Τι είναι η ψυχή * Ψυχικός, Σαρκικός και Πνευματικός * Διαίρεση και δυνάμεις τής ψυχής * Τα ζεύγη: Ψυχή-Σώμα και Σάρκα-Πνεύμα * Πνευματικοί, Ψυχικοί και Σαρκικοί * Συγκρίσεις τής ψυχής * Διδάσκει ο Εκκλησιαστής τον θνητοψυχισμό; * Ο Άδης και οι κακοδοξίες γι' αυτόν
Θνητοψυχίτες, Θνητοψυχισμός Προέλευση και εξέλιξη τής αίρεσης Παύλος Δ. Βασιλειάδης
Πηγή: Παύλου Δ. Βασιλειάδη ΜΟΧΕ τόμ. 8, σελ. 363, 364. |
Αιρεσιολογική προσωνυμία που εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 8° αι. σε έργο του Ιωάννη του Δαμασκηνού. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι οι «θνητοψυχίται» ήταν «οι την ανθρωπείαν ψυχήν εισάγοντες ομοίαν της των κτηνών και τω σώματι λέγοντες συναπόλλυσθαι αυτήν» (Περί αφέσεων 90, PG 94:757Β ). Προφανώς τα καίρια στοιχεία αυτής της μη Ορθόδοξης δοξασίας αφορούσαν α) την ομοιότητα της ψυχής των ανθρώπων και των ζώων και β) τον ταυτόχρονο αφανισμό της ψυχής με τον θάνατο του σώματος.
Ενώ ο Δαμασκηνός δεν κάνει καμία αναφορά ως προς τον τόπο και τον χρόνο εμφάνισης αυτής ανθρωπολογικής δογματικής απόκλισης, ο Ευσέβιος Καισαρείας (αρχές 4ου αι.), χρησιμοποιώντας παρόμοια φρασεολογία, αναφέρεται σε Χριστιανούς της Αραβίας οι οποίοι κατά τον 3° αι. διακρατούσαν ένα παρόμοιο «αλλότριο της αληθείας δόγμα». Συγκεκριμένα, υποστήριζαν ότι «την ανθρωπείαν ψυχήν τέως μεν κατά τον ενεστώτα καιρόν άμα τη τελευτή συναποθνήσκειν τοις σώμασιν και συνδιαφθείρεσθαι αύθις δε ποτε κατά τον της αναστάσεως καιρόν συν αυτοίς αναβιώσεσθαι» (Εκκλησιαστική ιστορία 6:37, PG 20:597Β. ΕΠΕ 29:296-299). Χρειάστηκε η καθοριστική παρέμβαση του Ωριγένη (όπως συνέβη και με την αναίρεση απόψεων του γνωστικού Χριστιανού Ηρακλέωνα, Εξηγητικά εις το Κατά Ιωάννην ευαγγέλιον 13:60, 61· εδώ και ο Ωριγένης αποδέχεται ένα είδος «θνητοψυχισμού» δηλώνοντας ότι «και ημείς ερούμεν [την ψυχήν] θνητήν»), ώστε να απορριφθούν αυτές οι προφανώς Ιουδαϊκής προέλευσης ιδέες, οι οποίες είχαν ως πυρήνα το βιβλικό υπόβαθρο του ανθρώπου ως ζωντανής ψυχής (εβρ. Νέφες), ως ενιαίας οντότητας. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Νικηφόρος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος (αρχές 14ου αι.) αναφέρει ότι αυτοί εισηγούνταν «την ανθρωπίνην ψυχήν σύναμα τω σώματι, και αυτήν προς το παρόν αποθνήσκειν, και συν εκείνω υφίστασθαι την φθοράν οψέ δε ποτε της αναστάσεως εσομένης, αναβιώσκειν αύθις κακείνας συν τοις σφετέροις σώμασι, και του λοιπού ες αφθαρσίαν διατηρείσθαι» (Εκκλησιαστική ιστορία 5:23, PG 145:11120 πβ. Νικήτας Χωνιάτης, Πανοπλία δογματική 40, PG 139:13410/65 [J. Van Dieten (1970) 50-59 «θνητόψυχοι»]). Η αρχαιότερη περιγραφή του Ευσέβιου καθώς και οι περιγραφές των υπόλοιπων ιστορικών, οι οποίοι κατά βάση τον ακολουθούν, αναφέρουν επιπλέον ότι κατά την ανάσταση των νεκρών α) θα επανέλθει στη ζωή η ψυχή του ανθρώπου μαζί με το σώμα του και β) ότι τότε θα κατασταθεί δυνατή η αφθαρσία. Παρά το γεγονός ότι αναφέρεται πως «εισήχθη» αυτό το δόγμα μεταξύ των Χριστιανών της εποχής, τα στοιχεία δείχνουν μάλλον ότι η αθανασία της ψυχής δεν ήταν η κυρίαρχη αντίληψη γενικότερα μεταξύ των Χριστιανών μέχρι και τον 2° αι. κατάσταση που άλλαξε σταδιακά στις επόμενες γενιές με την ενσωμάτωση πλατωνικών ερμηνευτικών προϋποθέσεων (Φλωρόφσκυ, σ. 91. Jaeger, σ. 146). Πρώιμοι συγγραφείς όπως ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας, ο Τατιανός, ο Θεόφιλος Αντιόχειας, ο Ειρηναίος Λυώνος[*] και ο Αρνόβιος αρνούνταν τη φυσική αθανασία της ψυχής και αναφέρονταν σε κάποιου είδους αφανισμό της ψυχής κατά τον φυσικό θάνατο. Η σύγχρονη έρευνα έδειξε ότι οι θέσεις που αναιρούσαν στα έργα τους συγγραφείς όπως ο Πρεσβύτερος Κωνσταντινουπόλεως Ευστράτιος (τέλη 6ου αι.), ο Ιωάννης ο Διάκονος (11ος αι.), ο Νικήτας Στηθάτος (μέσα 11ου αι.), ο Φίλιππος Μονότροπος (αρχές 12ου αι.) και ο Μιχαήλ Γλυκάς (12ος αι.) αποτελούσαν συνέχεια εκείνων των πρώιμων απόψεων, εμπλουτιζόμενες με νέα στοιχεία όπως το νεοπλατωνικό ενδιαφέρον για την πλατωνική λήθη (Constas, σ. 110). Το ζήτημα εξετάστηκε με ανανεωμένο ενδιαφέρον κατά τη Μεταρρύθμιση και ειδικότερα από τον Καλβίνο το 1534 (έκδ. 1542) στο πρώτο του θεολογικό έργο Ψυχοπαννυχία (Psychopannychia), όπου καταδίκασε την αναβαπτιστική αντίληψη περί «ύπνου» (στην πραγματικότητα θανάτου) της ψυχής στο διάστημα από τον θάνατο μέχρι την ανάσταση και υποστήριξε ότι οι ψυχές των πιστών μετά τον θάνατό τους βρίσκονται μεν σε γαλήνια αναμονή, αλλά πάντοτε σε αδιάσπαστη και συνειδητή επικοινωνία με τον Χριστό. Ο θνητοψυχισμός αποτέλεσε σημαντικό ρεύμα εντός του αγγλικού προτεσταντισμού τον 17° αι., με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους τον Τζον Μίλτον, τον Τόμας Χομπς και τον Ισαάκ Νεύτωνα. Ήδη τον 15° αι. Οι Σοκινιανοί και τον 16° αι. οι Αναβαπτιστές είχαν ενστερνιστεί παρόμοιες περί εγγενώς θνητής ψυχής βιβλικές ερμηνείες, ενώ αντίστοιχες υπήρξαν και οι θέσεις των Μιλλεριτών και των Μαρτύρων του Ιεχωβά κατά τον 19° αι. Φαίνεται πως οι σχετικές αντιλήψεις περί θανάτου, ύπνου η αφανισμού της ψυχής θα μπορούσαν να διακριθούν σε τρεις βασικές κατηγορίες Χριστιανικού «θνητισμού»: α) η θεώρηση του θανάτου ως «ύπνου» της ψυχής (ψυχοπαννυχία, υπνοψυχισμός), η οποία, όπως και η παραδοσιακή περί ψυχής άποψη, προϋποθέτει την αθανασία της άυλης ψυχής, σύμφωνα με την οποία η ψυχή εξακολουθεί να ζει ασύνειδα και παραμένει αδρανής («ανενέργητη», «άπρακτη») ή «κοιμάται» μέχρι την ανάσταση- β) η ευρεία άποψη περί θνητοψυχισμού -η οποία προϋποθέτει ότι ψυχή είναι ο νους ή συνηθέστερα ολόκληρος ο ζωντανός άνθρωπος, ο οποίος υπάρχει ως αποτέλεσμα της ένωσης της πνοής (ή πνεύματος) και του σώματος και όχι μια αθάνατη ουσία- υποστηρίζει ότι η ψυχή κατά τον θάνατο παύει να υφίσταται και ότι κοιμάται μόνο μεταφορικά αναμένοντας την ανάσταση· και γ) σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες κατηγορίες, οι οποίες περιλαμβάνουν την πίστη στη γενική αθανασία των ψυχών και μετά την ανάσταση, υπάρχει μια ιδιαίτερη μορφή θνητοψυχισμού, σύμφωνα με την οποία μετά την τελική Κρίση οι ψυχές των καταδικασμένων θα αφανιστούν ή, αλλιώς, θα εκμηδενιστούν για πάντα. Οι δύο τελευταίες απόψεις, καθώς θεωρούν ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι εγγενώς θνητή, επιτρέπουν στη θεία χάρη να παρέχει αναλόγως την αιώνια ζωή ή την αθανασία, η οποία περιγράφεται συνήθως ως κατά χάρη αθανασία. Έξω από το Χριστιανικό πλαίσιο αναφοράς, ως «θνητόψυχοι» περιγράφονται τον 12° αι. από τον Ιωάννη Τζέτζη [Βιβλίον ιστορικής (Χιλιάδες) 180: 222) τόσο ο Όμηρος (π.χ. «ανδρός δε ψυχή πάλιν ελθείν ούτε λεϊστή, ουθ’ ελετή, επεί αρ κεν αμείψεται έρκος οδόντων» [Οδύσσεια ι, στ. 408]) όσο και ο Αισχύλος (π.χ. «ανδρός ο επειδάν αίμ’ ανασπάση κόνις άπαξ θανόντος, ουτις έστ’ ανάστασις» [Ευμενίδες, στ. 647]). Ως κατηγορία, η μομφή του «θνητόψυχου» είχε σοβαρές συνέπειες στη ζωή και στη σταδιοδρομία ακόμη και μέχρι τους πρόσφατους αιώνες, όπως φαίνεται για παράδειγμα από τις καταδίκες του Βυζαντινού φιλοσόφου Ιωάννη Ιταλού (1082) και του Τραπεζούντιου λογίου Σεβαστού Κυμινήτη (1682). Η σημασιολόγηση του θνητοψυχίτη/ θνητόψυχου από τον Αδαμάντιο Κοραή (Άτακτα, 1832, τ. 4, σ. 174) ως απλώς «του αρνούμενου την ανάσταση των νεκρών» -με την οποία αναιρείται ουσιαστικά οποιαδήποτε μορφή της θεμελιώδους βιβλικής διδασκαλίας περί ανάστασης- καταγράφει την απλούστευση που δέχτηκε ο όρος στην κοινή χρήση, ο οποίος περιλαμβάνει στην πραγματικότητα ποικίλες έννοιες και ερμηνείες που απασχόλησαν επί αιώνες την ευρύτερη Χριστιανική ανθρωπολογία και εσχατολογία. Π. Βα.
Σημείωση ΟΟΔΕ * Η αναφορά αυτή, (τουλάχιστον για τον άγιο Ειρηναίο τής Λυών) ως θνητοψυχίτη, δεν ισχύει, καθώς στα έργα του παρατηρείται η αποδοχή τών ψυχών σε αναμονή στον Άδη, αλλά σαφέστατα και η κατά χάριν διατήρηση τών ψυχών από τον Θεό. α) Π.χ. γράφει ο άγιος Ειρηναίος: "Και γι' αυτό έλεγε, κατήλθε ο Κύριος στον Άδη, ευαγγελιζόμενος και σε εκείνους την έλευσή του και παρέχοντας την άφεση τών αμαρτιών σε όσους πιστεύουν σε αυτόν. Πίστευσαν, όμως, όλοι όσοι ήλπιζαν σε αυτόν. Δηλαδή, όσοι προκατήγγειλαν την έλευσή του και υπηρέτησαν στις οικονομίες του, οι δίκαιοι και οι Προφήτες και οι Πατριάρχαι." ("Έλεγχος..." Βιβλίο 4ο ΚΖ: 2). β) Ακριβέστερα περί τής ψυχής λέει τα εξής ο άγιος Ειρηναίος: "1. Πληρέστατα, όμως, δίδαξε ο Κύριος ότι οι ψυχές όχι μόνον παραμένουν και δεν μεταβαίνουν από σώμα σε σώμα, αλλά και διατηρούν τον ίδιο χαρακτήρα του σώματος, με το οποίο ενώθηκαν, και θυμούνται τα έργα, που έκαναν εδώ και έπαυσαν να κάνουν. Αναφέρθηκε σε αυτά, όταν έκανε λόγο για τον πλούσιο και το Λάζαρο, ο οποίος αναπαυόταν στον κόλπο του Αβραάμ. Εκεί λέγει ότι ο πλούσιος μετά το θάνατο του γνώρισε το Λάζαρο, παρομοίως δε και τον Αβραάμ, και ότι ο καθένας τους παρέμενε στη θέση του και ότι ο πλούσιος παρακαλούσε να σταλεί ο Λάζαρος για να τον βοηθήσει, αυτός που δεν έπαιρνε ούτε από τα ψίχουλα του τραπεζίου του- ότι απήντησε ο Αβραάμ, ο οποίος γνώριζε όχι μόνον τα του Λαζάρου, αλλά και τα του πλουσίου- και ότι του παρήγγειλε να συμμορφωθούν με το Μωυσή και τους Προφήτες όσοι δεν προτιμούσαν να έλθουν σε εκείνο τον τόπο «της βασάνου» και να αποδεχθούν το κήρυγμα του Χριστού που επρόκειτο να αναστηθεί εκ νεκρών. Με αυτά κατέστη σαφέστατο ότι οι ψυχές και παραμένουν και δεν μεταβαίνουν από σώμα σε σώμα και έχουν τη μορφή του ανθρώπου, ώστε ακόμη και να αναγνωρίζονται και να θυμούνται αυτά που είναι εδώ ότι ο Αβραάμ είχε ακόμη και το προφητικό χάρισμα και ότι κάθε άνθρωπος κατοικεί όπως του αξίζει ακόμη και πριν από την κρίση. 2. Μερικοί, όμως, λένε εν προκειμένω ότι οι ψυχές, που λίγο πριν άρχισαν να υπάρχουν, δεν μπορούν να παραμείνουν για πολύ χρόνο- αλλά πρέπει ή να είναι αγέννητες, για να είναι αθάνατες, ή, αν έλαβαν αρχή της υπάρξεως, να πεθαίνουν μαζί με το ίδιο το σώμα. Ας μάθουν, λοιπόν, ότι χωρίς αρχή και τέλος, πραγματικά και πάντοτε ο ίδιος και κατά τον ίδιο τρόπο διακείμενος είναι μόνον ο Θεός, ο πάντων Κύριος. Όλα, όμως, όσα προέρχονται από αυτόν, όσα έγιναν και γίνονται, παίρνουν μεν την αρχή της υπάρξεως τους και γι' αυτό είναι κατώτερα από αυτόν που τα έκανε, διότι δεν είναι αγέννητα- παραμένουν, όμως, και επεκτείνονται στο μάκρος των αιώνων, σύμφωνα με το θέλημα του Δημιουργού Θεού. Όπως στην αρχή τους χάρισε ο Θεός τη δημιουργία, έτσι και μετά τους χάρισε την ύπαρξη. 3. Το υπεράνω μας στερέωμα του ουρανού, ο ήλιος, η σελήνη και τα υπόλοιπα αστέρια και όλες οι ομορφιές τους έγιναν, ενώ πρωτύτερα δεν υπήρχαν, και παραμένουν για πολύ χρόνο κατά το θέλημα του Θεού. Το ίδιο αν σκεφθεί κάποιος για τις ψυχές, για τα πνεύματα και γενικώς για όλα όσα έγιναν, δεν θα πέσει πολύ έξω, εφ' όσον όλα όσα έγιναν, έχουν μεν την αρχή της δημιουργίας τους, παραμένουν, όμως, όσο θελήσει ο Θεός να υπάρξουν και να παραμείνουν. Γι' αυτές τις απόψεις μας μαρτυρεί ακόμη και το προφητικό πνεύμα, λέγοντας: «Ότι αυτός είπε και εγενήθησαν, αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν. Έστησεν αυτά εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος». Και πάλι λέγει τα εξής για τον σεσωσμένο άνθρωπο: «Ζωήν ητήσατό σε και έδωκας αυτώ μακρότητα ημερών εις αιώνα αιώνος», σαν ο Πατήρ των όλων να χαρίζει σε όσους σώζονται και τη διαμονή εις αιώνας αιώνων. Η ζωή δεν είναι από εμάς ούτε από τη φύση μας, αλλά δίδεται κατά τη χάρη του Θεού. Και γι' αυτό όποιος διαφύλαξη το χάρισμα της ζωής και ευχαριστήσει αυτόν που το έδωσε, θα λάβει και τη «μακρότητα ημερών εις αιώνα αιώνος». Όποιος, όμως, το απορρίψει και φανεί αχάριστος προς τον Δημιουργό, επειδή δημιουργήθηκε, και δεν αναγνωρίσει αυτόν που το δίδει, ο ίδιος στερεί τον εαυτό του από τη διαμονή «εις αιώνα αιώνος». Και γι' αυτό έλεγε ο Κύριος σε όσους υπήρξαν αχάριστοι απέναντι του: «Ει εν τω μικρώ πιστοί ουκ εγένεσθε, το μέγα τις δώσει υμίν;», που σημαίνει ότι όσοι στη μικρή και πρόσκαιρη ζωή υπήρξαν αχάριστοι προς τον Θεό που τους την έδωσε, δικαίως δεν θα πάρουν από αυτόν τη «μακρότητα ημερών εις αιώνα αιώνος». 4. Αλλά όπως το σώμα είναι ψυχικό, όμως, το ίδιο δεν είναι ψυχή, αλλά ενώνεται με την ψυχή, ωσότου θέλει ο Θεός. Έτσι και η ψυχή η ίδια μεν δεν είναι ζωή, αλλά μετέχει στη ζωή που της παρέχει ο Θεός. Γι' αυτό και ο προφήτης λέγει περί του πρωτοπλάστου: «Εγένετο εις ψυχήν ζώσαν». Μας διδάσκει ότι λόγω της συμμετοχής στη ζωή, η ψυχή έγινε ζώσα, έτσι ώστε να εννοείται χωριστά η ψυχή και χωριστά η ζωή της. Επειδή, επομένως, ο Θεός χαρίζει τη ζωή και διαρκή παραμονή, είναι δυνατόν και οι ψυχές, που πρώτα δεν υπήρχαν, ύστερα να παραμένουν, εφ' όσον ο Θεός θέλησε και να υπάρχουν και να υφίστανται. Διότι το θέλημα του Θεού πρέπει να ηγεμονεύει σε όλα και να κυριαρχεί, όλα τα άλλα, όμως, να υποκύπτουν και να υποτάσσονται σε αυτόν και να είναι δούλα σε αυτόν. Αρκούν έως εδώ όσα είπαμε για τη δημιουργία και την παραμονή της ψυχής." ("Έλεγχος..." Βιβλίο 2ο ΛΔ).
Βιβλιογραφία Φλωρόφσκυ, Γ., θέματα Ορθοδόξου θεολογίας, Αθήνα: Άρτος Ζωής 21989. Barth, Karl, The Theology o f John Calvin, Michigan/Cambridge: Eerdmans 1995. Burns, Nor., Christian mortalism from Tyndale το Milton, Cambridge: Harvard University Press 1 9 7 2 . Constas, Nich., "“Το Sleep, Perchance το Dream”: The Middle State of Souls in Patristic and Byzantine Literature", Dop 55 (2 0 0 1 ) 110, 111 [9 2 -1 2 4 ]. Gavin, Fr., "The Sleep of the Soul in the Early Syriac Church", Jaos 4 0 (1 9 2 0 ) 1 0 3-120. Henry, Nath., "Milton and Hobbes: Mortalism and the intermediate state", Studies in Philology 48/2 (1951) 234-249. Jaeger, Wer., "The Greek ideas o f immortality", Htr 52/3 (1959) 135-147. |
Δημιουργία αρχείου: 20-8-2020.
Τελευταία ενημέρωση: 20-8-2020.