Πίνακας αξιοπιστίας βιβλίων της Κ.Δ. * Ιησούς Χριστός και μυθικά αρχέτυπα * Μπορεί να αμφισβητηθεί πλέον η ιστορικότητα του Ιησού; * Η αξιοπιστία τής Αγίας Γραφής * Αξιοπιστία Αποστολικών μαρτυριών * Η σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης του Θεού * Σπίτι από την εποχή του Ιησού ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στη Ναζαρέτ * Οι απόστολοι που θυσιάστηκαν για την πίστη τους
Βιβλική
κριτική
Από την αρχαιότητα ως σήμερα Του ομότιμου καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη Πηγή: Βιβλικά, Ιστορικά και Θεολογικά Ανάλεκτα". Θεσσαλονίκη 2013. |
Η βιβλική κριτική είναι η επιστήμη που ασχολείται κριτικά με τα προβλήματα της Αγίας Γραφής. Ο όρος «βιβλική κριτική» είναι διφορούμενος, και προέρχεται διεθνώς από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «κρίνω», που σημαίνει τόσο διατυπώνω γνώμη, όσο και καταδικάζω.
Όπως κάθε κριτική, έτσι και η βιβλική κριτική μπορεί να θεωρηθεί κριτική κατά της Βίβλου και κατά συνέπεια αρνητική. Στην ουσία όμως σημαίνει τη χρησιμοποίηση των διανοητικών δυνατοτήτων του ανθρώπου με σκοπό την κατανόηση της Βίβλου. Όπως πολύ εμφατικά διατυπώνει ο Ιλάριος του Πουατιέ, «Scriptura est non in legendo sed in intelligendo». Αν και ως συγκεκριμένη επιστήμη η βιβλική κριτική είναι νεότερο σχετικά φαινόμενο στη ζωή της Εκκλησίας, οι απαρχές της ανάγονται ασφαλώς στην αρχαία Εκκλησία. Τα προβλήματα όμως που σήμερα βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τότε ήταν περιθωριακά. Η νεότερη βιβλική κριτική επικεντρώνεται ως επί το πλείστον στην ευαγγελική παράδοση, μια και τα ευαγγέλια αποτελούν τη μοναδική πηγή ιστορικών πληροφοριών για τη ζωή και τη διδασκαλία του Χριστού. «Όταν τόσα βασίζονται πάνω σ’ Αυτόν δεν είναι παράδοξο ότι τα ευαγγέλια έχουν γίνει αντικείμενο της πιο εξονυχιστικής φιλολογικής και ιστορικής έρευνας κατά τα τελευταία διακόσια χρόνια» (Kesich 11). Η βιβλική κριτική αντιμετωπίστηκε από τις παραδοσιακές Εκκλησίες με καχυποψία (κυρίως από την Ορθόδοξη, αν και πριν από την Β΄ Βατικανή αυτό κυρίως συνέβαινε στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία). Η «νεότερη» βιβλική κριτική διακρίνεται από την «πατερική» εξήγηση και ερμηνεία των Γραφών, μια και η Γραφή έγινε αντικείμενο διεξοδικής επιστημονικής έρευνας χωρίς δογματικές και ομολογιακές προϋποθέσεις από το ιη΄ μ.Χ. αι. και μετά. Η διαδεδομένη όμως άποψη ότι ολόκληρη η επιστημονική διεργασία προ του Διαφωτισμού, και ιδιαίτερα η τεράστια προσφορά της πατερικής σκέψης, ανάγονται στην προϊστορία της βιβλικής επιστήμης (Kuemmel 3 εξ), υποτιμά την επιστημονική αξία και συνέπεια της δουλειάς ενός Παπία, ενός Ωριγένη, ή ενός Χρυσοστόμου. Με τα δεδομένα της εποχής τους η επιστημονική προσφορά τους κρίνεται ισάξια εκείνης των κορυφαίων βιβλικών επιστημόνων της εποχής μας. Η διαμόρφωση της πατερικής εξηγητικής προήλθε από την αντίθεση προς τον Γνωστικισμό πάνω σε καθαρά ιστορική βάση. Τα αίτια γένεσης της νεότερης βιβλικής κριτικής είναι οι υπερβολές και αυθαιρεσίες τόσο της δογματικής (και λοιπής) αυθεντίας της Εκκλησίας στην Δύση, οι ιδεολογικο-πολιτιστικές εξελίξεις των νεότερων χρόνων, με κυρίαρχο τον ορθολογισμό και την απόρριψη του υπερφυσικού. Στα τέλη του ιζ΄ αιώνα η Αγία Γραφή εθεωρείτο σαν ένα μαγικό βιβλίο. Ούτε λίγο ούτε πολύ ως λόγος Θεού πεσμένος από τον ουρανό χωρίς καμιά σχέση με την ιστορία, χωρίς εξέλιξη ή αξιολογική διαβάθμιση. Με άλλα λόγια, «η ιστορία είχε εντελώς βυθιστεί μέσα στη δογματική» (Ladd 40). Μέχρι εκείνη την περίοδο η συλλογή και ταξινόμηση των βιβλικών χωρίων αποσκοπούσε στο να συμβάλλει απλώς και μόνο στον εμπλουτισμό και την κατοχύρωση της δογματικής θεολογίας. Με την αρνητική κριτική εναντίον κυρίως της Βίβλου να κυριαρχεί εκείνη την εποχή, η θεολογική επιστήμη στη Δύση ήταν υποχρεωμένη να την αντιμετωπίσει με τα ίδια της τα όπλα, να διαλεχτεί μαζί της πάνω σε καθαρά ιστορική βάση, και να αποδείξει την ιστορικότητα του χριστιανικού μηνύματος με αδιαφιλονίκητα ιστορικά επιχειρήματα. Σε ένα πρώτο στάδιο επέμενε σε θέματα αυθεντικότητας των μεμονωμένων βιβλίων, πιθανής μη ακεραιότητάς τους, ανακάλυψης επί μέρους πηγών κλπ. Η κριτική αυτή ονομάστηκε ανώτερη κριτική, σε αντίθεση προς την κατώτερη κριτική, που περιοριζόταν στην ανακάλυψη του αρχικού νοήματος των διαφόρων στίχων της Γραφής και που στηριζόταν κατ' αρχήν στην κριτική του κειμένου. Σημείο αναφοράς όλων των μορφών της νεότερης βιβλικής κριτικής ήταν η ιστορικοκριτική μέθοδος, σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες της οποίας κάθε ανεξάρτητο κείμενο της Γραφής όφειλε να αντιμετωπίζεται όπως κάθε βιβλίο της αρχαιότητας και κάτω από τις συνθήκες της περιόδου στην οποία δημιουργήθηκε. Είναι γεγονός πως οι συνέπειες της ιστορικοκριτικής μεθόδου για την κατανόηση κυρίως της Παλαιάς Διαθήκης υπήρξαν επανασταστικές. Οι διηγήσεις των πρώτων κεφαλαίων της Γενέσεως έπαψαν να θεωρούνται ιστορικά γεγονότα. Ο Μωυσής έπαψε να θεωρείται πια ο συγγραφέας της Πεντατεύχου, και ο Δαβίδ των Ψαλμών. Από την άλλη μεριά το κέρδος της νέας μεθόδου στον τομέα της Παλαιάς Διαθήκης υπήρξε καταλυτικό τής σχέσης του Γιαχβέ με τον περιούσιο λαό του, της επέμβασης του Θεού στην ιστορία και της αποκάλυψής του σ’ αυτήν. Επίσης το έντονο ενδιαφέρον για τον Ιστορικό Ιησού. Όπως ήταν φυσικό, πολύ γρήγορα το κέντρο βάρους της βιβλικής επιστήμης περιστράφηκε γύρω από το πρόσωπο του Ιησού, όπως αυτός έζησε πραγματικά, κι όχι όπως τον παρουσίαζαν οι διάφορες ομολογιακές δογματικές διδασκαλίες. Με τη βοήθεια της ιστορικοκριτικής μεθόδου άρχισε και η λεγόμενη αναζήτηση του Ιστορικού Ιησού (Quest of the Histοrical Jesus/Leben-Jesu-Forschung, βλ. Schweitzer). Ένας άλλος σταθμός υπήρξε η ανάπτυξη της λεγόμενης κριτικής των πηγών κυρίως για την λύση του Συνοπτικού προβλήματος, αλλά και την αποσαφήνιση των πηγών της Πεντατεύχου. Από την εποχή που η βιβλική κριτική καταστάλαξε στην περί δύο πηγών θεωρία, άρχισε μια προσπάθεια προς την αντίστροφη φορά, προς την ανακάλυψη των πρωταρχικών παραδόσεων της συνοπτικής παράδοσης. Με την είσοδο του 20ου μ.Χ. αι. άρχισε να αμφισβητείται η εικόνα που είχε σχηματίσει για τα ευαγγέλια και το πρόσωπο του Ιησού η βιβλική επιστήμη του 19ου αι. Στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 20ου αι. τρία άτομα σημάδευσαν το τέλος της παλιάς μεθόδου προσέγγισης των ευαγγελίων και αναζήτησης του Ιστορικού Ιησού: (α) Ο W. Wrede, ο οποίος με το έργο του Das Messiasgeheimnis (1901) έδειξε ξεκάθαρα πόσο μπορεί να έχει επηρεάσει τις διηγήσεις των ευαγγελίων η θεολογία και η πίστη της Πρώτης Εκκλησίας. (β) Ο Α. Schweitzer, ο οποίος στο έργο του Von Reimarus zu Wrede (1906) έδειξε περίτρανα ότι, στην προσπάθεια αναζήτησης του Ιστορικού Ιησού, το δόγμα, που προσπάθησαν οι κριτικοί να εξοβελίσουν από την ιστορία, αντικαταστάθηκε από την ψυχολογία, τη φαντασία και τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις του κάθε ερευνητή. Και (γ) ο J. Wellhausen, που υποστήριξε, ότι η βάση της συνοπτικής παραδόσεως δεν ήταν οι γραπτές πηγές αλλά μικρότερες προφορικές ενότητες. Έτσι υιοθετήθηκε η κριτική των μορφών (Formgeschichte) των K.L.Schmidt, Μ.Dibelius και R.Bultmann, και στη συνέχεια η κριτική των παραδόσεων (Traditions-geschichte). Οι δύο μέθοδοι αν και έχουν κοινά σημεία και ως εκ τούτου από πολλούς ταυτίζονται, εντούτοις παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Η δεύτερη είναι ευρύτερη, προηγείται και είναι προϋπόθεση της πρώτης, η οποία μπορούμε να πούμε πως είναι εξέλιξη ή εξειδίκευση της Traditionsgeschichte. Τα τρία στάδια της Traditionsgeschichte είναι η αναζήτηση του τρόπου με τον οποίο α) παραδόθηκαν προφορικά, β) σχηματίστηκαν και αποκρυσταλλώθηκαν, και γ) διαμορφώθηκαν, ερμηνεύτηκαν και τροποποιήθηκαν (ανάλογα με διάφορους ιστορικούς και θεολογικούς παράγοντες) οι διάφορες ενότητες της προφορικής παραδόσεως, πριν φτάσουν στην τελική γραπτή τους μορφή. Αντίθετα η Form-geschichte ασχολείται με α) το διαχωρισμό, β) την ταξινόμηση, και γ) την αναζήτηση της συγκεκριμένης ιστορικής κατάστασης (Sitz im Leben) των συγκεκριμένων μορφών προφορικού υλικού. Με την υιοθέτηση της Traditionsgeschichte εγκαταλείφτηκε και η παλαιά (πρώτη) αναζήτηση του Ιστορικού Ιησού. Το ενδιαφέρον, βέβαια, για τον Ιστορικό Ιησού αναζωπυρώθηκε ξανά το 1951 με τον Ε. Käsemann, ο οποίος μάλιστα προερχόταν από τη σχολή του Bultmann. Η νεώτερη αυτή φάση της βιβλικής κριτικής επιδόθηκε στην διατύπωση κριτηρίων αυθεντικότητας για την ανακάλυψη των αυθεντικών λογίων (ipsissima verba) του Ιστορικού Ιησού, τα βασικότερα των οποίων ήταν: (α) το κριτήριο της ανομοιότητας κατά την απόδοση διδασκαλίας του Ιησού σε σχέση με σύγχρονή της ραββινική ή μεταγενέστερη πρωτοχριστιανική παράδοση, (β) το κριτήριο της πολλαπλής αποδόσεως συγκεκριμένης διδασκαλίας σε περισσότερα του ενός στρώματα (Μάρκος, Q, κλπ), (γ) το κριτήριο της συμφωνίας μενονωμένων λογίων με το σύνολο της αυθεντικής διδασκαλίας του Ιησού, και (δ) το κριτήριο του αραμαϊκού υποβάθρου, το οποίο όμως περισσότερο αναφέρεται στην ispissima vox παρά στα ipsissima verba του Ιησού. Και αυτά, όμως, τα κριτήρια σήμερα κατά την τρίτη αναζήτηση (Meier, Dunn) αμφισβητούνται. Χωρίς υπερβολική υπερ-αισιοδοξία μπορούμε να πούμε πως με τη βιβλική κριτική ένας από τους στόχους της νεώτερης οικουμενικής κινήσεως βρίσκεται κοντά στην τελική του επίτευξη. Η δικαιολογημένη εμμονή της σύγχρονης θεολογικής επιστήμης στην αναζήτηση του Ιστορικού Ιησού προέρχεται από την πεποίθηση πως το «ευαγγέλιο» του Ιησού και το κήρυγμα της Πρώτης Εκκλησίας δεν μπορούν να έχουν την ίδια βαρύτητα για τη σωτηρία των ανθρώπων. Η σχέση τους είναι σχέση κλήσης - ανταπόκρισης. Το αποφασιστικό γεγονός για τη σωτηρία του κόσμου δεν είναι η ανταπόκριση αλλά η κλήση. Το κήρυγμα της Πρώτης Εκκλησίας δεν είναι η αποκάλυψη αυτή καθαυτή, αλλά οδηγεί στην αποκάλυψη. Στην δαιδαλώδη αυτή πορεία της σύγχρονης βιβλικής επιστήμης σημαντικότατο ρόλο διαδραμάτισε και η ρωμαιοκαθολική θεολογία. Από την εγκύκλιο «Divino afflante Spiritu» (1943), κυρίως όμως μετά την Β΄ Βατικανή Σύνοδο (Dei Verbum), και πρόσφατα με το δίτομο έργο του (πάπα) Βενέδικτου ΙΣΤ΄ (Joseph Ratzinger) Ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ, η ιστορικο-κριτική μέθοδος αποδείχτηκε η πιο κατάλληλη μέθοδος για την επιστημονικά επεξεργασμένη εξήγηση της Γραφής. Η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, αν και έμεινε έξω απ' αυτήν την τιτάνια προσπάθεια (εκτός από ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις), ποτέ δεν καταδίκασε επίσημα την κριτική προσέγγιση της Βίβλου. Από τους πρώτους κιόλας μ.Χ. αιώνες οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας ενέκυψαν με περισσή αφοσίωση στη Γραφή στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν με την απόλυτη δυνατή ακρίβεια το λόγο του Θεού. Χρησιμοποιώντας «γλώσσα» της εποχής τους, τα δεδομένα δηλαδή της τότε επιστήμης και φιλοσοφικής διανόησης, απέβλεπαν σε μια «λογική» παρουσίαση της «υπέρ λόγον» αποκαλύψεως του «Θεού Λόγου». Ο Μέγας Αθανάσιος προτρέπει τους χριστιανούς να μη διακηρύσσουν «άλογον την εις Χριστόν πίστιν» (Λόγος κατά Ελλήνων PG 25,4) «Επιστημονικώς την θείαν Γραφήν ανελίσσειν οφείλεις», συμπληρώνει ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης, «και τας αυτής δυνάμεις νουνεχώς ανιχνεύειν και μη κατατολμάν απλώς των αψαύστων και ανεφίκτων μυστηρίων, αναξίοις ταύτα χερσίν επιτρέπων» (Επιστολών βιβλία πέντε εις την ερμηνείαν της θείας γραφής, PG 78, 197). Αλλά και ο ιερός Χρυσόστομος προτρέπει: «δει γαρ άπαντα τα αντικρουόμενα παραγαγείν εις μέσον και δήλα ποιείν, ίνα πανταχόθεν ο λόγος ημίν εκκαθάρηται και μηδέ τοις αναισχυντούσι καταλείπηται πρόφασις» (Περί νηστείας, Ομιλία VI 4, PG 49, 319). Είναι ολοφάνερο πως χωρίς την αντικειμενική βιβλική κριτική, τη βασισμένη πάνω στα ιστορικά δεδομένα, η Πρώτη Εκκλησία ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσει τις γνωστικές αιρέσεις που διαστρέβλωσαν την χριστιανική διδασκαλία από έλλειψη ιστορικής αντίληψης και με βάση καθαρά δογματικές προϋποθέσεις. Αυτός, νομίζουμε, ήταν και ο λόγος που καθιερώθηκε η τυπολογική μέθοδος ερμηνείας ορισμένων χωρίων της Βίβλου και η σιωπηρή απόρριψη της αλληγορικής ερμηνείας της αλεξανδρινής σχολής. Με τον τρόπο αυτό η πατερική θεολογία ουσιαστικά υπογράμμισε τον ιστορικό χαρακτήρα των βιβλικών κειμένων και της χριστιανικής αποκαλύψεως. Θεωρώντας την Αγία Γραφή ουσιαστικά ιστορική, δηλαδή ως καταγραφή των θεϊκών ενεργειών, που προσεγγίζονται μόνο δια της ιστορίας, οι Πατέρες των πρώτων μ.Χ. αι. επιδόθηκαν σε μια αξιοθαύμαστη κριτική ανάλυση των βιβλικών κειμένων, σύμφωνα πάντοτε με τα δεδομένα της εποχής τους. «Δει τοίνυν εξετάσαι τις ο γράψας και πότε έγραψε και περί τίνων» (Ομιλία προς τους εγκαταλείψαντας την σύναξιν της Εκκλησίας, PG 51,71), γράφει ο ιερός Χρυσόστομος σε παρόμοια περίπτωση. Φαίνεται ότι και την εποχή εκείνη υπήρχαν χριστιανοί που έβλεπαν με κακό μάτι την κριτική ενασχόληση με την Βίβλο. Γι' αυτό και ο Μ. Βασίλειος επιμένει: «το γαρ μη παρέργως ακούειν των θεολογικών φωνών, αλλά πειράσθαι τον εν εκάστη λέξει και εν εκάστη συλλαβή κεκρυμμένον νουν εξιχνεύειν ουκ αργών εις ευσέβειαν, αλλά γνωριζόντων τον σκοπόν της κλήσεως ημών... επειδή δυσθήρατος η αλήθεια, πανταχόθεν υμίν εξιχνευτέα» (Περί του Αγίου Πνεύματος PG 32, 69). Μια τέτοια βέβαια ενασχόληση μπορεί να περιέκλειε κινδύνους· για τους Πατέρες όμως οι κίνδυνοι αυτοί ποτέ δεν ήταν θανάσιμοι. Για τον Γρηγόριο τον Θεολόγο «και το επιτυγχάνειν ουκ άχρηστον, και το διαμαρτάνειν ακίνδυνον» (27η Ομιλία, PG 36, 25). Είναι φυσικό πως μια τόσο τολμηρή και θαρραλέα κριτική αντιμετώπιση της Γραφής θα είχε ως αποτέλεσμα μια πραγματικά αξιοθαύμαστη και πλούσια ερμηνευτική παραγωγή. Δυστυχώς, όμως, την ερμηνευτική αυτή παραγωγή των Πατέρων του «χρυσού αιώνα» ακολούθησε στασιμότητα, κυρίως μετά την θεσμοθέτηση του 19ου κανόνα της Πενθέκτης Συνόδου, ο οποίος ορίζει: «ει γραφικός ανακινηθείη λόγος μη άλλως τούτον ερμηνευέτωσαν ή ως αν οι της Εκκλησίας φωστήρες και διδάσκαλοι των οικείων συγγραμμάτων παρέθεντο». Του λοιπού, τα διάφορα υπομνήματα στη Γραφή στηρίζονται αποκλειστικά στις ερμηνείες Πατέρων και κυρίως του Χρυσοστόμου. Στη νεότερη, όμως, εποχή η Ορθόδοξη βιβλική επιστήμη έγινε αφορμή να επιστρέψει εκ νέου στην Ορθόδοξη πραγματικότητα η ξεχασμένη βιβλική της διάσταση. Δύο μορφές κυριάρχησαν σε τούτη την αναγέννηση: ο Β. Βέλλας και ο Σ. Αγουρίδης. Ο γνήσιος μάλιστα ορθόδοξος ερμηνευτής, αν θέλει να μείνει πιστός στο πνεύμα των Πατέρων της Εκκλησίας, οφείλει να υπερβεί την πατερική σκέψη, όπως ακριβώς η πατερική υπερέβη τη βιβλική· όπως ακόμη η πρωτο-χριστιανική υπερέβη την προ-χριστιανική ιουδαϊκή· όπως η προφητική υπερέβη τη μωσαϊκή. Δεν μπορεί να μένει προσκολλημένος σε παρωχημένες κατηγορίες σκέψεως χωρίς να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να πέσει στην αίρεση των ιουδαϊζόντων. Παρόλα αυτά η νεώτερη ορθόδοξη βιβλική επιστήμη δεν αποδέχθηκε ομόφωνα την βιβλική κριτική. Σχηματικά μπορούμε να πούμε πως η «ρωσική» σχολή διατηρεί τις περισσότερες επιφυλάξεις, αντίθετα προς την «ελληνική», που την έχει αποδεχτεί σχεδόν ανεπιφύλακτα. Η αναγκαιότητα, εντούτοις, της υιοθέτησής της από τους ορθοδόξους επιβάλλεται και για καθαρά θεολογικούς λόγους. Επιβάλλεται από τη φύση και το χαρακτήρα της Αγ. Γραφής και της χριστιανικής διδασκαλίας περί της θείας αποκαλύψεως. Κατά τη χριστιανική διδασκαλία η αποκάλυψη του Θεού δεν πραγματοποιείται, όπως σε πολλές ανατολικές θρησκείες, σε ένα αποφασιστικό σημείο της ιστορίας με ένα και μοναδικό τρόπο, ούτε είναι καταγραμμένος ο λόγος του Θεού σε ένα μόνο βιβλίο. Ο λόγος του Θεού αποκαλύπτεται «πολυμερώς και πολυτρόπως» (πρβλ. Εβρ 1,1) μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, με αποκορύφωμα τη φανέρωση σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή («ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου», Γαλ 4,4) του ίδιου του Θεού. Η ιστορική όμως αυτή στιγμή δεν αποτελεί το «τέλος», αλλά το «μέσον» του χρόνου της θεϊκής αποκαλύψεως, η οποία συνεχίζεται μέσα στην Εκκλησία, και μέσω της Εκκλησίας στον κόσμο. Η Αγία Γραφή αποτελεί την ιστορία της θείας αποκαλύψεως από την αρχή (Εν αρχή» Γεν 1,1) μέχρι το τέλος («Αμήν έρχου» Αποκ 22,20), είναι δηλαδή «ουσιαστικώς ιστορική» (Φλορόφσκυ 13). Η Αγία Γραφή, μπορούμε σχηματικά να πούμε, αποτελεί ένα θεανθρώπινο κατασκεύασμα, μια ανθρώπινη δηλαδή καταγραφή και ερμηνεία θεϊκών ενεργειών και αποκαλύψεων. Οι θεϊκές όμως αυτές ενέργειες έλαβαν χώρα αποκλειστικά μέσα στην ιστορία, πράγμα που σημαίνει πως το ιστορικό πλαίσιο της βιβλικής αποκαλύψεως δεν είναι κάτι απ' το οποίο μπορούμε να αποχωριστούμε. Κι η ορθή μέθοδος προσέγγισης που απαιτείται για την ορθή κατανόηση και ερμηνεία της Γραφής οφείλει κατεξοχήν να δέχεται και να σέβεται αυτό το ιστορικό πλαίσιο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η βιβλική κριτική, που αναζητάει την αρχική σημασία των βιβλικών χωρίων, εξετάζοντας τα επί μέρους κείμενα αποκλειστικά μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την ορθή κατανόηση της χριστιανικής αποκαλύψεως. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο V.Kesich, η βιβλική κριτική «μπορεί να μας οδηγήσει στον Ιησού- μόνο όμως με μια εκδήλωση πίστεως μπορούμε να ομολογήσουμε ότι αυτός είναι ο Κύριος» («Biblical Studies...» 67). Βιβλιογραφία Β. Βέλλα, «Κριτική της Βίβλου και εκκλησιαστική αυθεντία», ΕΕΘΣΑ 3 (1936-37) 150-160. του ίδιου, «Η αυθεντία της Βίβλου κατά την διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας», Θεολογία 22 (1951) 601-616. Π. Μπρατσιώτη, «Η αυθεντία της Βίβλου εξ επόψεως ορθοδόξου», Θεολογία 23 (1952) 505-516. Ε. Kasemann, “Das Problem des Historischen Jesus,” ZTK 51 (1954) 125-153. R.Bultmann, “Ist voraussetzungslose Exegese moeglich?” ThZ 13 (1957). 411εξ. J.Jeremias, “The Present Position in the Controversy Concerning the Problem of the Historical Jesus,” ExpT 69 (1958) 333εξ. Τ.Ware, The Orthodox Church, 1958. J.M.Robinson, Α New Quest of the Historical Jesus, 1959. N.Nissiotis, “The Unity of Scripture and Tradition. An Eastern Orthodox Contribution to the Prolegomena of Hermeneutics,” GOTR 2 (1965-66) 205εξ W.G.Kuemmel, Das Neue Testament. Geschichte der Erforschung seiner Probleme, 1970. G. Florovsky, “The Patterns of Historical Interpretation,” ATR 50 (1968) 149εξ. Του ίδιου, «Historical Studies and Orthodox Theology», GOTR 12 (1967) σελ. 394-419' του ίδιου, «Tradition in the Ν.Τ.», στο ίδιο 15 (1970) σελ. 7-21. του ιδίου, «Biblical Studies in Orthodox Theology», στο ίδιο, 17 (1972) 69-85. Γ.Φλορόφσκυ, «Αποκάλυψις και Ερμηνεία», Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, 1976. Τ.Hopko, «The Bible in the Orthodox Church», SVTQ 14 (1970) 66εξ. V. Kesich, The Gospel of Christ. The Church and Modern Criticism, 1972. του ίδιου, «Biblical Studies in Orthodox Theology: A. Response», GOTR 17 (1972) σελ. 66εξ. J.A.T. Robinson, Can we Trust the Ν.Τ., 1977. G.E.Ladd, The New Testament and Criticism, 1978. J.Meyendorff, «Meaning of Tradition», Living Tradition, 1978 13-26. Σ.Αγουρίδη, Ερμηνευτική των ιερών κειμένων, 1979. Π. Βασιλειάδη, «Βιβλική κριτική και Ορθοδοξία», ΕΕΘΣΘ 25 (1980) σελ. 337-377. Α.Schweitzer, Von Reimarus zu Wrede, 1906, και στα ελληνικά Ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού, 1982. Th. Stylianopoulos, The New Testament: An Orthodox Perspective. Vol. I, 1997. J.Breck, Scripture in Tradition. The Bible and its Interpretation in the Orthodox Church, 2001. J.D.G.Dunn, Jesus Remembered. Vol. 1 of his Christianity in the Making, 2003. |
Δημιουργία αρχείου: 12-3-2018.
Τελευταία μορφοποίηση: 12-3-2018.