Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ. Μέρος Δεύτερον Τού Ανδρέα Θεοδώρου Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών
Γ΄ Κεφάλαιο Η θεολογία των Aντιγνωστικών Πατέρων |
α) Η θεολογία του Ειρηναίου, Επισκόπου Λουγδούνων και Μάρτυρος 3. Η θεία περί τον άνθρωπον οικονομία: 3. Τα εκκλησιαστικά μυστήρια 4. Εσχατολογία και ανακεφαλαίωσις Την πρώτην φάσιν ή έγχρονον, ούτως ειπείν, εισαγωγήν εις τα έσχατα αποτελεί, κατά τον Ειρηναίον, η χιλιετής βασιλεία του Υιού επί της γης. Ενώ μετά την εις ουρανούς ανάληψιν αυτού ο Κύριος κυβερνά αοράτως την Εκκλησίαν, η οποία αγωνίζεται εν υπομονή κατά του εχθρού και ελπίζει εις την εσχατολογικήν τελείωσιν αυτής, κατά το χιλιετές διάστημα της βασιλείας αυτού επί της γης θα συμβασιλεύση μετά των δικαίων εν τω κόσμω ως ορατός κυβερνήτης και βασιλεύς.*
Εις την διατύπωσιν της διδασκαλίας του ταύτης ωδηγήθη ο Ειρηναίος στηριζόμενος επί των βιβλικών χωρίων Αποκ. 20, 1-21,4 και Α΄ Κορινθίους 15, 24-28. Ούτως ομιλεί σχετικώς περί δύο αναστάσεων, μιας των δικαίων, οι οποίοι θα έχουν την αιώνιον ζωήν εν εαυτοίς, και μιας γενικής και καθολικής, η οποία θα επακολουθήση εις την πρώτην και θα γίνη βάσει των έργων ενός εκάστου των ανθρώπων. Το διάστημα (χιλιετές) το παρεμβαλλόμενον μεταξύ των δύο τούτων αναστάσεων, ο Ειρηναίος χαρακτηρίζει ως «βασιλείαν του Υιού» (C.H. V, 36, 3), κατά την διάρκειαν της οποίας πάσα εχθρότης και κακία θα ηττηθούν κραταιώς υπό του Χριστού. Μετά την βασιλείαν θα επακολουθήση η καθολική μεταμόρφωσις των εσχάτων. Εις την πρώτην ανάστασιν θα ακολουθήση η δευτέρα και καθολική («generalis resurrectio»)600 και η κρίσις («judicium»)601, μετά δε ταύτα ο Υιός θα παραδώση την βασιλείαν εις τον Πατέρα, «ίνα ή ο Θεός πάντα εν πάσιν» (Α΄ Κορινθίους 15, 28). Κατά τον Ειρηναίον, η πρώτη ανάστασις (των δικαίων) και η ένδοξος βασιλεία του Υιού επί της γης αποτελούν την τελευταίαν φάσιν της αποκαταστάσεως της φύσεως, η οποία από της αμαρτίας του Αδάμ και εξής φέρει εντός της την κατάραν του Θεού. Η αποκατάστασή αυτή νοείται ως απαλλαγή της φύσεως εκ της αρχαίας αράς, ως αναζωογόνησις και ζωοποίησις αυτής, της οποίας η πλουσία καρποφορία περιγράφεται καθ' υπερβολήν υπό του Ειρηναίου602 (επιδράσεις χιλιαστικών δοξασιών του Παπίου*).603 Τα περί ανανεώσεως της φύσεως διδάγματα του Ειρηναίου εναρμονίζονται πλήρως προς το όλον θεολογικόν σύστημα αυτού. Η εξωτερική φύσις ακολουθεί κατά πάντα τας περιπετείας και την τύχην του ανθρώπου. Δια της παραβάσεως του Αδάμ υπεδουλώθη και αυτή εις την φθοράν, συστενάζουσα και συνωδίνουσα και αποκαραδοκούσα την αποκάλυψιν των υιών του Θεού (Ρωμαίους 8, 19-22). Τα σχέδιον όμως του Θεού περί της εξωτερικής δημιουργίας ήτο εντελώς διάφορον της καταστάσεων εις την οποίαν αυτή περιήλθε μεταπτωτικώς. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον κατ' εικόνα και ομοίωσιν αυτού και τον κατέστησε κύριον και άρχοντα επί της γης (Γεν. 1, 26-28). Στοιχείον επομένως της θείας εικόνος και ομοιώσεως ήτο η ηγεμονική κυριαρχία του ανθρώπου επί της φύσεως. Συνεπώς, η αδυναμία του ανθρώπου να άρχη επί της γης, καθώς και η αδυναμία της φύσεως να υπηρετή τον άνθρωπον, είναι αποτελέσματα της αμαρτίας, δια της οποίας επλήγη, αμαυρωθείσα, η εν τω ανθρώπω εικών του Θεού. Εν τω ανακεφαλαιωτικώ όμως έργω του Χριστού η κατάστασις αντιστρέφεται ολοσχερώς. Εν Χριστώ Ιησού και ο άνθρωπος ανευρίσκει την άφθορον εικόνα και ομοίωσιν του Θεού, και η δουλωθείσα φύσις ελευθερώνεται εκ των δεσμών της αμαρτίας και της φθοράς,604 παρέχουσα εν αφθονία τα αγαθά της εις τους υιούς του Θεού. Εν τη βασιλεία του Υιού, η οποία αποτελεί τον ενδιάμεσον κρίκον τον συνάπτοντα την Εκκλησίαν μετά της αιωνιότητος, το Πνεύμα το Άγιον αναλαμβάνει σταθερώς τον άνθρωπον, δημιουργεί το εξ αναστάσεως πνευματικόν σώμα αυτού, το οποίον υπέρκειται της φθοράς και του θανάτου, ενώ ο Κύριος ημών, ο τέως αοράτως κυβερνών την Εκκλησίαν και εν πίστει συνηνωμένος μετά των εκλεκτών αυτού, θα βασιλεύση επί της γης ορατώς και εμφανώς. Σημειωτέον ότι και εν τη ενδόξω τούτη βασιλεία ο άνθρωπος δεν θα παύση να τελειούται και να αναπτύσσεται. Η πρόοδος του ανθρώπου τότε μόνον θα σταματήση, όταν ο Υιός, περατωθέντος του ανακεφαλαιωτικού έργου του, παραδώση την βασιλείαν εις τον Πατέρα, ότε ο Θεός έσται τοις πάσι τα πάντα. Έως τότε ο άνθρωπος δεν θα παύση να λαμβάνη τα δώρα του Υιού και Λόγου του Θεού, προαγόμενος εις στενοτέραν μετ' αυτού πνευματικήν επικοινωνίαν και ένωσιν. Αφ' ετέρου, τόσον η αμαρτία όσον και η επήρεια του Σατανά δεν θα παύσουν να υπάρχουν εν τη ιστορία. Μάλιστα, προϊόντος του χρόνου και εγγιζούσης της δευτέρας παρουσίας του Χριστού, αι δυνάμεις της αμαρτίας μέλλουν να συσπειρωθούν εις ύστατον αγώνα εναντίον της βασιλείας του Υιού επί της γης. Της επιθέσεως ταύτης θα ηγηθή η σκοτεινή μορφή του αντιχρίστου,605 η εμφάνισις του οποίου θα σημάνη την απαρχήν του τέλους. Κατά τον Ειρηναίον ο αντίχριστος (το θηρίον της αποκαλύψεως) θα αποτελέση την ανακεφαλαίωσιν πάσης διαβολικής αποστασίας και δόλου. Μετά βραχύβιον όμως βασιλείαν ούτος θα ηττηθή τελειωτικώς υπό του Χριστού και θα ριφθή εις την κάμινον του πυρός.606 Κατά τον Ειρηναίον η εν Χριστώ Ιησού τελείωσις του ανθρώπου μέλλει να τελειωθή εσχατολογικώς: «… και την εκ των ουρανών εν τη δόξη του Πατρός παρουσίαν αυτού, επί το «ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα», και αναστήσαι πάσαν σάρκα πάσης ανθρωπότητος, ίνα Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, και Θεώ, και Σωτήρι, και βασιλεί, κατά την ευδοκίαν του Πατρός του αοράτου, «παν γόνυ κάμψη επουρανίων, και επιγείων, και καταχθονίων, και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται αυτώ» «και κρίσιν δικαίαν εν τοις πάσι ποιήσηται».607 Δεν θα ήτο δε υπερβολή να ομολογήσωμεν μετά του Scharl,608 ότι από τινος επόψεως ανακεφαλαίωσις και εσχατολογική τελείωσις παρά τω Ειρηναίω είναι έν και το αυτό πράγμα. Το νέον εν τη τελειώσει ταύτη θα είναι η οριστικοποίησις της ανακεφαλαιώσεως, δηλαδή η κατάργησις του δυναμικού και εξελικτικού χαρακτήρος αυτής. Εν τη αιωνιότητι θα κλείση οριστικώς πλέον ο κύκλος τόσον του τραγικού δράματος της ιστορίας, όσον και του λυτρωτικού έργου του Χριστού. Εν αυτή το Πνεύμα τα άγιον θα ελέγχη πλήρως και θα διεμποτίζη την νέαν πνευματικήν κτίσιν, το κακόν θα εξαφανισθή και η αμαρτία θα εκλείψη. Αντικρούων ο Ειρηναίος τους Γνωστικούς, οι οποίοι, εκλαμβάνοντες την ύλην ως κακήν, απέρριπτον την ανάστασιν των υλικών σωμάτων, τονίζει ότι μετά την κρίσιν και ανταπόδοσιν εκείνο το οποίον θα καταστραφή είναι μόνον η κακία και η αμαρτία, όχι δε η υλική ουσία. Η ουσία και η υπόστασις της κτίσεως, επειδή προέρχονται εκ του αληθούς και βεβαίου Δημιουργού, δεν υπόκεινται εις αφανισμόν. Μόνον το σχήμα (figura) του κόσμου τούτου παράγει (Α΄ Κορινθίους 7, 31): «εν οις παράβασις γέγονεν, ότι επαλαιώθη ο άνθρωπος εν αυτοίς. Και δια τούτο το σχήμα τούτο πρόσκαιρον εγένετο, προειδότος τα πάντα του Θεού… Παρελθόντος δε του σχήματος τούτου, και ανανεωθέντος του ανθρώπου, και ακμάσαντος προς την αφθαρσίαν, ώστε μη δύνασθαι πέρα παλαιωθήναι, έσται ο ουρανός καινός, και η γη καινή εν οίς καινοίς αναμενεί ο άνθρωπος αεί καινός, προσομιλών τω Θεώ».609 Επομένως και το υλικόν σώμα του ανθρώπου, ως προερχόμενον παρά του Θεού, θα λάβη αιώνιον ζωήν εξ αναστάσεως. Εν τη τελειώσει των εσχάτων η δημιουργία θα επανεύρη την προπτωτικήν της καθαρότητα. Ο θάνατος και η φθορά δεν θα υπάρχουν πλέον, όπως δεν υπήρχον και προ του παραπτώματος του Αδάμ. Ο άνθρωπος, ο κατά την δημιουργίαν αυτού νήπιος, ο παραποδισθείς υπό του διαβόλου και πεσών, εν τη τελειώσει των πάντων, απελευθερωθείς πλέον του θανάτου και της φθοράς (επιγεννημάτων της αμαρτίας), θα επιτύχη την ηθικήν άνδρωσιν αυτού, απομάσσων πλήρως την ιδέαν, την οποίαν είχε περί αυτού ο δημιουργός Θεός. Εγείρεται όμως έν τελευταίον ερώτημα: επιτυγχάνων ο άνθρωπος την ομοίωσιν αυτού μετά του Θεού, θα διαφέρη ουσιωδώς του προαιωνίου αρχετύπου του (του Χριστού); Η απάντησις είναι αρνητική. Ο άνθρωπος εν Χριστώ Ιησού θεοποιούμενος ουδόλως εξέρχεται των περιγεγραμμένων ορίων της φύσεώς του. Και ναι μεν ο άνθρωπος εν Αγίω Πνεύματι καθίσταται θεοειδής και θεόμορφος, ανακλών εν τη φύσει του πλήρως την θείαν εικόνα και ομοίωσιν,610 αλλά και εν τη θεομόρφω ταύτη καταστάσει ούτος δεν παύει να είναι άνθρωπος πεποιημένος, δεχόμενος εν εαυτώ την χάριν και τα δώρα του Δημιουργού του. Θεούμενος ο άνθρωπος δεν αποβάλλει την φυσικήν του πραγματικότητα, ούτε και αναλαμβάνει νέαν ξένην φύσιν.611 Η θεοποίησις δεν σημαίνει έκστασιν της ανθρωπίνης φύσεως, αλλ' «ανθρωποποίησιν» του ανθρώπου. Όταν, δηλαδή, ο άνθρωπος τη δυνάμει του Αγίου Πνεύματος επιτύχη πλήρως την θείαν εικόνα και ομοίωσιν, τότε καθίσταται ο πραγματικός και τέλειος άνθρωπος, όπως ηθέλησεν αυτόν ο Πλάστης και Δημιουργός του. Η θέωσις, κατά ταύτα, συμπίπτουσα πλήρως προς την ανακεφαλαίωσιν, κατ' ουδένα τρόπον εξέρχεται των φυσικών ορίων της δημιουργίας, αλλ' εκφράζει φαεινώς την γνησίαν, αληθή και πεπληρωμένην φύσιν. Ο άνθρωπος ενυπάρχει μεν εν τω Θεώ, δεν καθίσται όμως ο ίδιος θεός. Άλλωστε, εν αντιθέσει προς τον φύσει αγέννητον Δημιουργόν του, ουδέποτε θα παύση ούτος να είναι ον πεποιημένον, δεχόμενον τα δώρα της Θεώσεως εκ μέρους του απείρου Πλαστουργού του: «Υποταγή δε Θεού, αφθαρσία· και παραμονή αφθαρσίας δόξα αγέννητος. Δια ταύτης… της τάξεως, και των τοιούτων ρυθμών, και της τοιαύτης αγωγής, ο γεννητός και πεπλασμένος άνθρωπος κατ' εικόνα και ομοίωσιν του αγεννήτου γίνεται Θεού».612 Με άλλας λέξεις, η θέωσις του ανθρώπου αποτελεί εξύψωσιν και εκλάμπρυνσιν της φύσεως, εν ουδεμία δε περιπτώσει κατάλυσιν και έκστασιν αυτής. Το τελευταίον, τέλος, πρόβλημα εν τη εσχατολογία του Ειρηναίου είναι η σχέσις της αιωνίας προεκτάσεως του κακού και των εν τη κολάσει αμαρτωλών προς την εσχατολογικήν τελείωσιν του σωτηρίου έργου της ανακεφαλαιώσεως. Ο Ειρηναίος, παρά την απροθυμίαν του να εξετάζη τοιούτου είδους ζητήματα κάμνει σχετικώς τας εξής παρατηρήσεις: α) Αι βουλαί του Θεού είναι ανεξερεύνητοι,613 η δε Γραφή ουδέν αποκαλύπτει περί του ζητήματος, β) Η αμαρτία νοείται πάντοτε ως αντίδρασις της βουλήσεως του ανθρώπου εναντίον του θελήματος και του νόμου του Θεού. Η αντίδρασις αυτή εν τη αιωνιότητι ασφαλώς θα καταλυθή, ενώ η αμαρτία θα υπάρχη παθητικώς μόνον, ως το αντικείμενον περί το οποίον θα στρέφεται αιωνίως η τιμωρία η οφειλομένη εις αυτήν.614 Εφ' όσον, λοιπόν, καταστρέφεται η ενεργός αντίδρασις του ανθρώπου κατά του Θεού, καταστρέφεται μετ' αυτής και αφανίζεται και το κέντρον της αμαρτίας γ) Οι εν τη κολάσει ενυπάρχοντες άνθρωποι θα είναι εκείνοι, οι οποίοι εθελουσίως απέκοψαν εαυτούς της ζωής και εματαίωσαν δια της διαγωγής των τον αντικειμενικόν σκοπόν της δημιουργίας.615 Την πραγματικότητα της κολάσεως (ως και της αιωνίου ζωής) ο Ειρηναίος στηρίζει επί του στοιχείου της ελευθέρας βουλήσεως του ανθρώπου, πράγμα το οποίον εναρμονίζεται πλήρως εντός των πλαισίων των περί ανακεφαλαιώσεως του ανθρώπου, ως έργου εξόχως ηθικού και δυναμικού, ιδιαιτέρων διδαγμάτων του.616 Οι άδικοι δια της επιμόνου και εκουσίας απιστίας των θησαυρίζουν οργήν εν ημέρα κρίσεως.617 Επομένως κατά τον Ειρηναίον, μία ωρισμένη μερίς ανθρώπων δεν πρόκειται να ελευθερωθή εκ των δεσμών της αμαρτίας και του αιωνίου πνευματικού θανάτου. Τούτο όμως δεν τον εμποδίζει να ομιλή περί ανακεφαλαιώσεως πάντων των όντων εν τω σωτηρίω έργω του Χριστού. Δι' αυτόν, τόσον η είσοδος του κακού εις τον κόσμον, όσον και η προέκτασις αυτού εις την αιωνιότητα αποτελούν μυστήριον δυσδιάγνωστον, τουλάχιστον ενόσω διαρκεί η παρούσα κατάστασις της ανθρωπίνης ζωής. Η λύσις του προβλήματος θα καταστή δυνατή μόνον μετά την κρίσιν και ανταπόδοσιν εντός των κόλπων της θείας βασιλείας. Το γε νυν έχον ο Ειρηναίος ανήρ κατ' εξοχήν παραδοσιακός και θεολογών επί του ασαλεύτου θεμελίου της Γραφής εξαίρει μεν πολυειδώς την περί ανακεφαλαιώσεως ιδέαν, αρνείται όμως να εμβαθύνη επί ζητημάτων, επί των οποίων αι πηγαί της πίστεως τηρούν σιγήν. Ειπόντες τα δέοντα περί όσων εκ της θεολογίας του Ειρηναίου ενδιαφέρουν την ιστορίαν των δογμάτων, κρίνομεν σκόπιμον όπως εν συνεχεία δώσωμεν τα κυριώτερα σημεία της θεολογίας αυτής, ιδιαιτέρως δε τα περί της ανακεφαλαιώσεως του ανθρώπου διδάγματα, τα οποία φέρουν την προσωπικήν σφραγίδα της θεολογικής σκέψεως του Επισκόπου της Λυώνος.
1) Ως είναι εύκολον να κατανοηθή, η θεολογία του Ειρηναίου είναι θεολογία εξόχως ενωτική. Ως πολλάκις ετονίσθη, τον χαρακτήρα τούτον φέρει η θεολογία αυτή εκ της οξυτάτης αντιθέσεως αυτής προς τα δυϊστικά συστήματα του Γνωστικισμού. Ο θεολογικός και οντολογικός δυϊσμός των συστημάτων τούτων είναι εντελώς ξένος της θεολογικής σκέψεως του Επισκόπου της Λυώνος. Δεν υπάρχουν δύο θεοί, ένας ανώτερος και ένας κατώτερος, ως εφλυάρουν οι Γνωστικοί. Ούτε επί του πεδίου των όντων υπάρχει δυϊστική αντίθεσις μεταξύ ανωτέρου και κατωτέρου στοιχείου, πνεύματος και ύλης. Ο Θεός είναι είς και ο αυτός, δημιουργός, συντηρητής και λυτρωτής του κόσμου. Είναι εις την ουσίαν και τριαδικός τας υποστάσεις, αι οποίαι είναι προσωπικαί διακρίσεις εν τη θεότητι και όχι υποστατοποιημένα όντα (αιώνες), ως εδέχοντο οι αιρετικοί. Εν τη Θεότητι πρυτανεύει η ενότης, τόσον ουσίας όσον και βουλήσεως και ενεργείας (περιχώρησις εν αγάπη των προσώπων της Αγίας Τριάδος).
2) Την ενότητα ταύτην βλέπομεν ομοίως απηχουμένην και εν τη ανθρωπολογία του Ειρηναίου. Οι άνθρωποι φέρουν όλοι ανεξαιρέτως την αυτήν ουσίαν. Προήλθον εκ των χειρών του αυτού πανσόφου Δημιουργού. Δεν είναι έργον του κατωτέρου (δημιουργού) Θεού, ως εδέχοντο οι Γνωστικοί. Επλάσθησαν κατ' εικόνα και ομοίωσιν Θεού, συνιστάμενοι εκ σώματος και ψυχής λογικής. Εξ επόψεως φυσικής συστάσεως είναι όλοι ίσοι μεταξύ των. Επομένως αι διακρίσεις των ανθρώπων εις υλικούς, ψυχικούς και πνευματικούς, την οποίαν έκαμνον οι Γνωστικοί (διαφορότης οντολογική), είναι εσφαλμέναι και απορριπτέαι. Αν υπάρχη διάκρισις μεταξύ των ανθρώπων αυτή είναι ηθική. Ο ηθικός όμως ούτος δυϊσμός δεν είναι οντολογικός, δεν προέρχεται δηλαδή εκ του Θεού, αλλ' είναι δυνατότης της κτιστής φύσεως, στηριζομένη επί της λογικής των όντων ελευθερίας.
3) Η ανθρωπολογία του Ειρηναίου είναι εξόχως δυναμική και εξελικτική. Ο πρώτος άνθρωπος ήτο νήπιος πνευματικώς και ηθικώς. Δημιουργηθείς ελεύθερος υπό του Θεού, έπρεπε βαθμηδόν να προοδεύση εις την αρετήν και το αγαθόν, ώστε να επιτύχη την ηθικήν ωρίμασιν και άνδρωσίν του. Το στοιχείον τούτο είναι σημαντικόν εν τη όλη θεολογία του Ειρηναίου, διότι αφ' ενός μεν εξηγεί την εις την αμαρτίαν πτώσιν του Πρωτοπλάστου, αφ' ετέρου δε καθιστά νοητόν το ανακεφαλαιωτικόν έργον του Χριστού.
4) Χριστολογία και σωτηριολογία συνάπτονται αδιαρρήκτως εν τη θεολογική σκέψει του Ειρηναίου, αμφότεραι φέρουσαι την ενωτικήν σφραγίδα της θεολογικής σκέψεως του Ειρηναίου. Η γνωστική διάσπασις του προσώπου του Χριστού (Ιησούς — άνθρωπος και Χριστός — ουράνιος αιών) είναι απαράδεκτος δια τον Ειρηναίον. Εν τω Χριστώ υπάρχουν συνηνωμέναι δύο πλήρεις και τέλειαι φύσεις, η θεία και η ανθρωπίνη. Ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος (Deus homo), δηλαδή πλήρης και τέλειος Θεός και πλήρης και τέλειος άνθρωπος ο αυτός. Δεν έχομεν δύο όντα εν αυτώ άσχετα και διάφορα αλλήλων. Ο Χριστός είναι είς και ο αυτός, τούτο μεν ως παντοδύναμος Θεός, τούτο δε ως άνθρωπος πεπερασμένος και σχετικός. Η ενότης αυτή του προσώπου του Χριστού παρεγγυάται τόσον την ενότητα (μία η σωτηρία, όχι πολλαί), όσον και την δραστικότητα του σωτηρίου έργου αυτού.
5) Το τελευταίον τούτο νοείται πάντοτε υπό του Ειρηναίου ως ανακεφαλαίωσις του ανθρώπου (και της κτίσεως) εν τω ανανθρωπίσαντι Υιώ και Λόγω του Θεού. Γενικώς η ανακεφαλαίωσις νοείται, αφ' ενός μεν ως αποκατάστασις του ανθρώπου εις την αρχέγονον προπτωτικήν κατάστασιν αυτού, αφ' ετέρου δε ως θεοποίησις του ανθρώπου εν τω Χριστώ τη δυνάμει του Αγίου Πνεύματος. Ειδικώτεραι στιγμαί του ανακεφαλαιωτικού έργου του Χριστού είναι αι ακόλουθαι:
6) Η θεολογία του Ειρηναίου είναι θεολογία αισιόδοξος. Η αισιοδοξία της στηρίζεται επί της ελευθερίας της βουλήσεως, η οποία αποκρούουσα την οντολογικήν, φυσιοκρατικήν και ηθικήν μοιροκρατίαν του Γνωστικισμού, αφ' ενός μεν εξηγεί την εν τω κόσμω ύπαρξιν του κακού, αφ' ετέρου δε παρέχει την δυνατότητα επιστροφής του πεπτωκότος εις την αλήθειαν και το αγαθόν. Ο άνθρωπος δεν είναι προωρισμένος εις αιωνίαν απώλειαν (ως επρέσβευον οι Γνωστικοί δι' ωρισμένην μερίδα ανθρώπων, τους υλικούς). Δια του ανακεφαλαιωτικού έργου του Χριστού συντρίβονται η αμαρτία και ο Σατανάς, εξαφανίζεται το κράτος του θανάτου και της φθοράς. Η δημιουργία καθαίρεται και λυτρούται, απαλλάσσεται του φοβερού άχθους, το οποίον εκάθησεν επ' αυτής δια της αρχαίας παρακοής. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και η φυσική κτίσις λυτρούται εκ της κακίας αυτής, αποτινάσσουσα τα δεσμά δια των οποίων περιεβλήθη δια του αμαρτήματος του Αδάμ. Κοσμικός, δηλαδή, θριαμβικός τόνος της νίκης της ζωής εναντίον του κράτους της ηθικής νεκρώσεως και της φθοράς!
7) Η θεολογία του Ειρηναίου, ιδιαιτέρως δε η περί απολυτρώσεως μυστική θεωρία αυτού (κληρονομία της εν Μ. Ασία θεολογικής παραδόσεως, της οποίας οι ρίζαι εκβάλλουν εις την θεολογίαν του ευαγγελιστού Ιωάννου), θα ασκήσουν μεγίστην ροπήν επί των σωτηριολογικών αντιλήψεων της εν τη Ανατολή θεολογίας της Εκκλησίας, θα σφραγίσουν δε ανεξιτήλως την σκέψιν, τα βιώματα και την πνευματικήν υπόστασιν καθόλου της Ορθοδοξίας.
Σημειώσεις *Σημείωση τού κατασκευαστή τής σελίδας αυτής τής ΟΟΔΕ: Θεωρώ αναγκαίο να θέσω εδώ την παρούσα υποσημείωση, όσον αφορά τη διαρκώς επαναλαμβανόμενη άποψη, (στο παρόν κείμενο καθώς και αλλού), σύμφωνα με την οποία άποψη, ο άγιος Ειρηναίος έχει δήθεν υιοθετήσει χιλιαστικές απόψεις ανάλογες με τού αγίου Ιουστίνου και άλλων. Όσο και αν έψαξα στα κείμενα τού αγίου, δεν κατάφερα να βρω ούτε ένα σημείο, στο οποίο ο άγιος Ειρηναίος να έχει υιοθετήσει χιλιαστικές απόψεις. Οι όποιες ομοιότητες εκφράσεων υπάρχουν, ή αναφορές περί χιλίων ετών, με μία προσεκτική ανάγνωση, μαρτυρούν ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο από το χιλιαστικό που (κακώς και αδίκως κατά τη γνώμη μου) τού αποδίδεται, θα έλεγα μάλιστα ότι εμπεριέχουν και μία σκόπιμη από μέρους του ασάφεια, στις γνωστές κατά την εποχή του χιλιαστικές εκφράσεις, τις οποίες ακολούθως επιχειρεί έντεχνα να διορθώσει, αποδίδοντάς τους Ορθόδοξο περιεχόμενο. Επειδή όμως το θέμα είναι αρκετά εκτενές, και απαιτεί την παρουσίαση και ορθή ερμηνεία, τών επιμάχων χωρίων τού αγίου, που παρερμηνεύονται, αν θέλει ο Θεός, κάποτε θα τα συγκεντρώσω σε ξεχωριστό άρθρο με αυτό ακριβώς το θέμα, που τόσο αδικεί αυτόν τον σημαντικό άγιο τής πρώτης Χριστιανικής Εκκλησίας, παρουσιάζοντάς τον ως "χιλιαστή". 600. Κατά τον Ειρηναίον η ψυχή δεν συναποθνήσκει μετά του σώματος. Αυτή είναι εκ φύσεως αθάνατος οφείλουσα βεβαίως την αθανασίαν αυτήν εις την αγαθήν βουλήν του Θεού (αντίστοιχος ιδέα παρ' Ιουστίνω). Ο Ιερός Πατήρ διακρίνει δύο ειδών αθανασίας. Η μία είναι του "είναι" (κοινή εις πάντας οφειλομένη εις το θέλημα του Θεού) και η άλλη της μακαριότητας, η μόνη αληθής και πραγματική, η οποία ανήκει εις μόνους τους ευσεβείς και δικαίους Χριστιανούς. (Βλέπε λεπτομερείας: F. Vernet, μν. έργ σελ. 2498 και εξής). — Μετά τον θάνατον του σώματος αι ψυχαί κρινόμεναι μερικώς υπό του Θεού, «απέρχονται εις τον τόπον τον ωρισμένον αυταίς από του Θεού, κακεί μέχρι της αναστάσεως φοιτώσι, περιμένουσαι την ανάστασιν· έπειτα απολαβούσαι το σώματα, και ολοκλήρως αναστάσαι, τουτέστι σωματικώς, καθώς και ο Κύριος ανέστη, ούτως ελεύσονται εις την όψιν του Θεού» (C.H. V, 31, 2. Απόσπ. 94. Β.Ε.Π. 5, 169). Η ανάστασις της σαρκός είναι εν εκ των βασικών θεμάτων της θεολογίας του Ειρηναίου, τούτην δε αντιβάλλει μετά δυνάμεως εναντίον της Γνωστικής αιρέσεως η οποία, αποδεχομένη την ύλην ως ουσιωδώς κακήν, ως προερχομένην δηλαδή εκ του κατωτέρου δημιουργού Θεού (C.H. I, 6, 2. I, 22, 1. I, 27, 3), απέρριπτε την ανάστασιν των υλικών σωμάτων. Ταύτα βεβαίως δεν θα αναστηθούν εξ ιδίας ουσίας αλλ' υπό μόνου του Θεού («non ex sua substantia sed ex Dei virtute»), ο οποίος έχει και την θέλησιν και την δύναμιν να πράξη τούτο (C.H. V, 7, 2). Άλλωστε την δυνατότητα και την ελπίδα της αναστάσεως παρέχουν εις το σώματα ο άρτος και ο οίνος της ευχαριστίας (C.H. IV, 18,5). Ομοίως την ανάστασιν των σωμάτων απαιτεί η έννοια της θείας δικαιοσύνης. Τα σώματα τα οποία συνήργησαν μετά της ψυχής εις την διάπραξιν του αγαθού πρέπει να τύχουν ομοίως αμοιβής εις την μετά θάνατον ζωήν (ιδέαι του Απολ. Αθηναγόρου) (C.H. V, 3-5). Τέλος την ανάστασιν των σωμάτων απαιτούν τα ιδιώματα (δικαιοσύνη, αγαθότης κλπ.) του Θεού (C.H. II, 29. 2). 601. C.H. V, 36,2. 602. «Praedicta itaque benedictio ad tempora regni sine contradictione pertinet, quando regnsbunt justi aurgentes a mortuis; quando et creature renovata, et liberata, multitudinem fructiflcabit universae ascae, ex rore coeIi, et ex fertilitate terrae…» (C.H. V, 33,3). 603. Είναι απορίας άξιον, πως ο Ειρηναίος ήτο δυνατόν να υιοθετήση τοσούτον αφελή και παιδαριώδη διδάγματα*, τα οποία ήρχοντο εις τόσον μεγάλην αντίθεσιν προς τον πνευματικόν χαρακτήρα του Χριστιανικού ήθους και των εσχατολογικών προσδοκιών της πίστεως. Ο Ιουστίνος αν και ένθερμος υποστηρικτής του Χιλιασμού, κατώρθωσεν εν τούτοις να αποφύγη τας υπερβολικός και εντελώς απαραδέκτους ταύτας υλιστικάς προσδοκίας της χιλιαστικής δοξασίας. Βεβαίως επί του Ειρηναίου εβάρυνε το γεγονός, ότι τας ιδέας αυτάς (προερχομένας σαφώς εκ των εσχατολογικών προσδοκιών του Ιουδαϊσμού) διετύπωσεν ο Παπίας, αποστολικός μαθητής, του οποίου το κύρος εκ της επόψεως ταύτης ήτο μέγα. Ήτο όμως τούτο λόγος αποχρών, ώστε η κατά πάντα νηφαλία σκέψις του Ειρηναίου να υιoθετήση διδάγματα τοσούτον απάδοντα προς την πνευματικότητα της εσχατολογικής πίστεως και ελπίδος της Εκκλησίας; 604. C.H. V, 33, 1. 605. Βλέπε Α. Θεοδώρου, Η περί αντιχρίστου ιδέα, εν Αθήναις 1970. 606. «diabolicam apostasiam in se recapitulans» (C.H. V, 25,1). «Et propter hoc in bestia veniente ανακεφαλαίωσις γίνεται πάσης αδικίας, και παντός δόλου, ίνα εν αυτώ συρρεύσασα και συγκληθείσα πάσα δύναμις αποστατική κατά τον κάμινον ολισθή του πυρός» (C.H. V, 29,2. Απόσπ. 91. Β.Ε.Π. 5, 168). 607. C.H. I, 10,1. Β.Ε.Π. 5, 115. 608. Παρά Α. Θεοδώρου, μν. έργ. , σελ. 75. 609. C.H. V, 36. 1. Απόσπ. 96. Β.Ε.Π. 5. 170. 610. «Εις τούτο ακριβώς απόβλεπε και το μυστήριον της θείας του Λόγου ενανθρωπήσεως: «εις τούτο γαρ ο Λόγος άνθρωπος,… ίνα ο άνθρωπος τον Λόγον χωρήσας, και την υιοθεσίαν λαβών, Υιός γένηται Θεού» (C.Η. III, 19,1. Απόσπ. 34. Β.Ε.Π. 5. 150). 611. Ίσως ωρισμέναι μεμονωμένοι φράσεις του Ειρηναίου να οδηγούν εις τοιαύτην αντίληψιν (λ.χ. C.H. IV, 38, 3-4) προσεκτικώτερον όμως εξεταζόμεναι αύται συμφωνούν προς την γενικωτέραν διδασκαλίαν αυτού. 612. C.H. IV, 38, 3. Απόσπ. 65. Β.Ε.Π. 5, 158. 613. «qui secundum magnitudinem quidem ignotus est omnibus, qui ab eo facta sunt» (C.H. IV, 20, 4). 614. C.H. IV, 40, 1. 615. Κατά τον Ειρηναίον όμως ο Θεός θα επιβάλη εις τους αμαρτωλούς και ποινάς θετικάς (C.H. IV, 40, 1). 616. C.H. V, 1,1. 617. «Et Deus quidem perfectus in omnibus, ipse sibi aequalis et similis; totus cum sit lumen, et totus mans, et totus substantia, et fone omnium bonorum: homo vero perfectum percipiens et sugmentum ed Deum. Quemadmodum enim Deus semper idem est; sic et homo in Deo inventus, semper proficiet ad Deum. Neque enim Deus cessat aliquando in benefaciendo, locupletando hominem: neque homo cessat beneficium accipere, et ditari a Deo. Exceptorium enim bonitetis, et orgenum clarificetionis ejus, homo gretus ei qui se fecit: et iterum exceptorium justi judicii ejus homo ingratus. Et spernens plasmetorem, et non subjectus Verbo ejus» (C.H. IV, 11, 2). |
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Δημιουργία αρχείου: 1-11-2018.
Τελευταία μορφοποίηση: 14-2-2019.