1ο Μέρος: Η εμφάνιση της Διαλεκτικής Κτιστού - Ακτίστου * Μέρος 2ο: Το Υπαρξιακό Νόημα της Διαλεκτικής κτιστού - Ακτίστου * Η κτίση εκ του μηδενός, η αρχή και το τέλος της * Η περί δημιουργίας του κόσμου διδασκαλία τών πρώτων Απολογητών
Η υπέρβαση της διαλεκτικής κτιστού - Ακτίστου: Η λύση της Χριστολογίας 3ο Μέρος Χριστολογία και ύπαρξη Σεβ. Μητρ. Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα
Πηγή: Περιοδικό "Σύναξη". Τεύχος 2. Άνοιξη 1982. Σελ. 9-14. |
IV. Η υπέρβαση της διαλεκτικής κτιστού - Ακτίστου: Η λύση της Χριστολογίας 1. Η διδασκαλία της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, όπως και ολόκληρη η πατερική Χριστολογία, δεν σημαίνει τίποτε χωρίς αναφορά στο πρόβλημα του κτιστού και της υπερβάσεως του θανάτου. Αν ο Χριστός προβάλλεται εκεί ως Σωτήρ του κόσμου, δεν είναι γιατί προσέφερε ένα ηθικό πρότυπο ή μια διδασκαλία για τον άνθρωπο - είναι γιατί αυτός ο ίδιος ενσαρκώνει την υπέρβαση του θανάτου, γιατί στο πρόσωπό του το κτιστό ζει αιώνια πλέον. Πώς γίνεται αυτό; Η Σύνοδος της Χαλκηδόνος χρησιμοποιεί δύο επιρρήματα που φαίνονται αντιφατικά και που δε σημαίνουν τίποτε αν δεν τεθούν στο φως της διαλεκτικής κτιστού - Ακτίστου. Τα επιρρήματα αυτά είναι από το ένα μέρος το "αδιαιρέτως" και από το άλλο το "ασυγχύτως". Δηλαδή, στο πρόσωπο του Χριστού το κτιστό και το Άκτιστο ενώθηκαν "αδιαιρέτως", με ένα τρόπο που δεν επιδέχεται διαίρεση, αλλά και "ασυγχύτως", δηλαδή χωρίς να χάσουν την ετερότητα τους, την ξεχωριστή και ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Το πρώτο από τα επιρρήματα αυτά, το "αδιαιρέτως", σημαίνει ότι ανάμεσα στο κτιστό και στο Άκτιστο δεν πρέπει να υπάρχει καμιά απόσταση, κανένας χωρισμός. Ο χώρος και ο χρόνος που, όπως είδαμε πιο πάνω, επενεργούν στη φύση της κτιστότητας ως παράδοξα που συγχρόνως ενώνουν και διαιρούν επιφέροντας έτσι ταυτόχρονα την ύπαρξη και την ανυπαρξία, το θάνατο, πρέπει να γίνουν φορείς μόνον ενώσεως και όχι χωρισμού. Ο θάνατος δε μπορεί να νικηθεί αν δεν πραγματωθεί αυτό το "αδιαιρέτως". Όσο το κτιστό αυτονομείται και αυτοϋπάρχει, τόσο ο θάνατος το απειλεί, αφού, όπως είδαμε, ο θάνατος οφείλεται στη δυνατότητα του χωρισμού, της διασπάσεως των όντων λόγω της "αρχής" που διέπει την κτιστότητα. Με άλλα λόγια, το κτιστό, για να ζήσει, πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή και αδιάκοπη (αδιαίρετη) σχέση με κάτι το Άκτιστο, να καλύπτει έτσι το διάστημα, που αναπόφευκτα πηγάζει από την κτιστότητα, και να κοινωνεί διαρκώς με κάτι έξω από τον εαυτό του. Κάθε κτιστό ον που δεν βγαίνει από τον εαυτό του και δεν ενώνεται αδιαίρετα με κάτι άλλο, αφανίζεται, πεθαίνει. Αλλά αν αυτό προς το οποίο συνδέεται για να υπερβεί το θάνατο είναι και αυτό κτιστό, όπως συμβαίνει στο βιολογικό έρωτα, δεν αποφεύγει το θάνατο. Έτσι, μόνο δεμένο με κάτι Άκτιστο, μπορεί το κτιστό να επιζήσει. Γι' αυτό η αγάπη, που είναι ακριβώς η έξοδος των όντων από τον εαυτό τους για να υπερβούν την κτιστότητα και το θάνατο, είναι ουσιαστικό στοιχείο της λύσεως του προβλήματος της κτιστότητας. Όποιος δεν αγαπά, δηλαδή δεν ενώνεται "αδιαιρέτως" με κάτι έκτος του εαυτού του, πεθαίνει. Αλλά μόνο η αγάπη, δηλαδή η ένωση "αδιαιρέτως" με τον Άκτιστον Θεό, εξασφαλίζει αθανασία, αφού όλα τα κτιστά υπόκεινται στο θάνατο. Ο Χριστός ενσαρκώνει ακριβώς αυτή την ελεύθερη ένωση κτιστού και Ακτίστου ως τον τρόπο της υπερβάσεως του θανάτου. Αν η σχέση κτιστού - Ακτίστου δεν είναι "αδιαίρετη", δεν υπερβαίνεται ο θάνατος. Κάθε "διάστημα" μεταξύ Θεού και ανθρώπου επιφέρει τον θάνατο, λέγει ο Χρυσόστομος. Η υπέρβαση του θανάτου είναι υπόθεση ενώσεως κτιστού και Ακτίστου. Αυτό σημαίνει το "αδιαιρέτως". Το "ασυγχύτως" σημαίνει, αντιστρόφως, ότι η ένωση αυτή, παρά το ότι είναι τέλεια και απόλυτη, δεν αίρει αυτό που ονομάσαμε διαλεκτική κτιστού - Ακτίστου. Γιατί αυτό; Και πώς είναι νοητό στην ύπαρξη ένα τέτοιο παράδοξο; Πρώτα το γιατί. Είναι σαφές από όσα γράφηκαν εδώ ως τώρα ότι η σχέση κτιστού - Ακτίστου πρέπει να παραμένει πάντοτε διαλεκτική, αν πρόκειται η ύπαρξη να είναι δώρο ελευθερίας. Από τη στιγμή που θα αρθεί η διαλεκτική αυτή, ο κόσμος και ο Θεός ενώνονται αδιάσπαστα, με αποτέλεσμα να γίνεται η ύπαρξη τόσο του Θεού όσο και του κόσμου προϊόν ανάγκης και όχι ελευθερίας. Η Χριστολογία δεν καταργεί τη διαλεκτική αυτή. Με το πρόσωπο του Χριστού δεν δημιουργείται μια μόνιμη και αναπόφευκτη ένωση θείου και ανθρωπίνου, κτιστού και Ακτίστου. Το "αδιαιρέτως" δεν σημαίνει αναγκαιότητα, άρση της διαλεκτικής, δηλαδή της ελευθερίας. Το "ασυγχύτως" εξασφαλίζει τη διαλεκτική κτιστού - Ακτίστου, δηλαδή την ελευθερία, όπως το "αδιαιρέτως" εξασφαλίζει την αγάπη. Έτσι, στη γλώσσα της υπάρξεως, τα δύο αυτά επιρρήματα δεν είναι παρά οι "όροι" που οριοθετούν τα δύο αυτά καίρια και μεθοριακά σημεία της υπάρξεως: την ελευθερία και την αγάπη. Χωρίς αγάπη, δηλαδή έκσταση από την αυτάρκεια του όντος σε μια κίνηση ενότητας με τον "άλλον" και τελικά με τον όντως "άλλον" (τον Άκτιστον) δεν υπάρχει αθανασία. Αλλά και χωρίς ελευθερία, δηλαδή διατήρηση της ετερότητας, της ιδιαίτερης ταυτότητας του αγαπώντος και του αγαπωμένου, πάλι η αθανασία είναι αδύνατη. Ο Χριστός με το να ενώσει κτιστό και Άκτιστο ασυγχύτως και αδιαιρέτως νίκησε το θάνατο με μια νίκη που δεν είναι ένα αναγκαστικό για την ύπαρξή γεγονός, αλλά μια δυνατότητα που κερδίζεται μόνο με την ελευθερία και την αγάπη. Η νίκη αυτή πραγματοποιήθηκε στην Ανάστασή Του, χωρίς την οποία δεν μπορεί να γίνει λόγος για σωτηρία, αφού ο θάνατος είναι το πρόβλημα της κτιστότητας. "Ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών", λέγει ο Παύλος. Ο Χριστός είναι "σωτήρ του κόσμου" όχι γιατί θυσιάστηκε στο Σταυρό εξαλείφοντας μ' αυτόν τον τρόπο τις αμαρτίες του κόσμου, αλλά γιατί "ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας". Η Δύση (Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική) που είδε το πρόβλημα του κόσμου ως πρόβλημα ηθικό (παράβαση εντολής και τιμωρία) έκαμε το Σταυρό του Χριστού το επίκεντρο της πίστεως και της λατρείας. Αλλά η Ορθοδοξία εξακολουθεί να τονίζει την Ανάσταση ως το κέντρο όλης της ζωής της, ακριβώς γιατί είδε ότι το πρόβλημα του κτιστού δεν είναι ηθικό αλλά οντολογικό, είναι το πρόβλημα της υπάρξεως (και όχι της ομορφιάς) του κόσμου, το πρόβλημα του θανάτου. Και η Ανάσταση του Χριστού έγινε δυνατή χάρη στην ένωση "αδιαιρέτως" αλλά και "ασυγχύτως" του κτιστού με το Άκτιστο, δηλαδή χάρη στην αγάπη, που κάνει το κτιστό και το Άκτιστο να υπερβαίνουν τα όριά τους και να ενώνονται "αδιαιρέτως", και χάρη στην ελευθερία, που κάνει το κτιστό και το Άκτιστο να μη χάνουν την ετερότητά τους με την υπέρβαση των ορίων τους στην ένωση αυτή, αλλά αντίθετα, να εξασφαλίζουν την ετερότητα αυτή, διατηρώντας έτσι τη διαλεκτική σχέση τους. 2. Έτσι φθάνομε στην καρδιά της Χριστολογίας. Η Χριστολογία θα παραμένει "δόγμα" χωρίς υπαρξιακή σημασία, εφ' όσον δεν μεταφράζεται και δεν βιώνεται εκκλησιολογικά. Τι είναι αυτό το "αδιαιρέτως" και "ασυγχύτως" έξω από την εμπειρία της Εκκλησίας; ένα "δόγμα", μια λογική (ή μάλλον "υπέρλογη" για όσους πιστεύουν, "παράλογη" για όσους δεν πιστεύουν) πρόταση. Το πολύ-πολύ να γίνει δεκτό πως ισχύει για τον Ιησού Χριστό, που ήταν άνθρωπος και Θεός, μα όχι για τον καθένα μας. Στην εκκλησιολογική του όμως σημασία το δόγμα αυτό είναι πια ένας τρόπος υπάρξεως. Η Εκκλησία, όταν μάλιστα συγκροτείται ευχαριστιακά, αποκαλύπτει το μεγάλο χριστολογικό παράδοξο: το κτιστό και το Άκτιστο ενώνονται τέλεια, χωρίς να καταργείται η ετερότητά τους. Ακριβώς όπως κάθε μέλος της Εκκλησίας, ελευθερωμένο από την αναγκαιότητα της βιολογικής του υποστάσεως, ενώνεται με τα άλλα μέλη σε μια σχέση αδιαρρήκτου κοινωνίας, από την οποία εκπηγάζει η ετερότητα κάθε προσώπου, δηλαδή η αληθινή του ταυτότητα. Η ελευθερία και η αγάπη γίνονται έτσι μια ενιαία εμπειρία. Κάθε αντίφαση μεταξύ του "αδιαιρέτως" και του "ασυγχύτως" αίρεται. Το δόγμα γίνεται πια "κατανοητό" στη γλώσσα της υπάρξεως, αν και παραμένει υπέρ λόγον και έννοιαν στη γλώσσα της λογικής. Αυτή η εμπειρία της Εκκλησίας είναι ο μόνος τρόπος για να γίνει πραγματικότητα το υπαρξιακό νόημα της Χριστολογίας. Έξω από την εμπειρία της Εκκλησίας η αγάπη και η ελευθερία (το "αδιαιρέτως" και το "ασυγχύτως") διχάζονται και αλληλοαναιρούνται. Η ερωτική αγάπη στη βιολογική μορφή της ξεκινάει από τη φυσική έλξη, δηλαδή από την αναγκαιότητα, και καταλήγει στο βιολογικό θάνατο, δηλαδή στην καταστροφή της ετερότητας, του "ασυγχύτως". (Τίποτε δεν είναι πιο "συγκεχυμένο", καταλυτικό της ετερότητας, από το σώμα που ξαναγίνεται χώμα και σκόρπια οστά). Η ίδια ερωτική αγάπη στην αισθητική μορφή της (η έλξη του καλού καγαθού), είναι εξ ίσου μια αγάπη καταλυτική της ελευθερίας και της ετερότητας, δηλαδή του "ασυγχύτως", αφού κι αυτή πηγάζει από την έλξη του καλού (δηλαδή από μια αναγκαιότητα) και καταλήγει στην ιδέα του καλού (και όχι στο συγκεκριμένο πρόσωπο) για να αναμετρηθεί έτσι με τη φθορά και την ασχήμια του θανάτου, ο οποίος καταλύει την ετερότητα, τη μοναδική ταυτότητα του αγαπωμένου. Αν στηριχθούμε στη βιολογική και την αισθητική αγάπη, χάνομε τελικά την ελευθερία και την ετερότητα, το "ασυγχύτως" καταποντίζεται στο "αδιαιρέτως": όλα τα ισοπεδώνει ο θάνατος. Αν, αντίστροφα, θελήσουμε να περισώσουμε το "ασυγχύτως", την ελευθερία μας, με βάση πάλι τη βιολογική μας ύπαρξη, τότε χάνομε την αγάπη, το "αδιαιρέτως" και, αλλοίμονο, πάλι καταλήγουμε στο θάνατο. Για να διατηρήσουμε την ετερότητα ξεχωρίζουμε από τους άλλους, στην προσπάθειά μας να ελευθερωθούμε από τον άλλον που συνιστά τη μεγαλύτερη πρόκληση στην ελευθερία μας. Όσο πιο πολύ ενώνεις δύο όντα, φθάνοντας ως το "αδιαιρέτως", τόσο περισσότερο κινδυνεύεις να δημιουργήσεις σύγχυση ανάμεσά τους. Η ένωση "αδιαιρέτως" αντιμάχεται στη βιολογική μας ύπαρξη την ετερότητά μας σε σχέση με τους άλλους, δηλαδή το "ασυγχύτως". Με αποτέλεσμα να επιζητούμε την ελευθερία μας στον ατομισμό που μας αποκόπτει από τους άλλους υποσχόμενος τη διασφάλιση της ταυτότητάς μας. Αλλά ακριβώς αυτός ο χωρισμός από τους άλλους, αυτό το "ασυγχύτως", δεν είναι σε τελική ανάλυση ο θάνατος; Ο θάνατος δεν είναι μόνο η διάλυση των όντων σε μια συγκεχυμένη και ενιαία "ουσία", δηλαδή η κατάλυση του "ασυγχύτως", όπως είδαμε πιο πάνω. Είναι επίσης ο έσχατος χωρισμός των όντων μεταξύ τους, δηλαδή η επιβεβαίωση του "ασυγχύτως". Το "ασυγχύτως" είναι τόσο θανατηφόρο όσο και το "αδιαιρέτως", αν μείνουν χωρισμένα και δεν ταυτισθούν απόλυτα μεταξύ τους. Ελευθερία χωρίς αγάπη, όπως και αγάπη χωρίς ελευθερία, οδηγούν στο θάνατο. Και, ατυχώς, αυτό είναι ουσιαστικό στοιχείο της κτιστότητας. Για να αποφευχθεί αυτή η "μοίρα" του κτιστού, χρειάζεται μια νέα γέννηση, δηλαδή ένας νέος τρόπος υπάρξεως, μια καινούργια υπόσταση. Η Χριστολογία της Χαλκηδόνος δεν επιμένει χωρίς λόγο στη διδασκαλία ότι η υπόσταση του Χριστού είναι ο αιώνιος Υιός της Αγίας Τριάδος, δηλαδή ο άκτιστος Θεός, και όχι μια υπόσταση ανθρώπινη, δηλαδή κτιστή. Αν η υπόσταση του Χριστού ήταν κτιστή, τότε ο θάνατος θα ήταν μοιραίος και γι' Αυτόν και συνεπώς η σωτηρία από το θάνατο αδύνατη. Το ίδιο ισχύει και για κάθε άνθρωπο: αν η υπόστασή μας είναι αυτή που πήραμε από τη βιολογική μας γέννηση, όπως δείξαμε πριν από λίγο, τόσο η ελευθερία όσο και η αγάπη - τα δύο αυτά συστατικά της υπάρξεως - θα μένουν χωρισμένα μεταξύ τους, οδηγώντας έτσι στο θάνατο. Μόνο αν αποκτήσουμε μια νέα υπόσταση, αν δηλαδή η προσωπική μας ταυτότητα, αυτό που μας κάνει να είμαστε ιδιαίτερα πρόσωπα, πηγάζει από σχέσεις αγάπης που είναι ελευθερία και από σχέσεις ελευθερίας που είναι αγάπη, μόνον τότε η κτιστή μας φύση ενωμένη αδιαιρέτως και ασυγχύτως με τον Άκτιστον Θεό θα λυτρωθεί από τη μοίρα του θανάτου. Η Εκκλησία με το Βάπτισμα και στη συνέχεια με την ευχαριστία, μας προσφέρει αυτή τη δυνατότητα, γιατί μας δίνει μια νέα ταυτότητα που πηγάζει από ένα πλέγμα σχέσεων5, όχι ανάγκης, όπως αυτές που δημιουργεί η οικογένεια και η κοινωνία, αλλά ελευθερίας. Για να ζήσει ο κόσμος και ο καθένας μας ως πρόσωπο μοναδικό και ανεπανάληπτο, πρέπει η αγάπη και η ελευθερία, το "αδιαιρέτως" και το "ασυγχύτως" της Χριστολογίας, να ταυτισθούν. Αυτό στη δική μας ύπαρξη σημαίνει να "εκκλησιοποιηθούν", να γίνουν γεύση της νέας και αληθινής ζωής στο σώμα της Εκκλησίας, στο σώμα της ευχαριστίας, όπου η αγάπη πηγάζει από την ελευθερία και η ελευθερία εκφράζεται ως αγάπη.
Σημείωση 5. Όλες οι προσωπικές ταυτότητες πηγάζουν από κάποιο πλέγμα σχέσεων, ή βιολογική ταυτότητα από την οικογένεια, ή κοινωνική από την κοινωνία, κλπ. |
Δημιουργία αρχείου: 23-7-2024.
Τελευταία ενημέρωση: 23-7-2024.