Ελληνικός Παρατηρητής τής Σκοπιάς

Φραγμός στην εκμετάλλευση της απειρίας των άλλων

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Μελέτες

Ο φόνος εν πολέμω και η παρ' ημίν Ιεροσύνη * Οι νόμοι φθοράς και αφθαρσίας και οι πόλεμοι

Ιστορικά στοιχεία για τη στράτευση

τών πρώτων Χριστιανών

 

 

Το αν ένας Χριστιανός θα στρατευθεί ή όχι, ήταν πάντοτε για την Εκκλησία ένα θέμα ανοικτό, που εξαρτιόταν από τη συνείδηση του ανθρώπου, και όχι από ΕΠΙΒΟΛΗ νόμου προς αυτόν, από μέρους της Εκκλησίας. Και αυτό, φαίνεται όχι μόνο από την Αγία Γραφή, αλλά και από την ιστορία και την αρχαιολογία. Στο άρθρο αυτό, θα δούμε ιστορικά στοιχεία, που δείχνουν  ότι η πρώτη Εκκλησία, σε αντίθεση με την οργάνωση της Σκοπιάς, δεν επέβαλλε την αποχή από τη στράτευση στους Χριστιανούς, αλλά τους άφηνε να επιλέξουν κατά συνείδησιν.

Όμως το θέμα αυτό, εκτός από τη Σκοπιά, έχει άλλους δύο αποδέκτες: Αυτούς που προσπαθούν να επιβάλλουν τη στράτευση παρά τη συνειδησιακή αντίρρηση του συνανθρώπου τους, αλλά και τους Νεοπαγανιστές εκείνους, που για να δικαιολογήσουν τους διωγμούς κατά των Χριστιανών, δικαιολογούνται ότι δήθεν αυτό γινόταν επειδή δήθεν οι Χριστιανοί δεν στρατεύονταν και αποδυνάμωναν την αυτοκρατορία.

 

1. Οι συνθήκες στράτευσης στη Ρώμη

Η οργάνωση της Σκοπιάς, εξαναγκάζει τους οπαδούς της με την απειλή της αποκοπής, να μείνουν ουδέτεροι στο θέμα της στράτευσης, και να αρνηθούν να γίνουν στρατιώτες, ακόμα και όταν η συνείδησή τους δεν τους απαγορεύει τη στράτευση. Έτσι όμως, το θέμα αυτό παύει να είναι θέμα συνείδησης, και αποτελεί "θρησκευτικό καθήκον", και μάλιστα "θρησκευτικό εξαναγκασμό". Ο γράφων, αντιρρησίας συνείδησης και ο ίδιος, και έχοντας φυλακισθεί γι' αυτό, όταν ήταν μέλος της Σκοπιάς, γνώρισε αρκετούς συγκρατουμένους του, που ήταν εκεί μέσα, όχι επειδή τους το απαγόρευε η συνείδησή τους, αλλά για το φόβο της αποκοπής!

Όμως στην πρώτη Χριστιανική Εκκλησία, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Και κανείς δεν ανάγκαζε τους πρώτους Χριστιανούς να αρνηθούν τη στράτευση. Και τέτοια παραδείγματα από την ιστορία και την αρχαιολογία θα παρουσιάσουμε σε αυτό το άρθρο, καθώς την ανάλυση του θέματος από την Αγία Γραφή, την αφήνουμε για άλλο άρθρο. Στο άρθρο αυτό, θα χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από την εξαιρετική μελέτη της Δέσποινας Ιωσήφ, δρος Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ιστορικά Θέματα» Νο 30 (Ιούνιος 2004 σελ. 8-19), με θέμα: "Ένα ηθικό δίλημμα των πρωτοχριστιανικών κοινοτήτων".

Το άρθρο ξεκινάει με περιγραφή των συνθηκών στις οποίες ήταν υποχρεωμένος να αντιμετωπίζει ένας στρατιώτης της Ρώμης, που τότε ήταν η αυτοκρατορία που περιελάμβανε στην επικράτειά της το μεγαλύτερο μέρος των Χριστιανών. Παραθέτουμε το απόσπασμα αυτό:

" Ένας Ρωμαίος στρατιώτης ήταν υποχρεωμένος να ορκίζεται στους ειδωλολάτρες αυτοκράτορες, να υπακούει εντολές ειδωλολατρών αξιωματικών, να συναναστρέφεται ειδωλολάτρες, να παρευρίσκεται (ως απλός στρατιώτης) ή να διεξάγει (ως υψηλόβαθμος αξιωματούχος) θυσίες προς τιμήν των παραδοσιακών θεών, να ζει μακριά από το σπίτι του αντιμέτωπος με πειρασμούς, να καταφεύγει στη χρήση βίας (πιθανότατα και στην ανθρωποκτονία). Ταυτόχρονα, είχε κατορθώσει να υπερβεί τα στενά όρια της αγροτικής ζωής και είχε τη δυνατότητα να μορφωθεί και να ανέλθει στην κοινωνική ιεραρχία. Απολάμβανε έναν ικανοποιητικό και σταθερό μισθό, αναπάντεχα δώρα από τους αυτοκράτορες, πλούσια διατροφή, ρουχισμό, ιατρική περίθαλψη, ευκαιρίες για λεηλασίες, προνομιακή θέση απέναντι στον κόσμο, φοροαπαλλαγές, αποδέσμευση από την πατρική κυριαρχία και άπλετο ελεύθερο χρόνο. Με τη συμπλήρωση 25 χρόνων θητείας, συνταξιοδοτείτο με γη δεκαπλάσιας αξίας ενός ετήσιου μισθού και με την απόδοση της ρωμαϊκής υπηκοότητας".

Στις αρχές του 3ου αιώνα ο στρατός της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αριθμούσε περίπου 450.000 άνδρες ή το 0,75% του πληθυσμού. Οι Χριστιανοί ήταν περίπου 216.000 όλων των ηλικιών και των φύλων, ή το 0,36 του πληθυσμού (Peter Garnsey και Richard Saller. The Farly Principate, Augustus to Trajan, στη σειρά Greece and Rome, New Surveys in the Classics, αρ. 15 (1982), σελ. 25 και Keith Hopkins, “Christian Number and its implication”. Journal of Early Christian Studies 6:2 (1994), σσ. 185-226).

Μερικοί νομίζουν (συμπεριλαμβανομένων και των οπαδών της Σκοπιάς), ότι οι Χριστιανοί άρχισαν να πολεμούν, λόγω κάποιας υποτιθέμενης "αποστασίας" της Εκκλησίας, επί του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου (307 - 337 μ.Χ.). Όμως η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική.

 

2. Οι πρώτοι Χριστιανοί Συγγραφείς

 Οι μαρτυρίες που έχουμε από τους πρώτους Χριστιανούς για το θέμα της στράτευσης, είναι δύο ειδών: Υπάρχουν οι "ειρηνιστές" Χριστιανοί συγγραφείς, και εκείνοι που δεν είχαν πρόβλημα να στρατευούν.

Συγγραφείς που αντιτίθεντο στη στράτευση, ήταν ο Ωριγένης, ο Τερτυλλιανός, ο Ιππόλυτος και ο Λακτάντιος.

Αντίθετα από ό,τι θέλουν να πιστεύουν πολλοί, στην Καινή Διαθήκη δεν γίνεται καθόλου λόγος για το θέμα της στράτευσης. Το θέμα περνάει αδιάφορο, πράγμα που δείχνει ότι δεν υπήρχε πρόβλημα από τους αποστόλους του Χριστού για το αν οι Χριστιανοί στρατεύονταν ή όχι. Και επίσης αντίθετα προς αυτό, η στρατιωτική θητεία άρχισε να θεωρείται ακατάλληλη επιλογή σταδιοδρομίας από τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ.!

Η Δέσποινα Ιωσήφ, γράφει στο εν λόγω άρθρο τα εξής:

"Ο Τερτυλλιανός ήταν ίσως ο πρώτος Χριστιανός συγγραφέας που ασχολήθηκε συστηματικά με το ζήτημα. Ο διάλογος συνεχίσθηκε τον 3ο αιώνα και σταδιακά συμμετείχαν σ' αυτόν ολοένα και περισσότεροι Χριστιανοί διανοούμενοι. Τον 4ο αιώνα προσέλαβε τη μεγαλύτερή του έκταση. Ο Τερτυλλιανός προσέφυγε στη Βίβλο, για να υποστηρίξει τις απόψεις του. Επέλεξε συγκεκριμένα αποσπάσματά της, όπως «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Κατά Ματθαίον, 6.24, ή Κατά Λουκάν, 16.13) και «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Κατά Ματθαίον, 22.21, ή Κατά Μάρκον 12.17, ή κατά Λουκάν 20.25), παρότι αυτά δεν καταγράφηκαν από τους Ευαγγελιστές ως οδηγίες προς Χριστιανούς που ακολουθούσαν (ή επρόκειτο να αρχίσουν) στρατιωτική σταδιοδρομία. Παρά ταύτα, τα προώθησε ως σχετικά και τους προσέδωσε πολλές και αντικρουόμενες μεταξύ τους ερμηνείες. Έτσι, κατόρθωσε να τα καθιερώσει και μέχρι σήμερα εξακολουθούμε να τα επικαλούμαστε, όταν συζητούμε το ζήτημα, και να τους δίνουμε διαφορετικές ερμηνείες, ανάλογα με την άποψη που επιθυμούμε να προβάλουμε.

Για παράδειγμα, τα Ευαγγέλια διηγούνται το ακόλουθο επεισόδιο: οι Φαρισαίοι ρώτησαν κάποτε τον Ιησού: «έξεστι δούναι κήνσον Καίσαρι ή ου;». Τον αντιπαθούσαν και περίμεναν ότι θα έδινε αρνητική απάντηση, ώστε να τον καταδώσουν στις ρωμαϊκές Αρχές για επαναστατικές τάσεις. Ο Ιησούς, όμως, απάντησε: «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι κοι τα του Θεού τω Θεώ». Η συνύπαρξη Θεού και Καίσαρα ήταν εφικτή. Ο Τερτυλλιανός ορισμένες φορές αναφερόταν στο επεισόδιο, προκειμένου να πείσει τους Χριστιανούς να υπακούουν στον Καίσαρα, να εκπληρώνουν τις πολιτικές τους υποχρεώσεις και να πληρώνουν φόρους, αλλά, αν οι Αρχές απαιτούσαν τη λατρεία ειδώλων τότε οι Χριστιανοί θα έπρεπε να αρνηθούν και να επιλέξουν το μαρτύριο. Αντίστοιχα, αργότερα ο Αμβρόσιος αναφέρθηκε στο επεισόδιο, για να δείξει ότι οι Χριστιανοί όφειλαν υπακοή στον αυτοκράτορα, ο οποίος με τη σειρά του όφειλε να συνδράμει την Εκκλησία. Άλλες φορές, πάλι, ο Τερτυλλιανός έδινε την ερμηνεία ότι οι Χριστιανοί δεν έπρεπε να στρατεύονται ή να παραμένουν στον στρατό, την οποία συμμεριζόταν και ο Παυλίνος. Ο επίσκοπος της Λυών Ευχέριος το επικαλέσθηκετο 434-435 στο «Μαρτυρολόγιο της Θηβαϊκής λεγεώνας», για να τονίσει ότι οι Χριστιανοί όφειλαν να στρατεύονται, αλλά ότι ο σκοπός του πολέμου θα έπρεπε να είναι γνωστός και αποδεκτός από τις εκκλησιαστικές Αρχές. Ο Αυγουστίνος θεωρούσε ότι οι Χριστιανοί υποχρεούντο να στρατεύονται πιθανότατα χωρίς όρους".

Όμως, παράλληλα, έχουμε ήδη από τα τέλη του 2ου αιώνα μαρτυρίες για την ύπαρξη Χριστιανών στο Ρωμαϊκό στράτευμα. Και κανείς δεν διανοήθηκε ποτέ να τους "αποκόψει" για κάτι τέτοιο, γιατί ήταν καθαρά θέμα της προσωπικής τους συνείδησης!

Η πρωϊμότερη (εξωγραφική) μαρτυρία για Χριστιανούς στο στράτευμα, (για να μην ξεχνάμε τον Κορνήλιο της Αγίας Γραφής που ήταν στρατιωτικός και Χριστιανός), χρονολογείται στο 172 μ.Χ. Παραθέτουμε απόσπασμα της Δέσποιας Ιωσήφ:

"Σύμφωνα με τον Ιουστίνο, τον Τερτυλλιανό, τον Κυπριανό και τον Ευσέβιο, ο στρατός του Μάρκου Αυρηλίου (161-180), ο οποίος πολεμούσε στη Γερμανία, αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα λειψυδρίας. Ο αυτοκράτορας, απογοητευμένος από τους παραδοσιακούς Θεούς, στράφηκε στους Χριστιανούς στρατιώτες του και τους παρακάλεσε να προσευχηθούν στον Θεό τους να επέμβει και να εξασφαλίσει τη σωτηρία τους. Οι Χριστιανοί και ο Θεός τους «συνεργάσθηκαν» άμεσα και προσέφεραν μια λαμπρή και αναπάντεχη νίκη.

Ως παράρτημα στην «Πρώτη Απολογία» του Ιουστίνου σώζεται μια επιστολή του Μάρκου Αυρηλίου προς τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, στην οποία συγκινημένος ευχαριστεί τους πολυάριθμους Χριστιανούς για την πολύτιμη συμβολή τους. Η επιστολή αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη, καθώς ο Ιουστίνος είχε ήδη πεθάνει δέκα περίπου χρόνια πριν από το γεγονός. Επιπλέον, πρέπει να είναι πλαστή, καθώς διάκειται ιδιαίτερα φιλικά προς τους Χριστιανούς. Η πλαστογράφηση και η κυκλοφορία της πρέπει να πραγματοποιήθηκαν αμέσως ή λίγο μετά τη νίκη του Μάρκου Αυρηλίου στη Γερμανία.

Το 197 ο Τερτυλλιανός τη γνώριζε και την επικαλέσθηκε επανειλημμένα, προκειμένου να πείσει ότι οι Χριστιανοί δεν αποτελούσαν απειλή, ότι οι διωγμοί τους ήταν εντελώς άδικοι, ότι οι κακοί αυτοκράτορες τους καταδίωκαν, ενώ οι καλοί, όπως ο Μάρκος Αυρήλιος, συνεργάζονταν μαζί τους και επομένως επωφελούντο.

Το 252 την επικαλέσθηκε ο Κυπριανός, για να αποδείξει ότι οι Χριστιανοί δεν ευθύνονταν για φυσικές καταστροφές, όπως διαδιδόταν. Το αντίθετο, μάλιστα.

Στις αρχές του 4ου αιώνα ο Ευσέβιος την έφερε ως παράδειγμα, για να δείξει ότι οι Χριστιανοί ήταν καλοί πολίτες και ότι οι προσευχές τους έφεραν αποτελέσματα, αφού απευθύνονταν σε έναν υπαρκτό Θεό.

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το στοιχείο ότι κανείς από τους Χριστιανούς συγγραφείς που αναφέρθηκαν στο γεγονός δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να δικαιολογήσει ή να εξηγήσει πώς βρέθηκαν πολυάριθμοι Χριστιανοί στον στρατό του Μάρκου Αυρηλίου. Κανείς τους δεν φάνηκε να εκπλήσσεται ή να θορυβείται, αλλά όλοι δήλωναν υπερήφανοι, διότι οι Χριστιανοί είχαν την ευκαιρία να βοηθήσουν έναν αυτοκράτορα. Η ιστορία υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής. Ακόμη και όταν οι εθνικοί αυτοκράτορες αποτελούσαν μακρινό παρελθόν, Χριστιανοί συγγραφείς όπως ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Ορόσιος και ο Ιωάννης Ζωναράς, την επαναλάμβαναν με την ίδια ικανοποίηση και τον ίδιο ενθουσιασμό".

Κανείς τους δεν διανοήθηκε να χαρακτηρίσει τους Χριστιανούς αυτούς στρατιώτες ως "αποστάτες" ή ως "αμαρτωλούς". Γιατί η στράτευση ήταν προσωπική επιλογή, και θέμα συνείδησης, και κανείς δεν επέβαλε στους Χριστιανούς με δικτατορικό τρόπο μια αντίθετη άποψη.

 

3. Αρχαιολογικές αποδείξεις για τη στράτευση των Χριστιανών

Έχουν βρεθεί επιτύμβιες στήλες, που δείχνουν ότι πολλοί Χριστιανοί όχι μόνο ήταν στρατιώτες, αλλά και ότι ήταν ικανοποιημένοι από την επαγγελματική τους επιλογή αυτή. Ομοίως οι Χριστιανικές τους οικογένειες δήλωναν την ίδια ικανοποίηση, που μέλη τους είχαν συχνά πολυετή σταδιοδρομία στο Ρωμαϊκό στρατό, ή είχαν διακριθεί στα πεδία των μαχών.

Για παράδειγμα, ο Αυρήλιος Γάιος που καταγόταν από τη Γαλατία, κατοικούσε στη Φρυγία και ήταν Χριστιανός στρατιώτης στα τέλη του 3ου αιώνα. Ο ίδιος ετοίμασε μια επιτύμβια στήλη για τη γυναίκα του την Αρέσκουσα, η οποία στήλη έχει διασωθεί (Thomas Drew-Bear, Les voyages d’ Aurelius Gaius, soldat de Diocletien”. La geographie administrative e politique d’ Alexandre a. Mahomet: Actes du Colloque de Strasbourg, 14-16 Juin 1979, Στρασβούργο 1981, σσ. 93-141 Ειδικότερα, σελ. 97-8). Υπάρχει εκεί η φράση: "έως της αναστάσεως", καθώς και το στεφάνι της στήλης, αποδεικνύουν ότι πρόκειται για Χριστιανούς. Και παρά το δεν ήταν υποχρεωμένος ο Αυρήλιος Γάιος να αναφερθεί στο επάγγελμά του ή στην πίστη του, τα αναφέρει και τα δύο στη στήλη με καμάρι. Είχε πολυετή υπηρεσία στο στρατό και πολλά αξιώματα. Στη στήλη παρουσιάζει τρεις καταλόγους με τις λεγεώνες στις οποίες υπηρέτησε, τα αξιώματα που έλαβε και τα μέρη που πήγε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας. Μάλιστα χρησιμοποιεί για τη στρατιωτική του σταδιοδρομία τη λέξη: "προκόψας".

Από τις 30 γραμμές της επιγραφής, οι πρώτες 23 μιλούν για τη στρατιωτική του σταδιοδρομία.

Άλλο παράδειγμα, μπορούμε να βρούμε στον αρχαιότερο γνωστό Χριστιανικό ναό, στη Ρωμαϊκή στρατιωτική βάση της Δούρας Ευρωπού στη Συρία (στον ποταμό Ευφράτη). Εκεί βρίσκουμε παραστάσεις έφιππων στρατιωτών χαραγμένες σε έναν τοίχο της Εκκλησίας. Αυτό δείχνει ότι η στράτευση δεν ήταν τόσο ξένη με την ιδιότητα του Χριστιανού.

 

4. Η νομιμότητα της στράτευσης

Δεν τασσόμαστε εναντίον της στρατιωτικής ουδετερότητας. Μάλιστα θεωρούμε την ελευθερία του κάθε ανθρώπου στο θέμα αυτό, αναφαίρετο δημοκρατικό και θρησκευτικό του δικαίωμα. Όμως για τον λόγο αυτόν ακριβώς, οφείλουμε, όπως τασσόμαστε εναντίον της επιβολής της στράτευσης, να ταχθούμε και εναντίον της επιβολής "ουδετερότητας" ή "μη στράτευσης", από οποιαδήποτε θρησκεία ή οργάνωση, συμπεριλαμβανομένης και της Σκοπιάς.

Το να απειλεί τα μέλη της που θα στρατευθούν η Σκοπιά με αποκοπή, (και μάλιστα όταν η ίδια στην ιστορία της δεν τήρησε αυτή την αρχή και εξακολουθεί να μην την τηρεί), αποτελεί παράβαση της θρησκευτικής ελευθερίας των μελών της, εφόσον δεν υπάρχει οποιαδήποτε σαφής δήλωση για το θέμα αυτό στην Αγία Γραφή την οποία υποτίθεται ότι η Σκοπιά ακολουθεί.

Όπως δεν έχουμε στην Αγία Γραφή απαγόρευση κατά της στράτευσης, ομοίως δεν έχουμε ούτε στην υπόλοιπη ιστορία της Εκκλησίας τέτοια επιβολή.

Η Δέσποινα Ιωσήφ γράφει τα εξής κατατοπιστικά στο άρθρο της:

"Η πλειονότητα των λογοτεχνικών πηγών των τριών πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων δεν συζητά τη νομιμότητα της στράτευσης Χριστιανών και της ανάμειξής τους σε πολεμικές δραστηριότητες, απόδειξη ότι αυτό το ζήτημα δεν θεωρείτο φλέγον. Αφήνουν όμως, να διαφανεί ότι υποστηρίζουν τις πολεμικές επιχειρήσεις και απερίφραστα δηλώνουν τη νομιμοφροσύνη τους απέναντι στον αυτοκράτορα και τους εκπροσώπους του.

Όταν οι Χριστιανοί διανοούμενοι άρχισαν να οραματίζονται μια χριστιανική αυτοκρατορία με επικεφαλής έναν Χριστιανό αυτοκράτορα, τότε άρχισαν να προβληματίζονται για πρώτη φορά σχετικά με το ζήτημα και να θέτουν κριτήρια για την έγκριση ενός πολέμου.

Στα τέλη του 4ου αιώνα ορισμένοι Χριστιανοί, όπως ο Ιερώνυμος, ο Αυγουστίνος και ο Παυλίνος, επικρότησαν σε επιστολές, τους συγχρόνους τους Ηλιόδωρο, Νεποτιανό, Βονιφάντιο, Κρισπιανό και Βικτρίκιο που αισθάνθηκαν ασυμβίβαστη την ιδιότητά τους ως Χριστιανοί με την ιδιότητα του στρατιώτη και εγκατέλειψαν τα αξιώματά τους. Είτε όντως σχεδίαζαν να τα εγκαταλείψουν (στην περίπτωση του Βονιφάτιου), είτε φαίνεται ότι σχεδίαζαν να τα εγκαταλείψουν (στην περίπτωση του Κρισπιανού). Ταυτόχρονα, όμως, δεν περίμεναν από όλους τους Χριστιανούς να τηρήσουν την ίδια στάση.

Η γενναία και ακραία αυτή απόφαση αφορούσε μόνο τους Χριστιανούς που απέβλεπαν στην πλήρη απομάκρυνση από τα εγκόσμια και διεκδικούσαν την τελειότητα και μια «καλή θέση» στη Βασιλεία των Ουρανών. Ο Ιερώνυμος είχε την άποψη ότι μόνο όσοι επιδίωκαν να κατακτήσουν την τελειότητα θα έπρεπε να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους και τα εγκόσμια, και να αποσυρθούν στην έρημο. Ο ίδιος αποσυρόταν περιστασιακά στην έρημο.

Ο Παυλίνος συμμεριζόταν την άποψη του Ιερωνύμου, αλλά ήθελε περισσότεροι Χριστιανοί να αποβλέπουν στην κατάκτηση της τελειότητας. Ο ίδιος είχε αποποιηθεί τον πλούτο του και είχε κατορθώσει να αποτινάξει τους δεσμούς του με τον κόσμο.

Τελος, ο Αυγουστίνος συμφωνούσε να εγκαταλείπουν οι Χριστιανοί στρατιώτες τις θέσεις τους, μόνο όμως αν δεν ήταν απαραίτητοι για την ασφάλεια του κράτους. Η ασφάλεια του κράτους ήταν σημαντικότερη από τη σωτηρία της ψυχής. Ο ίδιος ερωτοτροπούσε με την ιδέα της αποχώρησης από την κοινωνία, αλλά ποτέ δεν απομακρύνθηκε απόλυτα, ούτε για μεγάλο χρονικό διάστημα.

  Ο Τερτυλλιανός, ο Ιππόλυτος, ο Ωριγένης και ο Λακτάντιος είναι οι μόνοι Χριστιανοί συγγραφείς, πριν από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, που καταδίκασαν τη στράτευση Χριστιανών και την ανάμειξή τους σε πολεμικές δραστηριότητες. Οι απόψεις τους για το ζήτημα αυτό θεωρείται παραδοσιακά ότι εύρισκαν σύμφωνους όλους τους πρώτους Χριστιανούς. Αγνοήθηκε, όμως, το ότι ακόμη και αυτοί δεν αναφέρθηκαν με ιδιαίτερη συχνότητα στο θέμα, ούτε υποστήριξαν τις απόψεις τους επιδεικνύοντας την ίδια πάντοτε θέρμη, ενώ ορισμένες φορές προωθούσαν την αντίθετη θέση και δήλωναν υπερήφανοι, διότι Χριστιανοί στρατιώτες διακρίνονταν στο πεδίο της μάχης ή διότι ο Θεός των Χριστιανών χάριζε στρατιωτικές νίκες στους αυτοκράτορες. Ούτε, όμως, τις καταδίκαζαν πάντοτε για τους ίδιους λόγους. Άλλοτε, πάλι, ενοχλούντο από το γεγονός ότι ένας στρατιώτης ήταν αναγκασμένος να σκοτώνει, να συμμετέχει στις επίσημες θρησκευτικές τελετές και πιθανόν να διάγει ζωή ανήθικη μακριά από την οικογένειά του. Ακόμη, ενίοτε ενοχλούντο από το γεγονός ότι ένας στρατιωτικός αξιωματούχος έπρεπε να επιβάλει την ποινή του θανάτου (αυτός ο λόγος συχνά παραβλέπεται από ιστορικούς και θεολόγους)...

...Η πραγματικότητα είναι πάντοτε πιο πολύπλοκη απ' όσο τη φανταζόμαστει. Μια προσεκτική μελέτη των πηγών αποκαλύπτει ότο οι πρώτοι Χριστιανοί τηρούσαν ποικίλες στάσεις απέναντι στη βία, τον πόλεμο και τη στρατιωτική θητεία. Φαίνεται, όμως, πως η πλειονότητα δεν αντιμετώπιζε ούτε τον πόλεμο, ούτε την στρατιωτική θητεία με καχυποψία και δεν απέφευγε να καταταγεί.

Οι εθνικοί δεν είχαν θορυβηθεί και δεν είχαν λόγο να θορυβηθούν. Οι Χριστιανοί δεν αποτέλεσαν απειλή ούτε στη θεωρία, ούτε στην πράξη. Αντίθετα, υποστήριξαν την πολιτική εξουσία και τους κρατικούς θεσμούς. Μόνο μια μικρή μερίδα Χριστιανών αντιδρούσε στην ιδέα της διεξαγωγής πολέμων από Χριστιανούς και της συμμετοχής Χριστιανών σ' αυτούς, είτε επειδή διέβλεπαν κινδύνους από τις ειδωλολατρικές πρακτικές του Ρωμαϊκού Στρατού, είτε επειδή θεωρούσε ότι ένας Χριστιανός δεν επιτρέπεται να σκοτώνει, είτε, σπανιότερα, επειδή επιδίωκε μ’ αυτόν τον τρόπο να αμφισβητήσει την πολιτική εξουσία".

Τι θέλουμε εν κατακλείδι να πούμε με αυτό το άρθρο; Ότι το θέμα της στράτευσης είναι ένα θέμα ΚΑΘΑΡΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ του κάθε Χριστιανού, σύμφωνα με τη συνείδησή του. Δεν δικαιολογείται ούτε η επιβολή στράτευσης, αλλά αντίθετα ούτε η άρνησή της, με μεθόδους φυσικής βίας (φυλάκιση ή βασανιστήρια), ή ψυχολογικής και κοινωνικής βίας (αποκοπή με τα συνακόλουθά της). Γιατί τότε, παύει να είναι θέμα συνείδησης, και αποτελεί επιβεβλημένο θρησκευτικό καθήκον.

Και η ιστορία των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, έχει να μας διδάξει πολλά σε αυτό το θέμα ελευθερίας της συνείδησης των Χριστιανών.

 

ΠΗΓΕΣ

  • Περιοδικό «Ιστορικά Θέματα» Νο 30. Ιούνιος 2004 σελ. 8-19, άρθρο: "Ένα ηθικό δίλημμα των πρωτοχριστιανικών κοινοτήτων". ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΙΩΣΗΦ Δρος Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.

  • Σπουδαία είναι τα εργα των, John Cecil Cadoux. The Early Christian Attitude to War. A Contribution to the History of Early Christian Ethics, Λονδίνο 1919,  A. Harnack, Militia Christi. The   Christian Religion and the Military in the First Three Centuries  (μτφρ. David McInnes), Φιλαδέλφεια 1981 (1985-α΄ έκδ.) και L.J. Swift, «The Early Fathers on War and Military Service», στο Message of the Fathers of the Church τ. 19 (εκδ. Thomas Halton), Γουίλμινγκτoν, Ντελαγουέαρ, 1983.

  • R. MacMullen. Christianizing the Roman Empire AD 100-400. Νιου Χέιβεν και Λονδίνο1984, σσ 44-5.

  • Keith Hopkins, “Christian Number and its implication”. Journal of Early Christian Studies 6:2 (1994), σσ. 185-226.

  • Stephen Gero, “Miles Gloriosus: the Christians and Military Service according to Tertullian”. Church History τ. 39 (1970, σσ. 285-98 (ειδικότερα, σελ. 288).

Μεταγραφή: Θανάσης Αναστασίου

Επιλογές κειμένου Ν. Μ.

Δημιουργία αρχείου: 18-1-2005.

Τελευταία μορφοποίηση: 11-7-2017.

ΕΠΑΝΩ