Αρχαίοι διωγμοί και Μάρτυρες Ιστορικά στοιχεία για τους αρχαίους διωγμούς κατά των χριστιανών και τους μάρτυρες της Εκκλησίας Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Κεφάλαιο 19 |
Ε. Διερεύνηση της ιστορικότητας συγκεκριμένων αγίων μαρτύρων 2. Η αγία Ειρήνη Αντίθετα με τον άγιο Γεώργιο, η ιστορική εξακρίβωση του βίου της αγίας μεγαλομάρτυρος Ειρήνης είναι μία από τις δυσκολότερες περιπτώσεις, όχι τόσο λόγω των κραυγαλέων υπερφυσικών γεγονότων που περιλαμβάνει (εφόσον, κατά τους χριστιανούς, όλα είναι δυνατά για το Θεό), όσο λόγω των χιλιάδων ανθρώπων που υποτίθεται ότι επηρεάστηκαν από αυτά – καθώς επίσης και λόγω των, φαινομενικών τουλάχιστον, ασαφειών και ανακριβειών σχετικά με τους ηγεμόνες, που φέρεται να αντιμετώπισε η αγία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο συντάκτης του λεγόμενου Συναξαρίου της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, τον 10ο αιώνα, γράφει: «Τα δε εντεύθεν παράδοξα πάντα περί αυτής λέγεται». Την ίδια διαπίστωση επαναλαμβάνουν ο λόγιος επίσκοπος Κηθύρων Μάξιμος Μαργούνιος (1549 - 1602) στους Βίους Αγίων («Τα δε ακόλουθα παράδοξα όλα λέγονται περί αυτής») ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή των δώδεκα μηνών του ενιαυτού («Τα δε εξής ρηθησόμενα είναι παράδοξα και υπερφυσικά, τα οποία λέγονται περί της Αγίας ταύτης»), ενώ στο σχετικό λήμμα της Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαιδείας («Ειρήνη. Η Μεγαλομάρτυς») ο συντάκτης Fr. Halkin επισημαίνει: «Σχετικώς με την Αγίαν αυτήν (…) όλα τα υπάρχοντα δεδομένα ανάγονται εις μίαν περίεργον αγιολογικήν παράδοσιν, ήτις δεν φαίνεται συναρτωμένη με ιστορικήν πραγματικότητα». Την παράδοση αυτή τη βλέπουμε δημοσιευμένη, όπως είπαμε, στο Συναξάριον της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως του 10ου αιώνα (εδώ η κλασική έκδοση του 1902 από τον Hippolyte Delehaye· περί της αγίας Ειρήνης, της οποίας τη μνήμη τοποθετεί στις 4 Μαΐου, αντί στις 5, βλ. στη στήλη 653 κ.εξ., σελ. 379 του pdf) και κατόπιν στους Βίους Αγίων του Μάξιμου Μαργούνιου (έκδοση του 1621, που υπάρχει ψηφιοποιημένη από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης εδώ· για την αγία Ειρήνη βλ. στις σελ. σοε΄ - σοζ΄,από σελ. 566 του pdf) και στο συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου (εδώ). Όπως διαβάζουμε στο Μανουήλ Ιω. Γεδεών, Βυζαντινόν Εορτολόγιον. Μνήμαι των από του Δ΄ μέχρι μέσων του ΙΕ΄ αιώνος εορταζομένων αγίων εν Κωνσταντινουπόλει, εν Κωνσταντινουπόλει 1898, σελ. 38, τόσο ο Μ. Μαργούνιος όσο και ο άγιος Νικόδημος είχαν ως πηγή (ίσως όχι μόνη) το Συναξαριστή του Μαυρικίου, διακόνου της Μεγάλης Εκκλησίας, «ακμάσαντος ίσως μετά τον ΙΑ΄ αιώνα» – ο άγ. Νικόδημος το αναφέρει και ο ίδιος στο εξώφυλλο του έργου του. Για το Συναξάριο του Μαυρικίου (12ος αιώνας), που διασώζεται σε χειρόγραφο και δεν το έχω διαβάσει, μας πληροφορεί η κυρία Μαριάννα Απρεσυάν: «Το πρώτο μέρος (Σεπτέμβριος-Φεβρουάριος) βρίσκεται στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα στο Άγιο Όρος, ενώ το δεύτερο μέρος (Μάρτιος-Αύγουστος) βρίσκεται στη Μονή Βλατάδων στην Θεσσαλονίκη». Η ίδια επιβεβαιώνει: «Μία μετάφραση και διασκευή του Συναξαρίου του Μαυρικίου στη νέα ελληνική γλώσσα εκπόνησε ο Μητροπολίτης Κυθήρων Μάξιμος Μαργούνιος, το οποίο για πρώτη φορά εκδόθηκε στην Βενετία το 1607. Δεύτερη μετάφραση του Συναξαρίου του Μαυρικίου με προσθήκες και βελτιώσεις συνέγραψε ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, το οποίο εκδόθηκε στη Βενετία το 1819, ανατυπώθηκε τρεις φορές στην Κωνσταντινούπολη (1842), Ζάκυνθο (1868) και Αθήνα (1868) και γνώρισε και άλλες εκδόσεις» (βλ. στη διδακτορική της διατριβή Οι μεταχαλκηδόνιοι άγιοι στα αρμενικά συναξάρια, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 14-15, εδώ). Άρα μπορούμε να υποθέσουμε ότι το Συναξάριο του Μαυρικίου συμφωνεί με εκείνο της ΚΠόλεως, που είναι προγενέστερο κατά δύο αιώνες. Το Συναξάριον της ΚΠόλεως φαίνεται ότι αντλεί τις πληροφορίες του από παλαιότερες πηγές, γι’ αυτό και ο συντάκτης του εκφράζει έκπληξη και ο ίδιος για όσα γράφει. Αν τα είχε επινοήσει εκείνος, απευθυνόμενος σε εύπιστους και αφελείς (γιατί μόνο σε τέτοιο κοινό μπορεί να απευθύνεται κάποιος τερατολόγος), δεν υπήρχε λόγος να ενσπείρει αμφιβολία προσποιούμενος τον έκπληκτο. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα των υπερφυσικών γεγονότων που αναφέραμε είναι ότι, κατά το συναξάρι της αγίας, ο βασιλιάς «Σαβώρ» εκστράτευσε εναντίον της φοβούμενος την επιρροή της στο βασίλειό του, η αγία όμως με την προσευχή της επέβαλε τύφλωση σε ολόκληρο το στράτευμα. Στη συνέχεια απέσυρε την τύφλωσή τους, εκείνοι όμως, αντί να καμφθούν, την αιχμαλώτισαν, τρύπησαν τις φτέρνες της με καρφιά και την υποχρέωσαν να περπατήσει τρία μίλια φορτωμένη με ένα σακί γεμάτο άμμο. Τότε όμως άνοιξε η γη και κατάπιε δέκα χιλιάδες στρατιώτες, ενώ άλλες τριάντα χιλιάδες, βλέποντας το σημείο, μεταστράφηκαν στο Χριστό! Ο βασιλιάς όμως έμεινε αλύγιστος και αμετάπειστος, γι’ αυτό άγγελος Κυρίου τον πάταξε και τον εφόνευσε – κατά κάποιον δε συναξαριστή, που είχε υπόψιν ο άγιος Νικόδημος, φόνευσε μαζί του και πέντε χιλιάδες ακόμη στρατιώτες! Αν όμως είχαν συμβεί γεγονότα τόσο μεγάλης κλίμακας, είναι απίθανο να μην αναφέρονται στις ιστορικές πηγές. Ωστόσο, δεν είναι ακριβές ότι «όλα τα δεδομένα» για την αγία ανάγονται στη συγκεκριμένη αγιολογική παράδοση. Υπάρχει ένα πολύ λιτότερο βιογραφικό της, που περιλαμβάνεται στο περίφημο Βασιλειανό Μηνολόγιο, το συναξαριστή που συντάχθηκε τον 10ο αιώνα μ.Χ. κατ’ επιθυμίαν του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου (ελαφρώς παλαιότερο από το Συναξάριο της ΚΠόλεως). Ομολογώ μάλιστα ότι απορώ πώς διέφυγε της προσοχής της ΘΗΕ. Υπάρχει όμως παραπομπή σε αυτόν τον διαδικτυακό συναξαριστή, και ξεκινώντας από αυτήν αναζήτησα το Μηνολόγιο, που περιλαμβάνεται στον τόμο 117 της Patrologia Graeca (PG). Η καραντίνα δυσχεραίνει την πρόσβασή μας σε δημόσιες βιβλιοθήκες, όμως, επικαλούμενος και την αγία, το βρήκα στο διαδίκτυο (όπως και της ΚΠόλεως, αργότερα), εδώ. Αναφέρει λοιπόν στις 5 Μαΐου: «Άθλησις της αγίας μάρτυρος Ειρήνης Ειρήνη, η του Χριστού μάρτυς, ην θυγάτηρ Λικιννίου βασιλίσκου· εύμορφος δε υπάρχουσα, απεκλείσθη παρά του πατρός αυτής εν πύργω υψηλώ, έξ ετών ούσα, μετά δουλίδων δέκα και τριών· εν ώ εδιδάχθη υπό του θείου αγγέλου τα μυστήρια του Θεού. Και μετά μικρόν ελθόντος Τιμοθέου μαθητού του αγίου αποστόλου Παύλου, εβαπτίσθη υπ’ εκείνου· και συντρίψασα τα είδωλα, α έδωκεν αυτή ο πατήρ αυτής προσκυνείν, έρριψε κάτω. Τότε οργισθέντος του πατρός αυτής, προσεδέθη ίππω αγρίω επί το φονευθήναι. Και αυτή μεν ουδέν ηδικήθη· ο δε πατήρ αυτής απέθανε, του ίππου δάκνοντος την χείρα αυτού και αποκόψαντος· η δε προσευξαμένη ανέστησεν αυτόν. Τότε επίστευσε και αυτός τω Θεώ, και η γυνή αυτού, και άλλοι ωσεί χιλιάδες τρεις. Και πάλιν κρατηθείσα η αγία παρά Αμπελιανού του ηγεμόνος, και πολλά τιμωρηθείσα, και μη πεισθείσα αρνήσασθαι τον Χριστόν, ξίφει τελειωθείσα ετάφη» (PG 117, 437-440). Η διήγηση αυτή, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται επαρκής για να τοποθετήσει το βίο της αγίας Ειρήνης σε ρεαλιστικά ιστορικά πλαίσια. Τα πομπώδη θαύματα και ό,τι μας φαίνεται ιστορική ανακρίβεια και σύγχυση απουσιάζουν εντελώς. Το θαύμα του άγριου αλόγου, που σεβάστηκε την αγία, και της ανάστασης του πατέρα της μετά το θανάσιμο τραυματισμό του, από χριστιανική άποψη δεν είναι κάτι απίθανο. Περιπτώσεις σεβασμού άγριων και επικίνδυνων ζώων (ακόμη και λιονταριών) προς αγίους συναντούμε πάμπολλες, οι δε αναστάσεις νεκρών, αν και φυσικά είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο, όμως συμβαίνουν· ο Ιησούς Χριστός πραγματοποίησε αναστάσεις νεκρών και αναστήθηκε και ο ίδιος· ανάσταση νεκρού πραγματοποίησαν και οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος (Πράξεις, 9, 36-42 και 20, 9-12), καθώς και μερικοί άλλοι άγιοι μέσα στην ιστορία, ενώ γνωρίζω περίπτωση και από τον 20ό αιώνα στο Ρέθυμνο, ανθρώπου που ο θάνατός του είχε πιστοποιηθεί από γιατρό και το γεγονός αυτό καθόρισε τη ζωή του – αργότερα θα αναφερθούμε και στην ανάσταση του ιερομάρτυρα Τιμόθεου Strelkov στη Ρωσία του 1918. Για να αναπαύσω όμως τη συνείδησή σου, αδελφέ μου (μια και το θέμα μας δεν είναι τα θαύματα, αλλά η ιστορικότητα της αγίας), θα προσπαθήσω να σου προσφέρω μια διαφορετική εξήγηση των συμβάντων, ταιριαστή ίσως στην ορθολογιστική οπτική σου… Το άλογο σεβάστηκε το κορίτσι, επειδή πιθανόν ήταν φίλη του, χωρίς να το γνωρίζουν οι άλλοι ή χωρίς να συνειδητοποιούν το μέγεθος της φιλίας τους. Και ο πατέρας της ίσως δεν είχε πεθάνει, αλλά τραυματιστεί προς θάνατον – πιθανόν λόγω της αιμορραγίας – η κοπέλα προσευχήθηκε και εκείνος, παρά τις προσδοκίες ακόμη και των (όποιων) γιατρών, αντί να πεθάνει τις επόμενες μέρες, ανάρρωσε. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την ακτινοβολούσα προσωπικότητα και το αδαμάντινο ήθος του κοριτσιού, την αξεπέραστη σεμνότητα, αγάπη και καλοσύνη της, έφεραν στη χριστιανική πίστη όχι μόνο τους γονείς της, αλλά και μεγάλο μέρος του τοπικού πληθυσμού. Εντάξει, αδελφέ μου; Παρέμεινε αρραγές το τείχος του ορθολογισμού σου; Αν ναι, ελπίζω ότι μπορούμε να συνεχίσουμε. Ο περιορισμός της αγίας στον πύργο κατά την παιδική της ηλικία, μέχρι και κάποιο στάδιο της εφηβείας της, είναι στοιχείο που συναντούμε και στο βίο άλλων παρθενομαρτύρων, όπως της αγίας Βαρβάρας και της αγίας Χριστίνας. Δεν είναι παράδοξο. Εκείνοι οι άνθρωποι ήσαν άρχοντες και ηγεμόνες και ασφαλώς έμεναν σε μέγαρα και ανάκτορα που είχαν πύργους. Ένας απ’ αυτούς γινόταν η ιδιαίτερη κατοικία της κόρης τους, που παρέμενε περιορισμένη στο σπίτι κατά τα ήθη της εποχής. Δεν πρέπει να φανταζόμαστε έναν απομακρυσμένο πύργο να υψώνεται κατακόρυφα μέσα στην ερημιά, όπως στο παραμύθι της Ραπουνζέλ· προφανώς ήταν μέρος του οικήματος και οι κοπέλες δεν ήταν φυλακισμένες, ήταν το διαμέρισμά τους: «εφ’ υψηλού πύργου διήγεν, ον ο πατήρ αυτής ωκοδόμησεν, μετά παιδισκαρίων ευμόρφων δεκατριών, πολύν και άφθονον εις υπηρεσίαν έχουσα πλούτον» (Συναξάριον ΚΠόλεως και αντίστοιχα ο Μ. Μαργούνιος και ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης). Η διδασκαλία των θείων μυστηρίων από άγγελο, αν σε ενοχλεί, σε παραπέμπω σε άλλη αναφορά, ευρέως διαδεδομένη, κατά την οποία εκείνη που τη μύησε στο χριστιανισμό ήταν μία «παιδίσκη» (νεαρή υπηρέτρια), ενώ στη ζωή της υπήρχε και ο γέροντας και σοφός διδάσκαλος Απελλιανός, που, κατά τα φαινόμενα, ήταν χριστιανός εν αγνοία του πατέρα της: «Σε πολύ μικρή ηλικία άρχισε την γραμματική της εκπαίδευση κοντά σε έναν από τους πλέον σοφούς διδασκάλους της εποχής της, τον Απελλιανό, ο οποίος δίδαξε στην Πηνελόπη τη θύραθεν σοφία, ενώ την χριστιανική πίστη την διδάχθηκε από μια χριστιανή υπηρέτρια του πατέρα της» (Συναξαριστής της Εκκλησίας της Ελλάδος σε αυτόν τον ιστότοπο – Πηνελόπη ήταν το αρχικό όνομά της, προ του βαπτίσματος). «Το Χριστιανισμό η Ειρήνη τον γνώρισε από μία “παιδίσκη”, από μια δηλ. υπηρέτρια που εργαζόταν στον πύργο που έμενε μαζί με τους γονείς της» (Παρασκευά Αγάθωνος, θεολόγου [εισαγωγή], Βίος και ακολουθία της αγίας ενδόξου μεγαλομάρτυρος και αθληφόρου Ειρήνης, έκδ. ι. ναού αγίας Ειρήνης Φαρμακά, Λευκωσία Κύπρου 1992, σελ. 9, εδώ). «Στο Χριστιανισμό ελκύσθηκε από κάποια κρυπτοχριστιανή νέα, η οποία, λόγω της τιμιότητας και των αρετών της, έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από τους γονείς της Πηνελόπης και είχε τοποθετηθεί από αυτούς ως θεραπαινίδα της θυγατέρας τους» (από εδώ). Εκ πρώτης όψεως, το συναξάρι του Βασιλειανού Μηνολογίου τοποθετεί την αγία στο μεταίχμιο 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ., αφού αναφέρει ότι βαπτίστηκε από τον άγιο απόστολο Τιμόθεο, μαθητή του αποστόλου Παύλου και γνωστό από την Καινή Διαθήκη. Ο ηγεμόνας «Αμπελιανός», που φέρεται να την αποκεφάλισε (σαφώς παραφθορά του ονόματος Απελλιανός – συνώνυμος με τον δάσκαλό της, ο οποίος στο Συναξάριον ΚΠόλεως ονομάζεται Αμπελιανός· η συνωνυμία δεν αποκλείεται, αλλά ίσως έχουμε σύγχυση εδώ ως προς τα ονόματα), δεν αναφέρεται πού και πότε έδρασε. Όπως διαβάζουμε εδώ, «κατά τα δυτικά Μαρτυρολόγια η Αγία Ειρήνη μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη, αφού ρίχθηκε στην πυρά», γι’ αυτό και ενίοτε χαρακτηρίζεται «Saint Irene of Thessaloniki» (βλ. πολλές καταχωρίσεις με σχετική αναζήτηση στο διαδίκτυο), πιθανότατα όμως έχουμε εσφαλμένη ταύτιση με την αγία Ειρήνη, αδελφή των αγίων Αγάπης και Χιονίας (16 Απριλίου), που μαρτύρησαν στη Θεσσαλονίκη το 304 μ.Χ.· οι δύο αγίες θανατώθηκαν διά πυράς, ενώ η αγία Ειρήνη αρχικά κλείστηκε σε πορνείο, όπου όμως «κανείς δεν τόλμησε να την ενοχλήσει», και στη συνέχεια δολοφονήθηκε από στρατιώτη με βέλος (βλ. εδώ). Στο βίο της αγίας Ευφημίας (εδώ) αναφέρεται ένας Απελλιανός, που έζησε το β΄ μισό του 3ου αι. μ.Χ., αλλά, αν η αγία Ειρήνη είναι πρόσωπο του 1ου – 2ου αιώνα, προφανώς δεν ταυτίζονται (λέω αν, γιατί ίσως έζησε μεταξύ 3ου – 4ου αιώνα, όπως θα εξηγήσουμε). Πάντως, ανάμεσα στη μεταστροφή του πατέρα της και στον αποκεφαλισμό της, ασφαλώς πέρασε διάστημα ορισμένων ετών, ίσως και δεκαετιών, στο οποίο η αγία ανέπτυξε κάποια δράση και απέκτησε κάποια ηλικία. Έτσι, δεν μαρτύρησε ως μία από τις αμέτρητες χριστιανές μάρτυρες, αλλά ξεχώρισε ως χαρισματική και ηγετική προσωπικότητα της εποχής της, γι’ αυτό και, με την πάροδο των αιώνων, μύθοι και θρύλοι δημιουργήθηκαν και συσσωρεύτηκαν στην ιστορία της. Συνέβη δηλαδή ό,τι και με τον άγιο Γεώργιο (και άλλους αγίους), την ιστορία του οποίου προσπάθησε να καθαρίσει από τους θρύλους ήδη τον 5ο αιώνα ο πάπας Γελάσιος. *** Αν και όσα αναφέραμε μέχρι στιγμής από το Βασιλειανό Μηνολόγιο θεωρώ ότι αρκούν για να απαλλάξουν την αγία Ειρήνη από την κατηγορία του ανύπαρκτου προσώπου, όμως μια εξέταση του εκτενούς συναξαρίου της (από το Συναξάριον ΚΠόλεως και τους «κληρονόμους» του) νομίζω ότι αποκαλύπτει μερικές συμπληρωματικές λεπτομέρειες, ιστορικά βάσιμες. Το συναξάρι αρχίζει: «Αύτη ήτον θυγάτηρ μονογενής Λικινίου βασιλίσκου και Λικινίας μητρός, καταγομένη από την πόλιν την καλουμένην Μαγεδώ, εν έτει τιε΄» (άγ. Νικόδημος). Στο Συν. ΚΠόλεως και στο Μαργούνιο η πόλη καλείται Μαγεδών και δεν δίδεται χρονολογία. Τη χρονολογία τιε΄, ωστόσο, δηλ. 315 μ.Χ., την ξεχνάμε, επειδή στο συναξάρι κατονομάζονται βασιλείς όπως ο «Σαβώρ» (Σαπώρ Α΄;) και ο Νουμεριανός, που, αν ταυτίζονται με τους ομώνυμους βασιλείς των Περσών και των Ρωμαίων, έζησαν τον 3ο αιώνα μ.Χ. και όχι τον 4ο. Όμως εδώ μας προσφέρονται μερικά στοιχεία, που πιθανόν συμπληρώνουν το ψηφιδωτό που είχαμε σχηματίσει έως τώρα. Το όνομα του πατέρα της Λικίνιος το διαβάσαμε και στο Βασιλειανό Μηνολόγιο (αν και με δύο ν). Αυτό πάντως είναι το πρώτο στοιχείο: το συγκεκριμένο όνομα έμεινε στην ιστορία ταυτιζόμενο με τον αυτουργό του τελευταίου μεγάλου ρωμαϊκού διωγμού εναντίον των χριστιανών, αρχικά συναυτοκράτορα και τελικά αντίπαλο του Μ. Κωνσταντίνου. Όμως, όπως βλέπουμε (εδώ), οι Λικίνιοι ήταν ολόκληρο γένος Ρωμαίων, με πολλούς μάλιστα κλάδους, γεωγραφικά διασκορπισμένους. Προφανώς ένα μέλος αυτού του γένους ήταν και ο «βασιλίσκος» (μικρός, τοπικός βασιλιάς – ίσως ηγεμόνας που έφερε στην πραγματικότητα διαφορετικό τίτλο) Λικίνιος. Κατά τη γνώμη μου πάντως, είναι απίθανο ότι ένας μυθοπλάστης θα χρησιμοποιούσε ένα όνομα ταυτισμένο με μια συγκεκριμένη ιστορική προσωπικότητα, εμβληματική μάλιστα, ως όνομα ενός φανταστικού χαρακτήρα που θα επινοούσε. Από το ανωτέρω λήμμα της αγγλικής Βικιπαίδειας πληροφορούμαστε επίσης ότι, όπως συνέβαινε και σε άλλες ρωμαϊκές οικογένειες, οι σύζυγοι των Λικινίων δεν είχαν ιδιαίτερη προσωνυμία, αλλά χαρακτηρίζονταν γενικά «Λικινίες» («Asinother Roman families, the women of the Licinii generally did not have formal praenomina, but were referred to simply as Licinia»). Αυτό το όνομα διαβάζουμε για τη μητέρα της αγίας Ειρήνης. Ο συντάκτης όμως του βίου δεν εγνώριζε ότι γενικά οι σύζυγοι των Λικινίων χαρακτηρίζονταν έτσι, αλλιώς δεν υπήρχε λόγος να το αναφέρει· θεωρούσε πως ήταν το όνομά της. Επίσης, είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει ούτε μία πιθανότητα ένας μυθοπλάστης να πρόσθετε αυτή την ιστορική λεπτομέρεια σε μια φανταστική ιστορία, επινοημένη απ’ τον ίδιο και γεμάτη πομπώδης υπερβολές, κατάλληλες για λαϊκή κατανάλωση. Συνεπώς, έχουμε εδώ ένα δεύτερο στοιχείο που ενισχύει – έστω και έμμεσα – την ιστορικότητα της αγίας Ειρήνης. Ως πατρίδα της αγίας προσδιορίζεται η Μαγεδών. Η πόλη αυτή υποθέτει ο άγιος Νικόδημος σε υποσημείωση ότι ανήκει στην Περσία, λόγω της αναφερόμενης εμπλοκής του Σαπώρ· όμως ο Λικίνιος, από το όνομά του, φαίνεται Ρωμαίος, όχι Πέρσης ή Σύρος. Συνεπώς, κατά τη γνώμη μας, πρόκειται για τη γνωστή Μαγεδδώ της Παλαιστίνης (ή Μεγιδδώ), με την περίφημη μάχη του 609 π.Χ., όπου ο στρατός του Ιουδαίου βασιλιά Ιωσία (που έπεσε εκεί) αντιμετώπισε τις δυνάμεις του φαραώ Νεχώ. Από το όνομά της προέρχεται η τοπωνυμία Αρμαγεδών (συνήθως με δύο δ, στην Αποκάλυψη όμως με ένα), όπου, σύμφωνα με την Αποκάλυψη, θα συναχθούν τα στρατεύματα του Αντιχρίστου για την τελική μάχη (Αποκ. 16, 13-16 – βλ. εδώ και συμπληρωματικά στην ανάρτησή μας Ο πόλεμος του Γωγ). Είναι αξιοσημείωτο ότι στη Μαγεδδώ εντοπίζεται μία από τις αρχαιότερες σωζόμενες χριστιανικές εκκλησίες παγκοσμίως, χρονολογούμενη στον 3ο αι. μ.Χ. (βλ. εδώ). Στο παραπάνω άρθρο επισημαίνεται ότι ο ναός χρονολογείται στο διάστημα, όπου οι χριστιανοί διώκονταν ακόμη από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αν και οι διωγμοί εκείνης της περιόδου ήταν σποραδικοί. Οι χριστιανοί όμως είχαν περάσει, ελάχιστα χρόνια πριν, από το σφαγείο του Δέκιου, τον πρώτο γενικευμένο διωγμό, που στόχευσε κατ’ εξοχήν τους στρατιωτικούς. Κοντά στην αρχαία Μαγεδδώ, το α΄ μισό του 2ου αιώνα, σχηματίστηκε ρωμαϊκός στρατιωτικός οικισμός με την εγκατάσταση της 6ης ρωμαϊκής λεγεώνας, μετά την επανάσταση του Βαρ Κοχβά (132-136 μ.Χ.), οικισμός που τον 3ο αιώνα ονομάστηκε Μαξιμιανούπολη, αν και στα λατινικά συνέχισε να ονομάζεται Legion. Παρά ταύτα, προφανώς υπήρχε σημαντική χριστιανική κοινότητα, μέλη της οποίας ήταν ακόμη και Ρωμαίοι στρατιωτικοί, όπως φαίνεται από αφιερωματική επιγραφή σε ψηφιδωτό του ναού, με δωρητή τον εκατόνταρχο Γαϊανό (βλ. στην ανωτέρω παραπομπή). Από την κοινότητα αυτή είναι λογικό αργότερα να προήλθαν μάρτυρες. Η συγκεκριμένη κοινότητα, καθώς και ο ναός, σίγουρα συνδέεται με μία τουλάχιστον ισχυρή χριστιανική προσωπικότητα, η οποία πιθανόν ήταν η αγία Ειρήνη. Αν μάλιστα υποθέσουμε ότι η αγία έζησε κατά τον 3ο – 4ο αιώνα, όπως φαίνεται στο μεταγενέστερο συναξάρι της (δηλ. γεννήθηκε περί τα μέσα του 3ου αιώνα), ίσως ο ναός ιδρύθηκε από τους γονείς της ή την ίδια την αγία. Και το μόνο που εμποδίζει την εκδοχή αυτή είναι η αναφορά του Μηνολογίου στον απόστολο Τιμόθεο. Η αναφορά αυτή υπάρχει και στο μεταγενέστερο συναξάρι, μόνο που εκεί φαίνεται υπερφυσική και πνευματική η παρουσία του, ενώ στη συνέχεια χαρακτηρίζεται μόνον ως «πρεσβύτερος Τιμόθεος», ο οποίος παρέμεινε μαζί με τον πατέρα της αγίας στον πύργο και αργότερα βάπτισε πλήθος λαού, που πίστεψε στο Χριστό διά της αγίας. Έτσι, ίσως η ορθή χρονολόγηση της ζωής της αγίας Ειρήνης είναι αυτή και μεταξύ 3ου και 4ου και όχι 1ου και 2ου αιώνα, ο δε ιερέας Τιμόθεος, αν είναι εκείνος που βάφτισε την αγία, είναι απλώς ομώνυμος του αποστόλου και δεν ταυτίζονται, ενώ ο πατέρας της Λικίνιος ίσως ήταν ο διοικητής της πόλεως. Για να ολοκληρώσουμε αυτήν τη συνάφεια, πρέπει να επισημάνουμε τις πιθανές ιστορικές πληροφορίες που αντλούμε από το εκτενές συναξάρι, που γενικά το απορρίψαμε ως νοθευμένο με μύθους. Η κυριότερη, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι η αγία φέρεται να αντιμετώπισε δύο βασιλείς με το όνομα Σαπώρ και, ανάμεσά τους, ήλθεν «εις την πόλιν την ονομαζομένη Καλλίνικον, όπου ήτον ο βασιλεύς Νουμεριανός, ο συγγενής ων των πρώην βασιλέων», ο οποίος, ενώ την κρατούσε αιχμάλωτη, πέθανε. Όντως γνωρίζουμε δύο βασιλείς των Περσών ονόματι Σαπώρ, τον Σαπώρ Α΄ (215-272 – τον «Σαβώρ», που «εκστράτευσε εναντίον της αγίας») και τον Σαπώρ Β΄ (309-379), σκληρότατο διώκτη των χριστιανών, ο οποίος, κατά το συναξάρι της, την αποκεφάλισε. Εν τω μεταξύ, ο αυτοκράτορας Νουμεριανός βασίλευσε μόλις τα έτη 283-284 και πέθανε αιφνίδια στη Χαλκηδόνα· στο διάστημα αυτό, αν πιστέψουμε το συναξάρι, συναντήθηκε με την αγία. Ήταν όντως συγγενής βασιλέων, όχι όμως Περσών, αλλά Ρωμαίων: του πατέρα του Κάρου («πρώην» βασιλέα, αφού είχε πεθάνει, βραχύβιου επίσης) και του αδελφού του Καρίνου, που την εποχή εκείνη βρισκόταν σε ανταγωνισμό με τον μελλοντικό νικητή Διοκλητιανό. Οι λεπτομέρειες στις αναφορές των δύο αυτών βασιλέων δεν ταιριάζουν με τις ιστορικές πληροφορίες που γνωρίζουμε. Γι’ αυτό είναι απλούστερο και ευκολότερο να απορρίψουμε αυτά τα συμβάντα ως μεταγενέστερες μυθοπλασίες. Ωστόσο ίσως υπάρχει ιστορικός πυρήνας, που χρειάζεται βέβαια έρευνα και περίσκεψη για να εντοπιστεί. Στο συγκεκριμένο βιογραφικό της αγίας σημειώνονται κι άλλες πληροφορίες που απαιτούν διερεύνηση. Ωστόσο η ιστορική ύπαρξή της νομίζω ότι έχει απαλλαγεί επαρκώς από τις αιτίες, που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι την αποκλείουν. Κλείνουμε το κεφάλαιο αναφέροντας ότι, κατά το συναξάρι, η αγία, μετά τον αποκεφαλισμό και την ταφή της, αναστήθηκε μέσω αγγέλου, έζησε ακόμη κάποιο διάστημα, στο οποίο ταξίδεψε στην πατρίδα της και σε άλλες πόλεις και έδρασε ιεραποστολικά, και εντέλει, πληροφορούμενη άνωθεν ότι ήρθε η ώρα της, εισήλθε ζωντανή σε μια λάρνακα και εκοιμήθη εν ειρήνη. Λίγες μέρες αργότερα ανοίχθηκε η λάρνακα και το σώμα της είχε εξαφανιστεί. Το τελευταίο αυτό κραυγαλέο «σημείον», η ανάσταση μετά τον αποκεφαλισμό της, εννοείται ότι φαίνεται εξωφρενικό, πάντως θα το σχολιάσουμε εκτενέστερα παρακάτω, συγκρίνοντάς το με την περίπτωση του αναστάντος ιερομάρτυρα π. Τιμόθεου Strelkov. Βεβαίως, περιλαμβάνεται μόνο στο εκτεταμένο συναξάρι, που, εφόσον το απορρίψουμε ως ιστορικά αδύναμο, δεν είναι ανάγκη να μας απασχολήσει περισσότερο. Εξάλλου, η πληροφορία για την εξαφάνιση του σκηνώματος (σώματος) της αγίας από τη λάρνακά της ελέγχεται ως ανακριβής, εκτός αν χάθηκε προσωρινά και με την πάροδο των ετών βρέθηκε, διότι στην Πάτρα υπήρχε ναός αφιερωμένος στη μνήμη της, χρονολογούμενος στο 10ο αιώνα μ.Χ., στον οποίο φυλασσόταν η τιμία κάρα της, δηλ. το κρανίο της. Ο ναός αυτός (τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική) ήταν σύγχρονος του Βασιλειανού Μηνολογίου (και του Συναξαρίου της ΚΠόλεως) και σταυροπηγιακός, δηλ. υπαγόταν απευθείας στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και όχι στον τοπικό επίσκοπο· αυτό σημαίνει ότι, όπως και το Μηνολόγιο, διέθετε μια ιδιαίτερη επισημότητα που, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν άφηνε στους υπεύθυνους μεγάλο περιθώριο για επιπολαιότητα – ώστε δηλαδή να φυλάσσουν εκεί ένα ιερό λείψανο που προέκυψε τυχαία και μάλιστα σε σύγκρουση με την πληροφορία που φέρεται γραμμένη για την αγία. Το ιερό αυτό κειμήλιο, σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία της εποχής εκείνης, αποτελούσε μέρος του λεγόμενου “Θησαυρού των Πατρών”, όμως αφαιρέθηκε από το ναό του και στάλθηκε στη δύση μετά την κατάκτηση της χριστιανικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας («Βυζαντίου») από τους Φράγκους τον 13ο αιώνα. «Ο τότε Λατίνος Αρχιεπίσκοπος των Πατρών Αντέλμος, που δικτατορικά επεβλήθη από την Εκκλησία της Ρώμης, αφού προηγουμένως εξεδίωξαν τον κανονικό Ορθόδοξο Μητροπολίτη της Πάτρας, έστειλε ως “δώρο” στην Μονή Hautecombe της Σαβοΐας, πέραν των άλλων “λαφύρων” και την Κάρα της Αγίας Μάρτυρος Ειρήνης. Το “δωρητήριο” δε έγγραφο, με ημερομηνία 5 Μαρτίου 1231, σώζεται μέχρι σήμερα και αποτελεί αδιάψευστο τεκμήριο για την αφαίρεση του Λειψάνου από τον φερώνυμο της Αγίας Ναό» (από το άρθρο «Ιερός Ναός Αγίας Ειρήνης Ριγανόκαμπου Πατρών – Ένας μικρός ναός με μεγάλη ιστορία», εδώ). Το ιερό λείψανο, μετά από αίτημα της Μητρόπολης και του Δήμου Πατρών προς το Βατικανό, επέστρεψε στην Πάτρα στις 5 Οκτωβρίου 2002, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα στον καινούργιο ναό της αγίας Ειρήνης, που οικοδομήθηκε τη δεκαετία του 1990 πολύ κοντά στο βυζαντινό ναό της. Τεμάχια ιερών λειψάνων της αγίας Ειρήνης βρίσκονται επίσης στην ιερά μονή Κύκκου Κύπρου και στον ιερό ναό του αγίου Γεωργίου των Ελλήνων της Βενετίας (βλ. εδώ), καθώς και στην ιερά μονή της Αγίας Ειρήνης στο Ρέθυμνο (εδώ). *** Πόσο παλιά εντοπίζονται τα ίχνη της τιμής της αγίας Ειρήνης; Στη ΘΗΕ διαβάζουμε: «Συμπεραίνεται με πολλήν πιθανότητα, ότι τα βυζαντινά ιερά της Αγίας Ειρήνης δεν ήσαν αφιερωμένα εις την Μάρτυρα, αλλ’ εις την θείαν ειρήνην. Αναμφιβόλως τοιαύτη ήτο η περίπτωσις διά τον περίφημον ναόν της Αγίας Ειρήνης, τον παρά την Αγίαν Σοφίαν» (ό.π.). Όντως, ο ναός της Αγίας του Θεού Ειρήνης, που οικοδόμησε στην ΚΠολη ο άγιος Κωνσταντίνος, δεν ήταν αφιερωμένος στην αγία μεγαλομάρτυρα Ειρήνη, αλλά στην Ειρήνη του Θεού: «Ο ναός αυτός ήταν ο πρώτος που κτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αφιερώθηκε από αυτόν στην Ειρήνη του Θεού και είναι ένας από τους τρεις ναούς που ο ίδιος αφιέρωσε σε ιδιότητες του Θεού, μαζί με την Αγία Σοφία και την Αγία Δύναμη» (από εδώ). Όσον αφορά όμως στους άλλους ναούς της αγίας Ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη, από το Βυζαντινόν Εορτολόγιον του Μανουήλ Γεδεών συμπεραίνουμε ότι ήταν αφιερωμένοι στην αγία μεγαλομάρτυρα Ειρήνη και τιμούσαν τη μνήμη της στις 5 Μαΐου, η δε χρονολόγησή τους φτάνει στον 5ο αιώνα μ.Χ., δηλ. ήδη αρκετά νωρίς. Αν μάλιστα είναι ακριβές ότι η αγία έζησε μεταξύ 3ου και 4ου αιώνα, ίσως ζούσε ακόμη όταν ο Μ. Κωνσταντίνος ίδρυσε το ναό της Αγίας του Θεού Ειρήνης, οι δε άλλοι ναοί, οι αφιερωμένοι σε αυτήν, απέχουν σχετικά μικρό διάστημα από την τελείωσή της, δηλ. τη λήξη της επίγειας ζωής της. Συγκεκριμένα ο Μ. Γεδεών γράφει: «Μαΐου 5. Ειρήνης μάρτυρος. Ήθλησεν επί του πέρσου Σαβωρίου, ζώσα κατά τους χρόνους του Μ. Κωνσταντίνου, Πηνελόπη προ του βαπτίσματος ονομαζομένη. Ναοί επ’ ονόματι της αγίας Ειρήνης γινώσκονται 1) ο προς την θάλασσαν, ο λεγόμενος του Περάματος, μεταξύ Βαλούκ-παζάρ και Εμίν-ονού της σήμερον, κτισθείς υπό Μαρκιανού [450-457] εν ω τόπω και πρότερον υπήρχε ναός, υπό της θαλάσσης, χωρούσης άχρι της θυρός αυτού, κατακλυζόμενος· (…) 2) ο εν Γαλατά, ού τα εγκαίνια εγένοντο τω 561 υπό των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως Μηνά και του Αλεξανδρείας Απολλιναρίου· τούτον κατεσκεύασε ο Μ. Ιουστινιανός τοιούτον, ώστε ο Προκόπιος ουκ ηδυνήθη ικανώς ειπείν όσον «μεγαλοπρεπώς εξείργασται τω βασιλεί»· (…) ίσως υπήρχε και ναός της αγίας Ειρήνης εις το Δεύτερον, ως φαίνεται εις την 6 Σεπτεμβρίου [γράφει: «Τα εγκαίνια της Υπεραγίας Θεοτόκου εις το Δεύτερον εν τω οίκω της αγίας Ειρήνης», σελ. 167]· πλην, αν υποτεθή ότι εν ναώ τινι της αγίας Ειρήνης ετελείτο σύναξις επί τοις εγκαινίοις του εν τω Δευτέρω ναού της Θεοτόκου μη υπάρχοντος καθ’ ον καιρόν εγράφετο ο κατάλογος των συνάξεων» (ό.π., σελ. 99). Ο καθηγητής αγιολογίας Εμμανουήλ Δουνδουλάκης, σε ειδική εργασία του για την αγία Ειρήνη, επισημαίνει: «Αναφορές στη Μεγαλομάρτυρα εντοπίζονται στην πλειοψηφία των Ευαγγελιάριων, Ευαγγελιστάριων, Τυπικών, Μηνολογίων και Μηναίων από τον 9ο αιώνα και εξής, μολονότι δε διαπιστώνεται απόλυτη ομοφωνία, ως προς την ημέρα μνήμης, στη χειρόγραφη παράδοση. Η διαφοροποίηση αυτή (μεταθετό εορτής), όπου απαντάται, εξυπηρετεί, προφανώς τις ανάγκες της συγκεκριμένης μοναστικής αδελφότητας ή καλύπτει ποιμαντικές ανάγκες» (εδώ). Φυσικά, εφόσον προϋπάρχουν ναοί αφιερωμένοι στη μνήμη της συνεπάγεται ότι υπήρχαν και προγενέστερα υμνογραφικά έργα γι’ αυτήν. Ας προσθέσουμε ότι στην έκδοση του βίου και της ακολουθίας της αγίας Ειρήνης, από τη φερώνυμη ενορία του Φαρμακά Λευκωσίας (βλ. παραπάνω), ο θεολόγος Παρασκευάς Αγάθωνος, στην εισαγωγή (σελ. 3), συμπεραίνει ότι ο αρχαιότερος κανόνας της αγίας (υμνογραφική σύνθεση), που περιλαμβάνεται στην έκδοση, στον όρθρο, είναι ποίημα του οσίου Στεφάνου του Σαββαΐτου, υμνογράφου του 8ου αι. (725 – 794) και ανηψιού του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού (13 Ιουλίου, βλ. εδώ), άρα είναι αρχαιότερος από τα συναξάρια, στα οποία αναφερόμαστε στο πόνημά μας. Σημειωτέον ότι ο κανόνας αυτός δεν αναφέρει απολύτως τίποτε για τα εντυπωσιακά θαύματα των συναξαρίων, αλλά εγκωμιάζει την αγία Ειρήνη μόνον ως γενναία και ηρωική παρθενομάρτυρα. Από τα αρχαία χρόνια μας έρχονται και άλλες αγίες μάρτυρες με το όνομα Ειρήνη, όπως εκείνη που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη μαζί με τις αδελφές της Αγάπη και Χιονία (16 Απριλίου), εκείνη που μαρτύρησε στην Κόρινθο επί Δεκίου μαζί με τον άγιο Λεωνίδη της Επιδαύρου και άλλες γυναίκες μάρτυρες (16 Απριλίου επίσης), εκείνη που μαρτύρησε στην Αίγυπτο μέσω πείνας και δίψας με ομάδα άλλων μαρτύρων (5 Ιουνίου) κ.ά· ωστόσο, η γνωστότερη αγία με αυτό το όνομα, με την πλέον διαδεδομένη τιμή μεταξύ των χριστιανών, είναι η αγία της 5ης Μαΐου και γι’ αυτό θεωρώ ότι η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία (752 – 803), καθώς και οι επόμενες γνωστές από την Ιστορία ομώνυμες προσωπικότητες, αυτής της αγίας έφεραν το όνομα. Αυτά βέβαια τα αναφέρουμε για ιστορικούς λόγους, αφού ο 8ος αι. είναι ήδη απομακρυσμένος από την εποχή της αγίας Ειρήνης, όποτε ακριβώς και αν έζησε. |
Δημιουργία αρχείου: 2-4-2021.
Τελευταία μορφοποίηση: 9-4-2021.