Ορθόδοξη
Ομάδα
Δογματικής Έρευνας Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο |
Τού Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ:
ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΖΗΛΩΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ OIKOYMENIΣMΟΥ
Κεφάλαιο Α΄: Ο σύγχρονος Οικουμενισμός
β΄. Ο προτεσταντικός Οικουμενισμός - Θεωρία των κλάδων
Ο προτεσταντικός Οικουμενισμός έχει ως βάσι δύο κυρίως θεωρίες· την θεωρία των κλάδων και την αρχή της περιεκτικότητος. Η θεωρία των κλάδων (branch theory) αποτελεί θεολογική ανάπτυξι της θεμελιώδους, δογματικής, προτεσταντικής θεωρίας περί αοράτου Εκκλησίας8. Σύμφωνα με την τελευταία, η αληθής, Χριστιανική Εκκλησία δεν ταυτίζεται με μία επί μέρους ιστορική Εκκλησία· δεν είναι ορατή, οργανωμένη, θρησκευτική κοινωνία ανθρώπων μέ κανονικό ιερατείο και αμετάβλητο σύνολο δογματικών, ηθικών και τελετουργικών διατάξεων, αλλά κάτι το εσωτερικό, αφανές και αόρατο.
τα μέλη της παραδόξου, αοράτου Εκκλησίας είναι διάσπαρτα σε όλη την οικουμένη9, ανήκουν σε διάφορες ομολογίες (ορατές Εκκλησίες) και έχουν διαφορετική δογματική πίστι. Είναι μάλιστα άγνωστα στους ανθρώπους, αλλά και μεταξύ τους, γνωστά δε μόνο στον Κύριο, με τον οποίο διατελούν ενωμένα αοράτως διά της πίστεως αποτελώντας το μυστικό σώμα του. Κάθε ορατή λοιπόν θρησκευτική κοινότης (ομολογία) των Διαμαρτυρομένων ονομάζεται μεν Εκκλησία, όχι όμως σύμφωνα με την πλήρη έννοια της αληθούς, αοράτου Εκκλησίας, αλλά μόνο καταχρηστικά.
Διά της επινοήσεως της ανωτέρω θεωρίας οι Διαμαρτυρόμενοι κατώρθωσαν να αποδεσμευθούν τον ιστ΄ αιώνα από την Ρώμη, να αμυνθούν στους αναθεματισμούς της, να δικαιολογήσουν την δημιουργία της νέας Εκκλησίας τους και να εμφανίσουν «τας αρτισυστάτους αυτών κοινότητας ως ανέκαθεν ηνωμένας προς την αληθινήν και αόρατον Εκκλησίαν και μηδέποτε χωρισθείσας αυτής»10.
Βασιζόμενη στην ανωτέρω θεωρία η θεωρία των κλάδων υποστηρίζει, ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν υφίσταται σήμερα, αλλά διαιρέθηκε σε πλήθος επί μέρους Εκκλησιών· την Ορθόδοξο, την παπική, την αγγλικανική, την λουθηρανική και άλλες, οι οποίες πρέπει να αποκαλούνται το Ορθόδοξο σχίσμα, το ρωμαϊκό σχίσμα, το αγγλικανικό σχίσμα, το λουθηρανικό σχίσμα11. Καμμία από τις Εκκλησίες αυτές δεν θεωρείται ικανή να εκπροσωπήση σήμερα επάξια την Μία Εκκλησία ούτε είναι αλάθητη, αλλά υπόκειται σε πλάνες12. Καμμία δεν κατέχει το πλήρωμα της Χριστιανικής Αληθείας, αλλά μόνο τμήματά της μικρότερα ή μεγαλύτερα13. Όπως η Μία Εκκλησία είναι ανύπαρκτη, έτσι και η όλη Αλήθεια παραμένει άγνωστη, αν και υπάρχει διάσπαρτη σε όλες τις επιμέρους Εκκλησίες.
Παρά ταύτα οι ελλιπείς αυτές Εκκλησίες δεν είναι τελείως αποκομμένες από την Μία Εκκλησία, αλλά συνδέονται μαζί της όπως ακριβώς τα κλαδιά ενός δένδρου· είναι τα διάφορα κλαδιά του μεγάλου δένδρου της Μιας, Οικουμενικής Εκκλησίας. Όπως κάθε κλαδί ενός δένδρου δεν αποτελεί όλο το δένδρο, αλλά μέρος του, έτσι και κάθε επί μέρους Εκκλησία δεν αποτελεί την Μία, Καθολική Εκκλησία, αλλά μέρος αυτής14. Κατά συνέπεια οι Εκκλησίες αυτές είναι «μέρη ισόκυρα της αληθούς Εκκλησίας»15, κατέχουν ίσα δικαιώματα υπάρξεως και είναι όλες εργαστήρια αγιασμού και σωτηρίας16.
Κατά την θεωρία των κλάδων, η αληθής Εκκλησία του Χριστού δεν είναι κάτι το ορατό, αλλά ιδανικό -ανέφικτο προς το παρόν- προς πραγματοποίησι του οποίου τείνουν παρά τις αντιθέσεις τους οι επί μέρους ορατές, ιστορικές Εκκλησίες «συν τω προϊόντι χρόνω καθαιρόμεναι και τελειούμεναι»17. Η αληθής Εκκλησία βρίσκεται «εν πάσαις ταις Εκκλησίαις... Συναποτελείται εκ Χριστιανών, ανηκόντων εις διαφόρους ομολογίας»18, των οποίων η επανένωσις και ο αμοιβαίος εμπλουτισμός θα επιφέρη την πραγματοποίησι της «Una Sancta»19, δηλαδή την επανίδρυσι της ανύπαρκτης σήμερα Καθολικής Εκκλησίας.
Η επιτυχία της ενώσεως των Χριστιανικών ομολογιών εξαρτάται από την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη μείωσι των απαιτήσεων της πίστεως (δογματικός μινιμαλισμός)20. Βέβαια, κατά την θεωρία των κλάδων, οι διάφορες Χριστιανικές ομολογίες - Εκκλησίες είναι στην πραγματικότητα ενωμένες ενώπιον του Θεού, διότι οι δογματικές διαφορές που τις χωρίζουν, είναι επουσιώδεις. Τα ουσιώδη είναι κοινά, ενώ τα επουσιώδη διάφορα.
Η θεωρία των κλάδων είναι αδιαμφισβήτητα μία ακραία εκκλησιολογική κακοδοξία, η οποία προάγει ταυτόχρονα και τον δογματικό συγκρητισμό. Για τον λόγο αυτό άλλωστε υποστηρίζεται εύλογα, ότι ο γεννηθείς στους κόλπους του Προτεσταντισμού Οικουμενισμός είναι μία εκκλησιολογική και συγκρητιστική αίρεσις.
Σημειώσεις:
8. Χ. Ανδρούτσου, Δογματική, σελ. 261.
9. Χ. Ανδρούτσου, Συμβολική, σελ. 96.
10. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος β΄, σελ. 336.
11. Π. Τρεμπέλα, Επί της Οικουμενικής Κινήσεως..., σελ. 25.
12. Ιω. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, σελ. 269.
13. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος β΄, σελ. 353.
14. Χ. Ανδρούτσου, Μελέται και Διατριβαί, τόμος α΄, σελ. 88.
15. Χ. Ανδρούτσου, Δογματική, σελ. 262.
16. Χ. Ανδρούτσου, Συμβολική, σελ. 104.
17. Α. Θεοδώρου, Η intercommunio εξ επόψεως Ορθοδόξου Συμβολικής, σελ. 10.
18. Ιω. Καρμίρη, Ορθοδοξία και Παλαιοκαθολικισμός, τόμος β΄, σελ. 27.
19. Π. Μπρατσιώτου, το κύρος των αγγλικανικών χειροτονιών, σελ. 107.
20. Α. Δελήμπαση, Η αίρεσις του Οικουμενισμού, σελ. 114.
Δημιουργία αρχείου: 10-8-2013.
Τελευταία ενημέρωση: 16-8-2013.