Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή

Ερμηνεία Αγίας Γραφής * Αποδείξεις αξιοπιστίας * Πέντε επιχειρήματα που δείχνουν ότι ο Ιησούς Χριστός πράγματι σταυρώθηκε * Μπορεί να αμφισβητηθεί πλέον η ιστορικότητα του Ιησού; * Η αξιοπιστία τής Αγίας Γραφής * Αξιοπιστία Αποστολικών μαρτυριών * Ιησούς Χριστός και μυθικά αρχέτυπα * Περιεχόμενα και Εισαγωγή στο ψευδοντοκιμαντέρ Ζeitgeist * Σπίτι από την εποχή του Ιησού ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στη Ναζαρέτ * Οι απόστολοι που θυσιάστηκαν για την πίστη τους * Ο Ιστορικός Ιησούς και τα κριτήρια αξιοπιστίας * Η τεκμηρίωση τής Ανάστασης τού Χριστού από την ιστορία τής αποκάλυψης τού δόγματος τής Ανάστασης * Βιβλική κριτική από την αρχαιότητα ως σήμερα

Τα Συνοπτικά Ευαγγέλια, η «Πηγή των Λογίων» (ή αλλιώς, πηγή «Q»)

και η ισοθεΐα Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος

 

 

Η ύπαρξη της λεγόμενης «Πηγής των Λογίων» η οποία έχει καθιερωθεί διεθνώς να συμβολίζεται με το γράμμα «Q», αποτελεί την επικρατέστερη σήμερα υπόθεση από εκείνες που προτάθηκαν για τη λύση του λεγόμενου «Συνοπτικού προβλήματος».

Καθώς η πηγή αυτή -αν πράγματι υπήρξε- μας οδηγεί, χρονικά, πίσω από τα γνωστά μας Ευαγγέλια, κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι η «Q», δεν αναφέρεται καθόλου στην θεότητα του Ιησού Χριστού, άρα, όπως λένε, ο Χριστός «αναβαθμίστηκε» σε Θεό από τους μεταγενέστερους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης[1]!

Στο παρόν άρθρο, θα ασχοληθούμε με τα τρία αυτά ζητήματα: την εξήγηση του «Συνοπτικού προβλήματος», την περιγραφή της λεγόμενης πηγής «Q» και την ανάδειξη των εδαφίων της «Q» που μας βεβαιώνουν για την ισοθεΐα Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος.

 

1. Eισαγωγικά περί Ιεράς Παραδόσεως

Το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι οπαδοί παρόμοιων ισχυρισμών περί «αναβάθμισης» του Ιησού σε Θεό από τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, βρίσκεται στο γεγονός ότι αντιμετωπίζουν την πρωτοχριστιανική Εκκλησία σαν μια κοινότητα άβουλων, παθητικών δεκτών, χωρίς κριτική σκέψη, που θα μπορούσε να δεχτεί και να πιστέψει κάθε παράδοξη ιδέα που οποιοσδήποτε ήταν δυνατό να επινοήσει.

Όμως, η προσέγγιση αυτή είναι μάλλον επιπόλαιη.

Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά ως απάντηση, αρκεί όμως να πούμε ότι στην Εκκλησιαστική Παράδοση, επιχείρησαν να εισέλθουν εκατοντάδες ψευδεπίγραφα κείμενα, τα λεγόμενα «απόκρυφα» (απόκρυφα ευαγγέλια, απόκρυφες πράξεις, απόκρυφες επιστολές, απόκρυφες αποκαλύψεις)[2] που περιείχαν νοθευμένες παραδόσεις, κι όμως, επειδή συγκρούονταν με την εμπειρία Χριστού που κατείχε η Εκκλησία, όλα απορρίφθηκαν[3]. Και σημειωτέον, αυτό έγινε χωρίς να υπάρχει -και άρα να το επιβάλλει- κάποια «κεντρική» εκκλησιαστική διοίκηση στην διασκορπισμένη γεωγραφικά και υπό διωγμόν Εκκλησία των πρώτων αιώνων, ενώ και ο Κανόνας των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης δεν υπήρχε ακόμα, αφού διαμορφώθηκε οριστικά μόλις στον 4ο μ.Χ. αιώνα[4].

Άρα, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η Εκκλησία ήταν ένας παθητικός δέκτης μηνυμάτων, αφού αποδεδειγμένα αντιστάθηκε ενεργά σε τόσες προσπάθειες αλλοίωσης του μηνύματός της. Άλλωστε, η εκκλησιαστική κοινότητα ήταν σαφής· κατείχε μια πανίσχυρη παράδοση αυτοπτών μαρτύρων:

«Σας γράφουμε για το ζωοποιό Λόγο […] Εμείς τον έχουμε ακούσει και τον έχουμε δει με τα ίδια μας τα μάτια. Μάλιστα τον είδαμε από κοντά, και τα χέρια μας τον ψηλάφησαν. Όταν η ζωή φανερώθηκε, την είδαμε με τα μάτια μας. Καταθέτουμε, λοιπόν, τη μαρτυρία μας και σας μιλάμε για την αιώνια ζωή που ήταν με τον Πατέρα, φανερώθηκε όμως σ’ εμάς. Αυτό που είδαμε κι ακούσαμε, το αναγγέλλουμε σ’ εσάς» (Α΄ Ιω. 1,1-4)[5].

Όπως βλέπουμε, οι Γραφές μιλάνε για μια κοινή εμπειρία και απορρίπτουν τα αυθαίρετα «πίστευε και μη ερεύνα». Οι έννοιες «είδαμε», «ακούσαμε», «ψηλαφήσαμε» μας βεβαιώνουν ότι η πίστη της Εκκλησίας πηγάζει από την ιστορική εμπειρία της και όχι από θεωρητικές συλλήψεις και φιλοσοφικά κατασκευάσματα.

Και ασφαλώς, αυτός ο κανόνας διατηρήθηκε και στη συνέχεια.

Ο άγιος Ειρηναίος (2ος αι.), γράφει:

 «Γνώσις αληθής, των Αποστόλων διδαχή και το αρχαίον της Εκκλησίας σύστημα κατά παντός του κόσμου» (PG 7,1077B).

Κατά συνέπεια, υπήρχε η συνείδηση ότι δεν μπορούσαν να υπάρξουν «Γραφές» που θα γίνουν άκριτα και αυθαίρετα αποδεκτές, χωρίς να συμφωνούν με την εμπειρία Χριστού που φυλασσόταν ακέραια και ασφαλής μέσα στην Παράδοση και τη ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας.

Εδώ μάλιστα βρίσκεται και μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην Ορθοδοξία και στον Προτεσταντισμό: η Εκκλησία θεωρεί την Καινή Διαθήκη ως γνήσιο τέκνο της βιωμένης Παράδοσής της. Βίωσε την Παρουσία του Κυρίου και κατόπιν κατέγραψε τις Γραφές και εγγυήθηκε γι’ αυτές. Αντίθετα, στον Προτεσταντισμό, οι Γραφές -σαν ένα βιβλίο που έπεσε από τον ουρανό- είναι αυτές που δίνουν αξία σε κάθε τι άλλο. Ξεχνούν όμως, ότι αυτό που προηγείται δεν μπορεί να είναι η Αγία Γραφή, αφού η Εκκλησία ζούσε και μετέδιδε την αλήθεια για δεκαετίες ολόκληρες χωρίς να υπάρχει Καινή Διαθήκη όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.

Βεβαίως, από τη στιγμή που τα Ευαγγέλια και τα υπόλοιπα βιβλία γράφτηκαν και εγγυήθηκε γι’ αυτά η μαρτυρία της Εκκλησίας, τους δόθηκε η πλέον εξέχουσα θέση μέσα στις πηγές που μεταδίδουν το σωτηριολογικό της μήνυμα.

 

2. Το λεγόμενο «Συνοπτικό πρόβλημα»

Το επίθετο «συνοπτικός» προέρχεται από το ουσιαστικό «σύνοψις» και αυτό, από το ρήμα «συνορώ», το οποίο, εκτός άλλων, σημαίνει με απλό βλέμμα βλέπω το σύνολο ενός πράγματος, βλέπω ταυτόχρονα, «βλέπω διά μιας ως εν συνόλω»[6].

Ο όρος «συνοπτικός» αφορά τα τρία πρώτα και αρχαιότερα Ευαγγέλια, του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά. Για τους ερευνητές, η συγγένεια στο περιεχόμενο μεταξύ των τριών ευαγγελίων, δικαιολογεί τη σκέψη ότι θα πρέπει να ιδωθούν και να συνεξεταστούν παράλληλα (< συν+όψις)[7].

Σύμφωνα με την επιστημονική αυτή πρόταση, εάν κάποιος τοποθετήσει σε τρεις παράλληλες στήλες το κείμενο των τριών αυτών Ευαγγελίων, θα διαπιστώσει στη μεγαλύτερη έκταση τους μια αξιοπρόσεκτη ομοιότητα όχι μόνο στο εννοιολογικό περιεχόμενο, αλλά και στην έκφραση, και στο λεξιλόγιο και στη διάταξη της ύλης[8].

Φυσικά, αυτό καταρχάς εξηγείται από το γεγονός ότι τα κείμενα αυτά παραθέτουν τη διδασκαλία, το κήρυγμα και το έργο του ίδιου ακριβώς προσώπου, του Ιησού Χριστού. Άρα, δικαιολογείται έτσι ένα ποσοστό κοινών διηγήσεων[9]. Από την άλλη, ασφαλώς και υπάρχουν μεταξύ των τριών ευαγγελιστών και διαφορές, οι οποίες όμως περιορίζονται σε λεπτομέρειες και σε καμία περίπτωση «δεν αναφέρονται σε θέματα ουσίας του ευαγγελικού μηνύματος»[10].

Όπως ήταν επόμενο, αντικείμενο επιστημονικής έρευνας έγιναν και οι ομοιότητες και οι διαφορές των τριών κειμένων. Έτσι λοιπόν, «Συνοπτικό πρόβλημα» ονομάστηκε από το 18ο  αιώνα και υστέρα το πρόβλημα που δημιουργούν στον ερευνητή οι χαρακτηριστικές ομοιότητες, μέχρι και στις λέξεις πολλές φορές, αλλά και οι διαφορές μεταξύ των τριών πρώτων ευαγγελιστών[11].

 

3. Η πηγή «Q»

Όπως ήταν φυσικό, για να μπορέσει να λυθεί το «Συνοπτικό πρόβλημα», θα έπρεπε να γίνει μια προσπάθεια να προσδιοριστούν οι πηγές από τις οποίες άντλησαν οι τρεις ευαγγελιστές. Μόνο έτσι θα μπορούσαν να εξηγηθούν οι ομοιότητες και οι διαφορές μεταξύ των τριών πρώτων ευαγγελίων, καθώς και η προέλευση του κοινού τους υλικού ή του ιδιαίτερου υλικού του καθενός[12].

Η επιστημονική έρευνα έδειξε τα εξής στοιχεία[13]:

1. Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, περιέχει 661 στίχους. Το κατά Ματθαίον, 1.060 στίχους. Το κατά Λουκάν, 1.149 στίχους.

2. Τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Μάρκου, έχουν κοινούς (δηλ. παράλληλες διηγήσεις με διάφορους βαθμούς ομοιότητας) 600 στίχους.

3. Τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά, έχουν κοινούς 240 στίχους.

4. Τα Ευαγγέλια του Μάρκου και του Λουκά, έχουν κοινούς 350 στίχους.

5. Στίχους που δεν αναφέρει κανείς άλλος ευαγγελιστής, ο Μάρκος μας παραδίδει μόνο 35, ο Ματθαίος 350, και ο Λουκάς 548.

 

Για την ερμηνεία των ζητημάτων που προέκυψαν από την κριτική έρευνα των τριών Ευαγγελίων έγιναν αρκετές υποθέσεις και προτάθηκαν πολλές λύσεις.

Θα επικεντρωθούμε στην πιο τεκμηριωμένη, και κατά συνέπεια πιο γνωστή και διαδεδομένη από όλες, που είναι η λεγόμενη «Θεωρία των Δύο Πηγών»[14]. Αυτή η πρόταση λύσης του «Συνοπτικού προβλήματος» που θεωρείται και η επικρατέστερη σήμερα στην επιστημονική έρευνα, συνίσταται στα εξής:

1. Το αρχαιότερο Ευαγγέλιο όλων, είναι αυτό του Μάρκου.

2. Το ευαγγέλιο του Μάρκου, είναι η μία από τις πηγές που χρησιμοποίησαν και ο Ματθαίος και ο Λουκάς, γι’ αυτό και υπάρχει τόσο κοινό υλικό.

2. Οι Ματθαίος και Λουκάς, που ο ένας δεν εξαρτάται άμεσα από τον άλλον, χρησιμοποίησαν και κάποιο ιδιαίτερο υλικό ο καθένας, προφανώς από την Παράδοση της Εκκλησίας μέσα στην οποία ζούσαν. Η πηγή του Ματθαίου ονομάστηκε «Μ» και η πηγή του Λουκά ονομάστηκε «L».

4. Εκτός του Μάρκου, οι Ματθαίος και Λουκάς χρησιμοποίησαν και άλλη μια κοινή πηγή, αυτή που μας απασχολεί στο παρόν άρθρο, και ονομάστηκε «Πηγή των Λογίων». Στον επιστημονικό κόσμο η Πηγή των Λογίων έχει καθιερωθεί διεθνώς να προσδιορίζεται με το σύμβολο Q, με το αρχικό δηλαδή γράμμα της γερμανικής λέξης Quelle = Πηγή[15].

 

Άρα, τα Συνοπτικά Ευαγγέλια θεωρήθηκε ότι συντάχθηκαν βάσει τεσσάρων πηγών:

1. Τον Μάρκο.

2. Την ιδιαίτερη πηγή του Ματθαίου (Μ).

3. Την ιδιαίτερη πηγή του Λουκά (L).

4. Την «Πηγή των Λογίων» (Q).

 

Για τον λόγο αυτό, ορισμένοι ερευνητές μετονομάζουν τη «Θεωρία των δύο πηγών» σε «Θεωρία των τεσσάρων πηγών», χωρίς όμως να έχει επιβληθεί αυτή η δεύτερη ονομασία στην έρευνα[16].

 

Στα παραπάνω, αξίζει να προστεθούν και τα εξής:

Όπως συμβαίνει συχνά με παρόμοιες θεωρητικές προτάσεις, σημειώθηκαν και επιφυλάξεις όσον αφορά στην ύπαρξή της πηγής «Q». Για παράδειγμα, δε σώζεται ούτε ένα χειρόγραφο αυτής της Πηγής. Επιπλέον κανείς αρχαίος συγγραφέας δεν τη μνημονεύει. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, τα ισχυρά επιχειρήματα που καταγράφηκαν στη «Θεωρία των Δύο Πηγών» υπέρ της ύπαρξης της «Q», έχουν οδηγήσει την πλειονότητα της έρευνας στην αποδοχή της[17]. Εάν τελικά προϋπήρξε μια τέτοια πηγή, δεν αποκλείεται να ήταν γραπτή και να σχετίζεται με το αραμαϊκό κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, το οποίο γνώριζε ο Παπίας επίσκοπος Ιεραπόλεως σύμφωνα με την μαρτυρία του Ευσεβίου[18]:

«Ταύτα μεν ουν ιστόρηται τω Παπία περί του Μάρκου. Περί δε του Ματθαίου ταύτ’ είρηται: ‘’Ματθαίος μεν ουν εβραΐδι διαλέκτω τα Λόγια συνετάξατο, ηρμήνευσεν δ’ αυτά ως ην δυνατός έκαστος’’»[19].

 

Δηλαδή:

«Αυτά έχει ιστορήσει ο Παπίας περί του Μάρκου. Περί δε του Ματθαίου λέγει ταύτα: ‘’ο μεν λοιπόν Ματθαίος συνέταξε τα Λόγια εις την εβραϊκήν διάλεκτον, ηρμήνευσε δε αυτά έκαστος όπως ηδύνατο’’»[20].

 

Ενδεχόμενο βεβαίως είναι, σύμφωνα με κάποιους μελετητές, η πηγή «Q» να μην αντιπροσωπεύει μία μόνο διήγηση. Όπως σημειώνει ο καθ. Χρήστος Βούλγαρης, είναι πιθανόν ότι,

«η αρχέγονος ενιαία Ευαγγελική παράδοσις διεμορφώθη ενωρίτατα εις πολλάς διηγήσεις Q, επί των οποίων εστηρίχθησαν κατόπιν επιλεκτικώς, οι σημερινοί συγγραφείς, διά την τελικήν μορφήν των Ευαγγελίων, ενώ το εναπομείναν υλικόν απεθησαυρίσθη ως προφορική παράδοσις εις την μνήμην και την ζωήν της Εκκλησίας»[21].

 

4. Το περιεχόμενο της πηγής «Q»

Σύμφωνα με τον καθ. Ιω. Καραβιδόπουλο, η «Πηγή των Λογίων» (Q) θεωρείται σήμερα από πολλούς ερευνητές ότι θα πρέπει να υπήρξε το αρχαιότερο γραπτό κείμενο της Εκκλησίας[22]. Χρονικά, μερικοί την τοποθετούν γύρω στο έτος 50 μ.Χ.

Για να ανασυγκροτηθεί το πιθανό περιεχόμενο της «Πηγής των Λογίων», ένας τρόπος εργασίας είναι ο εξής[23]:

Εάν από τα ευαγγέλια Ματθαίου και Λουκά αφαιρέσουμε ό,τι κοινό έχουν με το Μάρκο και ό,τι ιδιαίτερο έχει το καθένα από τα δύο ξεχωριστά, απομένει το κοινό στα δύο αυτά ευαγγέλια υλικό που πιστεύεται ότι προέρχεται από την Πηγή των Λογίων.

Η πηγή αυτή περιείχε κυρίως λόγια του Ιησού, ελάχιστες διηγήσεις (κήρυγμα και δράση Ιωάννη Βαπτιστή, πειρασμοί Ιησού, θεραπεία δούλου εκατοντάρχου κ.ά.) και τελειώνει με τη διδασκαλία για τα έσχατα, χωρίς να περιλαμβάνει το πάθος και την ανάσταση.

Αυτό το τελευταίο, σύμφωνα με τον καθ. Ιω. Παναγόπουλο, αποτελεί για κάποιους μία από τις δυσκολίες ως προς την αποδοχή του περιεχομένου της «Q», καθώς «θεωρείται απίθανο, η πρώτη Εκκλησία να χρησιμοποιούσε στην κατήχηση, την λατρεία και την ιεραποστολή της μία παρόμοια συλλογή, χωρίς αναφορά στο πάθος και την ανάσταση»[24]. Όμως, συνεχίζει ο Ιω. Παναγόπουλος, δεν έχει προταθεί ως τώρα κάποια άλλη πειστικότερη υπόθεση από την «Q».

 

Σύμφωνα με τον καθ. Πέτρο Βασιλειάδη, το περιεχόμενο της «Q» πιστεύεται πως ήταν το εξής[25]:

Λουκ.

Ματθ.

 

Ενότητα 1η

 

Εισαγωγή

13,7-9. 16β-17

3,7-12

Κήρυγμα τον βαπτιστή Ιωάννη

4,1-13

4,1-11

Πειρασμοί του Ιησού

Ενότητα 2η

 

Διδασκαλία του Ιησού

6,20-23

5,3-12

Μακαρισμοί

6,27-36

5,39-48

Αγαπάτε τους εχθρούς σας

6,37-38.41-42

7,1-5

Κρίση και κατάκριση

6,43-46

7,16-21

Δοκιμή των καρπών

6,47-49

7,24-27

Το χτίσιμο στο βράχο

7,1α

7,28

Η κατάληξη της διδασκαλίας τον Ιησού

Ενότητα 3η

 

Ανταπόκριση στο κήρυγμα του Ιησού

7,1 β-10

8,5-13

Ο δούλος του εκατόνταρχου

7,18-35

11,2-19

Ιησούς και Ιωάννης ο Βαπτιστής

9,57-62

8,19-22

Η μαθητεία στον Ιησού

Ενότητα 4η

 

Ο Ιησούς και οι μαθητές του

10,2-12

9,37-38-10,7-16

Η αποστολή των μαθητών

10,13-16

11,21-23

Ταλανισμός των πόλεων της Γαλιλαίας

10,21-22

11,25-27

Ευχαριστία του Ιησού στον Πατέρα

10,23-24

13,16-17

Μακαρισμός των μαθητών

11,2-4

6,9-13

Κυριακή Προσευχή

11,9-13

7,7-11

Ανταπόκριση στην προσευχή

Ενότητα 5η

 

Ο Ιησούς και οι αντίπαλοί του

11,14-23

12,22-30

Η αντιδικία περί Βεελζεβούλ

11,24-26

12-43-45

Η επιστροφή του πονηρού πνεύματος

11,29-32

12,38-42

Το σημείο του Ιωνά.

11,39-52

23,4-36

Ταλανισμός των φαρισαίων

Ενότητα 6η

 

Προετοιμασία για το επικείμενο Τέλος

12,2-12

10,26-33

Προτροπή για άφοβη ομολογία

12,22-34

6,25-34 19-21

Περί επιγείων πραγμάτων

12,35-46

24,43-51

Περί ετοιμότητας και πίστεως

12,49-53

10,34-36

Διαιρέσεις στις οικογένειες

12,54-56

16,2-3

Τα σημεία των καιρών

13,18-21

13,31-33

Οι παραβολές για το σιναπόσπορο και τη ζύμη

12,23-30

7,13-14-22-23 (βλ. 8,11-12)

Καταδίκη του Ισραήλ και αποκλεισμός του από τη Βασιλεία

13,34-35

23,37-39

Θρήνος για την Ιερουσαλήμ.

Επίλογος: Ο εσχατολογικός λόγος Ματθ. 24,26-28-37-42: Η Δευτέρα Παρουσία του Υιού του Ανθρώπου

 

5. Η Αγία Τριάδα στην πηγή «Q»

Ας δούμε τώρα, στην ενότητα αυτή, τα εδάφια που περιλαμβάνονται στην πηγή «Q» και διαψεύδουν όσους ισχυρίζονται ότι στην «Πηγή των Λογίων» δεν γινόταν λόγος για την θεότητα του Χριστού.

 

Εδάφιο 1ο, ο Ιησούς Χριστός είναι ο Θεός.

Ας δούμε καταρχάς μερικά προφητικά εδάφια που αναφέρονται είτε στον ίδιο τον Θεό (ή Γιαχβέ) της Παλαιάς Διαθήκης, είτε στον απεσταλμένο Μεσσία:

α) «Ιδού ο θεός ημών κρίσιν ανταποδίδωσιν και ανταποδώσει, αυτός ήξει και σώσει ημάς. τότε ανοιχθήσονται οφθαλμοί τυφλών, και ώτα κωφών ακούσονται. Τότε αλείται ως έλαφος ο χωλός» (Ησ. 35,4-6).

β) «Αναστήσονται οι νεκροί, και εγερθήσονται οι εν τοίς μνημείοις» (Ησ. 26,19).

γ) «Πνεύμα κυρίου επ’ εμέ, ου είνεκεν έχρισέν με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέν με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους τη καρδία […] εγώ γάρ ειμι κύριος ο αγαπών δικαιοσύνην καί μισών αρπάγματα εξ αδικίας» (Ησ. 61,1· 8).

Και τώρα, ας παρατηρήσουμε τι γράφει ο Λουκάς για τον Ιησού Χριστό στα εδάφια 7,19-23 τα οποία περιλαμβάνονται και στην πηγή «Q»:

«Τότε ο Ιωάννης φώναξε δύο από τους μαθητές του και τους έστειλε να ρωτήσουν τον Ιησού: ‘’Εσύ είσαι ο Μεσσίας που είναι να έρθει ή να περιμένουμε κανέναν άλλο;’’ […] Εκείνη την ώρα ο Ιησούς είχε γιατρέψει πολλούς αρρώστους, βαριά ασθενείς και δαιμονισμένους, και χάρισε το φως σε πολλούς τυφλούς.  Έτσι γύρισε και τους είπε: ‘’Να πάτε να πείτε στον Ιωάννη αυτά που είδατε κι ακούσατε:

τυφλοί αναβλέπουσιν, χωλοί περιπατούσιν,

λεπροί καθαρίζονται και κωφοί ακούουσιν,

νεκροί εγείρονται, πτωχοί ευαγγελίζονται·

Και μακάριος είναι όποιος δε χάσει την εμπιστοσύνη του σ’ εμένα».

Είναι λοιπόν φανερό από τα παραπάνω, ότι σύμφωνα με την προφητική περικοπή Ησ. 35,4-6, θα ερχόταν ο ίδιος ο Θεόςαυτός ήξει») για να σώσει τον λαό Του. Σημεία της παρουσίας Του θα ήταν οι τυφλοί που θα έβλεπαν, οι κουφοί που θα άκουγαν, και οι χωλοί (κουτσοί) που θα θεραπεύονταν.

Επίσης, στο Ησ. 61,1 ενώ η προφητεία αφορά τον Μεσσία (βλ. και Λουκ. 4,17-21) και προλέγει ότι ως κεχρισμένος και απεσταλμένος του Θεού θα μετέδιδε χαρμόσυνα μηνύματα στους φτωχούς, εντούτοις στον στίχο Ησ. 61,8 εμφανίζεται ως ο ίδιος ο Θεός. Παρόμοιο με τα παραπάνω είναι και το περιεχόμενο του Ησ. 26,19.

Έτσι λοιπόν, ο Χριστός εμφανίζεται στον προφήτη Ησαΐα και ως ο Μεσσίας αλλά και ως ο ίδιος ο Θεός. Κατά συνέπεια, ο αναγνώστης της πηγής «Q» έχει σαφή υπόμνηση μέσω του Λουκ. 7,19-23 ότι ο Ιησούς Χριστός δεν είναι άλλος παρά ο ίδιος ο Γιαχβέ των εβραϊκών γραφών, ο ίδιος ο Θεός του προφήτη Ησαΐα.

Όπως γράφει ο άγιος Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνου, στο έργο του «Επίδειξις του αποστολικού κηρύγματος» (190 μ.Χ. [26]) όλες αυτές οι προφητικές διατυπώσεις του Ησαΐα, μας διδάσκουν ότι:

«Εκείνος, ο οποίος πραγματοποιεί πάντα ταύτα, είναι ο Υιός του Θεού»[27], ο οποίος, «παρά την μορφήν και το σχήμα ανθρώπου, θα είναι ο παντοδύναμος Θεός»[28].

 

Εδάφιο 2ο , ισοθεΐα Πατρός και Υιού.

Σε ένα ακόμα σημαντικό εδάφιο της πηγής «Q», διαβάζουμε:

 «Πάντα μοι παρεδόθη υπό τού πατρός μου, και ουδείς επιγινώσκει τον υιόν ει μή ο πατήρ, ουδέ τον πατέρα τις επιγινώσκει ει μή ο υιός» (Ματθ. 11,27).

Δηλαδή:

«Όλα έχουν παραδοθεί σ’ εμένα από τον Πατέρα μου. Κανένας δε γνωρίζει πραγματικά τον Υιό, παρά μόνον ο Πατέρας· ούτε τον Πατέρα τον ξέρει κανείς πραγματικά, παρά μόνο ο Υιός».

Είναι μεγάλης σπουδαιότητας το εδάφιο αυτό του Ματθαίου ως προς την αποκάλυψη του ποιος πράγματι είναι ο Ιησούς Χριστός. Πράγματι, η ισοδυναμία Υιού και Πατρός και άρα η παντοδυναμία του Υιού είναι κάτι παραπάνω από φανερή στο εν λόγω χωρίο: κανείς δεν θα μπορούσε να έχει γνώση του άπειρου Θεού, παρά μόνο κάποιος που κατέχει την άπειρη γνώση. Και αυτός, είναι ο Υιός, που γνωρίζει κατά πάντα τον άπειρο Πατέρα άρα είναι παντογνώστης. Στους αναγνώστες όμως της «Q», είναι γνωστό ότι ο μόνος παντογνώστης είναι ο Θεός και κανείς άλλος:

«Πάσας καρδίας ετάζει Κύριος[29] και παν ενθύμημα γιγνώσκει» (Α΄ Παραλ. 29,9).

Αυτή λοιπόν η επιβεβαίωση της παντογνωσίας του Χριστού, δίνει και άλλη διάσταση στη διαβεβαίωση ότι τα πάντα παραδόθηκαν στον Υιό από τον Πατέρα. Καταρχάς, το εδάφιο μιλά για παράδοση των πάντων στον Χριστό. Όμως, όλα όσα ανήκουν στον Πατέρα, είναι εκείνα που προσδιορίζουν την εξουσία του. Αφού λοιπόν όλα παραδόθηκαν στον Υιό, αυτό σημαίνει ότι είναι ισοδύναμοι όχι μόνο στην γνώση, αλλά και στην εξουσία.

Επίσης, μιλά για παράδοση των πάντων στον Χριστό όχι από κάποιον αφέντη ή δεσπότη, αλλά από τον Πατέρα Του. Και από τη στιγμή που ο Υιός είναι κατά ίσο τρόπο παντοδύναμος με τον Πατέρα, η «παράδοση» αυτή των πάντων πρέπει να εννοηθεί θεοπρεπώς και όχι σύμφωνα με τα ανθρώπινα δεδομένα.

Κατά συνέπεια, το εδάφιο Ματθ. 11,27 της πηγής «Q», εξισώνει την εξουσία και τη γνώση του Πατέρα με εκείνη του Υιού και σύμφωνα με την ερμηνεία της Εκκλησίας την οποία παραδίδει ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός:

«Εάν δε πάντα αυτώ παρεδόθη, πάντων άρα κύριος εστιν. ει δε πάντων εστι κύριος, ίσος άρα τω πατρί έστι» […] Τούτο δε είπεν ο Χριστός διδάσκων φανερώτερον την προς τον πατέρα ισότητα. Ει γαρ μόνοι των πάντων ίσην έχουσι την περί αλλήλων γνώσιν, ίσοι άρα εισι»[30].

Και όπως γράφει ο άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας:

«Πάντα μοι παρεδόθη και μία εξουσία εμού κακείνου […] Οράς ουν μίαν δύναμιν Πατρός και Υιού»[31].

 

Εδάφιο 3ο , το Άγιο Πνεύμα είναι ο Θεός.

Για να κατανοήσουμε την ενότητα αυτή, ας ξεκινήσουμε από ένα πολύ γνωστό δεδομένο από την Παλαιά Διαθήκη· ο μόνος που έχει την απόλυτη εξουσία απέναντι στον διάβολο, ο μόνος που μπορεί να τον διατάξει, και ο διάβολος την ίδια στιγμή να υπακούσει, ο μόνος που μπορεί να του επιτρέψει ή να του απαγορέψει, είναι ο Θεός, ο Γιαχβέ των εβραϊκών γραφών:

1) «Όσοι στο διάβολο ανήκουν, θα υποστούν το θάνατο. Οι ευσεβείς, όμως, προστατεύονται από το Θεό και κανείς δε θα τους βλάψει» (Σοφ. Σολ. 2,24-3,1)

Στο εδάφιο αυτό της Σοφίας Σολομώντος είναι φανερό πως αυτόν που θα έχει την προστασία από τον Θεό δεν μπορεί να τον πειράξει κανείς. Ο διάβολος είναι ανίκανος και αδύναμος μπροστά στην απόφαση, τη δύναμη και την εξουσία του Θεού.

2) «Ο διάβολος ήλθεν εν μέσω αυτών παραστήναι εναντίον του κυρίου. και είπεν ο κύριος τω διαβόλω Πόθεν σύ έρχη; τότε είπεν ο διάβολος […] Τότε είπεν ο κύριος τώ διαβόλω […] αυτού μη άψη. και εξήλθεν ο διάβολος παρά του κυρίου» (Ιώβ. 1,6-7· 12).

Στο βιβλίο του Ιώβ, στην εν λόγω περικοπή ο διάβολος παρουσιάζεται ενώπιον του Θεού μαζί με τους αγγέλους. Ο Θεός του απευθύνει τον λόγο, και τότε εκείνος απαντά. Ο διάβολος, όχι μόνο ζητά την άδεια του Θεού να φέρει πειρασμούς στον Ιώβ, επιπλέον όμως, ο Θεός είναι εκείνος που μπορεί να ορίσει μέχρι ποιου σημείου θα φτάσει η εξουσία του διαβόλου.

3) «Και είπεν Κύριος προς τον διάβολον Επιτιμήσαι Κύριος εν σοι, διάβολε, και επιτιμήσαι κύριος εν σοι ο εκλεξάμενος την Ιερουσαλήμ» (Ζαχ. 3,2).

Το ρήμα «επιτιμάω» στην Παλαιά Διαθήκη σημαίνει, τιμωρώ (Ψαλμ. 9,6), επιπλήττω (Σειρ. 11,7), προστάζω (Ψαλμ. 105,9) και δείχνει την εξουσία και την ισχύ κάποιου έναντι κάποιου άλλου. Έτσι λοιπόν, ο Θεός είναι αυτός που έχει την εξουσία να εμποδίζει και να επιπλήττει τον διάβολο.

4) «Και είπεν κύριος ο θεός τω όφει […] επικατάρατος συ […] επί τω στήθει σου και τη κοιλία πορεύση και γην φάγη πάσας τας ημέρας της ζωής σου» (Γεν. 3,14).

Άλλο ένα εδάφιο όπου επιβεβαιώνεται η δύναμη του Κυρίου. Ο Θεός έχει την εξουσία να δικάσει, να καταδικάσει και να επιβάλλει την ποινή που Εκείνος αποφασίζει επάνω στον διάβολο χωρίς το παραμικρό εμπόδιο.

Αυτό λοιπόν το δεδομένο της Παλαιάς Διαθήκης είναι γνωστό στους αναγνώστες της «Q». Η «Πηγή των Λογίων» όμως συνδέει τα δεδομένα αυτά με τις δυνάμεις και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

α) Αδιαμφισβήτητη εξουσία επάνω στον διάβολο έχει ο Υιός:

«[Ο Χριστός λέει] Την ημέρα της κρίσεως πολλοί θα μου πουν: ‘’Κύριε, Κύριε, δεν προφητέψαμε στο όνομά σου; Δε διώξαμε δαιμόνια στο όνομά σου;’’» (Ματθ. 7,22).

β) Αδιαμφισβήτητη εξουσία επάνω στον διάβολο έχει το Άγιο Πνεύμα:

«Ει δέ εγώ εν Πνεύματι Θεού εκβάλλω τα δαιμόνια, άρα έφθασεν εφ’ υμάς η βασιλεία τού Θεού» (Ματθ. 12,28).

Όπως σημειώνει ο Μέγας Βασίλειος, καταπολεμώντας τον αρειανιστή αιρετικό Ευνόμιο:

«Ότι τα κοινά τω Πατρί και τω Υιώ, ταύτα κοινά τω Πνεύματι· [PG 29,712A] […] εγώ εν Πνεύματι Θεού εκβάλλω τα δαιμόνια͵ άρα έφθασεν εφ΄ υμάς η βασιλεία του Θεού· [PG 29,716C] […] Ει δε πάντα ενεργεί Θεός καθώς βούλεται, πάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα [PG 29,717Β]»[32].

 

6. Επίλογος

Είναι λοιπόν φανερό ότι, ακόμα κι αν το περιεχόμενό της «Πηγής των Λογίων» ήταν πράγματι αυτό που ισχυρίζονται σήμερα οι ειδικοί, οι αναγνώστες της πηγής «Q» θα είχαν στα χέρια τους όλα τα απαραίτητα εδάφια που θα τους δίδασκαν ότι Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα είναι ο ένας και μοναδικός Θεός, ο Γιαχβέ των Προφητών και της Παλαιάς Διαθήκης, όπως Τον φανέρωσε ο Ιησούς Χριστός και Λόγος του Θεού.


 

Σημειώσεις


[1] Από τη στιγμή που στην επιστήμη επικράτησε η θεωρία για την ύπαρξη της πηγής «Q» και έγινε η προσπάθεια για την ανασύσταση του περιεχομένου της, άθεοι κυρίως και μουσουλμάνοι, βρήκαν την ευκαιρία να ισχυριστούν ότι αν ανατρέξουμε στην πηγή «Q» θα δούμε ότι δεν περιείχε εδάφια που να μιλούν για την θεότητα του Χριστού, σε αντίθεση π.χ. με το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Αυτός ο ισχυρισμός δεν πρέπει να συγχέεται με τους ισχυρισμούς των αντιτριαδικών, προτεσταντικών αιρέσεων όπως π.χ. οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτοί δέχονται την Καινή Διαθήκη ως θεόπνευστο σύγγραμμα, όμως αμφισβητούν όλες τις αποδείξεις που παρέχουν τα 27 βιβλία για την θεότητα του Χριστού. Αντιθέτως, οι άθεοι αδιαφορούν εντελώς για τις Γραφές και απλά βρήκαν μια ευκαιρία να «παίξουν» με τα επιστημονικά δεδομένα, ενώ οι μουσουλμάνοι ενδιαφέρονται να δείξουν ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν Θεός αλλά ένας κοινός άνθρωπος, αν και δέχονται πως ήταν προφήτης, υποδεέστερος «φυσικά» του Μωάμεθ.

[2] Βλ. εισαγωγικά στοιχεία στο Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα» (Βιβλική Βιβλιοθήκη #13), τόμ. Α΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 11-16. Επίσης, βλ. Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», τόμ. Β΄, Αθήνα 2003, σελ. 1157-1180.

[3] Το γεγονός ότι κάποιες διηγήσεις επιβίωσαν στη ζωή της Εκκλησίας επειδή αναγνωρίστηκε η γνησιότητά τους, ενώ ταυτόχρονα, τα απόκρυφα βιβλία που τις περιείχαν απορρίφθηκαν, αποδεικνύει ακόμα περισσότερο την κριτική στάση της Εκκλησίας απέναντι στις νοθευμένες παραδόσεις. Βλ. σχετικά με τις διηγήσεις αυτές, στον σχετικό σπόνδυλο του άρθρου «Θεοτόκος» στο Ορθόδοξο Wiki.

[4] Αγουρίδης Σάββας, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991, σελ. 71.

[5] Η μετάφραση από το «Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη), Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα», Βιβλική Εταιρεία, Αθήνα 1997. Για όλα τα μεταφρασμένα εδάφια στο άρθρο μας, χρησιμοποιήσαμε την έκδοση αυτή.

[6] Δημητράκος Δημήτριος, «Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης», τόμ. 13, εκδ. Δομή, Αθήναι 1964, σελ. 6976.

[7] Δεσπότης Σ. Σωτήριος, «Ο Κώδικας των Ευαγγελίων», Άθως, Αθήνα 2007, σελ. 96.

[8] Φίλης Χαρ. Λουκάς, «Παράλληλοι περικοπαί των Συνοπτικών Ευαγγελίων», ΟΕΔΒ, Αθήνα 1989, σελ. 13.

[9] Φίλης Χαρ. Λουκάς, «Παράλληλοι περικοπαί…», ό.π.

[10] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη», 3η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 172.

[11] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή…», ό.π.

[12] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή…», ό.π., σελ. 173.

[13] Για στοιχεία που ακολουθούν, βλ. Παναγόπουλος Ιωάννης, «Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη», Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ. 123.

[14] Βασιλειάδης Πέτρος, «Τα λόγια του Ιησού, το αρχαιότερο Ευαγγέλιο», Άρτος Ζωής, Αθήνα 2005, σελ. 77.

[15] Βασιλειάδης Πέτρος, «Τα λόγια του Ιησού …», ό.π., σελ. 14.

[16] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή…», ό.π., σελ. 174.

[17] Δεσπότης Σ. Σωτήριος, «Ο Κώδικας…», ό.π., σελ. 107.

[18] Δεσπότης Σ. Σωτήριος, «Ο Κώδικας…», στο ίδιο. Βλ. και Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», τόμ. Α΄, Αθήνα 2003, σελ. 107.

[19] Ευσεβίου Καισαρείας, «Εκκλησιαστική Ιστορία» 3,39.16.

[20] Πρωτότυπο και μετάφραση από το Ευσέβιος επίσκοπος Καισάρειας, άπαντα 1 (σειρά Ε.Π.Ε.), «Εκκλησιαστική Ιστορία» (βιβλία Α΄-Γ΄), Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 352.353.

[21] Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, «Εισαγωγή …», τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 112.

[22] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή…», ό.π., σελ. 175.

[23] Για τα επόμενα βλ. Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή…», στο ίδιο.

[24] Παναγόπουλος Ιωάννης, «Εισαγωγή…», ό.π., σελ. 126-127.

[25] Βλ. Βασιλειάδης Πέτρος, «Τα λόγια του Ιησού …», ό.π., σελ. 20-63. Ο συνοπτικός πίνακας δίδεται στο Δεσπότης Σ. Σωτήριος, «Ο Κώδικας…», ό.π., σελ. 102-103.

[26] Βλ. Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Α΄, έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 306.

[27] Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου, «Επίδειξις του Αποστολικού Κηρύγματος» 67. Η μετάφραση από την ομώνυμη έκδοση με εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια από τον Ιω. Καραβιδόπουλο, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1965, σελ. 67.

[28] Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου, «Επίδειξις του Αποστολικού Κηρύγματος» 62. Η μετάφραση ό.π., σελ. 65.

[29] Το «Κύριος» στο αντίστοιχο εδάφιο του εβραϊκού κειμένου αποδίδεται με το τετραγράμματο όνομα «Γιαχβέ».

[30] Ευθύμιος ο Ζιγαβηνός, «Ερμηνεία εις το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον», PG 129, 361ΒC.

[31] Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, «Ερμηνεία εις το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον», PG 123, 257ΑΒ.

[32] Βασίλειος ο Μέγας, «Περί του Αγίου Πνεύματος ότι ου κτίσμα», PG 29, 712A· 716C· 717B.

Παναγιώτης

Δημιουργία αρχείου: 19-6-2012.

Τελευταία μορφοποίηση: 25-8-2020.

ΕΠΑΝΩ