Μεταφορά της εμπειρίας - Η παράδοση τής εμπειρίας με λέξεις * Παράδοση και Παραδόσεις Βιβλιαράκι * Η Διδαχή και η περί την τάξη των Προφητών παράδοση της πρώιμης μεταποστολικής εποχής * Η Ιερά Παράδοση ως πηγή πίστεως * Μετάδοση της παραδόσεως * Η Ιερά Παράδοση και η Αποστολική Διαδοχή είναι εγγύηση τής ακεραιότητας τού Ευαγγελίου * Ιερά Παράδοση και παραδόσεις
Η παράδοση τής Ορθοδοξίας Ενοποιητικός παράγοντας στον χρόνο Γ. Μαντζαρίδης Καθητηγής Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης
Πηγή: Περιοδικό "Σύναξις" Τεύχος 1 - Ιανουάριος - Μάρτιος 1982. |
Η παράδοση καλλιεργείται με τη φθορά και το θάνατο. Ταυτόχρονα όμως η παράδοση τροφοδοτεί την ανακαίνιση και τη ζωή. Παράδοση είναι η φθορά που τρέφει τη ζωή. Και αποδοχή της παραδόσεως είναι η αποδοχή της φθοράς ως παράγοντα ζωής. Η ζωή διατηρείται εκεί, όπου μπορεί να τρέφεται από τη φθορά που προκαλεί ο χρόνος. Όταν η ζωή που φθείρεται δεν τρέφει τη ζωή που γεννιέται, τότε και η ζωή που γεννιέται δεν διατηρείται, αλλά καταστρέφεται. Η παράδοση προϋποθέτει την απουσία "αληθούς κοινωνίας", ενώ ταυτόχρονα αποτελεί φαινόμενο της κοινωνικής ζωής και παράγοντα συγκροτήσεως της κοινωνίας. "Αληθής κοινωνία", παρατηρεί ο Νικόλαος Καβάσιλας, υπάρχει, "όταν αμφοίν το αυτό κατά τον αυτόν χρόνον παρή· ως επειδάν εκάτερος έχη, και νυν μεν ούτος, νυν δε εκείνος, ου κοινωνείν αν είη μάλλον ή διεστάναι".1 Ο χρόνος προσφέρεται ως ενοποιός παράγοντας στην κοινωνική ζωή. Όσοι είναι σύγχρονοι, μπορούν να έχουν αληθινή κοινωνία. Συνάμα όμως ο χρόνος αποτελεί και διασπαστικό παράγοντα για την κοινωνική ζωή. Όσοι δεν είναι σύγχρονοι, δεν μπορούν να έχουν αληθινή κοινωνία. Εκτός όμως από το χρόνο, που ενώνει αλλά και που διαιρεί τους ανθρώπους, υπάρχει και ο χώρος. Ο χώρος προσφέρεται ουσιαστικά ως παράγοντας "χωρισμού" ή διαιρέσεως. Όσοι ζουν ταυτόχρονα δεν μπορούν να ζουν και ταυτόχωρα. Δυο άνθρωποι μπορούν να βρεθούν στον ίδιο χώρο μόνο σε διαφορετικό χρόνο. Όσοι ενώνονται μέσα στο χρόνο, χωρίζονται μέσα στο χώρο. Αλλά ο χώρος προσφέρεται και ως βάση της κοινωνίας, μια που ο χωρισμός και η διάκριση αποτελούν την προϋπόθεση για τη φανέρωση του προσώπου και τη σύσταση της κοινωνικής ζωής. Ο χωρισμός μέσα στο χώρο και ο περιορισμός μέσα στο χρόνο αποτελούν τα πλαίσια, συνάμα όμως και τα εμπόδια για την ανάπτυξη και τη διατήρηση της ζωής της κοινωνίας. Η παράδοση, ως στοιχείο που συνδέει τους τοπικά και χρονικά μακρυσμένους ανθρώπους, καλλιεργεί την κοινωνία. Η παράδοση στηρίζεται στη μνήμη, που εκδηλώνεται μέσα στο χρόνο και τον ενοποιεί. Ο χώρος διαφοροποιεί την παράδοση. Και όταν η παράδοση, που διαφοροποιείται μέσα στο χώρο, δεν διατηρεί την ενότητα της μέσα στο χρόνο, παύει να υπάρχει ως παράδοση. Παράδοση είναι το πατρικό σπίτι μας, η ευρύτερα ο τόπος μας ο φορτισμένος με τις μνήμες των γονιών και των προγόνων μας. Η σχέση με τον τόπο μας είναι σχέση με την παράδοσή μας. Το φύλαγμα του τόπου είναι φύλαγμα της παραδόσεως. Και οι Ορθόδοξοι μοναχοί "τον τόπον φυλάσσουν". Κάθε τόπος όμως, όπου ζουν άνθρωποι, συνδέεται και με έναν Ιδιαίτερο τρόπο ζωής. Ο ιδιαίτερος τρόπος ζωής σε κάθε τόπο διαμορφώνει και την ιδιαίτερη παράδοσή του. Η παράδοση αυτή υλοποιείται ως ένα βαθμό με διάφορα θεσμικά και συμβολικά μέσα και μετέχεται από τους ανθρώπους είτε με την ένταξή τους σ' αυτήν είτε με τη χρησιμοποίησή της για όφελός τους. Η ένταξη στην παράδοση πραγματοποιείται, όταν επικρατεί πνεύμα συλλογικότητας και ανιδιοτέλειας. Όταν επικρατεί ατομισμός και ιδιοτέλεια, η συλλογική παράδοση χρησιμοποιείται για οφέλη ατομικά. Η ένταξη τού άτομου στην παράδοση τρέφει και ζωογονεί την παράδοση. Η ιδιοτελής χρήση της όμως τη νεκρώνει και τη διαλύει. Στην πρώτη περίπτωση η παράδοση συνδέει όσους εντάσσονται σε αυτήν όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά και διαχρονικά. Στη δεύτερη περίπτωση μεταβάλλεται σε αντικειμενική αξία, που όχι μόνο δεν συνδέει αυτούς που τη χρησιμοποιούν, αλλά και δημιουργεί αντιθέσεις και προστριβές μεταξύ τους. Η παράδοση είναι κίνηση και ζωή. Γι' αυτό δεν καλλιεργείται με τη συντήρηση, αλλά με τη διαρκή αναδημιουργία. Και η παραδοσιακότητα δεν είναι συντηρητικότητα, αλλά δημιουργικότητα. Η παραδοσιακότητα μπορεί να εκδηλώνεται ως συντηρητικότητα μόνο προσωρινά, όταν αντικειμενικοί παράγοντες παρεμποδίζουν την ομαλή λειτουργία της. Όταν η παράδοση ταυτίζεται με τη συντήρηση, χάνει την ταυτότητα της και νεκρώνεται. Ο Χριστιανισμός προσφέρεται ως παράδοση, ενώ ταυτόχρονα εισάγει μια νέα διάσταση στην παράδοση. Ουσιαστικά ο Χριστιανισμός δημιουργεί μια δική του παράδοση, που ονομάζεται συνήθως Ιερή παράδοση. Το ιερό στο Χριστιανισμό δεν διακρίνεται διχοτομικά από το κοσμικό. Αντίθετα μάλιστα το ιερό αγιάζει και μεταμορφώνει το κοσμικό σε καινή κτίση. Η παράδοση τού Χριστιανισμού είναι μια νέα παράδοση, όπου όμως βρίσκει τη θέση και την καταξίωση της κάθε γνήσια ανθρώπινη παράδοση. Η παράδοση τού Χριστιανισμού δημιουργείται με την πρόσληψη και ανακαίνιση τού κόσμου εν Χριστώ. Το κέντρο της παραδόσεως αυτής είναι ο ίδιος ο Χριστός. Και η διατήρηση της πραγματοποιείται με την ένταξη και παραμονή τού κόσμου στο σώμα τού Χριστού, την Εκκλησία. Η παράδοση είναι η οδός της Εκκλησίας. Με την παράδοση η Εκκλησία προχωρεί στην ιστορία και διατηρεί την ενότητά της μέσα στο χώρο και το χρόνο. Ταυτόχρονα η παράδοση είναι η αλήθεια της Εκκλησίας· είναι η περιφρούρηση της από τη λήθη τού φθαρτού κόσμου, που οδηγεί στον αφανισμό. Τέλος, η παράδοση είναι η ζωή της Εκκλησίας· είναι η λειτουργική και λατρευτική σύνδεση της με την πηγή της ζωής, τον Θεό. Η παράδοση της Εκκλησίας συγκεφαλαιώνεται στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας: "Εγώ γαρ παρέλαβον από τού Κυρίου ό και παρέδωκα υμίν, ότι ο Κύριος Ιησούς εν τη νυκτί ή παρεδίδοτο έλαβεν άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και είπε: λάβετε φάγετε τούτο μου εστί το σώμα το υπέρ υμών κλώμενον· τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. Ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων: τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εστίν εν τω εμώ αίματι· τούτο ποιείτε, οσάκις αν πίνητε, εις την εμήν ανάμνησιν" (Α' Κορινθίους 11,23-25). Η Θεία Ευχαριστία είναι το μυστήριο της Εκκλησίας· είναι το ίδιο το μυστήριο του Χριστού, στο οποίο μετέχουν οι πιστοί εν Αγίω Πνεύματι. Με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας η Εκκλησία προσφέρει όλη την παράδοσή της, δηλαδή όλο το Χριστό, που μερίζεται και δεν διαιρείται, που μετέχεται και δεν δαπανάται, που διαφοροποιείται και ενοποιεί. Υπάρχουν βέβαια και πολλές ειδικότερες παραδόσεις, γραπτές ή άγραφες, τις οποίες καλούνται να τηρούν οι πιστοί. Έτσι ο Απ. Παύλος γράφει στους Χριστιανούς της εποχής του: "Αδελφοί, στήκετε, και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι' επιστολής ημών" (Β΄ Θεσ. 2,15). Και κατά τη μεταποστολική περίοδο πολλές παραδόσεις διατηρήθηκαν και διαμορφώθηκαν στη ζωή της Εκκλησίας. Το κέντρο όμως όλων αυτών των παραδόσεων είναι και παραμένει ο Χριστός. Δεν έχει νόημα μέσα στην Εκκλησία παράδοση χωρίς άμεση ή έμμεση αναφορά προς το κέντρο αυτό. Και η σπουδαιότητα των επιμέρους παραδόσεων της Εκκλησίας είναι ανάλογη με το βαθμό της αναφοράς τους στο Χριστό. Όλες οι παραδόσεις που αναφέρονται στο Χριστό έχουν ευχαριστιακό ή λατρευτικό χαρακτήρα, γι' αυτό και προσφέρονται "εν μυστηρίω". "Των εν τη Εκκλησία πεφυλαγμένων δογμάτων και κηρυγμάτων τα μεν εκ της εγγράφου διδασκαλίας έχομεν, τα δε εκ της των Αποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ημίν εν μυστηρίω παρεδεξάμεθα"2. Η "εν μυστηρίω" παράδοση δεν είναι καμιά απόκρυφη παράδοση, αλλά η παράδοση που γίνεται με τα μυστήρια, και ειδικότερα με το βάπτισμα και τη Θεία Ευχαριστία3. Στα μυστήρια αυτά συγκεφαλαιώνεται ολόκληρη η θεανδρική οικονομία και θεμελιώνεται η Εκκλησία4. Η "εν μυστηρίω" παράδοση διατηρείται μέσα στον κόσμο μόνο ως παράδοση της Εκκλησίας. Και η Εκκλησία διατηρείται μόνο ως περιοχή φανερώσεως της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Η έλευση της χάριτος τού Αγίου Πνεύματος σημαίνει παρέλευση τού φθαρτού κόσμου. Και στο μέτρο που παρέρχεται ο φθαρτός κόσμος έρχεται η χάρη τού Αγίου Πνεύματος. Η Εκκλησία δεν μπορεί να υπάρχει ως περιοχή φανερώσεως της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, αν μέσα σ' αυτήν δεν ξεπερνιέται η φθορά και δεν μεταμορφώνεται ο κόσμος. Όταν η Εκκλησία γίνεται κόσμος, όταν ταυτίζεται με την αισθητή αμεσότητα, αλλοτριώνεται από τη χάρη. Στη Διδαχή των δώδεκα Αποστόλων διατυπώνεται η ευχή "ελθέτω χάρις και παρελθέτω ο κόσμος ούτος"5. Η Εκκλησία κατά τους πρώτους αιώνες συνδύαζε την ευχή της αυτή με τη ζωή της ως "κοινωνίας εξόδου". Έτσι δοκίμαζε διαρκώς το ξεπέρασμα τού κόσμου και την παρουσία της χάριτος. Η ενίσχυση της θεσμικής διαστάσεως της Εκκλησίας και η εκκοσμίκευση τού πληρώματος της, που σημειώθηκαν μετά την αναγνώριση τού Χριστιανισμού ως επίσημης κρατικής θρησκείας, συμπίεσαν τις διαστάσεις της χαρισματικής ζωής της. Τότε η παράδοση της Εκκλησίας καινοτόμησε και παρουσίασε το μοναχισμό. Η εμφάνιση τού μοναχισμού δημιούργησε νέες δυνατότητες για την υπέρβαση τού κόσμου και τη διατήρηση της χάριτος. Έτσι το ζωντανό σώμα της Εκκλησίας, που απλώθηκε σε ευρύτερες περιοχές μέσα στον κόσμο, κέρδισε στην έρημο ένα νέο ζωτικό χώρο για τη φανέρωση της χάριτος. Και πάντοτε, όπου η Εκκλησία παραμένει ζωντανή, κινείται ως ενιαίο σώμα, αναπληρώνοντας τη φθορά που προκαλεί η παρουσία της μέσα στο χώρο και το χρόνο. Η Εκκλησία δεν μπορεί να διατηρήσει την ταυτότητά της μέσα στην Ιστορία, χωρίς να μεταβάλλεται οργανικά μέσα στο χώρο και το χρόνο. Και το κήρυγμα της Εκκλησίας δεν μπορεί να προσφέρεται αναλλοίωτο στον κόσμο, χωρίς να προσαρμόζεται με τον κατάλληλο τρόπο προς το εκάστοτε περιβάλλον. Έτσι, αν με Κ παραστήσουμε το κήρυγμα της Εκκλησίας, με Τ τον τρόπο της προσφοράς του και με Π το περιβάλλον στο οποίο παρουσιάζεται, Έχουμε την αντιστοιχία Κ Τ Π. Το περιβάλλον όμως (Π) αλλάζει διαρκώς μέσα στο χώρο και το χρόνο. Όταν λοιπόν αυτό γίνεται Π1, Π2..., Πν, δεν ισχύει πια η αρχική αντιστοιχία. Για να βρίσκεται λοιπόν το κήρυγμα (Κ) σε αντιστοιχία με το εκάστοτε νέο περιβάλλον (Π1, Π2, ...Πν), χρειάζεται κάθε φορά ο κατάλληλος τρόπος προσφοράς (Τ1, Τ2..., Τν). Αν ο τρόπος προσφοράς παραμένει αναλλοίωτος, τότε ή το κήρυγμα της Εκκλησίας αλλοιώνεται ή η κανονική προσφορά του στον κόσμο ματαιώνεται6. Η Ορθοδοξία είναι παραδοσιακή. Η παραδοσιακότητα δεν εκφράζει την ιδιαιτερότητα της Ορθοδοξίας, αλλά την καθολικότητά της. Η καθολικότητα όμως αποτελεί ταυτόχρονα και την ιδιαιτερότητα της Ορθοδοξίας· είναι το εκπρεπές γνώρισμά της. Η παράδοση ως κίνηση και ζωή εμφανίζεται μερικές φορές με τη μορφή της καινοτομίας. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα στην ιστορία της Εκκλησίας μας. Έτσι η χρήση τού όρου "ομοούσιος" στο Σύμβολο της πίστεως, θεωρήθηκε από πολλούς θεολόγους τού τέταρτου αιώνα ως απαράδεκτος νεωτερισμός. Και όμως ο όρος αυτός απέδωσε με τον καλύτερο τρόπο το αναλλοίωτο περιεχόμενο της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, που αντέταξε στη συμβατική θρησκευτικότητα την εμπειρία της εν Χριστώ ζωής, θεωρήθηκε από πολλούς συγχρόνους του νεωτεριστής. Τέλος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που έδωσε στην πρόκληση της εποχής του την απάντηση της Ορθόδοξης παραδόσεως, χαρακτηρίστηκε από τους αντιπάλους του ως "καινός θεολόγος" και η διδασκαλία του "ως νέα θεολογία". Ορθόδοξη παράδοση δεν είναι το οποιοδήποτε κατεστημένο της Ορθοδοξίας, αλλά η Ορθόδοξη ζωή. Και η τήρηση της παραδόσεως της Ορθοδοξίας δεν πραγματοποιείται με την απλή διατήρηση των αντικειμενοποιήσεών της, αλλά με την ένταξη στη ζωή και το πνεύμα της, που πραγματοποιείται πάντοτε με βάση τη Θεία Ευχαριστία, δηλαδή το μυστήριο της κοινωνίας τού Θεού με τον άνθρωπο. Ο δυτικός Χριστιανισμός στο σύνολο του αρνείται κατά βάθος την παράδοση. Βέβαια δεν μπορεί κανείς να μη διακρίνει τον "παραδοσιακό" Ρωμαιοκαθολικισμό από τον "αντιπαραδοσιακό" Προτεσταντισμό. Η διάκριση όμως αυτή δεν προχωρεί σε μεγάλο βάθος. Ο Ρωμαιοκαθολικισμός παραμέλησε την παράδοση ως μνημική ενότητα. Περιόρισε το ενδιαφέρον του για το παρελθόν, και είδε την παράδοση περισσότερο ως ενότητα μέσα στο παρόν. Μετέθεσε το κέντρο βάρους από τη μνημική στη θεσμική ενότητα και συμπίεσε την παράδοση μέσα στα πλαίσια της αμεσότητας. Η παράδοση των Πατέρων παραμερίστηκε, και ως προσήλωση στην παράδοση θεωρήθηκε η συμφωνία με τον Πάπα και τους εκπροσώπους του. Με τον τρόπο όμως αυτόν η παράδοση έχασε τις ρίζες και την αντοχή της μέσα στο χρόνο. Αποδυναμώθηκε ως παράγοντας διαχρονικής ενότητας και περιορίστηκε σε παράγοντα μόνο γεωγραφικού συνδέσμου. Έτσι έχασε τη δυνατότητα της οργανικής αναπτύξεως και οδήγησε στο δίλημμα: συντήρηση η καινοτομία. Η αγάπη για την παράδοση στο Ρωμαιοκαθολικισμό ταυτίστηκε, όπως ήταν φυσικό, με τη συντηρητικότητα. Αλλά η συντηρητικότητα αποδεικνύεται ανεπαρκής, ιδιαίτερα μέσα στη σύγχρονη πλουραλιστική πραγματικότητα. Η συντηρητικότητα αδρανεί μπροστά στη φθορά τού χρόνου και έρχεται σε αντίθεση προς την ίδια τη ζωή. Η συντηρητικότητα καθηλώνει την Εκκλησία στο παρελθόν και δεσμεύει την ανακαινιστική αποστολή της στο παρόν. Οι νεκροί δεν ζωντανεύουν μέσα στην κοινωνία τού παρόντος, ενώ οι ζωντανοί παγιδεύονται στην κοινωνία τού παρελθόντος. Έτσι καθιερώνεται η κυριαρχία τού παρελθόντος και συμπνίγεται η σπουδαιότητα τού παρόντος και τού μέλλοντος. Η αγάπη και η ελπίδα, ως αρετές τού παρόντος και τού μέλλοντος, υποτάσσονται σε μια νεκρή πίστη, που χάνει τον εσχατολογικό της προσανατολισμό και μεταβάλλεται σε απλή ιδεολογία. Από την άλλη πλευρά, η καινοτομία αποστρέφεται τη φθορά τού χρόνου και αδυνατεί να τη δεχθεί μέσα στο παρόν ως παράγοντα ζωής. Οι πιστοί αποκόβονται από το παρελθόν και μένουν μετέωροι μέσα στο παρόν. Οι νεκροί απουσιάζουν από την κοινωνία τού παρόντος, ενώ οι ζωντανοί αυτοσχεδιάζουν για μια κοινωνία τού μέλλοντος. Έτσι καθιερώνεται μια αδιάκοπη αλλαγή και η διάρκεια θεωρείται ανιαρή. Η πίστη χάνει την ιστορική της επαλήθευση, ενώ η ελπίδα και η αγάπη μεταβάλλονται ουσιαστικά σε ατομικά συναισθήματα. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάστηκε στον Προτεσταντισμό. Μέσα σ' αυτόν υποστηρίχθηκε, όπως γνωρίζουμε, η άποψη άτι η Εκκλησία πρέπει διαρκώς να μεταρρυθμίζεται "Ecclesia semper reformanda". Αν η Εκκλησία δεν μεταρρυθμίζεται, δεν μπορεί να διατηρεί την ταυτότητά της. Ο Προτεσταντισμός όμως, που αρνείται την ιστορική παράδοση, δεν οδηγεί σε οργανική ανάπτυξη, αλλά σε ουσιαστική αλλοίωση της Εκκλησίας. Το πρόβλημα της ορθής θεωρήσεως της παραδόσεως είναι σε τελική ανάλυση πρόβλημα ορθής θεωρήσεως τού χρόνου και τού χώρου. Κι επειδή συνήθως δεν θέλουμε ή δεν έχουμε την τόλμη να προχωρήσουμε στην καρδιά τού προβλήματος, περιοριζόμαστε στην επιφανειακή θεώρηση του. Έτσι όμως δημιουργούμε μια πλασματική σχέση με το χώρο και το χρόνο, που είτε μας οδηγεί σε μια επιφανειακή αντιμετώπιση των προβλημάτων, είτε μας κάνει ασυγχρόνιστους και ουτοπικούς. Το πρόβλημα της ορθής θεωρήσεως τού χώρου και τού χρόνου είναι πρόβλημα υπερβατικής αναφοράς. Χωρίς την αναφορά αυτή κάθε θεώρηση τού χώρου και τού χρόνου είναι αποσπασματική και συμβατική. Αλλά και η αναφορά αυτή μέσα στα δεδομένα τού χώρου και τού χρόνου, που προσδιορίζουν τον άνθρωπο και τη ζωή του, είναι ουσιαστικά αδύνατη ή φανταστική. Η μόνη αληθινή δυνατότητα υπερβατικής αναφοράς προσφέρεται εν Χριστώ. Στο πρόσωπο του Χριστού ενώνεται το χρονικό με το αιώνιο, το περιορισμένο με το υπερβατικό. Και η ένωση με το Χριστό μέσα στο χώρο και το χρόνο είναι η ένωση που υπερβάλλει το χώρο και το χρόνο· είναι η ένωση που πραγματοποιεί την υπερβατική αναφορά. Διαδόθηκε κάποτε το σύνθημα "επιστροφή στους Πατέρες". Το σύνθημα όμως αυτό δεν θεωρήθηκε απόλυτα ικανοποιητικό, γιατί μπορούσε να ερμηνευτεί και ως οπισθοδρομικό. Για το λόγο αυτόν αντιπροβλήθηκε και το σύνθημα "μπροστά με τους Πατέρες". Τα συνθήματα όμως αυτά δεν εκφράζουν απόλυτα τη θέση της Ορθοδοξίας. Η θέση της Ορθοδοξίας είναι: "επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσιν". Έπομαι δεν σημαίνει ούτε επιστρέφω ούτε βαδίζω μπροστά. Έπομαι σημαίνει ακολουθώ. Και όποιος ακολουθεί δεν προσδιορίζει μόνος του την πορεία του, αλλά εντάσσεται στην πορεία αυτού ή αυτών που ακολουθεί. "Επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι" λοιπόν σημαίνει: ακολουθώντας τους Αγίους Πατέρες. Όχι επιστρέφοντας στο παρελθόν της ιστορικής τους παρουσίας, ούτε μεταφέροντας τους ως αρχαιολογικούς θησαυρούς στο παρόν και το μέλλον. "Επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι" σημαίνει: αποδεχόμενοι τη ζωντανή παρουσία των Αγίων Πατέρων και οδηγούμενοι από το ήθος και το φρόνημά τους. Οι Άγιοι Πατέρες ανήκουν στο αδιαίρετο σώμα τού ζώντος Χριστού. Γι' αυτό και δεν μπορεί κανείς να τους γνωρίσει και να τους ακολουθήσει, αν δεν ενταχθεί στο ίδιο σώμα. Η παράδοση των Αγίων Πατέρων, όπως και η παράδοση των Αποστόλων και όλων των Αγίων, βρίσκεται στο ίδιο το σώμα τού Χριστού, στο οποίο ανήκουν όλοι από κοινού. Η Ορθόδοξη παράδοση δεν είναι κανένα αντικειμενικό αγαθό, που κατέχεται διαδοχικά από τις διάφορες γενιές των πιστών. Μια τέτοια παράδοση θα μπορούσε ίσως να έχει μεγάλη άξια, όχι όμως και να κατευθύνει την Εκκλησία. Και δεν μπορεί να κατευθύνει την Εκκλησία, γιατί δεν είναι δυνατό να οδηγήσει στην αληθινή κοινωνία· "ως επειδάν εκάτερος έχη, και νυν μεν ούτος, νυν δε εκείνος, ου κοινωνείν αν είη μάλλον η διεστάναι. Ου γαρ εστί το συνάπτον, ότι μη πάρεστι κατά ταυτόν αμφοτέροις"7. Η παράδοση παραλαμβάνεται με τη ένταξη στο σώμα του «ζώντος Χριστού και διατηρείται ως ζωή και ως οδός ζωής μέσα στην περιοχή της φθοράς και τού θανάτου. Η παράδοση όμως δεν αποτελεί μόνο το έσχατο, αλλά και το δείκτη που οδηγεί στο έσχατο δεν είναι μόνο ο θησαυρός της βασιλείας τού Θεού, αλλά και το σύμβολο τού θησαυρού αυτού. Γι' αυτό η παράδοση δεν μπορεί να λειτουργεί σωστά μέσα στην Εκκλησία χωρίς την εσχατολογική της προοπτική. Όταν η παράδοση της Εκκλησίας ειδωλοποιείται ή ιδεολογοποιείται, όταν δηλαδή αποκόβεται από την εσχατολογική της προοπτική, όχι μόνο δε λειτουργεί σωστά, αλλά και ματαιώνει την εκπλήρωση τού σκοπού της. Αυτός είναι και ο τεράστιος κίνδυνος τού συντηρητισμού, όταν μεταβάλλεται σε καθεστώς μέσα στην Εκκλησία.
Σημειώσεις 1. Περί της εν Χριστώ ζωής 4, PG ISO, 600D. 2. Περί Αγίου Πνεύματος 27, 66. PG 32, 188Α. 3. Βλ. Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ. Αγία Γραφή. Εκκλησία, Παράδοσις, (μετάφρ. Δ Τσάμη), Θεσ/νίκη 1976. σ. 119. 4. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ομιλία εις Ιωάννην 85. 3. PG 59. 463. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ. Ομιλία 60. 3 εκδ Σ Οικονόμου, σ. 250. 5. Διδαχή 10. 6 6. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Χριστιανική Ηθική. Θεσσαλονίκη 1981. σ. 173. 7. Νικολάου Καβάσιλα Ό.π. |
Δημιουργία αρχείου: 9-5-2024.
Τελευταία μορφοποίηση: 9-5-2024.
ΕΠΑΝΩ |