Ορθόδοξη
Ομάδα
Δογματικής Έρευνας Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο |
Τού Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΤΑ ΕΝΔΟΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΑ ΣΧΙΣΜΑΤΑ
Κεφάλαιο Α΄: Τα εσωτερικά σχίσματα τών Γ.Ο.Χ.
κα΄. Οι κακόδοξες, εκκλησιολογικές απόψεις του π. Νικολάου Δημαρά
Στο σημείο αυτό αξίζει, πιστεύουμε, να αναφερθούμε και στις κακόδοξες και γεμάτες σύγχυσι εκκλησιολογικές απόψεις του π. Νικολάου Δημαρά, τις οποίες διατύπωσε στα εναντίον της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου άρθρα του.
1. Όπως είδαμε ανωτέρω, οι Ενιστάμενοι διακηρύττουν ότι οι άκριτοι, «αιρετικοί» Νεοημερολογίται ανήκουν στο σώμα της Εκκλησίας και τελούν έγκυρα Μυστήρια, έως ότου καταδικασθούν από Οικουμενική Σύνοδο. Αντιθέτως, οι υπόλοιποι Φλωρινιακοί Γ.Ο.Χ. (όπως και οι Ματθαιικοί) διακηρύττουν, ότι οι Νεοημερολογίται βρίσκονται εκτός Εκκλησίας και συνεπώς δεν τελούν έγκυρα Μυστήρια.
Ο π. Νικόλαος παρά το ότι ανήκει σε συνοδική ομάδα, η οποία θεωρεί ότι τα Μυστήριά μας στερούνται της θείας Χάριτος, επαινεί τις θεωρίες των Ενισταμένων και υποστηρίζει, ότι έχουμε «θεία Χάριν και Θεία Μυστήρια»166 -όπως ακριβώς οι όμοιοι με εμάς Εικονομάχοι προ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου του 787- επειδή δεν έχουμε καταδικασθή «τελεσίδικα» από Οικουμενική Σύνοδο.
Ο π. Νικόλαος όμως υποστηρίζει ταυτόχρονα, ότι βρισκόμαστε και εκτός Εκκλησίας167 (όπως και οι Εικονομάχοι προ του 787). Στο σημείο αυτό φυσικά διαφωνεί ριζικά με τους Ενισταμένους, πράγμα το οποίο δείχνει να μη το αντιλαμβάνεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις πρωτοφανείς κακοδοξίες του, οι οποίες συναγωνίζονται σε ασέβεια ακόμη και την “θεωρία των κλάδων”, θεία Χάρις και Θεία Μυστήρια» υπάρχουν και εκτός Εκκλησίας!
Ο π. Νικόλαος προκειμένου να τεκμηριώση τα ανωτέρω αδιαμφισβήτητα κακόδοξα φρονήματά του αναφέρει ακόμη και την γνώμη του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Λέγει λοιπόν ο Άγιος, ότι η Εκκλησία «εδέχθη... Κατ' οικονομίαν και συγκατάβασιν, και όχι κατά ακρίβειαν»168 τα μυστήρια (βάπτισμα και ιερωσύνη) των προ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου Εικονομάχων, καθώς και άλλων αιρετικών. Στα ανωτέρω έχουμε να απαντήσουμε τα εξής:
Η Εκκλησία, όπως προαναφέραμε, αποδέχθηκε αρκετές φορές μυστήρια, που είχαν τελεσθή από αιρετικούς, χωρίς δηλαδή να τα επαναλάβη˙ συγκεκριμένα:
α΄. Τα μυστήρια που είχαν τελεσθή από αιρετικούς, οι οποίοι δεν είχαν ακόμη καταδικασθή και αποπεμφθή από το σώμα της Εκκλησίας, κρίθηκαν φυσικά έγκυρα. Πράγματι, έγκυρη κρίθηκε π.χ. η χειροτονία του αγίου Ανατολίου από τον (άκριτο δηλαδή εντός Εκκλησίας ευρισκόμενο) αιρετικό Διόσκορο169, η οποία ετελέσθη προ της καταδίκης του τελευταίου από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Επίσης «του Νεστορίου καθαιρεθέντος» από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο «ουδείς των υπ’ αυτού χειροτονηθέντων καθήρηται»170.
β΄. Ορισμένες φορές όμως η Εκκλησία αποδέχθηκε κατ οικονομία, χωρίς δηλαδή να τα επαναλάβη, ακόμη και μυστήρια, τα οποία είχαν τελεσθή από καταδικασμένους -δηλαδή εκτός Εκκλησίας ευρισκομένους- αιρετικούς171. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπως προαναφέραμε, αποτελεί η απόφασις της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου172. Η πράξις αυτή της Εκκλησίας να αποδέχεται (να μη επαναλαμβάνη) κατ' οικονομία τα αδιαμφισβήτητα άκυρα μυστήρια των εκτός Εκκλησίας αιρετικών έγινε προκειμένου να διευκολύνη173 την προσέλευσί τους στο σώμα της174. Η εφαρμογή όμως της Οικονομίας αυτής δεν σημαίνει σε καμμία περίπτωσι -όπως εσφαλμένα κατενόησε ο π. Νικόλαος- ότι η Εκκλησία αποδέχθηκε ποτέ την ύπαρξι θείας Χάριτος και θείων Μυστηρίων εκτός του σώματός της. Μία τέτοια άποψις «οδηγεί εις ανατροπήν βασικωτάτου δια την Εκκλησίαν δόγματος»175.
Πράγματι, η Εκκλησία δεν αναγνώρισε ποτέ τα εκτός αυτής «τελούμενα μυστήρια απολύτως και εξ αποστάσεως, εφ όσον δηλ. οι μετέχοντες των μυστηρίων παραμένουσιν εν τοις κόλποις της ιδίας αυτών εκκλησίας. Πάσα δε εκ μέρους των ορθοδόξων παρέκκλισις από της αρχής ταύτης θα εσήμαινεν, ότι η Ορθόδοξος εκκλησία έπαυσε να θεωρή εαυτήν ως την μόνην αληθή εκκλησίαν και την μόνην ταμιούχον της Θ. Χάριτος»176. Η άποψις ότι τα μυστήρια των ετεροδόξων «καθ εαυτά», δηλαδή όσα τελούνται εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στερούνται της αγιαστικής Χάριτος και «δεν είναι δυνατόν να αναγνωρισθώσιν ως έγκυρα ούτε «κατ' ακρίβειαν» ούτε «κατ' οικονομίαν»»177 υποστηρίζεται από όλους τους αγίους Πατέρας178.
Άλλωστε, κατά την προσέλευσι των εκτός Εκκλησίας αιρετικών στην Μία Εκκλησία αυτή «δεν αποφαίνεται απλώς, ότι δέχεται και αναγνωρίζει ταύτα, αλλά θεωρούσα, ως ήδη είπομεν, τα έξω αυτής τελεσθέντα μυστήρια ατελή και ανίσχυρα και ουχί ανενόχως τελεσιουργηθέντα, τελειοί, ζωοποιεί και απαλλάσσει ταύτα πάσης ελλείψεως και ενοχής»179.
2. Ο π. Νικόλαος υποστηρίζει επίσης, ότι όσοι ενώθηκαν με τους Λατίνους το 1274 (δηλαδή όσοι συλλειτουργούσαν με τους Λατίνους) δεν είχαν «εκπέσει της Ιερωσύνης» και κατά συνέπεια είχαν «θεία Χάριν και Θεία Μυστήρια»180 έως της τελικής καταδίκης τους! Εδώ δεν πρόκειται βέβαια για παράβασι κάποιου ιερού κανόνος181 ή διακήρυξι κάποιου κακοδόξου φρονήματος, τα οποία πρέπει να εκδικασθούν από Σύνοδο για να επέλθη η έκπτωσις της ιερωσύνης (καθαίρεσις), αλλά για εγκατάλειψι της Ταμειούχου της θείας Χάριτος Εκκλησίας και ένωσι με αιρετικούς.
Κατά τον μέγα Βασίλειο, οι «της Εκκλησίας αποστάντες ουκέτι έσχον την χάριν του αγίου Πνεύματος εφ’ εαυτοίς»182. Κατά δε τους κανόνας α΄ και β΄ της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, όποιος ενώθηκε ή θα ενωθή με τους αιρετικούς (δηλαδή εγκαταλείψη την Εκκλησία), θεωρείται «εντεύθεν» ανενέργητος και, καθώς ερμηνεύει ο ιερός Βαλσαμών, θεωρείται ως «ήδη του επισκοπικού βαθμού απαλλοτριωθείς»183.
Την ανωτέρω άποψι της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία απεδείκνυε «το άκυρο των μυστηρίων που τελούσαν οι κοινωνούντες με τη Ρώμη»184 αμέσως μετά την ένωσι στην Λυών το 1274, υποστήριζαν όλοι οι Ορθόδοξοι εκείνης της εποχής και μάλιστα οι Αγιορείται Πατέρες και μετέπειτα Οσιομάρτυρες: Σύμφωνα με τους ιερούς κανόνας, «οι κοινωνήσαντες επίσκοποι τοις αιρετικοίς και την εκκλησίαν του Θεού καθολική απωλεία υποβάλλοντες άμα μεν και της ιερωσύνης στερούνται και εκκήρυκτοι δε γίνονται, ήτοι πάσι δήλοι ως αποκεκομμένοι του ορθοδόξου σώματος της Εκκλησίας»185.
Η ανήκουστη αυτή κακοδοξία του π. Νικολάου δεν υποστηρίζεται άλλωστε ούτε από τους “Οικουμενιστάς”. Ο Καθηγητής Βλάσιος Φειδάς αναφέρει: «Οι ανθενωτικοί όμως κατηγορούσαν τους ενωτικούς κληρικούς (που είχαν ενωθή με τους Λατίνους το 1274), ότι εξέπεσαν της ιερωσύνης και ότι τελούσαν πλέον άκυρα μυστήρια»186.
Ο άγιος Μάρκος επίσης και οι ομόφρονές του δεν θεωρούσαν ούτε ως Χριστιανούς, αυτούς που μόλις είχαν ενωθή (1439) με τους Λατίνους187. Έπειτα δε από την νέα ένωσι (1452)188 οι Ορθόδοξοι θεωρούσαν τα μυστήρια αυτών που ενώθηκαν με τους Λατίνους ως «βδελυκτήν θυσίαν», τον δε ναό της αγίας Σοφίας «ως Ιουδαίων συναγωγήν... Καταφύγιον δαιμόνων και βωμόν Ελληνικόν»189.
Το ότι η Εκκλησία αποδέχθηκε την μετάνοια και αποκατέστησε στην ιερωσύνη κληρικούς της, οι οποίοι την είχαν εγκαταλείψει και είχαν ενωθή με εκτός Εκκλησίας αιρετικούς (π.χ. με τους Αρειανούς τον δ΄ αιώνα190 η τους Λατίνους το 1274 και το 1439), δεν σημαίνει φυσικά ότι η Εκκλησία αποδέχθηκε, ότι οι εν λόγω κληρικοί τελούσαν έγκυρα μυστήρια ενόσω βρίσκονταν εκτός του σώματός τους και κοινωνούσαν με την αίρεσι.
Σημειώσεις:
166. Περιοδικό Άγιοι Κολλυβάδες, τεύχος 28, σελ. 67-68.
167. Ένθ ανωτ. σελ. 10-11, 18, 31-32.
168. Εφημερίς Ορθόδοξος Τύπος, φύλλο 1419, σελ. 2.
169. Γεδεών Μ., Πατριαρχικοί πίνακες, σελ. 121.
170. Μεγάλου Φωτίου, Ερωτήματα δέκα..., ερώτησις δ΄, P.G.104, 1224A.
171. Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστολή μ΄, βιβλίο α΄, P.G.99, 1052C.
172. Κανών 95ος, P.G.137, 841C.
173. Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, σημείωσις στον μστ΄ αποστολικό κανόνα, σελ. 53.
174. Μεγάλου Βασιλείου, Κανών α΄, P.G.138, 579B.
175. Ι. Κοτσώνη, Προβλήματα της «εκκλησιαστικής οικονομίας», § 42, σελ. 185- 186.
176. Π. Μπρατσιώτου, Το κύρος των αγγλικανικών χειροτονιών, σελ. 125.
177. Ι. Κοτσώνη, ένθ ανωτ. § 44, σελ. 206.
178. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Εξήγησις της κινήσεως..., κεφ. Στ΄, P.G.90, 120D, Μεγάλου Αθανασίου, Κατά Αρειανών, λόγος β΄, κεφ. Μβ΄-μγ΄, P.G.26, 237AB, Μεγάλου Βασιλείου, Κανών μζ΄, P.G.138, 728A, Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, σημείωσις β΄ στον ξη΄ αποστολικό κανόνα, σελ. 91, Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστολή 197, βιβλίο β΄, P.G.99, 1597A, Επιστολή ρνδ΄, βιβλίο β΄, P.G.99, 1481B.
179. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος γ΄, σελ. 54.
180. Περιοδικό Άγιοι Κολλυβάδες, τεύχος 28, σελ. 6, 67-68.
181. Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου, ένθ ανωτ. σημείωσις 2, σελ. 4.
182. Κανών α΄, P.G.138, 577C-579A.
183. P.G.137, 349BD.
184. Χρ. Αραμπατζή, Η Ορθόδοξη Εκκλησία και η Ρώμη κατά τον ιγ΄ αιώνα, σελ. 109.
185. Laurent V. - Darrouzes J., Dossier Grec de l’ union de Lyon, σελ. 419.
186. Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος β΄, σελ. 598.
187. Ανδρ. Δημητρακοπούλου, Ορθόδοξος Ελλάς, σελ. 103-104.
188. Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος β΄, § 150, 2, σελ. 232.
189. Ανδρ. Δημητρακοπούλου, Ιστορία του Σχίσματος..., σελ. 165-166.
190. Μ. Αθανασίου, Επιστολή προς Ρουφινιανόν, P.G.138, 565A-568A.
Δημιουργία αρχείου: 15-6-2013.
Τελευταία ενημέρωση: 21-6-2013.