Ορθόδοξη
Ομάδα
Δογματικής Έρευνας Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο |
Τού Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ:
ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΖΗΛΩΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ OIKOYMENIΣMΟΥ
Κεφάλαιο Α΄: Ο σύγχρονος Οικουμενισμός
ε΄. Ο δογματικός συγκρητισμός του παπικού Οικουμενισμού
Ο παπικός Οικουμενισμός, όπως προαναφέραμε, διακρίνεται και για τον δογματικό συγκρητισμό του. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι ο Παπισμός λόγω της επιθυμίας καθυποτάξεως στην εξουσία του πάπα όλων των απεσχισμένων Εκκλησιών -συμπεριλαμβανομένης και της Ορθοδόξου- μεταχειριζόταν πάντοτε κατά τις ενωτικές του προσπάθειες την ανεκτικότητα και την μέθοδο των ποικίλων παραχωρήσεων, ενώ ορισμένες φορές ακόμη και τον δογματικό συγκρητισμό και μινιμαλισμό. Πράγματι, στις ψευδενώσεις Παπικών - Ορθοδόξων στην Λυών το 1274 και την Φλωρεντία το 1439 «το σύμβολον της ανατολικής Εκκλησίας αφέθη άνευ της προσθήκης, ως και τα εκκλησιαστικά έθιμα της Ανατολής»39.
Στο πρότυπο των δύο ανωτέρω ενώσεων βασίσθηκε και η επίσημη ενωτική μέθοδος της Ουνίας, την οποία χρησιμοποιούν οι Παπικοί από τον ιστ΄ αιώνα. Βάσει αυτής η παπική αυλή επιτρέπει στους ετεροδόξους Χριστιανούς που ενώνονται μαζί της «ίνα εκτελώσιν απαραλλάκτως πάντα τα της προτέρας Εκκλησίας αυτών έθιμα και μυστήρια, εις μόνα τα δύο ταύτα εξαρκουμένη, το μνημονεύειν δηλαδή του ονόματος του Πάπα, και το αποδέχεσθαι ότι ο Πάπας εστίν αλάνθαστος και αναμάρτητος... Επί τούτω και μόνω συγκεχώρηται τοις κατολίκοις ουχί πιστεύειν, αλλά λέγειν μόνον το ιερόν Σύμβολον, είτε άνευ της προσθήκης ορθώς, είτε μετά της προσθήκης δυσσεβώς, όπως αν εγχωρή αυτοίς»40. Οι Ουνίται δηλαδή διατηρούν «την ιδίαν λειτουργικήν τάξιν και τινα ίδια ήθη και έθιμα... προς βαθμιαίαν και ουχί απότομον αφομοίωσιν προς την Λατινικήν Εκκλησίαν»41.
Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις το Βατικανό δεν απαιτεί από τους Ουνίτας ούτε την πλήρη αποδοχή της παπικής διδασκαλίας. Ανέχεται δηλαδή όχι μόνο τα εκκλησιαστικά τους έθιμα, αλλά «ακόμη και τις αιρέσεις τους»42. Σύμφωνα με την διακήρυξι του πάπα Λέοντος ΙΓ΄ το 1894, «πάσα Εκκλησία και μετά την ένωσιν (με τον Παπισμό) δύναται κατέχειν τους εαυτής δογματικούς και κανονικούς όρους, έστωσαν ούτοι και διάφοροι των της Παπικής Εκκλησίας»43. «Το Βατικανόν κατέχεται υπό τοιούτου προσηλυτιστικού πάθους, ώστε ανέχεται να υπάρχουν μεταξύ των ουνιτικών Εκκλησιών και τινες “Χριστολογικώς μη ορθοδοξούσαι, νεστοριανίζουσαι και μονοφυσιτίζουσαι”»44.
Σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό εφαρμόζει ο Παπισμός μέσα στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως τον δογματικό συγκρητισμό και τον δογματικό μινιμαλισμό ιδίως στις ενωτικές του προσπάθειες με την Ορθόδοξο Εκκλησία. Η Ρώμη επιθυμεί ένωσι με την Ορθοδοξία παρά τις μεγάλες δογματικές διαφορές, άνευ δηλαδή ομοφωνίας στην πίστι, ελπίζοντας ότι προοδευτικά θα κατορθώση να την απορροφήση. Γίνεται λοιπόν προσπάθεια διακρίσεως των δογμάτων της πίστεως σε θεμελιώδη και μη, και υποστηρίζεται ότι Ορθοδοξία και Παπισμός δεν διαφέρουν σε θεμελιώδη δόγματα για να δικαιολογήται το παρατεινόμενο σχίσμα τους. Ακόμη και τα θεμελιώδη δόγματα του πρωτείου και του filioque ανάγονται σε θεολογούμενα. Το πρώτο παρερμηνεύεται ως πρωτείο διακονίας45, ενώ το δεύτερο παρουσιάζεται ως επιδεχόμενο διπλής ερμηνείας και νόμιμης προσεγγίσεως (Ανατολικής και Δυτικής).
Τις ανωτέρω κακοδοξίες υποστηρίζει ο σημερινός πάπας, ο οποίος θεωρεί ότι «ουδεμία ομολογία πίστεως ανήκουσα εις μίαν ιδιαιτέραν λειτουργικήν παράδοσιν (Δυτική η Ορθόδοξο) δύναται να έλθη εις αντίθεσιν προς την θεμελιώδη έκφρασιν της τριαδικής πίστεως, διδασκομένην και ομολογουμένην από την Εκκλησίαν όλων των εποχών». Για τον λόγο αυτό Ορθόδοξοι και Παπικοί θα πρέπει να διαλύσουν την μεταξύ τους παρεξήγησι και να επεξηγήσουν «υπό το φως της κοινής πίστεώς (τους), την νόμιμον σημασίαν και σπουδαιότητα παραδοσιακών εκφράσεων, αι οποίαι αποκλίνουν ως προς το θέμα της αιωνίου εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος από την Τριάδα, εκφράσεων, αι οποίαι ανήκουν εις τας εκατέρωθεν δογματικάς και λειτουργικάς παραδόσεις»46.
Χαρακτηριστικές είναι και οι δηλώσεις κορυφαίων, παπικών θεολόγων, οι οποίοι εξυπηρετούν την φιλενωτική και συγκρητιστική τακτική του Βατικανού. Κατά τον P. Wegner, «εάν εξαιρέση τις τας κεφαλαιώδεις διαφοράς επί του πρωτείου και του αλαθήτου του πάπα, όλα τα άλλα είναι κοινά, διότι αι άλλαι ιδιαίτεραι διαφοραί του Filioque (και εκ του Υιού), της Μαριολογίας και εξής στηρίζονται εις διαφοράς θεολογικής διατυπώσεως, κατά το πλείστον»47.
Ο Yves Congar λέγει ότι «επί αιώνας ολοκλήρους υπεστηρίζετο η γνώμη, ότι η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος απετέλει αίτιον χωρισμού Ανατολής και Δύσεως. Σήμερον, κατόπιν πολλών εξηγήσεων, γενομένων εν πάση ειλικρινεία και χάρις εις αρίστας ιστορικάς εργασίας, μέγας αριθμός θεολόγων, καθολικών και ορθοδόξων, θεωρούν, ότι τοιούτον αίτιον δεν υπάρχει»48. Τέλος ο παπικός Π. Γρηγορίου υποστηρίζει «ότι δεν υφίσταται αντίθεσις μεταξύ της επισήμου δογματικής διδασκαλίας»49 των δύο Εκκλησιών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα στα πλαίσια της συγκρητιστικής ισοπεδώσεως των δογματικών αληθειών οι Παπικοί στην συμφωνία του Μπάλαμαντ με τους Ορθοδόξους δεν δίστασαν να διακηρύξουν, «ότι όσα ενεπιστεύθη ο Χριστός εις την Εκκλησίαν του -ομολογία της αποστολικής πίστεως, μετοχή εις τα αυτά μυστήρια, προ παντός εις την μίαν ιερωσύνην την τελούσαν την μίαν θυσίαν του Χριστού, αποστολική διαδοχή των επισκόπων- δεν δύνανται να θεωρηθούν ως αποκλειστική ιδιοκτησία μιας των ημετέρων Εκκλησιών»!50
Ο δε προηγούμενος πάπας σε Εγκύκλιό του (25-5-1995) εκφράζει την ικανοποίησί του, επειδή πρόσφατα συνυπέγραψε κοινές Χριστολογικές δηλώσεις με αντιχαλκηδονίους πατριάρχας51. Με άλλα λόγια, οι Παπικοί διακηρύττουν ότι έχουν κοινή πίστι όχι μόνο με τους Ορθοδόξους, αλλά και με τους Μονοφυσίτας και με τους Νεστοριανούς! Αξίζει να σημειωθή, ότι Μονοφυσίται και Νεστοριανοί πρεσβεύουν εκ διαμέτρου αντίθετα Χριστολογικά φρονήματα, και φυσικά τελείως διαφορετικά από τους Ορθοδόξους.
Σημειώσεις:
39. Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, § 23, σελ. 388.
40. Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία..., τόμος β΄, σελ. 896 [976].
41. Χ. Παπαδοπούλου, Φύσις και χαρακτήρ της Ουνίας, σελ. 19.
42. Θ. Ζήση, Η Ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτών, σελ. 9.
43. Απάντησις της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1895..., παρά Ιω. Καρμίρη, ένθ ανωτ. σελ. 934 [1020].
44. Σ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός, τόμος β΄, σελ. 288.
45. Πάπα Ιωάννου Παύλου Β΄, Περιοδικό Επίσκεψις, τεύχος 520, σελ. 16.
46. Ένθ ανωτ. σελ. 15.
47. Σ. Μπιλάλη, ένθ ανωτ. σελ. 255.
48. Π. Γρηγορίου, Σχέσεις Καθολικών και Ορθοδόξων, σελ. 424.
49. Ένθ ανωτ. σελ. 441.
50. Γ. Μαρτζέλου, Ο επίσημος θεολογικός διάλογος Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, σελ. 88.
51. Εγκύκλιος Επιστολή, Ίνα πάντες εν ώσιν (Ut Unum sint), σελ. 78-80.
Δημιουργία αρχείου: 3-9-2013.
Τελευταία ενημέρωση: 7-9-2013.