Το αυτεξούσιο και η ελευθερία του ανθρώπου * Η πτώση των πρωτοπλάστων από τη θεία κατάπαυση * Πλάσθηκε τέλειος ο Αδάμ; * Η διδασκαλία αγίων Πατέρων και Θεολόγων για το "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν" * Ο άνθρωπος πλάσθηκε ως εικόνα τού Χριστού * Ο Δυτικός δικανισμός, ακυρώνει τη θυσία του Χριστού * Η σημασία του Αντιλύτρου * Η σπουδαιότητα του προπατορικού αμαρτήματος
Ενοχή και Τιμωρία Ο φόβος και η τιμωρία δεν έχουν θέση στη Χριστιανική πίστη Νίκου Α. Ματσούκα
Πηγή: Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη αριθμ. 5. Δοκίμιο πατερικής θεολογίας. Έκδοση 3η. Θεσσαλονίκη. |
Η ενοχή συνδέθηκε στενά με το προπατορικό αμάρτημα και με κάθε άλλη μεταπατορική αμαρτία. Ωστόσο η βασική αφετηρία είναι η λεγόμενη προπατορική πτώση.
Πέρα από την άποψη της δυτικής θεολογίας σε γενικές γραμμές, από τον Αυγουστίνο και εφεξής, που καθιερώνει την κληρονομική ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος, (πράγμα που δεν υποστηρίζει η Ορθόδοξη θεολογία, όπως είδαμε κιόλας, μια και θεωρεί τη συνέπεια της προπατορικής αμαρτίας ως αρρώστια της ανθρώπινης φύσης), δυστυχώς σε «Χριστιανικούς» και θεολογικούς ακόμη κύκλους Δύσης και Ανατολής υπάρχει η εσφαλμένη επιστημονικά άποψη (αφού δεν ανταποκρίνεται διόλου προς τη de lege lata περιγραφή και ερμηνεία), πως η θεολογία ερμηνεύει το αμάρτημα, που αναφέρει η Γένεση, ως τη «σεξουαλική πράξη». Η γνώμη αυτή δεν είναι μια περιφερόμενη αντίληψη μονάχα σε λαϊκά στρώματα, ή σε κάποιες μάζες, αλλά ακόμη και σε διανοουμένους που υποτίθεται πως, όταν αποφαίνονται, ερευνούν και συμβουλεύονται τις πηγές, όπως ο νομικός τους νόμους. (Και φυσικά δεν έχει κανείς καμιά απαίτηση θεολόγοι και διανοούμενοι να ξέρουν ή να φανταστούν τι έγινε ακριβώς στον παράδεισο! Κάτι τέτοιο δεν είναι επιστήμη). Πάντως, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται το γεγονός, και σήμερα ακόμα εν έτει σωτηρίω 1984 ή και 1986 θα μπορούσε κανείς να διαβάσει αυτή την άποψη σε επιστημονικά περιοδικά1. Αυτό το ξεκαθάρισμα είμαι υποχρεωμένος να το κάνω, για να σημειώσω ευθύς εξαρχής πως μια τέτοια άποψη εδώ δεν θα με απασχολήσει, αφού το παρόν δοκίμιο στηρίζεται πάνω σε μια επιστημονική έρευνα και όχι σε συμπιλήματα περίεργων αντιλήψεων. Άλλο θέμα το γεγονός πως οι αντιλήψεις αυτές παρουσιάζουν ενδιαφέρον, οπότε επιβάλλεται να ερευνηθούν από ψυχολογική και κοινωνιολογική άποψη. Το προπατορικό αμάρτημα, σύμφωνα με τα βιβλικά κείμενα και την Ορθόδοξη θεολογία σε γενικές και κοινές γραμμές οφείλει κανείς να το ερμηνεύσει στα όρια μιας τραγωδίας. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για κάθε άλλη μεταπατορική αμαρτία. Είναι αλήθεια πως όχι μονάχα λαϊκές μάζες αλλά και θεολογικοί κύκλοι κατά καιρούς υιοθετούν αντιλήψεις και τρόπους ζωής ξένους προς τη ζωή της Εκκλησίας και της θεολογίας. Έτσι και το αίσθημα ενοχής έχει μια πολυπλοκότητα στη θρησκευτική ζωή της Χριστιανοσύνης. Κι αυτό είναι αυτονόητο, αφού χρειάζονται αγώνας, προσπάθεια, παθήματα και νίκες, για να πετύχει το σώμα του λαού τη θεογνωσία. Καταρχήν πολλές είναι οι ψυχολογικές και κοινωνικές αποχρώσεις της ενοχής. Ωστόσο υπάρχει μια βασική πηγή που γεννάει το αίσθημα ενοχής. Κι αυτή η πηγή εννοείται σ’ ένα πλέγμα φυσικών, ψυχολογικών και κοινωνικών σχέσεων. (Ούτε αφηρημένος άνθρωπος υπάρχει ούτε φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον δίχως άνθρωπο). Πρόκειται για το φόβο. Μπορεί να πει κανείς ότι φόβος και ενοχή συμφύρονται ή ταυτίζονται ή μερικές φορές αποτελούν το ίδιο πράγμα. Γιατί η ενοχή δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο φόβος ενώπιον μιας επερχόμενης απειλής που είναι έτοιμη να ταπεινώσει ή να συντρίψει την ανθρώπινη ύπαρξη. Σ’ αυτόν το φόβο η ύπαρξη γεύεται μια μεταμέλεια γιατί κατά κάποιο τρόπο παρέλειψε να κάνει μια ενδεδειγμένη πράξη. Αλλά η αιτία που γεννάει το φόβο προέρχεται είτε από την αίσθηση ενός αφιλόξενου και εχθρικού περιβάλλοντος είτε από την παράβαση μιας εντολής ή ενός νόμου (δημιουργημάτων μιας υπέρτατης και ισχυρής θέλησης), οπότε και σε τούτη την περίπτωση το περιβάλλον γίνεται αφιλόξενο και εχθρικό. Σ’ αυτό το σημείο μπορεί κανείς να υπενθυμίσει τη θεόπνευστη και συγκλονιστική περιγραφή του τρίτου κεφαλαίου της Γένεσης. Οι πρωτόπλαστοι ευθύς εξαρχής αισθάνονται φόβο, ακούνε τα βήματα του Θεού και κρύβονται, ενώ κάποιος κίνδυνος καταστροφής πλησιάζει. Η ενοχή, ως φόβος μιας ακαθόριστης απειλής, αποτελεί βάρος, απωθείται και μεταβιβάζεται. Οι πρωτόπλαστοι, κατά τη λιτή και αριστουργηματικώς ψυχολογημένη περιγραφή, αμύνονται κατά της απειλής με τη μεταβίβαση της ενοχής. Αλλά η γυμνότητα και η ανεστιότητα τους δείχνει τη δεινή τους θέση. Ο φόβος παραμένει, γιατί ο άνθρωπος έφυγε από την ασφάλεια της ζωής και πήγε στην αβεβαιότητα του θανάτου. Αυτά που διηγείται η Γένεση είναι πράγματα που υπάρχουν σε κάθε κοινωνία. Ο άνθρωπος ή αναπτύσσει με φόβο και δειλία μια αυτοάμυνα αντικοινωνικής μορφής ή προσαρμόζεται στο κοινωνικό περιβάλλον με την ανάπτυξη κυριαρχικής επιβολής και σκληρότητας. Γι' αυτό ακριβώς η ενοχή και ο σύμφυτος με αυτήν φόβος είναι τονισμένα στο έπακρο μέσα στις πολιτισμένες κοινωνίες. Πολλοί λένε πως το αίσθημα ενοχής είναι ζήτημα ιδιοσυγκρασίας· οι αδύνατοι από φυσική και κοινωνική πλευρά, φοβούνται και αισθάνονται ένοχοι και καταδικασμένοι· απεναντίας οι δυνατοί δεν έχουν αίσθημα ενοχής και δεν φοβούνται τίποτα. Ορθές και οι δυο διαπιστώσεις, τουλάχιστο σε πάμπολλες περιπτώσεις. Αλλά η ισχύς και η ευρωστία είναι μια άμυνα της φύσης και της αγωγής εναντίον του φόβου και του αισθήματος ενοχής. Αυτή είναι και η δίψα του πολιτισμένου, και κυρίως του καταναλωτικού ανθρώπου: να αποκτήσει απεριόριστη κυριαρχική δύναμη. Η ανθρώπινη φύση φαίνεται στην κατάσταση της γυμνότητας, όταν λείπουν η προστασία και η αυτοπροστασία. Το ίδιο δεν συμβαίνει και στην περίπτωση της ψυχοσωματικής υγείας ιού ανθρώπου; Πότε είναι τρωτός και ευάλωτος ο άνθρωπος; Όταν έχει τα μέσα ν’ αποκρούσει τους κινδύνους ή όταν είναι απροστάτευτος; Γιατί ο άνθρωπος επιζητεί χωρίς κορεσμό απεριόριστα κοινωνικά στηρίγματα; Εφόσον ο φόβος γεννάει το αίσθημα ενοχής, δυο είναι οι κύριες τάσεις που το καθορίζουν: 1) η μαγική και ειδωλολατρική ψυχοτροπία και 2) το νομικό πνεύμα που επισημαίνει κυρώσεις σε περιπτώσεις παράβασης. Στην πρώτη περίπτωση ορισμένες τοπικές περιοχές, ορισμένα φυσικά αντικείμενα, ζώα, μηχανικές διαδικασίες και τελετουργικές πράξεις περιβάλλονται με μυστηριώδη και θεϊκή ατμόσφαιρα, καταστροφική ή φιλική. Παράλληλα με τις αντιλήψεις αυτές διαμορφώνονται καθαρές και ακάθαρτες περιοχές, άγια και βέβηλα στοιχεία. Κάθε δυσαρμονία, πραγματική ή κυρίως φανταστική, του ανθρώπου με τις παραπάνω περιοχές προξενεί φόβο, απόγνωση και επομένως αίσθημα ενοχής. Αυτός είναι ο μαγικός χαρακτήρας αυτού του αισθήματος. Το νομικό πνεύμα2 εξάλλου καθορίζει τη φοβισμένη στάση του ανθρώπου απέναντι σε μια υπέρτατη θέληση που νομοθετεί και απαιτεί συμμόρφωση προς ορισμένες επιταγές και εντολές. Κάθε παράβαση μιας εντολής προξενεί το φόβο μιας επερχόμενης εξουθενωτικής τιμωρίας. Πάντοτε υπάρχει σε τέτοιες ένοχες συνειδήσεις με επίγνωση ή δίχως επίγνωση ο φόβος του νόμου. Ο φόβος αυτός είναι δυνατόν να είναι απλώς μια αίσθηση του κινδύνου που διατρέχει ο άνθρωπος με την ενδεχόμενη παράβαση. Εδώ άλλωστε στηρίζεται ο ανασταλτικός χαρακτήρας του νόμου: να φοβίσει και να διαπαιδαγωγήσει. Σε σχέση προς αυτόν το χαρακτήρα του νόμου και των συνεπειών της παράβασης διαμορφώνεται και η ηθική συνείδηση, που κατατρύχεται από το φόβο των συνεπειών μιας ηθικής αθέτησης. Έτσι πολλές φορές οι τύψεις της συνείδησης, κυρίως μεταξύ των αδυνάτων κάθε μορφής, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο φόβος που εμπνέει ο νόμος και η τιμωρία, ανθρώπινης ή θείας προέλευσης. Οι τυπτόμενοι φοβούνται τις συνέπειες των πράξεων. Με άλλα λόγια νόμος, ηθική, τύψεις και τιμωρία, εφόσον κινούνται σ' αυτή τη σχέση του φόβου και του δέους, μπορούν εξάπαντος να συγκροτήσουν και να συντηρήσουν συμβατικές κοινωνίες, ποτέ όμως δημιουργικές και διαπροσωπικές σχέσεις. Απεναντίας αν υπάρχει τραγική αίσθηση της αυτομηδενιζόμενης ύπαρξης και δημιουργικό ξεπέρασμα των κινδύνων και των εμποδίων, τότε το πρόσωπο βρίσκεται στο δρόμο της θετικής του ωρίμανσης. Όταν λόγου χάρη οι τύψεις προέρχονται από μια συνειδητή ή ασύνειδη αίσθηση ενός ρήγματος στα έγκατα της ύπαρξης, και συνάμα όταν αυτό υπερβαίνεται, ο άνθρωπος οδεύει το δρόμο της δημιουργίας. Οι τύψεις έχουν τραγικό χαρακτήρα και μπορούν να οδηγήσουν στη λύτρωση.3 Επομένως η ενοχή, όχι μονάχα στη θρησκευτική περιοχή αλλά και στην ευρύτερη κοινωνική, γίνεται διαβρωτικό αίσθημα, όταν τρέφεται από το φόβο και το δέος, και δεν οδηγεί στην τραγική σύλληψη της ζωής και της δημιουργικότητας. Η τραγική βίωση είναι ο μοναδικός σωτήριος δρόμος. Πρόκειται για την αίσθηση της τραγικότητας που συμπυκνώνεται στο ρήγμα της ύπαρξης.4 Η βίωση αυτή θέτει επιτακτικό και το αίτημα της υπέρβασης. Η ύπαρξη νιώθει πως βρίσκεται σε κάτι το σαθρό και αυτομηδενιζόμενο. Και στην προκειμένη περίπτωση η τραγική ενοχή συνειδητοποιεί όχι τόσο το φόβο της τιμωρίας όσο την παράλειψη των δημιουργικών πράξεων. Απεναντίας το νομικό πνεύμα μπορεί να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι το πρόβλημα λύνεται με μια τυπική και εξωτερική διευθέτηση της νομιμότητας. Εξού και η συγκρότηση και η συντήρηση των συμβατικών κοινωνιών και σχέσεων. Στη θρησκευτική περιοχή με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται η αυτοδικαίωση του φαρισαϊκού πνεύματος. Ο υποκριτής με το είδωλο της αυτοδικαίωσής του καλύπτει την πληγή και το ρήγμα της ύπαρξής του, καταπνίγει τους νυγμούς του αισθήματος ενοχής και παρουσιάζεται κύριος και κριτής κάθε πράξης. Ο ίδιος είναι σκληρός και αμείλικτος για τους άλλους, μερικές φορές μάλιστα εκδηλώνει και τάσεις σαδισμού. Η διάθεσή του να βασανίζει τον πλησίον του είναι ολοφάνερη, αν και πολλές φορές σκεπάζεται και εξωραΐζεται με τη βιτρίνα της ιδεολογίας του και την πλαστογράφηση της αγάπης και της επιείκειας. Άλλος εντούτοις είναι ο τυπτόμενος από τύψεις εξαιτίας του φόβου μιας επερχόμενης τιμωρίας. Και στους δυο λείπουν η αγάπη και η δημιουργικότητα. Αλλά υπάρχει σημαντική διαφορά. Ο υποκριτής είναι αποστεωμένος και σχεδόν αδιόρθωτος. Το είδωλο της αυτοδικαίωσής του τον ικανοποιεί αρκετά και τον κάνει απρόσβλητο. Ο τυπτόμενος ωστόσο είναι δυνατόν να ξεπεράσει το νομικό πνεύμα της τιμωρίας και να αποδεχτεί τον δημιουργικό ρόλο της αγάπης. Μια οικτρή παραμόρφωση του Χριστιανικού πνεύματος είναι η πίστη στην κληρονομική ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος5. Πολλοί ετερόδοξοι και ουκ ολίγοι Ορθόδοξοι, εξαιτίας μιας κακής και αρρωστημένης αγωγής, ταλαιπωρούνται από το άγχος μιας κληρονομημένης ενοχής από τον Αδάμ, που κάνει αυτούς τους πιστούς να αισθάνονται πως είναι περιφρονημένοι και καταδικασμένοι από τον Θεό. Εξάπαντος πρόκειται για μια σατανική παγίδα. Ο ένοχος αυτός ζει με το φόβο και κλείνει την ψυχή του ερμητικά απέναντι στη λυτρωτική θεία αγάπη6. Αντί για την απλωτική φορά, που είναι γνώρισμα του κατ’ εικόνα, εισβάλλει η συσπειρωτική άμυνα του εγωκεντρισμού. Όμως οι συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, όπως είδαμε κιόλας, δεν κληρονομούν καμιά ενοχή αλλά την αρρώστια που τη θεραπεύει η αγάπη του Θεού. Πολλοί παρασύρονται από τα δάκρυα και το πένθος των ασκητών. Αλλά η δακρύβρεκτη και πένθιμη αυτή μετάνοια των μοναχών, η περιώνυμη χαρμολύπη, δεν βιώνει καμιά νομική ενοχή ούτε και φυσικά ενοχή για το προπατορικό αμάρτημα. Είναι πένθος και δάκρυα για την απώλεια του Θεού, και τραγική ενοχή για οποιαδήποτε αμέλειά τους προσωπική να προσεγγίσουν τη θεία αγάπη. Το αίσθημα ενοχής σ' ένα ασκητή και σ’ ένα καλλιεργημένο Χριστιανό δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αίσθηση ότι έκανε ή κάνει λίγα για ν’ αποδεχθεί τη θεία χάρη και να γίνει συνδημιουργός και θείο καλλιτέχνημα. Μπορεί ο Χριστιανός να περάσει από τις τύψεις και από κάποιες δουλικές καταστάσεις, αλλά τελικά πρέπει να τρωθεί από τον θείο έρωτα και τη χαρά της δημιουργικότητας· να συναφθεί με τον Θεό,7 πορευόμενος την οδό της μετάνοιας. Η μετάνοια έχει θεοκεντρικό χαρακτήρα, όπως άλλωστε φαίνεται στο κήρυγμα του Προδρόμου και του Χριστού, οι οποίοι τη συνδέουν με τον ερχομό της βασιλείας του Θεού. Επειδή έρχεται η βασιλεία του Θεού, μπορούν οι άνθρωποι να τον αναζητήσουν και να μετανοήσουν, και όχι αντίστροφα. «Η αγάπη και η δικαιοσύνη του Θεού καμιά τιμωρία δεν επιβάλλουν, όπως την εννοεί ο κατατρυχόμενος από το αίσθημα ενοχής άνθρωπος. Πρώτα-πρώτα η αρχή του 13ου κεφαλαίου του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου είναι συγκλονιστική. Ρώτησαν τον Χριστό αν οι Γαλιλαίοι που σκοτώθηκαν από τον Πιλάτο, ήταν οι αμαρτωλοί που έπρεπε να πληρώσουν. Η απάντηση του Χριστού είναι αποκαλυπτική και συγκλονιστική· ούτε αυτοί ήταν περισσότεροι αμαρτωλοί ούτε εκείνοι που σκοτώθηκαν, όταν έπεσε πάνω τους «ο πύργος εν τω Σιλωάμ». Όλοι, αν δεν μετανοήσουν, θα χαθούν.8 Επομένως όλοι οι άνθρωποι οφείλουν να συνειδητοποιήσουν την τραγωδία τους, και να ζητήσουν τη σωτηρία που είναι δυνατή, ανεξάρτητα από κάθε νομική ευθύνη. Οι άνθρωποι πρέπει να θεραπευτούν. Και κατά ένα θαυμάσιο τρόπο ο Μάξιμος λέγει ότι συγχωρείται η ασθένεια και δεν τιμωρείται.9 Τα τόσα δεινά που δοκιμάζει η ανθρωπότητα είναι πολύ φυσικό να συμβαίνουν, εξαιτίας της κτιστότητας και της θνητότητας των όντων, και εξαιτίας του δραματικού και τελειωτικού γίγνεσθαι για το ξεπέρασμα του μηδενός. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Επομένως κατά ρητή και κοινή γνώμη των πατέρων ο Θεός επιτρέπει το κακό, κι αν ο άνθρωπος δεν σκληραίνει την καρδιά του, μπορεί να τον βοηθήσει να κρατυνθεί στο καλό και στην πρόοδο. Άλλωστε τόσοι και τόσοι το είπαν: από τα δεινά και τις δυσκολίες γεννιούνται μεγάλα κατορθώματα. Και όλα αυτά τα δεινά μονάχα ο άνθρωπος, ο δουλικά ακόμα φοβισμένος, τα βλέπει σαν τιμωρία. Και πολύ σωστά και η Αγία Γραφή και άλλα εκκλησιαστικά κείμενα τα αποδίδουν στην τιμωρό επέμβαση του Θεού. Η Αγία Γραφή μάλιστα παρουσιάζει τον Θεό ζηλότυπο, εκδικητικό και ακόμη να επιβάλλει θανατικές ποινές.10 Έτσι όμως τα βλέπει ο άνθρωπος που πρέπει να περάσει το στάδιο της θρησκείας του δούλου και του μισθίου, για να φτάσει στην κοινωνία της φιλίας και του έρωτα με τον Θεό. Τότε η γλώσσα της Αγίας Γραφής και των άλλων ιερών κειμένων είναι άλλη· είναι η γλώσσα της αγάπης. Γι' αυτό και δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, Ευαγγελιστή Ιωάννη και των άλλων ιερών συγγραφέων. Όλοι λένε τα ίδια πράγματα. Ο άνθρωπος με την ανάλογη δεκτικότητα τα βλέπει διαφορετικά. Η τιμωρία είναι εφεύρημα καθαρά ανθρώπινο. Δεν υπάρχει στη Θεία αγάπη. Τι είναι οργή του Θεού μας το λέει άριστα ο Μάξιμος Ομολογητής: όταν ο Θεός σταματήσει να στέλνει τα θεία χαρίσματα.11 Και επειδή ο άνθρωπος οργίζεται, έχει την εντύπωση , πως κάτι τέτοιο κάνει και ο Θεός. Αλλά ο άνθρωπος όσο περισσότερο αισθάνεται τον Θεό τιμωρό, τόσο απομακρύνεται από τη Θεία αγάπη. Μονάχα η περιδεής και ένοχη συνείδηση επινόησε ως αυτοάμυνα τις απάνθρωπες τιμωρίες και τη θανατική ποινή, η οποία από τη περιοχή της αυτοδικίας πέρασε στη δικαιοδοσία του νόμου. Απάνθρωπες ποινές, όπως είναι ο βασανισμός και ο θάνατος, αποτελούν την κορύφωση της αυτομηδενιζόμενης κοινωνίας των ανθρώπων. Σ' αυτές τις ποινές φαίνεται η πλήρης κυριαρχία του σατανισμού που επιδιώκει να αφανίσει το κατ' εικόνα Θεού από την ανθρώπινη υπόσταση. Άλλωστε ο βασανισμός και ο θάνατος σχεδόν κανένα σωφρονισμό δεν προξενούν, ή αν προξενούν κάτι, αυτό είναι τόσο συμβατικό και ατροφικό που δεν λογαριάζεται.12 Πολλές φορές μάλιστα σε θρησκευτικούς κύκλους οι ένοχες συνειδήσεις εκδηλώνουν, με άκρως εκλεπτυσμένο τρόπο, και μίσος εναντίον «των αμαρτωλών». Έχουν επινοήσει το διαχωρισμό μεταξύ αμαρτίας και αμαρτωλού. Και ισχυρίζονται πως μισούν την αμαρτία και όχι τον αμαρτωλό. Αλλά καμιά αμαρτία δεν υπάρχει ξεχωριστή από τον άνθρωπο. Γιατί αμαρτία σημαίνει αποτυχία, αδυναμία, αλλοτρίωση και αρρώστια. Δεν θεραπεύεται η αρρώστια μοναχή της και ούτε υπάρχει καμιά τέτοια αρρώστια· θεραπεύεται μονάχα ο άρρωστος. Αν η ένοχη συνείδηση δεν λυτρωθεί από τη θεία αγάπη, τότε βασιλεύει η τυραννία της αμαρτίας με το υποκριτικό και φοβισμένο προσωπείο».
Σημειώσεις 1. Το παρ’ ημίν περιοδικό αρχαιολογία (τεύχος 10,1984) σε μια έρευνα με αντικείμενο και τίτλο, Ο έρωτας στην αρχαιότητα. Τα περί τους έρωτες στο Βυζάντιο, θίγει φυσικά και το προπατορικό αμάρτημα. Στη σελ. 49 γράφονται τα εξής αμίμητα από επιστημονική πάντοτε πλευρά: «Ο πρώτος θεολόγος που αναφέρει το προπατορικό αμάρτημα ως πράξη 'σεξουαλική’ είναι ο Ιουδαίος Φίλων ο Αλεξανδρεύς που έζησε στις αρχές της Χριστιανικής περιόδου (13 π. Χ. - 54 μ. Χ.). Τη θεωρία του ασπάσθηκε και ο Κλήμης Αλεξανδρεύς καθώς και όλοι οι μεταγενέστεροι θεωρητικοί. Έτσι και σήμερα η γνώμη αυτή είναι γενικά παραδεκτή. Σ’ ένα όμως πρόσφατο άρθρο του ο καθηγητής Μποπερώ υποστηρίζει πως είναι παράλογο να δεχτεί κανείς το προπατορικό αμάρτημα ως 'σεξουαλική πράξη’ γιατί, μεταξύ άλλων, η Παλαιά Διαθήκη περιέχει κείμενα που δείχνουν πως ο έρωτας και ο ερωτισμός δεν χαρακτηρίζονταν ως αμαρτήματα την εποχή που συντάχτηκαν τα κείμενα αυτά». Πρώτα-πρώτα δεν χρειάζεται να ασχοληθώ εδώ με τις απόψεις του Ιουδαίου Φίλωνα και του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως, οι οποίοι πράγματι λένε κάτι τέτοιο που υποστηρίζει ο συντάκτης αυτού του κειμένου (ας σημειώσω επίσης εδώ ότι το περιοδικό εποπτεύεται και διευθύνεται από ακαδημαϊκούς και καθηγητές πανεπιστημίου), αλλά με αρκετή ασάφεια και σε σχέση με φιλοσοφικές απόψεις που ο συντάκτης του παραπάνω κειμένου εξάπαντος αγνοεί. Αλλά ποια εξήγηση να δώσω στην τόσο πρόχειρη απόφανση: «καθώς και όλοι οι μεταγενέστεροι θεωρητικοί»; Ποιοι είναι αυτοί οι όλοι μεταγενέστεροι θεωρητικοί του Βυζαντίου; Γιατί προσωπικά σε κανένα κείμενο δεν εντόπισα τέτοια άποψη. Και επειδή πρωτύτερα μνημόνευσα μερικά κείμενα και τον δογματολόγο της Ορθόδοξης Εκκλησίας Ιωάννη Δαμασκηνό, τούτο μόνο θέλω να υπενθυμίσω. Ο Χρυσόστομος (ένας φυσικά από τους όλους θεωρητικούς κατά την επιστημονική έρευνα του περιοδικού) λέγει: «Μετά γαρ την παράβασιν τα της συνουσίας γέγονε… (Βλέπε Παραπομπή 28 του Γ κεφαλαίου). Όχι μονάχα το αμάρτημα δεν είναι η σεξουαλική πράξη, αλλά και αυτή η ίδια η πράξη κατά τον Χρυσόστομο (άλλο θέμα αν κάποιος δεν δέχεται τούτη την πληροφορία!) έγινε μετά την παράβαση. Η Ορθόδοξη θεολογία, όπως βεβαίως και το κείμενο της Π. Διαθήκης, δέχεται πως το προπατορικό αμάρτημα είναι μια προμηθεϊκή σύγκρουση του ανθρώπου με τον Θεό, μια ύβρη, για ν’ αποκτήσει την ισοθεΐα. Αυτή η πράξη σημαίνει διακοπή της δοξολογικής και λατρευτικής σχέσης του ανθρώπου προς τον Θεό. Οι συνέπειες ήταν η πτώση του ανθρώπου στο δρόμο της φυσικής και ιστορικής εξέλιξης. Ορθόδοξοι πατέρες, μεταξύ των οποίων και ο δογματολόγος Ιωάννης Δαμασκηνός, λένε πως ο γάμος δόθηκε και ευλογήθηκε για να είναι αντίδοτο κατά του θανάτου, για να μη «αναλωθή το γένος των ανθρώπων υπό του θανάτου». Επομένως, ως αντιμανιχαϊκοί οι πατέρες, θεωρούν το γάμο σύμμαχο του Θεού κατά του θανάτου, αφού το θάνατο τον προκάλεσε ο Διάβολος. Αλλά ο συντάκτης της παραπάνω έρευνας του περιοδικού ανακάλυψε και κάποιον καθηγητή Μποπερώ που υποστηρίζει πως το προπατορικό αμάρτημα δεν είναι σεξουαλικό! Φυσικά ο Μποπερώ έχει όνομα με λατινικούς χαρακτήρες, φανταχτερό θα φαίνεται και στα μάτια του συντάκτη, οπότε η γνώμη του ξένου καθηγητή είναι έτσι κι αλλιώς ανακάλυψη πρόσφατη και σπουδαία, κι ας την είπαν άλλοι πριν από αιώνες! Τι θα έλεγε κανείς αν κάποιος καθηγητής ανακάλυπτε πρόσφατα πως η γη κινείται; Η εξάρτηση, που προέρχεται από τη Δύση και μας δένει χέρια και νου, δεν είναι μονάχα οικονομική και στρατιωτική είναι κατεξοχήν πνευματική. Και εδώ κάνω λόγο για εξάρτηση. Και όχι για τις απαραίτητες σπουδές στη Δύση, και για την αυτονόητη συνεργασία με τους δυτικούς επιστήμονες. Τέλος, προσεγμένες αναλύσεις, από επιστημονική πλευρά, για το προπατορικό αμάρτημα, εντοπίζω σε δυο Ελληνικές μελέτες: Ιωάννου Ρωμανίδου. Το προπατορικόν Αμάρτημα. Θεσσαλονίκη 1970, κυρίως σελ. 57 κ.ε. Ολυμπίας Παπαδόπουλου - Τσανανά, Η Ανθρωπολογία του Μεγάλου Βασιλείου. Θεσσαλονίκη 1970. Σελ. 56-77. 2. Εδώ δεν θίγω νεότερες θεωρίες για το νόμο που τον θέλουν να έχει προληπτικό και διορθωτικό χαρακτήρα. Πάντοτε κάνω λόγο για τις ψυχολογικές και κοινωνικές αντιλήψεις και προλήψεις που διαμορφώνουν ως ένα προχωρημένο βαθμό τις ένοχες συνειδήσεις. Πάντως και στην ουτοπική Πολιτεία του Πλάτωνα (Γ, 450abc) γίνεται λόγος για προληπτική νομική και ιατρική. 3. Στο έργο του Ντοστογιέφσκι Έγκλημα και τιμωρία παρουσιάζεται το τραγικό περιεχόμενο των τύψεων. Βλέπε Ν. Berdjajew, Die Weltanschauung Dostojewski, σελ. 98 κ.ε. 4. Η Δίκη του F. Kafka παρουσιάζει την τραγική βίωση της ενοχής που προκύπτει από μια απελπισμένη αντίδραση μπροστά σ’ ένα σκοτεινό και λαβυρινθώδη κόσμο των πιέσεων και των παγίδων. Κάπου-κάπου ξεπηδούν μερικά φωτεινά περάσματα που ωστόσο τα νομίζει κανείς πως μέσα στο αδιέξοδο είναι κάποιες παραισθήσεις και φαντασιώσεις. Εδώ είναι απαραίτητο να σημειώσω επίσης ότι όσα λειτουργικά, βιβλικά και άλλα θεολογικά κείμενα κάνουν λύγο για τους ανθρώπους που γεννιούνται «εν ανομίαις» και έχουν τον σωματικό και ψυχικό ρύπο της αμαρτίας δεν επισημαίνουν καμιά προσωπική ενοχή. Πρόκειται απλώς για τη φυσική φθορά και εξαχρείωση. 5. Βλέπε Thom. Aquinatis, Summa Theologiae, 2-1, 82,3. 6. H. Häfner, Tiefenpsychologische Aspekte zur Wirklichkeit des Bösen, στο Studien und Berichte der katholischen Akademie in Bayern 34, Würzburg 1965, σeλ. 29. 7. Βλέπε ενδεικτικά Αγίου Μακαρίου, ομιλία 5,6: «Θείω γαρ κάλλει ετρώθησαν και ζωή αθανασίας ουρανίου εν ταις ψυχαίς αυτών ενέσταξεν». Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Θείων ονομάτων 4 12 PG 709 bc Ιωάννου Κλίμαξ PG 88, 1156 C, και 1157 C: «Ο Θεός τελείως τας αισθήσεις ενώσας τους λόγους αυτού μυσταγωγείται υπ’ αυτού τούτων γαρ μη συναφθέντων χαλεπόν περί Θεού διαλέγεσθαι». Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κεφάλαια πρακτικά και Θεολογικά PG 120 645Β «Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος ταις τω Χριστώ νυμφευομέναις ψυχαίς ως αρραβών δίδοται». 8. Λουκάς 13, 1-5. 9. Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία PG 91, 716C: «Συγγνωστόν γαρ, ου τιμωρητόν η ασθένεια». 10. Πράξεις 5, 1-6. 11. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε και οικονομικά PG 90, 1264Α: «Οργή Κυρίου εστίν η ανακωχή της των θείων χαρισμάτων χορηγίας». 12. Η πείρα μάς έχει διδάξει αρκετά πως και οι πιο αυστηρές ποινές δεν καταστέλλουν το έγκλημα ούτε σωφρονίζουν τους ανθρώπους που για τον α ή β λόγο θα το διαπράξουν. Τούτο αναγκάζει τον Θουκυδίδη (3,45, 3-6) να πει τα εξής: «Πεφύκασί τε άπαντες και ιδία και δημοσία αμαρτάνειν και ουκ εστί νόμος όστις απείρξει τούτου, επεί διεξεληλύθασί γε δια πασών των ζημιών οι άνθρωποι προτιθέντες, ει πως ήσσον αδικοίντο υπό των κακούργων. Και εικός το πάλαι των μεγίστων αδικημάτων μαλακωτέρας κείσθαι αυτάς, παραβαινομένων δε τω χρόνω ες τον θάνατον αι πολλαί ανήκουσιν· και ταύτα όμως παραβαίνεται. Ή τοίνυν δεινότερόν τι τούτου δέος ευρετέον εστιν ή τόδε γε ουδέν επίσχει». |
Δημιουργία αρχείου: 22-7-2020.
Τελευταία μορφοποίηση: 22-7-2020.