημα ότι προσκυνώντας ο πιστός τις εικόνες, δεν προσκυνεί πλέον τον ένα αληθινό Θεό, αλλά το αντικείμενο του σεβασμού. Είδαμε λοιπόν, πώς εκθέτει την αστοχία αυτού του επιχειρήματος ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, λέγοντας ότι «εμείς δεν προσκυνούμε τις εικόνες, αυτές καθεαυτές, πολύ δε περισσότερο την ύλη των εικόνων, αλλά προσκυνούμε τον εικονιζόμενο, και δια των εικόνων, μεταβαίνει ο σεβασμός και η λατρεία στον αληθινό Θεό». Δεν ταυτίζεται λοιπόν η προσκύνηση των αγίων εικόνων των Χριστιανών, με την προσκύνηση των ειδώλων, όπως θέλουν να ισχυρίζονται οι αιρετικοί εικονομάχοι.
Το 2ο επιχείρημα των εικονομάχων εναντίον της κατασκευής και της προσκύνησης των εικόνων, είναι ότι ο Θεός είναι ασύλληπτος κατά πάντα και απερίγραπτος, και κατά συνέπειαν δεν μπορεί να αποτυπωθεί και περιγραφεί σε εικόνα. Βεβαίως, αυτό ισχύει όπως και το ότι ο Θεός όχι μόνο δεν μπορεί να περιγραφεί, αλλά και γενικότερα να γίνει κατανοητός από οποιαδήποτε κτιστή φύση, επειδή ο Ίδιος είναι Άκτιστος κατά την φύση. Έτσι λοιπόν, δεν γνωρίζουμε ούτε γιατί υπάρχει, ούτε τι είναι κατ’ ουσίαν ο Θεός, όπως βεβαίως Μόνος ο ίδιος γνωρίζει για τον εαυτό του. Επειδή όμως, (όπως μας λέει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης), «από άκραν αγαθότητα έχει ενωθεί με την ανθρώπινη φύση και έγινε όμοιός μας ο Ένας της Τριάδος, και επειδή έχουν τα άμεικτα» (δηλαδή αυτά που δεν μπορούν να αναμιχθούν, με άλλα λόγια η Θεία με την Ανθρώπινη φύση), επειδή λοιπόν, «έχουν τα άμεικτα αναμειχθεί, και έχουν συγκερασθεί τα ασυγκέραστα, δηλαδή το απερίγραπτο με το περιγεγραμμένο, το άπειρο με το πεπερασμένο, το αόριστο με το καθορισμένο, αυτό που δεν έχει μορφή με αυτό που τελικά έχει μορφή και είναι καλοσχηματισμένο, (πράγμα παράδοξο), γι’ αυτό ο Χριστός εικονίζεται και γίνεται ορατός ο Αόρατος, και δέχεται φυσική περιγραφή του σώματός του, αυτός που κατά τη Θεότητά του είναι Απερίγραπτος. Για να έχει ακριβώς από τα ίδια τα πράγματα αποδειχθεί η διπλή του φύση, δηλαδή ότι δεν παρέμεινε μόνο Θεός, αλλά έγινε και άνθρωπος, και δεν είναι σκέτη η ανθρώπινη φύση, αλλά υπάρχει και η Θεία Φύσις στο πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ακριβώς λοιπόν από τα ίδια τα πράγματα για να έχει αποδειχθεί η διπλή Του φύση και να μην αναιρείται κατά το ένα από τα δύο σκέλη, πράγμα που με τους συλλογισμούς τους και με την επιχειρηματολογία τους, αποδέχονται στην ουσία οι αιρετικοί εικονομάχοι. Αφού λοιπόν και το 2ο επιχείρημα βρέθηκε στην ουσία, να είναι εις βάρος των εικονομάχων, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, καταπιάνεται με ένα 3ο επιχείρημα το οποίο είναι κάπως πιο περίπλοκο, και το οποίο προσπαθεί μέσα από έναν συλλογισμό να οδηγήσει και να καταδείξει την Ορθόδοξη δογματική, την Ορθόδοξη παράδοση υπέρ της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων σε άτοπο. Λέγουν για παράδειγμα οι αιρετικοί: «Δεν είναι απερίγραπτη η Θεότητα, με το να περιγράφεται ο Χριστός σωματικώς. Διότι αφού η Θεότητα ενώθηκε με την σάρκα σε υποστατική ένωση, κατ’ ανάγκην περιγράφεται μαζί με την περιγραφή της σαρκός και η απερίγραπτη Θεότητα. Διότι δεν επιτρέπεται να χωρίζεται το ένα από το άλλο, για να μην παρεισφρήσει με τον τρόπο αυτό η συλλογιστική του επάρατου χωρισμού των δύο φύσεων. Κατ’ αρχήν θα θέλαμε να επισημάνουμε στο σημείο αυτό, ότι μόνη η Θεία Φύσις είναι απερίγραπτη. Χαρακτηριστικά ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, για το ζήτημα αυτό αναφέρει, στο έργο του: «Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως: «Περιγραπτόν μεν εστί, το τόπω, ή χρόνω, ή καταλήψει περιλαμβανόμενο». (Είναι δηλαδή περιγραπτό, αυτό που μπορεί να περιληφθεί ή σε κάποιο συγκεκριμένο τόπο, ή σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο, ή να γίνει κατανοητό και να περιορισθεί, δηλαδή να του δοθεί ένας ακριβής ορισμός από την ανθρώπινη νόηση. «Απερίγραπτον δε, και μηδενί τούτων περιεχόμενον». (Και απερίγραπτο είναι εκείνο που δεν μπορεί να υπαχθεί σε κάποια από τις προηγούμενες κατηγορίες. Δηλαδή δεν περιορίζεται ούτε ως προς τον χώρο, ούτε ως προς τον χρόνο, ούτε και ως προς την κατανόηση. «Απερίγραπτον μεν ουν, μόνον εστί το Θείον, άναρχον ον, και ατελεύτητον, και πάντα περιέχον, και μηδεμιά καταλήψη περιεχόμενον». (Είναι λοιπόν μόνο το Θείον απερίγραπτον, επειδή είναι και άναρχον, δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος, και κατά συνέπειαν δεν περιορίζεται σε χρόνο, «και πάντα περιέχον», (περιέχει τα πάντα, δεν περιέχεται ούτε βρίσκεται σε κάποιο σημείο του χώρου, ή σε κάποια περιοχή του χώρου, άρα δεν περιορίζεται ούτε και από τον χώρο), «και μηδεμιά καταλήψει περιεχόμενο» (δεν μπορεί κανείς να το περιορίσει νοητικά, δηλαδή να γνωρίσει επακριβώς τα όρια της Θείας Φύσεως. «Μόνον γαρ εστιν ακατάληπτον και αόριστον υπ’ ουδενός γιγνωσκόμενον, αυτό δεν μόνον, εαυτού θεωρητικόν». «Διότι», (συνεχίζει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός), «μόνο το Θείον είναι ακατάληπτον και αόριστον. Υπ’ ουδενός γιγνωσκόμενον» Δεν γνωρίζεται και δεν κατανοείται από κανέναν. «Αυτό δεν μόνον εαυτού θεωρητικόν», (μόνο το Θείον μπορεί να κατανοήσει και να γνωρίσει τον εαυτό Του). Τι γίνεται τώρα με τις υπόλοιπες φύσεις; Για παράδειγμα με την αγγελική φύση; Μας λέει τα εξής στη συνέχεια ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Ο δε άγγελος, και χρόνω περιγράφεται, ήρξατο γαρ το είναι » (Η αγγελική φύσις, οι άγγελοι, είναι περιγραπτοί ως προς τον χρόνο, διότι έχουν αρχή. «Και τότε, ήκεν νοητικώς ως προείπωμεν» Και τοπική περιγραφή έχουν, αν και αυτή ανήκει στον νοητικό χώρο, και «καταλήψει» δηλαδή και γνωρίζονται και ορίζονται, σε σχέση με τη διάνοια. «Και αλλήλων γαρ την φύσιν είσασίν πως και υπό του Κτίστου ορίζονται τέλειον» (Διότι, μας λέει, ότι και μεταξύ τους γνωρίζουν τη φύση κατά κάποιο τρόπο, και βεβαίως με τέλειο τρόπο ορίζονται από τον Κτίστη και Δημιουργό. «Τα δε σώματα και αρχή και τέλη και τόπο σωματικό και καταλήψει». (Οι φύσεις εκείνες οι οποίες έχουν και σώμα, βεβαίως και αυτές με τον ίδιο τρόπο είναι περιγραπτές, διότι τα σώματα έχουν και αρχή και τέλος και έναν τόπο μέσα στον οποίο περιγράφονται με ακρίβεια. Εκτός δε τούτων, γνωρίζονται και κατανοούνται και άρα και με τους τρεις τρόπους είναι περιγραπτές.
Ποιο είναι λοιπόν το 3ο επιχείρημα των αιρετικών εικονομάχων, προκειμένου να θεμελιώσουν τις θέσεις τους, ότι δεν πρέπει να εικονίζεται ο Χριστός, και άρα δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε στη Θεία Λατρεία εικόνες; Λέγουν, ότι με το να περιγράφεται ο Χριστός σωματικώς, δεν μένει απερίγραπτη η Θεότητα, η οποία όπως είπαμε πριν, είναι απερίγραπτη, (δεν περιγράφεται δηλαδή). Και σε ποιο σημείο στηρίζουν το συλλογισμό τους αυτό; Λέγοντας ότι: «Αφού η Θεότητα ενώθηκε με τη σάρκα σε υποστατική ένωση, κατ’ ανάκγην περιγράφεται μαζί με την περιγραφή της σαρκός, και η απερίγραπτη Θεότητα. Διότι δεν επιτρέπεται να χωρίζεται το ένα από το άλλο, για να μην παρεισφρύσει με τον τρόπο αυτό η συλλογιστική του επάρατου χωρισμού των δύο φύσεων. Προκειμένου λοιπόν να αποφύγουν την άλλη αιρετική θέση, η οποία είναι ο αντίποδας, (ότι είναι δηλαδή ξεχωριστές η ανθρώπινη και η Θεία φύση), προκειμένου λοιπόν να αποφύγουν αυτόν τον αιρετικό συλλογισμό, οι εικονομάχοι πέφτουν σ’ έναν άλλον, ότι δεν πρέπει να περιγράφεται ούτε κατά την σωματική Του φύση ο Χριστός, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο, (θεωρώντας ότι οι δύο φύσεις είναι ενωμένες), κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο περιγράφεται και η Θεότητα. Αυτό λοιπόν είναι το επιχείρημα που προβάλλουν οι αιρετικοί εικονομάχοι προκειμένου να μην επιτρέψουν, ή να αποδείξουν ότι η χρήσις των εικόνων στη Θεία Λατρεία είναι κάτι που δεν αρμόζει. Σε αυτό λοιπόν το επιχείρημα, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, απαντά, απλώς προεκτείνοντας τον αιρετικό συλλογισμό. Λέγει, ότι κατ’ αυτό τον τρόπο, η Θεότητα δεν μπορεί ούτε να παραμένει απεριόριστη, διότι έχει ήδη περιορισθεί σωματικώς ο Χριστός, διότι τυλίχθηκε σε σπάργανα, όπως άλλωστε αναφέρεται στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, 2/β: 12. Όμως γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι αυτό συνέβη. Το περιγράφει άλλωστε όπως είπαμε προηγουμένως ο Ευαγγελιστής. Πάλι κατά τον αιρετικό συλλογισμό, η Θεότητα στο πρόσωπο του Χριστού, δεν μπορεί να παραμένει αθέατη, με το να έχει θεαθεί ο Χριστός, και δεν μπορεί να παραμένει και αψηλάφητη, διότι ο Χριστός σωματικώς ψηλαφήθηκε. Και το ότι όντως έγινε έτσι, αναφέρεται σε πολλές μεριές στην Αγία Γραφή, όπως για παράδειγμα στο Ιωάννης 20/κ: 27 ή Α΄ Ιωάννου 1/α: 1. Συνεχίζοντας σε αυτή τη γραμμή τη συλλογιστική, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, λέει ότι ούτε απαθής μπορεί να παραμένει η Θεότητα, διότι ο Χριστός έπαθε σωματικώς. Και όχι μόνο έπαθε, αλλά και σταυρώθηκε. Αλλά ούτε και αθάνατη μπορεί να παραμένει η Θεότητα, επειδή ο Χριστός θανατώθηκε, και έγινε νεκρός. Έτσι λοιπόν, είναι φανερό, πως δεν ευσταθεί καθόλου το επιχείρημα των αιρετικών, οι οποίοι λένε ότι δεν πρέπει να περιγράφεται ο Χριστός σωματικώς, διότι με αυτό τον τρόπο γίνεται περιγραπτή και η φύση της Θεότητας, επειδή είναι ενωμένη στο πρόσωπο του Χριστού με την ανθρώπινη φύση. Ή το ένα θα ισχύει, ή το άλλο μαζί με όλα τα υπόλοιπα. Έτσι λοιπόν, αβίαστα οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα, ότι το επιχείρημα των αιρετικών είναι εσφαλμένο, και ότι ο Χριστός κατά την Θεία του Φύση παραμένει απερίγραπτος, έστω και αν περιγράφεται σωματικώς και εικονίζεται κατά την ανθρώπινη φύση Του. Πρέπει δε, να διακρίνει κανείς ανάμεσα στις ιδιότητες της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, και της Θείας Φύσεως. Και οι ιδιότητες της Θείας Φύσεως, παραμένουν ιδιότητες της Θείας Φύσεως, και δεν συγχέονται με τις ιδιότητες της ανθρώπινης, και αντιστρόφως. Ούτε η μία φύση λοιπόν μετέβαλλε την άλλη, ούτε έπαψε να είναι αυτό που ήταν. Ούτε τροποποιήθηκε η μία μέσα στην άλλη, διότι τότε θα δημιουργείτο σύγχυσις των δύο φύσεων, πράγμα που αποτελεί αίρεση, την οποία απέκρουσε η Εκκλησία ήδη από πολύ νωρίς. Έτσι λοιπόν, από το πρώτο σύνολο ιδιοτήτων, αναγνωρίζεται ο Χριστός ότι είναι Θεός κατά την φύσιν, ενώ κατά το δεύτερο σύνολο των ιδιοτήτων, αναγνωρίζεται ο Χριστός ότι είναι και πραγματικός και αληθινός άνθρωπος. Ένα δε, από τα γνωρίσματα του ενός και του αυτού Χριστού, είναι και το ασύγχυτο των δύο φύσεών Του. Επομένως όποιος κάνει αυτούς τους συλλογισμούς, όποιος υιοθετεί αυτούς τους συλλογισμούς των εικονομάχων, ή πρέπει να δεχθεί ότι ο Χριστός είναι περιγραπτός, (βεβαίως κατά την ανθρώπινη φύση), ή σε αντίθετη περίπτωση, πρέπει να απορρίψει μαζί τις ιδιότητες του «θεατού», και του «απτού», και του «ληπτού», ότι δηλαδή ο Χριστός μπορούσε να θεαθεί, ή να τον αγγίξει κανείς, και όλα τα ομοειδή προς αυτά. Βεβαίως, αν αποδεχθεί κανείς την 2η περίπτωση, (απορρίψει δηλαδή, μαζί με την ιδιότητα που έχει ο Χριστός να περιγράφεται σωματικώς, και άρα να εικονίζεται), αν λοιπόν απορρίψει μαζί με αυτή την ιδιότητα του «περιγραπτού», και τις ιδιότητες τις υπόλοιπες που είπαμε, ότι μπορεί να τον αγγίξει κανείς, ότι μπορεί να τον δει κανείς, (σωματικώς βέβαια πάντοτε), και όλες τις παρόμοιες ιδιότητες, τότε δεν αποδέχεται την σάρκωση του Λόγου, γεγονός που αποτελεί ύψιστη βλασφημία. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο, απαντά η Εκκλησία δια του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη, στους αιρετικούς, (αληθοφανείς θα λέγαμε) συλλογισμούς, μέσω των οποίων επιχειρείται η κατάργησις της χρήσεως των αγίων εικόνων στη Θεία Λατρεία.
Ας δούμε στη συνέχεια, ένα 4ο επιχείρημα των εικονομάχων, το οποίο μοιάζει με το προηγούμενο, στο ότι στηρίζεται πάνω σ’ έναν περίπλοκο θα λέγαμε συλλογισμό, όπου όμως ο συλλογισμός αυτός δεν καλύπτει πλήρως τις υποθέσεις. Έτσι, ο αιρετικός αναγκάζει τον ακροατή του να αποδεχθεί τον συλλογισμό, και κατά συνέπειαν την αιρετική θέση, διότι ακριβώς δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς το λογικό άλμα το οποίο ο συλλογισμός αυτός εμπεριέχει. Τι λένε λοιπόν οι Εικονομάχοι; «Είναι εξωφρενικό να αποκαλείται ο Χριστός «κοινός άνθρωπος». Αλλά γνώρισμα του «κοινού ανθρώπου» είναι το «περιγραπτό». Δεν είναι λοιπόν «κοινός άνθρωπος» ο Χριστός, ακριβώς επειδή δεν είναι περιγραπτός». Βέβαια, σ’ αυτό το συλλογισμό, παρατηρούμε ότι έχει γίνει μια αντιστροφή. Ενώ δηλαδή φυσιολογικά θα έπρεπε να τεθεί ο συλλογισμός ως εξής: «Ο κοινός άνθρωπος περιγράφεται, ο Χριστός δεν είναι «κοινός άνθρωπος», άρα ο Χριστός δεν περιγράφεται», εδώ στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο συλλογισμός αυτός τίθεται κάπως διαφορετικά, λέγοντας ότι «ο κοινός άνθρωπος περιγράφεται, ο Χριστός δεν περιγράφεται, άρα ο Χριστός δεν είναι κοινός άνθρωπος». Τι απάντηση δίνει σε αυτό το συλλογισμό ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης; Κατ’ αρχήν σχολιάζει, λέγοντας ότι «οι αιρετικοί μωρολογούν, εξωθώντας σε υπερβολή την προσήλωσή τους στο «απερίγραπτο», και μη ζητώντας να αποσείσουν με σκέψεις αποδεικτικές τις ατεκμηρίωτες, και με σοβαρές τις ασύνετες». Αλλά προχωρεί, δίνοντας στην επιχειρηματολογία που αναφέραμε προηγουμένως, ένα ακόμη αποστομωτικό αντεπιχείρημα: «Ασφαλώς», (λέγει), «ο Χριστός δεν γεννήθηκε κοινός άνθρωπος, ούτε θα έλεγε ο ευσεβής, ότι ενώθηκε με κάποιον άνθρωπο, (κάτι που έλεγε ο αιρετικός Νεστόριος), αλλά γενικά με τον άνθρωπο, δηλαδή με το σύνολο της ανθρώπινης φύσεως, όπως όμως αυτή παρατηρείται σε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Διότι, πώς αλλιώς θα γινόταν ορατός; Σύμφωνα μ’ αυτήν, γίνεται ορατός και λαμβάνει σχήμα. Είναι ψηλαφητός και περιγραπτός, τρώγει και πίνει, ωριμάζει και αναπτύσσεται, κοπιάζει και αναπαύεται. Κοιμάται και αγρυπνεί. Πεινά και διψά. Δακρύζει και ιδρώνει, και γενικώς ενεργεί και πάσχει όσα και κάθε άνθρωπος». Θα μπορούσαμε να πούμε γύρω απ’ αυτό, ότι εδώ, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, αναφέρεται στα φυσικά και αδιάβλητα, (δηλαδή μη αμαρτωλά πάθη του ανθρώπου), τα οποία ανέλαβε ο Χριστός, «όλον γαρ τον άνθρωπον, και πάντα τα του ανθρώπου ανέλαβε, πλην της αμαρτίας», όπως αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, αναφέροντας αυτά, έμμεσα παραπέμπει σε πλήθος χωρίων της Αγίας Γραφής, όπως: Ματθαίος 25/κε: 18. 26/κστ: 38. Μάρκον 4/δ: 38. Λουκάς 2/β: 40. 24/κδ: 39, Ιωάννης 4/δ: 6,7, ια/11: 35. 19/ιθ: 28, κ.ο.κ. «Είναι λοιπόν περιγραπτός ο Χριστός, αν και δεν είναι απλός άνθρωπος, διότι δεν είναι ένας άνθρωπος από τους πολλούς. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αναφέρει: «ου γαρ ην εις των πολλών», (διότι δεν ήταν ένας από τους πολλούς), «αλλ’ ως εις των πολλών» (αλλά σαν ένας από τους πολλούς). «Ου γαρ εις άνθρωπον μετέπεσεν ο Θεός Λόγος, ουδέ ουσία μετεβλήθη. Αλλ’ ως άνθρωπος εφάνη». Ο Χριστός λοιπόν, δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, αλλά Θεός που έγινε άνθρωπος. Και αυτό το λέγει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, για να αποφύγει με τη διευκρίνιση αυτή, την πάλι αιρετική θέση, σύμφωνα με την οποία λέγουν, ότι «ο Χριστός ως Θεός, ήρθε στη γη, φαινομενικά και κατά φαντασία», και οι αιρετικοί οι οποίοι ενστερνίζονται αυτές τις θέσεις, λέγονται «Δοκήται». Και θα σημειώσουμε στο σημείο αυτό, ότι αποδίδει τάσεις Δοκητισμού και στους Εικονομάχους ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο οποίος και συνεχίζει λέγοντας: «Και είναι επίσης απερίγραπτος ο Χριστός, αν και Θεός που έγινε άνθρωπος, για να αποκρουσθεί ο ασεβής και αναίσχυντος, (εννοεί τον Νεστόριο), ο οποίος εμωρολόγησε, ότι εγεννήθη ως άνθρωπος κοινός από την Παρθένο Μαρία». Και καταλήγει: «Διότι αυτό είναι το παράδοξο μυστήριο της Θείας Οικονομίας: Το ότι δηλαδή, έγινε σύζευξη της Θείας και της ανθρώπινης φύσεως στη μία υπόσταση του Λόγου, η οποία διατηρεί στην αδιαίρετη αυτή ένωση, αλώβητες τις ιδιότητες και των δύο φύσεων. Συνοψίζοντας λοιπόν, αναφορικά με αυτό το 4ο επιχείρημα των αιρετικών, θα λέγαμε ότι, το λογικό άλμα που κάνουν, είναι ότι προσπαθούν να περιορίσουν τον Χριστό, κατά βάση στη μία φύση. Ο Χριστός όμως, είναι συγχρόνως και Θεός και άνθρωπος, και κατά συνέπειαν απερίγραπτος ως προς τη Θεότητα, ταυτόχρονα όμως, περιγραπτός ως προς την ανθρωπότητα. Απομαγνητοφώνηση Ν. Μ. |
Δημιουργία αρχείου: 8-7-2010.
Τελευταία μορφοποίηση: 22-3-2022.