Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα | Βιβλία |
---|
Κριτική εις το βιβλίον του κ. Χρήστου Γιανναρά «Ενάντια στη θρησκεία» από τον Πρεσβύτερο Σταύρο Τρικαλιώτη, εφημέριο Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής Αττικής.
Πηγή: «Ορθόδοξος Τύπος» 13-20-27/4/2007 & 4/5/2007. Αναδημοσίευση από: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=598 |
Έκπληξη και θλίψη ένιωσα καθώς διάβαζα το τελευταίο βιβλίο του κ. Χρήστου Γιανναρά «Ενάντια στη θρησκεία» (εκδ. Ίκαρος, Δεκέμβριος 2006). Ο κ. Χρήστος Γιανναράς (από εδώ και στο εξής κ. Γ.) είναι γνωστός από το παρελθόν για τις θέσεις του περί προγαμιαίων σχέσεων —θέσεις αντίθετες με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας—, καθώς και με τις μειωτικές θέσεις του για το πρόσωπο και το έργο του αγ. Νικόδημου του Αγιορείτου, θέσεις οι οποίες έχουν αντικρουσθεί δημοσίως από έγκριτα πρόσωπα. Στο ως άνω βιβλίο ο κ. Γ. θέτει υπό αμφισβήτηση τους πάντες και τα πάντα. Τα βάζει με τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας, την Ιερά της Παράδοση, τους Πατέρες της Εκκλησίας και τα πατερικά κείμενα, τους ορθόδοξους κληρικούς, την Αγία Γραφή, το πλήρωμα της Εκκλησίας για δήθεν δαιμονοποίηση της σεξουαλικότητας, ακόμα και με τη Φιλοκαλία. Ο κ. Γ. δεν διστάζει ακόμα να εκφέρει και θέσεις που αγγίζουν τα όρια της βλασφημίας. Βλέπει ότι τα Ιερά Μυστήρια καταντούν Ιεροπραξίες, που αντί για χάρη μεταδίδουν ένα είδος μαγικής ενέργειας(!). Στρέφεται κατά του Αειπάρθενου της Θεοτόκου, ομιλεί υποτιμητικά για τη λαϊκή ευσέβεια, τη θεολογική γλώσσα της Εκκλησίας. Χρησιμοποιεί την Ψυχολογία και τους επιμέρους κλάδους της, για να καυτηριάσει διάφορα «θρησκευτικά ψυχοπαθολογικά φαινόμενα» και άλλες «εξωφρενικές» θέσεις δίνοντάς τους «επιστημονικό γιανναρικό μανδύα»(!) Ο κ. Γ. κινείται στο διπολικό σχήμα θρησκευτικότητα και εκκλησιαστικό γεγονός, τα οποία και αντιδιαστέλλει. Ορίζει ως θρησκευτικότητα «καταγωγικά έμφυτη ορμή, ανάγκη ενστικτώδη, γι' αυτό και εξ ορισμού ατομοκεντρική». Η θρησκευτικότητα «αποτελεί γνώρισμα της φύσης του ανθρώπου (χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση καθόλου)» και «ως έκφανση του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης, η θρησκευτικότητα αποβλέπει να θωρακίσει το άτομο απέναντι στην ανασφάλεια και στις φοβίες που γεννάει η άγνοια, στον τρόμο και στον πανικό για τον θάνατο. Θωρακίζει η θρησκεία το άτομο με μεταφυσικές "πεποιθήσεις", με "ηθικές" αρχές, με σιγουριά για αιώνια παράταση της ύπαρξής του. Τρέφει το υπερεγώ, προσφέρει αυτοπεποίθηση, ηδονική αυταρέσκεια, ιεροποιημενο ναρκισσισμό». Και καταλήγει: «Το θρησκευτικό άτομο ειδωλοποιεί την νοητική του ικανότητα, λατρεύει τις δυνατότητες της λογικής». Στον αντίποδα της θρησκευτικότητας βρίσκεται το "εκκλησιαστικό γεγονός", «Η πρόσκληση "έρχου και ίδε" (Ιω. α', 48). Δηλαδή ένα κάλεσμα να μετάσχει ο άνθρωπος σε συγκεκριμένες σχέσεις, σχέσεις κοινωνίας της ζωής, σε κοινό άθλημα ατομικής του καθενός αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς. Με στόχο εκείνη τη γνώση που προκύπτει όταν αγαπάει κανείς» (σ. 64). Σε κάποιο άλλο σημείο θα αποφανθεί: «Για τον μέτοχο του εκκλησιαστικού γεγονότος δεν υπάρχουν a priori αλήθειες, δοξασίες νοητικά υποχρεωτικές, δεν υπάρχουν προϋποθετικές αρχές (επίσης νοητικά επιβαλλόμενες), κωδικές μέθοδοι ερμηνείας, νομικά προκαθορισμένες διατάξεις συμπεριφοράς» (σ. 68). Όπως καταλαβαίνουμε, μια τέτοιου είδους "γιανναρική ερμηνεία" του εκκλησιαστικού γεγονότος ανοίγει τις πύλες για την κατάργηση κάθε είδους φραγμών, είτε "δόγματα" είναι αυτά, είτε "αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων", είτε "εντολές της Αγίας Γραφής", είτε "πατερικές παρακαταθήκες", είτε "επιταγές της Ιεράς Παραδόσεως". Όλα αυτά έχουν ένα χαρακτήρα νομικισμού, "θωρακίζουν το εγώ με βεβαιότητες" και οδηγούν σε "δογματική νοησιαρχία" (σ. 99)(!) Κατά τον κ. Γ. είναι κάποιος "χριστιανός" επειδή «μετέχει στο εκκλησιαστικό γεγονός ως μέλος συγκεκριμένου ευχαριστιακού σώματος» και όχι «επειδή ατομικά "πιστεύει" στα δόγματα του "Χριστιανισμού" και στις ηθικές εντολές του —οι "χριστιανικές αρχές" είναι ατομικές του πεποιθήσεις» (σ. 100). Όλο το βιβλίο του κ. Γ. οικοδομείται στο αυθαίρετο σχήμα θρησκευτικότητα - εκκλησιαστικό γεγονός, σχήμα που του δίνει την δυνατότητα να εκφέρει ένα πρωτοφανές σύστημα ιδεών, εντελώς ξένων από την καινοδιαθηκική και πατερική θεολογία και από τη ζωή της Εκκλησίας. Ο κ. Γ. είναι κάτι μεταξύ θεολογούντος φιλοσόφου και φιλοσοφούντος θεολόγου. Χρησιμοποιεί έναν θελκτικό λόγο, σε πολλά σημεία κρυπτογραφικό και δίσημο και έχει καταφέρει για αρκετές δεκαετίες να θαυμάζεται από πολλούς ανθρώπους, που ανήκουν σε "εκκλησιαστικά περιβάλλοντα" αρεσκόμενα σε τέτοιου είδους κουλτουριάρικες διατυπώσεις του "εκκλησιαστικού γεγονότος". Στον κύκλο του ανήκουν νεωτερίζοντες κληρικοί, φιλοσοφούντες θεολόγοι, μορφωμένοι άνθρωποι με υπερβατικές αναζητήσεις και "ανοικτό πνεύμα", ακόμη και νέοι, που δυστυχώς επηρεάζονται από τις περί ηθικής απόψεις του. Στον κύκλο του δεν ανήκουν απλοί άνθρωποι του λαού, που ευτυχώς γι' αυτούς, δεν τον καταλαβαίνουν. Για να πούμε και του στραβού το
δίκιο, κατά καιρούς έχει εκφράσει και πολύ σωστές θέσεις —όπως π.χ. στο
θέμα της ελληνικής γλώσσας—, που όμως ακυρώνονται και χάνονται μέσα από
τις απαράδεκτες θέσεις που εκφράζει στο συγγραφικό του έργο. Στη
συνέχεια θα δούμε και θα σχολιάσουμε ορισμένες απαράδεκτες θέσεις που
αναφέρονται στο βιβλίο του «Κατά της θρησκείας». Αφού αναφερθεί ειρωνικά σε ορισμένους άσχετους κατ' αυτόν Κανόνες, κριτικάρει αφ' υψηλού τους Ιερούς Κανόνες και αποφθέγγεται σαρκαστικά: «Βρίθουν οι Κανόνες από τις πιο απίθανες διαστροφές, εξιδιασμένες επινοήσεις ασελγημάτων-ποικιλότροπα εφευρήματα κτηνοβασίας, αιμομιξίας, ομοφυλοφιλίας, αυνανισμού. Επεκτείνονται και σε ευρύτατο πεδίο κοινωνικών εγκλημάτων: τοκογλυφίας, επιορκίας, τυμβωρυχίας, κλοπής. Θεσμοποιούν απαιτήσεις άμεμπτης κοινωνικής διαγωγής, κυρίως των κληρικών, αντικειμενοποιούν και εκνομίζουν προϋποθέσεις εγκυρότητας μυστηρίων, ιδιαίτερα του γάμου, επιμένουν σε λεπτομερή προγραμματισμό των σεξουαλικών σχέσεων των συζύγων» (σ. 115). Μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ο σκανδαλισμός του για θέματα σχετικά με τη σεξουαλικότητα, όπως θα φανεί και παρακάτω, γεγονός που υποδηλώνει άτομο με έντονα καταπιεσμένες τραυματικές εμπειρίες —όπως ο ίδιος έχει γραπτώς διακηρύξει—, τις οποίες δεν ξεπέρασε και τις βγάζει στα κείμενά του με μια απροκάλυπτη επιθετικότητα. Σκανδαλίζεται επίσης ο κ. Γ. με Κανόνες «που απαιτούν την αποχή από τη συζυγική σχέση πριν και μετά τη θεία κοινωνία. Αρνούνται την ιερωσύνη σε όποιον υπέστη στη παιδική του ηλικία βιασμό. Την αρνούνται και σε όποιον είχε σχέση ερωτική εξώγαμη, έστω κι αν έζησε μετάνοια, που τον οδήγησε σε χάρισμα θαυμάτων, ακόμα και ανάστασης νεκρών» (σ. 116). Ο χαρακτηρισμός μάλιστα ορισμένων κανόνων για «τον παράλογα στυγνό ηθικισμό τους» (σ. 211) μας αφήνει άναυδους: πως μπορεί ένα, υποτίθεται μέλος της ορθόδοξης Εκκλησίας, να εκφράζει τόσο έντονα τον αποτροπιασμό του για τους Ιερούς Κανόνες, που η ίδια η Εκκλησία θέσπισε κι έχουν οικουμενικό κύρος; Οι Ιεροί Κανόνες «βοηθούν τον
άνθρωπο της πτώσεως να μένει σε ενότητα και αρμονική σχέση με τους
αδελφούς του στην Εκκλησία, δεν τον στερούν από την ελευθερία του, αλλά
τον βοηθούν να την βιώσει. Υποδεικνύουν στον πιστό τα όρια της
Εκκλησίας, εκτός των οποίων υπάρχει το χάος. Ρυθμίζουν τις μεταξύ των
διαφόρων χαρισματούχων λειτουργών και τάξεων αυτής σχέσεις, ώστε πάντες
να εργάζονται αρμονικά δια την αύξηση του ενός σώματος του Χριστού» (Αρχιμ.
Γεωργ. Καψάνη, Η ποιμαντική διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας, εκδ.
Άθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 74, 75, σε ελεύθερη απόδοση). Τα διάφορα
επιτίμια έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα για τον πληγωμένο από την αμαρτία
άνθρωπο, όπως τα υποστηρίγματα που τίθενται στα νεαρά φυτά για ένα
χρονικό διάστημα, ώσπου να δέσει το δένδρο και να μπορεί να σταθεί όρθιο
από μόνο του. Εναπόκειται στους διακριτικούς πνευματικούς το πως θα τα
χρησιμοποιήσουν, λαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση υπ' όψη τους τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά των διαφόρων προσώπων (εξατομικευμένη ποιμαντική).
Ακραίες περιπτώσεις ελαχίστων αδιάκριτων πνευματικών δεν μπορεί να
λαμβάνονται ως κανόνας, που χαρακτηρίζει το σύνολο. Ο Καθηγητής κ. Νικ. Μητσόπουλος θέτει τα πράγματα στη σωστή τους βάση: «Η Ιερά παράδοσις ερμηνεύει και συμπληρώνει την Αγίαν Γραφήν. Ο ερμηνευτικός χαρακτήρ της Ιεράς Παραδόσεως συνίσταται εις την επεξήγησιν των δυσχερών χωρίων της Αγίας Γραφής και γενικώς την προσφοράν εις τους πιστούς - μέλη της Εκκλησίας του αναγκαίου φωτός προς διακρίβωσιν και κατανόησιν του περιεχομένου της Αγίας Γραφής» (Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας, σελ. 30, Αθήνα 1984). [1] Ο κ. Γ. χαρακτηρίζει —όπως και άλλοι— την αγάπη και εμμονή των πιστών στην παράδοση ως φονταμενταλισμό, προσδίδοντας μειωτικούς χαρακτηρισμούς σε κληρικούς και λαϊκούς. Επιτέλους, μέσα στην Εκκλησία μας δεν κάνουμε ό,τι μας κατέβη. Υπάρχουν όρια τα οποία έθεσαν οι Πατέρες μας, όρια σεβαστά και απαρασάλευτα. Η περίεργη εμμονή μερικών στον αρχέγονο χριστιανισμό και η παράλληλη ακύρωση της πατερικής παραδόσεως θυμίζει Προτεσταντισμό. Για εμάς πρότυπα βίου και διδαχής είναι οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όχι «οι μεγάλοι επιστήμονες του προτεσταντικού χώρου»(!) τους οποίους εκθειάζει ο κ. Γ. (σ. 137). Σύμφωνα με τον πατρολόγο καθηγητή κ. Στυλ. Παπαδόπουλο: «Οι Πατέρες δημιούργησαν ως εμπνευσμένοι διαμορφωτές τη θεολογία, το φρόνημα και το ήθος της Εκκλησίας και του Χριστιανισμού» (Πατρολογία Α, σελ. 69, έκδ. Β', Αθήνα 1982). Οι Πατέρες της Εκκλησίας βρίσκονται διαρκώς στο στόχαστρο του κ. Γ.: «Το "κριτήριον αληθείας" είναι αντικειμενοποιημένο: είναι τα κείμενα των Πατέρων, κάθε παραμικρή φράση από αυτά τα κείμενα, έστω και αποσπασμένη από το νοηματικό της πλαίσιο. Είναι το λειτουργικό τυπικό ακριβώς όπως το συγκρότησαν οι Πατέρες. Είναι οι Κανόνες που συνέταξαν οι Πατέρες....» (σ. 267). Παντού χύνεται το δηλητήριο, η ρετσινιά, η αμφισβήτηση. Σαν την σουπιά, που χύνει το μελάνι και θολώνει το νερό. Όλα μια θολούρα, ένα μπέρδεμα. Άρα το μόνο κριτήριο αληθείας που απομένει—αφού έχουμε γκρεμίσει όλα τα άλλα— είναι το κριτήριο του κ. Γ. Tα πατερικά κείμενα έχουν για μας
μεγίστη αξία και δεν τα απομονώνουμε από τους δημιουργούς τους, τους
Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας μας. Εν προκειμένω είναι πολύ
διαφωτιστικά και όσα μας λέγει ο καθηγητής κ. Στυλ. Παπαδόπουλος: «Πατήρ
και Διδάσκαλος της Εκκλησίας είναι ο φορέας της Παραδόσεως και του ήθους
της Εκκλησίας, που εξ αφορμής μεγάλης Θεολογικής κρίσεως φωτίζεται από
το άγιο Πνεύμα και εκφράζει θεολογικά ευρύτερη εμπειρία της αληθείας, με
αποτέλεσμα να συμβάλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της κρίσεως, η
οποία αφορά στην αλήθεια και άρα στη σωτηρία» (ένθ. ανωτ. σελ. 77). Τον ενοχλούν οι βαρύτιμες στολές των αρχιερέων, που μοιάζουν με αυτές «βυζαντινών αυτοκρατόρων ή μεσαιωνικών βασιλέων». Παρατηρεί (στους επισκόπους): «χρυσά σκήπτρα, πεποικιλμένες με πολύτιμους λίθους μήτρες και τιάρες, χρυσοσμάλτινα εγκόλπια και επιστήθιους σταυρούς, ηγεμονικούς μανδύες με μακρά σερνόμενη ουραία κατάληξη, μεταβάλλουν τους λειτουργούς σε εξωπραγματικές φιγούρες άλλοτε πανσθενών ηγεμόνων...» ( σ.136). Η περιγραφή γαργαλιστική. Ο στόχος στα εξωτερικά σχήματα. Προσωπικά, λίγο με απασχολεί η μακριά ουρά του αρχιερατικού μανδύα. Εκείνο που απαιτώ και περιμένω από τον κάθε επίσκοπο είναι να ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας, να μη κάνει εκπτώσεις στην ορθόδοξη πίστη, να μη συμπλέει με τους ισχυρούς της γης, να είναι στο πλευρό των αδικημένων, να μη κάνει επιλεκτική κριτική των κακώς κειμένων, να είναι ταπεινός εσωτερικά. Ας μη μας διαφεύγει ότι οι
επίσκοποί μας, όπως μας διδάσκει ο Ιερός Χρυσόστομος, βρίσκονται στην
πρώτη γραμμή της μάχης και φροντίζουν για τις υποθέσεις όλων μας. «Ο
διάβολος εξοπλίζεται εναντίον τους σφοδρότερα. Γιατί και στους πολέμους
πριν απ' όλους τους άλλους επιχειρεί ο εχθρός να καταβάλει τον στρατηγό»
(Ε.Π.Ε. 23, 80). Όλοι θυμόμαστε τους τηλεοπτικούς εισαγγελείς, που πριν
λίγο καιρό έβαλαν κατά των επισκόπων με δήθεν σκοπό τους την κάθαρση. Η
ζημιά που προξένησαν στις ψυχές των πιστών ήταν τεράστια, όπως όλοι μας
το έχουμε διαπιστώσει. Οι δημοσιογράφοι συνειδητά ή ασυνείδητα χτύπησαν
όχι τα πρόσωπα, αλλά τον θεσμό. Επομένως, οποιαδήποτε κριτική, που δεν
την χαρακτηρίζει η αγωνία και ο πόνος για την Εκκλησία του Χριστού,
καταντά επιζήμια και δίνει εύκολη τροφή στα στόματα των πάσης φύσεως
αιρετικών, που καραδοκούν. Το δογματικό υπόβαθρο μας το παρέχει ο κ. Γ.: «Η απαγόρευση δευτέρου γάμου σε κληρικούς που χήρεψαν αποτελεί προκλητικό δείγμα δαιμονοποίησης της σεξουαλικότητας μέσα στις "ορθόδοξες" εκκλησίες», (σ. 201, 202). Την πλέον αποστομωτική απάντηση στον κ. Γ. την δίνει ο Αρχιμ. π. Σαράντης Σαράντος, τόσο με την αρθρογραφία του επί του θέματος, όσο και με τη μαρτυρική ζωή του. Όσον αφορά στο θέμα της ενδυμασίας των κληρικών, θέμα που κατά καιρούς ανακινούν ορισμένοι «γνωστοί άγνωστοι», οι οποίοι θέλουν με το στανιό να μας απογυμνώσουν από το ορθόδοξο μαρτυρικό ράσο μας, θα ήθελα να υπενθυμίσω στον κ. Γ. τα λόγια του αγ. Νεκταρίου στον νεαρό τότε Άγγελο Νησιώτη, όταν προσήλθε να φοιτήσει στην Ριζάρειο Σχολή: «Σε εξορκίζω εις τον Ριζάρην, τα ράσα που θα φορέσης εδώ, δεν θα τα βγάλης εις όλην σου την ζωήν». Ακόμα και ο Φώτης Κόντογλου, που τον αναφέρει ο κ. Γ. με θαυμασμό στο βιβλίο του, είχε γράψει χαρακτηριστικά: Όποτε τυχαίνει να συναπαντήσω κανένα παπά... στέκουμαι και τον θαυμάζω για τη μεγαλοπρέπειά του, για το επιβάλλον και μαζί για τη σεμνότητα που έχει η όψη του, και για την εμπιστοσύνη που δίνει το παρουσιαστικό και η αμφίεσή του. Ιερό πρόσωπο!... Ας ρωτήσουνε τους ξενητεμένους Έλληνες τι χαρά και τι κατάνυξη νιώθουνε όταν αντικρίσουν, στις χώρες που ζουν, κάποιο ιερέα μας με γένεια και με ράσο». Από προσωπική μου εμπειρία θα ήθελα να αναφέρω τον θαυμασμό που δείχνουν τα μικρά παιδιά όταν αντικρίσουν κάποιον ιερέα με γένεια, ράσο και καλυμμαύχι: «Μαμά, ο Χριστούλης», αναφωνούν με την παιδική τους απλότητα. «Εκ στόματος νηπίων» διδασκόμαστε τον αναγωγικό χαρακτήρα των συμβόλων: ο ιερέας με την όλη του περιβολή και διαγωγή ανάγει τους πιστούς επί το πρωτότυπον, τον ίδιο τον Χριστό. Γι’ αυτό και δέκα οκτώ πρεσβυτέρες, αποφασισμένες για όλα, δηλώνουν επιγραμματικά: «Εμείς, συστοιχούσες στους ιερείς συζύγους μας, επ’ ουδενί θα θέλαμε να αφαιρέσουν έστω και ένα από όσα συναποτελούν την ιερατική τους αμφίεση, ακόμη κι αν υποστούμε διώξεις και ταλαιπωρίες» (Για περισσότερα δες: «Το ράσο του ιερέως και η σημασία του», κείμενο υπογεγραμμένο από δέκα οκτώ πρεσβυτέρες, Περ. «Θεοδρομία», Ιανουάριος - Σεπτέμβριος 2002, τεύχη 1-3, σελ. 308-313). Τον ενοχλεί τον κ. Γ., που ορισμένοι «ειδωλοποιούν» —πάντα κατ’ αυτόν—την Παράδοση, που βασανίζονται (κλήρος και λαός) από την εμμονή τους σε λεπτομέρειες, που σε «ορθόδοξα περιβάλλοντα» οι λεπτομέρειες αυτές «λειτουργούν ως κανονιστική απαίτηση "γνησιότητας", αφορμή για την άσκηση ελέγχου ή τρομοκρατίας των πολλών από κάποιους σαβοναρολικούς υπερασπιστές της "παράδοσης"» (σ. 180). Δεν ξέρω ποιους υπονοεί με αυτούς τους κολακευτικούς χαρακτηρισμούς ο κ. Γ, αλλά μου κάνει εντύπωση πως αυτός ο υπερασπιστής της σκέψεως και του κριτικού λόγου, δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα έκφρασης και ασκήσεως ελέγχου σε μια δημοκρατική Εκκλησία, όπως είναι η Ορθόδοξη. Ευτυχώς, η στυγνή απολυταρχία χαρακτηρίζει άλλα θρησκευτικά περιβάλλοντα, όχι όμως και τον ορθόδοξο χώρο. Όσο για αυτό το: «τρομοκρατία των
πολλών» μου θυμίζει ορολογία από τον χώρο της πολιτικής και καλό θα ήταν
να μας πει ποιοι τρομοκρατούν και ποιους. Αν εννοεί οι οποιοσδήποτε
μπορεί να λέει οτιδήποτε, χωρίς δημόσιο έλεγχο, τότε θα πρέπει να
αλλάξει τον τίτλο της ραδιοφωνικής εκπομπής του από: «Ασκήσεις κριτικής
σκέψης» σε: «Ασκήσεις ελεγχόμενης σκέψης». Η σεξουαλικότητα που τόσο «απολυτοποιεί»
ο κ. Γ. είναι φαινόμενο, σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο, μεταπτωτικό. «Ο
Αδάμ και η Εύα, εάν από τη αρχή υπήκουον, εάν έδειχναν εγκράτεια δια την
ηδονήν του ξύλου, δεν θα αδυνατούσε ο Θεός να εύρη οδόν δια της οποίας
θα ηύξανε το ανθρώπινον γένος» (Ε.Π.Ε. 29, 494 - 495). Δεν θα
αναφερθούμε άλλο στις περί «σεξουαλικότητας» θεωρίες του κ. Γ. γιατί το
θέμα αγγίζει τα όρια του κωμικού. Ο αείμνηστος καινοδιαθηκολόγος
καθηγητής Ιω. Παναγόπουλος, ο οποίος διακρινόταν για τη σοβαρότητα, το
ήθος και την επιστημονική του κατάρτιση, μας λέει χαρακτηριστικά: «Ο
όρος θεοπνευστία διακρίνει συνεπώς ριζικά την Αγία Γραφή από κάθε άλλο
γραπτό κείμενο της ανθρώπινης ιστορίας». Ο ίδιος μας οριοθετεί την
πατερική παράδοση επί του θέματος: «Κατά κανόνα τον θείο λόγο των ι.
συγγραφέων τον αποδίδουν (οι Πατέρες) στην έλλαμψη ή την "αφή" του αγ.
Πνεύματος, το οποίο επιδημεί σ' αυτούς, στο βαθμό που ήταν γι' αυτούς
χρήσιμο, καθιστά τον νου τους διορατικώτερο καθώς επίσης την ψυχή και το
σώμα τους λαμπρότερα. Η θεοπνευστία δηλ. δεν αφορά μόνο την νοητική
λειτουργία του ιερού συγγραφέα, αλλά ολόκληρη την ύπαρξή του. Είναι
γεγονός "επισκοπής Θεού", χριστοφάνειας ή επιδημίας του Πνεύματος, η
οποία ανυψώνει τις ανθρώπινες βιολογικές λειτουργίες σε ανώτερο επίπεδο
και αγιάζει ολόκληρο τον άνθρωπο. Συνεπώς η θεοπνευστία δεν είναι
πρόσκαιρη κατάσταση, αλλά μόνιμη, ζωτική σχέση με τον προσωπικό τριαδικό
Θεό» (Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, σελ. 440, 441, Αθήνα 1995).
[3] Η είσοδος όμως αυτή δεν γίνεται άνευ κόπου και έντονης προσπάθειας. Ο Κύριός μας μας το έχει πει: «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (απόδοση υπό Παν. Τρεμπέλα: κερδίζεται δια της βίας και εκείνοι που μεταχειρίζονται σπουδήν και βίαν επί του εαυτού των την αρπάζουν γρήγορα...) (Ματθ. ια', 12). Επομένως, και η κατ' ιδίαν προσευχή και η νηστεία, η συγχώρηση των αδελφών μας και η αμνησικακία καθώς και η σωματική άσκηση αποβλέπουν σ' αυτήν την "βία", που αφορά, όπως και να το κάνουμε, στον καθένα άνθρωπο χωριστά, δίχως κατ' ανάγκη αυτό να δηλώνει ατομοκεντρισμό. Η συμμετοχή του σώματος δεν αποτελεί "γυμναστική της άσκησης", όπως αφ' υψηλού την κριτικάρει ο κ. Γ. Οι μετάνοιες π.χ. κρύβουν ένα βαθύτερο νόημα. Λέγονται με ταυτόχρονη επίκληση του ονόματος του Χριστού, όπως μας διδάσκει ο όσιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας στη Φιλοκαλία: «Κλίσεις γονάτων μη παραιτού· εκ μεν γαρ του γόνυ κλίνειν η πτώσις της αμαρτίας εικονίζεται, έμφασιν εξαγορεύσεως παρεχομένη· (=και γίνεται ένα είδος εξομολογήσεως) εκ δε του ανίστασθαι η μετάνοια υποσημαίνεται, (=ενώ με την ανόρθωση υποδηλώνεται η μετάνοια), επαγγελίαν βίου του κατ' αρετήν αινιττομένη· (=και συμβολίζεται η υπόσχεση για ενάρετο βίο) εκάστη δε γονυκλισία τελείσθω μετά της νοεράς του Χριστού επικλήσεως· ίνα ψυχή και σώματι προσπίπτων τω Κυρίω, τον των ψυχών και σωμάτων Θεόν ευδιάλλακτον απεργάση» (Φιλοκαλία, τ. Δ', σ. 11, έκδ. Αστέρος). Ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος, ο
σύγχρονος αυτός ιερός πατήρ, —ο οποίος μας άφησε εκπληκτικές εμπειρίες,
απόρροια της συμμετοχής του στο "ευχαριστιακό γεγονός— συνδέει την
επίκληση του ονόματος του Χριστού — την ατομοκεντρικού χαρακτήρος κατά
τον κ. Γ— μετά της Θείας Λειτουργίας σε μια αδιάρρηκτη σχέση:
«Ενθυμούμαι ότι η επίκλησις του Ονόματος του Ιησού Χριστού συνωδεύετο
μετά της αοράτου ελεύσεως Αυτού του Ιδίου· από της στιγμής δε εκείνης το
θαυμαστόν τούτο Όνομα, αλλά και τα άλλα ονόματα του Θεού, έτι πλείον ή
πρότερον απέβησαν δι' εμέ αγωγοί ενώσεως μετ' Αυτού. Κατ' εκείνον τον
καιρόν ήμην ήδη ιερεύς. Η τέλεσις της Θείας Λειτουργίας έλαβεν ωσαύτως
άλλον χαρακτήρα: Ητο ουχί μόνον πράξις ευλαβείας, καθαράς εξ αμφιβολιών
πίστεως, αλλά δι' όλου του είναι μου αίσθησις του Γεγονότος της
παρουσίας του Θεού, Όστις τελεί το μυστήριον. Τότε ησθάνθην βαθέως
το νόημα και την πραγματικότητα, άτινα περικλείονται εις τους λόγους του
Μεγάλου Βασιλείου: "Συ ει ο χαρισάμενος ημίν ουρανίων μυστηρίων
αποκάλυψιν" (ευχή προσκομιδής). Όντως ο Κύριος και εις ημάς, τους
εσχάτους πάντων των ανθρώπων, αποκαλύπτει το μυστήριον της ιερουργίας.»
(Περί Προσευχής, σελ. 170, έκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας,
1993). Η Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως
εντάσσεται στην προετοιμασία-προπαρασκευή του πιστού για τη συμμετοχή
του στο Ποτήριο της Ζωής. Την αναγκαιότητα αυτής της προετοιμασίας του
πιστού μας τονίζει ο κ. Ανδρ. Θεοδώρου, ο οποίος σε σχετική εργασία του
σχολίασε και ερμήνευσε την Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως: «Ο πιστός,
έχοντας συναίσθηση της σοβαρότητας του πράγματος (της προσελεύσεως στο
φοβερό μυστήριο του Θεού), πρέπει να προσέλθει όσο γίνεται πιο καθαρός
στα Αγια, για να δεχτεί μέσα του τον άνθρακα της φύσης του Θεού. Με
ταπείνωση και μετάνοια, με φόβο Θεού και αγάπη και με πίστη ζωντανή στην
αλήθεια του μυστηρίου, κυρίως, όμως, με ανεξικακία και ειρήνευση στη
σχέση του με τους άλλους ανθρώπους, πρέπει να προσέρχεται στη μετάληψη
των θείων μυστηρίων, για να έχει "άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον".
Αλλιώτικα, όταν προσέρχεται ανέτοιμος και απαράσκευος αντί ζωής κοινωνεί
τον θάνατο και την αιωνία καταδίκη του» («Γεύσασθε και ίδετε», σελ. 7,
έκδ. Α' 1998, Αποστ. Διακονία). Ασφαλώς ο κ. Ανδρ. Θεοδώρου, που
ασχολήθηκε με την ερμηνεία της Θ. Μεταλήψεως δεν διείδε ότι «υπηρετεί
εγωτικές επιδιώξεις». Αιώνες τώρα εκατομμύρια πιστών προετοιμάζονται για
τη συμμετοχή τους στη Θεία Ευχαριστία διαβάζοντας την Ακολουθία της Θ.
Μεταλήψεως, χωρίς να έχουν τους δισταγμούς και προβληματισμούς που
εξέφρασε ο κ. Γ. Γιατί κ. Γ. τόσος σκεπτικισμός; Ο π. Πορφύριος, ο
χαρισματικός αυτός γέροντας των ημερών μας, τονίζει το ρόλο των ευχων
της Θείας Μεταλήψεως στον αγιασμό των πιστών: «Οι λειτουργικές
προσευχές, οι οποίες φαίνονται τυπικές, όταν λέγονται με νόημα και
προσοχή, γίνονται δικές σας. Την Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως, όταν
τη διαβάσει και ο πιο αμαρτωλός, αγιάζεται πολύ». Και καταλήγει:
«Έτσι γίνεται η καλλιέργεια, χωρίς να το καταλαβαίνουμε. "Αναίμακτα".
Δηλαδή αχρηστεύει ο άνθρωπος τον παλαιό εαυτό του. Τον αχρηστεύει χωρίς
πόλεμο. Δεν τον εξοργίζει, αλλά τον αχρηστεύει και αναπτύσσει τον καινό
άνθρωπο μέσα του» (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι,
σελ. 341, έκδ. Ι. Μ. Χρυσοπηγής Χανίων Κρήτης, 2003). Χιλιάδες χιλιάδων
ανθρώπων διαβάζουν τόσους αιώνες τώρα τις Ευχές της Θείας Μεταλήψεως και
δεν τις αμφισβήτησε κανείς. Μόνο ο κ. Γ. αμφιταλαντεύεται για την αξία
και το περιεχόμενό τους. Ο κ. Γ. χρησιμοποιεί μια
ευλογοφανή μέθοδο. Οχυρώνεται πίσω από τον «συνοδικό θεσμό» —και «την
εμπειρία του ευχαριστιακού σώματος», λες και οι χαρισματικοί γέροντες
είναι εκτός Εκκλησίας. Μιλάει δήθεν με σεβασμό για τους εκκλησιαστικούς
θεσμούς, τη στιγμή, που σε άλλα σημεία του βιβλίου του τους αμφισβητεί
και τους ρίχνει τη ρετσινιά της θρησκειοποιήσης. Τι
σεβασμό μπορεί να έχει προς τους επισκόπους, που συγκροτούν μια, έστω,
τοπική σύνοδο, όταν για τους ίδιους τους επισκόπους λέει συλλήβδην ότι:
«προέρχονται από χαμηλό κοινωνικό και μορφωτικό περιβάλλον» και ότι τους
χαρακτηρίζει «η σεξουαλική στέρηση». «Στέρηση που (συχνά ή κατά
κανόνα) δεν την επέλεξαν επειδή είχαν κλίση για βίο μοναχού και ασκητή,
ούτε από πόθο για ένταξη σε κοινό άθλημα κοινωνίας: σε μοναστικό
κοινόβιο. Αλλά δέχτηκαν τη σεξουαλική στέρηση προγραμματικά ως
προϋπόθεση καρριέρας: ανόδου σε εξουσιαστικά θρησκευτικά αξιώματα» (σ.
165, 166). Μπαίνει στα μύχια των καρδιών των επισκόπων και αποφθέγγεται
ως «χαρισματικός γέροντας». Τολμάει να τα βάλει με αγιασμένες στη
συνείδηση «του ευχαριστιακού σώματος» μορφές. Ειρωνεύεται τους
σύγχρονους αγίους γέροντες και «χείλεσιν αμφιλάλοις» επιχειρεί να πλήξει
τα «φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας» ως δήθεν παρέχοντες «βεβαιότητες
ψυχολογικής «φύσεως». Ο «πολύφθογγος αυτός ρήτωρ» θα έπρεπε να σιγά,
ενώπιον των σεβαστών αυτών μορφών, οι οποίοι στη συνείδηση του
πληρώματος της Εκκλησίας είναι άγιοι εν ουρανοίς. Η επίδρασή τους στον
σύγχρονο εκκλησιαστικό βίο είναι πλέον εμφανής και αδιαμφισβήτητη. Οπως μας διδάσκει και ο μακαριστός π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος: «Ο Χριστός έλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και την εθεράπευσε και έγινε δια τον άνθρωπον ο "νέος Αδάμ", ή "νέα ρίζα". "Όμως η νέα αυτή ρίζα εβλάστησεν εις τα σπλάγχνα της Παρθένου Μαρίας». Και συνεχίζει: «(Ο Χριστός, μόνος δεν εκληρονόμησε την αμαρτωλήν φύσιν του Αδάμ. Τούτο, διότι δεν κατήγετο από εκείνον. Εγεννήθη από την Παρθένον Μαρίαν εκ Πνεύματος Αγίου. Δι' αυτόν τον λόγον πιστεύομεν ότι η Παρθένος Μαρία έμεινε και κατά την γέννησιν και μετά από αυτήν Παρθένος, υπήρξε δηλαδή αειπάρθενος. Τούτο δεν αποτελεί λεπτομέρειαν, αλλά βασική διδασκαλία της Εκκλησίας, η οποία εξασφαλίζει την σωτηρίαν. Ο Χριστός είναι "η νέα ρίζα", δεν είναι δυνατόν να κατάγεται από την "παλαιά ρίζαν" του Αδάμ. Δι' αυτόν τον λόγον η Μαρία, δια να είναι Θεοτόκος, πρέπει να είναι Παρθένος» (Εφόδιον Ορθοδοξίας, σελ. 124, 126, έκδ. Αποστ. Διακονίας, 1974). Αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα του κ. Γ. «τι μεγαλειωδέστερο εξασφαλίζει η διατήρηση της ανατομικής παρθενίας της Θεοτόκου και μετά τον τοκετό» (σ. 201). Κατά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο «ομολογούμεν
την αγίαν Παρθένον Θεοτόκον δια το τον Θεόν Λόγον σαρκωθήναι και
ενανθρωπήσαι και εξ αυτής της συλλήψεως ενώσαι εαυτώ τον εξ αυτής
ληφθέντα ναόν». Ο καθηγητής κ. Νικ. Μητσόπουλος θα παρατηρήσει: «Ομού
μετά του όρου "Θεοτόκος" αποδίδομεν εις την Μητέρα του Κυρίου και το
αειπάρθενον, ως εμμέσως συναγόμενον εκ της υποστατικής ενώσεως (των δύο
εν Χριστώ φύσεων, δηλ. της θείας και της ανθρωπίνης)». Ο ίδιος καθηγητής
μας αναφέρει ότι «αρχαίοι αιρετικοί και σύγχρονοι ετερόδοξοι όχι μόνον
ηρνήθησαν και αρνούνται την
αειπαρθενίαν της Θεοτόκου, αλλά και επιχειρούν να στηρίξουν την
κακοδοξίαν των επί χωρίων τινών της Αγίας Γραφής» (ένθ. ανωτ. σελ.
151,152). Ο ίδιος καθηγητής αναφέρει τα χωρία αυτά και τα αντικρούει
σύμφωνα με την ορθόδοξη ερμηνευτική παράδοση (ένθ. ανωτ. σελ. 153, 154).
Θα ολοκληρώσουμε το θέμα μας με τα σοφά και αποκαλυπτικά λόγια του αγίου
Ιωάννου του Δαμασκηνού, που μας τονίζει ότι η παρθενία της Θεοτόκου
πρέπει να νοείται ως αειπαρθενία: «Μένει τοίνυν και μετά τόκον
παρθένος η Αειπάρθενος ουδαμώς ανδρί μέχρι θανάτου προσομιλήσασα.
. . πώς γαρ αν Θεόν γεννήσασα και εκ της των παρακολουθημάτων πείρας το
θαύμα γνωρίσασα ανδρός συνάφειαν κατεδέξατο· άπαγε ου σωφρονούντος
λογισμού τα τοιαύτα νοείν μη ότι και πράττειν» (μετάφραση: Πώς δηλαδή θα
κατεδέχετο την συνένωσιν με άνδρα ενώ εγέννησε τον Θεόν και εγνώριοε το
θαύμα με την πείραν των σημείων που έχουν ακολουθήσει; Μη βλασφημής· όχι
μόνον δεν είναι γνώρισμα συνετής σκέψεως να σκέπτεται τέτοια, αλλά ούτε
να τα κάνει) (ένθ. ανωτ. σελ. 484 -487). Είναι αρκετά τα σημεία που δεν αναφέραμε από το βιβλίο του κ. Γ. και τα οποία μας βρίσκουν κάθετα αντίθετους. Θα κλείσω με ένα απόσπασμα από τον γέροντα Σωφρόνιο, πολύ αποκαλυπτικό για την περίπτωσή μας: «Η ανθρωπίνη επιστήμη παρέχει το μέσον διά την έκφρασιν της εμπειρίας, αλλά είναι αδύνατον να μεταδώση την γνώσιν, ήτις αληθώς σώζει, άνευ της συνεργίας της χάριτος. Η γνώσις του Θεού είναι γνώσις οντολογική και ουχί αφηρημένη - θεωρητική. Χιλιάδες και χιλιάδες επαγγελματιών θεολόγων λαμβάνουν τα ανώτατα πτυχία, ενώ εν τη σφαίρα του Πνεύματος παραμένουν κατ’ ουσίαν εις βαθείαν άγνοιαν. Και τούτο, διότι δεν ζουν συμφώνως προς τας εντολάς του Χριστού· ένεκα δε τούτου στερούνται του φωτός της θεογνωσίας. Ο Θεός είναι αγάπη. Και η αγάπη αυτή αποκτάται δια της οδού της μετανοίας...» (Περί Προσευχής, ένθ. ανωτ. σελ. 229, 230).
(Πηγή: «Ορθόδοξος Τύπος» 13-20-27/4/2007 & 4/5/2007)
Σημειώσεις ΟΟΔΕ Αν και γενικά συμφωνούμε με την ανωτέρω κριτική του π. Σταύρου Τρικαλιώτη, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ορισμένα σημαντικά ζητήματα περί των πηγών της πίστεως, στα οποία η κριτική του δεν είναι απόλυτα εύστοχη: 1. Όπως έχουμε δείξει σε σχετικές μας μελέτες "Σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης του Θεού" και "Η Ιερά Παράδοση ως πηγή πίστεως", αποτελεί λάθος η διάκριση Αγίας Γραφής και Ι. Παραδόσεως, καθώς η Αγ. Γραφή είναι μέρος της Ι. Παράδοσης, και η Ι. Παράδοση (με τις υποδιαιρέσεις της), αποτελεί την διαχρονική εμπειρία των αγίων. 2. Στο σημείο αυτό, δυσκολευόμαστε να εντοπίσουμε τι είναι αυτό που ενόχλησε τον π. Σταύρο Τρικαλιώτη, στο βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά περί της Αγίας Γραφής, καθώς δεν βρίσκουμε κάτι το μεμπτό στην αντι-Προτεσταντική κριτική που ο Γιανναράς ασκεί, σε όσους αντιλαμβάνονται την Αγία Γραφή ως "πηγή πίστεως". Και επιπλέον, έχουμε κατ' επανάληψιν δείξει, πόσο λάθος είναι το να χρησιμοποιείται το χωρίο Β΄ Τιμ. 3/γ: 16 για την Αγία Γραφή, ενώ το χωρίο αυτό μιλάει για όλα τα Θεόπνευστα κείμενα, αλλά και το να συγχέεται το "αλάθητο" με τη "Θεοπνευστία". 3. Ακριβώς για τον λόγο ότι η Θεοπνευστία ενός κειμένου, εξάγεται από την ίδια τη Θεοπνευστία του γράφοντος, συμπεραίνεται ότι αποτελεί λάθος το να πιστεύει κάποιος ότι δήθεν μόνο η Αγία Γραφή είναι Θεόπνευστη, λες και έπαψαν να αγιάζονται τα μέλη της Εκκλησίας, ή λες και έχει αποβεί η Χριστιανική πίστη ένα μουσειακό απολίθωμα του παρελθόντος. Η Αγία Γραφή διακρίνεται μεν από κάθε άλλο κείμενο της ανθρώπινης ιστορίας, ΟΧΙ όμως ως μοναδικά θεόπνευστη! |
Δημιουργία αρχείου: 17-5-2007.
Τελευταία ενημέρωση: 17-5-2007.