Ορθόδοξη
Ομάδα
Δογματικής Έρευνας Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο |
Τού Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ:
ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΖΗΛΩΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ OIKOYMENIΣMΟΥ
Κεφάλαιο Α΄: Ο σύγχρονος Οικουμενισμός
στ΄. Ορθόδοξος Εκκλησιολογία
Στις ανωτέρω παραγράφους αναφέραμε συνοπτικά τον τρόπο, με τον οποίο αντιλαμβάνονται την ουσία και τα όρια της Μιας Εκκλησίας, καθώς επίσης και την επανένωσι των Χριστιανικών Εκκλησιών μέσα στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως τόσο οι Διαμαρτυρόμενοι όσο και οι Παπικοί. Υποστηρίξαμε ακόμη ότι οι προτεσταντικές και οι παπικές, οικουμενιστικές θεωρίες -παρά τις σημαντικές διαφορές τους- συμφωνούν σε ένα κυρίως πράγμα, δηλαδή στην αντίθεσί τους προς την Ορθόδοξο εκκλησιολογία και θεολογία. για τον λόγο αυτό καταλήξαμε στο συμπέρασμα, ότι τόσο ο προτεσταντικός όσο και ο παπικός Οικουμενισμός αποτελούν ο καθένας μία ξεχωριστή εκκλησιολογική και συγκρητιστική αίρεσι.
Πράγματι, οι απόψεις των αγίων Πατέρων σχετικά με την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και την σχέσι της με τις αιρετικές Εκκλησίες είναι τελείως διαφορετικές από τις ανάλογες του συγχρόνου, αιρετικού Οικουμενισμού της Δύσεως. Συγκεκριμένα, οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν, ότι ο Χριστός ίδρυσε Μία και μοναδική Εκκλησία (Ματ. ιστ΄, 18) -την Ορθόδοξο- «στύλο και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄, 15), της οποίας είναι Κεφαλή. Η Εκκλησία είναι αδύνατο να διασπασθή σε πολλά σώματα, επειδή ο Χριστός δεν διαιρείται ποτέ· ου «μεμέρισται ο Χριστός» (Α΄ Κορ. α΄, 13), ο οποίος είναι ένας «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ΄, 8). «Είναι οντολογικώς αδύνατος ο χωρισμός της Εκκλησίας, δια τούτο ποτέ δεν υπήρχε διαίρεσις της Εκκλησίας, αλλά χωρισμός από την Εκκλησίαν»52.
Η διατήρησις της αποστολικής πίστεως αποτελεί το βασικότερο, διακριτικό γνώρισμα της αληθούς από τις ψευδείς Εκκλησίες. Κατά τον μέγα Αθανάσιο, «μία και μόνη εν κόσμω αψευδής υπάρχει πίστις, ην η αγία και μόνη κρατεί καθολική και αποστολική Εκκλησία»53. Κατά δε τον όσιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη, η Εκκλησία του Χριστού ορίζεται ως «το άθροισμα των αγίων το εξ ορθής πίστεως και πολιτείας αρίστης συγκεκροτημένον»54. Για τον λόγο αυτό «πιστεύομεν μέλη της Καθολικής Εκκλησίας είναι πάντας και μόνους τους πιστούς, τους την του Σωτήρος Χριστού δηλαδή αμώμητον πίστιν (υπό τε εκείνου του Χριστού και των αποστόλων και των αγίων οικουμενικών Συνόδων παραδοθείσαν, κηρυχθείσαν και ερμηνευθείσαν) αδιστάκτως πρεσβεύοντας»55. Αντιθέτως, όσοι εμμένουν σε διδασκαλίες αντίθετες από την Ορθόδοξο, δεν ανήκουν στο σώμα της Εκκλησίας. Ο μέγας Αθανάσιος καταδικάζει την άποψι, ότι οι αιρετικοί είναι δυνατόν να ανήκουν στο σώμα της Καθολικής Εκκλησίας: «Πώς της καθολικής εκκλησίας εισίν οι την αποστολικήν αποτιναξάμενοι πίστιν, και καινών κακών εφευρεταί γενόμενοι;»56
Οι Πατέρες υποστηρίζουν επίσης ότι οι εκτός Εκκλησίας αιρετικοί δεν έχουν αποστολική διαδοχή, ιερωσύνη, Μυστήρια και συνεπώς οι Εκκλησίες τους δεν αποτελούν ασφαλείς οδούς σωτηρίας. Αντιθέτως, θεία Χάρις και ιερά Μυστήρια υπάρχουν μόνο στην Καθολική Εκκλησία, η οποία συνεχίζει επί της γης το απολυτρωτικό έργο του Κυρίου ως μοναδική και θεοσύστατη κιβωτός σωτηρίας. «Καθώς υπάρχει είς μόνον Χριστός, λέγει ο άγιος Κυπριανός, ούτως υπάρχει μία μόνον Εκκλησία, η οποία είναι η μόνη παρέχουσα την σωτηρίαν, και δια τούτο αυτή μόνη παρέχει τα Μυστήρια και εκτός αυτής δεν είναι δυνατόν να τελεσθή εγκύρως ουδέν Μυστήριον»57.
Πράγματι, ο μέγας Βασίλειος διαβεβαιώνει, ότι οι κληρικοί που αποστάτησαν από το σώμα της Εκκλησίας λόγω αποδοχής αιρετικών φρονημάτων «ουκέτι έσχον την χάριν του αγίου Πνεύματος εφ εαυτούς· επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν». Οι εν λόγω κληρικοί διέκοψαν την αποστολική διαδοχή και «λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον την εξουσίαν, ουκέτι δυνάμενοι χάριν Πνεύματος αγίου ετέροις παρέχειν, ης αυτοί εκπεπτώκασι»58.
Οι Πατέρες της Συνόδου της Καρχηδόνος υποστηρίζουν επίσης, ότι δεν είναι δυνατόν να λάβη κανείς έγκυρο βάπτισμα «έξω της καθολικής Εκκλησίας». Η εξουσία “του βαπτίζειν” ανήκει μόνο στην «καθολικήν Εκκλησίαν, ήτις εστί μία... Παρά δε τοις αιρετικοίς, όπου Εκκλησία ουκ έστιν, αδύνατον αμαρτημάτων άφεσιν λαβείν... Αγιάσαι δε έλαιον ου δύναται ο αιρετικός, ο μήτε θυσιαστήριον έχων, μήτε εκκλησίαν»59.
Παρόμοιες είναι και οι απόψεις του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και του ιερού Ιωσήφ Βρυεννίου. Ο μεν πρώτος υποστηρίζει, ότι «οι αιρετικοί ιερωσύνην δεν έχουν, άρα και τα παρ αυτών ιερουργούμενα κοινά εισι και χάριτος και αγιασμού άμοιρα»60, ο δε δεύτερος τα εξής: «Ουκ έστι την των πρωτοτόκων εκείνην και ουράνιον Εκκλησίαν, ει μη εκ της επιγείου ταύτης και ορθοδόξου, άνωθεν αναπληρωθήναι, και ουχ ετέρωθεν»61.
Τέλος οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν, ότι απαγορεύεται κάθε μορφή εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους εκτός Εκκλησίας αιρετικούς, «ειδότες, ότι το εν τούτοις αδιαφορείν την επί του Χριστού παρρησίαν ημών αφαιρείται»62. Όπως μάλιστα συνιστούσε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, δεν πρέπει «τη κοινωνία (των αιρετικών) χρανθήναι (να μολυνθούμε), ην ως ιόν όφεως φεύγομεν, ου σώμα βλάπτουσαν, τα δε βάθη μελαίνουσαν της ψυχής»63.
Σημειώσεις:
52. Ιουστίνου Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός, σελ. 82.
53. Προς Αντίοχον, ερώτησις ριβ΄, P.G.28, 665D.
54. Επιστολή σμστ΄, βιβλίο β΄, P.G.78, 685Α.
55. Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Ομολογία, παρά Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία…, τόμος β΄, σελ. 755, [835].
56. Κατά Αρειανών, λόγος α΄, κεφ. Δ΄, P.G.26, 20Α.
57. Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων, § 11, σελ. 52.
58. Κανών α΄, P.G. 138, 577C-579A.
59. Κανών α΄, P.G. 137, 1100.
60. Πηδάλιον, σημείωσις β΄ στον ξη΄ αποστολικό κανόνα, σελ. 91.
61. Τα ευρεθέντα, Λόγος συμβουλευτικός…, τόμος α΄, σελ. 411.
62. Μεγάλου Βασιλείου, επιστολή σξβ΄, κεφ. β΄, P.G.32, 976Α.
63. προς Αρειανούς και εις εαυτόν, κεφ. Δ΄, P.G.36, 220Α.
Δημιουργία αρχείου: 7-9-2013.
Τελευταία ενημέρωση: 13-9-2013.