Ο Άδης και οι κακοδοξίες γι' αυτόν Μέρος 2ο // Περί του σώματος ως σκήνους της ψυχής // Ψυχικός, Σαρκικός και Πνευματικός // Τα ζεύγη: Ψυχή-Σώμα και Σάρκα-Πνεύμα // Το σφάλμα του "Τριμερούς" του ανθρώπου
Διδάσκει ο Εκκλησιαστής τον θνητοψυχισμό;
Απαράδεκτες παρερμηνείες τού νοήματος τού βιβλίου Μιχάλης Μαυροφοράκης
Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής
Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄
Βιβλικού και των συνεργατών του.
|
Ομιλία Νο 37. (ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ // ΕΠΟΜΕΝΗ)
(Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 26-6-1992).
Ακούστε την από την ΟΟΔΕ σε ηχητικό αρχείο ΜΡ3
Μερικές αιρέσεις διαστρεβλώνουν τμήματα της Αγίας Γραφής, για να υποστηρίξουν δήθεν μέσα από την Αγία Γραφή τις κακοδοξίες τους. Μια τέτοια διαστρέβλωση κάνουν οι Ρωσσελιστικές ομάδες (με γνωστότερους τους Μάρτυρες του Ιεχωβά), στον Εκκλησιαστή. Προσπαθούν να πείσουν τον κόσμο, ότι δήθεν εκεί η Αγία Γραφή μιλάει για τη θνητότητα της ψυχής. Όμως τα ντοκουμέντα τους διαψεύδουν και εδώ.
1. Τι λέει το εξεταζόμενο χωρίο Στη σημερινή μελέτη, θα ασχοληθούμε με την ανάλυση ορισμένων χωρίων της Αγίας Γραφής, τα οποία εσφαλμένα ερμηνεύουν οι αιρετικοί και τα χρησιμοποιούν κατά τρόπο παράλογο και απαράδεκτο, για να υποστηρίξουν την κακοδοξία τους ότι η ψυχή του ανθρώπου δεν διαφέρει σε τίποτα από την ψυχή των ζώων και κατά συνέπειαν είναι θνητή και εξαφανίζεται κατά τον θάνατο. Ας αρχίσουμε με ένα χωρίο, που είναι ιδιαίτερα προσφιλές σε όσους έχουν πέσει σε αυτή την πλάνη περί θνητής ανθρώπινης ψυχής, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως και των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Το χωρίο αυτό βρίσκεται στην Παλαιά Διαθήκη, και πιο συγκεκριμένα, στο χωρίο του Εκκλησιαστή 3/γ: 18-21, το οποίο θα διαβάσουμε από το Εβραϊκό, μια και αυτό το κείμενο προτιμούν να χρησιμοποιούν συνήθως οι αιρετικοί αυτοί: "Είπα εγώ εν τη καρδία μου περί της καταστάσεως των υιών των ανθρώπων, ότι θέλει δοκιμάσει αυτούς ο Θεός, και θέλουσιν ιδεί ότι αυτοί καθ' εαυτούς είναι κτήνη. 19 Διότι το συνάντημα των υιών των ανθρώπων είναι και το συνάντημα του κτήνους· και εν συνάντημα είναι εις αυτούς· καθώς αποθνήσκει τούτο, ούτως αποθνήσκει και εκείνος· και η αυτή πνοή είναι εις πάντας· και ο άνθρωπος δεν υπερτερεί κατ' ουδέν το κτήνος· διότι τα πάντα είναι ματαιότης. 20 Τα πάντα καταντώσιν εις τον αυτόν τόπον· τα πάντα έγειναν εκ του χώματος και τα πάντα επιστρέφουσιν εις το χώμα. 21 Τις γνωρίζει το πνεύμα των υιών των ανθρώπων, αν αυτό αναβαίνη εις τα άνω, και το πνεύμα του κτήνους, αν αυτό καταβαίνη κάτω εις την γην;" Αυτό το χωρίο από τον Εκκλησιαστή χρησιμοποιούν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά για να αποδείξουν ότι ως προς την φύση τους ο άνθρωπος και τα ζώα δεν έχουν απολύτως καμία διαφορά, αλλά ότι στην ουσία είναι ίδιοι. "Επομένως...", (συμπεραίνουν με επίσημο και θριαμβευτικό ύφος), "...όπως η ψυχή των ζώων είναι θνητή και εκμηδενίζεται, έτσι και η ψυχή των ανθρώπων". Και με αυτή την τελείως εσφαλμένη και απαράδεκτη επιχειρηματολογία, δεν είναι σπάνιο να πείθουν τους αστήρικτους και συχνά μπερδεμένους συνομιλητές τους. Ας εξετάσουμε όμως από την αρχή, και πιο προσεκτικά αυτό το χωρίο του Εκκλησιαστή, για να διαπιστώσουμε αν έχουν δίκιο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, ή αν για μία ακόμα φορά, παραχαράσσουν το νόημα του κειμένου της Αγίας Γραφής, προς το ιδιοτελές και αντιχριστιανικό συμφέρον της πολυεθνικής εταιρίας Σκοπιά.
2. Ποιος λέει τα λόγια αυτά; Το πρώτο και πάρα πολύ σημαντικό σημείο που πρέπει να προσέξουμε διαβάζοντας αυτό το χωρίο, είναι η έκφραση με την οποία αρχίζει ο Εκκλησιαστής αυτή την παρατήρηση, περί του θανάτου των ανθρώπων και των ζώων. Λέει στην αρχή του χωρίου στον στίχο 18: "Είπα εγώ εν τη καρδία μου περί της καταστάσεως των υιών των ανθρώπων". Δεν λέει: "Τάδε λέγει Κύριος", όπως συνηθίζουν να λένε οι προφήτες, όταν έχουν να εξαγγείλουν κάποια αποκάλυψη του Θεού σχετικά με κάποιο θέμα, ούτε: "εγένετο λόγος Κυρίου επ' εμέ", ούτε κάτι άλλο αντίστοιχο, που να προετοιμάζει τον ακροατή ότι πρόκειται για θεία διδασκαλία. Αντίθετα, σαφώς και προς αποφυγήν οποιασδήποτε παρεξηγήσεως, ο Εκκλησιαστής λέγει: "Είπα εγώ εν τη καρδία μου". Δηλαδή με άλλα λόγια, λέει, ότι αυτά που ακολουθούν, είναι απλώς ανθρώπινες σκέψεις, αποκλειστικά δικοί του στοχασμοί, που ναι μεν προέρχονται από έναν άνθρωπο σοφό, και με αρκετή εμπειρία συσσωρευμένη, αλλά που δεν προέρχονται από πίστη στον Θεό. Ας θυμηθούμε μια άλλη, αντίστοιχη έκφραση με αυτήν που διαβάσαμε προηγουμένως. Δεν προέρχεται από έναν πολύπειρο και πολυπράγμονα βασιλιά, αλλά από έναν αρκετά πλούσιο άνθρωπο. Η διήγηση βρίσκεται στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, στίχο 12/ιβ: 19: "και ερώ τη ψυχή μου· ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου". Όπως ο Εκκλησιαστής, εξετάζοντας από καθαρά ανθρώπινο πρίσμα τα πράγματα, έλεγε: "είπα εγώ στην καρδιά μου", έτσι κι ο πλούσιος έλεγε: "ψυχή, έχεις πολλά αγαθά..." κλπ. Ποια ήταν όμως η θέση του Θεού για την προσωπική γνώμη του πλουσίου; Ο Ευαγγελιστής την αναφέρει ακριβώς στον επόμενο στίχο (20): "είπε δε αυτώ ο Θεός· άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;". Τον αναφέρει "άφρονα"! Παρατηρούμε λοιπόν ότι η γνώμη των ανθρώπων μπορεί να είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την αλήθεια, δηλαδή με τη γνώμη του Θεού, και τότε είναι βεβαίως αφροσύνη. Για να γίνει λοιπόν ακόμα πιο κατανοητό και αντιληπτό ότι εδώ ο Εκκλησιαστής εκφράζει εδώ την προσωπική του γνώμη, τη γνώμη ενός ανθρώπου κατά κόσμον σοφού και έμπειρου, που όμως έχει καταντήσει να είναι σκεπτικιστής και απαισιόδοξος, χωρίς στην πίστη στον Θεό, ας δούμε σε ποιο συμπέρασμα καταλήγει, ύστερα από τις παρατηρήσεις του για το κοινό συνάντημα ως προς τον θάνατο (όπως λέει), του ανθρώπου και των ζώων). Διαβάζουμε τον αμέσως επόμενο στίχο του χωρίου που μας ενδιαφέρει, το στίχο 22: "Είδον λοιπόν ότι δεν είναι καλήτερον, ειμή το να ευφραίνηται ο άνθρωπος εις τα έργα αυτού· διότι αυτή είναι η μερίς αυτού· επειδή τις θέλει φέρει αυτόν διά να ίδη το γενησόμενον μετ' αυτόν;" Με απλούστερα λοιπόν λόγια, καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: "Επειδή λοιπόν όπως παρατήρησα, ο άνθρωπος δεν διαφέρει σε τίποτα από τα ζώα ως προς τον θάνατο, αλλά όπως πεθαίνουν αυτά, πεθαίνει και εκείνος, - και τα δυο καταλήγουν στο χώμα -, άρα δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα, από το να ευφραίνεται κανείς στα έργα του όσο ζει, γιατί αυτή είναι η μερίδα του. Επειδή, ποιος ξέρει τι θα γίνει μετά από τον θάνατό του, δηλαδή, ποιος άλλος θα απολαύσει τον κόπο του, και πού θα καταλήξει η περιουσία του, την οποία εμόχθησε για να την αποκτήσει;" Αλλά αυτού το είδους οι σκέψεις και τα συμπεράσματα, χαρακτηρίζουν άνθρωπο προσκολλημένο στα γήινα, χωρίς να έχει εναποθέσει την ελπίδα του και την πίστη του στον Θεό, και τα λόγια αυτά, δεν διαφέρουν καθόλου από τα λόγια του λαϊκού τραγουδιού, που έχουν γίνει σχεδόν παροιμία, και σύνθημα στη σημερινή αθεϊστική και υλιστική κοινωνία που ζούμε, και που λένε: "Μια ζωή την έχουμε, κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε..." κλπ. Διότι είναι σαν να μας λέει αυτό εδώ ο Εκκλησιαστής. Παίρνοντας το μέρος του απαισιόδοξου σκεπτικιστή κοσμικά σκεπτόμενου ανθρώπου, ότι "εφ' όσον μια μέρα θα πεθάνουμε, όπως πεθαίνουν και τα ζώα, και αν δεν θα μπορούμε να δούμε τι θα γίνει η περιουσία μας, το αποτέλεσμα των κόπων μας, μετά τον θάνατό μας, γι' αυτό ας ευφρανθούμε, ας γλεντήσουμε, και ας απολαύσουμε τώρα, όσο είναι καιρός! Διερωτόμαστε λοιπόν εύλογα: Άραγε, αυτό είναι το "πιστεύω" των Μαρτύρων του Ιεχωβά; Ότι δηλαδή, η μερίδα του ανθρώπου, είναι το να ευφραίνεται στα έργα του, επειδή "τις θέλει φέρει αυτόν για να ίδη το γενησόμενον μετ' αυτόν"; Πιστεύουν δηλαδή στο: "ας φάγομεν, και ας πίωμεν, διότι αύριο αποθνήσκομεν", όπως λέει ο απόστολος Παύλος, για όσους δεν πιστεύουν στην ανάσταση των νεκρών; (Α΄ Κορ. 15/ιε: 32). Μα αυτό ακριβώς, υπαινίσσεται και το χωρίο του Εκκλησιαστή που διαβάσαμε, όπου ο σκεπτικιστής άνθρωπος διερωτάται: "Ποιος θα τον αναστήσει, ή θα τον κάνει να δει, τι έγινε μετά τον θάνατό του;" Γι' αυτό λοιπόν, ας ευφρανθεί, όσο είναι ακόμα ζωντανός. Σίγουρα, μια τέτοια αντίληψη και θέση δεν είναι καθόλου Χριστιανική, και βεβαίως, ούτε και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν τολμούν φανερά να την κηρύξουν. Γιατί λοιπόν, τότε διαβάζουν μόνο τα λόγια του σκεπτικιστή ανθρώπου, με υλιστική αντίληψη, και δεν διαβάζουν και το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει; Φανερά, επιλέγουν με δόλο, μόνο όσα τους βολεύουν για να στηρίξουν την κακοδοξία τους, ότι η ψυχή είναι θνητή, αποσιωπώντας τα γύρω χωρία, που αποδεικνύουν ότι τα λόγια αυτά είναι ανθρώπινες σκέψεις. Και έτσι πείθουν τους ακροατές τους, ότι πρόκειται για θεία διδασκαλία. Με αυτό τον τρόπο, κάποιος μπορεί να πάρει τα λόγια του άφρονος πλουσίου της παραβολής του Χριστού, που έλεγε: "ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά για έτη πολλά, αναπαύσου, φάε, πιες και ευφραίνου", και να τα θεωρήσει ως την πεμπτουσία της Χριστιανικής διδασκαλίας! Ή, ακόμη, χρησιμοποιώντας με παρόμοιο τρόπο την Αγία Γραφή, να αποδείξει ότι δεν υπάρχει Θεός, απομονώνοντας την πρώτη φράση του Ψαλμού 14/ιδ. Ολόκληρος όμως ο στίχος μας δίνει το σωστό νόημα. ΄΄Είπεν Ο ΑΦΡΩΝ εν τη καρδία αυτού, "δεν υπάρχει Θεός"΄΄. Καταλαβαίνετε λοιπόν, με ποιο δόλιο και ασεβή τρόπο, προσπαθεί η εταιρία Σκοπιά να αποκτήσει οπαδούς, να διασπείρει τις διδασκαλίες της πλάνης, και να πολεμήσει τις Χριστιανικές αλήθειες. Δεν διστάζει να απομονώνει γνώμες ανθρώπων που περιέχονται στην Αγία Γραφή, και αν τις προωθεί για "θείες αλήθειες".
3. Τα πλαίσια στα οποία έγραψε ο Εκκλησιαστής Αν και τα όσα μέχρι τώρα είπαμε για το επίμαχο αυτό χωρίο του Εκκλησιαστή, αρκούν για να αποδειχθεί ότι όχι μόνο είναι τελείως ανίσχυρο εναντίον της περί ψυχής διδασκαλίας της Εκκλησίας, αλλά επιπλέον αποδεικνύει τον δόλο των μεθόδων της Εταιρίας Σκοπιά, και των ομοίων της αιρέσεων, εν τούτοις θα επιμείνουμε, για να το εξετάσουμε βαθύτερα, μια και κρατά δεσμίους τόσους ανθρώπους στην πλάνη περί θνητής ανθρώπινης ψυχής. Για να κατανοήσουμε το περιεχόμενο του χωρίου του Εκκλησιαστή που διαβάσαμε προηγουμένως, είναι βασικό να γνωρίζουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται, το "ποιος" και με "ποιο σκοπό" το λέει. Το βιβλίο του Εκκλησιαστή είναι ένα βιβλίο σοφίας της Παλαιάς Διαθήκης, και γράφτηκε από τον Σολομώντα, όπως μας λέει στην αρχή του: "Λόγοι του Εκκλησιαστού, υιού του Δαβίδ, βασιλέως εν Ιερουσαλήμ" (Εκκλησιαστής 1/α: 1). Στο βιβλίο αυτό, ο Σολομών φαίνεται να συζητά με τον εαυτό του, και να προσπαθεί να βγάλει μερικά συμπεράσματα από την πλούσια σε εμπειρίες και γνώσεις ζωή του. Παρουσιάζει λοιπόν τον εαυτό του σε δύο φάσεις. Η πρώτη, είναι όταν προσπαθεί να κατανοήσει τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του χωρίς την πίστη στον Θεό και τις επαγγελίες που προέρχονται από Αυτόν. Επόμενο λοιπόν είναι, να καταλήγει σε συμπεράσματα άκρως απαισιόδοξα και υλιστικά, με συχνό επωδό το πολύ γνωστό μας ρητό: "Ματαιότης ματαιοτήτων, είπε ο Εκκλησιαστής, ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης" (Εκκλησιαστής 1/α: 2). Η δεύτερη φάση του Εκκλησιαστή, είναι όταν υπερισχύει του υλιστικού τρόπου θεώρησης των πραγμάτων η πίστη στον Θεό, οπότε η απαισιοδοξία με την οποία βλέπει τη ζωή του, μετατρέπεται σε αισιοδοξία, και η ματαιότητα σε ελπιδοφόρο στόχο. Και ενώ ξεκινά το βιβλίο του συμπεραίνοντας με την κατά κόσμον σοφία που είχε, ότι "τα πάντα είναι ματαιότης", κλείνει το βιβλίο με τη σοφία που είχε από τον Θεό, ως εξής: "Ας ακούσωμεν το τέλος της όλης υποθέσεως· φοβού τον Θεόν και φύλαττε τας εντολάς αυτού, επειδή τούτο είναι το παν του ανθρώπου. 14 Διότι ο Θεός θέλει φέρει εις κρίσιν παν έργον και παν κρυπτόν, είτε αγαθόν είτε πονηρόν" (Εκκλησιαστής 12/ιβ: 13,14). Πρέπει λοιπόν, όταν διαβάζουμε αυτό το βιβλίο, να είμαστε πολύ προσεκτικοί, και να διακρίνουμε ποιες είναι οι σκέψεις του υλιστή και απαισιόδοξου ανθρώπου, και ποιες είναι οι σκέψεις του πιστού στον Θεό.
4. Αντιθέσεις της υλιστικής θεώρησης με τη Χριστιανική πίστη Τώρα που έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του πλαισίου μέσα στο οποίο κινείται ο Εκκλησιαστής, ας ξαναδιαβάσουμε ολόκληρο το επίμαχο χωρίο, και ας το εξετάσουμε πιο αναλυτικά: "Είπα εγώ εν τη καρδία μου περί της καταστάσεως των υιών των ανθρώπων, ότι θέλει δοκιμάσει αυτούς ο Θεός, και θέλουσιν ιδεί ότι αυτοί καθ' εαυτούς είναι κτήνη. 19 Διότι το συνάντημα των υιών των ανθρώπων είναι και το συνάντημα του κτήνους· και εν συνάντημα είναι εις αυτούς· καθώς αποθνήσκει τούτο, ούτως αποθνήσκει και εκείνος· και η αυτή πνοή είναι εις πάντας· και ο άνθρωπος δεν υπερτερεί κατ' ουδέν το κτήνος· διότι τα πάντα είναι ματαιότης. 20 Τα πάντα καταντώσιν εις τον αυτόν τόπον· τα πάντα έγειναν εκ του χώματος και τα πάντα επιστρέφουσιν εις το χώμα. 21 Τις γνωρίζει το πνεύμα των υιών των ανθρώπων, αν αυτό αναβαίνη εις τα άνω, και το πνεύμα του κτήνους, αν αυτό καταβαίνη κάτω εις την γην; 22 Είδον λοιπόν ότι δεν είναι καλήτερον, ειμή το να ευφραίνηται ο άνθρωπος εις τα έργα αυτού· διότι αυτή είναι η μερίς αυτού· επειδή τις θέλει φέρει αυτόν διά να ίδη το γενησόμενον μετ' αυτόν;" (Εκκλ. 3/γ: 18-22). Έχοντας υπ' όψιν τις παρατηρήσεις που κάναμε προηγουμένως για το βιβλίο του Εκκλησιαστού, και αφού ξαναδιαβάσαμε πάλι το επίμαχο χωρίο, είναι φανερό ότι οι σκέψεις που εκφράζονται, είναι μάλλον σκέψεις του απαισιόδοξου συζητητή, ο οποίος βλέπει τα πράγματα από μια καθαρά υλιστική θεώρηση, και κάτω από το στενό πρίσμα αυτής της προσωρινής ζωής, όπου βασιλεύει η φθορά και το εφήμερο. Γι' αυτό άλλωστε, δεν παραλείπει να επαναλάβει στο στίχο 19, τη γνωστή επωδό: "τα πάντα ματαιότης". Αντίθετα, ο πιστός στον Θεό άνθρωπο, δεν βρίσκει τίποτα ως ματαιότητα. Γιατί τα πάντα εντάσσονται στο σοφό σχέδιο του Θεού, στη Θεία Οικονομία. Τίποτα δεν γίνεται χωρίς λόγο, δηλαδή μάταια. Επίσης το συμπέρασμα αυτών των σκέψεων (του στίχου 22), όπως είπαμε και προηγουμένως, κάθε άλλο παρά Χριστιανική παρότρυνση θυμίζει, λέγοντας ότι δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα στον άνθρωπο, παρά το να ευφραίνεται με όσα έχει αποκτήσει, μια και όταν πεθάνει δεν ξέρει σε τι χέρια θα πέσουν και ποιος θα τα κληρονομήσει. Αντίθετα, εμείς γνωρίζουμε ότι η υπόσχεση του Χριστού γι' αυτή την προσωρινή ζωή, δεν είναι ευφροσύνη, από την απόλαυση των υλικών αγαθών, αλλά θλίψεις, στερήσεις, διωγμοί, και με μια λέξη "σταυρός". "Εν τω κόσμω, θλίψην έχετε. Αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον" (Ιωάννης 16/ιστ: 33). Και πάλι: "πάντες οι θέλοντας ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού, διωχθήσονται" (Β΄ Τιμόθ. 3/γ: 12). Και πάλι: "Τότε ο Ιησούς είπε τοις μαθηταίς αυτού· ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι" (Ματθαίος 16/ιστ: 24). Έτσι λοιπόν, ο μαθητής του Χριστού δεν πρέπει να επιδιώκει την ευφροσύνη που προέρχεται από την απόλαυση των υλικών αγαθών, σ' αυτή την προσωρινή ζωή, όπως προτρέπει ο απαισιόδοξος και υλιστής συζητητής, σ' αυτό το χωρίο του Εκκλησιαστή, καθώς και σε άλλα, όπως για παράδειγμα στο εδάφιο 5/ε: 18, όπου λέει: "Ιδού, τι είδον εγώ αγαθόν· είναι καλόν να τρώγη τις και να πίνη και να απολαμβάνη τα αγαθά όλου του κόπου αυτού, τον οποίον κοπιάζει υπό τον ήλιον, κατά τον αριθμόν των ημερών της ζωής αυτού, όσας έδωκεν ο Θεός εις αυτόν· διότι τούτο είναι η μερίς αυτού".
5. Μιλάει το επίμαχο χωρίο περί ψυχής ή περί σώματος; Και αν όμως υποθέσουμε ότι τα λόγια αυτά δεν προέρχονται από έναν άνθρωπο απαισιόδοξο, αλλά από έναν άνθρωπο με πίστη και ελπίδα στον Θεό, και πάλι το χωρίο αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα περί θνητής και απρόσωπης ψυχής των ανθρώπων και καθολικής εξίσωσής τους με τα ζώα. Και αυτό, επειδή το χωρίο δεν λέει ότι άνθρωπος εκμηδενίζεται μόλις πεθάνει, αλλά απλώς ότι πεθαίνει "όπως πεθαίνουν και τα ζώα". Οι σκέψεις που κάνει ο Εκκλησιαστής στο χωρίο αυτό, δεν στηρίζονται καθόλου σε λόγους θείας αποκαλύψεως, αλλά σε καθαρά ανθρώπινες παρατηρήσεις. Έτσι, συνάγει συμπεράσματα περί αυτών που γίνονται αντιληπτά δια των αισθήσεων, και όχι για τα πνευματικά ζητήματα. Μιλάει γι' αυτά που βλέπει, και όχι για τα αόρατα, όπως είναι η ψυχή για παράδειγμα, το αόρατο συστατικό του ανθρώπου, όπως διαπιστώσαμε σαφώς σε προηγούμενες μελέτες. Η εξομοίωση των ανθρώπων με τα κτήνη, δεν στηρίζεται σε θεολογική βάση, αλλά στην εξωτερική παρατήρηση, ότι "το συνάντημα των υιών των ανθρώπων, είναι και το συνάντημα του κτήνους, και έν συνάντημα είναι εις αυτούς" (στ. 19). Ακριβώς το ίδιο πράγμα, δηλαδή την κοινή εξωτερικά τύχη των ανθρώπων και των κτηνών, τον ίδιο τρόπο θανάτου ως προς το σώμα, "το κοινό συνάντημα" όπως λέει, το περιγράφει στη συνέχεια με δύο ακόμα εκφράσεις. Λέει πρώτον, ότι: "καθώς αποθνήσκει τούτο, ούτως αποθνήσκει και εκείνος", και δεύτερον, ότι: "Τα πάντα καταντώσιν εις τον αυτόν τόπον· τα πάντα έγειναν εκ του χώματος και τα πάντα επιστρέφουσιν εις το χώμα". Το "συνάντημα" λοιπόν, "ο θάνατος του σώματος", και "η επιστροφή στο χώμα", είναι τρεις ταυτόσημες εκφράσεις για τον Εκκλησιαστή, προκειμένου να περιγράψει τον θάνατο των ανθρώπων αλλά και των ζώων, όπως αυτοί φαίνονται στα μάτια κάποιου εξωτερικού παρατηρητή. Καμία νύξη ή αναφορά δεν γίνεται στην ψυχή, ούτε και στην μετά θάνατον κατάσταση του ανθρώπου. Ο Εκκλησιαστής εδώ, απλώς περιορίζεται στα κοινά χαρακτηριστικά του θανάτου του χωματένιου σώματος του ανθρώπου, και του θανάτου των ζώων. Τίποτε περί θνητής ψυχής. Ας δούμε όμως με περισσότερη λεπτομέρεια, τον καθέναν από τους τρεις αυτούς χαρακτηρισμούς: 1. Ο πρώτος, αφορά το "κοινό συνάντημα των ανθρώπων και των ζώων". Για να δούμε τη σημασία της λέξης "συνάντημα", και να κατανοήσουμε τι ακριβώς προσδιορίζει μ' αυτήν ο Εκκλησιαστής, ας δούμε πώς τη χρησιμοποιεί στα άλλα δύο σημεία του βιβλίου του που την αναφέρει: Το πρώτο είναι το χωρίο Εκκλησιαστής 2/β: 14,15: "Του σοφού οι οφθαλμοί είναι εν τη κεφαλή αυτού, ο δε άφρων περιπατεί εν τω σκότει· πλην εγώ εγνώρισα έτι ότι εν συνάντημα θέλει συναντήσει εις πάντας τούτους. 15 Διά τούτο είπα εγώ εν τη καρδία μου, Καθώς συμβαίνει εις τον άφρονα, ούτω θέλει συμβή και εις εμέ· διά τι λοιπόν εγώ να γείνω σοφώτερος; όθεν εσυμπέρανα πάλιν εν τη καρδία μου, ότι και τούτο είναι ματαιότης". Εδώ, ο απαισιόδοξος άνθρωπος, παρατηρεί τον σοφό και τον άφρονα. Και από τη μια αναγνωρίζει ότι είναι πολύ καλύτερο να είναι κανείς σοφός παρά άφρων, εν τούτοις όμως, βλέποντας το τέλος και των δύο, ότι είναι ίδιο, καταλήγει ότι και το να ζητεί κανείς τη σοφία, και τούτο είναι μάταιο. Ωστόσο, ο ίδιος συγγραφέας, ο Σολομών, συνέγραψε και το βιβλίο των Παροιμιών, που σε μεγάλο βαθμό αποτελεί ύμνο προς τη Σοφία, και περιέχει θεόπνευστη διδασκαλία για την απόκτησή της. Κάθε άλλο λοιπόν, παρά ματαιότης είναι. Φανερό λοιπόν είναι, πως εδώ ο Εκκλησιαστής φθάνει στο εσφαλμένο συμπέρασμα πως δεν αξίζει να είναι κανείς σοφός, αλλά είναι "ματαιότης", ξεκινώντας από την παρατήρηση, ότι "και ο σοφός, και ο άφρων, πεθαίνουν όμοια". Το "συνάντημα" λοιπόν, έχει να κάνει με το ΟΡΑΤΟ ΤΕΛΟΣ, με τον θάνατο, όπως τον βλέπουν οι ανθρώπινοι οφθαλμοί μας, και όχι με την πνευματική διάσταση. 2. Το δεύτερο σημείο όπου συναντούμε τη λέξη: "συνάντημα" στον Εκκλησιαστή, είναι το χωρίο 9/θ: 2,3: "Πάντα συμβαίνουσιν επίσης εις πάντας· εν συνάντημα είναι εις τον δίκαιον και εις τον ασεβή, εις τον αγαθόν και εις τον καθαρόν και εις τον ακάθαρτον, και εις τον θυσιάζοντα και εις τον μη θυσιάζοντα· ως ο αγαθός, ούτω και ο αμαρτωλός· ο ομνύων ως ο φοβούμενος τον όρκον. 3 Τούτο είναι το κακόν μεταξύ πάντων των γινομένων υπό τον ήλιον, ότι εν συνάντημα είναι εις πάντας". Και από αυτή την περικοπή, είναι πλέον φανερό, ότι το συνάντημα δηλώνει το τέλος της επίγειας ζωής. Αυτόν καθεαυτόν τον βιολογικό θάνατο, και όχι την μετά θάνατον κατάσταση του ανθρώπου, ούτε την κατάσταση της αοράτου ψυχής του ανθρώπου. Διότι βεβαίως υπάρχει διαφορετική κατάσταση και ανταμοιβή μετά θάνατον για τον αγαθό και για τον πονηρό, για τον δίκαιο και τον άδικο, για τον ευσεβή και για τον ασεβή, ή "τον θυσιάζοντα και τον μη θυσιάζοντα", όπως λέει το κείμενο. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα την παραβολή του "Πλουσίου και του Λαζάρου", στο 16/ιστ: κεφάλαιο του κατά Λουκάν Ευαγγελίου. Μόλις πέθανε ο Λάζαρος, πήραν την ψυχή του οι άγγελοι, και την έφεραν στον κόλπο του Αβραάμ. Όταν πέθανε ο Πλούσιος, πήγε στον Άδη. Και ο μεν ένας ήταν σε κατάσταση ευφροσύνης και παρηγορίας, ενώ ο άλλος σε κατάσταση βασάνων. Είναι τελείως άστοχο και απαράδεκτο, να εφαρμόσουμε το χωρίο αυτό του Εκκλησιαστή που εξετάζουμε, για να πληροφορηθούμε για τη μετά θάνατον κατάσταση των δικαίων και των αδίκων, και των λοιπών κατηγοριών ανθρώπων. Και αυτό είναι ολοφάνερο. Πώς λοιπόν, και με ποια λογική θα το εφαρμόσουμε μεταξύ ανθρώπων και ζώων, και μάλιστα θα τα εξομοιώσουμε; Είναι φανερός ο παραλογισμός. Η σύγκριση που γίνεται, και η παρατήρηση για το κοινό συνάντημα, αφορά στον σωματικό θάνατο, τον βιολογικό θάνατο, στον οποίο όλοι και όλα σαν έμβια και θνητά καταλήγουν. Και είναι απαράδεκτη και παράλογη κάθε άλλη γενίκευση. Το ότι ο άνθρωπος και το κτήνος έχουν σαν κοινό χαρακτηριστικό τη βιολογική ζωή και τον βιολογικό θάνατο, δεν μας επιτρέπει καθόλου να τα εξισώσουμε και να τα ταυτίσουμε και προς τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά. Είδαμε προηγουμένως, ότι όταν λέγει ο Εκκλησιαστής, ότι "το συνάντημα των υιών των ανθρώπων είναι και το συνάντημα του κτήνους, και εν συνάντημα είναι εις αυτούς", δεν εννοεί κατ' ουδένα τρόπο ότι ο άνθρωπος ως προς την ουσία του, ως προς την φύση του, ταυτίζεται με το κτήνος, και δεν διαφέρει απ' αυτό, όπως τελείως εσφαλμένα και παράλογα ισχυρίζονται οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αντίθετα, ο Εκκλησιαστής αναφέρει ότι και τους δύο τους περιμένει η κοινή μοίρα του βιολογικού θανάτου, όπως άλλωστε ο ίδιος θάνατος περιμένει και τους δικαίους και τους αδίκους, και τους σοφούς, και τους άφρονες, και τους ευσεβείς και τους ασεβείς. Όλοι, και όλα, όσο κι αν έχουν διαφορετικές πορείες στη ζωή, ακόμα και διαφορετικές φύσεις, θα συναντηθούν οπωσδήποτε σε κάποιο σημείο, και αυτό δεν είναι άλλο από τον βιολογικό θάνατο, τον θάνατο του θνητού σώματος. Αυτό είναι και το κοινό σημείο συνάντησης, το "εν συνάντημα". Το ίδιο ακριβώς εννοεί, όταν λέει ότι: "καθώς αποθνήσκει τούτο, ούτως αποθνήσκει και εκείνος". Η σύγκριση γίνεται ως προς τον τρόπο που συμβαίνει ο βιολογικός θάνατος, και όχι ως προς το τι συμβαίνει μετά τον θάνατο. Η σύγκριση γίνεται για το πώς αποθνήσκουν, και όχι για το τι γίνεται η προσωπικότητά τους. Γι' αυτήν, δεν κάνει καθόλου λόγο. Εξετάζει μόνο αυτό που φαίνεται στα ανθρώπινα μάτια. Και βέβαια, όπως πέφτει νεκρό το σώμα του αδίκου, έτσι και του δικαίου. Αλλά έτσι και του ζώου. Εξωτερικά, δεν υπάρχει απολύτως καμία διαφορά. Ούτε μπορεί να διακρίνει κανείς τελεσιδίκως, από τον τρόπο που εγκαταλείπει κάποιος ετούτη τη ζωή, αν αυτός ήταν δίκαιος ή άδικος, σοφός ή άφρων. Αντίθετα, ο θάνατος του ανθρώπου, μοιάζει σαν γεγονός, με τον θάνατο των ζώων. Πουθενά δεν υπάρχει νύξη για την μετά θάνατον πορεία, για την κρίση, ούτε και για την ανάσταση. Και είναι αποδεκτό και παραδεκτό, ακόμα και στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, ότι τα ζώα ούτε θα αναστηθούν, ούτε θα κριθούν μετά θάνατον. Πώς λοιπόν ταυτίζουν τον άνθρωπο με το ζώο, λέγοντας ότι εξαφανίζεται και εκμηδενίζεται, και δεν προχωρούν και στην ταύτιση ως προς την κρίση και την ανάσταση; 3. Ας προχωρήσουμε όμως και στην 3η αιτιολόγηση του συμπεράσματος που βγάζει ο απαισιόδοξος άνθρωπος, ότι "ο άνθρωπος δεν υπερτερεί κατ' ουδέν του κτήνους, διότι τα πάντα είναι ματαιότης". (Στίχος 19). Το συμπέρασμα αυτό, προέρχεται από την πρώτη παρατήρηση, ότι "τα πάντα καταντώσιν εις τον αυτόν τόπον. Τα πάντα έγιναν εκ του χώματος, και τα πάντα επιστρέφουσιν εις το χώμα". Είναι ολοφάνερο και από αυτή τη φράση, ότι οι παρατηρήσεις του σκεπτικιστή και απαισιόδοξου ανθρώπου, περιορίζονται στα φαινόμενα, στα βλεπόμενα, δηλαδή στα σώματα. Αυτά έγιναν από το χώμα, και αυτά είναι που επιστρέφουν σ' αυτό. Δεν εξετάζει καθόλου τον αόρατο κόσμο. Διότι φυσικά, δεν έγιναν τα πάντα με την απόλυτη έννοια εκ του χώματος, μια και ολόκληρο το πνευματικό βασίλειο δεν έχει καμία σχέση με το χώμα. Οι άγγελοι για παράδειγμα, δεν είναι χωματένιοι, ούτε έχουν χωματένια μέρη και συστατικά. Έτσι λοιπόν, δεν κάνει καθόλου λόγο εδώ ο Εκκλησιαστής, για το αόρατο συστατικό του ανθρώπου, για την ψυχή του. Εξετάζει απλώς την κατάληξη των σωμάτων. Και βέβαια δεν υπάρχει καμία απολύτως αντίρρηση, ή αμφιβολία, ότι τα σώματα των ανθρώπων είναι θνητά και χωματένια, όπως ακριβώς και των ζώων, και επομένως έχουν και την ίδια κατάληξη. Οι παρατηρήσεις του και τα συμπεράσματά του, κινούνται στο αισθητό, στο υλικό, στο ορατό πεδίο, και δεν ανέρχονται στο αόρατο και πνευματικό επίπεδο. Ο Εκκλησιαστής στο σημείο αυτό, εκφράζει την καθαρά ανθρώπινη και υλιστική πλευρά το εαυτού του. Τον φυσικό, ή ψυχικό άνθρωπο, όπως τον αποκαλεί ο απόστολος Παύλος. (Α΄ Κορινθ. 2/β: 10-16). Γι' αυτό άλλωστε και δεν μπορεί, παρά να εκφράσει άγνοια και απορία για το αόρατο συστατικό του ανθρώπου και την βιολογική ενέργεια που ζωογονεί τα ζώα. Λέγει στον στίχο 21: "Τις γνωρίζει το πνεύμα των υιών των ανθρώπων, αν αυτό αναβαίνη εις τα άνω, και το πνεύμα του κτήνους, αν αυτό καταβαίνη κάτω εις την γην;". Διερωτάται λοιπόν και αυτός, και απορεί, για το τι συμβαίνει στο αόρατο μέρος του ανθρώπου και των ζώων. Δεν καταλήγει ότι είναι ίδια. Μάλιστα, όσο και αν εξετάζει με ανθρώπινο και υλιστικό μάτι τον θάνατο, εν τούτοις και πάλι δεν φθάνει στο ακραίο και κατώτατο σημείο που φθάνουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, ώστε να εξομοιώνουν τελείως τον άνθρωπο και το κτήνος και να μιλούν για εκμηδένιση. Διότι ο Εκκλησιαστής, ακόμα και μέσα στην άγνοιά του, τον άνθρωπο τον ανεβάζει ψηλότερα από τα κτήνη, λέγοντας ότι "ίσως" το πνεύμα του ανεβαίνει πάνω, και το πνεύμα των ζώων κατεβαίνει κάτω στη γη. Έτσι, και ο φυσικός άνθρωπος ο μη έχων πνεύμα Θεού, με τη λογική του, δεν μπορεί παρά να διαχωρίσει το πνευματικό στοιχείο του ανθρώπου, από την απρόσωπη και γήινης προέλευσης βιολογική ενέργεια, που ζωογονεί τα κτήνη. Σύμφωνα λοιπόν με αυτό το χωρίο, σε καμία περίπτωση και με κανέναν τρόπο δεν δικαιολογείται το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν μερικοί αιρετικοί, ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι ίδια ως προς τη φύση της με την ψυχή των ζώων, θνητή, και κατά συνέπειαν εξαφανίζεται και εκμηδενίζεται κατά τον θάνατο. Ειδικά πάνω σε αυτό το ζήτημα, όπως είδαμε, ο φυσικός άνθρωπος μόνο με απορία και ερωτηματικά μπορεί να εκφραστεί. Διότι αυτά "πνευματικώς ανακρίνονται". Απ' όσους δηλαδή οδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού (Α΄ Κορινθ. 2/β: 14).
6. Ο Εκκλησιαστής απαντάει ότι η ψυχή υπάρχει Και ο Εκκλησιαστής δεν μας αφήνει μόνο με το ερώτημα. Αλλά μας δίνει και την απάντηση, όταν πλέον μας εμφανίζει την άλλη πλευρά του εαυτού του, την αισιόδοξη και φιλόθεη, αυτήν του Πνευματικού ανθρώπου. Και η απάντηση διακρίνεται από την αυθεντία της Θείας Αποκαλύψεως. Μας λέει λοιπόν κατά το τέλος του βιβλίου του, όταν αναφέρεται στον σωματικό θάνατο, στον στίχο 12/ιβ: 7 τα εξής: "και επιστρέψη το χώμα εις την γην, καθώς ήτο, και το πνεύμα επιστρέψη εις τον Θεόν, όστις έδωκεν αυτό". Αυτή λοιπόν είναι η θεόπνευστη δήλωση περί ψυχής, την οποία πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπ' όψιν, και όχι το προηγούμενο χωρίο που με περισσό ζήλο προβάλλουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Και αυτή η δήλωση είναι σαφής και ξεκάθαρη. Ότι το χωματένιο συστατικό του ανθρώπου, το σώμα του, επιστρέφει στο χώμα, ενώ το πνεύμα του, δηλαδή η ψυχή του, πηγαίνει στον Θεό. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ισχυρίζονται ότι το "πνεύμα" που αναφέρεται στα χωρία αυτά, δεν είναι η ψυχή, αλλά μια απρόσωπη δύναμη, που είναι κοινή στον άνθρωπο και στα ζώα. Μα αν ήταν έτσι, γιατί το πνεύμα του ανθρώπου ανεβαίνει στον Θεό, ενώ των ζώων όχι; Αν ήταν κάτι σαν τον ηλεκτρισμό, γιατί να ανεβαίνει στον Θεό; Τι δουλειά έχει η απρόσωπη υλική δύναμη, με το Υπέρτατο Πνεύμα τον Θεό; Τι τη χρειάζεται; Και γιατί ανεβαίνει στον Θεό μόνο του ανθρώπου, και όχι των ζώων, αν είναι απρόσωπη, και συνεπώς ακριβώς η ίδια για όλους τους ανθρώπους αλλά και για τα ζώα; Θα 'πρεπε, σαν απρόσωπη ενέργεια, αδιακρίτως, και το ίδιο για όλους, όταν φεύγει από τους ζωντανούς, να πηγαίνει στον ίδιο τόπο. Άλλοτε πάλι λένε, ότι το πνεύμα που ανεβαίνει στον Θεό, είναι ένα είδος "πατρόν", μια συνταγή δηλαδή, που φυλάσσεται στη μνήμη του Θεού, και θα του χρησιμεύσει για να αναστήσει τον ίδιο ακριβώς άνθρωπο. Μα ο Εκκλησιαστής, δεν λέει ότι το "πνεύμα του ανθρώπου" είναι "οδηγίες κατασκευής", αλλά αντίθετα λέει ότι ο Θεός του το έδωσε, και σ' Εκείνον επιστρέφει. Οι οδηγίες κατασκευής δεν δίνονται, ούτε επιστρέφονται. Απλώς εκτελούνται και ακολουθούνται κατά την κατασκευή. Ποτέ δεν ενσωματώνονται στο κατασκεύασμα. (Σημείωση ΟΟΔΕ: Πέραν όλων αυτών, είναι και βλάσφημο, να υποθέσει κάποιος, ότι ο Θεός που είναι Παντογνώστης, χρειάζεται "να λάβει" οδηγίες κατασκευής, ώστε να κατασκευάσει κάποιον. Πολύ δε περισσότερο, όταν αυτόν Ο ΙΔΙΟΣ τον κατασκεύασε εξ' αρχής. Μάλιστα, είναι ακόμα πιο κωμικό, ακόμα και να φαντασθεί κάποιος, ότι ο Θεός πρέπει να "θυμάται" κάτι, σαν να έχει μνήμη που ξεχνάει, και εγκέφαλο...) Και βεβαίως είναι άξιο απορίας και θαυμασμού, σε πόσο μεγάλες ανοησίες πέφτουν όσοι αρνούνται την αλήθεια, και προσπαθούν να την αντικαταστήσουν με προσωπικές τους θεωρίες. Για άλλη μια φορά, επιβεβαιώνεται ότι η πλάνη από μόνη της, δημιουργεί τεράστια αδιέξοδα στους υποστηρικτές της, και τους οδηγεί από το ένα άτοπο σε χειρότερο, και από το ένα σφάλμα σε μεγαλύτερο. Και αν ο άνθρωπος δεν σταματήσει τον κατήφορο αυτό με την ταπείνωση και την εκ βάθους επανεξέταση όσων μέχρι το σημείο αυτό έχει ευκολόπιστα δεχθεί, είναι καταδικασμένος να γίνεται έρμαιο της πλάνης και του Σατανά, και να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.
7. Σύνοψη Συνοψίζοντας λοιπόν, αποδείξαμε ότι προκειμένου να αποδείξουν οι αιρετικοί ότι η ψυχή είναι θνητή και εξαφανίζεται, και εκμηδενίζεται κατά τον θάνατο όπως ακριβώς η ψυχή των ζώων, δεν διστάζουν να επιχειρηματολογούν πάνω σε χωρία της Αγίας Γραφής, που δεν περιέχουν τη διδασκαλία του Θεού, αλλά αναφέρουν γνώμες ανθρώπινες, στηριγμένες όχι στη Θεϊκή, αλλά στην κατά κόσμον γνώση και σοφία, όπως το χωρίο στον Εκκλησιαστή 3/γ: 18-22. Μάλιστα, επειδή ούτε κι αυτό καλύπτει και αιτιολογεί την κακοδοξία τους, δεν διστάζουν με μεγάλη ευκολία και με σοφιστικούς χειρισμούς, να διαστρέφουν το νόημά του, έτσι ώστε τελικά να εξάγουν το συμπέρασμα που θέλουν, και να πείθουν τους ευκολόπιστους οπαδούς τους, και τους αστήρικτους ακροατές τους. Αντίθετα, ο ίδιος ο Εκκλησιαστής όπως είδαμε, μιλάει για το πνεύμα του ανθρώπου (δηλαδή την ψυχή του), που κατά τον βιολογικό θάνατο, σε αντίθεση με το χωματένιο σώμα του που επιστρέφει στη γη, αυτό ανεβαίνει στον Θεό, και επιβιώνει του θανάτου. Αυτή άλλωστε είναι και η διδασκαλία ολοκλήρου της υπολοίπου Αγίας Γραφής, και της Εκκλησίας μας, όπως μέχρι τώρα έχουμε διαπιστώσει με λεπτομέρεια. Ο άνθρωπος λοιπόν, κατά πολύ διαφέρει από το κτήνος, και το μόνο κοινό που έχουν, είναι ο βιολογικός θάνατος, δηλαδή ο θάνατος του σώματος. Έρευνα - ομιλία: Μιχάλης Μαυροφοράκης Απομαγνητοφώνηση: Ν. Μ. |
Δημιουργία αρχείου: 6-6-2006.
Τελευταία μορφοποίηση: 3-8-2016.