Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Ψευτοθεοί και Δογματικά

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.

Μέρος Δεύτερον

Τού Ανδρέα Θεοδώρου

Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Α΄ Κεφάλαιο

Η θεολογία των Απολογητών ως απαρχή θεμελιώσεως της επιστημονικής θεολογίας της Εκκλησίας

Το δόγμα υπό το πρίσμα των επ' αυτού επιδράσεων της Ελληνικής φιλοσοφίας

 

ζ) Η περί Αγγέλων και δαιμόνων διδασκαλία

Η περί αγγέλων και δαιμόνων διδασκαλία των Απολογητών κατέχει κεντρικήν θέσιν εν τω απολογητικώ συστήματι αυτών.[239] Τόσον η λαϊκή πίστις όσον και η φιλοσοφία της εποχής ομίλουν εκτενώς περί δαιμόνων. Ούτω δε οι Απολογηταί εν τη διδασκαλία τούτη εύρισκον πολύτιμον σημείον επαφής με τους εθνικούς αναγνώστας των, το οποίον δεν παρέλειπον να τονίζουν, τοσούτω μάλλον καθ' όσον η περί πνευμάτων αγαθών και πονηρών διδασκαλία απετέλει παραλλήλως και ουσιώδες μέρος της Χριστιανικής των πίστεως. Και εις το σημείον τούτο η επί της διδασκαλίας των Απολογητών επίδρασις της φιλοσοφίας υπήρξεν ασήμαντος, περιοριζομένη σχεδόν εις μόνην την ορολογίαν.

1. Τας περί αγγέλων και δαιμόνων αντιλήψεις του ο Ιουστίνος είχε σχηματίσει και πριν ακόμη γνωρίση την Χριστιανικήν αλήθειαν. Περί δαιμόνων ωμίλει πλουσίως η φιλοσοφία, η δε εθνική θρησκεία ηρέσκετο εις πολλάς και παραδόξους διηγήσεις περί του προσώπου και του έργου των.

Ο Πλάτων τους δαίμονας εταύτιζε προς τους «θεούς των θεών», το ενδιάμεσα εκείνα όντα, δια των οποίων ο δημιουργός προέβη εις την δημιουργίαν των ανθρώπων. Ήσαν δε οι θεοί των θεών οι αστέρες, οι οποίοι απετέλουν το «ουράνιον θεών γένος» (Τίμ. 39β). Ήσαν, δηλαδή, θεοί πεποιημένοι, τα έμψυχα λογικά όντα, τα οποία τόσον εις το σχήμα όσον και εις τας κινήσεις των απεμιμούντο την ομοιομορφίαν και την αρμονίαν της ιδέας (Τίμ. 38β). Εις τους θεούς των θεών ο δημιουργός ανέθεσε την ηθικήν πρόνοιαν υπέρ του κόσμου.

Την περί δαιμόνων αντίληψιν της πλατωνικής διδασκαλίας ο Ιουστίνος δεν ηδύνατο να αποδεχθή, διότι αυτή ήρχετο εις οξυτάτην αντίθεσιν προς τα δεδομένα της πίστεώς του. Δεν ηδύνατο, δηλαδή, να αποδεχθή την θεότητα των δαιμόνων, πολύ δε ολιγώτερον την ταύτισιν αυτών μετά των αστέρων. Και ηδύνατο μεν ούτος να δεχθή την δια των αγγέλων διεξαγωγήν της θείας υπέρ του κόσμου και των ανθρώπων προνοίας[240] ταύτην όμως εύρισκε πλουσίως εις τας πηγάς της πίστεώς του, εις την Αγ. Γραφήν και την εκκλησιαστικήν παράδοσιν.[241]

Κατά τον Ιουστίνον οι άγγελοι είναι πνεύματα αθάνατα και άφθαρτα «αεί μένοντες και μη αναλυόμενοι εις εκείνο εξ ούπερ γεγόνασι».[242] Η φύσις των είναι πνευματική και ελευθέρα.[243] την ελευθερίαν της βουλήσεώς των οι άγγελοι είχον κοινήν μετά των ανθρώπων, δυνάμει δ' αυτής εχώρησαν εις τον ηθικόν απαρτισμόν της προσωπικότητός των. Τοιουτοτρόπως, άλλοι μεν των αγγέλων, χρησιμοποιήσαντες καλώς την ελευθερίαν των, εδείχθησαν πιστοί εις τα θείον θέλημα, ενώ άλλοι παρέβησαν την εντολήν του Θεού και καθύβρισαν την υποστολήν των.

Ο πρώτος των αγγέλων, ο οποίος παρέβη το θέλημα του Θεού, ονομάζεται από του Ιουστίνου όφις[244] διάβολος,[245] Σατανάς.[246] Βραδύτερον όμως και άλλοι άγγελοι ηκολούθησαν εις το παράδειγμα του αρχαίου όφεως εξομοιωθεντες μετ' αυτού ηθικώς. Στηριζόμενος επί του χωρίου της Γεν. 6,2, την παράβασιν των αγγέλων ο Ιουστίνος βλέπει εις την μετά γυναικών ανθρώπων σαρκικήν ένωσιν αυτών, εκ της οποίας εγεννήθησαν οι δαίμονες. Κατά κυριολεξίαν ως δαίμονας χαρακτηρίζει ούτος τα εκ της ενώσεως ταύτης προελθόντα τέκνα, ενώ ως κυρίως πονηρά πνεύματα χαρακτηρίζει τους γεννήσαντας αυτούς αγγέλους.

Το έργον των πονηρών δαιμόνων ο Ιουστίνος περιγράφει εκτενώς. Ούτοι κατώρθωσαν να απομακρύνουν τους ανθρώπους εκ του θείου θελήματος, χρησιμοποιήσαντες μέσα πολλά, ως μαγείας, θυσίας θυμιάματα, σπονδάς επιφανείας ονείρων και στροφάς μαγικάς.[247] επί πλέον ένσπειραν μεταξύ των ανθρώπων φόνους πολέμους μοιχείας ακολασίας και πάσαν εν γένει κακίαν.[248] Ολόκληρος η αρχαία Ελληνική μυθολογία είναι εφεύρημα ιδικόν των, καθ' όσον «οι θεοί των εθνών, νομιζόμενοι θεοί, είδωλα δαιμονίων εισίν, αλλ' ου θεοί».[249]

Γενικώς όλα τα έθνη της γης μέχρι της εποχής της ελεύσεως του Κυρίου έζων υπό την δαιμονικήν επήρειαν και την απάνθρωπον τυραννίαν των. Οι δαίμονες όμως δεν ηρκέσθησαν μόνον εις αυτά. Εχθροί του Θεού και των ανθρώπων, ηθέλησαν να διαβάλουν την γνησιότητα της θείας του Λόγου ενανθρωπήσεως (πλάσαντες τους περί τον Ερμήν, Διόνυσον, Περσέα, Ηρακλέα και Ασκληπιόν μύθους προς ερμηνείαν του προσώπου τού Χριστού),[250] ως και των Χριστιανικών Εκκλ. Μυστηρίων (βαπτίσματος και θείας ευχαριστίας).[251] Αλλά και μετά την έλευσιν του Χριστού εξηκολούθησαν ούτοι το δαιμονικόν έργον των. Διέσπειρον συκοφαντίας εναντίον των Χριστιανών[252] και ενέπνευσαν τους ρωμαίους άρχοντας εις δίωξιν αυτών.[253] Ομοίως ανέδειξαν αιρετικούς (Σίμωνα και Μαρκίωνα)[254] δια να επιφέρουν σύγχυσιν και αναταραχήν εν τη Εκκλησία. Παρά ταύτα δεν κατώρθωσαν να ανακόψουν την επιτυχή εξέλιξιν του Χριστιανισμοί).

Ο Θεός ανέχεται το επί γης φθοροποιόν έργον των, μέχρις ότου συμπληρωθή ο αριθμός των πιστευόντων.[255] Η δύναμις των δια του Κυρίου υπέστη πλήγμα φοβερόν. Εξουσιάζοντες τους αποστάτας και βλασφήμους, υπό των δικαίων ηττώνται και συντρίβονται, μέχρις ότου καταδικασθούν αιωνίως και οριστικώς υπό του Θεού,[256] κατά την δευτέραν παρουσίαν.

Και ταύτα μεν τα κυριώτερα σημεία της περί αγγέλων και δαιμόνων διδασκαλίας του Ιουστίνου. Επαναλαμβάνομεν: η διδασκαλία αυτή είναι καθαρώς Χριστιανική, ουδέν σχεδόν διατηρήσασα εκ της παλαιός φιλοσοφικής μορφώσεως του Μάρτυρος. Δύο κυρίως σημεία — επί πλέον των όσων ανεφέραμεν εν τη αρχή — διαστέλλουν οξύτατα την διδασκαλίαν του Απολογητού από τα αντίστοιχα πλατωνικά διδάγματα: η περί πονηρών και φαύλων δαιμόνων διδασκαλία (ο Πλάτων εδέχετο μόνον αγαθούς δαίμονας) και η διδασκαλία περί της ελευθέρας βουλήσεως των πνευμάτων. Αμφότεραι αι διδασκαλίαι αύται, αι τοσούτον κεντρικαί εν τη Χριστιανική πίστει, ήσαν εντελώς ξέναι της πλατωνικής σκέψεως.

2. Προς τα ανωτέρω διδάγματα του Ιουστίνου συμφωνούν γενικώς αι αντιλήψεις του μαθητού του, Τατιανού, αι οποίαι όμως παρουσιάζουν και αρκετάς ιδιοτυπίας.

Κατά τον Τατιανόν, οι δαίμονες δεν είναι απηλλαγμένοι υλικής σωματικότητος. Βεβαίως, δεν φέρουν ούτοι το υλικόν σαρκίον (την υλικήν παχύτητα), η δε φύσις των είναι πνευματική, εκ πυρός και αέρας συνισταμένη (ύλη λεπτή). Παρά ταύτα δεν παύουν να έχουν την σύμπηξίν των εξ ύλης, της οποίας και αποτελούν απαυγάσματα. Η σωματικότης των δαιμόνων είναι ορατή μόνον εις τους πνεύματι Θεού φρουρουμένους, ενώ εις τους ψυχικούς παραμένει αυτή αθέατος και αδιόρατος.[257]

Ως άμοιροι σαρκός οι δαίμονες δεν αποθνήσκουν ευκόλως. Ο θάνατός των θα είναι πνευματικός και αιώνιος[258] μετά την συντέλειαν του κόσμου. Κτησάμενοι την σύμπηξιν αυτών εξ ύλης και εκ του πνεύματος αυτής παρορμώμενοι, έγιναν άσωτοι και λίχνοι (λαίμαργοι, πολιτευόμενοι προς τα έλαττον (την ύλην), την οποίαν ελευθέρως επέλεξαν. Ευρεθέντες δε μακράν της ευταξίας και αφηνιάσαντες εξ εγωισμού και κενοδοξίας κατέστησαν «λησταί θεότητος».[259] Η δύναμις των είναι μεγάλη. Αν είχον εξουσίαν θα ανέτρεπον και αυτόν ακόμη τον ουρανόν.[260] Την πονηρόν ενέργειάν των ανέχεται ο Θεός, μέχρις ότου λάβη πέρας ο κόσμος, δια να καταστή δικαία η κρίσις των αμαρτωλών και φαύλων.[261] Οι δαίμονες δεν δύνανται να μετανοήσουν.[262] Μετά την πτώσιν των, πλησιάσαντες περισσότερον εις τα κατώτερα μέρη της ύλης, προσπαθούν δι' αυτής να επηρεάσουν και να απολέσουν τους ανθρώπους· «ύλη δε τη κάτω προς την ομοίαν αυτοίς ύλην πολεμούσιν».[263] Εκείνος δε ο οποίος θέλει νικηφόρως να αντιμετωπίση αυτούς, πρέπει να παραιτηθή της ύλης και να θωρακίση εαυτόν δια του επουρανίου πνεύματος.[264]

Είναι φανερόν, ότι δια των ανωτέρω απόψεών του ο Τατιανός προδίδει σταθεράν την τάσιν να θεωρή την ύλην ως κακήν. Εν τω λόγω του (προς Έλληνας) βεβαίως δεν υπάρχει ακόμη ρητή και εκπεφρασμένη η δυϊστική αίρεσις. Εν τούτοις τα περιλαμβανόμενα εν αυτώ στοιχεία θα οδηγήσουν βραδύτερον εις αυτήν. Ο Τατιανός θα αποκλίνη προς εγκρατιστικάς αντιλήψεις, αι οποίαι θα τον οδηγήσουν τελικώς εις την οριστικήν ρήξιν του μετά της Εκκλησίας.

3. Η δαιμονολογία, τέλος, αποτελεί το δεύτερον σημαντικόν μέρος της διδασκαλίας του Αθηναγόρου. (Το πρώτον αποτελεί η περί Αγ. Τριάδος διδασκαλία). Εις τας γενικός αυτής γραμμάς δεν φαίνεται να εξέρχεται αυτή του γενικωτέρου απολογητικού πλαισίου, αν και εις ωρισμένα σημεία παρουσιάζει και αυτή τας ιδικάς της ιδιορρυθμίας.

Παραλλήλως προς τον Πατέρα, τον Υιόν και το Πνεύμα το Άγιον, ο Αθηναγόρας δέχεται την ύπαρξιν και άλλων δυνάμεων, αι οποία ευρίσκονται περί την ύλην και κινούνται δι' αυτής. Εκ τούτων η μεν μία είναι αγαθή, το γένος των αγγέλων, εις τους οποίους ο Θεός ανέθεσε την ειδικήν πρόνοιαν υπέρ του κόσμου, ενώ την γενικήν και παντελικήν τοιαύτην επεφύλαξεν ο ίδιος εις τον εαυτόν του. Η δε άλλη είναι η αντίθεος και πονηρά, όχι βεβαίως διότι σχετίζεται δυϊστικώς προς τον Θεόν, ως, λόγου χάριν, η φιλία προς το νείκος, κατά τον Εμπεδοκλέα, ή η ημέρα προς την νύκτα (τούτο θα ήτο παράλογον, διότι ουδεμία δύναμις είναι τόσον ισχυρά, ώστε να αντισταθή εις την άπειρον δύναμιν του Θεού, χωρίς να παύση να υφίσταται)· αλλά, διότι αντίκειται προς την αγαθότητα του Θεού, η οποία αποτελεί ουσιώδες μέρος της φύσεως αυτού. Είναι το περί την ύλην εναντίον πνεύμα», το οποίον επλάσθη ομοίως υπό του Θεού, ως και οι λοιποί άγγελοι, και εις το οποίον ενεπιστεύθη ο Θεός την διοίκησιν της ύλης και των ειδών, των ανηκόντων εις αυτήν.[265]

Οι άγγελοι επλάσθησαν υπό του Θεού ελεύθεροι («αυθαίρετοι δη γεγόνασιν υπό Θεού»). Και άλλοι μεν εξ αυτών «έμειναν εφ' οις αυτούς εποίησεν και διέταξεν ο Θεός»· ενώ άλλοι, ο άρχων της ύλης (άρχων των πονηρών πνευμάτων;) και οι περί το πρώτον στερέωμα άγγελοι εξέπεσαν της αποστολής των (ενύβρισαν), εκείνος μεν εκ πονηρίας αμελήσας την των πεπιστευμένων διοίκησιν, ούτοι δε «εις επιθυμίαν πεσόντες και ήττους σαρκός ευρεθέντες». Εκ της μίξεως ταύτης εγεννήθησαν οι γίγαντες.[266] Έκτοτε ο άρχων της ύλης «εναντία τω αγαθώ του Θεού επιτροπεύει και διοικεί», ενώ αι ψυχαί των γιγάντων (οι περί τον κόσμον πλανώμενοι δαίμονες) και αι φύσεις των πεπτωκότων αγγέλων πορεύονται συμφώνως προς τας επιθυμίας και την ιδιοσυστασίαν των.[267]

Το έργον των πονηρών δυνάμεων είναι να παραπλανούν τους ανθρώπους. Τόση δε είναι η σύγχυσις, την οποίαν επιφέρουν μεταξύ των ανθρώπων (και ατομικώς και κοινώς), ώστε πολλοί να νομίζουν, ότι δεν υπάρχει τάξις εις την εξέλιξιν του φυσικού κόσμου, αλλ' ούτος φέρεται «τύχη αλόγω». Δια τον Αθηναγόραν μία τοιαύτη υπόνοια είναι εντελώς άτοπος. Κατ' αυτόν ο κόσμος έχει εύτακτον και έλλογον την εξέλιξίν του, όπως και οι άνθρωποι έχουν «κοινόν λογισμόν και νόμον και τέλος», παρασυρόμενοι μόνον και επηρεαζόμενοι υπό του άρχοντος της ύλης και της δαιμονικής του δορυφορίας.[268]

Τέλος εις την επήρειαν των αυτών πονηρών δυνάμεων οφείλει την αρχήν αυτής και η ειδωλολατρία: «Όταν δε απαλή και ευάγωγος ψυχή, ανήκοος μεν και άπειρος λόγων ερρωμένων, αθεώρητος δε του αληθούς απερινόητος δε του Πατρός και ποιητού των όλων, εναποσφραγίσηται ψευδείς περί αυτής δόξας οι περί την ύλην δαίμονες λίχνοι περί τας κνίσας και το των ιερείων αίμα όντες απατηλοί δε ανθρώπων, προσλαβόντες ταύτας των πολλών της ψυχής κινήσεις, φαντασίας αυτοίς ως από των ειδώλων και των αγαλμάτων επιβατεύοντες αυτών τοις νοήμασιν εισρείν παρέχουσιν, και όσα καθ' αυτήν, ως αθάνατος ούσα, λογικώς κινείται ψυχή ή προμηνύουσα τα μέλλοντα ή θεραπεύουσα τα ενεστηκότα, τούτων την δόξαν καρπούνται οι δαίμονες.[269]

 

Σημειώσεις


239. Ιδιαιτέρως οι Απολογηταί επιμένουν εις την περιγραφήν της φύσεως και του έργου των πονηρών πνευμάτων, δια να αποδείξουν κυρίως την δι' αυτών προέλευσιν της ειδωλολατρικής θρησκείας.

240. Απολ., Β΄, 2. Β.Ε.Π. 3. 202.

241. Παπίου, απόσπ. IV. Β.Ε.Π. 3, 119.

242. Διάλ., 128, 4. Β.Ε.Π. 3, 327.

243. Απολ., Β΄. 7,5. Διάλ., 88,5. Β.Ε.Π. 3, 204, 292.

244. Διάλ., 79, 4. Β.Ε.Π. 3, 284.

245. Διάλ., 103, 5. 6, 125. 4. Β.Ε.Π. 3, 305, 324.

246. Διάλ., 125, 4. Β.Ε.Π. 3, 324.

247. Απολ., Α', 14, 1. Β΄., 5,4. Β.Ε.Π. 3, 168, 202.

248. Απολ. Β΄., 5, 4. Β.Ε.Π. 3, 202.

249. Ψαλμοί 95, 5. Διάλ., 55, 2. Β.Ε.Π. 3, 257.

250. Απολ., Α'., 54, 6. 54, 8. 54. 9. 54, 10. Β.Ε.Π. 3. 191.

251. Απολ., Α, 66, 4. Β.Ε.Π. 3, 198.

252. Απολ., Α', 10, 6. Β.Ε.Π. 3, 166.

253. Απολ., Β΄, 1,2. Β.Ε.Π. 3, 200. Ομοίως ενήργησαν, ώστε να φονευθούν κατά μεν την προχριστιανικήν εποχήν ο Σωκράτης και ο Ηράκλειτος (Άπολ., Α', 5, 3. Β.Ε.Π. 3, 164), κατά δε την εποχήν τού Μάρτυρος ο Στωικός φιλόσοφος Μουσώνιος (Απολ., Β΄, 8, 1. Β.Ε.Π. 3, 204).

254. Απολ., Α'., 26, 2. 3. 4. 5. Β.Ε.Π. 3, 174-175.

255. Απολ., Α'., 28, 1. 2. Β.Ε.Π. 3, 175.

256. Ιουστ., παρ’ Ειρηναίω, Κατά Αιρέσ., V, 26, 2.

257. Προς Έλλ., 15. Β.Ε.Π. 4, 252. Και εις τους ψυχικούς βεβαίως εμφανίζονται ούτοι, ιδίως όταν θέλουν να παρασύρουν αυτούς εις το κακόν (αυτ. 16. Β.Ε.Π. 4, 253).

258. Προς Έλλ., 14. Β.Ε.Π. 4, 251.

259. Προς Έλλ., 12. Β.Ε.Π. 4, 250.

260. Προς Έλλ., 15. Β.Ε.Π. 4, 253.

261. Προς Έλλ., 12. Β.Ε.Π. 4, 250.

262. Προς Έλλ., 15. Β.Ε.Π. 4, 252.

263. Προς Έλλ., 16. Β.Ε.Π. 4, 253.

264. Αυτόθι.

265. Πρεσβεία, 24. Β.Ε.Π. 4. 300-301.

266. Πρεσβεία, 24. Β.Ε.Π. 4, 300.

267. Πρεσβεία 25. Β.Ε.Π. 4, 301.

268. Πρεσβεία 25. Β.Ε.Π. 4. 301-302.

269. Πρεσβεία 27. Β.Ε.Π. 4. 303.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο


Δημιουργία αρχείου: 28-11-2017.

Τελευταία μορφοποίηση: 5-12-2017.

ΕΠΑΝΩ