Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ. Μέρος Δεύτερον Τού Ανδρέα Θεοδώρου Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών
Α΄ Κεφάλαιο Η θεολογία των Απολογητών ως απαρχή θεμελιώσεως της επιστημονικής θεολογίας της Εκκλησίας Το δόγμα υπό το πρίσμα των επ' αυτού επιδράσεων της Ελληνικής φιλοσοφίας |
β) Η περί Θεού διδασκαλία Ο περί Θεού λόγος υπήρξεν ασφαλώς το κυριώτερον σημείον της διδασκαλίας και του κηρύγματος των Απολογητών. Η θεολογία αποτελεί την ουσίαν πάσης θρησκείας, εξ αυτής δε εξαρτάται κατά κανόνα η ποιότης της λατρείας και ο βαθμός πνευματικότητος, ενός, οιουδήποτε θρησκεύματος. Απευθυνόμενοι προς τον Εθνικόν κόσμον οι απολογηταί ήτο επόμενον, αφ' ενός μεν να επιμένουν εις την έξαρσιν της περί Θεού αληθείας, εις την οποίαν και αφιέρωνον αρκετάς σελίδας του γραπτού απολογητικού έργου των, αφ' ετέρου δε να χρησιμοποιούν ορολογίαν γνωστήν εις τους Εθνικούς αναγνώστας των, την οποίαν σκοπίμως ελάμβανον εκ της κρατούσης τότε Ελληνικής φιλοσοφίας. Εκ της τελευταίας ταύτης προσπαθείας προέκυψαν κατά τρόπον φυσικόν και αι πολυειδείς επιδράσεις της φιλοσοφούσης σκέψεως των Ελλήνων επί της περί Θεού διδασκαλίας των Απολογητών. 1. Εις την γνώσιν του Θεού οι Απολογηταί ανήγοντο κυρίως δια της κοσμολογικής ενδείξεως. Ο Αριστείδης, απευθυνόμενος προς τον αυτοκράτορα Αδριανόν, αρχίζει ως εξής την απολογίαν του: "Εγώ, βασιλεύ, προνοία Θεού ήλθον εις τόνδε τον κόσμον· και θεωρήσας τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν, ήλιόν τε και σελήνην και τα λοιπά, εθαύμασα την διακόσμησιν τούτων, ιδών δε τον κόσμον και τα εν αυτώ πάντα, ότι κατά ανάγκην κινείται, συνήκα τον κινούντα και διακρατούντα είναι Θεόν".94 Η γνωσιολογική αυτή μέθοδος, η εκ της οράσεως του κόσμου ορμωμένη, ήτο γνωστή εις τον αρχαίον Εθνικόν κόσμον, είναι δε εμφανείς εν προκειμένω αι στωικαί και αριστοτελικαί επιδράσεις επί της σκέψεως τόσον του Αριστείδου,95 όσον και των άλλων Απολογητών. 2. Κατά τους απολογητάς ο πραγματικός και αληθής Θεός είναι είς.96 Την ενότητα του Θεού προέβαλλον ούτοι αφ' ενός μεν κατά της θεολογικής δυαρχίας του Γνωστικισμού, αφ' ετέρου δε κατά της πολλότητος των θεών και του ψεύδους της ειδωλολατρικής θρησκείας. Ενότης και πολλότης θεών αποτελούν πράγματα αντιφατικά και ακατανόητα.97 Ο είς δε ούτος Θεός είναι ο δημιουργός του παρόντος φυσικού κόσμου,98 ο οποίος ως πνεύμα απόλυτον δεν διήκει δια της ύλης99 (αντίδρασις κατά του φυσιοκρατικού πανθεϊσμού της Στοάς), ούτε χωρείται εν τόπω, αχώρητος ων. Εν εναντία περιπτώσει θα υπετάσσετο και θα περιωρίζετο ούτος υπό του χώρου: "μείζον γαρ εστι το χωρούν του χωρουμένου. Θεός γαρ ου χωρείται, αλλά αυτός εστί τύπος των όλων".100 (Παρομοία αντίδρασις κατά του Στωικισμού). Εν τούτοις ο κόσμος δεν είναι ανεξάρτητος του Θεού: "Πάντα γαρ ο Θεός εστίν αυτός αυτώ" (επίδρασις στωική;), "φως απρόσιτον" (ιδέα Παύλειος), "κόσμος τέλειος, πνεύμα, δύναμις, λόγος".101 εις τον ένα αληθή και δημιουργόν Θεόν υποτάσσονται ανεξαιρέτως όλα τα όντα.102 Ο Θεός, ως το απόλυτον πνεύμα, δεν έχει αρχήν, είναι άναρχος· ως τοιούτος δε, είναι ο ίδιος αρχή όλων των υπ' αυτού πεποιημένων όντων.103 Είναι αγέννητος και αΐδιος,104 άφθαρτος και αναλλοίωτος,105· νω μόνω και λόγω θεωρούμενος.106 Είναι αόρατος και αναφής,107 αθάνατος και ακίνητος,108 "πλήρης πόσης δυνάμεως και συνέσεως και σοφίας και αθανασίας και πάντων των αγαθών".109 Είναι απαθής και ακατάληπτος, "φωτί και κάλλει και δυνάμει ανεκδιηγήτω περιεχόμενος".110 Το είδoς του είναι άρρητον και ανέκφραστον "μη δυνάμενον οφθαλμοίς σαρκίνοις οραθήναι".111 Τον Θεόν ο άνθρωπος δύναται μερικώς να ίδη "δια της προνοίας και των έργων αυτού".112 μάλιστα δε, όταν έχη ανοικτούς τους οφθαλμούς της ψυχής του.113 Μετά την ανάστασιν οι καθαροί την καρδίαν θα ιδούν κατ' αξίαν τον Θεόν, ενώ εις την παρούσαν ζωήν ο άνθρωπος λαμβάνει αγάθησιν αυτού μόνον δια του φόβου και της πίστεως.114 Ο Θεός τέλος είναι ο Πατήρ πάντων. Ταύτα διοικεί δια της προνοίας του. Είναι ο άγιος νομοθέτης ο διδάσκων τους ανθρώπους "δικαιοπραγείν και ευσεβείν και καλοποιείν",115 ανενδεής υπάρχων και απροσδεής. Ο Θεός δεν έχει ανάγκην υλικών θυσιών, ούτε αίματος και κνίσσης και της από των ανθέων και θυμιαμάτων ευωδίας. Η εκ της θέας της φυσικής δημιουργίας διεπομένης υπό του πνεύματος του Θεού, αναγωγή της καρδίας εις τον Θεόν, αποτελεί την καλυτέραν προς αυτόν λατρείαν.116 3. Και ταύτα μεν συνοπτικώς τα περί της ουσίας και των ιδιωμάτων του Θεού βασικώτερα διδάγματα των Απολογητών. Εις αυτά συμπλέκονται στοιχεία Χριστιανικά και φιλοσοφικά, είναι δ' εμφανής η προσπάθεια των Απολογητών να ομιλήσουν περί Θεού εις την θεολογικήν γλώσσαν της εποχής των, την οποίαν εγνώριζον οι φιλοσοφικώς σκεπτόμενοι αναγνώσται των. Ως όμως θα παρετηρήθη, εκ της προηγηθείσης εκθέσεως απουσιάζει εντελώς η περί Θεού διδασκαλία του Ιουστίνου. Τούτο σκοπίμως εκάμαμεν, προτιθέμενοι να δώσωμεν εν συνεχεία τας περί Θεού ιδιαιτέρας αντιλήψεις του Μάρτυρος δια δύο βασικούς λόγους: πρώτον, διότι η σχετική διδασκαλία του είναι πλουσιωτέρα της των άλλων Απολογητών, και δεύτερον, διότι επ' αυτής παρουσιάζονται αι περισσότερα και σημαντικώτεραι φιλοσοφικαί επιδράσεις. 4. Τας περί Θεού αντιλήψεις του Ιουστίνου δυνάμεθα να διακρίνωμεν εις δύο κύρια στάδια: εις τα προηγηθέν της εισόδου του εις τον Χριστιανισμόν, και εις τα ακολουθήσαν την εις Χριστόν μεταστροφήν του. 5. Κατά τα πρώτον στάδιον, η περί Θεού έννοια του Ιουστίνου εταυτίζετο πλήρως προς τας περί Θεού αντιλήψεις της Πλατωνικής φιλοσοφίας. Εν τη φιλοσοφία ταύτη ο απολογητής εύρεν εκείνο το οποίον ματαίως ανεζήτει εις τα αλλά φιλοσοφικά συστήματα (Στωικισμόν, Πυθαγορισμόν, Αριστοτελισμόν): την καθαράν περί Θεού ιδέαν. Τον Θεόν εταύτιζε προς τας Πλατωνικός Ιδέας (" το αεί ον "), προς την υψίστην Ιδέαν του αγαθού, μάλιστα δε προς τον προσωπικόν Θεόν του Πλατωνικού Τιμαίου. Εδέχετο, ότι προς τον Θεόν ο άνθρωπος δύναται να αναχθή δια του λόγου και της νοήσεως (Τίμ. 28a), και ότι το θείον αποτελεί έννοιαν απολύτως υπερβατικήν, είναι δηλαδή το ύψιστον εκείνο Ον, το οποίον ούτε χρώμα έχει, ούτε σχήμα, ούτε μέγεθος, αλλ' ευρίσκεται "επέκεινα πόσης ουσίας", ούτε ρητόν ούτε αγορευτόν, αλλά μόνον καλόν και αγαθόν (Πολιτ., 509 b).117 6. Κατά το δεύτερον στάδιον, ο Ιουστίνος μετέφερεν εις την Χριστιανικήν του πίστιν ό,τι εκ της Πλατωνικής φιλοσοφίας εθεώρει σύμφωνον προς την περί Θεού Χριστιανικήν του αντίληψιν. Τοιουτοτρόπως, συναπεκόμισε την περί Θεού πλατωνικήν ιδέαν, ως ατρέπτου, αναλλοιώτου και αιτίας πάντων των όντων, ενώ αντιθέτως απέρριψε την δυνατότητα της υπό του φυσικού ανθρωπίνου νου γνώσεως του Θεού. Ο Θεός δεν δύναται να γνωσθή, όπως γινώσκονται η Μουσική, η Αριθμητική και η Αστρονομία, δηλαδή δεν είναι αντικείμενον εξωτερικής μαθήσεως και επιστήμης, αλλά βίωμα καθαρώς εσωτερικόν και εμπειρία πνευματική. Ούτε πάλιν ο ανθρώπινος νους δύναται να ίδη "εξαίφνης" τον Θεόν, δηλαδή στιγμιαίως κατά την ώραν της εκστάσεως. Οι φιλόσοφοι ματαίως ονειρεύονται την έκστασιν. Τον Θεόν δεν γνωρίζει ο άνθρωπος αφηρημένως και αορίστως, αλλ' ως πρόσωπον ζων, μετά του οποίου εισέρχεται εις ζώσας πνευματικός σχέσεις. Μόνον εν τη θεία αποκαλύψει και δια της φωτιστικής δυνάμεως του Παναγίου Πνεύματος, είναι δυνατόν ο άνθρωπος να ίδη τον Θεόν.118 Αι ανωτέρω ιδέαι του Ιουστίνου είναι πράγματι αξιοσημείωτοι. Είναι η πρώτη φορά, κατά την οποίαν επί Χριστιανικού εδάφους γίνεται τόσον οξύς διαχωρισμός της θείας αποκαλύψεως από των ανθρωπίνων θεωρημάτων. "Αν συγκρίνωμεν τας ιδέας αυτάς προς τας περί σπερματικού λόγου αντιλήψεις του Μάρτυρος, θα αντιληφθώμεν ευθύς δύο πράγματα: πρώτον, την απολογητικήν σκοπιμότητα της περί σπερματικού λόγου θεωρίας του, η οποία δεν είναι πάντοτε απηλλαγμένη ασαφείας και συγχύσεως,119 και δεύτερον, ότι αι εν τω Διαλόγω αναπτυσσόμενοι ιδέαι — αι οποίαι δεν ευρίσκονται υπό την άμεσον πίεσιν της απολογητικής σκοπιμότητος — είναι αι πραγματικοί περί γνώσεως του Θεού αντιλήψεις του Μάρτυρας. 7. Ως προς τα ιδιώματα του Θεού, δυνάμεθα να ανιχνεύσωμεν πολλάς ομοιότητας μεταξύ της θεολογίας του Ιουστίνου και της αντιστοίχου διδασκαλίας του Πλάτωνος. Αι ομοιότητες αύται δύνανται να συνοψισθούν εις δύο βασικάς ιδέας: α) ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός του κόσμου και β) ότι είναι ο Πατήρ των απάντων.120 Σημειωτέον, όμως, ότι παρόμοιοι ιδέαι απαντούν και εις την προγενεστέραν του Ιουστίνου Χριστιανικήν γραμματείαν, εις την τελετήν του βαπτίσματος και τον Κλήμεντα Ρώμης.121 Δεν αποκλείεται, λοιπόν, ως κύριοι πηγαί της διδασκαλίας του Μάρτυρος να εχρησίμευσαν εν προσκειμένω τα κείμενα ταύτα της αρχαίας Χριστιανικής γραμματείας. Εν τω πλαισίω της περί θείων ιδιωμάτων διδασκαλίας του Ιουστίνου, δύο βασικαί ιδιότητες του Θεού είναι εκείναι, αι οποίαι διαχωρίζουν αισθητώς την διδασκαλίαν αυτού από της αντιστοίχου διδασκαλίας του Πλάτωνος: η θεία αγαθότης και η θεία παντοδυναμία. Και είναι μεν αληθές, ότι και παρά Πλάτωνι εξαίρεται η θεία αγαθότης (Τίμ. 29 de, Πολιτ. 379 abc, Νόμ. 988 ad). Αυτή όμως νοείται ως η υψίστη εκείνη τελειότης, η οποία μόνον εξαίρετα όντα δύναται να δημιουργήση.122 Αντιθέτως, παρά τω Ιουστίνω η θεία αγαθότης λαμβάνει άλλον προσωπικώτερον προσανατολισμόν. Είναι η δύναμις εκείνη του Θεού, η οποία δημιουργεί τον κόσμον χάριν των ανθρώπων. Η ιδέα αυτή — γνωστή εις τον Στωικισμόν (Κικέρ., De nat. deor. II, 54) — είναι εντελώς ξένη προς τον Πλατωνισμόν,123 εν τω συστήματι του οποίου ο άνθρωπος φέρεται ως "έρημος Θεού" και "άμοιρος της του θείου και καθαρού και μονοειδούς συνουσίας" (Φαίδ. 83e). Παρ' Ιουστίνω, αντιθέτως, η θεία αγαθότης δημιουργεί νέους δεσμούς συνάπτοντας τον άνθρωπον μετά του Θεού, δεσμούς αμοιβαίας πνευματικής αγάπης. Ο Θεός παρουσιάζεται ως ο Πατήρ όλων των ανθρώπων, ο οικτίρμων και χρηστός, ο αγαπών εν ίσω μέτρω τόσον τους δικαίους όσον και τους αμαρτωλούς.124 Αλλά και η θεία παντοδυναμία διαχωρίζει οξύτατα τα δύο συστήματα. Δια την Πλατωνικήν φιλοσοφίαν η ιδέα της θείας παντοδυναμίας είναι εντελώς αδιανόητος, ως αδιανόητος ήτο αυτή και δια τους Πλατωνιστάς της εποχής του Μάρτυρος. Ο Κέλσος, λ.χ., σκανδαλίζεται βλέπων τους Χριστιανούς να προσφεύγουν εις την αλλόκοτον, κατ' αυτόν, ιδέαν της θείας παντοδυναμίας, δια να στηρίξουν την περί αναστάσεως των νεκρών διδασκαλίαν των. Δια τον Ιουστίνον όμως το πράγμα είναι εντελώς διάφορον. Ούτος, μαθητής των Προφητών και του Χριστού, επί της θείας παντοδυναμίας στηρίζει βασικά της πίστεως δόγματα, ως η ανάστασις των νεκρών και η εκ Παρθένου γέννησις του Κυρίου: "ουκ αδύνατον υπολαμβάνειν δει ημάς πάντα δύνασθαι τον Θεόν όσα βούλεται"125 8. Και μέχρι μεν του σημείου τούτου τα πράγματα εξελίσσονται ομαλώς. Δυσκολίαι αρχίζουν να εμφανίζωνται, ευθύς ως εξετάσωμεν την περί υπερβατικότητος του Θεού διδασκαλίαν του Μάρτυρος. Την διδασκαλίαν ταύτην ο Ιουστίνος παρέλαβε σαφώς εκ του Πλατωνισμού.126 Κατ' αυτόν "Τον Πατέρα και δημιουργόν πάντων ουθ' ευρείν ράδιον, ουθ' ευρόντα εις πάντας ειπείν ασφαλές".127 Ο Θεός είναι "ανωνόμαστος",128 αιτία δε του ανωνομάστου τούτου είναι το αγέννητον του Θεού. Κατά τον Ιουστίνον, εκείνος ο οποίος θα τολμήση να ονομάση τον Θεόν, πρέπει κατ' ανάγκην να είναι πρεσβύτερος αυτού. Άλλωστε αι προσηγορίαι Πατήρ, Θεός, Κτίστης, Κύριος και Δεσπότης δεν είναι πραγματικά ονόματα, "αλλ' εκ των ευποιϊών και των έργων προσρήσεις".129 Είναι δε τοιαύτη η συγγένεια των περί υπερβατικότητος του Θεού αντιλήψεων του Ιουστίνου προς τα αντίστοιχα πλατωνικά διδάγματα, ώστε υπεστηρίχθη υπό πολλών, ότι εις το σημείον τούτο παρεποιήθη πλατωνικώς η περί Θεού Χριστιανική πίστις του Μάρτυρος. Είναι άράγε βάσιμος ο ισχυρισμός; Εις την έξαρσιν της θείας υπερβατικότητος ο Ιουστίνος προέβη δια δύο κυρίως λόγους: πρώτον, δια να αποκρούση τον πολυθεϊσμόν της ειδωλολατρίας, και δεύτερον, δια να αποκρούση τον ανθρωπομορφισμόν, τον οποίον απέδιδον εις τον Θεόν της Π. Διαθήκης οι Εβραίοι διδάσκαλοι. Την φαυλότητα των θεών της ειδωλολατρίας, συμφυρομένων και ασχημονούντων εν τω κόσμω, και το χονδροειδές της υλικής λατρείας των ειδώλων, επικρίνει σφοδρώς ο Ιουστίνος.130 Έναντι τούτων προβάλλει τον ανεπίμικτον πάσης κακίας Χριστιανικόν Θεόν,131 ο οποίος, φέρων άρρητον μορφήν και δόξαν, δεν δύναται να παρασταθή αισθητώς. Δεν είναι Θεός νοούμενος κατά τα μέτρα και τα σχήματα των ανθρωπίνων δυνατοτήτων. Είναι ανενδεής αιμάτων και σπονδών και θυμιαμάτων,132 μη δεόμενος της παρά των ανθρώπων υλικής προσφοράς. Η λατρεία, επομένως, και αι σχέσεις των ανθρώπων μετά του Θεού πρέπει να ευρίσκωνται επί καθαρώς πνευματικού επιπέδου. Ο Θεός προσδέχεται μόνον εκείνους "τους τα προσόντα αυτώ αγαθά μιμουμένους, σωφροσύνην και δικαιοσύνην και φιλανθρωπίαν και όσα οικεία Θεώ εστί, τω μηδενί ονόματι θέτω καλουμένω".133 Είναι φανερά, κατά ταύτα, η τάσις του Ιουστίνου να απομακρύνη τον Θεόν εκ του αισθητού τούτου κόσμου, όπου βασιλεύουν η κακία και η φαυλότης. — παραλλήλως οι Εβραίοι διδάσκαλοι, εκλαμβάνοντες τον Πατέρα των όλων και αγέννητον Θεόν ως ζώον σύνθετον, έχοντα δηλαδή χείρας και πόδας και δακτύλους και ψυχήν, ενόμιζον ότι ούτος αυτοπροσώπως εφανερώθη εις τους Πατριάρχας Αβραάμ και Ιακώβ.134 Δια τον Ιουστίνον μία τοιαύτη αντίληψις είναι εξωφρενική. Εν τη Π. Διαθήκη, οσάκις γίνεται λόγος περί θεοφανειών, δεν φανερώνεται ο ίδιος ο Πατήρ, αλλ' ο Λόγος αυτού, ο Χριστός.135 Άρα, δεν πρόκειται κατ' ουσίαν περί θεοφανειών, αλλά περί χριστοφανειών. Κατ' αυτόν, ο άρρητος και αγέννητος Θεός δεν κινείται εν χώρω: "μη ηγείσθε αυτόν τον αγέννητον Θεόν καταβεβηκέναι η αναβεβηκέναι πόθεν. Ο γαρ άρρητος Πατήρ και Κύριος των πάντων ούτε ποι αφίκται ούτε περιπατεί, ούτε καθεύδει, ούτε ανίσταται, αλλ' εν τη αυτού χώρα, όπου ποτέ, μένει"136 Είναι φανερόν, ότι δια των ανωτέρω απόψεων η παρ' Ιουστίνω έννοια της θείας υπερβατικότητος λαμβάνει νέον προσανατολισμόν, δηλαδή αποδεσμεύεται του μεταφυσικού πεδίου137 και αναφέρεται εις το θρησκευτικόν. Τας προς τούτο αφορμάς ο Ιουστίνος ελάμβανεν εκ των βιβλίων της Αγίας Γραφής, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Εις τα προφητικά βιβλία η εικών του Θεού διεγράφετο καθαρά πάσης ανθρωπομορφικής παραστάσεως και απηλλαγμένη πάσης ανθρωπίνης ατελείας. Η Καινή μάλιστα Διαθήκη παρείχεν εις αυτόν και χωρία εξαίροντα την υπερβατικότητα του Θεού: Ματθαίος 11,27: "ουδείς επιγινώσκει τον Πατέρα ειμή ο Υιός, ουδέ τον Υιόν ειμή ο Πατήρ και οις αν ο Υιός αποκαλύψη.138 "Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε" Ιω. 1,18), απήχησιν του οποίου ευρίσκομεν εν Διάλ. 127,4 (Β.Ε.Π. 3,327): "Ούτε ουν Αβραάμ ούτε Ισαάκ ούτε Ιακώβ ούτε άλλος ανθρώπων είδε τον Πατέρα και άρρητον ΚΙύριον των απάντων…" . Σημειωτέον, τέλος, ότι η υπερβατικότης του Θεού — ηθικώς τουλάχιστον — δεν απομακρύνει τον Θεόν εντελώς του κόσμου, δεν εγκλείει δηλαδή αυτόν εις μίαν παγεράν δια τον κόσμον αδιαφορίαν, ως συμβαίνει παρά τω Πλατωνισμώ. Κατά τον Ιουστίνον ο Θεός, αν και υπερβατικός και εξωκόσμιος, όμως παρακολουθεί και βλέπει και ακούει το πάντα: "Ο γαρ άρρητος Πατήρ και Κύριος των πάντων ούτε ποι αφίκται ούτε περιπατεί ούτε καθεύδει ούτε ανίσταται, αλλ' εν τη αυτού χώρα, όπου ποτέ, μένει, οξύ ορών και οξύ ακούων, ουκ οφθαλμοίς ουδέ ωσίν αλλά δυνάμει αλέκτω· και πάντα εφορά και πάντα γινώσκει και ουδείς ημών λέληθεν αυτόν…"139 9. Μετά το όσα ελέχθησαν, δεν νομίζομεν, ότι είναι βάσιμος ο ισχυρισμός περί πλατωνικής μεταποιήσεως της περί Θεού αντιλήψεως του Μάρτυρος. Βεβαίως εν τη θεολογική σκέψει του Ιουστίνου υπάρχουν πολλαί ασάφειαι και πολλά κενά. Υπάρχουν επίσης και ανακολουθίαι. Λόγου χάριν, η υπ' αυτού καταπολέμησις του ανθρωπομορφισμού δεν συμβιβάζεται προς τον εντοπισμόν του Θεού εις την εαυτού χώραν, τον οποίον τοσούτον εμφαντικώς εξαίρει ο Ιουστίνος. Το να εντοπίζεται ο Θεός εις τον τόπον αυτού, χωρίς να δύναται να εξέλθη αυτού, δεν είναι άραγε ανθρωπομορφισμός; Ταύτα πάντα όμως δεν αλλοιώνουν εις το βάθος της, την περί Θεού ιδέαν, την οποίαν ο Απολογητής εσχημάτισε κατά την είσοδόν του εις τον Χριστιανισμόν. Επιδράσεις φιλοσοφικαί οπωσδήποτε υπάρχουν. Αύται όμως είναι μάλλον εξωτερικαί και μορφολογικαί, προσηρμοσμέναι εις τους απολογητικούς του Ιερού συγγραφέως σκοπούς. Ο Ιουστίνος υιοθετεί την περί υπερβατικότητος του Θεού πλατωνικήν δοξασίαν δια να ομιλήση σαφέστερον εις το περιβάλλον του και να αντικρούση αφ' ενός μεν την ενδοκοσμικότητα των θεών της ειδωλολατρίας, αφ' ετέρου δε τον ανθρωπομορφισμόν της εβραϊκής θεολογίας. Εις το βάθος της η περί Θεού ιδέα του Μάρτυρας παραμένει καθαρώς βιβλική: "ουδ' εις άλλον τινά ηλπίσαμεν, ου γαρ εστίν, αλλ' εις τούτον εις ον και υμείς, τον Θεόν του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ".140 Σαφέστερον ο Ιουστίνος δεν ηδύνατο να εκφρασθή.
Σημειώσεις 94. Απολ. A, 1. 2. Β.Ε.Π. 3, 133. 95. Σχετικώς βλέπε: Joh. Geffkan. Zwei griechische Apologeten, Hildeshein New York 1970, σελ. 32 και εξής. Ως προς την περί Θεoύ ιδέαν η απολογία του Αριστείδου ευρίσκεται εξηρτημένη εκ του "Κηρύγματος του Πέτρου" (Praedicatio Petri), έργου της α' μ.X. εκατονταετηρίδος. Περιεχόμενον τούτου επί τη βάσει των διασωθέντων γνησίων αποσπασμάτων αυτού, βλέπε R. Seeberg, μν. έργ., σελ. 335., σημ. 2. 96. Αθηναγ., Πρεσβ. 4. Β.Ε.Π. 4, 284. Θεοφ., Προς Αυτόλ. Β΄, 34. Β.Ε.Π. 5, 44-45. 97. Θαυμασίαν φιλοσοφικήν απόδειξιν περί της ενότητος του Θεού βλέπε: Αθηναγόρου, Πρεσβ. 8. Β.Ε.Π. 4, 296-287. 98. Αθηναγ., Πρεσβ., 4. Β.Ε.Π. 4, 284. 99. Τατ., Προς Έλλ., 4. Β.Ε.Π. 4, 244. 100. Θεοφ., προς Αυτόλ. Β΄, 3. Β.Ε.Π. 6, 22. 101. Αθηναγ. Πρεσβ. 16. Β.Ε.Π. 4, 292. 102. Αθηναγ., Πρεσβ. 1Β. Β.Ε.Π. 4, 293. 103. Τατ., Προς Έλλην. 4. Β.Ε.Π. 4, 244. 104. Αθηναγ., Πρεσβ. 10. Β.Ε.Π. 4, 288. 105. Αριστ., Απολ. 4. 8. Ε. Π. 3, 136. 106. Αθηναγ. Πρεσβ. 4. Β.Ε.Π. 4, 284. 107. Τατ., Προς Έλλ. 4. Β.Ε.Π. 4, 244. 108. Αθηναγ., Πρεσβ., 22. Β.Ε.Π. 4, 298. 109. Θεοφ., Προς Αυτόλ. Β΄ 15. Β.Ε.Π. 5, 32. 110. Αθηναγ., Πρεσβ. 10. Β.Ε.Π. 4, 288. 111. Θεοφ., Προς Αυτόλ Α', 3. Β.Ε.Π. 6, 14. 112. Θεοφ., Προς Αυτόλ. Α', 5, Β.Ε.Π. 6, 15. 113. Θεοφ., Προς Αυτόλ. Α', 5. Β.Ε.Π. 5, 13. 114. Θεοφ., Προς Αυτόλ. Α' 7. Β.Ε.Π. 5, 1βγ 115. Θεοφ., Προς Αυτόλ Γ, 9. 25. Β.Ε.Π. 5, 55,65. 116. Αθηναγ, Πρεσβ. 13. Β.Ε.Π. 4. 290. 117. Πλείονα σχετικώς βλέπε: Α. Θεοδώρου, μν. έργ., σελ. 48 και εξής ομοίως: L. W. Barnard. Justin Martyr, His life and thought, Cambridge 1966. σελ. 75 και εξής. 118. Διάλ. 4, 1. Β.Ε.Π. 212: "ή τον Θεόν ανθρώπου νους όψεται ποτέ μη Αγίω Πνεύματι κεκοσμημένος;" 119. Βλ. Ad. Hernack, μν. έργ., σελ. 183, σημ. 1. 120. Περί των σχετικών χωρίων βλέπε: Α. Θεοδώρου. Μν. έργ. σελ. 58. Προς ταύτα παράβαλε: Τιμ. 28c, 29c, επιστ. 323d. 121. Απολ. 81. 3. 10. Β.Ε.Π. 3, 194. 195. Κλήμ. Ρώμης, Α' προς Κορινθ. 28, 20, 19. Β.Ε.Π. 1. 24, 22, 21. 122. Τίμ. 29a: "ει μεν δη καλός εστίν όδε ο κόσμος ο τε δημιουργός αγαθός, δήλον ως προς το αΐδιον έβλεπεν… Ο μεν γαρ κάλλιστος των γεγονότων, ο δ' άριστος των αιτίων" . 123. Περί του πόσον απωθητικά και γελοία ήσαν το διδάγματα ταύτα εις τους Πλατωνιστάς βλέπε το σχετικό σκώμματα του Κέλσου (Ωριγ., Κατά Κέλσου, Δ', 23. Β.Ε.Π. 9, 247-248). 124. Διάλ. 96. Β.Ε.Π. 3, 299. 125. Διάλ. 84. Β.Ε.Π. 4, 288. 126. Περί της Πλατωνικής διδασκαλίας βλέπε: Τίμ. 28c; Πολιτ. 509b, 509e. 127. Απολ. Α' 63. 1. Β.Ε.Π. 3, 195. Παράβαλλε Αλβ., Διδασκ., 10. 164, 7, 28. Apul. De Plat 1,5: indictum, innominabilem. 128. Απολ. Β΄., 6, 1. Β.Ε.Π. 3, 203. 129. Απολ. Β΄ 10. 6. Β.Ε.Π. 3, 205. 130. Βλέπε Α. Θεοδώρου, μν. έργ., σελ. 37, σημ. 4. 131. Απολ. Α'. 6, 1. Β.Ε.Π. 3, 164. 132. Απολ. Α'. 13. 1 Β.Ε.Π. 3, 167. 133. Απολ. Α', 9. 6. Β.Ε.Π. 3, 166. 134. Διάλ. 114. 3. Β.Ε.Π. 3, 66. 135. Διάλ, 113, 4. Β.Ε.Π. 3, 313. 136. Διάλ. 127, 1. 2. Β.Ε.Π. 3, 326. 137. Βλ, Aimé Puech, Les Apologistes Grecs, σελ. 98. 138. Διάλ., 100, 1. Β.Ε.Π. 3, 301. Βλέπε και 1 Τιμ. 8, 18: "Ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οικών απρόσιτον, ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται". 139. Διάλ., 127, 2. Β.Ε.Π. 3. 326. 140. Διάλ., 11, 1. Β.Ε.Π. 3, 217-218. |
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Δημιουργία αρχείου: 24-8-2017.
Τελευταία μορφοποίηση: 1-9-2017.