Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά

1ο Μέρος: Η εμφάνιση της Διαλεκτικής Κτιστού - Ακτίστου * Η κτίση εκ του μηδενός, η αρχή και το τέλος της * Η περί δημιουργίας του κόσμου διδασκαλία τών πρώτων Απολογητών * Μέρος 3ο: Η υπέρβαση της διαλεκτικής κτιστού - Ακτίστου: Η λύση της Χριστολογίας

Το Υπαρξιακό Νόημα της Διαλεκτικής κτιστού - Ακτίστου

2ο Μέρος

Χριστολογία και ύπαρξη

Σεβ. Μητρ. Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα

 

Πηγή: Περιοδικό "Σύναξη". Τεύχος 2. Άνοιξη 1982. Σελ. 9-14.

III. Το Υπαρξιακό Νόημα της Διαλεκτικής κτιστού - Ακτίστου

1. Η ύπαρξη είναι προϊόν ελευθερίας. Το ότι ο κόσμος είναι "κτιστός", δηλαδή δεν είναι αιώνιος, αλλά ριζικά, δηλαδή στην απόλυτη οντολογική έννοια, ξεκίνησε από το "τίποτε", σημαίνει ότι θα μπορούσε και να μην υπήρχε. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη του κόσμου, η ύπαρξή μας, δεν είναι αναγκαστική, είναι προϊόν ελευθερίας. Αν ο κόσμος ήταν αιώνιος, τότε θα υπήρχε οπωσδήποτε· δεν θα διερωτώμεθα καν γιατί να υπάρχει. Το μόνο ερώτημα που θα ήταν σε μια τέτοια περίπτωση φυσικό είναι το γιατί να υπάρχει μ' αυτόν ή εκείνο τον τρόπο ή τη μορφή, δηλαδή το ερώτημα της επιστήμης για το πώς λειτουργούν οι διάφοροι νόμοι που συνέχουν το σύμπαν. Η ύπαρξη του κόσμου στην απόλυτη έννοιά της είναι για την επιστήμη ένα αξίωμα, μια προϋπόθεση που πρέπει να τη δεχθεί κανείς αναγκαστικά, για να προχωρήσει στην έρευνα του κόσμου. Αυτή η οντολογική αναγκαστικότητα αίρεται και εξαφανίζεται από τη στιγμή που εισάγεται η διαλεκτική κτιστού - Ακτίστου: το ότι ο κόσμος θα μπορούσε και να μην υπήρχε, σημαίνει ότι η ύπαρξη είναι για μάς ένα δώρο ελευθερίας, είναι χάρις. Η δημιουργία και η χάρις είναι έτσι ταυτόσημα.

Μια τέτοια θεώρηση του κόσμου δίνει αμέσως εντελώς ιδιαίτερη ποιότητα στη ζωή μας. Το να δέχεσαι ότι η ύπαρξή σου είναι δώρο κάνει την καρδιά σου να πλημμυρίζει από ευγνωμοσύνη σε κάθε στιγμή που συνειδητοποιείς την ύπαρξή σου. Έτσι η συνείδηση του όντος, η οντολογία, γίνεται ευχαριστιακή στην πιο βαθειά έννοια του όρου. Αυτό που στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας ονομάστηκε τόσο νωρίς "ευχαριστία" ήταν από την αρχή δεμένο με τη διαλεκτική κτιστού - Ακτίστου. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν αρχαίες Λειτουργίες που δεν αναφέρονται σε ευχαριστία για το δώρο της ελεύσεως και του λυτρωτικού έργου του Ιησού Χριστού (βλέπε π.χ. τις "Κατηχήσεις" του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων), αλλά δεν υπάρχουν Λειτουργικές Αναφορές που να μην περιλαμβάνουν πριν από όλα ευχαριστία για την ύπαρξη, για το γεγονός ότι υπάρχει ο κόσμος. Αυτό συνεπάγεται μια στάση ζωής, ένα ήθος συγκεκριμένο, ένα είδος ανθρώπου που τίποτε από όσα έχει δεν το θεωρεί δικό του, που όλα τα ανάγει σε κάποιον άλλον, που για όλα είναι ευγνώμων, που τίποτε δεν νομίζει πως "δικαιούται"· ένα ήθος και μια ζωή χάριτος, δηλαδή υπερβάσεως του "εγώ", του ατομισμού, κάθε στάσεως "υπεροχής" ή κατακτητικότητας -ένα ήθος ανθρώπου που είναι έτοιμος να "χαρίσει", να δώσει την ύπαρξή του ολόκληρη, να αναμετρηθεί με τον ίδιο το θάνατο και να προσφέρει τον εαυτό του σε μια πράξη- εκδήλωση ελευθερίας, ανάλογης με εκείνη που έφερε την ύπαρξή του στο είναι. Το να γνωρίζεις ότι η ύπαρξη είναι δώρο ελευθερίας και όχι μια "αιώνια" και αυτονόητη "πραγματικότητα", δεν σε ελευθερώνει μόνο φιλοσοφικά, διανοητικά, από τη δέσμευση της σκέψεως σε αναγκαστικά "αξιώματα" και λογικές "κατηγορίες"· σε ελευθερώνει από τη δουλεία στην ίδια σου την ύπαρξη, μια δουλεία που τη σφυρηλατεί η ίδια η βιολογική αναγκαιότητα με τα ένστικτά της - σε κάνει να είσαι ευγνώμων για το δώρο της υπάρξεως χωρίς να είσαι δούλος της, να την εκτιμάς δηλαδή αλλά και να μπορείς ελεύθερα να τη χαρίζεις. Αυτό είναι το ήθος των μαρτύρων και των οσίων, το ήθος της Εκκλησίας, που γέννησε η διαλεκτική κτιστού - Ακτίστου.

2. Η ύπαρξή απειλείται διαρκώς από το θάνατο. Αυτή είναι η δεύτερη συνέπεια της διαλεκτικής κτιστού - Ακτίστου και είναι τόσο βασική, όσο και η προηγούμενη. Το ότι ο κόσμος είναι "κτιστός", δηλαδή "ην ποτε ότε ουκ ην", δεν σημαίνει μόνο ότι θα μπορούσε και να μην υπήρχε. Σημαίνει επίσης ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να παύσει να υπάρχει. Το απόλυτο μηδέν, το "ουκ είναι" που αποτελεί προϋπόθεση του κτιστού, δεν αίρεται αυτόματα με την ύπαρξη, αλλά την διαπερνά και την διαποτίζει διαρκώς. Η φύση του κτιστού είναι θνητή (Μ. Αθανάσιος). Δεν είναι δυνατό να γίνει λόγος για μια "εντελέχεια", μια οποιαδήποτε δύναμη ή ορμή ή κίνηση ή φορά που δόθηκε από τον Θεό στη φύση του κτιστού, για να του εξασφαλίζει αιώνια την ύπαρξη. Αυτός ο κακής ποιότητος αριστοτελισμός που εισάγεται πολλές φορές από θεολόγους στην ερμηνεία Πατέρων, όπως ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, είναι στην ουσία άρνηση της διαλεκτικής κτιστού - Ακτίστου και προδοσία του πατερικού πνεύματος, γιατί σημαίνει ότι το κτιστό έχει πια -έστω και δοσμένη από τον Θεό- τη δυνατότητα από μέσα του να υπάρχει. Έτσι η κτιστότητα μοιάζει σα να υπερβαίνεται μέσα από την ίδια τη φύση του κόσμου με ένα είδος "κτιστής χάριτος", για την οποία μας έχει μιλήσει τόσο λαθεμένα η μεσαιωνική δυτική θεολογία.

Όχι, η φύση του κτιστού δεν έχει μέσα της καμιά δύναμη επιβίωσης· ο Heidegger σωστά την ονόμασε "είναι - προς - θάνατον". Το να είσαι κτιστός σημαίνει αυτόματα ότι είσαι θνητός, ότι υπόκεισαι δηλαδή στην απειλή του πλήρους και απολύτου αφανισμού. Η απειλή του θανάτου είναι η απειλή του μηδενός, του απολύτου μηδενός, του "ουκ είναι", δηλαδή της επανόδου στην προκτισιακή κατάσταση. Και η απειλή αυτή είναι μόνιμη για το κτιστό, δεν υπερβαίνεται με καμιά δύναμη εγγενή στη φύση του. Από τη φύση μας γεννιόμαστε νεκροί, βιολογικά πεθαίνομε από τη στιγμή που θα γεννηθούμε, και ο κόσμος όλος ως κτιστός φθείρεται υπάρχων και υπάρχει φθειρόμενος· η ζωή του και η ζωή μας δεν είναι "ζωή αληθινή". Το κτιστό είναι τραγικό από τη φύση του: η ύπαρξή του καθορίζεται από το παράδοξο που συνθέτει δύο απολύτως αλληλοαποκλειόμενα στοιχεία, τη ζωή και το θάνατο, το είναι και το μηδέν. Και αυτό, επειδή το είναι του έχει ένα σημείο ενάρξεως, μια "αρχή". Και όλα τα όντα που συνιστούν το είναι του προσδιορίζονται από κάποια "αρχή"· πράγμα που δημιουργεί αναπόφευκτα διαστήματα στη σχέση των όντων, δηλαδή τη δυνατότητα συγχρόνως της συνθέσεως και της αποσυνθέσεως, της απολύτου διασπάσεως αλλά και διαστάσεως, του απολύτου χωρισμού των όντων, που είναι ακριβώς αυτό που λέμε "θάνατος". Ο χώρος και ο χρόνος που χαρακτηρίζουν κατ' αποκλειστικότητα το κτιστό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έκφραση του παραδόξου αυτού: με το χώρο και το χρόνο κοινωνούμε όλοι μας ο ένας με τον άλλο υφαίνοντας έτσι το στημόνι της ζωής, αλλά εξ αιτίας του ίδιου χώρου και του ίδιου χρόνου χωριζόμαστε ο ένας από τον άλλο με το μαχαίρι του θανάτου. Πώς θα ξεπεράσει το κτιστό αυτή την τραγικότητά του, πώς θα νικήσει τον θάνατο;

Η διαλεκτική κτιστού - Ακτίστου αποκλείει εκ των προτέρων ορισμένες λύσεις που έχουν προταθεί στην ιστορία της φιλοσοφίας και της θεολογίας. Επί παραδείγματι, δεν είναι δυνατό να πούμε ότι ο θάνατος υπερβαίνεται χάρη στην αθανασία της ψυχής, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η αθανασία αυτή είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Κάθε τι που δίνει στο κτιστό μόνιμα, δηλαδή "φυσικά", τη δυνατότητα της υπάρξεως, αίρει τη διαλεκτική σχέση του κτιστού με το Άκτιστο, κάνει το κτιστό κάτι "θείο" από τη φύση του, και οδηγεί σε μια αθανασία αναγκαστική. Η Χριστιανική θεολογία έπεσε πολλές φορές στα δίχτυα μιας τέτοιας "λύσεως", που δεν ανταποκρίνεται στο γνήσιο πνεύμα των Πατέρων.

Ούτε η "ηθική" ή "δικανική" λύση μπορεί να δώσει την υπέρβαση του θανάτου, μια λύση που γέννησε ο δυτικός πραγματισμός και που υιοθέτησε ο ξένος προς την Ορθόδοξη Παράδοση ευσεβισμός των νεωτέρων χρόνων, που έχει εισβάλει τόσο απειλητικά και στο χώρο της Ορθοδοξίας. Η λύση αυτή προϋποθέτει ότι το κτιστό μπορεί να βελτιωθεί, να γίνει καλύτερο ή ακόμα και τέλειο, να "τελειοποιηθεί" όπως λένε στη γλώσσα του ευσεβισμού, καλλιεργώντας τις αρετές και εφαρμόζοντας τον φυσικό ή τον θείο νόμο. Όχι, ο θάνατος δε νικιέται με τίποτε από αυτά· αυτό που νικιέται μ' αυτά είναι η απασχόληση με το πρόβλημα του θανάτου, δηλαδή νικιέται η συνείδηση της τραγικότητας και του απαράδεκτου του θανάτου. Ο ευσεβισμός δημιουργεί ανθρώπους που δεν συγκινούνται, που δεν αγανακτούν γιατί υπάρχει θάνατος, είτε γιατί καταφεύγουν στην πίστη της αθανασίας της ψυχής για να παρηγορηθούν και να παρηγορήσουν, είτε γιατί απολυτοποιούν την Ηθική σε τέτοιο σημείο ώστε να πιστεύουν ότι η αθανασία κερδίζεται με την αρετή.

Ο θάνατος είναι εγγενής στην κτιστότητα και δεν υπερβαίνεται με καμιά προσπάθεια ή δυνατότητα του ίδιου του κτιστού. Με την ηθική η κτίση βελτιώνεται, αλλά δε σώζεται από το θάνατο. Ενώ η ιδέα της αθανασίας της ψυχής, εκτός του ότι κάνει την ύπαρξη αναγκαστική, αμβλύνει απλώς την τραγικότητα του θανάτου του σώματος, αυτής της κατ' εξοχήν μορφής της κτιστότητας, που απειλείται να καταποντισθεί στην ανυπαρξία από τον θάνατο. Όσο ο άνθρωπος αγανακτεί για το θάνατο —και αλλοίμονο αν παύσει να αγανακτεί— τόσο θα αναζητεί την υπέρβαση της κτιστότητας μακριά από τον Πλάτωνα και τους κάθε είδους ευσεβισμούς. Η διαλεκτική κτιστού - Ακτίστου συντηρεί την αγανάκτηση αυτή στην ανθρώπινη συνείδηση, γιατί θεωρεί την ύπαρξη ως δώρο άξιο ευγνωμοσύνης και καταφάσεως, ένα δώρο που, ακριβώς επειδή είναι χάρη και ελευθερία, είναι αδύνατο από μόνο του να υπάρχει αιώνια. Ο κόσμος είναι τόσο κτιστός ώστε να μη μπορεί να ζήσει μόνος του, αλλά και τόσο αγαπητός από τον Θεό ώστε να πρέπει να ζήσει. Ο θάνατος, ο "έσχατος εχθρός" της υπάρξεως, πρέπει να υπερνικηθεί.

Μέρος 3ο: Η υπέρβαση της διαλεκτικής κτιστού - Ακτίστου: Η λύση της Χριστολογίας

Δημιουργία αρχείου: 22-7-2024.

Τελευταία ενημέρωση: 23-7-2024.

ΕΠΑΝΩ