Νεοπαγανιστικές απάτες Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού |
Ενότητες: |
Μέρος Α΄ Εκδόσεις «Θύραθεν» και «Οι τελευταίοι Έλληνες Εθνικοί»: Μερικές επισημάνσεις περί ποιότητας, επιστημονικότητας και αξιοπιστίας Το παράδειγμα δύο βιβλίων Τού Papyrus 52 |
Η αοριστολογία, η παραποίηση και η πλαστογραφία, είναι συνηθέστατες μέθοδοι μεταξύ τών Νεοπαγανιστών, προκειμένου να αποδείξουν τις ψευδείς ιδεοληψίες τους και να αλλοιώσουν την πραγματικότητα. Το παρόν άρθρο τού Τού Papyrus 52 είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα τού "βιασμού" τής ιστορίας που επιχειρούν Νεοπαγανιστικοί Εκδοτικοί Οίκοι.
Στο παρόν άρθρο θα επικεντρωθούμε σε δύο βιβλία του εκδοτικού οίκου «Θύραθεν», επειδή παρουσιάζουν εκείνα τα χαρακτηριστικά, τα οποία θα βοηθήσουν να θίξουμε το ζήτημα της αξιολόγησης μιας έκδοσης από τον απλό αναγνώστη. Αυτό, είναι κάτι που οφείλει ο καθένας από εμάς να κάνει πριν αγοράσει ένα βιβλίο, καθώς, αν γίνουμε προσεκτικοί στις επιλογές μας, θα υποχρεωθούν και οι εκδότες να γίνουν επίσης προσεκτικοί ως προς την ποιότητα των κειμένων που επιλέγουν να δημοσιεύσουν.
Ο εκδοτικός οίκος Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων www.biblionet.gr, ο οίκος «Θύραθεν» μάλλον ξεκίνησε το εκδοτικό του έργο το 1996 με τη μετάφραση του «Αληθής λόγος» του αρχαίου ειδωλολάτρη συγγραφέα Κέλσου, εγκαινιάζοντας έτσι και μια σειρά βιβλίων με τίτλο «Οι τελευταίοι Έλληνες Εθνικοί». Κατά τη γνώμη μας, ο συνδυασμός του όρου «Θύραθεν» (= αυτός που βρίσκεται έξω από τη χριστιανική πίστη, ο εθνικός, ο ειδωλολατρικός) μαζί με τον τίτλο «Έλληνες Εθνικοί», δίνουν σαφώς το στίγμα του εκδοτικού οίκου. Ασφαλώς, τίποτε το αρνητικό δεν υπάρχει σε αυτό (το αντίθετο μάλιστα), στο να εκδώσει δηλ. κάποιος μεταφρασμένα, σημαντικά αντιχριστιανικά έργα της αρχαίας γραμματείας, πόσο μάλλον όταν συμπληρώνει το επίσης σπουδαίο έργο του εκδοτικού οίκου «Κάκτος», προσφέροντας νέα χρήσιμα αναγνώσματα. Μάλιστα, οι εκδόσεις «Θύραθεν» είναι ιδιαίτερα καλαίσθητες και τραβούν εύκολα το βλέμμα του αναγνώστη.
Ένας πρόλογος, προϊόν επιστημονικής φαντασίας σε 5η έκδοση Σαφώς λοιπόν, τα φιλολογικά μνημεία της αρχαιότητας είναι κτήμα όλων των ανθρώπων, και η μετάφρασή τους μεγαλώνει σε σημαντικό βαθμό το κοινό στο οποίο γίνονται προσιτά. Έχει όμως μεγάλη διαφορά αν ο σκοπός μιας εταιρείας είναι να εκδίδει τα έργα αυτά μόνο από αγάπη για τη γνώση (το οικονομικό κέρδος είναι αυτονόητο και θεμιτό) ή αν το κάνει και για ιδεολογικούς σκοπούς. Και θα το αναλύσουμε αυτό παρακάτω. Το ξεκίνημα των εκδόσεων «Θύραθεν» φαίνεται να έγινε την εποχή που άρχισαν οι εκδηλώσεις των λεγόμενων αρχαιολατρών να γίνονται περισσότερο αισθητές στο διαδίκτυο (διότι στην πραγματική ζωή το «κίνημα» αυτό είναι ανύπαρκτο). Η επικοινωνία μέσω διαδικτύου αν και είναι αρκετά παλαιότερη, εντούτοις, εκείνη περίπου την εποχή άρχισε να αποκτά περισσότερους φίλους. Τότε λοιπόν, κάνει την εμφάνιση του το τρίτο κατά σειρά (αν δεν κάνουμε λάθος) βιβλίο των εκδόσεων «Θύραθεν», στα 1998, το οποίο περιείχε μεταφράσεις έργων του αρχαίου ειδωλολάτρη ρήτορα Λιβανίου, (περιείχε τα: «Θρήνος για τον Ιουλιανό», «Υπέρ των ελληνικών ναών», «Προς αυτούς που τον είπαν κουραστικό»). Σε αυτό το βιβλίο, ο εκδότης Γιάννης Αβραμίδης (ο οποίος αναλαμβάνει και τις περισσότερες μεταφράσεις των εκδόσεων του) γράφει ταυτόχρονα και τον πρόλογο του βιβλίου, ένα πραγματικό μνημείο παραδοξολογίας και αντιεπιστημονικότητας, παρμένο θαρρείς με αντιγραφή, από τα λεγόμενα «σεντόνια» [1] των φόρουμ του διαδικτύου! Μέσα σε 20 σελίδες, κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα τέτοιο αποτέλεσμα, που η μοναδική του χρησιμότητα είναι να αξιοποιηθεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα προς ΑΠΟΦΥΓΗ, σε φοιτητές που διδάσκονται πώς να συντάσσουν μια επιστημονική εργασία! Χωρίς να αναφερθούμε λεπτομερώς (θα το κάνουμε στο Β΄ μέρος αυτού του άρθρου), επισημαίνουμε τα πιο περίεργα που παρατηρήσαμε:
Α) Δεν υπήρξαν πουθενά παραπομπές σε επιστημονικά έργα αναφοράς, ώστε να φαίνεται από πού αντλούνται τα ιστορικά συμπεράσματα του συντάκτη (η λέξη «συμπεράσματα» είναι επιεικής: πιο κατάλληλη θα ήταν η αναφορά σε «ιστορικούς αυτοσχεδιασμούς» ή «ακροβατισμούς»)!
Β) Σε περίπου 10 σημεία του προλόγου, αναφέρεται ότι ο τάδε είπε «αυτό», δίδεται στον αναγνώστη το «αυτό» σε νεοελληνική μετάφραση ή στο αρχαίο πρωτότυπο[2], αλλά δεν αναφέρεται πουθενά η προέλευσή του με ακρίβεια (έργο, βιβλίο, κεφάλαιο, παράγραφος κ.λπ.)! Αξιομνημόνευτη είναι μια λάθος αναφορά στον Σωζομενό, η οποία μας παραπέμπει απλά σε κάποιο κεφ. 35, ενώ ως γνωστόν, οι παραπομπές στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Σωζομενού, γίνονται πρώτα με το βιβλίο και μετά με το κεφάλαιο. Το ορθό δηλαδή θα ήταν: (βιβλίο) 6, (κεφάλαιο)35.Και θυμίζουμε ότι το λάθος παραμένει και στην ΠΕΜΠΤΗ έκδοση. Ειλικρινά, ελπίζουμε να μην χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία ότι μόνο το βιβλίο 6 έχει 35 κεφάλαια, διότι η τεκμηρίωση μιας παραπομπής γίνεται για την ευκολία του αναγνώστη, και δεν προϋποθέτει την υποχρεωτική ταλαιπωρία του, να κάτσει και να μετρήσει ΟΛΑ τα βιβλία πόσα κεφάλαια έχουν…
Γ) Επίσης άξιο ξεχωριστής αναφοράς είναι ο ακρωτηριασμός ενός παραθέματος του Ιωάννη Μαλάλα (σελ. 25). Ο συντάκτης δίνει ορθά την παραπομπή, που είναι «Χρονογραφία», XVIII, 449 (μπορεί κάποιος να το βρει και στην PG 97,660). Μόνο που παρουσιάζει ως ΔΗΘΕΝ ενιαίο ένα παράθεμα, από το οποίο λείπουν ακριβώς ΕΝΤΕΚΑ λέξεις, χωρίς να το σημειώνει ΠΟΥΘΕΝΑ!!! Ως αποτέλεσμα, βλέπουμε το εξής: «…ώστε μη πολιτεύεσθαι τους ελληνίζοντας, [τους δε των άλλων αιρέσεων όντας αφανείς γενέσθαι της Ρωμαϊκής πολιτείας], προθεσμίαν τριών μηνών λαβόντας…». Δηλαδή, όλη η φράση που τοποθετήσαμε με έντονα κόκκινα γράμματα μέσα στις αγκύλες, έχει αφαιρεθεί ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΕΙ, και από το «ελληνίζοντας» ο συντάκτης προχωρά στο «προθεσμίαν», σαν να μην συμβαίνει τίποτα! Επισημαίνουμε ότι η φράση που παραλήφθηκε δείχνει καθαρά κάτι που ο Γ. Αβραμίδης αγνοεί συστηματικά στον Πρόλογό του: ότι η λέξη «Έλλην» ή «Ελληνίζων», στα κείμενα της εποχής αναφέρεται στην ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ και όχι στο Ελληνικό έθνος ή στον Ελληνικό πολιτισμό γενικά και αόριστα! Ελπίζουμε η παράλειψη των έντεκα λέξεων να έγινε πράγματι από λάθος. Βεβαίως, πόσα παρόμοια συμβάντα θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ως απλά λάθη; Διότι, παρόμοιος ακρωτηριασμός μιας μη βολικής φράσης, έγινε και στα γραφόμενα του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Προσέξτε ποια είναι η φράση που παραθέτει ο κ. Αβραμίδης: «Εις μάτην ο περιώνυμος σοφιστής Λιβάνιος, επ' ελπίδι του να συγκίνηση την ψυχήν του Θεοδοσίου, περιέγραψε (sic) τα παθήματα του αρχαίου θρησκεύματος [...] Η φωνή αυτού δεν εισηκούσθη και το έργον της καταστροφής εξηκολούθησε». Για να δούμε όμως πώς ακριβώς την έχει γράψει ο Παπαρρηγόπουλος, πριν υποστεί τον σχετικό ακρωτηριασμό από τον συντάκτη: «Εις μάτην ο περιώνυμος σοφιστής Λιβάνιος, επ' ελπίδι του να συγκίνηση την ψυχήν του Θεοδοσίου, περιέγραφεν [υπερβολικώτερον ίσως της αληθείας] τα παθήματα του αρχαίου θρησκεύματος [...] Η φωνή αυτού δεν εισηκούσθη και το έργον της καταστροφής εξηκολούθησε» [3]. Και πάλι, η φράση που τοποθετήσαμε με έντονα κόκκινα γράμματα μέσα στις αγκύλες, έχει αφαιρεθεί ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΕΙ, και από το «περιέγραφεν» (το έγραψε λανθασμένα «περιέγραψε») ο συντάκτης προχωρά στο «τα παθήματα», αφαιρώντας, χωρίς να το δείξει ΠΟΥΘΕΝΑ, την παρατήρηση του Παπαρρηγόπουλου ότι οι αναφορές του Λιβανίου είχαν ίσως δόσεις υπερβολής! Πολύ θα θέλαμε να ήταν και αυτό μια αβλεψία του συντάκτη… (να παρατηρήσουμε εδώ ότι το παράθεμα του Παπαρρηγόπουλου από τον συντάκτη ήταν εντελώς ατεκμηρίωτο και έπρεπε να ψάχνουμε ώρα για να βρούμε από πού το πήρε, πράγμα επίσης απαράδεκτο…). [Σημείωση: Δεν θα ήταν περιττό να πούμε ότι η ιστορία του Παπαρρηγόπουλου θα μπορούσε να φανεί ακόμη περισσότερο χρήσιμη, αν ο συντάκτης διάβαζε σε άλλη σελίδα του ίδιου τόμου, ότι η πραγματική αιτία της εξαφάνισης της ειδωλολατρίας ήταν η εσωτερική της ασθένεια: «Οι ναοί κατέπιπτον, και η πίστις εμαραίνετο, και εν γένει το αρχαίον θρήσκευμα εφθείρετο αλλ' εφθείρετο ήρεμα εξ ΟΡΓΑΝΙΚΟΥ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΥ ΝΟΣΗΜΑΤΟΣ μάλλον ή διά πληγών έξωθεν καταφερομένων» [4]. Αυτή άλλωστε είναι η διαπίστωση πολλών μελετητών όπως ο Vasiliev[5], ο Dodds[6], ο Brown[7] κ.ά. Υπήρξε δηλ. αδιαφορία από τους εθνικούς, όταν ο χριστιανισμός διαδόθηκε στην αυτοκρατορία, και μάλιστα με τέτοια δυναμική ώστε να μην υπολογίζει ούτε τον θάνατο. Όταν βγήκαν από τους διωγμούς, υπήρξε σαφώς αντίδραση των χριστιανών. Δεν θα κάθονταν πλέον να σφάζονται για να κάνουν το κέφι των ειδωλολατρών. Κι όμως, Ιεροί Κανόνες που να μιλούν για εκχριστιανισμό των εθνικών ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΥΠΗΡΞΑΝ. Και πάει πολύ να ακούμε τις φωνές του Λιβανίου να οδύρεται δήθεν για τους ναούς, χωρίς όμως να έχει λέξη να πει για τα πλήθη των δολοφονημένων χριστιανών από τους ομοπίστους του... Η εξαφάνιση όμως της ειδωλολατρίας είχε ήδη δρομολογηθεί: «είχον ήδη νεκρωθή αι αρχαίαι δοξασίαι, η δε κοινωνία, μάλιστα η λογιωτέρα κοινωνία, εστερήθη πάσης πίστεως, και, πλανωμένη ηθικώς εν ερήμω αιχμηρότατη, επεζήτει όασιν τινα ψυχικής παραμυθίας» [8]].
Δ) Ως τελευταίο αλλά πολύ σημαντικό, επισημαίνουμε το ύφος του κειμένου, το οποίο είναι επιεικώς απαράδεκτο: υβριστικό και απαξιωτικό. Δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα: 1. Επί Ιουλιανού «δόθηκε για πρώτη φορά η ελευθερία στους Έλληνες να ανασυνταχθούν ώστε να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη ΛΑΙΛΑΠΑ που απειλούσε να σβήσει τον πολιτισμό τους» (σελ. 20) και 2. «ο Λιβάνιος υπερασπίστηκε τον ελληνικό πολιτισμό και, παραμένοντας πεισματικά Εθνικός, επέλεξε την οδό της αντιπαράθεσης με τον μισαλλόδοξο ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟ των πιστών του χριστιανικού δόγματος» (σελ. 9)! [Σημείωση: Αντιπαράθεση με τον σκοταδισμό; Ο Λιβάνιος; Μα αυτός είναι ένας από τους φανατικότερους εκπροσώπους του παγανιστικού σκοταδισμού και γι’ αυτό τον βλέπουμε στην 41η ομιλία του να προσπαθεί να πείσει τους κατοίκους της Αντιόχειας να διαπράξουν παιδός σφαγήν (41.49), να σφάξουν δηλ. ένα παιδί ώστε να γλυτώσουν δήθεν από τον λοιμό που τους μάστιζε! Και μάλιστα, τους παροτρύνει να υπακούσουν χωρίς καμία αντιλογία στην δίψα του Απόλλωνα για ανθρωποθυσία και ανθρώπινο αίμα[*] («ευθύς υπακούσαι τοις παρά του θεού και μηδέν παρά ταύτα μήτε λέγειν μήτε ακούειν μηδένα», 41.1)! Στο παραλήρημά του, ο Λιβάνιος, ονομάζει ΜΙΑΡΟ τον πατέρα του παιδιού («τουτονί τον μιαρόν εκβαλείν», 41.2), επειδή αμφισβήτησε τον χρησμό του «θεού» και προσπάθησε να μεταπείσει τους κατοίκους ώστε να γλυτώσει το παιδί του! Όσοι προτιμούν την παγανιστική θρησκευτικότητα, ας τη χαίρονται… Κατέστη όμως εμφανής η ανωτερότητα του Ελληνικού πολιτισμού, από τη στιγμή που απέρριψε την ειδωλολατρία και επέλεξε την Ορθοδοξία για να εκφράσει τη θρησκευτικότητά του]. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το έργο αυτό, από το 2003, εκδίδεται πλέον σε 5η έκδοση και παρ’ όλ’ αυτά, αντί να διορθωθεί ο πρόλογος μέσα στα 5 αυτά χρόνια, παραμένει ίδιος και απαράλλακτος και συνεχίζει την εκδοτική του πορεία. Όμως, ο εκδοτικός οίκος θα πρέπει να λάβει υπόψη του το εξής: αν κάποιος, πριν αγοράσει το βιβλίο, δει το ακραίο λεξιλόγιο του Προλόγου και τα αντιχριστιανικά συμπεράσματα τα οποία δεν τεκμηριώνονται με έγκυρη βιβλιογραφία, τι μπορεί να τον πείσει ότι το κείμενο έχει μεταφραστεί με νηφαλιότητα ακόμη και στα σημεία που ίσως δεν συμβαδίζει με την αντιχριστιανική ιδεολογία του συγγραφέα; Η αλήθεια είναι, και το διευκρινίζουμε, ότι στο παρόν άρθρο δεν ασχολούμαστε με την αξιοπιστία της μετάφρασης, αλλά επιμένουμε κυρίως στις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στο κύρος μιας έκδοσης, η δημοσίευση ενός έντονα ιδεολογικοποιημένου προλόγου. Κατά συνέπεια, ο αναγνώστης, ο οποίος επενδύει σε βιβλία που υπάρχει ανάγκη να είναι επιστημονικού περιεχομένου (π.χ. ιστορικά), ακόμη κι αν δεν έχει τη γνώση να κρίνει αν τα συμπεράσματα του συγγραφέα είναι σωστά ή λάθος, μπορεί όμως να κρίνει γενικότερα μια έκδοση από τα εξής: 1. Είναι αρνητικό στοιχείο η απουσία παραπομπών από αυτούσιες φράσεις που χρησιμοποιούνται, παραπομπών που να δείχνουν με ΑΚΡΙΒΕΙΑ το έργο και τη σελίδα/ βιβλίο/κεφάλαιο/παράγραφο από τα οποία προέρχονται. 2. Ανάλογα με το περιεχόμενο ενός βιβλίου, καταλαβαίνουμε ποια είναι τα βασικά/σημαντικά/κύρια συμπεράσματα ενός προλόγου. Είναι αρνητικό στοιχείο να απουσιάζουν εντελώς υποσημειώσεις και παραπομπές που να τεκμηριώνουν τα σημεία αυτά. 3. Αναφορές του τύπου: «ο τάδε είπε» ή «ο τάδε έγραψε», χωρίς παραπομπή, δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές διαρκώς. Αν γράφει κάτι «ο τάδε», να μας πουν και ΠΟΥ ΑΚΡΙΒΩΣ το γράφει (βιβλίο / σελίδα). 4. Το μεγαλύτερο πάντως ελάττωμα ενός επίδοξου επιστημονικού έργου, είναι το επιθετικό ύφος, ο φανατισμός, το υβριστικό λεξιλόγιο, οι απαξιωτικές γενικεύσεις. Στην πραγματικότητα, έργο που συγγράφεται με αυτά τα χαρακτηριστικά υποβαθμίζει τον εαυτό του στη θέση του λιβελλογραφήματος και λαμβάνει την αντιμετώπιση που του αξίζει.
Προσπάθεια βελτίωσης Για να αναδείξουμε ακόμη περισσότερο το προβληματικό αυτό σημείο του Προλόγου στην έκδοση του Λιβανίου, θα αναφερθούμε σε ένα άλλο έργο των εκδόσεων «Θύραθεν»: στη μετάφραση της «Νέας Ιστορίας» του ειδωλολάτρη Ζώσιμου (2007). Στην έκδοση, ο Πρόλογος αυτή τη φορά ανατέθηκε σε έναν αξιόλογο συγγραφέα και ερευνητή της Μεσαιωνικής και Βυζαντινής ιστορίας, στον καθηγητή Αλέξιο Σαββίδη, ενώ η Εισαγωγή και τα σχόλια έγιναν από τον Θεοφάνη Καλαϊτζάκη, έναν άνθρωπο που, σύμφωνα με το βιογραφικό του, γνωρίζει καλά τι σημαίνει επιστημονική μέθοδος και μελέτη. Αυτή τη φορά ο Πρόλογος και η Εισαγωγή παρουσιάζουν ένα γνήσια επιστημονικό ύφος, με διαρκείς αναφορές στη βιβλιογραφία και νηφαλιότητα στη σύνταξη, καμία απολύτως σχέση με το κείμενο που προαναφέραμε. Στην εν λόγω έκδοση, ο Ζώσιμος δεν περνάει από φίλτρο ιδεολογικοποίησης και έτσι προκύπτει ορθά ότι είναι ένας ιδιόμορφος συγγραφέας, όχι και από τους πιο αξιόπιστους (έχει γραφτεί σχετικό άρθρο στην ΟΟΔΕ). Η ανάθεση του Προλόγου σε πρόσωπο με αξιόλογο συγγραφικό έργο είναι μια πολύ θετική ενέργεια του εκδοτικού οίκου και αναβαθμίζει την όλη προσπάθεια, αφού θεωρούμε πως ο καθηγητής Αλ. Σαββίδης δεν θα επέλεγε μια κακή έκδοση για να προλογίσει.
(Στο Β΄ Μέρος του άρθρου μπορείτε να δείτε σύντομα σχόλια και απαντήσεις για όλες τις ανιστόρητες τοποθετήσεις που έγιναν από τον Γιάννη Αβραμίδη στον πρόλογο του βιβλίου: Λιβάνιος, «Υπέρ των ελληνικών ναών», (μτφρ. Αβραμίδης Ιω. - Μητσάκα Στέλλα), έκδ. 5η, εκδ. Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2003). Σημειώσεις [1] Με τον όρο «σεντόνια», στη διαδικτυακή ορολογία, αναφερόμαστε συνήθως σε κατεβατά κειμένου που δημιουργούνται από αμφιβόλου ποιότητας επιχειρήματα, τα οποία επικολλούνται (paste) άκριτα το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο για να φαίνονται πολλά. Ο μόνος σκοπός τους είναι είτε να αιφνιδιάσουν τον άπειρο συνομιλητή, είτε να προκαλέσουν την κόπωση του «αντιπάλου», ο οποίος είτε θα αναγκαστεί να ξοδέψει πολύ χρόνο για να τα απαντήσει τεκμηριωμένα, είτε θα αποσυρθεί, μη αποδεχόμενος να απαντήσει στο ίδιο αντιεπιστημονικό και αδιέξοδο ύφος. [2] Πρόκειται για αναφορές ή αποσπάσματα του Ευναπίου, του Λιβανίου, του Μ. Βασιλείου, του Χρυσοστόμου, του Παπαρρηγόπουλου, διασκορπισμένα σε διάφορες σελίδες. Μάλιστα, στη σελ. 10 αναφέρεται: «Στην πολύτομη Παγκοσμία Ιστορία του Πολιτισμού, ο Will Durant αφιερώνει στον Λιβάνιο τις παρακάτω γραμμές». Εντωμεταξύ, είναι και «πολύτομη» η ιστορία, δεν μας λέει αν είναι σε μετάφραση, από ποιον εκδοτικό οίκο, οπότε άντε να ψάξει κάποιος να βρει το παράθεμα. Εκτός αυτού όμως, το απόσπασμα που παρατίθεται δεν το έβαλε ο συντάκτης σε εισαγωγικά, με αποτέλεσμα να μην γίνεται κατανοητό ούτε αν πρόκειται για ακριβή παράθεση, ούτε σε ποιο σημείο ακριβώς τελειώνει. [3] Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμ. 2Β΄. «Από του Αυγούστου μέχρι του οίκου του Ιουστινιανού», έκδ. 6η, Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1932, σελ. 199. [4] Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμ. 2Β΄, ό.π., σελ. 154. [5] «Συγχρόνως όμως ο παλαιός ειδωλολατρικός κόσμος —το λιγώτερο στον θρησκευτικό τομέα— δεν ικανοποιούσε πια τις προσδοκίες του Έθνους. Νέες απαιτήσεις και νέες επιθυμίες παρουσιάσθηκαν, τις όποιες μόνον ο Χριστιανισμός μπορούσε να ικανοποίηση» (Vasiliev Α.Α., «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμ. Α', Μπεργαδής, Αθήνα 1954, σελ. 63-64). [6] «Τον τέταρτο αιώνα ο παγανισμός μοιάζει με ζωντανό πτώμα που αρχίζει να διαλύεται μόλις το κράτος παύει να τον υποστηρίζει» (Dodds R. Ε., «Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια Εποχή Αγωνίας», εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995, σελ. 203). [7] «Εκείνο που έλειπε, ωστόσο, ήταν ο φαινομενικώς ανεξάντλητος ζήλος με τον οποίο τα μέλη των τοπικών κοινοτήτων συμμετείχαν σε αυτές τις τελετές [...] Οι παγανιστικές λατρείες, τόσο στην Αθήνα όσο και σε άλλες πόλεις, είχαν μικρή λαϊκή υποστήριξη» (Brown Peter, «Η Δημιουργία της Ύστερης Αρχαιότητας» (μετφ. Νικολαΐδης Θεοδόσης), Εστία, Αθήνα 2001, σελ. 89-90). [8] Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμ. 2Β΄, ό.π., σελ. 85. ********************************* * Περί τού λόγου τού Λιβανίου υπέρ τών ανθρωποθυσιών: Ως αντίλογος επί της πεποίθησης ότι ο Λιβάνιος ήταν υπέρμαχος των ανθρωποθυσιών, θα μπορούσε να διατυπωθεί η άποψη ότι ο γνωστός ρήτορας δεν τα γράφει όλ' αυτά σε έναν πραγματικό ρητορικό του λόγο (oratio). Δηλαδή, η υπερασπιστική επιχειρηματολογία αναφέρει ότι πρόκειται απλώς για ένα ρητορικό «προγύμνασμα» (declamations) και εντάσσεται στο πλαίσιο των ρητορικών ασκήσεων με «φανταστικό» θέμα οι οποίες είχαν σκοπό είτε την εξάσκηση στην ρητορική τέχνη είτε την επίδειξη των ικανοτήτων ενός ρήτορα. Συνεπώς, υπάρχει ο ισχυρισμός ότι ο Λιβάνιος δεν συμφωνούσε πραγματικά με τις ανθρωποθυσίες, απλώς επέλεξε ένα «παράδοξο» θέμα με βάση το οποίο σύνθεσε ένα Λόγο, και σε αυτό -σύμφωνα με την υπεράσπιση του Λιβανίου- συντείνει η «αποδοχή» που δείχνουν προς το πρόσωπο του Λιβανίου Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Μ. Βασίλειος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος. Επ' αυτού θα μπορούσαν να ειπωθούν τα εξής: 1. Στα Πατερικά κείμενα δεν συναντάμε άκριτα την αποδοχή προς τον Λιβάνιο αλλά διαχωρίζεται σαφώς ο «Διδάσκαλος» από τον «Ειδωλολάτρη». Σίγουρα ο Χρυσόστομος, ίσως ο πιο διακεκριμένος μαθητής του (βλ. Καμάρα Αφροδίτη, Λιβάνιος - «Προς Θεοδόσιον τον βασιλέα υπέρ των ιερών», Κατάρτι, Αθήνα 1998, σελ. 19) έχει γράψει εγκωμιαστικές αναφορές στον Λιβάνιο ως «Διδάσκαλο», όμως αυτό δεν τον εμπόδισε σε τίποτα να τον επικρίνει με σφοδρότητα ως ειδωλολάτρη. Για παράδειγμα, στον «Λόγο εις τον μακάριον Βαβύλαν και κατά Ιουλιανού και προς Έλληνας» του Ιωάννη Χρυσοστόμου (PG 50, 533-572), ο αναγνώστης θα δει μια αυστηρότατη κριτική επάνω σε κείμενα που έγραψε ο ίδιος ο Λιβάνιος και τα οποία αντανακλούν τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. 2. Η ποικιλία των πηγών που διασώζουν πληροφορίες σχετικές με το θέμα των ανθρωποθυσιών, είναι δεδομένη. Στο βιβλίο της Αναστασίας Βακαλούδη με τίτλο: «Η μαγεία ως κοινωνικό φαινόμενο στο πρώιμο Βυζάντιο (4ος-7ος μ.Χ. αι.)» (εκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2001, στη σελ. 162), αναφέρονται οι σχετικές παραπομπές σε έργα του Ιω. Μαλάλα, Σωζομενού, Θεοδ. Αναγνώστου κ.ά. Επίσης, «αι ανθρώπων θυσίαι» αναφέρονται και σε άλλες πηγές όπως ο «Βίος Πορφυρίου Γάζης» (κεφ. 66) (βλ. Μάρκος Διάκονος, «Βίος Αγίου Πορφυρίου επισκόπου Γάζης» (Βυζαντινοί Συγγραφείς #2), Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 210). Κατά συνέπεια η αναφορά σε «φανταστικό θέμα» δεν φαίνεται να ευσταθεί επί της ουσίας. Δεν μιλάμε π.χ. για ένα ταξίδι στο φεγγάρι, αλλά για θέμα που είναι εμπνευσμένο από κάποια υπαρκτά στοιχεία. Δεδομένου ενός ορισμού των Declamations του Λιβανίου, ο οποίος αναφέρει ότι: «Ο Λιβάνιος μας άφησε επίσης 51 ρητορικούς λόγους (declamations), οι οποίοι είναι ομιλίες επάνω σε επινοημένα, συχνά επίπλαστα θέματα ή θέματα προερχόμενα από την αρχαία ιστορία» (βλ. Scott Bradbury (transl.), «Libanius-Selected Letters from the Age of Constantius and Julian», Liverpool University Press 2004, σελ. 2: «Libanius has also left us 51 declamations, that is, speeches on invented, often artificial, themes or themes from ancient history.»), βλέπουμε ότι η κ. Βακαλούδη συγκαταλέγει τον Λόγο αρ. 41 του Λιβανίου σαν μία ακόμη μαρτυρία περί ανθρωποθυσιών και σαν να μην το θεωρεί κάτι τόσο «ξένο» για τον Λιβάνιο, γράφει ότι (σελ. 162) «Ο Λιβάνιος προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να τους πείσει ότι η αποτροπαϊκή ανθρωποθυσία έπρεπε να γίνει». Διότι όπως είδαμε, τα Declamations του Λιβανίου δεν είναι ΠΑΝΤΑ εκ του μηδενός κατασκευασμένα και έτσι μπορεί να βασίζονται σε κάποια πραγματικά δεδομένα. 3. Κι αν ακόμη ο Λιβάνιος έγραψε τα Declamations αποκλειστικά για εκγύμναση της ρητορικής δεξιότητας, αυτό δεν σημαίνει ότι διαφωνούσε με τις ανθρωποθυσίες ή ότι δεν θα μπορούσε να πράξει όσα αναφέρει στον λόγο του. Ας σκεφτούμε: ένας Πατέρας της Εκκλησίας, ακόμη και εκπαιδευμένος στην ρητορική από τον Λιβάνιο, θα μπορούσε ποτέ να γράψει «ρητορικό γύμνασμα» μέσα στο οποίο να υπερασπίζεται πράγματα τα οποία απεχθάνεται; Θα μπορούσε να μιλάει π.χ. χάριν «γυμνάσματος» υπέρ των αιρετικών, ή να γράφει κατά του Ιησού Χριστού, ή ενάντια στις Γραφές ή κατά των λειτουργικών συνηθειών της Εκκλησίας; Αυτό θα ήταν αδιανόητο. Αντίστοιχα, το θέμα που επιλέγει να υπερασπιστεί ο Λιβάνιος όχι μόνο δεν είναι παράδοξο ή εξεζητημένο, αφού αποτελεί τεκμηριωμένη πρακτική των εθνικών, επιπρόσθετα όμως, ο ίδιος ο διάσημος ρήτορας φροντίζει να διαλευκάνει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Στα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί στον 41ο Λόγο του, για να γίνει περισσότερο πειστικός, ομολογεί σαφώς ότι: «Ου νυν πρώτον η δύναμις αυτού κρίνεται [...] ου τοίνυν ουδ' ο τρόπος της ιάσεως καινός, αλλ' ήδη και ετέροις δι' ίσων λέλυνται συμφοραί»! Σύμφωνα με δική του μαρτυρία πλέον, ο Λιβάνιος μας λέει ότι «η δύναμη του Μαντείου δεν κρίθηκε στην περίπτωση αυτή για πρώτη φορά, ΟΥΤΕ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΗΤΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ, αλλά ήδη, και σε άλλες περιπτώσεις αντιμετωπίστηκαν συμφορές ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟ» (δηλ. με ανθρωποθυσία)! Κατά συνέπεια, και σε πλήρη συμφωνία με τις υπάρχουσες πηγές, έχουμε διά χειρός Λιβανίου την μαρτυρία ότι οι ανθρωποθυσίες είχαν επιτυχημένα δοκιμασθεί και στο παρελθόν, και αυτό το χρησιμοποίησε ως επιχείρημα ο γνωστός ρήτορας, κάτι που δεν θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει ως επιχείρημα ούτε καν σε γύμνασμα, αν ήταν ψευδές, διότι θα στρεφόταν εναντίον του! Αυτό είναι ένα επιπλέον στοιχείο που συνηγορεί στην άποψη ότι δεν μιλάμε για ένα θέμα φανταστικό ή εκτός πραγματικότητας, αλλά για περιεχόμενο εμπνευσμένο από γεγονότα. Συμπερασματικά: α) Και ο Λιβάνιος αλλά και οι λοιπές αρχαίες πηγές, μαρτυρούν τις ανθρωποθυσίες ως μία γνωστή από το παρελθόν ειδωλολατρική πρακτική. Άρα, το θέμα που επιλέγει δεν είναι ούτε παράδοξο, ούτε εξωπραγματικό. β) Ο γνωστός ρήτορας όχι μόνο μαρτυρά ο ίδιος την ιστορικότητα των ανθρωποθυσιών, αλλά επιπλέον δείχνει στον Λόγο του να τις θεωρεί αρκούντως αποδεκτές για την ειδωλολατρική θρησκευτικότητα της εποχής του. Ένας άνθρωπος σαν τον Λιβάνιο, που σέβεται όσο τίποτε άλλο τη θρησκευτική του παράδοση (βλ. Καμάρα Αφροδίτη, Λιβάνιος - «Προς Θεοδόσιον τον βασιλέα υπέρ των ιερών», Κατάρτι, Αθήνα 1998, σελ. 17.18), θα ήταν ακατανόητο να δεχτούμε ότι μιλώντας για την ικανοποίησή του θείου από τη θυσία ανθρώπων, επιδιώκει να προσβάλλει τους θεούς στους οποίους πιστεύει για χάρη ενός απλού «ρητορικού γυμνάσματος». |
Δημιουργία αρχείου: 30-9-2009.
Τελευταία ενημέρωση: 9-2-2010.