Φανέρωση του Θεού εν Χριστώ // Απορίες για τις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος // Ο "Άγγελος Γιαχβέ" και η θέα του Θεού // Περί τής ταυτότητας τού Παλαιού τών Ημερών - τού Κυρίου τής Δόξης- που εμφανίσθηκε στους προφήτες // Γιατί οι Εβραίοι δεν πιστεύουν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας // Εμφανίσεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη // Ποιος είναι "ο ων επί πάντων ευλογητός Θεός"; // Ιησούς Χριστός: Το Α και το Ω
«Πατήρ μου μείζων μου εστιν» (Ιω. 14, 28) Σε τι είναι μεγαλύτερος ο Πατήρ από τον Υιό; Στεργίου Σάκκου
Πηγή: Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα: «Ο Επουράνιος Πατήρ» (10-13 Νοεμβρίου 1992). Ι. Μητρόπολις Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη 1993. Σελ. 335-347. |
Τρεις αλληλοσυμπληρούμενες ερμηνείες μας παρέδωσαν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας για το χωρίο αυτό, ακυρώνοντας τη χρησιμότητά του για τους αιρετικούς του Αριανισμού, και δείχνοντας την πραγματική του διάσταση. Ο κ. Σάκκος στην παρουσίασή του αυτή μας εξηγεί. Μέγα κεφάλαιο μέσα στα μεγάλα που μας αποκάλυψε με την ενανθρώπισί του ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός είναι το μυστήριο του τριαδικού Θεού. Και φανέρωσι μεγίστη στον άνθρωπο μαζί με τα άλλα το πρόσωπο και το όνομα του πρώτου της αγίας Τριάδος, του επουρανίου Πατέρα, στον οποίο και αφιερώνεται με την έμπνευσι του Παναγιότατου ποιμενάρχου μας η σεβαστή μας σύναξι εφέτος. Ο Θεός ως Πατέρας ήταν γνωστός στον άνθρωπο μόνο με την έννοια του δημιουργού, του πλαστουργού και κυβερνήτου της ανθρώπινης υπάρξεως και ζωής, συνάμα και του σύμπαντος κόσμου. Την αντίληψι αυτή βρίσκουμε σχεδόν σε όλους τους λαούς, ειδωλολατρικούς βέβαια, οι οποίοι προσεύχονται σε κάποιον θεό γεννήτορα του ανθρωπίνου γένους. Έτσι ο Δίας αποκαλείται από τον Όμηρο «πατήρ ανδρών τε θεών τε»1. Εν τούτοις, ο χαρακτηρισμός «πατέρας» στους ειδωλικούς θεούς ήταν μάλλον προϊόν φαντασίας, καθώς δεν υπήρχε ιστορικό και πραγματικό αντίκρυσμα στην εμπειρία των ανθρώπων, αντίκρυσμα μιας πατρικής συμπεριφοράς εκ μέρους των ειδώλων, και θα ήταν ορθότερο να θεωρήσουμε τη χρήσι της λέξεως μεταφορική και όχι κατ' ακρίβειαν κυριολεκτική, ότι μεταφέρει δηλαδή μία ανθρώπινη σχέσι στα θεία και όχι ότι την αναγνωρίζει απ' ευθείας. Αλλά και στον ιουδαϊκό λαό, ο οποίος κατείχε την αληθινή πίστι, ο χαρακτηρισμός του Θεού ως πατέρα αφορά και πάλι μόνο στην έννοια του δημιουργού, είναι δε σπάνιος έως ανύπαρκτος μέσα στην πληθώρα των άλλων ονομασιών του2. Οπωσδήποτε, οι Ισραηλίτες διέθεταν ισχυρές βεβαιώσεις από θεόπνευστους άνδρες αλλά και άμεσες εμπειρίες από την ιερή ιστορία τους για την πατρική αγάπη του Θεού στο λαό τους• η αντίληψι του Θεού πατέρα δεν ήταν κατά φαντασίαν. Αλλά η λέξι και πάλι δεν εξέφραζε τη γνωστή ανθρώπινη σχέσι στην πληρότητά της, την οποία δύο βασικά στοιχεία συνιστούν ο δεσμός αίματος, φύσης, και ο διαπροσωπικός χαρακτήρας. Ο Θεός ήταν πατέρας για τους Ισραηλίτες ως ο Κύριος του οίκου Ισραήλ. Έπρεπε να έλθη ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός για να μας αποκαλύψη ολόκληρη την αγάπη του Θεού Πατέρα και να καθιερώση τους δεσμούς και τις σχέσεις τις όντως πατρικές. Μας φανέρωσε ότι πήρε τη φύσι μας και μας δίνει τη δική του, γινόμαστε αδελφοί του, και επομένως ο Πατέρας του είναι και Πατέρας μας με δεσμό φύσης πλέον, της θεανθρωπίνης του Ιησού Χριστού. Μας δίδαξε ότι στο όνομά του μπορούμε να διαλεγώμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Θεό Πατέρα, και με το Πνεύμα που μας επισκέπτεται μπορούμε να αισθανώμαστε τη γνήσια και θερμή πατρική συγγένεια με τον Θεό σε μοναδικό προσωπικό επίπεδο. Έτσι το «Πάτερ ημών» του Χριστιανού είναι πολύ διαφορετικό από το «Ζευ πάτερ» του Ομήρου και πολύ περιεκτικό σε σύγκρισι με το «Πάτερ» του Ησαΐα. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι κάθε λόγος για τον Θεό Πατέρα ανάγεται τελικά στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό και καθίσταται λόγος για τη σχέσι Πατέρα και Υιού. Είναι αναπόφευκτο αλλά και επιβεβλημένο. Έτσι, το χωρίο που διάλεξα να παρουσιάσω στη σύναξί μας μίλα μεν για τη σχέσι του Ιησού με τον Πατέρα, απώτερα όμως δείχνει τη σχέσι που αποκτούμε εμείς μέσω του Ιησού με τον επουράνιο Κύριό μας. Το λόγο τον είπε ο Χριστός προς τους μαθητάς του στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του μετά το Μυστικό Δείπνο, καθώς τους προετοίμαζε να δεχθούν το επικείμενο πάθος του και το θάνατο, «Ηκούσατε ότι εγώ είπον υμίν, υπάγω και έρχομαι προς υμάς», λέει. «Ει ηγαπάτε με, εχάρητε αν ότι είπον, πορεύομαι προς τον Πατέρα' ότι ο Πατήρ μου μείζων μου εστίν» (Ιω. 14, 28). Εκ πρώτης όψεως το χωρίο φαίνεται να προσβάλλη τη θεότητα του Ιησού Χριστού, καθ' όσον αποκλείει την ισότητα του Υιού με τον Πατέρα. Γι’ αυτό, από πολύ νωρίς στην εκκλησιαστική γραμματεία κατέστη ένα από τα κυριώτερα μέτωπα της μεγάλης χριστολογικής διαμάχης μέσα στους αιώνες. Από το δεύτερο κιόλας αιώνα, από την πρώτη μεταποστολική γενιά, δίνονται ποικίλες ερμηνείες και σημειώνονται διάφορες παρεξηγήσεις του. Διανοηταί και αιρετικοί σκοντάφτουν πάνω του σαν σε πέτρα σκανδάλου, μέχρι που τον ιβ' αι. κρίνεται απαραίτητο να αποφανθή επίσημα η Εκκλησία, για να βραβευθή η αλήθεια. Χρειάστηκαν προς τούτο δύο σύνοδοι, οι όποιες έγιναν στην Κωνσταντινούπολι το 1166 η μία και το 1170 η άλλη επί αυτοκράτορος Μανουήλ Α' του Κομνηνού. Την ιστορία της ερμηνείας του χωρίου εξετάζω διεξοδικά στο δίτομο έργο μου «Ο Πατήρ μου μείζων μου εστίν» (Θεσσαλονίκη 1968). Εν προκειμένω θα εκθέσω συνοπτικά τις διάφορες απόψεις, από τις οποίες θεωρήθηκε το χωρίο, και θα προβάλω την Ορθόδοξη θέσι.
1. Αιρετικές ερμηνείες Κατ' αρχήν πρέπει να υπογραμμίσω ότι η θεότητα του Ιησού Χριστού και η ισότητα του Υιού προς τον Πατέρα κηρύττεται διηνεκώς και πολυτρόπως μέσα στην Καινή Διαθήκη3, αποτελεί δε δόγμα της Εκκλησίας αναντίρρητο. Επομένως δεν υπάρχει καμμία πρόθεσι ή διάθεσι μέσα στην πατερική παράδοσι, από τους αποστολικούς πατέρες μέχρι τέλους, να εννοηθή μαρτυρία μειώσης του Υιού προς τον Πατέρα4. Μόνο αιρετικοί και αιρετίζοντες διετύπωσαν αντίθετες προτάσεις. Οι αιρετικές ερμηνείες διακρίνονται σε δύο θεωρίες, στη θεωρία της υποταγής του Υιού στον Πατέρα ως κατωτέρου και στη θεωρία της άρνησης της θεότητος του Υιού. Η θεωρία της υποταγής εμφανίσθηκε πρώτη κατά το τέλος του β' αι. και υποστηρίχθηκε από τον Ωριγένη και τον Ευσέβιο Καισαρείας στην Ανατολή, και από τον Τερτυλλιανό και τον Νοβατιανό στη Δύσι5. Σύμφωνα μ' αυτούς ο Υιός είναι υποδεέστερος από τον Πατέρα, ανώτερος όμως κατά πολύ από όλα τα κτίσματα. Η αντίληψι αυτή ευωδώθηκε στους μεν δυτικούς από επίδρασι της θύραθεν φιλοσοφίας, που εννοεί γενεαλογία και ιεράρχησι θεοτήτων, στον δε Ωριγένη και Ευσέβιο υπαγορεύθηκε από το σύστημα του Ιουδαίου Φίλωνος, ο οποίος δέχεται ως μεσίτη Θεού και λογικών όντων μία ενδιάμεση ύπαρξι, έναν κατώτερο θεό, τον Λόγο6. Τη θεωρία της υποταγής επαναλαμβάνουν στα νεώτερα χρόνια πολλοί ετερόδοξοι κυρίως προτεστάντες7. Η θεωρία της άρνησης της θεότητος του Χριστού είναι η θεωρία του Αρείου και των επιγόνων του. Αποτελεί προέκτασι της θεωρίας της υποταγής και είναι χαρακτηριστικό ότι χρονικά διαδέχθηκε τις αντιλήψεις του Ωριγένη, τοπικά δε προήλθε από την Αλεξάνδρεια, όπου ο Φίλων, ο Ωριγένης και η Αλεξανδρινή Σχολή. Συνδετικός κρίκος μεταξύ ωριγενισμού και αρειανισμού θεωρείται ο Ευσέβιος Καισαρείας. Σύμφωνα με τον Άρειο ο Υιός είναι ανώτερος απ’ όλους, αλλά είναι αποκύημα του Πατέρα και οφείλει την ύπαρξί του σ' αυτόν, τον οποίο μάλιστα ως Θεό ο Υιός δεν γνωρίζει κατά την ουσία8. Ο Ευνόμιος στη συνέχεια υποστηρίζει ότι ο Υιός δεν είναι ίσος με τον Πατέρα αφού γεννιέται απ' αυτόν, υπονοώντας μία χρονική αρχή γέννησης. Κατά τη γνώμη του σύγκρισι γίνεται μόνο μεταξύ ανόμοιων πραγμάτων εφ' όσον δε ο Χριστός συγκρίνεται με τον Πατέρα και τον αποκαλεί «μείζονα», συνεπάγεται ότι δεν είναι ομοούσιος με εκείνον9. Τέλος, ο Απολλινάριος δέχεται μέσα στην αγία Τριάδα τρεις ουσίες, τη μία ανώτερη από την άλλη το μέγα, το μείζον, το μέγιστον, όπου μέγιστον ο Πατέρας, μειζον ο Υιός, κατώτερος από τον Πατέρα, και μέγα το άγιο Πνεύμα10. Τις αιρετικές αυτές απόψεις απέρριψε και κατέρριψε η Εκκλησία με πλήθος επιχειρημάτων, λογικών και θεολογικών, τα οποία ανέπτυξαν οι πατέρες σε συγγράμματα και ομιλίες τους και διετράνωσαν οι οικουμενικές σύνοδοι με όρους και δόγματα11.
2. Κακόδοξες ερμηνείες Παρουσιάσθηκαν, εν τούτοις, και από την πλευρά των ερμηνευτών εκείνων που προϋποθέτουν αναμφίβολα την ισότητα Πατέρα και Yιού, ωρισμένες ερμηνείες, οι οποίες, αν και δεν χαρακτηρίζωνται αιρετικές, διότι δεν είχαν την πρόθεσι της αίρεσης, είναι όμως κακόδοξες, διότι ευνοούν την αίρεσι. Οι ερμηνείες αυτές είναι η ερμηνεία της κένωσης, η ερμηνεία της κατ' επίνοιαν διαίρεσης και η ερμηνεία του κοινού προσώπου. Ερμηνεία της κενώσεως ονομάζεται η άποψι ότι ο Υιός υπέστη μείωσι της θείας ουσίας του και ελαττώθηκε ως προς τον Πατέρα με το γεγονός της κένωσης, κατά το ότι υπέμεινε τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, όταν ενανθρώπισε, ενώ ο Πατέρας έμεινε πάντα ο ίδιος. Η μείωσι αυτή της ισότητος θεωρείται ότι ίσχυσε μόνο από τον καιρό της συλλήψεως μέχρι της αναλήψεως, οπότε ο Υιός αποκαταστάθηκε πάλι στο πρώτο του ύψος. Σ' εκείνο ακριβώς το διάστημα αναφέρεται και ο λόγος του Κυρίου ότι «ο Πατήρ μου μείζων μου εστί». Την ερμηνεία αυτή εισηγήθηκαν λίγοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς• ο Ιλάριος Πικταβίου, ο Δίδυμος Αλεξανδρέας, ο Φοιβάδιος και ο Προκόπιος Γαζαίος12. Την απαρίθμησε δε ως ξεχωριστή ερμηνεία, την ερμηνεία του ανθρωπίνου, πρώτος ο Φώτιος13, καθ' όσον δεν διακρίνεται εύκολα από άλλη απλή ερμηνεία, όπως θα δούμε. Κακόδοξη εν προκειμένω είναι η αντίληψι για την κένωσι του Χριστού, για την οποία κάνει λόγο ρητά ο απόστολος Παύλος στην προς Φιλιππησίους επιστολή του (2, 6-9). Η κένωσι που ανέχθηκε ο Χριστός κατά την ενανθρώπησι δεν σημαίνει μείωσι της θείας φύσης του, όπως εννοούν οι εν λόγω ερμηνευταί, αλλά έγκειται μόνο στο ότι καταδέχθηκε να αναλάβη την ανθρώπινη φύσι που ήταν ανάξια της θείας μεγαλειότητός του, ενώ δεν έχασε ούτε στιγμή την πλήρη θεότητα. Με την εσφαλμένη αυτή ερμηνεία της κενώσης προϋποθέτουμε τη θεωρία της υποταγής και οδηγούμαστε στο μονοφυσιτισμό. Όθεν καταδικάσθηκε με σύνοδο το 116614. Σήμερα, εν τούτοις, είναι η πιο διαδεδομένη ερμηνεία στον προτεσταντισμό, αν και παρατηρούνται διάφορες παραλλαγές μεταξύ των υποστηρικτών της15. Ερμηνεία της κατ' επίνοιαν διαίρεσης ονομάζεται η άποψι ότι ο Χριστός παρουσιάζεται κατώτερος από τον Θεό Πατέρα ως άνθρωπος, αλλά τούτο γίνεται μόνο κατά φαντασίαν, διότι σύμφωνα με αυτή την άποψι στην πραγματικότητα η ανθρώπινη φύσι του είναι τελείως ξένη και ξεχωρισμένη από τη θεία φύσι του, ωσάν να μην έγινε υποστατική ένωσι των δύο φύσεων στο πρόσωπό του και ωσάν να είναι φανταστική η ανθρωπότητά του16. Τον όρο «κατ' επίνοιαν διαίρεσις» παρέλαβαν οι υποστηρικταί από τον Ιωάννη Δαμασκηνό, ο οποίος όμως χρησιμοποιεί το χαρακτηρισμό μόνο για συστηματικούς σκοπούς, για να διακρίνη μία κατηγορία ανθρωποπαθών εκφράσεων για τον Χριστό, υπογραμμίζει δε ότι αυτή η παντελής διαίρεσι της ανθρώπινης από τη θεία φύσι είναι εντελώς φανταστική, ενώ πραγματική είναι η υποστατική ενωσι17. Το αντίστροφο ακριβώς εφαρμόζουν όσοι ζητούν να ερμηνεύσουν το χωρίο μας επικαλούμενοι τον όρο του Δαμασκηνού. Όπως γίνεται φανερό μία τέτοια ερμηνεία είναι καθαρά μονοφυσιτική, γι' αυτό και καταδικάσθηκε από τη σύνοδο του 1166 και πάλι από τη σύνοδο του 117018. Ερμηνεία τού κοινού προσώπου ονομάζεται η άποψι ότι ο Χριστός εμφανίζεται κατώτερος από τον Θεό Πατέρα μιλώντας όχι ως Υιός ειδικά για τον εαυτό του, αλλά γενικά ως κοινός θνητός για κάθε άνθρωπο19. Οι υποστηρικταί επικαλούνται και πάλι κακώς έναν χαρακτηρισμό του Δαμασκηνού για μια κατηγορία ανθρωποπαθών εκφράσεων, των εκφράσεων «κατ' οικείωσιν»20. Η εφαρμογή όμως εν προκειμένω όχι μόνο δεν ισχύει διότι ο Ιησούς μιλά σαφώς συγκεκριμένα για τον εαυτό του και για την περίπτωσί του, άλλα είναι και κακόδοξη, διότι υπαινίσσεται μία μόνο φύσι του Χριστού, τη θεία, θεωρώντας ότι ο Χριστός υποδύεται απλώς την ανθρώπινη. Καταδικάσθηκε και αυτή από τη σύνοδο του 116621. Εκτός από τις κακόδοξες ερμηνείες που εξέθεσα, διατυπώθηκε μία άποψι η οποία επίσης δεν μπορεί να γίνη δεκτή, διότι ουσιαστικά δεν είναι ερμηνεία, δεν εξηγεί τίποτε και καθόλου. Είναι η λεγομένη ερμηνεία της τιμητικής αναφοράς, κατά την οποία νομίζεται ότι η λέξι «μείζων» στο χωρίο μας δεν συνιστά τίποτε άλλο παρά μία τιμητική αναφορά του Υιού για τον Πατέρα. Αξιοσημείωτο είναι ότι η ερμηνεία αυτή προήλθε από παρανόησι ωρισμένων πατερικών χωρίων, ενώ στην πραγματικότητα κανένας πατέρας δεν την εννοούσε. Μνημονεύθηκε στη σύνοδο του 1166, αλλά ούτε καν συζητήθηκε22.
3. Ορθόδοξες ερμηνείες Ορθόδοξες ερμηνείες του χωρίου μας, οι οποίες δικαιούνται υπολήψεως, είναι τέσσερις: η ερμηνεία του ανθρωπίνου, η ερμηνεία του αιτίου, η ερμηνεία της υπόνοιας των ακουόντων και η ερμηνεία της συγκατάβασης. Οι δύο πρώτες, του ανθρωπίνου και του αιτίου, θεωρούν ότι η φράσι εκφράζει δόγμα. Οι δύο άλλες, της υπόνοιας και της συγκατάβασης, εξετάζουν τη φράσι ως κοινή έκφρασι. Η ερμηνεία του ανθρωπίνου είναι η αρχαιότερη από όλες και απαντά πρώτη φορά στον Ειρηναίο. Σύμφωνα με αυτήν «ο Πατήρ μου μείζων μου εστί» σημαίνει ότι ο Πατέρας είναι ανώτερος από τον Υιό ως άνθρωπο, εφ' όσον ο Υιός με την ενανθρώπησι έγινε τέλειος άνθρωπος χωρίς να παύση βέβαια να είναι και τέλειος Θεός. Το χωρίο κατατάσσεται σε μία ομάδα χωρίων που αναφέρονται στην ανθρώπινη φύσι του Χριστού και χρησιμοποιούνται από τους πατέρες κατά της αίρεσης του αρειανισμού, αλλά και κατά των αιρέσεων του μονοενεργητισμού και του μονοθελητισμού. Έτσι, η εν λόγω ερμηνεία υποστηρίχθηκε από τους περισσότερους πατέρες και ορθοδόξους εκκλησιαστικούς συγγραφείς23. Η ερμηνεία τον αιτίου είναι η δεύτερη κατά σειράν αρχαιότητος και συχνότητος στην Ορθόδοξη παράδοσι, συναντάται δε πρώτη φορά στον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας τον δ' αιώνα. Σύμφωνα με αυτήν ο Πατέρας λέγεται «μείζων» του Υιού κατά το ότι είναι αίτιός του με την έννοια όχι ότι δημιούργησε τον Υιό, αλλά ότι τον γεννά αενάως. Η διάκρισι αυτή δεν είναι διάκρισι ουσίας αλλά διάκρισι υποστάσεως. Δεν αποτελεί η διαφορά, δηλαδή, ουσιαστική ιδιότητα των προσώπων της θεότητος, αλλά προσωπικό ιδίωμα του Πατέρα έναντι του Υιού. Ο Πατήρ γεννά και ο Υιός γεννάται, χωρίς να συμβαίνη καμμία ανισότητα μεταξύ τους και ούτε ο Υιός να είναι νεώτερος από τον Πατέρα ή ο Πατέρας ισχυρότερος από τον Υιό. Την ερμηνεία του αιτίου ανέπτυξε πληρέστερα ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, την ασπάζονται δε και πλείστοι πατέρες και συγγραφείς της Εκκλησίας24. Μάλιστα, η σύνοδος του 1170 την πρόβαλε ως υπόδειγμα ορθοδόξου ερμηνείας25. Αλλά η φράσι «ο Πατήρ μου μείζων μου εστί» λέχθηκε μέσα σε κάποια συνάφεια και οφείλει να έχη πρώτα απ' όλα μία νοηματική εξήγησι και έπεται η δογματική. Πρώτος ο Χρυσόστομος διευκρίνισε ότι το δόγμα και η αποκάλυψι δεν ελλοχεύουν σε κάθε πρότασι της Γραφής, αλλά φανερώνονται σε ωρισμένες προτάσεις και κυρίως στο νόημα μιας συνάφειας. Και ο Χρυσόστομος πάλι ανέδειξε ως ασφαλή ερμηνευτική μέθοδο την ερμηνεία με βάσι τη θέσι του χωρίου μέσα στην περικοπή του αλλά και με οδηγό το πνεύμα και τη νοοτροπία όλης της Γραφής. Με αυτό το σκεπτικό ο Χρυσόστομος εισηγήθηκε για το χωρίο μας την ερμηνεία της υπόνοιας των ακουόντων, κατά την οποία ο Ιησούς Χριστός μιλά εν προκειμένω σύμφωνα με την αντίληψι που είχαν οι μαθηταί του γι' αυτόν και όχι σύμφωνα με την όντως αλήθεια για τον εαυτό του. Τούτο δεν δηλώνει ούτε υπόκρισι ούτε υπόδυσι, αλλά μόνο σεβασμό προς την αδυναμία των ακροατών του και ακόμη παιδαγωγική σοφία στη διδασκαλία του, με την οποία διακριτικά επιτελούσε την αποκάλυψί του. Οι μαθηταί του Ιησού είχαν την ιδέα οπωσδήποτε ότι ο Διδάσκαλος τους ήταν κατώτερος από τον Θεό Πατέρα. Και ο Ιησούς θέλοντας να τους παρηγόρηση, καθώς τους αναγγέλλει ότι φεύγει από κοντά τους, προσαρμόζεται στην ιδέα που είχαν γι’ αυτόν και την χρησιμοποιεί, μάλιστα, για να τους πείση να μη λυπούνται που θα φύγη. «Αν με αγαπούσατε», τους λέει, «θα έπρεπε να χαρήτε που σας είπα ότι πηγαίνω προς τον Πατέρα μου, διότι ο Πατέρας μου είναι μεγαλύτερος από μένα»• εννοεί ότι η πορεία του προς τον Πατέρα είναι τιμή και ασφάλεια για τον Υιό και χαρά για τους αγαπητούς του26. Η ερμηνεία αυτή είναι πράγματι εύστοχη και επί πλέον δεν αποκλείει τις ορθόδοξες ερμηνείες που αφορούν στο δόγμα. Την ακολουθούν επιφανείς αρχαίοι ερμηνευταί και υπομνηματισταί27 μνημονεύθηκε δε και στη σύνοδο του 1166, αν και δεν έτυχε ιδιαίτερης προσοχής, καθ' όσον το ενδιαφέρον της ήταν δογματικό. Παρεμφερής προς την ερμηνεία της υπόνοιας των ακουόντων είναι, τέλος, η ερμηνεία της συγκατάβασης, κατά την οποία ο Χριστός από συγκαταβατικότητα προς την αδυναμία των ακροατών του εκφράζεται ταπεινά για να γίνη κατανοητός. Την ερμηνεία αυτή την αναφέρει ο Φώτιος28 και η διαφορά της από την ερμηνεία της υπόνοιας των ακουόντων έγκειται στο ότι κατ' αυτήν ο Χριστός δεν επωφελείται από την ασθενή αντίληψι των ακροατών του γι' αυτόν, όπως κατά την άλλη ερμηνεία, αλλά απλώς προϋποθέτει την αδυναμία τους και συμμορφώνεται μ' αυτήν. Από όλες τις παραδεκτές ερμηνείες νομίζω ότι η ερμηνεία του ιερού Χρυσοστόμου, που αφορά στην υπόνοια των ακουόντων, είναι η προτιμητέα, διότι δεν δημιουργεί νοηματικές απορίες και δεν εμποδίζει δογματικές θέσεις. Το χωρίο «ο Πατήρ μου μείζων μου εστί» διατυπώνει μία απλή ανθρώπινη αντίληψι, ότι ο Θεός είναι ανώτερος από τους ανθρώπους, καθώς και από όλα, όπως είπε άλλη φορά ο Ιησούς• «ο Πατήρ μου… μείζων πάντων εστί» (Ιω. 10,29). Δεν έχουμε εν προκειμένω αναφορά στις σχέσεις των προσώπων της αγίας Τριάδος ούτε σύγκρισι Πατέρα και Υιού, αλλά μνεία της ανωτερότητος του Θεού από τα πλάσματά του. Θεωρώντας, εν τούτοις, αυτόν το λόγο του Χριστού οι πιστοί μέσα από την Εκκλησία, ύστερα από το απολυτρωτικό έργο του Κυρίου, μπορούμε να διαπιστώσουμε τι άλμα έκανε ο άνθρωπος εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού, τι χάσμα κάλυψε ανάμεσα στον εαυτό του και στον Θεό και σε ποιο επίπεδο σχέσης με τον επουράνιο Πατέρα ανέβηκε. Ήταν αδιανόητο για το ανθρώπινο γένος ότι μπορούσε να υπάρχη κάποια συνάφεια ανάμεσα σε Θεό και άνθρωπο, κάποια σχέσι μεταξύ κτιστού και ακτίστου, όπως λένε οι πατέρες29. Θεωρούνταν ανάξιο για τη θεία μεγαλειότητα, «μωρία και σκάνδαλον» (Α' Κορ. 1, 23), να προσλάβη ο Θεός ανθρώπινη σάρκα και να αναστραφή ως άνθρωπος. Οι επισκέψεις των θεών στη γη κατά τη μυθολογία εννοούσαν εικονικούς ανθρωπομορφισμούς και μάλλον έδειχναν εντωνώτερη τη διαφορά Θεού και ανθρώπων παρά την απάλυναν. Η σκέψι δε του Θεού ως πατέρα προσωπικού και αγαπητού, όπως ανέφερα στην αρχή, ήταν εντελώς απαράδεκτη. Ο Χριστός με το λόγο του αναγνωρίζει αυτήν την κοινή αντίληψι, σέβεται την ισχύ της, καθ' όσον την επικαλείται για να παρηγόρηση τους μαθητάς του, χρησιμοποιώντας όμως για τον Θεό το χαρακτηρισμό «ο Πατήρ μου» την παραμερίζει ήδη και υπαινίσσεται πλέον την καινούργια αντίληψι για τον Θεό, την οποία εγκαθιδρύει με τον εαυτό του και θα γνωστοποίηση στον κόσμο με την Εκκλησία του. Αυτός ο Θεός, ο οποίος όντως είναι «μείζων πάντων», και ακόμη «μείζων» ενός διδασκάλου, όπως αυτόν που γνώρισαν οι μαθηταί του στο πρόσωπο του, αυτός ο απρόσιτος και δυσπρόσιτος Γιαχβέ, λέει, είναι ο Πατέρας του. «Ο Πατήρ μου», λέει, και εκείνο το μικρό «μου» απλώνει μύχιες προσωπικές συνδέσεις, που συσφίγγουν τον Θεό με τον άνθρωπο σε μία τρυφερή σχέσι πατέρα και παιδιού. «Είναι μεγαλύτερος από μένα, αλλά είναι ο Πατέρας μου», ακούγεται η μαρτυρία του, όπως του γιου που μιλά με εμπιστοσύνη για το γονιό του - όχι όπως του σκλάβου για τον αφέντη, του αδύναμου για τον δυνατό. Όταν ύστερα από λίγο καιρό οι μαθηταί του Ιησού θα τον δουν αναστημένο, θα καταλάβουν καλά τι σήμαινε πλήρως αυτός ο λόγος. Ο Ιησούς δεν ήταν μόνο τέλειος άνθρωπος, είναι και τέλειος Θεός και έχει Πατέρα φυσικό τον Θεό του κόσμου. Προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύσι κατέστησε δυνατό για τον άνθρωπο να γίνη γιος κι αυτός του επουρανίου Πατέρα, να μπορή να αποκαλή τον Κύριο «ο Πατήρ μου» και να είναι βέβαιος γι' αυτή την αμετάκλητη υιοθεσία, που την υπέγραψε με το αίμα του ο Ιησούς Χριστός. Μελετώντας μ' αυτό το πνεύμα τη φράσι «ο Πατήρ μου μείζων μου εστί» μπορούμε σχηματικά να πούμε ότι η φράσι στέκεται σαν ένα σκαλοπάτι, το τελευταίο, στη σκάλα που μπόρεσε να στήση ο άνθρωπος με τον Θεόσδοτο λογικό του από τη γη προς τον ουρανό, για να εγγίση τον Θεό. Εκεί επάνω στάθηκε ο Θεάνθρωπος κρατώντας στην αγκαλιά του την ανθρωπότητα- και κάνοντας ένα θαυμαστό άλμα με την ανάστασί του κάλυψε την απόστασι μεταξύ Θεού και ανθρώπων και έφερε τον άνθρωπο στην αγκαλιά του Θεού, του έμαθε να τον λέη και να τον αισθάνεται Πατέρα. Έτσι, η ερμηνεία ότι ο Ιησούς μιλά «κατά την υπόνοιαν των ακουόντων» αποκτά ιδιαίτερη ισχύ, καθώς υπεμφαίνει το μεγάλο δώρο που μας έκανε ο Χριστός φεύγοντας ως άνθρωπος από τον κόσμο και εγκαταλείποντας με το σταυρικό του θάνατο τους μαθητάς. Οι αιρετικοί, που με διάφορες ερμηνείες φάνηκε ότι προσπαθούσαν να διασώσουν τη θεία φύσι του Χριστού απορρίπτοντας την έννοια του χωρίου κατ' άνθρωπον, αποδείχθηκε ότι τελικά έχασαν τη θεϊκή αποκάλυψι ότι ο Πατέρας του Ιησού είναι και δικός μας Πατέρας• είναι μεγαλύτερος από μας, αλλά χάρι στον Ιησού Χριστό μας έχει παιδιά του. Παναγιώτατε, Αν θα θέλαμε να ακούσουμε αυτόν τον λόγο του Ιησού μετά την ανάστασί του από τα χείλη του πάλι, πώς θα τον έλεγε ο ίδιος, αναστημένος πλέον, στους απαρηγόρητους ακόμη μαθητάς του, έχουμε την ευκαιρία και την ευλογία. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης τον παραθέτει, όπως τον είπε ο Κύριος μέσα στον κήπο της ανάστασης προς τη Μαρία τη Μαγδαληνή• «Αναβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα υμών, και Θεόν μου και Θεόν υμών» (Ιω. 20, 17). Είναι ακριβώς η θριαμβευτική ηχώ εκείνων των ενθαρρυντικών λόγων προ του πάθους- «Εχάρητε αν ότι είπον, πορεύομαι προς τον Πατέρα. ότι ο Πατήρ μου μείζων μου εστίν». Η χαρά μας πλέον είναι «ανεκλάλητος και δεδοξασμένη», τώρα που έχουμε «κομίσει το τέλος της πίστεως ημών» (παράβαλλε Α' Πε. 1, 8-9), που είδαμε την εκπλήρωση της υπόσχεσης και νιώσαμε ότι ο Θεός είναι ο Πατέρας μας.
Σημειώσεις 1. Σε πλείστα χωρία της Ιλιάδος και τής Οδύσσειας. Παράβαλλε και Ησίοδο. 2. Ησ. 64, 8• παράβαλλε και Σοφ. Σειρ 23, 1. 4. 3. Δειγματοληπτικά αναφέρω τα εξής: Ιω. 1,1• 5,18• 10,33• 20,28• Ρω. 9,5• Κλ. 2,9• Φι. 2, 6-7- Β' Θε. 1,12• Α' Τι. 3,16 Τίτ. 2,13• Εβ. 1,9 Β΄ Πέτ. 1, 1• Α΄ Ιω. 5, 20• Απ. 1, 8. 4. Ο Α. Harnack υποστήριξε ότι οι αποστολικοί πατέρες καθώς και ο Ειρηναίος υποτιμούν τον Υιό έναντι τού Πατρός (Lehrbuch der Dogmengeschichte, Tubingen 1909,1, 206-208. 210. 596), αλλά τα επιχειρήματα του, ειδικά για την περίπτωσι του Ειρηναίου, ανατράπηκαν επιτυχώς από τον Ε. Brunner (Der Mittler, Zurich 1947, 232. Παράβαλλε 179-181. 219-231). Βλ. Σ. Σάκκου, Ο Πατήρ μου., Α', 50-51. 5. Ωριγένους, Κατά Κέλσου, 8,14-15, PG 11,1536Β-154ΟΒ• Εις Ιωάννην, 13,37, PG 14, 464Α. Ευσεβίου, Ευαγγελική προπαρασκευή, 7, 12-13, PG 21, 541B-548C Ευαγγελική απόδειξις, 4, 15, PG 22, 305Α- 9, 7, PG 22, 677CD Tertulliani. Adversus Praxeam, 9, PL 2, 187CD Apologeticus, 21, PL 1, 449B-469A. Novatiani, De Trinitate, 31, PL 3, 978B. 6. Φίλωνος, Νόμων αλληγορία, 2, 86' Περί συγχύσεως διαλέκτων, 147• Περί γεωργίας Α', 51. Περί του θεοπέμπτους είναι τους ονείρους, 1, 227-230. 7. Roscnmuller G., Scholia in Novum Testamentum, 2, 577 (Norimbergae 1803). Reuss E., La theologie Johannique, 290 (Paris 1879). Holtzmann O., Das Johannesevangelium, 187 (Darmstadt 1887)• Lehrbuch der neutestamentlichen Theologie, 2, 445 (Freiburg-Leipzig 1897). Loisy Α., Le quatrieme Evangile, 557-558 (Paris 1903). Zahn Th., Das Evangelium des Johannes, 31-32 (Leipzig-Erlangen 1921). Bauer W., Das Johannesevangelium, στο Handbuch zum Neuen Testament, 182 (Tubingen 1925). McGregor G. H. C., The Gospel of John, 313 (London 1928). Hoskyns E. C., The Fourth Gospel, 462-464 (London 1947). Barrett C. K., The Gospel according to St. John, 77-78• 391 (London 1955). Wiles M., The Spiritual Gospel, 122 (Cambridge 1960). Hunter A. M., The Gospel according to John, 108' 146 (Cambridge 1965). 8. Βλ. Αρείου, Θάλεια, παρά Μ. Αθανασίω, Περί Συνόδων, 15, PG 26, 708 BC. 9. Βλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, θησαυροί, 11, PG 75,140Β και 144D. 10. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Προς Κληδόνιον πρεσβύτερον κατά Απoλλιναρίου, 1, PG 37, 192Β. Θεοδωρήτου, Αιρετικής κακομυθίας επιτομή, 4, 8, PG 83, 425C. 11. Για την Ορθόδοξη πατερική επιχειρηματολογία βλ. Σ. Σάκκου, Ο Πατήρ μου… , Α, 71-73. 12. Hilarii, De Trinitate, 9, 51-54, PL 10, 322B-325B και 12,6, PL 10, 437AB. Διδύμου, Απόσπ. εις τας Πράξεις, 9, PG 39, 1652D. Phoebadii, Adversus Arianos, 13, PL 20, 22D. Προκοπίου Γαζαίου, Υπόμνημα εις την Έξοδον, PG 87, 664-665. 13. Φωτίου, Αμφιλόχια, 95, 2, PG 101, 605Α. 14. Περί της ερμηνείας της κενώσεως κατά τη σύνοδο του 1166 βλ. Πρακτικά, Α΄ 1, 9. 4, 11-80• 7, 3. 8. 9, 9. 24 και Δ' 2. 7. 10 στο Σ. Σάκκου, Ο Πατήρ μου μείζων μου εστίν, Β΄ Θεσσαλονίκη 1968. 15. Συλλογή και παράθεσι των ερμηνειών και των παραλλαγών τους από θεολόγους του προτεσταντισμού αρχομένων από τον Λούθηρο βλ. στο Σ. Σάκκου, Ο Πατήρ μου. . ., Α, σελ. 125-128. 16. Η ερμηνεία αυτή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη σύνοδο του 1166. Βλ. Πρακτικά, Α', 9,11 και 1, 9. 8, 3-4. 9,24. 17. Ιωάννου Δαμασκηνού, Περί της ορθοδόξου πίστεως, 4,18, PG 94,1181AD' παράβαλλε και 3, 21• 4, 18, PG 94,1085Β• 1188Β. 18. Βλ. Πρακτικά, Γ, 1,17. 19. 21. 23. 28. 34• 2, 10-11• 4, 1-4. 19. Βλ. Πρακτικά, Α', 1, 9• 9, 10• 3, 2• 9, 24-25- Δ', 9. 20. Ιωάννου Δαμασκηνού, Περί της ορθοδόξου πίστεως, 4, 18, PG 94, 1181AD. 21. Βλ. Πρακτικά, Α, 7, 5. 9, 24-25- Δ', 9. 22. Βλ. Πρακτικά, Α, 4, 24• 4, 25-26. 31. 43. 23. Ειρηναίου, Κατά αιρέσεων, 2, 28, 8, PG 7, 811ΑΒ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγοι θεολογικοί, 3,17-18, PG 36, 96Β-97Β και 4, 7, PG 36,113Α. Γρηγορίου Νύσσης, Περί θεότητος Υιού και Πνεύματος, PG 46, 561D-564A. Ευθυμίου Ζυγαβηνού, Πανοπλία, 11, PG 130, 573Β. 581BC. Αμφιλοχίου, Λόγος εις το «ο Πατήρ μου μείζων μου εστίν», PG 39, 109ΑΒ. 24. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγοι θεολογικοί, 40, 43, PG 36, 420BC Η ερμηνεία μετά τον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας συναντάται κατόπιν στους Μ. Αθανάσιο, Μ. Βασίλειο, Πρακτικά της εν Σαρδική συνόδου, Μάρκο Διάδοχο, Επιφάνειο Κύπρου, Ιωάννη Χρυσόστομο, Μάριο Βικτωρίνο, Ιλάριο Πικταβίου, Αυγουστίνο, Φαυστίνο και Φοιβάδιο• τον ε' αι. στους Ισίδωρο Πηλουσιώτη και Κύριλλο Αλεξανδρείας• τον στ΄ αι. στον Αναστάσιο Α' Αντιοχείας και τον η' αι. στον Ιωάννη Δαμασκηνό. Τους επόμενους αιώνες ακολουθούν οι Φώτιος, Οικουμένιος, Ευθύμιος Ζυγαβηνός, Ανδρόνικος Κομνηνός, Νικηφόρος Βλεμμίδης, Γρηγόριος Παλαμάς και Μανουήλ Καλέκας. Βλ. Σ. Σάκκου, Ο Πατήρ μου… , Α', σελ. 109-110, σημ. 1. 25. Βλ. Πρακτικά, Γ, 4,1. 26. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τον Ιωάννην, 75, 4, PG 59, 407-408. 27. Τον Ιωάννη Χρυσόστομο ακολουθούν οι Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Θεόδωρος Μοψουεστίας, Φώτιος, Θεοφύλακτος, Ευθύμιος Ζυγαβηνός και Μανουήλ Καλέκας. Βλ. Σ. Σάκκου, Ο Πατήρ μου… , Α', σελ. 136, σημ. 2 και 137, σημ. 2 και 3. 28. Φωτίου, Αμφιλόχια, 95, 4, PG 101, 605CD. 29. Συμεώνος του νέου Θεολόγου, Έρωτες θείων ύμνων, SC 174, 35, 87-90' «Τω ακτίστω το κτιστόν γαρ πώς ποτέ εξισωθείη;» και 156, 7, 40' «Και θεόν με πεποίηκας, βροτόν όντα την φύσιν». |
Δημιουργία αρχείου: 19-3-2008.
Τελευταία μορφοποίηση: 8-9-2016.