Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ. Μέρος Δεύτερον Τού Ανδρέα Θεοδώρου Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών
Α΄ Κεφάλαιο Η θεολογία των Απολογητών ως απαρχή θεμελιώσεως της επιστημονικής θεολογίας της Εκκλησίας Το δόγμα υπό το πρίσμα των επ' αυτού επιδράσεων της Ελληνικής φιλοσοφίας |
στ) Η περί του ανθρώπου διδασκαλία Η περί του ανθρώπου διδασκαλία των Απολογητών είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, εμφανίζουσα τον τρόπον, δια του οποίου ούτοι αφ' ενός μεν συνδέονται μετά της φιλοσοφίας, αφ' ετέρου δε αποδεσμεύονται αυτής.
1. Ιδιοτυπίαν εν προκειμένω παρουσιάζουν αι περί ανθρώπου αντιλήψεις του Τατιανού, ωρισμέναι των οποίων ωδήγησαν αυτόν βραδύτερον εις την αποκοπήν του εκ του σώματος της Εκκλησίας. Κατά τον Τατιανόν, ο άνθρωπος επλάσθη υπό του Λόγου του Θεού ούτως, ώστε έχων εν εαυτώ την αφθαρσίαν, ως μοίραν Θεού, να έχει και την αθανασίαν της φύσεώς του.[220] Επί του σημείου τούτου παρέχονται υπό του Τατιανού επεξηγήσεις. Ούτος εν τω ανθρώπω βλέπει δύο πνεύματα, εκ των οποίων το μεν έν είναι η ψυχή, το δε έτερον — το και μείζον της ψυχής — η εν τω ανθρώπω υπάρχουσα εικών και ομοίωσις του Θεού. Αμφότερα τα πνεύματα ταύτα υπήρχον εν τη κατασκευή του πρώτου ανθρώπου, ο οποίος ήτο τοιουτοτρόπως και υλικός (δια του πρώτου πνεύματος) και ανώτερος της ύλης (δια του δευτέρου).[221] Η ψυχή καθ' εαυτήν δεν είναι φύσει αθάνατος, αλλά θνητή· έχει όμως την δυνατότητα και να μη αποθάνη. Τοιουτοτρόπως αι ψυχαί των αδίκων, αι οποίαι δεν εγνώρισαν την αλήθειαν, αποθνήσκουν και λύονται μετά του σώματος, θα αναστηθούν δε μετ' αυτού κατά την συντέλειαν, ώστε να λάβουν ως τιμωρίαν τον θάνατον (πνευματικόν) εν τη μετά θάνατον αθανασία (εν τη αιωνιότητι). Αντιθέτως των δικαίων αι ψυχαί, αι οποίαι έλαβον την επίγνωσιν του Θεού, δεν αποθνήσκουν, έστω και αν προσωρινώς λυθούν (;). Η ανεπιστήμων ψυχή είναι σκότος. Και, ενόσω μεν αυτή ζη μόνη, νεύει κάτω προς την ύλην (η ύλη κακόν;) και συναποθνήσκει μετά της σαρκός, ενώ όταν έχει την μετά του Πνεύματος συζυγίαν δεν παραμένει αβοήθητος, ανερχομένη προς τα άνω και όπου οδηγεί αυτήν τα ανώτερον πνεύμα. Τούτο δε, διότι του μεν πνεύματος το οικητήριον ευρίσκεται άνω, ενώ της ψυχής η γένεσις προέρχεται εκ των κάτω. Εν αρχή βεβαίως τα πνεύμα ήτο «συνδίαιτον» τη ψυχή. Ταύτην όμως εγκατέλειψεν «έπεσθαι αυτώ μη βουλομένην». Εγκαταλειφθείσα υπό του πνεύματος η ψυχή, επεζήτει μεν την αλήθειαν δυνάμει του προς Θεόν εναύσματος, το οποίον απέμεινεν εις αυτήν και μετά την εκ του πνεύματος έκπτωσίν της. Αντί όμως να φθάση αυτή εις την αλήθειαν, παρεξέκλινεν εις το ψεύδος της ειδωλολατρίας, παραπλανωμένη υπό των πονηρών της κακίας πνευμάτων. Αφ' ετέρου το πνεύμα του Θεού δεν έχει την εγκατάστασίν του εις όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους. Την αλήθειαν φανερώνει μόνον εις τας ψυχάς των δικαίων, μετά των οποίων «περιγίνεται και συμπεριπλέκεται». Αι δίκαιαι ψυχαί «πειθόμεναι τη σοφία σφίσιν αυταίς εφείλκον τα πνεύμα συγγενές, αι δε μη πειθόμεναι και τον θάνατον του πεπονθότος Θεού παραιτούμενοι θεομάχοι μάλλον ήπερ θεοσεβείς εφαίνοντο».[222] Ο άνθρωπος, κατά τούτα, πρέπει να αναζητή εκείνο το οποίον απώλεσε, να ζευγνύη δηλαδή την ψυχήν του μετά του Αγίου Πνεύματος και να πραγματεύεται την κατά Θεόν «συζυγίαν». Εάν κατορθώση να γίνη ναός του Θεού δια του πρεσβεύοντος πνεύματος, τότε αναδεικνύεται αληθής και πραγματικός άνθρωπος. Εάν όχι, τότε διαφέρει των θηρίων μόνον κατά την έναρθρον φωνήν.[223] Δια της αρετής, τέλος, ο άνθρωπος θα λάβει την αθανασίαν ως επένδυμα της θνητότητος (θα ενδυθή δηλαδή το πνεύμα) και θα αναδράμει προς την αρχαίαν συγγένειαν.[224] Εν τω συστήματι τούτω του Τατιανού δεν είναι δύσκολον να ανιχνεύσωμεν διατυπώσεις πλατωνικός, στοιχεία στωικά, ιδέας καθαρώς Χριστιανικός και έν είδος αθώου — φραστικού μάλλον — ημιγνωστικισμού (συζυγία ψυχής μετά του Πνεύματος). Η ιδέα ότι η ύλη είναι κακή (η οποία βραδύτερον θα τον οδηγήση εις τάσεις εγκρατιστικάς) ενυπολανθάνει εν τη διδασκαλία του Τατιανού, παρά το γεγονός ότι ούτος εκδέχεται αυτήν (την ύλην) προερχομένην παρά του Θεού.[225] 2. Του Ιουστίνου αφ' ετέρου το κεντρικώτερον σημείον της περί ανθρώπου διδασκαλίας είναι η αθανασία της ψυχής. Τας Πλατωνικάς επί του ζητήματος αντιλήψεις εδέχετο ούτος κατά το στάδιον της φιλοσοφικής του μορφώσεως. Εγκατέλειψεν όμως αυτάς ευθύς ως έγινε Χριστιανός. Ο Ιουστίνος μετά δυνάμεως αντικρούει την πλατωνικήν δοξασίαν περί φυσικής της ψυχής αθανασίας. Κατ' αυτόν η ψυχή δεν είναι φύσει αθάνατος, διότι θα ήτο και αγέννητος, αποτελούσα μέρος του βασιλικού θείου νου (Φίληβ. 30d). Αγέννητος όμως και αθάνατος είναι μόνον ο Θεός. Τα υπόλοιπα όντα είναι γενητά και ως εκ τούτου φθαρτά.[226] Αν, λοιπόν, αι ψυχαί ήσαν αθάνατοι, θα ήσαν και αγέννητοι, δηλαδή θα ήσαν όμοιαι κατά πάντα και ίσαι προς τον αγέννητον Θεόν· «Το γαρ αγέννητον τω αγεννήτω όμοιόν εστί και ίσον και ταυτόν, και ούτε δυνάμει ούτε τιμή προκριθείη αν θατέρου το έτερον».[227] Αγέννητον όμως πρέπει να υπάρχη μόνον έν. Πολλότης και διαφορότης αγεννήτων επιφέρουν λογικήν σύγχυσιν. Άλλωστε η ψυχή μετέχει της ζωής, δεν είναι η ιδία αυτοζωή. Πώς, λοιπόν, θα ήτο αγέννητος και συνεπώς φύσει αθάνατος η ψυχή, όταν την ζωήν αυτής έχη εξ άλλης, εκτός αυτής ευρισκομένης αρχής (τον Θεόν); Ως προς την ουσίαν και την φύσιν της ψυχής ο Ιουστίνος δεν ωμίλησε σαφώς. Εις έν μάλιστα χωρίον του Διαλόγου του (όπου καταπολεμεί τον ανθρωπομορφισμόν της Ιουδαϊκής θεολογίας) φέρεται αποδίδων εις την ψυχήν έν είδος σωματικότητος, παρουσιάζων αυτήν ως συνθετικόν μέρος της εικόνος του Θεού του οφθέντος, κατά την Εβραϊκήν αντίληψιν, εις τον Αβραάμ και τον Ιακώβ.[228] Αφ' ετέρου, ως προς την σύνθεσιν της ψυχής, εκ πρώτης όψεως δημιουργείται η εντύπωσις, ότι ο Ιουστίνος αποδέχεται την πλατωνικήν διάκρισιν μεταξύ ψυχής και πνεύματος. Η εν λόγω διάκρισις απηχείται εις τα ακόλουθον απόσπασμα του απολεσθέντος περί αναστάσεως έργου του: «οίκος γαρ το σώμα ψυχής, πνεύματος δε ψυχή οίκος»[229]. Ασχέτως όμως του γεγονότος ότι ματαίως θα ανεζήτει κανείς παρ' Ιουστίνω την πλατωνικήν διαίρεσιν της ψυχής εις μέρος λογιστικόν (θείον, νοητικόν), θυμικόν (θυμοειδές) και επιθυμητικόν (Πολιτ. IV, 436-441c, 580e), την διάκρισιν μεταξύ ψυχής και πνεύματος δυνάμεθα να εύρωμεν εις την βιβλικήν περί ψυχής διδασκαλίαν,[230] η οποία προφανώς και απετέλεσε την κυριωτέραν πηγήν της διδασκαλίας του Μάρτυρος. Σημαντικόν, τέλος, σημείον της ανθρωπολογίας του Ιουστίνου — ως και της των άλλων Απολογητών[231] — είναι η περί ελευθερίας του ανθρώπου διδασκαλία. Ταύτην ο Ιουστίνος εγνώριζε και κατά το στάδιον της φιλοσοφικής του μορφώσεως, εκ της οποίας αρέσκεται να επαναλαμβάνει το Πλατωνικόν: «αιτία ελομένου· Θεός αναίτιος» (Πολιτ. 617e, Απολ„ Α', 44, 8. Β.Ε.Π. 3, 184). Ομοίως φέρεται γνωρίζων και την περί ειμαρμένης διδασκαλίαν των Στωικών, την οποίαν όμως επικρίνει σφοδρώς και δι' επιχειρημάτων κοινής λογικής[232]. Η ελευθερία (το «εφ' ημίν», το αυτεξούσιον) αποτελεί τον όρον του ηθικού αυτοδιορισμού του ανθρώπου. Δι' αυτής ο άνθρωπος πράττει είτε το αγαθόν είτε το κακόν. Αναλόγως δε των πράξεών του θα αποδοθή εις αυτόν υπό του Θεού κατά την ημέραν της κρίσεως. Αν όμως τα πράγματα εξελίσσωνται «καθ' ειμαρμένην» (Διογ. Λαερτ. VII, 149), τότε ο ηθικός βίος του ανθρώπου καταλύεται, συγκαταλυομένης, ομοίως, και αυτής ταύτης της ουσίας του Θεού.[233] Και ενώ ο Ιουστίνος εις πολλά σημεία αναγνωρίζει την καθαρότητα της ηθικής των Στωικών, όμως, κατ' αυτόν, το πανθεϊστικόν-φυσιοκρατικόν σύστημα αυτών, ουδέν περί κόσμου μεταφυσικού και ασωμάτου λέγον, προδίδει αυτούς. Επομένως το ζήτημα, εν τελευταία αναλύσει, μετατοπίζεται εκ του ηθικού πεδίου εις το οντολογικόν-μεταφυσικόν. Ως είναι φανερόν, η πανθεϊστική εκδοχή του σύμπαντος αναιρεί και την έννοιαν της λογικής των όντων ελευθερίας. Ως βιβλικά χωρία στηρίζοντα τας περί ελευθερίας του ανθρώπου αντιλήψεις του, προσάγει ο Ιουστίνος τα: Δευτερ. 30, 15, 19: «Ιδού προ προσώπου σου το αγαθόν και το κακόν» και Ησαΐας 1, 16-20: «Και εάν θέλητε και εισακούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε, εάν δε μη εισακούσητέ μου, μάχαιρα υμάς κατέδεται»[234]. Είναι δε τοιαύτη η πίστις του Μάρτυρος εις την δύναμιν και το κύρος των βιβλικών τούτων ρήσεων, ώστε δεν διστάζει να παρουσιάσει την περί ελευθερίας του ανθρώπου διδασκαλίαν του Πλάτωνος, ως δάνειον εκ της αντιστοίχου διδασκαλίας του Μωυσέως.[235] 3. Εν αντιθέσει προς τα περί θνητότητος της ψυχής διδάγματα του Τατιανού και του Ιουστίνου, ο Αθηναγόρας, ως και η προς Διόγητον Επιστολή (VII, 8), αποδέχονται την αθανασίαν της ψυχής. Κατά τον Αθηναγόραν ο Θεός εποίησε τον άνθρωπον εκ ψυχής αθανάτου και σώματος.[236] Την αθανασίαν όμως της ψυχής δεν προσδιορίζει ούτος επαρκώς. Οπωσδήποτε, δεν του διαφεύγει ο κίνδυνος, τον οποίον ήθελον να αποφύγουν οι Τατιανός και Ιουστίνος, απορρίπτοντες την πλατωνικήν περί αθανασίας της ψυχής δοξασίαν: την εξίσωσιν της ψυχής προς τον Θεόν. Αν και αυτοί ακόμη οι άγγελοι το αθάνατον και ατελεύτητον της φύσεως αυτών έλαβον «μόνη τη γνώμη του ποιήσαντος», κατά μείζονα λόγον θα έχουν τούτο αι ανθρώπιναι ψυχαί, αι οποίαι «από γενέσεως» αυτών έχουν «την αμετάβλητον διαμονήν».[237] Η αθανασία, δηλαδή, της ψυχής δεν πρέπει να είναι κάτι το όλως αδιάκριτον και απροϋπόθετον. Ούτως, εν τελευταία αναλύσει, αι αντιλήψεις του Αθηναγόρου δεν απομακρύνονται αισθητώς των αντιστοίχων απόψεων του Τατιανού και Ιουστίνου. 4. Τέλος και κατά τον Θεόφιλον Αντιοχείας ο πρώτος άνθρωπος δεν ήτο ούτε ολοσχερώς θνητός ούτε ολοσχερώς αθάνατος.[238] Η παγίωσίς του είτε εις την μίαν είτε εις την άλλην κατάστασιν, θα εξηρτάτο εκ της αναλόγου χρήσεως της ηθικής του ελευθερίας: «Αλλά φήσει ουν τις ημίν θνητός φύσει εγένετο ο άνθρωπος; Ουδαμώς. Τι ουν αθάνατος; Ουδέ τούτο φαμεν. Αλλά ερεί τις: ουδέν ουν εγένετο; Ουδέ τούτο λέγομεν. Ούτε ουν φύσει θνητός εγένετο ούτε αθάνατος. Ει γαρ αθάνατον αυτόν απ' αρχής πεποιήκει, Θεόν αυτόν πεποιήκει· πάλιν ει θνητόν αυτόν πεποιήκει, εδόκει αν ο Θεός αίτιος είναι του θανάτου αυτού. Ούτε ουν αθάνατον αυτόν εποίησεν ούτε μην θνητόν, αλλά, καθώς επάνω προειρήκαμεν, δεκτικόν αμφοτέρων, ίνα, ει ρέψη επί τα της αθανασίας τηρήσας την εντολήν του Θεού, μισθόν κομίσηται παρ' αυτού την αθανασίαν και γένηται Θεός, εί δ' αύ τραπή επί τα του θανάτου πράγματα παρακούσας του Θεού, αυτός εαυτώ αίτιος ή του θανάτου. Ελεύθερον γαρ και αυτεξούσιον εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον» (Προς Αυτόλ. Β΄ 27. Β.Ε.Π. 5, 39).
Σημειώσεις 220. Προς Έλλ., 7. Β.Ε.Π. 4, 246. 221. Προς Έλλ., 12. Β.Ε.Π. 4, 249. 222. Προς Έλλ., 13. Β.Ε.Π. 4, 250-251. 223. Προς Έλλ., 15. Β.Ε.Π. 4, 252. 224. Προς Έλλ., 20. Β.Ε.Π. 4, 256. 225. Βλέπε Aimé Puech, μν. έργ., σελ. 164. 226. Διάλ., 5, 4. Β.Ε.Π. 3, 217. 227. Διάλ., 5. 5. Β.Ε.Π. 3, 214. 228. Διάλ., 114, 3. Β.Ε.Π. 3, 314. 229. Περί Αναστ., X. Β.Ε.Π. 4, 231. 230. 1 Θεσσαλ., 5, 23. 231. Βλέπε Τατ., Προς Έλλ., 7. 11. Β.Ε.Π. 4. 246. 249. Οι Απολογηταί την ελευθερίαν του ανθρώπου τονίζουν γενικώς, δια να αποκρούσουν τον Γνωστικισμόν, αρνούμενον την ελευθερίαν τούτην, και να ερμηνεύσουν δι' αυτής την παρουσίαν του κακού εν τω κόσμω. 232. Βλέπε 43 κεφ. τής Α' Απολ. (Β.Ε.Π. 3, 183-184). 233. Απολ., Β΄. 7,9. Β.Ε.Π. 3, 204. 234. Απολ., Α', 44, 1,2. Β.Ε.Π. 3, 184. 235. Απολ., Α', 44, Β. Β.Ε.Π. 3. 184. 236. Περί Αναστ. Νεκρών, 13. Β.Ε.Π. 4. 321. Εις τα περί αθανασίας της ψυχής διδάγματά του ο Αθηναγόρας ευρίσκεται αμεσώτερον υπό την επίδρασιν των αντιστοίχων αντιλήψεων της Ακαδημίας. 237. Περί Αναστ. Νεκρών, 16. Β.Ε.Π. 4, 324. 238. Προς Αυτόλ., Β΄., 24. Β.Ε.Π. 5, 38. |
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Δημιουργία αρχείου: 15-11-2017.
Τελευταία μορφοποίηση: 28-11-2017.