Περί λόγων τών όντων * Η ενέργεια του Θεού στην κτίση και η έννοια τών λόγων τών όντων * Το αΐδιο θείο θέλημα και προορισμός * Άνθρωπος και κόσμος στη θεολογία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού * Η κτίση εκ του μηδενός, κατά τη φιλοσοφία και τη Χριστιανική πίστη * Οι λόγοι των όντων. Εισαγωγή στην «Ευχαριστιακή Οντολογία»
Λόγοι των όντων: Πώς τα
όντα κοινωνούν δια των λόγων τους Σύνδεση ηθικής και οντολογίας (2ο μέρος) Εξήγηση τής οντολογίας τού αγίου Μαξίμου από τον π. Νικόλαο Λουδοβίκο Παύλος Κλιματσάκης
Πηγή: Aντίφωνο Αναδημοσίευση από: http://antifono.gr/portal |
Ο π. Νικόλαος στρέφει στην συνέχεια την προσοχή στο ότι οι λόγοι των όντων παίζουν κρίσιμο ρόλο στη υπαρξιακή πορεία του ανθρώπου, η οποία, όπως ελέχθη, μπορεί να είναι κατά φύσιν ή παρά φύσιν. Το τελευταίο αποφασίζεται από την ελεύθερη κίνηση του θελήματος των λογικών όντων [από το αυτεξούσιό τους], η οποία είτε συγκατανεύει στον λόγο της φύσεως [στο πώς θέλησε ο Θεός να είναι ο άνθρωπος] είτε είναι φθαρτική του λόγου της φύσεως. (σελ. 131) Στην κακή εκδοχή, αυτήν της παρά φύσιν προαιρέσεως, στον κατά φύσιν λόγο αντιτίθεται ο «παρά φύσιν τρόπος» ως απλή άρνηση του λόγου της φύσεως [όχι δηλαδή ως μια νέα θετική πραγματικότητα]. Πρόκειται για μια μηδενίζουσα φορά εκ μέρους της κτιστής φύσεως, εκδηλούμενη ως παρά φύσιν κίνησιν της προαιρέσεως. [αυτεξούσιο σημαίνει ότι ο άνθρωπος μπορεί μεν να θέτει τον εαυτό του, αλλά όχι απολύτως κατά το ον, αυτό είναι δουλειά του Θεού, αλλά κατά το βούλεσθαι] Ο Άγιος Μάξιμος βεβαιώνει ότι «πάθος και φύσις κατά τον λόγον του Είναι ουδαμώς αλλήλοις συνυπάρχουσιν».
Το πάθος μηδενίζει την φύση και δεν έχει θέση μέσα στον λόγο του όντος με κανέναν τρόπο. (σελ. 132) [αξιοσημείωτη έκφραση «το πάθος μηδενίζει την φύση»∙ κατ’ αντιδιαστολή οι σύγχρονοι άνθρωποι θέλουν να «ζούνε με πάθος»] Στην καλή εκδοχή της ορθής προαιρέσεως ο Μάξιμος ομιλεί για «κατόρθωσιν των κατά φύσιν λόγων» [ο λόγος ενός όντος ως ουσία δεν δηλώνει μια άπαξ δεδομένη τελεία κατάσταση∙ η ουσία πρέπει να ενεργήσει, να καταστεί ο εαυτός της]. Ο π. Νικόλαος εξηγεί ότι οι λόγοι είναι ενδεχόμενα υπαρξιακά κατορθώματα ελεύθερης προαιρέσεως του λογικού όντος και όχι απλά οντολογικά δεδομένα. (σελ. 132) Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, και επομένως ο εκ Θεού παραχωρηθείς λόγος της φύσεως μπορεί να αποτελεί τόσο «κατόρθωμα» όσο και μηδενισμό. Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι οι λόγοι δεν είναι μόνο, αλλά και πράττονται, και ως εκ τούτου, όπως λέει ο Άγιος Μάξιμος, «ο λόγος της φύσεως, γίνεται και νόμος της φύσεως, λαμβάνοντας σε συμφωνία και την γνώμη κατά την ενεργοποίηση των κατά φύση δυνάμεων». Στην καλή περίπτωση «η γνώμη του ανθρώπου συμφωνεί κατά πάντα προς τον Θεό… [και έτσι και προς τον λόγο του είναι της] και αυτή (η σύμφωνη προς τον Θεό ενέργεια) έχει καταστεί έμπρακτος διάθεσις που αποσκοπεί στην γένεση της αρετής με τη χάρη του φύσει αγαθού Θεού» (σελ. 132-3) Επομένως, η κατά λόγον κίνηση της γνώμης καθιστά τον λόγο εσωτερικό νόμο του όντος [έξις του αγαθού, θα έλεγε ο Αριστοτέλης] και οδηγεί στην γένεση της αρετής. Σε αυτό το σημείο ο π. Νικόλαος επιχειρεί μια παρουσίαση της έννοιας της ηθικής ως «εσωτερικευμένης οντολογίας» και έλλογης πράξης αρετής. Η πραγματοποίηση του εν Θεω λόγου του είναι του ανθρώπου απαιτεί ελεύθερη βουλητική διεργασία και εκούσια κίνηση της προαιρέσεως, και αυτό παραπέμπει σε μία οντολογική ηθική, όπως σημειώνει ο π. Νικόλαος. (σελ. 133) Πρόκειται περαιτέρω για ηθική πράξη που οδηγεί σε όλο και βαθύτερη ευχαριστιακή ενσωμάτωση στο σώμα της εκκλησίας. Ο λόγος διαθέτει, κατά τον Άγιο Μάξιμο, κάποια ζωτική επίδραση στη λογική ύπαρξη και οδηγεί στην εμφύτευση της θείας ζωής στους ανθρώπους και τους αγγέλους, προωθώντας τους προς το αεί ευ είναι. Σύμφωνα με τον Άγιο Μάξιμο «αυτοί που με κάθε τρόπο κατέστησαν τη γνώμη τους σύμφωνη με τη φύση τους και την έκαναν δεκτική των λόγων της φύσεως, διασώζοντας καθ’ ολοκληρίαν τον λόγο του αεί ευ είναι, ένεκα της συμπαθείας της γνώμης τους προς την θεία βούληση, αυτοί θα μετάσχουν σε όλη την αγαθότητα [του Θεού] σύμφωνα με την θεία ζωή που λάμπει επάνω τους είτε ως άνθρωποι είτε ως άγγελοι». (σελ. 134) Η αντίθετη περίπτωση προκαλεί απόσταση από τον Θεό και καταστροφή των λόγων της φύσεως του ανθρώπου. Ο λόγος της φύσεως του κάθε ανθρώπου συνιστά περαιτέρω και κριτήριο, κατά τον Άγιο Μάξιμο, σύμφωνα με το οποίο θα κριθεί το πώς κινήθηκε η προσωπική γνώμη του καθενός. Όπως σχολιάζει ο π. Νικόλαος, βλέπουμε ότι ο λόγος είναι ο δρόμος προς την ευχαριστιακή ενσωμάτωση του λογικού όντος. Ο λόγος είναι ο τόπος της φανερώσεως της θείας ζωής, της υπαρξιακής συναντήσεως ανθρώπου και Θεού. «Κατόρθωση» αυτού του λόγου είναι επομένως κατόρθωση της αναφερθείσας συναντήσεως. (σελ. 135) Αυτήν την συνάντηση διαμεσουργεί κατά τον Άγιο Μάξιμο το Άγιο Πνεύμα, το οποίο «συνέχει την γένεση καθενός και με τη δύναμη της πρόνοιας διέρχεται από όλους και ανακινεί τον λόγο της φύσεως μέσα στον καθένα» [επαναφορά της πρωταρχικής φύσεως του ανθρώπου μέτα την πτώση]. Όσοι έχουν αγαθή προαίρεση μπορούν τότε να έρθουν σε συναίσθηση όσων έχουν πραχθεί ελλιπώς και να αποδεχθούν τους κατά φύσιν λογισμούς. (σελ. 135-6) Το Πνεύμα ανακινεί λοιπόν την δραστικότητα των λόγων της αληθούς φύσεως του ανθρώπου και κατά δύναμη προνοητική, σε σχέση με όσους έχουν αγαθή προαίρεση, υποβοηθεί στην «προς τον λόγον ευθυπορία τους». Ο π. Νικόλαος σημειώνει (λαμβάνοντας αφορμή από Αξελό και Κονδύλη) ότι στην ιστορία της φιλοσοφίας δεν κατορθώθηκε πραγματική ενότητα μεταξύ του θεωρητικού και του πρακτικού στοιχείου στον άνθρωπο. Η μεν θεωρία παρέμεινε ιδεαλιστική, η δε ηθική παρέμεινε ιδεατή [ανεφάρμοστη]. Το ανεφάρμοστο της φιλοσοφικής ηθικής κλονίζει και τα θεμέλια της οντολογίας που το υποβαστάζει. (σελ. 137) [Δεν νομίζουμε ότι είναι καλά τοποθετημένο το ζήτημα∙ το κρίσιμο ερώτημα είναι μάλλον ότι ακόμα και η εφαρμοσμένη εξ ανθρώπου ηθική δεν δύναται αφ’ εαυτής να υπερβεί τους όρους της πτώσεως] Γι’ αυτό, όπως δικαίως τονίζει ο π. Νικόλαος, ενώ η εξ ανθρώπου (φιλοσοφική) ηθική αφήνει τον άνθρωπο μόνο του να κοπιάσει για την εφαρμογή της στο πλαίσιο μιας εναντιούμενης πραγματικότητας, η εσωτερικευμένη οντολογία είναι και έργο του Χριστού μέσα στον άνθρωπο με όργανο τον υπάρχοντα «άκτιστο» (σελ. 137) λόγο της συγκεκριμένης ανθρώπινης υπάρξεως, έργο που ζητά μόνο την συγκατάθεση της προαιρέσεώς του. Πρόκειται για θεραπευτικό έργο και αποκατάσταση εν Αγίω Πνεύματι του «κατά φύσιν και λόγον» μέσα στον άνθρωπο. Πρόκειται για όντως «λογοποίηση» και αληθοποίηση του κόσμου.
Λόγοι πρόνοιας και λόγοι κρίσεως Ο π. Νικόλαος εξηγεί στη συνέχεια ότι κατά τον Άγιο Μάξιμο η πρόνοια και η κρίση αποτελούν τρόπους μυστηριακής επισκέψεως του Θεού στα όντα, αμφότεροι αναγκαίοι για τη σύσταση του μυστηρίου της σωτηρίας μας. (σελ. 138) Αυτό το μυστήριο έχει συσταθεί ως «γενικωτάτη των όντων συνοχή» [σωτηρία είναι η συνοχή των όντων – η αποκατάσταση της κοινωνίας τους]. Η αναφερθείσα συνοχή, όπως ερμηνεύει χαρακτηριστικά ο π. Νικόλαος, αφορά την ενοποίηση μέσα στη διαφορά τους της παρούσας και της μέλλουσας ζωής. Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι οι ξένοι μελετητές δεν έχουν διακρίνει τη σχέση των λόγων της πρόνοιας και της κρίσεως προς τους λόγους των όντων και την οντολογική δυναμική τους. Κατά τον Άγιο Μάξιμο πρόνοια και κρίση γίνονται προσιτές στον πιστό∙ ο μεν λόγος της πρόνοιας με την φυσική θεωρία, ο δε λόγος της κρίσεως με την πρακτική φιλοσοφία. Και οι δύο αποσκοπούν στην τήρηση του κατά φύσιν των όντων, αποτελούν δε εκδήλωση, όπως και η ίδια η δημιουργία, της δημιουργικής αγάπης του Λόγου προς τα κτίσματα. (σελ. 142) Η κρίση επικουρεί στην πρόνοια, συμβάλλοντας στην ολοκλήρωση της προς τον λόγον ευθυπορίας των όντων. Και οι δύο αποτελούν έκφραση της ελευθερίας του Θεού ως δημιουργού, αφού «προνοεί κανείς μόνον για ό,τι ελεύθερα θέλει και τότε μόνο μεριμνά για την ολοκλήρωσή του στο κατά φύσιν», παρατηρεί ο π. Νικόλαος. Πρόνοια και κρίση αποδεικνύουν λοιπόν την ελευθερία της δημιουργικής δράσεως του Θεού, και αυτή περαιτέρω ότι τα κτιστά όντα προέρχονται εκ της εξ ουκ όντων παραγωγής στο Είναι. Εάν η κτίση ήταν συναϊδία του Θεού, τότε η πρόνοιά Του και η κρίση Του θα εστερούντο νοήματος, και η δημιουργία θα υπήρχε εξ αρχής τέλεια, όπως ορθά παρατηρεί ο π. Νικόλαος. [αυτό θα αποτελούσε λογική αντίφαση, το κτιστό είναι εξ ορισμού ατελές, αν και μπορεί να δημιουργηθεί καλό, η δε φύση δεν μπορεί να είναι αϊδια]. Σε μία περαιτέρω σημαντική παρατήρηση ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι, καθώς ο Θεός νοεί τους λόγους των όντων αδιαχωρίστως από αυτούς της πρόνοιας και της κρίσεως, νοεί επομένως τα όντα σε μια διαδικασία βαθμιαίας ελεύθερης τελειοποιήσεως του κτίσματος μέσω ελεύθερης συνεργίας Θεού και ανθρώπου. [θα δούμε αργότερα ότι η τελειοποίηση στον άνθρωπο είναι δυνατή μόνο δια του αυτεξουσίου και υπό το πρίσμα ότι ο άνθρωπος πραγματοποιεί την κοινωνία των όντων] Επιπλέον, ο Θεός νοεί τα όντα στη διαδιακασία της ελεύθερης πραγματοποιήσεως της κατά φύσιν ολοκληρώσεώς τους [Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ελεύθερος μόνον δια του θελήματος του Θεού, αλλά πρέπει να καταστεί ελεύθερος οικεία βουλήσει. Το κατά φύσιν, η ουσία δεν επαρκεί, όταν πρόκειται για όντα με αυτεξούσιο] Ο π. Νικόλαος προτείνει ερμηνευτικά να θεωρηθούν οι λόγοι των όντων όχι ως στατικά τέλεια πρότυπα των όντων στον Θεό, αλλά ως δυναμικές βουλητικές προσωπικές προτάσεις του Θεού προς τα όντα. (σελ. 143) Περαιτέρω, ότι τα συγκεκριμένα όντα μέλλουν να γίνουν ελευθέρως, όπως τα θέλει ο Θεός, ερειδόμενα στους άκτιστους λόγους προνοίας και κτίσεως που συνέχουν την κατά φύσιν πραγμάτωση του λόγου του είναι τους. Σε αυτό το σημείο (υποσημείωση 184) ο π. Νικόλαος λαμβάνει θέση ενάντια σε άλλες ερμηνείες της θεολογίας των λόγων κατά τις οποίες οι λόγοι παραλληλίζονται με τις πλατωνικές ιδέες. Εξηγεί ότι σε αντίθεση με την «κτιστοκεντρική» θεωρία των ιδεών ως αναζητήσεως κοσμολογικών αρχών ή προτύπων η θεολογία στον Άγιο Μάξιμο είναι εσχατολογική. [Ο Πλάτων βλέπει τις ιδέες ως πρότυπα των όντων, αλλά δεν κατορθώνει να εξηγήσει γιατί τα αισθητά δεν είναι σύμφωνα προς τις ιδέες τους. Σχετικά με το νόημα της τελεολογίας δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε απολύτως τον π. Νικόλαο, αν και δικαίως την διακρίνει από την εσχατολογία. Πάντως, επειδή θεωρούμε ότι στην τελεολογική θεώρηση καταδεικνύεται το θεϊκό στοιχείο ακόμα και στον μεταπτωτικό κόσμο, θα επανέλθουμε σε αυτό το ζήτημα και με άλλο κείμενο]
Λόγος φύσεως – τρόπος υπάρξεως Ο π. Νικόλαος μεταβαίνει στο πολύ σημαντικό ζήτημα της διάκρισης ανάμεσα στον «λόγο της φύσεως» και στον «τρόπο της υπάρξεως», η οποία έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για την κατανόηση της έννοιας του ανθρώπινου προσώπου. Τα όντα δεν είναι δυνατά ούτε χωρίς τον άκτιστο λόγο τους αλλά ούτε και χωρίς τον τρόπο της υπάρξεώς τους. [Ο λόγος τους ως «άκτιστος» είναι, ας πούμε, το αιώνιο θέλημα του Θεού∙ ο λόγος όμως πρέπει επίσης να υπάρξει, αφού ο Θεός βούλεται τη δημιουργία του κόσμου. Η ύπαρξη του όντος, και ιδίως του αυτεξουσίου όντος, μπορεί ωστόσο να μην είναι σύμφωνη προς τον λόγο του]. Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι, ενώ η φύση όλων των όντων που μετέχουν στον ίδιο λόγο είναι κοινή, ο «τρόπος» αναφέρεται πάντοτε στη συγκεκριμένη υπόσταση του καθενός, αποτελώντας το ίδιον, το συγκεκριμένο ον, το πρόσωπο. Κατά τον Riou: «είναι ο προσωπικός τρόπος της υπάρξεως και πραγματοποιήσεως της κλήσεως που είναι εγγεγραμμένη στη φύση». (σελ. 146) Στο Άγιο Μάξιμο συναντάμε την διάκριση «τι εστιν – όπως έστιν» στην ριζική μορφή της ως λόγος της ουσίας [ή φύσεως] σε αντιδιαστολή προς τον τρόπο της υπάρξεως. (σελ. 148) Σε σχέση με την Αγία Τριάδα ο Άγιος Μάξιμος λέγει: «Μονάς γαρ εστι ασύγχυτος τη ουσία… και Τριάς εστι ταις υποστάσεσι και τω τρόπω της υπάρξεως» Ο π. Νικόλαος παρατηρεί ότι ο Άγιος Μάξιμος τονίζει ότι οι φύσεις υπάρχουν πάντοτε ως συγκεκριμένοι τρόποι υπάρξεως, και κάθε υπόνοια περί «γυμνής» υπάρξεώς τους [των φύσεων, των ουσιών] ανήκει στον χώρο των αφαιρέσεων και μόνο. [Δεν υπάρχουν γυμνές ουσίες∙ οι ουσίες ή οι λόγοι δεν «υπάρχουν» κατά κυριολεξία, υπαρκτά είναι τα ατομικά όντα] Ο π. Νικόλαος παραπέμπει εν προκειμένω στον Μάξιμο για να διαπιστώσει ότι «κάθε καινοτομία αφορά στον τρόπο της υπάρξεως και δεν μπορεί να αφορά τον λόγο της φύσεως, διότι τότε θα έφθειρε την φύση». (σελ. 148-9) Στο θαύμα μπορεί να θεωρηθεί ότι καινοτομείται ο τρόπος της υπάρξεως, και τότε η φύση εμφανίζεται να ενεργεί και να ενεργείται υπεράνω των ορίων της. [στο θαύμα η φύση παριστάνεται να υπερβαίνει τα όρια της, διότι το θαύμα, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, είναι η αληθής φύση, αποκαθιστά δια της χάριτος την κοινωνία των ουσιών και τις φανερώνει υπερβαίνουσες τον εαυτό τους. Στο θαύμα ένα ατομικό ον, ένας καθ’ έκαστον άνθρωπος, αλλάζει κατά την ατομικότητά του, δεν αλλάζει, δηλαδή, η ουσία του, αλλά αποκαθίσταται∙ δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η ουσία ενός ανθρώπου ενοικεί μεν στον καθ’ έκαστον άνθρωπο, αλλά όχι, όπως θα έπρεπε, δηλαδή κοινωνώντας προς τις άλλες ουσίες π.χ. των άλλων ζώων. Έτσι η κακή εξατομίκευση του ανθρώπου είναι και εξατομίκευση της ουσίας του, και αποκαθιστάμενος ο άνθρωπος, η ουσία του φαίνεται κατά την αλήθεια της] Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι η ενσάρκωση του Χριστού καινοτομεί τον τρόπο της υπάρξεως της ανθρώπινης φύσεως και όχι την ουσία της (σελ. 149) [βεβαίως, η κακή εξατομίκευση ως τρόπος υπάρξεως πρέπει να αναιρεθεί] Οι αρετές είναι τρόποι αυθεντικής υποστάσεως των λόγων των όντων. (σελ. 149) Ο Άγιος Μάξιμος γράφει: «Όθεν εν μεν τω τρόπω το παρηλλαγμένον των προσώπων κατά την πράξιν γνωρίζεται, εν δε τω λόγω το της φυσικής ενεργείας απαράλλακτον» [ο τρόπος της υπάρξεως είναι το πώς υπάρχει ο καθ’ έκαστον άνθρωπος, η κάθε υπόσταση, και αυτό φαίνεται από το πώς πράττει, ενώ η φύση ενεργεί σε όλους με τον ίδιο τρόπο. Η φύση όμως ως ουσία καθίσταται και άτομο, ή καλύτερα, υπάρχει ως άτομο. Αυτή η μετάβαση γίνεται δυνατή μόνο δια μιας δημιουργικής πράξεως, είναι έργο του ακτίστου όντος. Με άλλα λόγια το ότι τα ατομικά όντα παραπέμπουν σε μία ουσία αποτελεί απόδειξη ότι συνιστούν έργα του ακτίστου. Το αν συμφωνούν ή όχι με την ουσία τους είναι δικό τους έργο, τουλάχιστον στην περίπτωση του ανθρώπου, ο οποίος διαθέτει αυτεξούσιο] Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι ο Άγιος Μάξιμος ταυτίζει τρόπο υπάρξεως, υπόσταση και πρόσωπο με ευκρίνεια και αμεσότητα. (σελ. 150) Οι λόγοι λαμβάνουν υπόσταση μόνο ως συγκεκριμένοι τρόποι υπάρξεως, και η προσωπική ετερότητα είναι η μόνη δυνατότητα υπαρξιακής φανερώσεώς τους. Το πρόσωπο είναι η κατάσταση στην οποία οι λόγοι των όντων λαμβάνουν την αυθεντική υπόστασή τους. [αληθής υπόσταση είναι το πρόσωπο, δηλαδή το άτομο που κοινωνεί] Οι λόγοι γνωρίζονται εν προσώπω … γνωρίζονται μέσα στη σχέση που συνιστά το πρόσωπο ως ετερότητα, σχέση πριν από όλα του ανθρώπου με το Θεό. Τα προηγούμενα συνιστούν οντολογική θεμελίωση του προσώπου (σελ. 150) Η εκπλήρωση των λόγων των όντων, η σφαίρα της κατά φύσιν υποστάσεώς τους, είναι το πρόσωπο. Ο Άγιος Μάξιμος εισάγει το πρόσωπο στην οντολογία του, καθιστώντας την ερμηνεία της αδιανόητη χωρίς αυτό. (σελ. 150) Όλα αυτά μπορούν να συνδυαστούν με την ευχαριστιακή προσωπολογία ως κοινωνική αμοιβαιότητα ανθρώπου και Θεού μέσω των λόγων των όντων ως δώρων και δομάτων. Σε αυτήν την συνάφεια το πρόσωπο είναι το πνευματικό γεγονός κατά το οποίο οι λόγοι των όντων καθίστανται «δώρα» του ανθρώπου προς τον Θεό και δόματα του Θεού στον άνθρωπο, εκπληρώνοντας έτσι την κατά φύσιν λειτουργικότητά τους, τον αυθεντικό τρόπο της υπάρξεώς τους. (σελ. 151)
Λόγοι των όντων και άκτιστες ενέργειες Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι οι δυτικοί μελετητές δεν μπορούν να δεχθούν τη διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργειών στον Θεό. Παραπέμπει στους Μπούλοβιτς και Riou, σύμφωνα με τους οποίους ο ίδιος ο Άγιος Μάξιμος ονομάζει τους λόγους «θείες ενέργειες». (σελ. 152) Ο π. Νικόλαος παρατηρεί ότι στο Μάξιμο η διάκριση ουσίας και ενέργειας είναι φανερή: «δεν είναι δυνατόν να γνωρίσει κάποιος ούτε καν αν υπάρχει η θεία ή η ανθρώπινη φύση ούτε ότι διαφέρει από κάποια άλλη χωρίς την ενέργεια της ουσίας τους» (σελ. 153) [βεβαίως, διότι η ουσία είναι το έμμεσο, η ενέργεια είναι το φανερώνεσθαι σε έτερον τι] Η ουσιώδης ενέργεια είναι έκφραση της ουσιώδους δυνάμεως του υποκειμένου, οριζόμενη από τον ίδιο τον λόγο της ουσίας του. [όλα αυτά είναι αριστοτελικά] Το αυτό συμβαίνει περί του θείου και ανθρώπινου υποκειμένου. Στον Θεό η σχέση δυνάμεως και ενεργείας διαμεσουργείται από την έννοια του θελήματος. Ο π. Νικόλαος εξηγεί: δια του θελήματος η δύναμη ενεργοποιείται, διότι, κατά τον Μάξιμο, «κυριώτερον και πρώτον ιδίωμα πάσης μάλιστα φύσεως λογικής η κατ’ έφεσιν αυτής κίνησις» [η κίνηση της λογικής φύσεως είναι η θέλησή της] που εκφράζει τον λόγο της ουσιώδους δυνάμεώς της. (σελ. 154) [Πολύ σημαντικό. Κάθε φύση κινείται, επειδή θέλει αυτό που ταιριάζει στη φύση της∙ αυτό δε το οποίο θέλει συμφωνεί με την δύναμη η οποία προκύπτει από τη φύση της. Κακό είναι επομένως να βούλεται κάποιος το παρά φύσιν, και αυτό δεν μπορεί να είναι παρά η ροπή προς την κακή εξατομίκευση, την έλλειψη κοινωνίας] Κάθε φύση διαθέτει λοιπόν ενέργεια με βάση τον ουσιώδη της λόγο. Αυτή είναι η φυσική της ενέργεια. Σε αυτήν την συνάφεια ο Άγιος Μάξιμος γράφει περί Χριστού ότι «αφού διέθετε τους ουσιώδεις λόγους των φύσεων, των οποίων συνιστά υπόσταση, [της θεϊκής και της ανθρώπινης] θα είχε και την ενέργεια της φύσεως της έμψυχης σάρκας … και καθώς διέθετε φυσική ανθρώπινη ενέργεια, κατά τον λόγο της ανθρώπινης φύσεώς Του, θα διέθετε και ως Θεός φυσική ενέργεια, την οποία εξέφαινε ο λόγος της υπερούσιας θεότητάς Του». (σελ. 154) Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι ο λόγος συνιστά μέσα στην ουσία την ενέργειά της, είναι η βαθειά ενότητα ουσίας και ενέργειας … και ως εκ τούτου το εύ-λογο της διακρίσεως ουσίας και ενεργείας, εν τη ενότητι του ουσιώδους λόγου τους στον Θεό. [υπέροχο παράδειγμα διαλεκτικής] Στην συνέχεια ο π. Νικόλαος αναφέρεται σε ένα σημαντικότατο απόσπασμα του Μαξίμου: «ο νους αντιλαμβανόμενος τους λόγους των όντων … εννοεί δι’ αυτών πολλές και άπειρες ενέργειες του Θεού … αλλά δεν μπορεί να εννοήσει πως σε κάθε έναν λόγο χωριστά και σε όλους μαζί τους λόγους κατά τους οποίους υπάρχουν όλα, υπάρχει ο Θεός … [ο Θεός υπάρχει σε κάθε ιδιαίτερο λόγο] … Αυτός που δεν είναι κανένα από τα όντα και ταυτόχρονα είναι όλα τα όντα και πάνω από όλα τα όντα. Εάν λοιπόν κάθε θεία ενέργεια φανερώνει αμερίστως τον Θεό ολόκληρο δι’ αυτής σε κάθε ον ανάλογα με τον ιδιαίτερο λόγο της ουσίας του, ποιος υπάρχει που μπορεί να εννοήσει … με ποιον τρόπο υπάρχει ο Θεός σε όλα ολόκληρος και σε καθένα των όντων ιδιαιτέρως, αμερώς και αμερίστως, χωρίς ούτε να συνδιαστέλλεται ποικίλως κατά τις άπειρες διαφορές που ενυπάρχουν στα όντα [χωρίς να ταυτίζεται με την ιδιαιτερότητά τους], ούτε να συστέλλεται στην ιδιαίτερη ύπαρξη του καθενός, ούτε όμως και να περιορίζει τις διαφορές των όντων σύμφωνα με την μία και ενοειδή ολότητα των πάντων [ούτε ταυτίζεται με το ιδιαίτερο ούτε και αναιρεί το ιδιαίτερο] αλλά είναι αληθώς τα πάντα μέσα σε όλα τα όντα, Αυτός ο οποίος ουδέποτε εξέρχεται από τη δική του αμέριστη απλότητα» (σελ. 155) [το απόσπασμα αυτό συνιστά αποθέωση της διαλεκτικής. Ο Θεός είναι κατά τον εαυτό του απλός, δεν παρουσιάζει δηλαδή διαφορά προς έτερον τι∙ στα κτιστά όντα ενυπάρχει όλος ο Θεός και ταυτόχρονα δεν είναι σε αυτά∙ γίνεται δηλαδή πέραν εαυτού, διότι μόνο έτσι μπορεί να υπάρχει το έτερον του Θεού ον] Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι ο Θεός υπάρχει με τους λόγους Του σε καθένα από τα κτίσματα∙ αυτή δε η παρουσία υποβαστάζεται από την απειρία των θείων ενεργειών, κάθε μία εκ των οποίων υποσημαίνει, δηλώνει όλον τον Θεό μέσα σε κάθε ον (σελ. 155-6) [πολύ καλή έκφραση. Κάθε ον ως κτίσμα είναι δια του ενεργείν του Θεού, το οποίο ενεργείν δεν παράγει απλώς το εκάστοτε ιδιαίτερο κτίσμα, αλλά ο Θεός παραμένει επίσης μέσα σε αυτό ως όλος ο Θεός, διότι ο Θεός δεν μερίζεται] Ο άκτιστος λόγος λειτουργεί έτσι ως όριο και ορισμός της άκτιστης ενέργειας, όχι με την έννοια πώς είναι το περιέχον της, αλλά ως κατ’ επίνοια προηγούμενός της. (σελ. 156) Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι η διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό είναι αδιανόητη χωρίς αναφορά στους ακτίστους λόγους∙ με αυτόν τον τρόπο προωθείται και η διάκριση ουσίας και θελήσεως που προέρχεται από τους Καππαδόκες Πατέρες. Η προήγηση των λόγων των όντων σε σχέση με τις άκτιστες ενέργειες φανερώνει, όπως παρατηρεί ο π. Νικόλαος, τον προσωπικό χαρακτήρα του Θεού, και εμφαίνει τη διάκριση ουσίας και προσώπων σε Αυτόν. (σελ. 156-7) Υπόσταση ή πρόσωπο σημαίνει ελεύθερη θέληση και δύναμη προς δραστηριοποίηση της προσωπικής ουσίας [ουσία ως ατομικότητα], ενέργεια που ανήκει στην ουσία του εκάστοτε προσώπου. (156-7). Έτσι και στον Παλαμά, σε αντίθεση προς την ουσιοκρατική θεώρηση του Βαρλαάμ, οι άκτιστες ενέργειες ερείδονται επί του προσωπικού χαρακτήρα του ζώντος Θεού της Γραφής [Θεός ως δρων ιστορικό πρόσωπο] (σελ. 157) Επί τη βάσει της ευχαριστιακής κοινωνητικής αμοιβαιότητας ανθρώπου και Θεού, η οποία βασίζεται στους λόγους των όντων, μπορούμε να σκεφθούμε ότι η θεία Ευχαριστία είναι το πλαίσιο εντός του οποίου γίνονται φανερές οι άκτιστες ενέργειες ως βουλητικές, αγαπητικές δωρεές του Θεού στον άνθρωπο. (σελ. 157-8)
Οι λόγοι και οι δυνάμεις της ψυχής Η υπαρξιακή σημασία των λόγων των όντων έχει αρχίσει να διαφαίνεται. Ο άνθρωπος σχετίζεται με τους λόγους των όντων δια της πληρότητας των ακτίστων ενεργειών του Θεού εν Πνεύματι αγίω. (σελ. 159) Σε ένα πολύ ενδιαφέρον χωρίο ο Άγιος Μάξιμος λέει ότι «το ίδιο το Πνεύμα το άγιο ζητεί εν ημίν την γνώσιν των όντων και ερευνά∙ αλλά ουκ εαυτώ ζητεί το ζητούμενον, ότι Θεός, και πάσης επέκεινα γνώσεως∙ αλλά ημίν τοις δεομένος της γνώσεως». Ο π. Νικόλαος ερμηνεύει εν προκειμένω την γνώση ως μέθεξη-μετοχή με αυτουργό το Πνεύμα του Θεού. Πρόκειται για μια διόδευση του κτιστού δια των πνευματικών λόγων, η οποία φανερώνει τους λόγους των όντων ως δυνάμεις της ψυχής: «αυτός που ευσεβώς δια της θεωρίας κατανόησε τα όντα και διαβουλεύθηκε τον ορθό σε σχέση με αυτά λόγο και εφύλαξε τον εαυτό του ως προς την κρίση απαρέγκλιτο, αυτός συνέλαβε όλη την αρετή και δεν κινείται παρά μόνο προς την αλήθεια … και έχει μέσα στην ψυχή του την πράξη μέσα στο λόγο χωρίς αντιμαχία και συγκεντρώνοντας τους απαθείς λόγους … καθώς αυτοί είναι δυνάμεις της λογικής ψυχής». (σελ. 160) Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι καθώς η ψυχή ευθυπορεί προς τους λόγους, οι δυνάμεις της καθίστανται λογικές, δρουν δηλαδή και κινούνται κατά τους λόγους του είναι [μετά λόγου και όχι παρά τον λόγον]∙ βαθμιαίως η ψυχή λογοποιείται εξ ολοκήρου καθιστάμενη εικόνα του μεγάλου Λόγου με την κατ’ αρετήν μετοχή στους λόγους. (σελ. 160) Πρόκειται για την υπαρξιακή διαδικασία του «καθ’ ομοίωσιν», δια της οποίας ο άνθρωπος αποκτά πρόσωπον. (σελ. 160) [Ωραία παρατήρηση, η απόκτηση της αρετής ως απόκτηση προσώπου, κοινωνητικού χαρακτήρα] Εφόσον ο άνθρωπος φτάσει σε αυτό το σημείο γίνεται κατά τον Μάξιμο «ως Θεός με τη θέωση, και θα του επιτραπεί μαζί με το Θεό να διασκεφθεί [εννοήσει] τα κτίσματα και να αποκτήσει την γνώση που έχει ο Θεός γι’ αυτά, και θα έχει κατά χάριν την ίδια με τον Θεό σοφή γνώση των όντων εξαιτίας της μεταποιήσεως του νου και της αισθήσεώς του ώστε να γνωρίζει ως Θεός» [«νοητική εποπτεία»; Πιθανόν αυτό δηλώνει η Γένεση όταν λέει ότι ο Θεός εδίδασκε στον Αδάμ τα ονόματα των ζώων] (σελ. 161) Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι ουσιαστικά πρόκειται για πλήρωση των λογικών δυνάμεων της ψυχής, για εκπλήρωση του έργου τους μέσω της πραγματώσεως της κοινωνίας Θεού και ανθρώπου, παραπέμπει δε στην έκφραση του Μαξίμου ότι ο άνθρωπος «εν τω λόγω τον Θεόν ευρίσκει». Οι δυνάμεις της ψυχής βρίσκουν λοιπόν την αλήθειά τους στην ταύτισή τους με τους λόγους των όντων [γνώση ως μέθεξη]. (σελ. 161) Ο π. Νικόλαος σημειώνει εν τέλει ότι αυτή η θεώρηση δεν ταυτίζεται με φιλοσοφική ή ψυχολογική ανθρωπολογία. Ως κύριο άξονα της κριτικής του ο π. Νικόλαος θέτει το εσχατολογικό στοιχείο των δυνάμεων της ψυχής, οι οποίες φτάνουν στην αλήθεια τους στο «καθ’ ομοίωσιν». Το έσχατο πάντως κέρδος της εμπλοκής στην αναζήτηση των λόγων των όντων είναι η αποκάλυψη και θεωρία της αλήθειας του Θεού μέσα στα όντα. Πρόκειται για επαλήθευση δια της μετοχής του ανθρώπου στην έσχατη αλήθεια τους. Η θεολογία των λόγων των όντων αφορά λοιπόν την προσωπική μας αυθεντικότητα [αυτό που κατ’ εξοχήν και κατ’ αλήθειαν είμαστε], η οποία πραγματώνεται στον ύψιστο βαθμό μέσα από την οντογονική ενέργεια των λόγων, δια της οποίας τελείται και η κοινωνία των όντων. Η κοινωνία των όντων δια των λόγων τους και το γίγνεσθαι των όντων δια των λόγων τους, αλλά και η σημασία αυτών για τον βίο του ανθρώπου προς το αεί ευ είναι, αποτελούν το αντικείμενό μας εις το εξής.
Η κοινωνία των όντων δια των λόγων τους Σύμφωνα με τον Μάξιμο «όταν λέγη ο Απόστολος ιδού γέγονε τα πάντα καινά, ουδέν έτερον λέγει ή ότι, ιδού γέγονε τα πάντα εν» [σωτηρία ως ενοποίηση του διασπασμένου κτιστού όντος]. Η άποψη αυτή του Μάξιμου βασίζεται, όπως σημειώνει ο π. Νικόλαος, στην θεωρία του για τους λόγους των όντων. (σελ. 165) Ο π. Νικόλαος εξηγεί ότι οι λόγοι των όντων δεν είναι «κλειστές» οντότητες, [οι μονάδες του Leibniz δεν έχουν παράθυρα, ενώ οι αληθείς ατομικότητες, αυτές δηλαδή που είναι ολότητες, κοινωνούν], αλλά υπάρχουν μόνο σε κοινωνία ενοποιητική των διαιρέσεων που τυχόν εμφανίζονται να υπάρχουν στην κτίση. (σελ. 165) «Οι λόγοι των επιμέρους προσχωρώντας στους λόγους των καθολικοτέρων όντων, ενοποιούν τα διηρημένα. Διότι οι καθολικότεροι λόγοι περιλαμβάνουν ενοειδώς τους λόγους των επί μέρους» [στην φύση -την μεταπτωτική-η συμπερίληψη των όντων δεν είναι φανερή, είναι όμως στους λόγους της φύσεως, προς τους οποίους και με βάση τους οποίους το κτιστό πρέπει να αναμορφωθεί]. Η παραπάνω διατύπωση συνιστά μια πρώτη θεμελιώδη έκφραση της κοινωνίας των όντων μεταξύ τους. Ο Άγιος Μάξιμος σημειώνει περαιτέρω: «Αλλά και μεταξύ νου και αισθήσεως, ουρανού και γης, αισθητών και νοητών, φύσεως και λόγου, υπάρχει κάποιος σχετικός [συσχετίζων] λόγος εν πνεύματι, ο οποίος εκτελεί την προς άλληλα ένωση». (σελ. 166) Κατά τον Μάξιμο η διαίρεση πρέπει να εξεπερασθεί. (σελ. 166) Μέσα στα όντα ο Άγιος Μάξιμος διακρίνει την «φιλικήν συγγένειαν» η οποία πρόκειται να υπερβεί «τον μερισμόν και την διάστασιν» που απειλεί τα όντα. Ο Μάξιμος ομιλεί «περί της ενότητας εν αλλήλοις των όλων» [καλή διατύπωση], ενότητα που αυτή μόνη μπορεί να διασώσει την «φυσική ετερότητα» [Εξαιρετική παρατήρηση - στην αληθή ενότητα και μόνον εκεί διασώζεται η διαφορά των όντων. Η ενότητα των ανατολικών θρησκειών είναι απόπειρα καταστροφής της ατομικότητας]. Ο Θεός ενέσπειρε στα όντα «τον λόγο της ενοποιητικής δύναμης που δεν επιτρέπει να αγνοηθεί η υποστατική προς ένωση τους ταυτότητα εξαιτίας της φυσικής ετερότητάς τους∙ επίσης, για να μην υπερισχύει η ιδιαιτερότητα ενός όντος απέναντι στην συγγένειά του προς τα άλλα όντα. Και η ίδια δύναμη που τα διατηρεί ασύγχυτα, τα διατηρεί επίσης και αδιαίρετα [διαλεκτική ως αποτέλεσμα του ενεργείν του Θεού] (σελ. 167) Ο π. Νικόλαος παρατηρεί ακόμα ότι τα όντα ανήκουν σε άλληλα περισσότερο από όσο ανήκουν στον εαυτό τους. Τα αναφερθέντα σκιαγραφούν κατά τον Άγιο Μάξιμο τον τρόπο της υπάρξεως του Θεού μέσα στην κτίση «διότι ο Θεός που έχει απορρήτως κρυφθεί μέσα στα όντα, ανάλογα φανερώνεται με καθένα από τα βλεπόμενα, όλος σε όλα … και ανελάττωτος, στα διάφορα όντα ο μη διάφορος και παντοτινά ίδιος … για εμάς που έχουμε παχεία διάνοια, καταδέχθηκε να σωματοποιηθεί … για να μπορέσει με όλα αυτά να μας συγκεντρώσει γρήγορα στον εαυτό Του, ενοποιούμενους κατά το πνεύμα, και να μας οδηγήσει στην απλή και ελεύθερη γνώση Του, έχοντας τόσο πολύ συνενώσει εμάς (ημάς συστείλας) για να ενωθούμε κατόπιν μαζί Του [πολύ σημαντικό] όσο ο ίδιος διαφοροποίησε τον εαυτό Του (εαυτόν διέστειλε) χάριν ημών». (σελ. 168) [πολύ σημαντικό∙ η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό περνάει από την ένωση με τους συνανθρώπους Του] Η κενωτική συγκατάβαση του Θεού προς τα κτιστά αποσκοπεί στην ενοποιητική συναγωγή των όντων προς Αυτόν, ούτως ώστε στα έσχατα να ολοκληρωθεί η ενότης τους, «όπου θα υπάρχει σε κάθε έναν η εναργός παρουσία του Θεού, ανάλογα με την επιφαινόμενη στον καθένα θεία δύναμη, η οποία θα συντηρεί τον δεσμό των όντων αιωνίως άλυτον» [τι να προσθέσει κανείς;](σελ. 168) Η συναγωγή όλης της δημιουργίας, είναι κατά τον Μάξιμο η ουσία της σωτηρίας ως αποκασταστάσεως της κτίσεως, σχολιάζει ο π. Νικόλαος, μνημονεύοντας εν προκειμένω τον Florovsky. Πρόκειται για συναγωγή των όντων: «έτσι ό,τι είναι ο Θεός για την ψυχή, πρέπει να γίνει και αυτή για το σώμα, ώστε να αποδειχθεί ένας ο δημιουργός των όλων … και ενώ είναι διαφορετικά τα πολλά κατά την φύση, να φθάσουν στο ένα συγκλίνοντας όλα μαζί γύρω από τη μία φύση του ανθρώπου, και να γίνει τα πάντα στα πάντα ο ίδιος ο Θεός … υποστασιοποιώντας τα πάντα μεσα Του». Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι εν προκειμένω ο Άγιος Μάξιμος υπερβαίνει τον πλατωνίζοντα ωριγενισμό, στον οποίο ο υλικός κόσμος νοείται αρνητικά. Η σωτηρία όλου του κόσμου, και του φυσικού, αναμένεται μέσα από την συμπερίληψη του στην ανθρώπινη φύση. (σελ. 169) [πολύ σημαντικό∙ ο φυσικός κόσμος σώζεται δια της συμπεριλήψεώς του και μόνον, και αυτή λαμβάνει χώρα στην ανθρώπινη φύση]. Ο τόπος της των πάντων ενώσεως είναι η ανθρώπινη φύση [πολύ σημαντικό: αυτό συμβαίνει επειδή η φύση πρωταρχικά υπήρξε δια των ενεργειών του Θεού (όχι από εξέλιξη οδηγούμενη από φυσική τυχαιότητα), της οποίας υπέρτατη στιγμή, κατά την οποία ο κτιστός κόσμος ετίθετο ως εικόνα Θεού, ήταν ο άνθρωπος∙ βλέπουμε εν προκειμένω, γιατί η νατουραλιστικά εννοούμενη εξέλιξη αποτελεί προσβολή ενάντια στην θεία βούληση!] Η Εκκλησία είναι τώρα μέσα στην ιστορία ο τόπος της υπερβάσεως των διαιρέσεων και των «αυτονομιών», και αυτή η υπέρβαση επιτελείται μέσα στο ανθρώπινο σώμα του Χριστού. (σελ. 169-70) Η ευχαριστία είναι η κατ’ εξοχήν έκφανση αυτής της οντολογίας της καθολικοποιήσεως, στην οποία πραγματοποιείται η ενότητα των όντων, η οποία μάλιστα αποκαλύπτεται στους αγίους ως «εν τη Τριάδι νούμενη ενότητα». Κατά τον Μάξιμο, ο Θεός «άγει τους αγίους αγνώστως προς την άγνωστον μονάδα [ενότητα], ενώνοντας αυτούς δια της χάριτος, και ομοιώνοντας τους κατά μέθεξιν προς αυτήν την μονάδα και Τριάδα» (σελ. 171) Ο π.Νικόλαος σχολιάζει στη συνέχεια την θεολογία του Μαξίμου σε αντιδιαστολή προς την αρχαία φιλοσοφία, κρίνοντας την πλατωνική ρήση: «φύσις προς φύσιν ουκ αν κοινωνήση κατά φύσιν ποτέ αν∙ αλλά αμέτοχος, παντή κατ’ ουσίαν προς πάσαν έστι διάφορος». Ο Πλάτωνας, ως γνωστόν, στον Σοφιστή επιλήφθη του θέματος της «κοινωνίας των ειδών», καταλήγοντας στο ότι κάποια είδη κοινωνούν με κάποια∙ αναζήτησε δε κάποια τέχνη [μέθοδο] που θα καταδείκνυε πώς τα είδη κοινωνούν (μεταλαμβάνουν) (σελ. 171) Πρόκειται για την διαλεκτική. Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι το εκπληκτικό τόλμημα του Μάξιμου συνίσταται στο ότι, ενώ συμμερίζεται το ακοινώνητον των ουσιών, τις καθιστά δια των λόγων και εν τοις λόγοις κοινωνήσιμες, θεωρώντας ότι το κατά φύσιν των όντων είναι να τελούν εν κοινωνία και να προοδεύουν σε αυτήν και στην κοινωνία τους με τον Θεό μέσω του ανθρώπου. (σελ. 172) Κατά τον Μάξιμο τα όντα δεν είναι χωρίς αυτήν την καθολική τους κοινωνία [την οποία ο Άγιος Μάξιμος ορά, και την βλέπει να συστήνει τα όντα]. Άρα, καταλήγει ο π. Νικόλαος, κατά τον Μάξιμο ο Θεός δεν νοεί τα όντα ως χωριστά αλλά μόνο εν τη κοινωνία των ουσιών τους και με Αυτόν τον ίδιο, και αυτή η αντίληψη κατοχυρώνεται από τη θεωρία των λόγων των όντων. Πρόκειται για μια «θεολογική διαλεκτική».
Η Πρόνοια ως το άκτιστο έρεισμα του κοινωνείν Η πρόνοια παίζει κατά τον Μάξιμο καθοριστικό ρόλο στην διεξαγωγή της κοινωνικής ενοποιήσεως των όντων «… σκοπός της θείας πρόνοιας είναι η δια της ορθής πίστεως και της πνευματικής αγάπης ενοποίηση των ποικίλλως υπό της κακίας διεσχισμένων [διαχωρισμένων μεταξύ τους]. Άλλωστε γι' αυτό έπαθε ο Σωτήρ, για να συναγάγει στον εν τα διεσκορπισμένα». (σελ. 173) Ο π. Νικόλαος σχολιάζει τα αναφερθέντα, λέγοντας ότι η κακία προκαλεί διάσχιση, καταστροφή της κοινωνίας, ενώ ουσία της σωτηρίας είναι η συναγωγή, με οντολογικούς όρους, των διεσκορπισμένων όντων στην κοινωνική αγαθότητα της θείας αγάπης. Σε ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα ο Άγιος Μάξιμος λέγει: «Αφού εδημιούργησε ο Θεός τα πάντα με την άπειρη δύναμή Του και τα έφερε στην ύπαρξη, τα συγκρατεί, τα συνενώνει και χαράζει τα όριά τους. Συνδέει με την πρόνοιά Του το ένα με το άλλο και με τον εαυτό Του, και τα νοητά με τα αισθητά … (τα όντα) συμφύονται όλα μαζί χωρίς να συγχέονται, σύμφωνα με την ακατάλυτη σχέση και φύλαξη της μοναδικής αρχής και αιτίας … (τις ιδιαιτερότητες) δεν τις καταστρέφει και δεν τις αναιρεί και δεν τις κάνει να μην υπάρχουν, αλλά με το να τις νικά και να λάμπει επάνω τους, όπως το όλον στα μέρη του». (σελ. 174) Η πράξη της δημιουργίας, παρατηρεί ο π. Νικόλαος, ολοκληρώνεται στην κοινωνική ενδιάσφιγξη όλων των όντων μεταξύ τους και με τον Δημιουργό ως έκφανση της προνοητικής Του δυνάμεως, η οποία συνέχει, συναγάγει και οριοθετεί τα κτιστά όντα και τα ασφαλίζει από την μετάπτωσή τους στο μη ον. Ο Θεός συναγάγει τα «κατά την φύσιν διεστηκότα αλλήλων» μέσω της ενοποιητικής ισχύς της νεύσεως, της τάσεως, των όντων προς τον Θεό [τα όντα είναι πρωταρχικώς καλά μεν, αλλά όχι τέλεια∙ επειδή περιέχουν το θεϊκό στοιχείο, ως ουσία τους, πρέπει να εξισωθούν προς αυτήν την ουσία τους] Η αναφερθείσα τάση είναι κατά τον Μάξιμο «αρχή σχέσεως», η οποία οφείλεται στην αναφορικότητα των όντων του ενός προς το άλλο δια των λόγων τους. Δια αυτής λοιπόν τα όντα προοδεύουν σε μία ταυτότητα υπάρξεως και κινήσεως, ακατάλυτη μεν, αλλά και σωστική της ετερότητας. Δηλαδή, κατά τον Μάξιμο, δεν φθείρονται και ούτε αναιρούνται οι επί μέρους ουσίες, αλλά η υπερφυής θεία αιτία όλων καλύπτει τις επιμέρους ατομικές υπάρξεις, φανερώνοντας πρωτίστως την κοινωνική αλήθεια του όλου. Αποτέλεσμα της πρόνοιας ανάμεσα στα όντα είναι η ανάδειξη της κοινωνικής τους ενότητας, ανάδειξη του όλου, όχι εις βάρος των μερών, αλλά αντιθέτως ως πλήρωση της ετερότητάς τους. Δια της προνοιακής κοινωνιοποιητικής πρόνοιάς Του ο Θεός φανερώνεται «πυθμήν αδιάστατος της περιοχής πάντων» (σελ. 175) Η ζωή της κοινωνίας με τον Θεό και των όντων μεταξύ τους είναι περαιτέρω η ζωή της «ατρεψίας» και της χαρισματικής αφθαρσίας [σημαντικό: η σωτηρία ως κοινωνία είναι και ατρεψία, αλλά βέβαια εν μεταβολή]. Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι στο Προς Θαλάσσιον ο Άγιος Μάξιμος μάς λέει ότι ο Θεός, εκτός από την συντήρηση του κτιστού, απεργάζεται «μέσω της προνοίας την εξομοίωση των καθολικών προς τα μερικά∙ [ενδιαφέρουσα διατύπωση: τα επί μέρους, τα λιγότερο καθολικά, πρέπει να εξομοιωθούν με καθολικά –προφανώς, διότι μόνο έτσι μπορούν αληθώς να κοινωνήσουν] … (έτσι) κάμει τα επιμέρους όντα σύμφωνα μεταξύ τους και ομοίως κινούμενα, χωρίς να έχουν τα μερικά προς τα γενικά διαφορά γνώμης [τι θα μπορούσε, άραγε, να σημαίνει αυτό για τα όντα της φύσεως;] αλλά θα φανερωθεί ένας και ο αυτός λόγος για όλα τα όντα … και θα δείξει έτσι ενεργούμενος την χάρη που θεώνει τα πάντα … (με αυτήν την χάρη ενεργεί ο Θεός) για να καταστεί με όλα και σε όλα ένα ο Τριαδικός Θεός, φανερούμενος σε όλους ανάλογα με την χάρη για την οποία καθείς είναι άξιος». (σελ. 176) Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι η προς το ευ είναι, κίνηση των μερικών όντων οδηγεί στην καθολική ενοποίησή τους, στην οποία φανερώνεται σε όλα ο ένας και αυτός λόγος. (σελ. 177) [σωτηρία = κοινωνία = ενοποίηση εν διαφορά = καθολικοποίηση των μερικών = εμφάνιση του αυτού λόγου σε όλα, δηλαδή του Θεού∙ στην σωτηρία ο Θεός, ο κεκρυμμένος λόγος κάθε όντος, καθίσταται φανερός στο κάθε ον ή το κάθε ον παρουσιάζεται θεοποιημένο] Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι το όραμα του Μάξιμου είναι εκπληκτικό: η ποικιλία των κτιστών όντων φθάνει σε μία τέτοια κοινωνία, ώστε οι πολλοί λόγοι των όντων να καθίστανται δια της πρόνοιας ένας και ο αυτός λόγος [παρά τη διαφορά τους, η οποία εξίσου δεν αναιρείται∙ άρα, θέωση]. Η κοινωνία των όντων τα οδηγεί όλα προς την θέωση συμπεριλαμβάνοντας όλο το κτιστό ον στην ανθρώπινη φύση και κατευθύνοντάς το προς τον Θεό. Ο Θεός δρα προνοιακώς σημαίνει ότι δρα ζωοποιώντας, παρέχοντας προσβάσεις στην ενεργούμενη κοινωνία εν Χριστώ [ωραία έκφραση!]. Ο Άγιος Μάξιμος συσχετίζει την Πεντηκοστή με την πραγμάτωση της κοινωνίας ως «απαρχή και τέλος των όντων, και λόγος, ω τα πάντα φύσει συνέστηκε». (σελ 177) Η πρόνοια λοιπόν κορυφώνεται στην Πεντηκοστή, στην καθολική έκχυση του Πνεύματος. Κατά τον Μάξιμο η Πεντηκοστή είναι το εσχατολογικό γεγονός της πλήρους αποκαταστάσεως των όντων κατά την πρόνοια του Θεού, και επομένως η τέλεια ένωση της φύσεως τους με τον λόγο τους, η τέλεια λογοποίηση των όντων.
Ο Χριστός ως μυσταγωγός της εν κοινωνία ενότητας Στην κορύφωση της αρχιερατικής προσευχής ο Χριστός παρακαλεί τον Πατέρα «ίνα πάντες εν ώσι … ίνα ώσι τετελειωμένοι εις εν». Εν προκειμένω, όπως παρατηρεί ο π. Νικόλαος, ο Κύριος συνδέει την τελειότητα με την ενότητα, η οποία προκύπτει από την υιοθεσία των πιστών. Η ενότητα των πιστών είναι εικόνα της ενότητας του Υιού με τον Πατέρα∙ στην άλλη πλευρά έχουμε τον κόσμο [τον μεταπτωτικό] ο οποίος είναι βυθισμένος στην διαίρεση και τον διχασμό. Ο Χριστός φανερώνει την αλήθεια των όντων, η δε αλήθεια αυτή πραγματώνεται και στην κοινωνία που συγκροτεί ο Χριστός με τους φίλους και τους μαθητές του στον κόσμο. (σελ. 179) Ο π. Νικόλαος εξηγεί ότι η θεολογία του Μαξίμου που αναπτύσσεται στο Περί διαφόρων αποριών εκθέτει τον κοινωνικό προορισμό του ανθρώπου και το ενοποιητικό έργο του Χριστού «ίνα την μεγάλη βουλή πληρώση του Θεού και Πατρός, εις Εαυτόν ανακεφαλαιώσας τα πάντα». (σελ. 180) Το αίτημα της ανακεφαλαιώσεως του παντός προκύπτει από τις πέντε μεγάλες διαιρέσεις που αφορούν την φύση των όντων: Πρώτη είναι η διαίρεση ανάμεσα στο κτιστό και το άκτιστο∙ δεύτερη διαίρεση, που αφορά το κτιστό ον, είναι αυτή ανάμεσα σε αισθητά και νοητά όντα∙ τρίτη διαίρεση, που αφορά στα αισθητά, είναι η διάκριση ανάμεσα σε Γη και ουρανό∙ τέταρτη διαίρεση, που αφορά τη Γη, είναι αυτή ανάμεσα σε παράδεισο και οικουμένη, [η τέταρτη διαίρεση πρέπει μάλλον να νοηθεί υπό το πρίσμα προπτωτικών συνθηκών]∙ και τέλος πέμπτη είναι η διαίρεση που αφορά στον άνθρωπο, ο οποίος διαιρείται σε άρρεν και θήλυ. Κατά τον Μάξιμο ο άνθρωπος [προφανώς, στην προπτωτική κατάσταση] διαθέτει την «προς ένωσιν δύναμιν» των αναφερθέντων διχοτομήσεων, προοδεύοντας στην σταδιακήν «ανατατικήν» ενοποίηση «των προσεχών επί τα πόρρω και των ηττόνων επί τα κρείττονα», η οποία «αποπερατούται» στον Θεό. (σελ. 180) Ο άνθρωπος εισάγεται τελευταίος στην δημιουργία «οιονεί σύνδεσμος τις φυσικός τοις καθόλου δια των οικείων μερών μεσιτεύων άκροις, εις εν άγων εν εαυτώ τα πολλά κατά την φύσιν αλλήλων διεστηκότα τω διαστήματι». [καταπληκτικά πράγματα∙ αυτή είναι η πραγματική έννοια της δημιουργίας, αλλά και της εξέλιξης, η οποία δεν είναι απλώς τυχαία φυσική διαδικασία -όπως θα το ήθελαν οι σύγχρονοι εξελικτιστές-, αλλά σκόπιμη εκ Θεού ηθελημένη δημιουργική ενέργεια∙ σε αυτήν δε ο άνθρωπος φανερώνεται ως εικών Θεού, ικανός να μεσιτεύσει ανάμεσα στα όντα, τα οποία είναι μεν καλά δια της παρουσίας του Θεού, αλλά όχι τέλεια] Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι προορισμός του ανθρώπου είναι η βαθμιαία άρση των οντολογικών διαιρέσεων «καθ’ ειρμόν και τάξιν», ξεκινώντας από την άρση της διαιρέσεως μεταξύ άρρενος και θήλεος, μεταβαίνοντας στην ενοποίηση παραδείσου και οικουμένης και στην ένωση ουρανού και γης (επιτυγχάνοντας ταυτότητα με τους αγγέλους κατά την αρετήν), ώστε κατόπιν να ενώσει τα αισθητά με τα νοητά, προκειμένου «ένεκα της ισότητας στη γνώση με τους αγγέλους, να ενοποιήσει την σύμπασα κτίση», και εντός του «να μην έχει καμία έλλειψη η γνωστική του ικανότητα η σχετική με τους λόγους». Όπως παρατηρεί ο π. Νικόλαος, στο αναφερθέν κείμενο η γνώση των λόγων των όντων καθιστά τον άνθρωπο ίσο με τους αγγέλους και είναι ο τρόπος αποκαταστάσεως της ενότητας της φύσεως, καθώς η τελευταία αυτή πλέον ως προς την δυνατότητα της γνώσεως γίνεται ολόκληρη, αισθητή και νοητή, διάφανη με τη γνώση των λόγων που την εμψυχώνουν. (σελ. 181) Στο τέλος, ο άνθρωπος ενώνει την κτιστή με την άκτιστη φύση καθιστώντας τες «δι’ αγάπης» «εν και ταυτόν κατά την έξιν της χάριτος» «… προσχωρώντας όλος καθ’ ολοκληρίαν στον Θεό, και καθιστάμενος όλα όσα είναι ο Θεός χωρίς την κατ’ ουσίαν ταυτότητα μαζί Του». (σελ. 181) Ο άνθρωπος, όμως χρησιμοποίησε την δεδομένη σ’ αυτόν φυσική δύναμη προς ένωση των διαιρεμένων στην επίταση μάλλον της διαιρέσεως «και με αυτόν τον τρόπο κινδύνευσε ελεεινώς να μεταχωρήσει ξανά προς το μη ον». Ο Θεός γίνεται λοιπόν άνθρωπος «για να σώσει τον άνθρωπο που χανόταν, ενώνοντας τα υπάρχοντα στη φύση της όλης κτίσεως ρήγματα δια του εαυτού Του, και φανερώνοντας τους καθολικούς λόγους των επι μέρους κτισμάτων, δια των οποίων είναι φυσικό να γίνεται η ένωση των διαιρεμένων όντων, ώστε να εκπληρώσει την μεγάλη βουλή του Θεού και Πατρός, ανακεφαλαιώνοντας στον εαυτό Του τα πάντα όσα είναι στον ουρανό και όσα είναι στην γη…» (σελ.182) [η έννοια του Χριστού ως Σωτήρος]. Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι στο χωρίο αυτό η σωτηρία του ανθρώπου ταυτίζεται με την άρση των ρηγμάτων της φύσεως και την ανακεφαλαίωση των πάντων εν Χριστώ∙ αυτό όμως δια της συνδέσεως με το ζήτημα της συνάψεως των λόγων των όντων, δια των οποίων και μόνον μπορούν να ενωθούν τα διαιρεμένα. (σελ. 182) [εκεί όπου λέει ο Άγιος Μάξιμος «φανερώνοντας (δείξας) τους καθολικούς λόγους (προφερομένους) των επιμέρους κτισμάτων»∙ άρα η σωτηρία ως ανακεφαλαίωση της κτίσεως δια του Χριστού σημαίνει ότι οι επιμέρους λόγοι ενοποιούνται υπαγόμενοι στους καθολικότερούς τους∙ ενοποιούνται, θα λέγαμε καθολικοποιούμενοι. Επομένως, στην προπτωτική κατάσταση ο άνθρωπος ως ανακεφαλαιωτής της φύσεως είναι το καθολικότερο ον∙ αυτό όμως μόνον δια της ενότητας με τον Θεό, ο οποίος επενεργεί την ενότητα δια των λόγων των όντων –καθιστώντας τους δηλαδή ύπαρξη-. Μετά την πτώση προκύπτει κακή εξατομίκευση, αφού οι λόγοι παύουν να ενεργούνται από το Θεό και δεν διατηρούνται στην ενοποιητική τους συσχέτιση, αλλά αυτονομούνται] Όταν ο Άγιος Μάξιμος ομιλεί λοιπόν για κοινωνία και ένωση των όντων εννοεί την δια των λόγων τους κοινωνία και ένωση (σελ. 182) [τα όντα κοινωνούν δια των λόγων τους, διότι σε αυτούς εκφέρονται ως κοινωνία. Στο βαθμό που τα όντα υπάρχουν εκτός Θεού υπάρχει διαίρεση των λόγων αυτόκλητα, την οποία επομένως είτε την συγκρατεί και την συνέχει ο Θεός, όπως προπτωτικά είτε την επαναθέτει στο ον ο Χριστός, ο οποίος είναι και η πηγή των λόγων των όντων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι λόγοι ως άκτιστοι συνιστούν ατομικές ολότητες και κοινωνούν ούτως ή άλλως. Εφόσον δια της δημιουργίας το περιεχόμενό τους τίθεται εκτός Θεού, ώστε να υπάρξουν τα κτιστά, οι λόγοι αυτόκλητα διασπώνται∙ αλλά όμως ο Θεός παρίσταται στο έτερον Αυτού ον και συγκρατεί με την ίδια δημιουργική ενέργεια τα όντα σε κοινωνία καθιστώντας τα λόγους. Λόγω του αυτεξουσίου του ανθρώπου είναι όμως δυνατόν να επιλεγεί η αντίθετη κατεύθυνση, η εξατομίκευση, η διάσπαση της κοινωνίας. Σε αυτήν την περίπτωση το κτιστό δεν μπορεί πλέον να ανεγερθεί ει μη μόνο δια του Χριστού, ο οποίος ως άνθρωπος -κτιστός- μετέχει μεν του διηρεμένου, αλλά ως Θεός μπορεί να το ενοποιεί] Σύμφωνα με τον Μάξιμο ο Χριστός υπερβαίνει τη διάκριση των φύλων δια της γεννήσεώς του εκ της Παρθένου. Μετά την ανάσταση Του συνδιαιτώμενος με τους μαθητές φανερώνει την ένωση παραδείσου και οικουμένης, ενώ με την ανάληψη ενοποιεί γη και ουρανό. Ακολούθως, διερχόμενος με την ψυχή και το σώμα όλα τα αισθητά και τα νοητά ενοποιεί την σύμπασα κτιστή φύση «την προς το εν της όλης κτίσεως κατά τον εαυτής αρχικώτατον και καθολικότατον λόγον σύννευσιν δείξας εν εαυτώ παντελώς αδιαίρετον και αστασίαστον». Εν τέλει Ο Χριστός εμφανίζεται ενώπιον του Πατρός ως άνθρωπος, «έχοντας εκπληρώσει ως άνθρωπος αληθινά και έμπρακτα με απαράβατη υπακοή όσα προόρισε ο Θεός να γίνουν». (σελ. 182-3) Ο π. Νικόλαος σημειώνει ως έσχατο προορισμό και βουλή του Πατρός την καθολική ενοποίηση των πάντων, η οποία εκπληρώνεται από τον Χριστό. Το είναι συγκροτείται ως τέτοιο δια της κοινωνίας και εν τη κοινωνία των επί μέρους επί τα καθολικότερα και στην σύναψη των ρηγμάτων, ως πρόοδος της κοινωνικής ζωής των όντων μέχρι τον έναν «παντελώς αδιάκριτον λόγον» [τον καθολικότατον;] της κτίσεως. (σελ. 182) Ο Άγιος Μάξιμος λέγει ακόμα ότι «πάντα γαρ κατά τον αληθή λόγον αλλήλοις συνεμπίπτει»∙ ταυτοποιούνται, δηλαδή όλα τα κτιστά «χωρίς ούτε το πιο ευτελές ανάμεσα στα όντα να εγκαταλείπεται … διότι όλα τα όντα τα οποία είναι διακεκριμένα μεταξύ τους με τις ιδιαίτερες διαφορές τους, ενώνονται και μέσω κάποιου γενικού λόγου της φύσεώς τους (γενικώ τινί λόγω της φύσεως) συνωθούνται προς το έν και ταυτόν» (σελ. 184) [ενοποίηση ως καθολικοποίηση και συνώθηση προς τον καθολικό λόγο, τον Χριστό] Στο επόμενο μέρος αυτής της σειράς θα δούμε πώς νοείται από τον Μάξιμο η κίνηση των όντων, το γιγνεσθαί τους κατά τους λόγους τους, ώστε να οδηγηθούν στην ενότητα με τον καθολικό Λόγο, τον Χριστό. πηγή: Aντίφωνο |
Δημιουργία αρχείου: 22-5-2017.
Τελευταία μορφοποίηση: 23-4-2018.
ΕΠΑΝΩ |