Οι διάδοχοι τών αποστόλων * Η εξουσία τής Εκκλησίας * Αποστάτησε ποτέ η Εκκλησία; * Διδαχή των Αποστόλων (Αρχαίο κείμενο) * Περί του πρωτοχριστιανικού κειμένου της Διδαχής των Αποστόλων * Η αξιοπιστία των επιστολών του Αγίου Ιγνατίου * Αποστολική ζωή, παράδοση και διαδοχή * Ιησούς Χριστός - Η Ζωή τού κόσμου
Εκκλησιαστική Ιστορία Β΄ Μέρος: Η Διδαχή και η περί την τάξη των Προφητών παράδοση της πρώιμης μεταποστολικής εποχής Η παράδοση της πρώιμης μεταποστολικής εποχής για την τάξη των Προφητών Το Πολίτευμα τής Εκκλησίας και η Τάξη τών Προφητών (70-100 μ.Χ.)
Πηγή: Εκκλησιαστική Ιστορία Βλασίου Ι. Φειδά, Α΄ Αθήνα 1992, κεφ. Β΄. |
|
2. Η Διδαχή και η περί την τάξη των Προφητών παράδοση της πρώιμης μεταποστολικής εποχής
Οι πηγές της πρώιμης μεταποστολικής εποχής (70-100 μ.Χ.) προβάλλουν κατά τρόπο χαρακτηριστικό την εξέχουσα θέση και αυθεντία της τάξεως των Προφητών στην Εκκλησία (Α' Ιωάννου, Αποκάλυψις, Διδαχή). Ο Ε. Schweizer, αξιολογώντας τις σχετικές μαρτυρίες της Αποκαλύψεως, αναγνωρίζει ότι "το μόνο ειδικό Ιερατείο, το οποίο δύναται κάποιος να δη εδώ να εξελίσσεται στην Εκκλησία, είναι εκείνο του Προφήτη" (Church Order in Ν.Τ., 134). Πράγματι, παρά την αναντίρρητη αντιτυπία περιγραφής ουρανίων και επιγείων πραγμάτων στην Αποκάλυψη, ο συγγραφέας της χαρακτηρίζει το περιεχόμενο του έργου "λόγους προφητείας" (Αποκ. 1, 3, 22, 7-10 και 18-19) και ταυτίζει το περιεχόμενο της προφητείας με το έργο του ευαγγελισμού: "η γαρ μαρτυρία Ιησού εστι το πνεύμα της προφητείας" (Αποκ. 19,9-10). Υπό το πνεύμα αυτό αφ’ ενός μεν εξαίρεται η εξέχουσα θέση των Προφητών (Αποκ. 11,18.16, 6.17,6. 18, 24), αφ’ ετέρου δε εξηγείται η οξύτατη πολεμική εναντίον των "ψευδοπροφητών" (Αποκ. 16,13 και 19. 20,10 κ.6.), οι οποίοι υπήρξαν αναντίρρητα το μεγάλο πρόβλημα της Εκκλησίας κατά την πρώιμη μεταποστολική εποχή. Η έμφαση στο οξύ αυτό πρόβλημα, ανεξάρτητα από τα ειδικότερα στοιχεία που το συνθέτουν, αναδεικνύει την μετά τον θάνατο των Αποστόλων μέγιστη αυθεντία της τάξεως των Προφητών. Το ψευδές και το νόθο μιμείται συνήθως το αληθές και το γνήσιο, γι' αυτό και καταπολεμείται το ψευδές για να περιφρουρηθή το γνήσιο. Υπό το πνεύμα αυτό ο ευαγγελιστής Ιωάννης, στην Α΄ επιστολή του, καλεί τους πιστούς να δοκιμάζουν και να κρίνουν τη γνησιότητα των Προφητών: "αγαπητοί μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα, ει εκ του Θεού εισίν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασυν εις τον κόσμον" (Α' Ιωάν. 4,1). Κατ' ακολουθίαν, οι Προφήτες ήσαν "εκ του Θεού", όφειλαν δηλαδή στη θεία βούληση την αυθεντία τους για την άσκηση μιας συγκεκριμένης αποστολής και είχαν εφοδιασθή με μόνιμη εξουσία, γι' αυτό και οι πιστοί όφειλαν να δέχονται τη διδασκαλία τους, σε αντίθεση προς τη διδασκαλία των "ψευδοπροφητών". Η μη ειδική αναφορά του Ιωάννη στην τάξη των Προφητών οφείλεται αναμφιβόλως στο γεγονός ότι αυτή αποτελούσε ήδη την καθιερωμένη αυθεντία στην Εκκλησία, γι' αυτό και ο απόστολος περιορίζεται στην καταδίκη των ψευδωνύμως αποκαλουμένων Προφητών. Εάν δεν υπήρχε τάξη Προφητών, δεν θα ήταν βεβαίως κατανοητή η κατά μίμηση ανύπαρκτης τάξεως εμφάνιση πολλών ψευδοπροφητών στην Εκκλησία. Πράγματι, εάν κατά την εν λόγω εποχή ασκούσε κατ' αποστολική διαδοχή την αποστολική αυθεντία άλλη τάξη, όπως λ.χ. η τάξη των Επισκόπων, τότε όσοι διεκδικούσαν ψευδώς αποστολική αυθεντία θα επέλεγαν τον εκκλησιαστικό τίτλο του Επισκόπου, όπως έπραξαν αργότερα οι Γνωστικοί. Την κατάσταση όμως της πρώιμης μεταποστολικής εποχής αποτυπώνει πληρέστερα η Διδαχή. Η Διδαχή συντάχθηκε προφανώς προ του 100 μ.Χ. και παρέχει, ανεξάρτητα από τον χρόνο ή τόπο συντάξεώς της, σπουδαιότατες ειδήσεις όχι μόνο για το πρόβλημα των "ψευδοπροφητών", αλλά και για τη συνέχεια της αποστολικής αυθεντίας ή την εξέχουσα θέση της τάξεως των Προφητών στην Εκκλησία. Ο Α. von Harnack απομόνωσε τη σπουδαία αυτή πηγή από την υπόλοιπη γραμματεία της αποστολικής και της μεταποστολικής εποχής και υπήγαγε τις μαρτυρίες της στο κριτήριο του διαχωρισμού μεταξύ της οικουμενικής τάξεως χαρισματούχων και του τοπικού Ιερατείου, ενώ αγνόησε η παρέκαμψε το θέμα της σχέσεως των Προφητών της Διδαχής προς την Ιεροσύνη. Η Διδαχή όμως αποτελεί την τελευταία σαφή απήχηση της εξέχουσας αυθεντίας και θέσεως της τάξεως των Προφητών στην Εκκλησία, γι' αυτό και παραθέτουμε αυτούσιο το περιεχόμενο των παρεχομένων πληροφοριών: "...Τοις δε προφήταις επιτρέπετε ευχαριστείν όσα θέλουσιν (Διδαχή, 10,7)... Περί δε των Αποστόλων και Προφητών κατά το δόγμα του Ευαγγελίου, πας δε απόστολος ερχόμενος προς υμάς δεχθήτω ως Κύριος, ου μενεί δε, ει μη ήμέραν μίαν, εάν δε η χρεία, και την άλλην, τρεις δε εάν μείνη ψευδοπροφήτης. Εξερχόμενος δε ο απόστολος, μηδέν λαμβανέτω, ει μη άρτον, έως ου αυλισθή. Εάν δε αργύριον αιτή, ψευδοπροφήτης εστί. Και πάντα προφήτην λαλούντα εν πνεύματι ου πειράσετε, ουδέ διακρινείτε, πάσα γαρ αμαρτία αφεθήσεται, αύτη δε η αμαρτία ουκ αφεθήσεται. Ου πας δε ο λαλών εν πνεύματι προφήτης εστίν, αλλ’ εάν έχη τους τρόπους Κυρίου (Διδαχή, 11,3-12)... Πας δε προφήτης αληθινός, θέλων καθήσθαι προς υμάς, άξιός εστι της τροφής αυτού... Πάσαν ουν απαρχήν γεννημάτων ληνού και άλωνος, βοών τε και προβάτων λαβών την απαρχήν τοις προφήταις, αυτοί γαρ εισίν οι Αρχιερείς υμών, εάν δε μη έχητε προφήτην, δότε τοις πτωχοίς... Χειροτονήσατε ουν εαυτοίς Επισκόπους και Διακόνους αξίους του Κυρίου, άνδρας πραείς και αφιλαργύρους και αληθείς και δεδοκιμασμένους. Υμίν γαρ λειτουργούσιν και αυτοί την λειτουργίαν των Προφητών και διδασκάλων, μη συν υπερίδητε αυτούς, αυτοί γαρ εισίν οι τετιμημένοι υμών μετά των Προφητών και διδασκάλων..." (Διδαχή, 15, 1-2). Οι σπουδαιότατες πράγματι ειδήσεις αυτές της Διδαχής περί της τάξεως των Προφητών προσφέρονται για ειδικότερη αξιολόγηση, επειδή αναφέρονται στο τέλος περίπου της πρώτης μετά τον θάνατο των Αποστόλων γενεάς: α) Ο προφήτης της Διδαχής είναι αναμφιβόλως περιοδευτής και δεν παρουσιάζει άρρηκτο ή αποκλειστικό δεσμό προς μία συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία. β) Ο προφήτης της Διδαχής είναι όχι ο απλός φορέας του ελεύθερου προφητικού χαρίσματος της πρώιμης αποστολικής εποχής, αλλά εκείνος που έχει "τους τρόπους Κυρίου", ήτοι εκείνος που ασκεί κατά θεία βούληση μόνιμο έργο στην Εκκλησία και διαθέτει την ανάλογη προς τούτο εξουσία και αυθεντία. γ) Ο προφήτης της Διδαχής μπορεί να χαρακτηρισθή και απόστολος, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο των Αποστόλων, επειδή η απόσταση μεταξύ της τάξεως των Αποστόλων και της τάξεως των Προφητών δεν ήταν απροσπέλαστη ήδη και κατά την αποστολική εποχή. δ) Ο προφήτης της Διδαχής έχει αποκτήσει μεγάλο κύρος στην Εκκλησία, το οποίο πηγάζει από τον Θεό και ασκείται οπωσδήποτε σε περισσότερες τοπικές Εκκλησίες με την αυθεντία της ιδιότητάς του, γι' αυτό και αφ’ ενός μεν οποιαδήποτε προσβολή προς αυτόν αποτελεί τη μόνη μη ιάσιμη αμαρτία, αφ’ ετέρου δε αυτός πρέπει να γίνεται δεκτός σε κάθε τοπική Εκκλησία ως ο ίδιος ο Κύριος. ε) Ο προφήτης της Διδαχής μπορεί, διακόπτοντας τη δράση του περιοδευτού, να εγκατασταθή μόνιμα σε κάποια τοπική Εκκλησία της επιλογής του και να συντηρείται από αυτήν με την προσφορά των απαρχών από τους πιστούς, καίτοι αυτό ήταν ασύνηθες για το τοπικό Ιερατείο. στ) Ο προφήτης της Διδαχής, δρώντας ως περιοδευτής, έχει την εξουσία να τελή τη θεία ευχαριστία σε οποιαδήποτε τοπική Εκκλησία, η δε τοπική Εκκλησία δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντίδραση σε αυτό. ζ) Ο προφήτης της Διδαχής, έχοντας την εξουσία να τελή τη θεία ευχαριστία σε οποιαδήποτε τοπική Εκκλησία, έχει λάβει δια χειροτονίας την Ιεροσύνη και δεν είναι απλός φορέας του ελευθέρου χαρίσματος της "προφητείας", το οποίο εκδηλωνόταν χωρίς χειροτονία. η) Ο προφήτης της Διδαχής, εγκαταλείποντας με δική του απόφαση τη δράση του περιοδευτή και εγκαθιστάμενος σε κάποια τοπική Εκκλησία της επιλογής του, καθίσταται αυτόματα ο «αρχιερεύς» της τοπικής αυτής Εκκλησίας, γι’ αυτό και η τοπική Εκκλησία, καίτοι μπορεί να ελέγχη την αυθεντικότητά του, δεν μπορεί να απαγόρευση την εγκατάσταση ή να μειώσει την εξέχουσα θέση του σε αυτήν. θ) Ο προφήτης της Διδαχής, καθιστάμενος "αρχιερεύς" της τοπικής Εκκλησίας, στην οποία εγκαταστάθηκε, δεν καταργεί βεβαίως με την πληρότητα της αποστολικής του αυθεντίας το μόνιμο Ιερατείο της τοπικής Εκκλησίας (Επίσκοποι - Διάκονοι), το οποίο επιτελεί επίσης "την λειτουργίαν των Προφητών" στην τοπική Εκκλησία, με την έννοια ότι το τοπικό Ιερατείο επιτελεί σε τοπική διάσταση (υμίν γαρ λειτουργούσι και αυτοί) την υπερτοπική "λειτουργία τών Προφητών", αφού αυτό είχε επωμισθεί την ευθύνη της διδασκαλίας στην τοπική Εκκλησία. ι) Ο προφήτης της Διδαχής, με την εγκατάστασή του σε κάποια τοπική Εκκλησία, στην οποία καθίστατο αυτοδικαίως και Αρχιερεύς αυτής, ολοκλήρωνε την πληρότητα της Ιερωσύνης του τοπικού Ιερατείου, αφού δεν ήταν δυνατόν η λειτουργία του να υποκατασταθή από μόνη την λειτουργία του προϋφιστάμενου τοπικού Ιερατείου. Αυτοί επιτελούν μεν και "την λειτουργίαν των Προφητών" στην τοπική Εκκλησία, ήτοι οι Επίσκοποι και Διάκονοι, όχι όμως και με την ίδια αυθεντία προς τους Προφήτες. Ο σύνδεσμος "και" υποδηλώνει σαφώς την υποδεέστερη θέση του τοπικού Ιερατείου έναντι της τάξεως των Προφητών. Η σχηματική θεώρηση από τον Α. ν. Harnack των Προφητών αυτών της Διδαχής ως απλών περιοδευτών χαρισματούχων και ο διαχωρισμός των περιοδευτών Προφητών από το μόνιμο τοπικό Ιερατείο, καίτοι δεν είναι κατ' αρχήν εσφαλμένες θέσεις, αξιοποιούνται εν τούτοις προς εσφαλμένη κατεύθυνση. Ο διαχωρισμός αυτός αποδεικνύεται αυθαίρετος, αφ’ ενός μεν από τον άρρηκτο δεσμό του χαρίσματος με τη χειροτονία του Προφήτη, αφ’ ετέρου δε από την προβαλλόμενη στη Διδαχή νόμιμη δυνατότητα του περιοδευτή Προφήτη να ενταχθή με δική του επιλογή ως "Αρχιερεύς" στο μόνιμο Ιερατείο κάποιας τοπικής Εκκλησίας. Κατ' ακολουθίαν, η τάξη των Προφητών της Διδαχής, έχουσα Ιεροσύνη δια χειροτονίας, είχε και πριν από την εγκατάσταση του περιοδευτή Προφήτη σε κάποια τοπική Εκκλησία την ίδια εξουσία προς την ασκούμενη από αυτόν και μετά τη σύνδεση του προς το Ιερατείο της τοπικής Εκκλησίας. Η δυνατότητα αυτή ήταν εύλογη, αφού οι Προφήτες, οι οποίοι είχαν "τους τρόπους Κυρίου" και είχαν χειροτονηθή από τους Αποστόλους, συνέχισαν ως περιοδευτές το αποστολικό έργο σε κάποια περιφέρεια, περί το τέλος δε της πρώτης μετά τους Αποστόλους γενεάς καταλήφθηκαν από το γήρας και άρχισαν να εγκαθίστανται στα σημαντικά κέντρα της αποστολικής δράσεώς τους. Η εξέλιξη αυτή των πραγμάτων είναι ευνόητη, αφού και ο απόστολος Ιωάννης, όταν καταλήφθηκε από βαθύ γήρας, διέμενε κυρίως στην Έφεσο και την κατέστησε κέντρο του όλου αποστολικού έργου του στη Μ. Ασία. Αυτό ίσχυε πολύ περισσότερο για τους μαθητές των Αποστόλων, οι οποίοι ασκούσαν το έργο του ευαγγελισμού σε ορισμένη μόνο διοικητική η γεωγραφική περιφέρεια, μέχρι την τελική εγκατάσταση τους σε κάποια τοπική Εκκλησία περί το τέλος του πρώτου αιώνα. Η μόνιμη αυτή εγκατάσταση περιοδευτών Προφητών σε κάποιες τοπικές Εκκλησίες, χωρίς να σημαίνη και την αυτόματη εξαφάνιση των περιοδευτών Προφητών, συνδέθηκε, κατά τη γνώμη μας, προς τη διαμόρφωση της πρώτης ολοκληρωμένης μορφής του μονίμου Ιερατείου κάθε τοπικής Εκκλησίας. Εν τούτοις, στην αρχή προκάλεσε σοβαρά προβλήματα κυρίως ως προς την ανάγκη διατηρήσεως και των παλαιότερων μορφών του τοπικού Ιερατείου. Ο συγγραφέας της Διδαχής, υπεραμύνεται της ανάγκης διατηρήσεως και του προγενέστερου σχήματος του τοπικού Ιερατείου (Επίσκοποι-Διάκονοι) μετά την εγκατάσταση του Προφήτη, όχι μόνο επειδή "και" αυτοί επιτελούν "την λειτουργίαν των Προφητών", αλλά και επειδή αυτοί πρέπει να είναι "οι τετιμημένοι.... μετά των Προφητών και διδασκάλων.." Εάν στο σχήμα "Επίσκοποι-Διάκονοι" του τοπικού Ιερατείου θα έπρεπε κάποιος να δώση ένα περιληπτικό όρο των τριών βαθμών της Ιερωσύνης, όπως υποστηρίζεται, τότε η υπερέχουσα αυθεντία των Προφητών ως "αρχιερέων" της τοπικής Εκκλησίας, αφ’ ενός μεν θα ήταν δυσνόητη, αφ’ ετέρου δε οι προβληματισμοί ως προς την αναγκαιότητα του τοπικού Ιερατείου μετά την εγκατάσταση των Προφητών θα ήσαν αδιανόητοι. Υπήρξαν βεβαίως και αντίστροφα προβλήματα, αφού ορισμένες φορές και το τοπικό Ιερατείο αντιδρούσε όχι μόνο στην εγκατάσταση του Προφήτη, αλλά και σε αυτήν ακόμη τη μόνιμη άσκηση από αυτόν της αποστολικής αυθεντίας των Προφητών μέσα στα πλαίσια της τοπικής Εκκλησίας. Υπό το πνεύμα αυτό η Διδαχή προτρέπει τις τοπικές Εκκλησίες να μην αντιδράσουν στην εγκατάσταση ή στην άσκηση της αποστολής των Προφητών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιδράσεως του τοπικού Ιερατείου είναι η περίπτωση του "φιλοπρωτεύοντος" Διοτρεφή, ο οποίος αγνοούσε την αυθεντία και αυτού ακόμη του Αποστόλου Ιωάννη: "έγραψα τι τη Εκκλησία, αλλ' ο φιλοπρωτεύων αυτών Διοτρέφης ουκ επιδέχεται ημάς. Διο τούτο εάν έλθω, υπομνήσω αυτού τα έργα, ά ποιεί λόγοις πονηροίς φλύαρων ημάς, και, μη αρκούμενος επί τούτοις, ούτε αυτός επιδέχεται τους αδελφούς και τους βουλομένους κωλύει και εκ της Εκκλησίας εκβάλλει" (Γ΄ Ιωάν. 9-10). Τέτοια προβλήματα ήσαν ευνόητα για τη μεταβατική περίοδο των τελευταίων δεκαετιών του Α' αιώνα, αφού ανάλογα ζητήματα ανέκυψαν και στην τοπική Εκκλησία της Κορίνθου. Η μόνιμη λοιπόν εγκατάσταση Προφήτη σε κάποια τοπική Εκκλησία δεν ήταν αδιάφορη για το τοπικό Ιερατείο, το οποίο εκαλείτο να αναδιάρθρωση σε νέες πλέον βάσεις την παρουσία και την λειτουργία του στην τοπική Εκκλησία. Η κατηγορηματική δήλωση του συντάκτη της Διδαχής ότι οι Προφήτες "εισίν οι Αρχιερείς υμών" προσλαμβάνει κατά την εφαρμογή της στην τοπική Εκκλησία καθοριστική σημασία για την ταυτότητα και για τη δομή του τοπικού Ιερατείου. Η "σύγκρασις" της υπερέχουσας και υπερτοπικής αυθεντίας του χειροτονημένου περιοδευτή Προφήτη με το τοπικό Ιερατείο ήταν δυνατή μόνο με την Ιεράρχηση της συμμετοχής τους στην αποστολική λειτουργία της "Επισκοπής" σε κάθε τοπική Εκκλησία. Παράλληλα όμως με την εγκατάσταση του Προφήτη σε κάποια τοπική Εκκλησία ανέκυπτε πρόβλημα εποπτείας ή ασκήσεως της αποστολικής αυθεντίας και στις άλλες τοπικές Εκκλησίες της περιοχής ευθύνης του εν λόγω Προφήτη, ο οποίος δεν μπορούσε πλέον να περιοδεύη ευχερώς ή να στηρίξη τις Εκκλησίες στην αποστολική παράδοση. Κατ' ακολουθίαν, τα προβλήματα, τα οποία ανεφύησαν από την εγκατάσταση του Προφήτη σε κάποια τοπική Εκκλησία, συνεδέοντο όχι μόνο προς τη μόνιμη παρουσία του στην τοπική Εκκλησία, αλλά και προς την απουσία της εποπτεύουσας αυθεντίας του από τις άλλες τοπικές Εκκλησίες της περιοχής ευθύνης του. Η μόνιμη σύνδεση του Προφήτη προς κάποια τοπική Εκκλησία συνεπαγόταν βεβαίως και την άσκηση από αυτόν της εποπτείας επί του καθ' όλου λατρευτικού και πνευματικού της βίου, εφ' όσον αυτός ήταν πλέον "ο Αρχιερεύς" της τοπικής Εκκλησίας, αυτός ασκούσε δηλαδή το έργο της Επισκοπής. Βεβαίως, η προσαρμογή δεν ήταν αναγκαία αμέσως για όλες τις άλλες τοπικές Εκκλησίες της περιοχής ευθύνης του Προφήτη, αφού εκείνος μπορούσε να μερίμνα από μακράν γι' αυτές. Οπωσδήποτε όμως ανέκυψε πρόβλημα, όταν ο προφήτης χειροτόνησε διαδόχους της αποστολικής του αυθεντίας στις κατά τόπους Εκκλησίες της περιοχής ευθύνης του. Οι χειροτονούμενοι από τους Προφήτες στις κατά τόπους Εκκλησίες κατείχαν πλέον σε αυτές την αυθεντία των Προφητών και ασκούσαν το έργο της "Επισκοπής". Οι σοβαρές αυτές ανακατατάξεις για τη μετάβαση από την οικουμενική αυθεντία της αποστολικής εξουσίας στην τοπική έκφραση της διέρχονται σαφώς από τη μεταβατική υπερτοπική άσκηση της αποστολικής αυθεντίας από τους μαθητές και συνεργάτες των Αποστόλων, τους Προφήτες. Συμφώνως λοιπόν προς τα ανωτέρω λεχθέντα, η κίνηση στη διαμόρφωση του πολιτεύματος της Εκκλησίας από το τέλος της αποστολικής εποχής μέχρι το τέλος του πρώτου αιώνα, ήτοι κατά τη σκοτεινή περίοδο της πρώιμης μεταποστολικής εποχής, θα μπορούσε να καθορισθή περίπου ως εξής: α) Κατά την αποστολική περίοδο οι Απόστολοι υπήρξαν οι καθολικοί Επίσκοποι της Εκκλησίας, στις δε κατά τόπους ιδρυόμενες Εκκλησίες εγκαθιδρύετο ένα μόνιμο τοπικό Ιερατείο (Επίσκοποι ή Πρεσβύτεροι - Διάκονοι), το οποίο τελούσε πάντοτε υπό την εποπτεία των Αποστόλων. β) Παράλληλα προς την τάξη των Αποστόλων αναπτύχθηχε ήδη κατά την αποστολική εποχή η τάξη των Προφητών, η οποία στελεχώθηκε από τους δοκιμότερους μαθητές και συνεργάτες των Αποστόλων, άσκησε δε αποστολικό έργο κατά μεν την αποστολική εποχή υπό την άμεση εποπτεία των Αποστόλων, μετά δε τον θάνατο των Αποστόλων αυτόνομη αποστολική εξουσία σε μείζονα η ελάσσονα διοικητική η γεωγραφική περιφέρεια, οπωσδήποτε όμως σε περισσότερες από μία τοπικές Εκκλησίες. γ) Η εγκατάσταση των Προφητών σε κάποια τοπική Εκκλησία και η χειροτονία από αυτούς των διαδόχων της αυθεντίας τους στις άλλες τοπικές Εκκλησίες της περιοχής ευθύνης τους οδήγησε περί το τέλος του πρώτου αιώνα στην ολοκλήρωση της διαμορφώσεως του μονίμου Ιερατείου κάθε τοπικής Εκκλησίας, όπως επίσης και στην τάση καθιερώσεως του όρου "Επίσκοπος" για μόνους τους διαδόχους της αυθεντίας των Προφητών. δ) Η κατ’ αποστολική διαδοχή μετάβαση από την οικουμενική αυθεντία των Αποστόλων, δια της υπερτοπικής εξουσίας των Προφητών, στην τοπική λειτουργία των Επισκόπων κατανοείται ως φυσική μεταβίβαση εξουσιών στη συνέχεια της αποστολικής λειτουργίας της Επισκοπής, προκάλεσε δε ποικίλα προβλήματα μέχρι την τελική σύνδεση των κατά διαδοχή φορέων της αποστολικής εξουσίας με το μόνιμο τοπικό Ιερατείο και με τη θεία ευχαριστία της τοπικής Εκκλησίας.
Συνέχεια στο 3ο μέρος: Η διαδοχή της "λειτουργίας" των Αποστόλων κατά την Α' Κλήμεντος |
Δημιουργία αρχείου: 14-9-2007.
Τελευταία μορφοποίηση: 14-12-2017.